Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 398/2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 398 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη με αρ. κατάθ. …./18-10-2016 έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της  με αρ. 3793/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για παροχή εργασίας, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 26-10-2015, καθόσον από τα έγγραφα, που προσκομίζονται δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης, αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή, χωρίς να απαιτείται η κατ’ άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ κατάθεση παραβόλου, δεδομένου ότι πρόκειται για διαφορά του άρθρου 614 αρ. 5 ΚΠολΔ (άρθρο 495 § 3 Γ εδ. στ ΚΠολΔ), και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και  533 ΚΠολΔ).

Με την κρινόμενη αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα εταιρεία ιστορούσε ότι στις 2-1-2009 συνήψε με την εναγομένη εταιρεία σύμβαση έργου, δυνάμει της οποίας (η ίδια)  ανέλαβε το έργο της διάγνωσης αξονικών και μαγνητικών τομογραφιών ασθενών, που προσέρχονταν για το σκοπό αυτό στην εναγομένη, χρησιμοποιώντας τις εγκαταστάσεις της τελευταίας, έναντι αμοιβής, η οποία συμφωνήθηκε σε ποσοστό 10% επί της αξίας που είχε καθορίσει η εναγομένη για κάθε διαγνωστική εξέταση. Ότι παρείχε  το συμφωνηθέν έργο μέχρι τις 14-8-2014, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε την παραπάνω σύμβαση, χωρίς όμως να της έχει καταβάλλει τις συμφωνηθείσες αμοιβές της για τους μήνες από Φεβρουάριο έως και Αύγουστο 2014, με αποτέλεσμα να της οφείλεται το συνολικό ποσό των 40.894,55 ευρώ, όπως ειδικότερα κάθε επιμέρους κονδύλιο αναλυόταν κατά χρονικό διάστημα και ποσό στην αγωγή. Ζητούσε δε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλλει το ανωτέρω ποσό με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορά κάθε επιμέρους αμοιβή, άλλως με το νόμιμο τόκο  επιδικίας,  άλλως  με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά της έξοδα. Επί της αγωγής αυτής το άνω δικαστήριο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση του, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη δεχόμενο την ένσταση συμψηφισμού, που προέβαλε η εναγομένη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα με τους λόγους της έφεσης της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, και συγκεκριμένα της διάταξης του άρθρου 440 ΑΚ (περί συμψηφισμού), και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 440 ΑΚ, «Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», ενώ κατά το άρθρο 441 ΑΚ, «Ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν». Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της προτάσεως του συμψηφισμού δημιουργείται από την στιγμή, κατά την οποία δύο αντίθετες απαιτήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαιτήσεως έχει συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό και επέρχεται με την σχετική προς τούτο πρόταση του απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται αναδρομικώς, ανεξαρτήτως από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται (Γεωργιάδης – Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ, τ. II άρθρο 441, αριθμ. 2 και 7). Οι απαιτήσεις που συμψηφίζονται πρέπει να είναι ληξιπρόθεσμες, γίνεται όμως δεκτό ότι ληξιπρόθεσμη πρέπει να είναι η ανταπαίτηση, όχι και η απαίτηση, γι’ αυτό κύρια απαίτηση υπό προθεσμία μπορεί να αποσβεσθεί με ανταπαίτηση ληξιπρόθεσμη. Εξάλλου, αμοιβαίες είναι οι απαιτήσεις, όταν εκείνος που προβαίνει στην δήλωση συμψηφισμού είναι οφειλέτης της κύριας απαιτήσεως, δηλαδή εκείνης κατά της οποίας ο συμψηφισμός προβάλλεται, συγχρόνως δε και ο δανειστής της ανταπαιτήσεως, δηλαδή εκείνης που προτείνεται σε συμψηφισμό (ΕΘ 781/2012 ΑΡΜ 2013.1460, ΕΘ 2933/2005 ΑΡΜ 2006.703). Ο νόμος δεν απαιτεί ως όρο του συμψηφισμού ταυτότητα του νομικού λόγου, που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τούτων, αλλά ούτε επιβάλλεται η ανταπαίτηση, που αντιτάσσεται προς συμψηφισμό, να είναι εκκαθαρισμένη (ΑΠ 2111/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 844/1999 ΕλΔνη 41.440, ΕΘ 2933/2005 ΑΡΜ 2006.703). Ωστόσο, δεν προτείνεται σε συμψηφισμό απαίτηση, κατά της οποίας μπορεί να προβληθεί αναβλητική ή ανατρεπτική ένσταση ή τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, ενώ αντίθετα, αν τελεί υπό διαλυτική αίρεση ή προθεσμία, ο συμψηφισμός είναι έγκυρος, με εν δυνάμει ανατροπή του σε περίπτωση που εκ των υστέρων πληρωθεί η αίρεση ή προθεσμία. Η ένσταση συμψηφισμού είναι γνήσια ένσταση και για το ορισμένο αυτής πρέπει  να περιέχει τα περιστατικά που θεμελιώνουν την προτεινόμενη σε συμψηφισμό αξίωση του ενιστάμενου, και δη την αιτία της οφειλής, τον χρόνο που γεννήθηκε και το ποσό της ανταπαίτησης, καθώς και ορισμένο αίτημα (Μ. Μαργαρίτης -Α. Μαργαρίτη, Επίτομη Ερμηνεία ΑΚ και ΕισΝΑΚ, εκδ. 2016, υπό άρθρο 452, αριθ. 10, 45-47).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 221 § 1 και 222 § 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι είναι απαράδεκτη η διεξαγωγή νέας δίκης, όταν αυτή έχει ως αντικείμενο διαφορά, που ταυτίζεται με διαφορά προγενέστερης δίκης, η οποία δημιουργήθηκε από αγωγή, που ασκήθηκε προγενέστερα και έχει την ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΑΠ 420/1993 ΕλΔνη 36.342). Η ευδοκίμηση δε της εκκρεμοδικίας συνεπάγεται την αναστολή της δεύτερης δίκης μέχρι την περάτωση της πρώτης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 221 ΚΠολΔ, αφετήριο χρονικό σημείο της έναρξης της εκκρεμοδικίας είναι εκείνο της κατάθεσης της αγωγής, υπό τον όρο όμως ότι έχει συντελεστεί η άσκηση αυτής, δηλαδή, κατ’ άρθρο 215 του ίδιου Κώδικα, και με την επίδοση της στον εναγόμενο (ΑΠ 14/1986 ΕλΔνη 27.304, ΑΠ 31/1985 ΝοΒ 133.1418) και, συνεπώς, μόνη η κατάθεση της αγωγής δεν θεμελιώνει εκκρεμοδικία, αλλά θα πρέπει να επακολουθήσει επίδοση αυτής, οπότε ανατρέχει (η εκκρεμοδικία) στον χρόνο της κατάθεσης της (ΕΘ 63/2010 ΕΔικΠολ 2011.68, ΕΑ 3470/1996 ΕλΔνη 1997.1588)

Η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη με τις προτάσεις της, που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, προέβαλε ένσταση συμψηφισμού της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας με δική της ληξιπρόθεσμη ανταπαίτηση  έναντι αυτής. Ειδικότερα, η εναγομένη ισχυρίστηκε ότι, από την εφαρμογή των μέτρων clawback και rebate εκ μέρους του ΕΟΠΥΥ (για περικοπή των δαπανών του ΕΟΠΥΥ), το ποσό, που αρχικά είχε εγκρίνει  για διαγνωστικές εξετάσεις, που διενεργήθηκαν από την ενάγουσα, μειώθηκε για το έτος 2013 κατά 269.904,26 ευρώ   και για το πρώτο τετράμηνο του 2014 κατά το ποσό των 108.637,28 ευρώ με αποτέλεσμα να μειωθεί ο τζίρος της τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα. Ότι συνακόλουθα η αμοιβή της ενάγουσας, την οποία έχει εισπράξει, πρέπει να μειωθεί αναλογικά για το 2013 κατά 26.971,69 ευρώ και για το 2014 κατά 9.778,17 ευρώ, σύμφωνα με την ανάλυση των επιμέρους ποσών, όπως αυτά εκτίθενται στις προτάσεις της, για την επιστροφή των οποίων υφίσταται ληξιπρόθεσμη ανταπαίτηση της.  Ότι, επιπλέον, αφού αφαιρεθεί η αμοιβή της ενάγουσας για το διάστημα των μηνών Μαΐου-Αυγούστου 2014, την οποία αυτή δεν έχει εισπράξει, προκύπτει οφειλή της έναντι της ίδιας (της εναγομένης) συνολικά  13.409,53 ευρώ. Ζητούσε δε τον συμψηφισμό της ανταπαίτησης της με την επίδικη αξίωση της ενάγουσας, ώστε να επέλθει απόσβεση της, και την απόρριψη της αγωγής.

Με τον πρώτο (υπό στοιχ. 2α) λόγο έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η άνω ένσταση συμψηφισμού είναι αόριστη, αφού δεν περιγράφεται με πληρότητα ο τρόπος που προέκυψαν τα προς επιστροφή ποσά στον ΕΟΠΥΥ, ο τρόπος επιμερισμού, ενώ μη παραθέτοντας τις μηνιαίες εισπράξεις  καθίσταται αδύνατο να ελεγχθεί αν έχει εκθέσει επακριβώς τα προς συμψηφισμό ποσά, προσέτι δε, δεν αναφέρει τους αριθμούς των πιστωτικών τιμολογίων, τα οποία εξέδωσε για τα επιστραφέντα στον ΕΟΠΥΥ ποσά, και προσδιορίζει με αυθαίρετο τρόπο τα μειωθέντα από τον ΕΟΠΥΥ ποσά για τις εκ μέρους της διενεργηθείσες εξετάσεις. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η παραπάνω ένσταση της εναγομένης, με το περιεχόμενο που εκτέθηκε, ήταν πλήρως ορισμένη, καθόσον περιέγραφε την αιτία της ανταπαίτησης της, που είναι οφειλή της προς τον ΕΟΠΥΥ για τις εξετάσεις που διενήργησε η ενάγουσα μετά από την εφαρμογή των μέτρων περικοπής clawback και rebate και η συνακόλουθη αναλογική εφαρμογή τους και στην αμοιβή της ενάγουσας, καθόσον η τελευταία προσδιοριζόταν με βάση τον επιτευχθέντα τζίρο, με ακριβή αναφορά στα πραγματικά περιστατικά, που τη θεμελιώνουν, στα οφειλόμενα ποσά και καθώς και ορισμένο αίτημα.

Με τον δεύτερο (υπό στοιχ. 2β) λόγο έφεσής της η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η εναγομένη έχει ασκήσει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 8-5-2015 αγωγή της, με την οποία ζητεί να της επιδικαστεί το ποσό των 13.409,53 ευρώ από επιστροφή αμοιβών και η οποία στηρίζεται στην ίδια πραγματική και νομική αιτία επί της οποίας θεμελιώνεται η προβληθείσα ένσταση συμψηφισμού. Ότι συνεπώς, υπάρχει εκκρεμοδικία από την ασκηθείσα αυτή αγωγή, ισχυρισμό που προέβαλε πρωτοδίκως με τις προτάσεις της και που εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε. Όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα, πράγματι η εναγομένη έχει ασκήσει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 8-5-2015 αγωγή της, την οποία κατέθεσε στις 11-5-2015 (ήτοι σε χρόνο προγενέστερο από τον χρόνο προβολής της ένστασης συμψηφισμού, που είναι ο χρόνος συζήτησης της ένδικης αγωγής στο ακροατήριο στις 12-5-2015) και με την οποία ζητεί να υποχρεωθεί η ενάγουσα να της καταβάλλει το ποσό των 13.409,53 ευρώ για την ίδια ιστορική και νομική αιτία όπως και της ένδικης ένστασης συμψηφισμού. Ωστόσο, η αγωγή αυτή δεν έχει επιδοθεί στην ενάγουσα, με συνέπεια να μην έχει επέλθει εκκρεμοδικία, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη. Συνεπώς, ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απορρίπτοντας την ένσταση εκκρεμοδικίας για τον ίδιο λόγο και ο σχετικός λόγος  έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

Με τον τρίτο λόγο (υπό στοιχ. 2γ) έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η προς συμψηφισμό ανταπαίτηση της εναγομένης εξαρτάται από αίρεση, καθόσον, για τα ποσά που της περιέκοψε ο ΕΟΠΥΥ  βάσει της με αρ. …/28-5-2014 πράξης του, έχει (η εναγομένη) προσφύγει ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και αναμένεται η έκδοση απόφασης επί της προσφυγής. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ανταπαίτηση που προτείνεται σε συμψηφισμό δεν πρέπει να εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, χωρίς να απαγορεύεται να εξαρτάται από διαλυτική αίρεση, στην εξεταζόμενη δε περίπτωση η προταθείσα σε συμψηφισμό ανταπαίτηση της εναγομένης δεν εξαρτάται από αναβλητική αίρεση, το γεγονός, όμως, ότι ενδέχεται να εκδοθεί απόφαση του ως άνω διοικητικού δικαστηρίου, με την οποία να αναγνωρίζεται η ανυπαρξία της οφειλής της εναγομένης προς τον ΕΟΠΥΥ, συνιστά  διαλυτική αίρεση, που δεν εμποδίζει την προβολή της σχετικής ένστασης συμψηφισμού και η οποία, εφόσον πληρωθεί (δηλαδή εφόσον δικαιωθεί η εναγομένη και επιστραφούν στην ίδια από τον ΕΟΠΥΥ τα καταβληθέντα ποσά), θα οδηγήσει  σε αυτοδίκαιη ανατροπή των αποτελεσμάτων του συμψηφισμού.

Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, από τις με αρ. …. και …./8-5-2015 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …….. και ……… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν με  επιμέλεια της ενάγουσας, μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου της, από τις με αρ. …. και …./11-5-2015 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……. και ……… ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …….., οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγομένης μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας,  καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων και των εγγράφων, που το πρώτον προσκομίζονται στο Δικαστήριο αυτό, παραδεκτά κατ’ άρθρο 529 ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………», με έδρα τον Πειραιά και σκοπό την παροχή απεικονιστικών ιατρικών υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, συστήθηκε το 2008 σύμφωνα με το ΠΔ 84/2001 από τον μοναδικό εταίρο της, …….., ιατρό, ο οποίος είναι και διαχειριστής αυτής. Η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία συστήθηκε το 1991 με σκοπό την έρευνα και διάγνωση παθήσεων ασθενών επ’ αμοιβή στις εγκαταστάσεις της, όπου λειτουργούν ιατρικά εργαστήρια και τμήματα (μικροβιολογικό, καρδιολογικό κλ), ενώ από το 1998 λειτουργεί ιατρείο-διαγνωστικό κέντρο εξειδικευμένο στις μαγνητικές απεικονίσεις, ενταχθέν στο δίκτυο της …..  από το 2008. Από την ίδρυση της είναι συμβεβλημένη με όλα τα ασφαλιστικά ταμεία και από 1-1-2012, μετά την ενοποίηση τους, είναι συμβεβλημένη με τον ΕΟΠΥΥ.  Δυνάμει του από 2-1-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού σύμβασης έργου, που συνήφθη εγγράφως μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης αμφοτέρων νόμιμα εκπροσωπούμενων, συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα θα αναλάμβανε την υποχρέωση να ενεργεί δια του νομίμου εκπροσώπου της, ………., ιατρού ακτινολόγου, ακτινοδιαγνωστικές εξετάσεις (αξονικές και μαγνητικές τομογραφίες και κάθε τι άλλο που συμπεριλαμβάνεται στην ειδικότητα της ακτινοδιαγνωστικής), για λογαριασμό της εναγομένης, στις εγκαταστάσεις και με τα μηχανήματα που η τελευταία της παρείχε, έναντι αμοιβής ποσοστού 10% επί του συνολικού τζίρου των εξετάσεων (αξονικές -τομογραφίες), αφαιρουμένων των εκπτώσεων. Τα χρήματα που εισέπραττε η εναγομένη για τη διενέργεια των ως άνω εξετάσεων προέρχονταν εν μέρει από τους ασθενείς, αλλά κατά κύριο λόγο από τη συμμετοχή των ασφαλιστικών ταμείων στην σχετική ιατρική δαπάνη. Το ποσό που αναλογούσε  στην αμοιβή της ενάγουσας υπολογιζόταν κάθε μήνα από το λογιστήριο της εναγομένης, με βάση τις καταχωρήσεις στο μηχανογραφικό της σύστημα, και ακολούθως ενημερωνόταν η ενάγουσα για το ύψος της αμοιβής της, η οποία εξέδιδε το αντίστοιχο νόμιμο φορολογικό παραστατικό και κατόπιν γινόταν η εξόφληση της. Όπως δέχτηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, για το οποίο δεν υπάρχει σχετικό παράπονο από την εναγομένη με έφεση ή αντέφεση, ουδέποτε συμφωνήθηκε έστω προφορικά η μείωση του ποσοστού της αμοιβής της ενάγουσας από 10% σε 9% από τον Ιανουάριο του 2012, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, καθόσον από τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, που εξέδωσε η ενάγουσα κατόπιν οδηγιών του λογιστηρίου της εναγομένης,  τα ποσοστά αμοιβής της ενάγουσας επί του πραγματοποιηθέντος τζίρου ανέρχονται σε ποσοστό 10,70% για τον Ιανουάριο 2012, 10,40% για τον Φεβρουάριο 2012 και 9,80 % για τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο 2012. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο τζίρος της εναγομένης από τις διαγνωστικές εξετάσεις, που πραγματοποίησε η ενάγουσα τους μήνες από Ιανουάριο έως και Αύγουστο 2014 ανήλθε,  με βάση τον προσκομισθέντα από αμφότερους τους διαδίκους πίνακα εκκαθάρισης, για τον μήνα Ιανουάριο σε 65.405,81 €, για τον μήνα Φεβρουάριο σε 64.494,59 ευρώ, για τον μήνα Μάρτιο σε 57.731,85 ευρώ, για τον μήνα Απρίλιο σε 64.437,37 ευρώ, για τον μήνα Μάιο σε 65.622,76 ευρώ, για τον μήνα Ιούνιο σε 66.888,39 ευρώ, για τον μήνα Ιούλιο σε 78.295,58 ευρώ και για τον μήνα Αύγουστο σε 26.474,85 ευρώ. Έτσι η αμοιβή της ενάγουσας, η οποία υπολογιζόταν σε 10% επί του τζίρου, διαμορφώθηκε στα εξής ποσά, σε  6.540,58 €, 6.449,45 €, 5.773,18 €, 6.443,73 €, 6.562,27 €, 6.688,83 €, 7.829,55 € και 2.647,48 € αντίστοιχα για κάθε μήνα, από τα οποία ποσά δεν είναι επίδικη η αμοιβή του μηνός Ιανουαρίου 2014, ενώ, όπως η ίδια η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή της, έχει πληρωθεί μέρος αυτής για τον μήνα Φεβρουάριο 2014 εκ ποσού 1.500 ευρώ και άρα της οφείλεται η υπόλοιπη αμοιβή για τον μήνα αυτόν (εκ ποσού 4.949,46 €) καθώς και οι αμοιβές για τους υπόλοιπους μήνες, από Μάρτιο έως Αύγουστο 2014 -οπότε λύθηκε η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση με καταγγελία εκ μέρους της εναγομένης- συνολικού ποσού 40.894,55 ευρώ. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι, από τη λογιστική τήρηση του λογαριασμού της για την ενάγουσα εταιρεία προκύπτει αξίωση της τελευταίας μόνο για ποσό 23.242,83 ευρώ, ήτοι 9.833,30 ευρώ το υπόλοιπο λογαριασμού την 31-12-2014 πλέον 13.507,03 ευρώ αμοιβή της ενάγουσας των μηνών Μαΐου έως Αυγούστου 2014,  έναντι της οποίας προβάλλει σε συμψηφισμό  δική της ανταπαίτηση – όπως θα εκτεθεί παρακάτω, πέραν του χαρακτήρα του ως άρνηση του οφειλόμενου στην ενάγουσα ποσού, δεν συνιστά παραδεκτά και νόμιμα προβαλλόμενη ένσταση εξόφλησης, ώστε να ελεγχθεί η βασιμότητα της. Σε κάθε περίπτωση, από το προσκομιζόμενο αναλυτικό καθολικό, που τηρείται στο λογιστήριο της εναγομένης για την ενάγουσα, δεν προκύπτει οφειλή της εναγομένης  προς τη ενάγουσα για το 2014 όπως την προσδιορίζει η ίδια, δηλαδή μόνο για το επικαλούμενο από αυτήν ποσό των 9.833,30 ευρώ. Και ναι μεν έχουν εκδοθεί από την ενάγουσα τα προσκομιζόμενα με αρ. …/28-2-2014, …./31-3-2014, …./30-4-2014 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών για τις αμοιβές της τους μήνες Φεβρουάριο έως Απρίλιο 2014 (για ποσά 6.724,28 €, 5.642,47 € και 6.300,57 € ευρώ), πλην όμως δεν προσκομίζεται καμία εξοφλητική απόδειξη για τους εν λόγω μήνες, οι δε λογιστικές εγγραφές δεν αποτελούν αποδεικτικό εξόφλησης των απαιτήσεων της ενάγουσας, αφού, όπως προαναφέρθηκε, πρώτα η ενάγουσα εξέδιδε το αντίστοιχο φορολογικό στοιχείο και κατόπιν γινόταν η εξόφληση, ενώ από τις ίδιες λογιστικές εγγραφές φαίνεται ότι, για τα τιμολόγια που εξέδιδε η ενάγουσα, τα οποία και καταχωρούνταν στον τηρούμενο λογαριασμό της εναγομένης, υπήρχε αντίστοιχη καταχώρηση εξοφλητικής απόδειξης, χωρίς να υπάρχει, ωστόσο, τέτοια για τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο 2014. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 100 Ν. 4172/2013, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο 1 Ν. 4254/2014, σε συνδυασμό με τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες αποφάσεις του Υπουργού και Υφυπουργού Υγείας [Υ9/οικ 39259 (ΦΕΚ 1202Β/12-5-2014), Υ9/οικ 3926 (ΦΕΚ 1202Β/12-5-2014), Υ9/οικ 39255 (ΦΕΚ 1202Β/12-5-2014, Υ9/οικ 62558 (ΦΕΚ 2111/1-8-2014) και Υ9/οικ 70522 (ΦΕΚ 22467/18-8-2014)] καθώς και τη με αρ. 187/730/14-8-2014 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΟΠΥΥ, δεδομένου ότι θεσπίστηκε ότι η  μηνιαία δαπάνη του ΕΟΠΥΥ για διαγνωστικές εξετάσεις, νοσήλια και φυσικοθεραπείες που παρέχονται από τους συμβεβλημένους ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1/12 των εγκεκριμένων πιστώσεων του προϋπολογισμού του, που καθορίστηκε στα 370.000.0000 ευρώ για το έτος 2013 και στα 320.000.000 ευρώ για το έτος 2014, τέθηκε σε εφαρμογή ο «αυτόματος μηχανισμός επιστροφών («clawback)» από ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας, υπολογιζόμενος σε εξαμηνιαία βάση, στη βάση της  διαφοράς μεταξύ της προϋπολογισμένης και της πραγματικής δαπάνης, μετά την αφαίρεση των τυχόν επιστροφών, εκπτώσεων και μη αποδεκτών δαπανών, καθώς και το «κλιμακούμενο ποσοστό επιστροφής («rebate)» επί των οφειλών του ΕΟΠΥΥ για νοσήλια, διαγνωστικές εξετάσεις και φυσικοθεραπείες των ασφαλισμένων του προς τους συμβεβλημένους ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας, με βάση υπολογισμού το ύψος της μηνιαίας υποβολής δαπανών των παρόχων, μεταξύ των οποίων και η εναγομένη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η εναγομένη να οφείλει να επιστρέψει στον ΕΟΠΥΥ, εκδίδοντας σχετικό πιστωτικό τιμολόγιο, το συνολικό ποσό των 325.901,46 ευρώ για το έτος 2013 (153.983,18 € για rebate  + 171.918,28 € για clawback), αναδρομικά από 1-1-2013, και το συνολικό ποσό των 201.518,53 ευρώ για το πρώτο εξάμηνο του 2014 (79.820,64 € για rebate + 121.697,89 € για clawback). Το γεγονός αυτό είχε ως άμεση συνέπεια να μειωθεί αναδρομικά ο τζίρος της εναγομένης και από τις διαγνωστικές εξετάσεις, τις οποίες είχε πραγματοποιήσει η ενάγουσα το έτος 2013, για τις οποίες είχε πληρωθεί, όπως και ο αντίστοιχος τζίρος της από τις αντίστοιχες  εξετάσεις για το πρώτο εξάμηνο του 2014, για το οποίο η ενάγουσα είχε πληρωθεί μόνο τον μήνα Ιανουάριο 2014. Η αμοιβή της τελευταίας, όπως  προαναφέρθηκε,  με βάση τη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, είχε καθοριστεί σε ποσοστό 10% επί του τζίρου της εναγομένης  από τις διαγνωστικές εξετάσεις, που αυτή θα πραγματοποιούσε, αφαιρουμένων των εκπτώσεων. Ερμηνευόμενη δε η συμφωνία αυτή με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών συνεπάγεται ότι η διαμόρφωση του τζίρου της εναγομένης σε μικρότερο ποσό, μετά τις παραπάνω νομοθετικά θεσπισμένες περικοπές, οδηγεί σε διαμόρφωση της αμοιβής της ενάγουσας σε μικρότερο αναλογικά ποσό, υπολογιζόμενης δηλαδή επί του αληθινά πραγματοποιηθέντος τζίρου αυτής, μετά τις περικοπές, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι επρόκειτο για τιμολογηθείσες εξετάσεις. Όπως, εξάλλου, προκύπτει και από την με αρ. 1191/12-8-2014 ΠΟΛ του Υπουργείου Οικονομικών (σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση των ποσών επιστροφής κατ’ εφαρμογή των μηχανισμών clawback και rebate, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 100 Ν. 4172/2013), τα ποσά επιστροφής με βάση τα ως άνω μέτρα από τους συμβεβλημένους ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας αποτελούν μειωτικά στοιχεία των ακαθάριστων εσόδων αυτών. Γι’ αυτό και στους δημοσιευθέντες ισολογισμούς της εναγομένης για τα έτη 2013 και 2014 αναφέρεται ως συνολικός τζίρος της στις 31-12-2013 το ποσό των 652.000 ευρώ και στις 31-12-2014 το ποσό των 403.000 ευρώ, αφού έχουν υπολογισθεί οι περικοπές μέσω των μηχανισμών clawback και rebate. Συνεπώς, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τον τέταρτο λόγο έφεσης της (υπό στοιχ. 2δ) κρίνονται απορριπτέα ως ουσία αβάσιμα. Έτσι, μετά τον επανυπολογισμό της δικαιούμενης από την ενάγουσα αμοιβής προέκυψε πιστωτικό υπόλοιπο σε βάρος της και υπέρ της εναγομένης συνολικού ύψους 26.939,23 ευρώ για το έτος 2013, ήτοι 729.575,58 € ο  αρχικός τζίρος της εναγομένης από τις διαγνωστικές εξετάσεις, που διενήργησε η ενάγουσα μέσα στο έτος 2013 (για τις οποίες εξετάσεις υπήρχε συμμετοχή του ΕΟΠΥΥ) –  269.904,26 € οι περικοπές, που υπέστη λόγω των μέτρων clawback και rebate = 459.671,32 € ο τελικός τζίρος της εναγομένης, όπως διαμορφώθηκε μετά την εφαρμογή των άνω νομοθετικών μέτρων Χ 10%  το ποσοστό αμοιβής της ενάγουσας = 45.967,13  €. Η ενάγουσα, ωστόσο, έχει εισπράξει ως αμοιβή της για το έτος 2013 το ποσό των 72.906,36 ευρώ, όπως προκύπτει από τον προσκομισθέντα πίνακα  εκκαθάρισης για το 2013, και έτσι η εναγομένη έχει ανταπαίτηση για επιστροφή ποσού 26.939,23 € (72.906,36 € αρχική αμοιβή – 45.967,13 € η αμοιβή που τελικά δικαιούται). Επίσης, και για το πρώτο εξάμηνο του 2014, λόγω της εφαρμογής των μέτρων clawback και rebate μειώθηκε αναδρομικά ο τζίρος από τις διαγνωστικές εξετάσεις, τις οποίες είχε πραγματοποιήσει η ενάγουσα για το εν λόγω διάστημα, ώστε μετά τον επανυπολογισμό της δικαιούμενης από αυτήν αμοιβής  να ανέρχεται (η αμοιβή της) σε 21.880 ευρώ, ήτοι 384.580,77 € ο  αρχικός τζίρος της εναγομένης από τις διαγνωστικές εξετάσεις, που διενήργησε η ενάγουσα μέσα στο πρώτο εξάμηνο 2014 (Ιαν. 65.405,81 € + Φεβ. 64.494,59 €+ Μαρ. 57.731,85 € + Απρ. 64.437,37 € + Μαι. 65.622,76 € + Ιουν. 66.888,39  €) – 165.780,76 € συνολικά οι περικοπές, που υπέστη για το διάστημα αυτό = 218.800,01 € ο τελικός τζίρος της εναγομένης, όπως διαμορφώθηκε μετά την εφαρμογή των άνω νομοθετικών μέτρων Χ 10%  το ποσοστό αμοιβής της ενάγουσας = 21.880  €. Η ενάγουσα  για την αμοιβή της του μηνός  Ιανουαρίου 2014 (η οποία ως συνάγεται από το προεκτεθέν περιεχόμενο της αγωγής έχει εξοφληθεί), σύμφωνα με το υπ’ αρ. …../3-2-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, έλαβε 7.025,55 ευρώ, ενώ έπρεπε να λάβει 3.730,95 ευρώ (37.309,51 € ο τελικός, μετά τις περικοπές, τζίρος για τον μήνα αυτό  Χ 10% η αμοιβή της ενάγουσας) και άρα υπάρχει υπέρ της εναγομένης πιστωτικό υπόλοιπο (7.025,55 € – 3.730,95 €=) 3.294,60, ενώ για τον μήνα Φεβρουάριο 2014, δεδομένου ότι η ενάγουσα έλαβε 1.500 ευρώ έναντι της αμοιβής της, οφείλεται ακόμη σε αυτή  το ποσό των (64.494,59 € ο αρχικός τζίρος για τον μήνα αυτόν – 27.956,69 € η περικοπή λόγω clawback και rebate =36.537,90 € ο τελικός τζίρος  Χ 10% το ποσοστό αμοιβής = 3.653,79 € η δικαιούμενη από την ενάγουσα αμοιβή -1.500 € έναντι =) 2.153,79 ευρώ. Συνεπώς, η αμοιβή της ενάγουσας για το  διάστημα από Φεβρουάριο έως Ιούνιο του 2014 ανήλθε -μετά την εφαρμογή των μέτρων clawback και rebate- σε [21.880 η τελικά διαμορφωθείσα αμοιβή της για το πρώτο εξάμηνο 2014 – (3.730,95 € η αμοιβή Ιανουαρίου 2014, που δεν είναι επίδικη, + 1.500 ευρώ καταβολή έναντι αμοιβής Φεβρουαρίου 2014) =] 16.649,05 ευρώ. Άρα για το επίδικο διάστημα από 1-2-2014 μέχρι 31-8-2014 η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα (16.649,05 €  η οφειλόμενη αμοιβή για το πρώτο εξάμηνο 2014 +  7.829,55 € η αμοιβή για τον μήνα Ιούλιο  2014 + 2.647,48  € η αμοιβή για τον μήνα Αύγουστο 2014, για τους οποίους μήνες δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε ειδοποίηση του ΕΟΠΥΥ για επιστροφή ποσών εκ μέρους της εναγομένης) 27.126,08 ευρώ. Η εναγομένη με την από Ιούνιος 2014 ενημέρωσε την ενάγουσα για την εφαρμογή των παραπάνω νομοθετικών μέτρων, που είχαν ως συνέπεια την διαμόρφωση του τζίρου της σε χαμηλότερα ποσά, καθώς και την ανάγκη αναπροσδιορισμού και της δικής της αμοιβής, όπως και των αμοιβών βέβαια όλων των συνεργαζόμενων με αυτήν ιατρών και λοιπών παρόχων υπηρεσιών υγείας. Με την από 23-1-2015 μάλιστα εξώδικη διαμαρτυρία, που επιδόθηκε στην ενάγουσα στις 28-1-2015, ενημέρωνε αυτήν για το υπόλοιπο της εκκαθάρισης, όπως αυτό προέκυπτε από τη λογιστική τήρηση του μεταξύ τους λογαριασμού. Με τις υπ’ αρ. …/28-5-2014 και …../18-11-2014 ατομικές ειδοποιήσεις του Προέδρου του ΕΟΠΥΥ  κοινοποιήθηκε στην εναγομένη πίνακας υπολογισμού της αυτόματης επιστροφής και της επιστροφής (clawback και rebate) για τα έτη 2013 και πρώτου εξαμήνου 2014  συνολικών ποσών 325.901,46 ευρώ και 201.518,53 ευρώ αντίστοιχα, κατά της πρώτης  από τις οποίες η εναγομένη άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ζητώντας της ακύρωση της, η οποία εκκρεμεί. Παρά ταύτα όμως, μετά τον συμψηφισμό στον οποίο προέβη αυτοβούλως ο ΕΟΠΥΥ, η εναγομένη εξέδωσε υπέρ του τα από 31-12-2014 πιστωτικά τιμολόγια, τα οποία παραλήφθηκαν από την Περιφερειακή Δ/νση του ΕΟΠΥΥ στις 19-3-2015. Με βάση τα παραπάνω, συνεπώς, αποδεικνύεται ότι υφίσταται ομοειδής, ληξιπρόθεσμη και μη εξαρτώμενη από αναβλητική αίρεση οφειλή της ενάγουσας προς την εναγομένη συνολικού ποσού  30.233,83 ευρώ, ήτοι 26.939,23 € η ανταπαίτηση της για το έτος 2013 + 3.294,60 € η ανταπαίτηση της για τον Ιανουάριο 2014 (τα οποία ποσά εισέπραξε η ενάγουσα από την εναγομένη και πρέπει να επιστραφούν), η οποία πρέπει να συμψηφιστεί με την επίδικη αξίωση της ενάγουσας ύψους 27.126,08 ευρώ κατά το μέρος που συμπίπτουν, δηλαδή καθ’ όλο το ποσό της οφειλόμενης αμοιβής της ενάγουσας. Συνεπώς, η αξίωση της ενάγουσας έχει αποσβεστεί γενομένης δεκτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της παραδεκτώς προβληθείσας  ένσταση συμψηφισμού της εναγομένης. Με βάση τις παραπάνω σκέψεις, επομένως, η αγωγή της ενάγουσας είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με διαφορετική, εσφαλμένη εν μέρει, αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, δέχτηκε την ένσταση συμψηφισμού ως ουσία βάσιμη και απέρριψε την αγωγή, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι έφεσης ως ουσία αβάσιμοι καθώς και η έφεση στο σύνολο της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της, όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσία.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά  έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία καθορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στις 22-6-2018, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ