Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 372/2018

Αριθμός  372/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη-Εισηγητή και Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη  και από τη Γραμματέα  K.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Με την από 20.07.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …./21.07.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …./21.07.2017) κλήση («κλήση προς περαιτέρω συζήτηση ή και άλλως αίτηση για αυτεπάγγελτη ανάκληση μη οριστικής απόφασης») του ενάγοντος – εφεσιβλήτου – καθού οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως («Δήμος ….») φέρονται προς περαιτέρω συζήτηση η από 06.03.2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. …./2014) έφεση των εναγομένων – εκκαλούντων – ασκούντων τους πρόσθετους λόγους εφέσεως (……….) και οι από 09.02.2016 (αριθμ. εκθ. καταθ. ../../2016) πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, μετά την έκδοση της υπ΄ αριθμ. 51/2017 εν μέρει οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου.
  2. Στην από 05-03-2012 αγωγή του και κατά το ουσιώδες μέρος αυτής ο ενάγων οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως της Περιφερειακής Ενότητας Κυκλάδων της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με την επωνυμία «Δήμος …» ισχυρίστηκε ότι το Κ/Ζ, με το όνομα «S.», κυριότητας της πρώτης εναγόμενης αλλοδαπής, αλλά νόμιμα εγκατεστημένης στην Ελλάδα, εταιρείας, με την επωνυμία «……….», του οποίου (Κ/Ζ) την τεχνική διαχείριση είχε αναλάβει η δεύτερη εναγόμενη αλλοδαπή, αλλά νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα, εταιρεία, με την επωνυμία «……..», και την διαχείριση, άλλως τον εφοπλισμό, ασκούσε η τρίτη εναγόμενη αλλοδαπή  εταιρεία που εδρεύει στην πραγματικότητα στον Πειραιά, με την επωνυμία «…….», ήταν δε ασφαλισμένο στον εδρεύοντα στο .. του Ηνωμένου Βασιλείου αλληλασφαλιστικό συνεταιρισμό, με την επωνυμία «……….», που νόμιμα εκπροσωπείται στην Ελλάδα, στις 05-04-2007 και ενώ έπλεε εντός του κόλπου της Καλντέρας Θήρας, μη ακολουθώντας τον στο σχέδιο πλεύσεως προβλεφθέντα πλου αυτού, προσέκρουσε σε ύφαλο με αποτέλεσμα την κατάκλυση αυτού από θαλάσσια ύδατα. Ότι, συνεπεία εσφαλμένων χειρισμών του πλοιάρχου του Κ/Ζ, αυτό τις πρωινές ώρες της 06-04-2007 βυθίστηκε στην θέση «Παλαιά Ορυχεία», βόρεια του λιμένα του Αθηνιού Θήρας, όπου και παραμένει έκτοτε βυθισμένο. Ότι, μετά την βύθιση του Κ/Ζ, προκλήθηκε εκτεταμένη μόλυνση τόσο της προαναφερόμενης θαλάσσιας περιοχής όσο και της χερσαίας ζώνης με αποτέλεσμα την διενέργεια εκτεταμένων εργασιών απορρυπάνσεως οι οποίες, όμως, δεν απέτρεψαν την δυσφήμηση της περιοχής στην οποία έλαβε χώρα το ναυάγιο. Ότι το βυθισμένο Κ/Ζ αποτελεί εστία διαρκούς ρυπάνσεως της θαλάσσιας περιοχής της Καλντέρας Θήρας και θα αποτελεί τέτοια εστία στο άμεσο και το απώτερο μέλλον. Ότι το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο προσκάλεσε, τηρώντας τις προϋποθέσεις του νόμου, τις εναγόμενες εταιρείες να προέλθουν στην ανέλκυση του ναυαγίου πλην όμως αυτές ολιγώρησαν. Ότι, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία στην οποία συγκαταλέγονται και οι διατάξεις για την προστασία της προσωπικότητας, δικαιούται να απαιτήσει από τις εναγόμενες εταιρείες την ανέλκυση του ναυαγίου και την απομάκρυνση αυτού από την περιοχή. Ζήτησε δε να γίνει δεκτή η αγωγή του, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εταιρείες εις ολόκληρον σε ανέλκυση και απομάκρυνση του ναυαγίου από την περιοχή πραγματοποιώντας έναρξη εργασιών εντός τριών μηνών από την έκδοση της αποφάσεως του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αγωγής του. Άλλως να υποχρεωθούν οι εναγόμενες στην προκαταβολή χρηματικού ποσού ογδόντα εκατομμυρίων ευρώ (80.000.000,00€) προς αυτόν (ενάγοντα), επί αποδόσει λογαριασμού, ώστε να προβεί σε κάθε αναγκαία ενέργεια για την ανέλκυση και την απομάκρυνση του ναυαγίου. Άλλως να υποχρεωθούν οι εναγόμενες στην καταβολή ισόποσης εγγυοδοσίας υπέρ αυτού (ενάγοντος) ή του Ελληνικού Δημοσίου για την κάλυψη των εξόδων ανελκύσεως και απομακρύνσεως του ναυαγίου. Να απειληθεί κατά των εναγομένων χρηματική ποινή ποσού είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000,00€) ημερησίως για την περίπτωση αρνήσεώς τους να συμμορφωθούν στο δεύτερο επικουρικό αίτημα της αγωγής. Τέλος, ζήτησε να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των αντιδίκων του. Περαιτέρω, στην από 22-03-2012 αγωγή του, την οποία, σημειωτέον, έστρεψε πέραν των προαναφερθεισών εταιρειών και κατά των ………., πλοιάρχου του βυθισθέντος πλοίου, …….., γενικού διευθυντή τεχνικού τομέα της ανωτέρω δεύτερης εναγόμενης, ………, εξουσιοδοτημένου προσώπου της αυτής, ως άνω, εναγόμενης εταιρείας, και ………., γενικού διευθυντή επιχειρήσεων στόλου της αυτής, ως άνω, εναγόμενης εταιρείας, ο ενάγων οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως ισχυρίστηκε, πέραν των όσων ισχυρίστηκε στην από 05-03-2012 αγωγή του, ότι, εξαιτίας του γεγονότος της βυθίσεως του πλοίου, της εκτεταμένης ρυπάνσεως που ακολούθησε, της ρυπάνσεως που εξακολουθεί να προκαλείται, αλλά και αυτής που θα προκαλείται με βεβαιότητα στο μέλλον, προσβλήθηκε η φήμη του νησιού της Θήρας ως παγκόσμιου τουριστικού προορισμού, με περαιτέρω αποτέλεσμα να τρωθεί το συναποτελούν την «προσωπικότητά» του στοιχείο της φήμης του και τελικό αποτέλεσμα να βλαφτεί ηθικά. Ότι, συνεπώς, ενόψει των ιδιοτήτων και των καθηκόντων των εναγόμενων προσώπων, νομικών και φυσικών, δικαιούται να ζητήσει και να λάβει εις ολόκληρον από αυτά χρηματικό ποσό και συγκεκριμένα αυτό των δέκα εκατομμυρίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (10.050.000,00€) για την ικανοποίησή του από την προσγενόμενη προσβολή. Ότι επιφυλάσσεται να ζητήσει την πληρωμή του, επιμέρους του ανωτέρω συνολικού, ποσού των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000,00€) από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο στο οποίο έχουν παραπεμφθεί να δικαστούν, μαζί με άλλα, τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα για παράβαση σωρείας ποινικών διατάξεων. Ζήτησε δε να γίνει δεκτή η αγωγή του, να υποχρεωθούν τα εναγόμενα πρόσωπα να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των δέκα εκατομμυρίων ευρώ (10.000.000,00€) νομιμοτόκως και να καταδικαστούν τα αυτά εναγόμενα πρόσωπα στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.
  • Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς –Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) με την εκκαλούμενη υπ΄ αριθμ. 464/2014 οριστική απόφασή του (που διορθώθηκε με την υπ΄ αριθμ. 1497/2014 απόφασή του), αφού διέταξε την ένωση και την συνεκδίκαση των, ως άνω, εχουσών αγωγών, έκρινε αρχικά μεν ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της εκδικάσεως των αγωγών τόσο ως προς τις τρεις εταιρείες που ενήχθησαν με αμφότερες τις αγωγές όσο και αναφορικά με τα εναχθέντα φυσικά πρόσωπα, ενώ έκρινε ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας για την εκδίκαση των αγωγών αναφορικά με την εταιρεία, με την επωνυμία «……….», απέρριψε δε ως προς αυτή τις αγωγές και συμψήφισε στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα. Ακολούθως, έκρινε ότι έχει τοπική, υλική και λειτουργική αρμοδιότητα για να επιληφθεί της εκδικάσεως των αγωγών ως προς τα λοιπά εναγόμενα πρόσωπα, απέρριψε την πρώτη των συνεκδικασθεισών αγωγών ως αόριστη κατά το μέρος της το επιστηρίζον τα επικουρικά της αιτήματα όπως και τη δεύτερη των εν λόγω αγωγών, για τον αυτό λόγο, ως προς το επικουρικό αίτημά της για την επιδίκαση τόκων επί του αγωγικού χρηματικού ποσού. Περαιτέρω, το αυτό Δικαστήριο έκρινε ότι οι αγωγές είχαν έρεισμα στον νόμο, απέρριψε τους ισχυρισμούς των εναγομένων, απαντητικούς στις αγωγές και αυτοτελείς, πλην δύο και συγκεκριμένα της ενστάσεως από το άρθρο 29 ν. 1650/1986 και του αιτήματος από το άρθρο 250 ΚΠολΔ, τους οποίους επιφυλάχθηκε να ερευνήσει κατ΄ουσίαν, και προέβη στον έλεγχο της ουσιαστικής βασιμότητας των ιστορικών βάσεων των αγωγών. Μετά τον έλεγχο του συνόλου του αποδεικτικού υλικού της υποθέσεως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι οι αγωγές, κατά το μέρος που κρίθηκαν ορισμένες, είναι και κατ΄ουσίαν βάσιμες ενώ η ένσταση και το αίτημα των εναγομένων δεν επιρρωνύονταν από το αποδεικτικό υλικό. Έτσι δέχθηκε τις αγωγές, υποχρέωσε τις εναγόμενες εταιρείες να προβούν με ίδιες δαπάνες στην ανέλκυση του ναυαγίου και, επιπλέον, τις αυτές εναγόμενες και τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα να καταβάλουν στον ενάγοντα ως χρηματική του ικανοποίηση το εύλογο ποσό των οκτώ εκατομμυρίων ευρώ (8.000.000,00€) νομιμοτόκως. Τέλος, καταψήφισε εις βάρος των ηττηθέντων εναγομένων τα δικαστικά έξοδα τα οποία προσδιόρισε στα ποσά των τετρακοσίων πενήντα ευρώ (450,00€) και εκατόν ογδόντα τριών χιλιάδων ευρώ (183.000,00€) αντίστοιχα.
  1. Κατά της, ως άνω, κρινάσης αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονέθηκαν τα ηττηθέντα εναγόμενα πρόσωπα με την από 06-03-2014 έφεσή τους όπως το περιεχόμενο αυτής διαμορφώθηκε με την άσκηση των πρόσθετων αυτής λόγων. Ειδικότερα, τα ηττηθέντα εναγόμενα πρόσωπα απέδωσαν στην εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όπως και κακή εκτίμηση του εισφερθέντος αποδεικτικού υλικού. Συγκεκριμένα, η έφεση τους διαρθρώθηκε σε δέκα λόγους αφορώντες το σύνολο των εκκαλούντων, σε έξι λόγους αφορώντες τις εκκαλούσες εταιρείες και σε δύο λόγους αφορώντες εκκαλούντα φυσικά πρόσωπα. Με την έφεσή τους αυτή τα εκκαλούντα πρόσωπα ζήτησαν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικασθούν οι αγωγές και είτε να απορριφθούν ως προς όλα τα εναγόμενα πρόσωπα είτε να απορριφθούν ως προς ορισμένα από αυτά (κατά τις διακρίσεις που γίνονται στο δικόγραφο της εφέσεως) άλλως να γίνει δεκτή η δεύτερη αγωγή για μικρότερο χρηματικό ποσό και να διαταχθεί ο περιορισμός της ευθύνης αυτών, σύμφωνα με σχετικό, πρωτοδίκως υποβληθέν, αίτημά τους.
  2. Το Δικαστήριο τούτο, με την υπ΄ αριθμ. 51/2017 εν μέρει οριστική απόφασή του δέχθηκε ότι η άνω έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι της ασκήθηκαν παραδεκτά, διέταξε την ένωση και την συνεκδίκαση αυτών, προήλθε σε έλεγχο της ουσίας της υποθέσεως, έκρινε ότι τα εναγόμενα πρόσωπα βαρύνονται με αμελή συμπεριφορά ως προς την πρόκληση του ένδικου ναυαγίου ανέβαλε όμως την έκδοση οριστικής αποφάσεως προς τον σκοπό διενέργειας πραγματογνωμοσυνών από τέσσερις πραγματογνώμονες (ανά δύο για κάθε θέμα) προσδιορίσαν τα σχετικά ερωτήματα ως ακολούθως: α) Οι μεν πρώτος και δεύτερος (πραγματογνώμονες) να διατυπώσουν την επιστημονική τους άποψη περί του εάν είναι πρακτικά δυνατή η ανέλκυση του βυθισθέντος Κ/Ζ «S.». Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα πρέπει να διατυπώσουν την επιστημονική τους άποψη για την προτεινόμενη μέθοδο ανελκύσεως και τον λόγο προκρίσεώς της έναντι, πιθανόν υπαρχουσών, άλλων μεθόδων καθώς επίσης και για τους κινδύνους και τις παντός είδους συνέπειες της προτεινόμενης μεθόδου στο ανθρώπινο δυναμικό που θα κληθεί να συμμετάσχει στο εγχείρημα όπως και στο φυσικό περιβάλλον. Τέλος, πρέπει να προσδιορίσουν, έστω κατά προσέγγιση, το κόστος σε ευρώ του εγχειρήματος και της χρονικής εκτάσεώς του. Και β) Οι τρίτη και τέταρτος (πραγματογνώμονες) να διατυπώσουν την επιστημονική τους άποψη περί του εάν το βυθισθέν Κ/Ζ «S.» αποτελεί εστία εκπομπής ρυπογόνων και επιβλαβών για το ανθρώπινο και φυσικό περιβάλλον της περιοχής ουσιών και ποιων. Σε περίπτωση καταφατικής ή εν μέρει καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα πρέπει να διατυπώσουν την επιστημονική τους άποψη για τη χρονική έκταση στο μέλλον των επιβλαβών εκπομπών από το πλοίο και για το χρονικό σημείο κατά το οποίο το «σώμα» του πλοίου θα καταστεί αδρανές. Τέλος, πρέπει να διατυπώσουν την επιστημονική τους άποψη περί του κατά πόσο είναι δυνατή και με ποιες μεθόδους της επιστήμης η αντιμετώπιση των επιβλαβών εκπομπών του βυθισθέντος πλοίου σε περίπτωση βέβαια που η απάντησή τους στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική ή εν μέρει τέτοια.
  3. Από τις διατάξεις των άρθρων 368, 372, 387 και 388 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η διάταξη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης επί συγκεκριμένου ζητήματος, η επιλογή των πραγματογνωμόνων από τον σχετικό κατάλογο ή και εκτός αυτού, αν κριθεί σκόπιμο, η διάταξη νέας πραγματογνωμοσύνης ή επαναλήψεως ή συμπληρώσεως πραγματογνωμοσύνης που έχει ήδη διεξαχθεί από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες, εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας. Η κρίση δε τούτου περί των ανωτέρω δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ούτε υπό την επίκληση των πλημμελειών του αριθμ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού ο προβλεπόμενος από τον αριθμό αυτό λόγος για λήψη υπόψη από το δικαστήριο πραγμάτων, για τα οποία δεν διατάχθηκε απόδειξη, ιδρύεται μόνο στις περιπτώσεις που το δικαστήριο έχει από τον νόμο υποχρέωση να διατάξει αποδείξεις, την οποία όμως υποχρέωση δεν έχει στις περιπτώσεις που το θέμα ανάγεται από τον νόμο στην κυριαρχική κρίση του, όπως στην περίπτωση διενέργειας πραγματογνωμοσύνης (ή νέας ή επαναλήψεως ή συμπληρώσεως αυτής), κατά τα παραπάνω, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει την διεξαγωγή της και το δικαστήριο, κατά το άρθρο 368§2 ΚΠολΔ, κρίνει ότι χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 309 εδάφ. β΄ ΚΠολΔ, προκύπτει ότι όσες αποφάσεις δεν κρίνουν οριστικά μπορούν, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, που υποβάλλεται μόνο κατά την διάρκεια της συζητήσεως της υποθέσεως και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Στάση δε της δίκης δημιουργείται και όταν η υπόθεση εισάγεται προς κατ’ ουσίαν συζήτηση στο δικαστήριο με κλήση κάποιου από τα διάδικα μέρη. Εξάλλου, μη οριζομένου του αντιθέτου στην άνω διάταξη του άρθρου 309 ΚΠολΔ, η μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου δύναται να ανακληθεί και σιωπηρώς, δυναμένου δηλαδή του δικαστηρίου να απομακρυνθεί, ολικά ή μερικά, των πρότερον αποφασισθέντων και χωρίς αναφορά ρητής ανακλήσεως. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 368 και 388 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η απόφαση του δικαστηρίου που διατάσσει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης είναι μη οριστική κατά την προαναφερθείσα έννοια και, συνεπώς, το δικαστήριο σε μεταγενέστερη στάση δίκης έχει την ευχέρεια να ανακαλέσει την απόφαση αυτή αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτημα κάποιου διαδίκου, το οποίο δύναται παραδεκτά να σωρευθεί στην κλήση για επαναφορά της υποθέσεως προς συζήτηση (ΑΠ 1515/2013 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος), εάν κατά την διακριτική ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του δεν είναι αναγκαία η διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, γιατί δεν πρόκειται για ζήτημα για την αντίληψη του οποίου απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (ΑΠ 780/2015 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος).
  • Στην ένδικη περίπτωση, ο καλών – αιτών διάδικος διατείνεται, κατά συνοπτική απόδοση των διαλαμβανομένων στο άνω δικόγραφο ισχυρισμών, ότι το Δικαστήριο τούτο έσφαλε διατάσσοντας, με την υπ΄ αριθμ. 51/2017 εν μέρει οριστική απόφασή του την διενέργεια της πρώτης από τις δύο άνω αναφερόμενες πραγματογνωμοσύνες «… ως εκ της ελλείψεως ειδικών γνώσεων.». Ισχυρίζεται, ειδικότερα, ότι, λόγω του υψηλού κόστους για την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, αδυνατούν τόσο αυτός, όσο και το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο, αλλά και το Ελληνικό Δημόσιο να αναλάβουν πρωτοβουλία για την πραγματοποίησή της. Περαιτέρω, ο αυτός διάδικος ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο τούτο με την αυτή απόφασή του μετατόπισε κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου την ευθύνη για την πραγματοποίηση της μελέτης ανελκύσεως του καταβυθισθέντος πλοίου από τις υπεύθυνες εταιρείες στα ανωτέρω αναφερόμενα ανεύθυνα πρόσωπα. Ισχυρίζεται, ακόμη, ότι το Δικαστήριο τούτο με την «βαρύτατα εσφαλμένη» άνω απόφασή του διέταξε την διενέργεια της δεύτερης πραγματογνωμοσύνης καίτοι αυτός (καλών – αιτών) ζήτησε την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω της επισυμβάσης μολύνσεως  του θαλάσσιου χώρου  στον οποίο καταβυθίστηκε το ένδικο πλοίο, για χρονικό διάστημα πριν από την άσκηση της αγωγής του, το Δικαστήριο, απαραδέκτως, περιέλαβε στο χρονικό διάστημα για το οποίο διέταξε πραγματογνωμοσύνη χρονική περίοδο πέραν της αγωγικής. Ενόψει τούτων, ζητεί την ανάκληση της διατάξεως της υπ΄ αριθμ. 51/2017 εν μέρει οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια των άνω δύο πραγματογνωμοσυνών προς τον σκοπό αρχικά μεν  να χωρήσει συζήτηση της υπό στοιχείο I εφέσεως και των πρόσθετων λόγων αυτής τελικά δε να απορριφθούν κατ΄ ουσίαν.
  • Αναφορικά με τους αμέσως προαναφερόμενους ισχυρισμούς του αιτούντος – καλούντος πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Η πρώτη από τις δύο πραγματογνωμοσύνες διατάχθηκε από το Δικαστήριο τούτο ενόψει προβληθέντος ισχυρισμού των εκκαλούντων – ασκούντων τους πρόσθετους λόγους εφέσεως σύμφωνα με τον οποίο η ανέλκυση του καταβυθισθέντος πλοίου είναι θεωρητικά μεν δυνατή, αλλά πρακτικά αδύνατη. Μάλιστα για την απόδειξη του ισχυρισμού τους αυτού προσκόμισαν και επικαλέστηκαν «γνωμοδότηση» ειδικού στις ανελκύσεις προσώπου χωρίς η γνώμη αυτή να αντικρουστεί από τον αιτούντα- καλούντα. Επιπροσθέτως, την αυτή γνώμη διατύπωσε εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον του εκδόσαντος την υπ΄ αριθμ. 1126/2014 απόφαση Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς ο μάρτυρας …….., πλοίαρχος του Ε.Ν. . Περαιτέρω, η πραγματογνωμοσύνη θα διενεργηθεί σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ΚΠολΔ και η δαπάνη διεξαγωγής της, εφόσον το ύψος της αποδειχθεί, θα αποτελέσει μέρος των ποσού των δικαστικών εξόδων (άρθρο 189§1 στοιχ. δ΄ΚΠολΔ). Τέλος, οι δυσκολίες που προκύπτουν και, πιθανόν, θα προκύψουν κατά την διενέργειά της δεν επιβάλλουν στο Δικαστήριο τούτο να παραλείψει να την διατάξει ενόψει των όσων αμέσως προεκτέθηκαν και της θεμελιώδους αρχής του ιδιωτικού δικαίου «impossibilium nulla obligation est». Σε σχέση, τώρα, με την δεύτερη πραγματογνωμοσύνη που διατάχθηκε, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Στην από 22.03.2012 αγωγή του ο αιτών – καλών εκθέτει, μεταξύ άλλων, για τον προσδιορισμό της εκτάσεως της ηθικής του βλάβης και του ύψους του καταψηφιστέου χρηματικού ποσού, τα ακόλουθα: «… και των συνεπειών του ναυαγίου ηθική βλάβη που εξακολουθώ επί πενταετία να υφίσταμαι και μετά βεβαιότητος θα εξακολουθώ και στο μέλλον να υφίσταμαι.» ενώ το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη υπ΄ αριθμ. 464/2014 απόφασή του, κατά τον προσδιορισμό των κριτηρίων για τον καθορισμό του αυτού χρηματικού ποσού, σημειώνει: «… του είδους και της έκτασης της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, η οποία προκλήθηκε από τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων και η οποία θα συνεχισθεί και στο μέλλον, …». Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του αυτού διαδίκου ότι η διαταχθείσα δεύτερη πραγματογνωμοσύνη δεν είναι αναγκαίο να διαταχθεί, πέραν των ανωτέρω, και για τον λόγο ότι για το αντικείμενο αυτής υφίσταται δεδικασμένο απορρέον από υπ΄ αριθμ. 515/2016 (ποινική) απόφαση του Αρείου Πάγου δεν στηρίζεται στον νόμο ενόψει του ότι το δεδικασμένο της ποινικής αποφάσεως που δέχεται την πολιτική αγωγή καλύπτει μόνο το κύριο ζήτημα της επιδικάσεως ή μη της αποζημιώσεως ή της χρηματικής ικανοποιήσεως που ζητήθηκε και όχι την έννομη σχέση της αδικοπραξίας αν και είναι προδικαστικό ζήτημα του κύριου αιτήματος (ΑΠ 1735/2013 ΧρΙΔ 2014.339 = τ.ν.π. Νόμος). Αλλά και υπό την εκδοχή που υποστηρίζει ο αιτών – καλών, την οποία, βεβαίως, το Δικαστήριο τούτο δεν αποδέχεται η ανωτέρω αρεοπαγιτική κρίση αφορά την πρόκληση ρυπάνσεως του θαλάσσιου χώρου πέριξ του ναυαγίου και όχι τις πιθανώς επιβλαβείς επιπτώσεις αυτού στο θαλάσσιο περιβάλλον κατά τον μετέπειτα χρόνο.
  1. Η από 20.07.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …../21.07.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …../21.07.2017) αίτηση του εφεσιβλήτου με την οποία ζητείται η ανάκληση της διατάξεως της υπ΄ αριθμ. 51/2017 εν μέρει οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία διατάχθηκε, κατά τα ανωτέρω, η διενέργεια δύο πραγματογνωμοσυνών, σύμφωνα με τα ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί, εφόσον δεν συντρέχει αποχρών προς τούτο λόγος, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να προβεί το Δικαστήριο τούτο σε αξιολόγηση πραγματικού υλικού το οποίο εισφέρεται από τον αιτούντα διάδικο κατά την παρούσα διαδικαστική φάση και, ακολούθως, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της από 06.03.2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. …./2014) εφέσεως των εναγομένων – εκκαλούντων – ασκούντων τους πρόσθετους λόγους εφέσεως ( ……….) και των από 09.02.2016 (αριθμ. εκθ. καταθ. …/…/2016) πρόσθετων λόγων εφέσεως.

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Απορρίπτει την από 20.07.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …/21.07.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …./21.07.2017) αίτηση του εφεσιβλήτου. Και

Κηρύσσει απαράδεκτη την συζήτηση της από  06.03.2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. …/2014) εφέσεως των εναγομένων – εκκαλούντων – ασκούντων τους πρόσθετους λόγους εφέσεως ( ……..) και των από 09.02.2016 (αριθμ. εκθ. καταθ. ../…/2016) πρόσθετων λόγων εφέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  3η Μαΐου 2018  και δημοσιεύθηκε στις 14 Ιουνίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ