Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 380/2018

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:  380/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που όρισε ο Προϊστάμενος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 25/02/2016 έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./05-12-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../05-12-2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμό Κατάθ. …../12-05-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../12-05-2017και Β) η από 14/09/2016 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../22-09-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../22-09-2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμό Κατάθ. …../22-09-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../22-09-2016, οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’ αριθμ. 5000/08-12-2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 02/05/2014, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

Οι υπό κρίση αντίθετες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον από το φάκελλο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε η εκκαλουμένη και οι ως άνω εφέσεις κατατέθηκαν στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 05-12-2016 και 22-09-2016, αντιστοίχως, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας από τη δημοσίευση αυτής, στις 08/12/2014 (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Παραδεκτώς δε εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Επομένως, εφόσον κατατέθηκαν από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο τ’ απαιτούμενα παράβολα για την άσκηση αυτών αντίστοιχα (βλ. άρθρο 495 § 3Α περ. γ΄Κ.Πολ.Δ.), οι υπό κρίση εφέσεις πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων τους (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ), συνεκδικαζόμενες κατά τα προεκτεθέντα.

Με την από 01/02/2011 και με αριθμ. κατάθ. …../1-2-2011 αγωγή της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η ενάγουσα (ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη), ισχυρίστηκε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι ο εναγόμενος κατέθεσε, ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, τις υπό στοιχεία ΑΒΜ ……… μηνύσεις του, με τις οποίες ισχυρίστηκε και διέδωσε, ενώπιον τρίτων, γι αυτήν, τα ειδικότερα στην αγωγή διαλαμβανόμενα ψευδή γεγονότα, εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψή της. Ότι με αυτό τον τρόπο ο εναγόμενος προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητά της, με αποτέλεσμα να υποστεί ηθική βλάβη. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ζητούσε, α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 300.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την κατά τα ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του τελευταίου,  νομιμοτόκως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να άρει την παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς της, γ) να παύσει κάθε προσβολή αυτής στο μέλλον, δ) να απαγγελθεί προσωπική κράτηση κατά του εναγομένου, για χρονικό διάστημα εννέα (9) μηνών, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, πλην του αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά του εναγομένου και στ) να καταδικαστεί ο τελευταίος στη δική της δαπάνη.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε αυτήν επαρκώς, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, ορισμένη, πλην του αιτήματος περί παραλείψεως της προσβολής της ενάγουσας, το οποίο απέρριψε ως αόριστο, έκρινε αυτή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη, νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 362-363 Π.Κ., 57, 59, 297, 299, 330, 346, 914, 932 Α.Κ., 176, 189, 191 παρ. 2, 907, 908 παρ. 1 περ. δ΄, 1047 παρ. 1 και 1049 παρ. 1 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί άρσης της προσβολής στην προσωπικότητα, την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας, το οποίο απέρριψε, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, ως μη νόμιμο και δέχθηκε την αγωγή εν μέρει, κατά τα λοιπά, ως κατ’ ουσία βάσιμη,υποχρέωσε δε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα,το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και επέβαλε στον εναγόμενο μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη, τόσο η ενάγουσα, όσο και ο εναγόμενος, με τις υπό κρίση εφέσεις τους, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισητης εκκαλουμένης, ώστε κατά μεν την ενάγουσα να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ως άνω αγωγή της, κατά δε τον εναγόμενο να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ), δ) επέλευση ζημίας και ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Παράνομη, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, ενώ ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς, προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε (ΑΠ 1394/2017Δημ. Νόμος, ΑΠ 864/2014). Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύπτει, είτε από δικαιοπραξία, οπότε μάλιστα μπορεί να συρρέουν αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, και που είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος (ΑΠ 1394/2017 ό.π., ΑΠ 292/2015). Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 § 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως, η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία, που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, εκδηλούμενη είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ), όπως προαναφέρθηκε και δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωσή της (σωματική, πνευματική, ηθική, τιμή κ.λ.π.). ΄Ετσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητος. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητος του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητος του προσώπου, ακόμη και όταν αυτές απλώς τον καθιστούν ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων ή άλλων εκφάνσεων της δραστηριότητός του, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης, που ενδέχεται, με την προσβολή, να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του, με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361-363 ΠΚ (ΑΠ 1394/2017 ό.π., ΑΠ 718/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 726/2015, ΑΠ 1750/2014, ΑΠ 1216/2014, ΑΠ 1230/2014, ΑΠ 882/2013, ΑΠ 121/2012, ΑΠ 271/2012). Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις αυτές εξύβριση διαπράττει, όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και, αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική με αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης, που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι πρόσφορο και κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση κατ` άρθρο 362 ΠΚ, που προσβάλλει,επίσης, την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους, με οποιονδήποτε τρόπο γεγονότα, που θίγουν την τιμή και την υπόληψη άλλου, υπό την προαναφερόμενη έννοια, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, να τον αποζημιώσει και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367 § 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361 – 367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 1394/2017 ό.π., ΑΠ 718/2017 ό.π., ΑΠ 1662/2005, 1030/2009, 333/2010, 179/2011, 271/2012). ΄Ετσι, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 362 και 366 παρ. 1, 3 του ΠΚ, προκύπτει ότι, αν το δυσφημιστικό γεγονός είναι αληθές, δεν στοιχειοθετείται ούτε το έγκλημα της δυσφήμησης (άρθρο 366 παρ. 1 Π.Κ.), αλλά είναι δυνατό να στοιχειοθετείται το από το άρθρο 361 ΠΚ προβλεπόμενο έγκλημα της εξύβρισης, αν ο ισχυρισμός ή η διάδοση έγιναν κακόβουλα, ήτοι από τον τρόπο που εκδηλώθηκε ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η δυσφήμηση, προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει, όταν ο συγκεκριμένος τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς εν γνώσει του επιλέχθηκε, για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου [ΑΠ 1394/2017 ό.π., ΑΠ 1431/2017 Δημ.  Νόμος, ΑΠ 1436/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 718/2017 ό.π., ΑΠ (Ποιν.) 395/2013, ΑΠ (Ποιν.) 2680/2008]. Ειδικότερα, κατά το άρθρο367 παρ. 1 ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’). Επομένως, αιρουμένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΠΚ 367 παρ. 2) αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής. Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, όμως, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ, και συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της ΠΚ 367 παρ. 2, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως των άρθρων 363 – 362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως, ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου. Η προβολή δε από τον προσβληθέντα περιπτώσεως από την ΠΚ 367 παρ. 2 αποτελεί αντένσταση κατά της εκ της ΠΚ 367 παρ. 1 ενστάσεως (ΑΠ 1294/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1431/2017 ό.π., ΑΠ 718/2017 ό.π.). Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρ. 330 ΑΚ και 15 ΠΚ, συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και επομένως, στοιχεία της σχετικής αγωγής, προκειμένου αυτή να είναι κατά το άρθρ. 216 § 1 ΚΠολΔ ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν (ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 111 παρ.2 ΚΠολΔ, καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο, χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται,όμως, στον ενάγοντα με τις κατατιθέμενες κατά το άρθρ. 237 παρ.1 του ίδιου Κώδικα προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται έτσι η βάση της αγωγής του. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών), επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (ΟλΑΠ 2/1994), [ανεξαρτήτως του δοθέντος από τους διαδίκους νομικού χαρακτηρισμού], χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 309/2011). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το κατά τα ανωτέρω απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1183/2015). Δεν συνιστά,όμως, απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, έστω και αν αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα ή η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 517/2017, ΑΠ 1087/2014, σχετ. ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 1467/2009).

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, “Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”. Ταυτόσημη είναι και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 2642/1997 και ορίζει ότι “Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο, εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί κατ` αρχήν τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 Π Κ). Το περιεχόμενό του συντίθεται από τις αρχές ότι: 1. Κανένας δε μπορεί να καταδικασθεί ή να κηρυχθεί ένοχος, αν δεν έχει δικασθεί σύμφωνα με το νόμο και ύστερα από μια νόμιμη δικαστική διαδικασία. 2. Καμία ποινή ή άλλη ανάλογη κύρωση δε μπορεί να επιβληθεί σε βάρος προσώπου, εφόσον η ενοχή του δεν έχει απαγγελθεί σύμφωνα με τους τύπους, που προβλέπει ο νόμος. 3. Κανένας δε μπορεί να υποχρεωθεί να αποδείξει την αθωότητά του. 4. Η αμφιβολία είναι πάντοτε υπέρ του κατηγορουμένου. Εάν η τέλεση μιας ποινικά κολάσιμης πράξης δικαιολογεί παράλληλα και αστική αξίωση του παθόντος για προστασία των οικονομικών του συμφερόντων, κατά την εκδίκαση του συγκεκριμένου βιοτικού γεγονότος στα πολιτικά δικαστήρια, θα τύχει μεν εφαρμογής το τεκμήριο της αθωότητας, πλην,όμως, η εφαρμογή του πρέπει να περιορίζεται στα όρια, που η δογματική του θέση και κατάταξη προσδιορίζουν. Συγκεκριμένα: 1. Ο εναγόμενος, στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη του εγκλήματος, θα πρέπει και στην (πολιτική) δίκη να αντιμετωπίζεται από το δικαστήριο ως αθώος με τις ίδιες εγγυήσεις, όπως και ενώπιον της αντίστοιχης ποινικής δίκης. 2. Δεν πρέπει η νομοθεσία και ειδικότερα το αστικό δίκαιο και η πολιτική δικονομία να θέτουν τεκμήρια ενοχής, τεκμήρια από τα οποία θα προκύπτει άνευ αποδείξεως η ενοχή του εναγομένου για την διάπραξη του ποινικού και συγχρόνως αστικού αδικήματος. 3. Δεν πρέπει το βάρος αποδείξεως της μη τελέσεως του ποινικού και συγχρόνως αστικού αδικήματος να επιρρίπτεται στον εναγόμενο. 4. Κατά την αναφορά του πολιτικού δικαστηρίου σε τυχόν προεκδοθείσα αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου δεν πρέπει να γίνεται αμφισβήτηση του αθωωτικού αποτελέσματος αυτής, ιδίως με την επίκληση ότι α) είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητα, β) λήφθηκε όχι ομόφωνα αλλά κατά πλειοψηφία, γ) ότι στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) ότι διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας κ.α. Ωστόσο, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο κωλύεται να καταλήξει μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση, συνεκτιμώντας φυσικά και την αθωωτική ποινική απόφαση- σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί οπωσδήποτε την ποινική αθώωση και να τη θέσει ως βάση στην απόφασή του. Οι διατάξεις των άρθρων 93 – 96 Συντ. αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ` αντιστοιχία των προβλεπόμενων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Βασική συνέπεια, που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διάκρισης των δικαιοδοσιών είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα: 321 επ. ΚΠολΔ, 57 ΚΠΔ, 197 ΚΔΔ). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ’ αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Περαιτέρω, αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 ΚΔΔ). Επομένως, το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται,όμως, να λάβει σοβαρά υπόψη του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου, που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό αποτέλεσμα σύμφωνο με την αθωωτική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 § 2 ΕΣΔΑ και 14 § 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Μία τέτοια θεώρηση δεν είναι σύμφωνη με τα δογματικά όρια του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτά προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, αλλά προσκρούει και στο Σύνταγμα, αφού έτσι δημιουργείται ένα είδος “αποδεικτικής δέσμευσης”, ένα νέο είδος “δεδικασμένου”, μη προβλεπόμενο από την από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ο οποίος κατήργησε την προϊσχύσασα, αντίθετη ρύθμιση, της ΠολΔ/1834 που στο άρθρο 12 όριζε: “αποφασισθέντος άπαξ του προδικαστικού ζητήματος παρά του αρμοδίου δικαστηρίου, δεν δύναται πλέον το άλλο δικαστήριον, είτε πολιτικόν, είτε ποινικόν, να επιχειρήση την έρευναν του αυτού ζητήματος” (βλ. σχετ. ΑΠ 1422/2017 Δημ. Νόμος) ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, άρα ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών, από τις οποίες πηγάζει η δικονομική αρχή για τη μη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις των ποινικών. Δηλαδή αν η “δέσμευση” αυτή νοηθεί ως ιδιαίτερο είδος δεδικασμένου, το κώλυμα είναι συνταγματικό από τις διατάξεις περί χωριστής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Αν πάλι το νέο αυτό είδος “δέσμευσης” μεταξύ δικαιοδοσιών συνιστά μία έκφραση της βεβαιωτικής ενέργειας ή αλλιώς διαπιστωτικής δύναμης των δικαστικών αποφάσεων, έννοια άγνωστη στο αστικό δικονομικό δίκαιο, τότε για τη δημιουργία τέτοιου είδους δέσμευσης απαραίτητη είναι η ύπαρξη ρητής νομοθετικής πρόβλεψης (όπως στο άρθρο 5 ΚΔΔ), που εν προκειμένω δεν υφίσταται (βλ. σχετ. ΑΠ 1422/2017 ό.π.).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 106, 237 § 1 στοιχ. β’ , 453 και 524 § 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από το διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτή προκύπτει η ταυτότητά του. Η εν λόγω επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου (Ολ.ΑΠ 14/2005, ΑΠ 29/2017 Δημ. Νόμος). Στην πολιτική δίκη αποδεικτικά μέσα είναι, μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο 339 ΚΠολΔ, τα έγγραφα και τα δικαστικά τεκμήρια. Τα τελευταία είναι συμπεράσματα, τα οποία συνάγει το δικαστήριο από αποδεδειγμένα γεγονότα για την ύπαρξη ή ανυπαρξία άλλων γεγονότων. Έτσι, αν ο διάδικος επικαλείται και προσκομίζει κάποιο έγγραφο, που έχει αποδεικτική δύναμη,υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 438, 439 και 443 ΚΠολΔ, προς απόδειξη πραγματικού γεγονότος, από την αλήθεια του οποίου ο δικαστής, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατόπιν συλλογισμού μπορεί να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για την αλήθεια ή αναλήθεια πραγματικών γεγονότων, τα οποία αποτελούν άμεσα στοιχεία του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, το δικαστήριο οφείλει να το λάβει υπόψη και να το αξιολογήσει μαζί με τα άλλα τυχόν προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, διαφορετικά καθιστά την απόφασή του αναιρετέα κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ (ΑΠ 29/2017 ό.π.).

Τέλος, από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 254 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87),ο οποίος ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1.1.2016 και εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), ορίζουσα (η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 254 ΚΠολΔ) ότι «1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση…», “συνάγεται ότι η επανάληψη της συζητήσεως διατάσσεται και όταν δεν έχουν προσκομισθεί από τους διαδίκους κρίσιμα διαδικαστικά και αποδεικτικά έγγραφα της δίκης, των οποίων γίνεται επίκληση, χωρίς τα οποία είναι ανέφικτη η έκδοση της αποφάσεως, οπότε μαζί με την επανάληψη διατάσσεται και η προσαγωγή των αναγκαίων εγγράφων (βλ. σχετ. ΑΠ 243/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 336/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 62/2015 (Ναυτ) Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 63/2014 (Ναυτ) Δημ. Νόμος, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ. ΚΠολΔ, υπό άρθρο 254 ΚΠολΔ, σημ. 3, Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, υπό άρθρο 254 ΚΠολΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη μελέτη και διάσκεψη της υπόθεσης και δη, κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων των ως άνω δύο εφέσεων, που άσκησαν οι διάδικοι κατά της πρωτόδικης απόφασης, παρουσιάστηκαν κενά και αμφίβολα σημεία, αναφορικά με τη βασιμότητα, αφενός μεν της ανωτέρω αγωγικής αξιώσεως της ενάγουσας και των προβαλλόμενων ισχυρισμών της κατά των ενστάσεων του εναγομένου, ιδία των προβαλλόμενων ισχυρισμών της κατά της ενστάσεως παραγραφής της αγωγικής αξίωσης, η οποία επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης τουεναγομένου, αφετέρου δε των λοιπών ισχυρισμών του εναγομένου, οι οποίοι επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ιδίως περί του αυτοτελούς ισχυρισμού του τελευταίου, από το άρθρο 367 παρ. 1 Π.Κ., για την άρση του αδίκου των πράξεών του, που αναφέρονται στην αγωγή, λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος. Ειδικότερα: A) Η ενάγουσα επικαλέσθηκε με τις προτάσεις της, που υπέβαλε, εμπροθέσμως, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (βλ. 2η σελ. αυτών), μεταξύ άλλων, τα εξής έγγραφα: 1) τη με αριθμ. …….. έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ………, περί του χρόνου επιδόσεως στον εναγόμενο της υπό κρίση αγωγής, 2) το από 12/2/2008 αποδεικτικό κλήσεως του Πταισματοδίκη Νίκαιας, προς αυτήν, για την παροχή έγγραφων εξηγήσεων, επί της υπό στοιχεία ΑΒΜ ……. μηνύσεως του εναγομένου εναντίον της (φερόμενο ως υπό στοιχείο 1 έγγραφο της προσθήκης της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), 3) το από 06/05/2008 αποδεικτικό της με αριθμ. …../2008 κλήσεως προς κατηγορούμενο (ήτοι προς την ενάγουσα), προκειμένου να εμφανιστεί, στις 25/06/2008, ενώπιον του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά (φερόμενο ως υπό στοιχείο 2 έγγραφο της προσθήκης της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), 4)το φερόμενο ως υπό στοιχείο 3β έγγραφο των προτάσεών της, ενώπιον και του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ήτοι το με αριθμ. 83/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά –βλ. σχετ. και σελ. 4 της υπό κρίση εφέσεως της ενάγουσας-)και 5) τα φερόμενα ως υπό στοιχεία Σ1, Σ2, Σ3, Σ4, Σ6, Σ7, Σ8, Σ9, Σ10, Σ11, Σ12, Σ13, Σ14, Σ15, Σ16, Σ17, Σ18, Σ19, Σ20α, Σ21, Σ22, Σ23, Σ24, Σ25 έγγραφα.B) Ο εναγόμενος επικαλέσθηκε με τις προτάσεις, που υπέβαλε, εμπροθέσμως, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (βλ. 18η – 22η σελ. αυτών), μεταξύ άλλων, τα εξής έγγραφα, ήτοι τα φερόμενα στις προτάσεις του υπό στοιχεία ι), ια), ιγ), ιζ) και κ) έγγραφα. Πλην, όμως, όπως προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας, δεν έχουν προσκομισθεί, κατά την παρούσα συζήτηση, από τους διαδίκους, τα αμέσως ανωτέρω μνημονευθέντα αποδεικτικά και επικαλούμενα από έκαστο εξ αυτών αντίστοιχαέγγραφα, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η έκδοση απόφασης επί της βασιμότητας ή μη των προδιαληφθεισών αγωγικών αξιώσεων και των ισχυρισμών κατ’ αυτής. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της εκκαλούμενης, ιδίως σε σχέση με την προβληθείσα από τον εναγόμενο ένσταση περί παραγραφής των αγωγικών αξιώσεων της ενάγουσας και των προβαλλόμενων ισχυρισμών της τελευταίας κατά της ενστάσεως αυτής, γίνεται ρητή μνεία στο σκεπτικό τηςεκκαλουμένης, μεταξύ άλλων, στ’ ακόλουθα έγγραφα, ήτοι: α) στη με αριθμ. ……./5.9.2011 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …………, περί του χρόνου επιδόσεως στον εναγόμενο της υπό κρίση αγωγής, β) στο από 12/2/2008 αποδεικτικό κλήσεως του Πταισματοδίκη Νίκαιας προς την ενάγουσα για την παροχή έγγραφων εξηγήσεων, επί της υπό στοιχεία ΑΒΜ …… μηνύσεως του εναγομένου εναντίον της και γ) και στο από 06/05/2008 αποδεικτικό της με αριθμ. ……./2008 κλήσεως προς κατηγορούμενο (ήτοι προς την ενάγουσα), προκειμένου να εμφανιστεί, στις 25/06/2008, ενώπιον του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, που, όπως αναφέρεται στην εκκαλουμένη, η ενάγουσα προσκόμισε μετ’ επικλήσεως. Στη λήψη δε υπόψη ιδίως των ως άνω υπό στοιχ. β΄ και γ΄ εγγράφων από την εκκαλουμένη, γίνεται μνεία ιδίως στον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης του εναγομένου, ο οποίος παραπονείται για την απόρριψη ως κατ’ ουσίαν αβασίμου της ενστάσεως παραγραφής, που προέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.Εξάλλου, η μεν ενάγουσα παραπονείται με την υπό κρίση έφεσή της ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα δέχθηκε ότι ο εναγόμενος δεν τέλεσε σε βάρος τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφημίσεως και απλής δυσφημίσεως, ο δε εναγόμενος παραπονείται με την υπό κρίση έφεσή του, μεταξύ άλλων, για την απόρριψη της ενστάσεώς του περί διατύπωσης των αναφερομένων στην αγωγή εκφράσεων, με τις μηνύσεις του, από δικαιολογημένο ενδιαφέρον προς διαφύλαξη και προάσπιση των νομίμων δικαιωμάτων του. Επομένως, εφόσον, ενόψει της μη προσκόμισης των προαναφερθέντων εγγράφων, δεν καθίσταται εφικτός ο σχηματισμός πλήρους δικανικής πεποίθησης περί ουσιωδών για τη διάγνωση της εν λόγω υποθέσεως ζητημάτων, πρέπει, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 254ΚΠολΔ, πριν από την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υποθέσεως, να διαταχθεί, αυτεπαγγέλτως, η επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, σε μεταγενέστερη συνεδρίαση του Δικαστηρίου τούτου, σε δικάσιμο που θα οριστεί με επιμέλεια οποιουδήποτε από τα διάδικα μέρη, προκειμένου να προσκομισθούν, με επιμέλεια εκάστου των διαδίκων, τα προαναφερόμενα ως άνω και επικαλούμενα από έκαστο εξ αυτών, αντίστοιχα,έγγραφα.Τέλος, περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων δεν συντρέχει, καθώς η παρούσα είναι μη οριστική (ΕφΠειρ 62/2015 (Ναυτ) Δημ. Νόμος) (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙαντιμωλία των διαδίκων: Α) την από 25/02/2016 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./05-12-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../05-12-2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμό Κατάθ. …../12-05-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../12-05-2017και Β) την από 14/09/2016 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./22-09-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./22-09-2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμό Κατάθ. …../22-09-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../22-09-2016.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις ως άνω εφέσεις.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζητήσεως επί της προκειμένης υποθέσεως, σε μεταγενέστερη συνεδρίαση του Δικαστηρίου τούτου, σε δικάσιμο, που θα οριστεί με επιμέλεια οποιουδήποτε από τα διάδικα μέρη, προκειμένου να προσκομισθούν, με επιμέλεια εκάστου των διαδίκων, τα αποδεικτικά έγγραφα, που έκαστος,αντίστοιχα, επικαλείται και αναφέρονται στο αιτιολογικό της παρούσας απόφασης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 17/05/2018 και δημοσιεύθηκε στις 18/06/2018, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στον ίδιο τόπο, με απόντες τους διαδίκους και του πληρεξουσίους Δικηγόρους τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ