Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 25/2018

Αριθμός   25/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Χρήστο Τζανερρίκο, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 20-10-2016 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./21-10-2016 κλήση των εφεσίβλητων φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση  η από 18-7-2012 και με αριθ. έκθ κατάθ. …./18-7-2012 έφεση του εναγόμενου  και ήδη εκκαλούντα,  κατά της 1762/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε ερήμην αυτού  κατά την τακτική διαδικασία, μετά την έκδοση της 369/2014 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, παραδεκτά υπό την παρούσα σύνθεση λόγω προαγωγής του ορισθέντος ως Εισηγητή – μέλους του Δικαστηρίου, που συμμετείχε στην  αρχική σύνθεση αυτού (ΑΠ 871/2011 δημοσ στη ΝΟΜΟΣ). Με την άνω απόφασή του το Δικαστήριο  δέχθηκε την έφεση  κατά το  τυπικό και ουσιαστικό μέρος αυτής, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 528 ΚΠολΔ) και στη συνέχεια ανέβαλε τη συζήτηση της αγωγής προκειμένου να προσκομισθεί με επιμέλεια των εναγόντων γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου περί του εφαρμοστέου γερμανικού δικαίου και,  εφόσον υπάρχει, θεωρητική και νομολογιακή ερμηνεία αυτού αναφορικά 1) με την ύπαρξη και την έκταση της αξίωσης προς διατροφή έναντι έγγαμου προσώπου, του συζύγου, των ανηλίκων και ενηλίκων τέκνων αυτού και 2) με το πρόσωπο που βαρύνεται με τα  έξοδα κηδείας αποβιώσαντος εγγάμου (κατά τον χρόνο θανάτου αυτού), με ανήλικα και ενήλικα τέκνα.  Αυτό διότι με βάση τις διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου θα κριθεί, σύμφωνα με το άρθρο 28 Α.Κ., όπως εκτέθηκε και αναλύθηκε στην ως άνω μη οριστική απόφαση, το ζήτημα του προσώπου που βαρύνεται με τα έξοδα κηδείας του θανόντος, το αν ο τελευταίος είναι υπόχρεος σε διατροφή απέναντι σε άλλο πρόσωπο και την έκταση αυτής.  Ήδη έχει προσκομιστεί και γίνεται νόμιμη επίκλησή της, η με αριθμό πρωτοκόλλου 346/23-12-2015 νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου με την οποία επιχειρείται να δοθεί απάντηση στα διατυπωθέντα, ως άνω, ερωτήματα.

Περαιτέρω η ικανότητα δικαστικής παράστασης αλλοδαπού φυσικού προσώπου στην Ελλάδα, ήτοι η ικανότητα του υποκειμένου της έννομης σχέσης της δίκης να μετέχει αυτοπροσώπως στη διαδικασία συναρτώμενη άμεσα με την δικαιοπρακτική ικανότητα, καθορίζεται  με βάση το  ιδιωτικό διεθνές  δίκαιο από το δίκαιο της ιθαγένειας του φυσικού προσώπου (άρθρο 63 ΚΠολΔ και άρθρα 5 και 10 Α.Κ.). Αποτελεί δε η εν λόγω ικανότητα διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης η οποία,  σύμφωνα με το άρθρο 73 ΚΠολΔ, ερευνάται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο σε κάθε στάση αυτής.  Από το συνδυασμό των άρθρων  2 και 1626 παρ. 1 του Γερμανικού Αστικού Κώδικα (ΒGΒ) καθώς και των άρθρων 51-52 του Γερμανικού Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (ΖΡΟ), τα οποία το παρόν Δικαστήριο γνωρίζει και μπορεί να  λάβει υπόψη αυτεπάγγελτα, χωρίς να τάξει αποδείξεις (άρθρο 337 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι  εκείνος που συμπληρώνει το 18ο έτος της ηλικίας του έχει δικαίωμα να παρίσταται με το δικό του όνομα στο δικαστήριο. Κατά συνέπεια αυτών των ρυθμίσεων που είναι όμοιες με εκείνες του ημεδαπού δικαίου (127 και 1510 Α.Κ.,62 και 63 ΚΠολΔ), σε δίκη με διάδικο ανήλικο τέκνο που δεν έχει περατωθεί μετά την ενηλικίωσή του, οπότε αυτό καθίσταται ικανό για κάθε δικαιοπραξία και αποκτά και την ικανότητα δικαστικής παράστασης, παύει αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία του νόμιμου αντιπροσώπου του (γονέα αυτού) και στο εξής, χωρίς να μεσολαβήσει διακοπή της δίκης κατά τα άρθρα 286 επ. ΚΠολΔ, συνεχίζεται πλέον η διαδικασία με τη συμμετοχή στη δίκη του τέκνου που ενηλικιώθηκε (ΕΑ 7081/2009, 893/2004 και 10634/1998, ΕΔωδ 197/2004 δημοσ στην τνπ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, η πρώτη ενάγουσα …….. άσκησε την υπό κρίση αγωγή (αριθμ κατάθ …./6-4-2011) τόσο για τον εαυτό της, ατομικά όσο και για λογαριασμό, ως νόμιμη αντιπρόσωπος (άρθρο 1626  του Γερμ ΑΚ) της ανήλικης κατά το χρόνο εκείνο κόρης της, δεύτερης ενάγουσας, ……., η οποία γεννήθηκε την 22-6-1998 και συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας της την 22-6-2016. Επομένως ενηλικιώθηκε πριν την κατάθεση την 21-10-2016 (σχετ. ……./2016 πράξη κατάθεσης) και επίδοση την 25-10-2016 (σχετ. η …./25-10-2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Λασιθίου Κρήτης) της από 20-10-2016 κλήσης με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η …./2012 έφεση. Ενόψει όλων των ανωτέρω,  κατά τον τελευταίο αυτό  χρόνο, της κατάθεσης και επίδοσης της αμέσως προηγουμένως αναφερόμενης κλήσης, είχε παύσει η αντιπροσωπευτική εξουσία της πρώτης ενάγουσας ως προς την δεύτερη, ήδη, ενηλικιωθείσα διάδικο ………, η οποία έπρεπε αυτοπροσώπως να  προβεί στην εν λόγω διαδικαστική πράξη, αφού μετά την ενηλικίωσή της κατέστη ικανή να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό της όνομα, ενώ είχε ήδη παύσει η αντιπροσωπευτική εξουσία της νομίμου αντιπροσώπου της. Κατά συνέπεια των ανωτέρω απαράδεκτα φέρεται προς συζήτηση η άνω έφεση ως προς την δεύτερη ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 20-10-2016 κλήση ενώ θα πρέπει να προχωρήσει αυτή ως προς τους λοιπούς διαδίκους, ως προς τους οποίους νομότυπα επαναφέρεται προς τούτο, ενόψει δε του αντικειμένου της δίκης, δεν δημιουργείται μεταξύ των εφεσιβλήτων δεσμός αναγκαστικής, αλλά απλής, ομοδικίας.

Από την εκτίμηση των νομότυπα με επίκληση προσκομισθέντων έγγραφων αποδεικτικών μέσων, προκειμένου  να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα για άμεση απόδειξη (άρθρο 438 ΚΠολΔ.) είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 395, 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ),  μεταξύ των οποίων των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας, που σχετίζεται με το ένδικο ατύχημα, συγκεκριμένα την από 23-7-2007 έκθεση εξέτασης μάρτυρα με διερμηνέα του ………., γερμανού τουρίστα που ήταν παρών στο ένδικο ατύχημα καθώς και  την από 24-7-2007 έκθεση ένορκης εξέτασης του …….., διευθυντή ξενοδοχείου,  οι διάδικοι δεν επιμελήθηκαν την εξέταση μαρτύρων ενώ ο εκκαλών δεν προσκόμισε κανένα έγγραφο αποδεικτικό μέσο, σε συνδυασμό με όσα αυτοί ισχυρίζονται και συνομολογούν αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Κατά την διάρκεια των οικογενειακών θερινών διακοπών του στα Μάλια της Κρήτης τον Ιούλιο 2007 ο …….. γερμανός υπήκοος απεβίωσε συνεπεία ατυχήματος που συνέβη περί ώρα 11.00 της 23-7-2007 και ενώ κολυμπούσε στο θαλάσσιο χώρο μπροστά από το ξενοδοχείο «……………», στα Μάλια της Κρήτης  και σε απόσταση περίπου 80 μέτρων από την ακτή. Κατά τον ίδιο χρόνο ο εναγόμενος, που διατηρεί στην περιοχή επιχείρηση εκμίσθωσης θαλάσσιων μέσων αναψυχής, σε χώρο εκτάσεως 15 τετραγωνικών μέτρων έμπροσθεν του ξενοδοχείου «…….» στην ίδια περιοχή  (σχετ. η από 20-4-2007 και με αριθμ πρωτοκ …../2007 ανανέωση άδειας εκμίσθωσης θαλασσίων μέσων αναψυχής του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ηρακλείου), επέβαινε ως χειριστής στο ανήκον στον ίδιο, επαγγελματικό σκάφος με την ονομασία «Γ». Έσυρε δε   θαλάσσιο έλκηθρο αποτελούμενο από τρεις δακτυλίους στους οποίους επέβαιναν αντίστοιχα τρία άτομα εκτελώντας το θαλάσσιο σπορ «fly fish», σε απόσταση περί τα 100 μέτρα από την ακτή που μειωνόταν και στα 80 με 70 μέτρα ανάλογα με τους ελιγμούς που πραγματοποιούσε ήτοι σε απόσταση  μικρότερη των 200 μέτρων στην οποία με βάση τον κανονισμό 121/1999 του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς πρέπει να εκτελείται το εν λόγω θαλάσσιο σπορ, όπως και όλα εκείνα που εκτελούνται από ταχύπλοα σκάφη που ρυμουλκούν αντικείμενα επιφάνειας. Ο εναγόμενος εκτελούσε ελιγμούς με το σκάφος και το ρυμουλκούμενο έλκηθρο με τους τρεις επιβάτες έχοντας στραμμένη την προσοχή του όχι προς την πορεία του σκάφους αλλά προς τα πίσω, προς τους επιβαίνοντες στο ρυμουλκούμενο έλκηθρο με αποτέλεσμα  να μην αντιληφθεί τον ……… ο οποίος κολυμπούσε σε θαλάσσιο χώρο που επιτρεπόταν η κολύμβηση και να πλήξει αυτόν με την προπέλα του σκάφους προκαλώντας του πολλαπλά τραύματα των μαλακών μορίων και σπλάχνων, του θώρακα και της κοιλίας, εκ των οποίων προκλήθηκε αιμορραγία με συνέπεια να αποβιώσει λόγω αιμορραγικής καταπληξίας κατά την μεταφορά του στο Περιφερειακό Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου. Ο θάνατος του ……….. οφείλεται αποκλειστικά στην ως άνω περιγραφόμενη αμελή συμπεριφορά του εναγόμενου ο οποίος ως χειριστής του σκάφους και έχοντας τον έλεγχο αυτού, δεν ενήργησε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές που επιβάλλει το επάγγελμά του, αφού   κινήθηκε  με το σκάφος του ανεπίτρεπτα  εκτός της θεσμοθετημένης περιοχής για την εκτέλεση θαλάσσιων σπορ, πραγματοποίησε, χωρίς να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ελιγμούς ρυμουλκώντας θαλάσσιο έλκηθρο με επιβαίνοντα τρία άτομα, σε περιοχή λουομένων. Δεν  κατέβαλε επομένως  την οφειλόμενη προσοχή του μέσου συνετού ανθρώπου  την οποία με βάση τις προσωπικές και επαγγελματικές  ικανότητες και περιστάσεις του ιδίου, μπορούσε να καταβάλει με συνέπεια να μην αντιληφθεί τον ……… και να του επιφέρει τις αμέσως προηγουμένως περιγραφόμενες σωματικές βλάβες και εξ αυτών τον θάνατό του, ενώ από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι για την επέλευση αυτού συνέβαλε πταίσμα του αποβιώσαντος, εξάλλου ο εναγόμενος δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη των, όλως  γενικών και επιγραμματικών, αρνητικών ισχυρισμών του ως προς το ένδικο περιστατικό και την υπαιτιότητά του. Τέλος να σημειωθεί ότι  ο εναγόμενος  καταδικάστηκε με την 1126/5-5-2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου σε ποινή φυλάκισης τριών ετών για την πράξη της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας σε βάρος του ανωτέρω γερμανού υπηκόου, ενώ από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η προσβολή αυτής με έφεση, ο ίδιος δε ουδόλως αναφέρεται στο δικόγραφο της κρινομένης έφεσής του ή των προτάσεών του στην  κατά τα αμέσως προηγουμένως καταδίκη του.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο θανών κατά  τον  χρόνο του θανάτου του ήταν ηλικίας 48 ετών, είχε γεννηθεί την 13-7-1959 και  ήταν παντρεμένος σε δεύτερο γάμο με την πρώτη ενάγουσα,  …….. με την οποία απέκτησε δύο κόρες την δεύτερη ενάγουσα …… γεννηθείσα την 15-6-1998 καθώς και την  ……,  τρίτη ενάγουσα  που γεννήθηκε την 20-2-2002, ενώ από τον προηγούμενο γάμο του είχε αποκτήσει τον …… γεννηθέντα την 7-9-1983, τέταρτο των εναγόντων. Η  …….. κατά τον άνω χρόνο φοιτούσε στην τρίτη τάξη του δημοτικού σχολείου ενώ  η μεγαλύτερη κόρη του αποβιώσαντος ………., κατά το χρόνο του ατυχήματος μαθήτρια της πρώτης τάξης Λυκείου, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, φοιτήτρια στο Τμήμα Γερμανικής και Αγγλικής Φιλολογίας στο  Πανεπιστήμιο του …. της Γερμανίας, θα ολοκληρώσει  τις σπουδές της εννέα έτη μετά το θάνατο του πατέρα της. Τέλος ο γιος του θανόντος κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, (του θανάτου του πατέρα του) εκτελούσε τη στρατιωτική του θητεία η οποία ολοκληρώθηκε την 1-5-2008 και στη συνέχεια φοίτησε σε σχολή εναέριας κυκλοφορίας από την οποία, την 31-9-2010, απέκτησε  πτυχίο πιλότου.   Όλοι οι ενάγοντες  αλλά και η ενήλικη κόρη που είχε αποκτήσει η ενάγουσα από προηγούμενη σχέση της κατοικούσαν κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος στο ίδιο σπίτι στην πόλη …. της Γερμανίας,  τα δε έξοδα διατροφής και σπουδών όλων των ανωτέρω   κάλυπτε ο θανών ο οποίος διατηρούσε με την ιδιότητα του ιατρού – ορθοπεδικού  μεγάλο ιατρικό κέντρο στην ίδια πόλη. Από την  δραστηριότητά του αυτή αποκόμιζε  ετησίως καθαρό εισόδημα ύψους 220.455,90 ευρώ, και κατά μήνα ύψους 18.371,32 ευρώ, το οποίο διέθετε αποκλειστικά, όπως εκτέθηκε προηγουμένως για την κάλυψη των αναγκών των άνω τέκνων αυτού  και της συζύγου του, εκ των οποίων ουδείς εργαζόταν ή είχε περιουσία ή οποιοδήποτε εισόδημα. Ενόψει δε του ότι η κατάσταση της υγείας του θανόντος  δεν παρουσίαζε κάποιο πρόβλημα, θα εξακολουθούσε αυτός,  σύμφωνα με την συνήθη πορεία των πραγμάτων, να ασκεί την προαναφερθείσα επαγγελματική δραστηριότητα  αποκομίζοντας μηνιαίως το ίδιο ως άνω ποσό (18.371,32 ευρώ), μέχρι την 13-7-2024, ήτοι μέχρι  συμπληρώσεως του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του,  που, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, θα μπορούσε να παρέχει τις ιατρικές υπηρεσίες του  και όχι μέχρι την συμπλήρωση του ογδοηκοστού, που καθ’ υπερβολήν ισχυρίζονται οι ενάγοντες οικείοι του, ενώ από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι το άνω ετήσιο εισόδημα του θανόντος θα αυξανόταν κατά ποσοστό 10% ανά δεκαετία, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη κατά τον βάσιμο σχετικό λόγο της έφεσης.  Κατά τον ως άνω χρόνο, η πρώτη ενάγουσα, σύζυγος του θανόντος, ασχολείτο αποκλειστικά  με τις οικιακές δραστηριότητες, την φροντίδα της οικογενειακής κατοικίας αλλά και του ιατρείου του συζύγου της, των κοινών τέκνων τους αλλά και των τέκνων που κάθε ένας των συζύγων είχε αποκτήσει από προηγούμενο γάμο, όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω,  συμβάλλοντας στις οικογενειακές ανάγκες μόνον με την παροχή των σχετικών υπηρεσιών, αφού δεν προέκυψε ότι αυτή είχε κάποιο εισόδημα.   Κατά συνέπεια, η ενάγουσα εκπλήρωνε με τον τρόπο αυτό την κατά το άρθρο 1360 εδ.β του Γερμ Α.Κ. υποχρέωση συνεισφοράς της στη συντήρηση της οικογένειας  καθώς σύμφωνα με το πρώτο εδ. του ίδιου άρθρου οι σύζυγοι είναι υπόχρεοι ο ένας έναντι του άλλου να συνεισφέρουν στη συντήρηση της οικογένειας αναλόγως με την εργασία και την περιουσία τους,  η δε συμβολή  αυτή της ενάγουσας αποτιμάται στο ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 1360a του Γερμ Α.Κ. η κατάλληλη διατροφή της οικογένειας περιλαμβάνει ό,τι ανάλογα με τις σχέσεις των συζύγων θεωρείται αναγκαίο ώστε να αντιμετωπιστούν  τα έξοδα του νοικοκυριού και να ικανοποιηθούν οι προσωπικές ανάγκες των συζύγων και η ανάγκη διαβιώσεως των κοινών τέκνων που δικαιούνται διατροφή. Η διατροφή καταβάλλεται κατά τον τρόπο που προσφέρεται στην οικογενειακή συμβίωση. Οι σύζυγοι υποχρεούνται ο ένας απέναντι στον άλλο να διαθέτουν εκ των προτέρων τα απαραίτητα μέσα για την κοινή διατροφή της οικογένειας.

Τέλος κατά το άρθρο 1360b αν ο ένας σύζυγος καταβάλει  για τη διατροφή της οικογένειας υψηλότερο ποσό απ’ ότι του αναλογεί εν αμφιβολία θεωρείται ότι δεν σκοπεύει να απαιτήσει αντάλλαγμα από τον άλλο σύζυγο. Σύμφωνα δε με την προσκομιζόμενη από το Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου νομική πληροφορία η διατροφή στην προηγούμενη περίπτωση δεν αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο χρηματικό ποσό αλλά είναι συνάρτηση του ποσοστού που ο κάθε σύζυγος υποχρεούται να συνεισφέρει στη συντήρηση της συγκεκριμένης οικογένειας, δηλαδή σε τελική ανάλυση ζήτημα των συγκεκριμένων συνθηκών ή και των ενδεχόμενων ρυθμίσεων στις οποίες έχουν προβεί οι σύζυγοι.

Ως προς την υποχρέωση διατροφής μεταξύ γονέων και τέκνων το άρθρο 1601 του ΓερμΑ.Κ. ορίζει ότι συγγενείς σε ευθεία γραμμή υποχρεούνται να εξασφαλίζουν τη διατροφή αλλήλων ενώ το άρθρο 1602 του ίδιου κώδικα ορίζει ότι δικαίωμα διατροφής έχει μόνο όποιος δεν είναι σε θέση να διαθρέψει μόνος του τον εαυτόν του. Το ύψος της διατροφής, η οποία προκαταβάλλεται μηνιαίως με την μορφή σταθερού χρηματικού ποσού (άρθρο 1612), προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 1610 του ίδιου κώδικα με βάση τις συνθήκες διαβιώσεως του δικαιούχου και καλύπτει τις συνολικές βιοτικές του ανάγκες συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της κατάλληλης επαγγελματικής εκπαίδευσης και σε περίπτωση προσώπου χρήζοντος ανατροφής και τα έξοδα της ανατροφής.

Ενόψει των ανωτέρω και της οικονομικής δυνατότητας του θανόντος που αποκόμιζε  το άνω αναφερόμενο εισόδημα, των κοινωνικών και των, εν γένει, συνθηκών διαβίωσης του ίδιου και της οικογένειας που είχε δημιουργήσει με την πρώτη ενάγουσα, αυτός για την  διατροφή της τρίτης ενάγουσας θα εξακολουθούσε να καταβάλει μηνιαίως το ποσό των 600 ευρώ μέχρι την ολοκλήρωση των σπουδών της στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ήτοι μέχρι 23-9-2010 και το ποσό των 1.000 ευρώ κάθε μήνα για το μετέπειτα χρονικό διάστημα που θα φοιτούσε σε πανεπιστήμιο, ήτοι μέχρι 1-10-2016 προκειμένου να καλυφθούν οι  ανάγκες ένδυσης, σίτισης, ενοικίου, εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας αυτής. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο θανών θα  κάλυπτε  τα έξοδα σπουδών και  διατροφής του τέταρτου ενάγοντα, υιού του, προκειμένου να αποκτήσει πτυχίο πιλότου, καταβάλλοντας μηνιαίως το ποσό των 2.026,20 ευρώ για δίδακτρα στη σχολή εναέριας κυκλοφορίας ………  στην πόλη Freiburg  στην οποία φοίτησε  το διάστημα από 1-5-2008 έως 31-9-2010  καθώς και 1.000 ευρώ επιπλέον κάθε μήνα του ίδιου διαστήματος για τις δαπάνες ενοικίου, σίτισης, ένδυσης αυτού και συνολικά 3.026,20 ευρώ.  Τέλος αποδείχθηκε ότι ο θανών συνεισέφερε μηνιαίως για τις ανάγκες αμφοτέρων των συζύγων, του ίδιου και της πρώτης ενάγουσας, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στη διάρκεια του έγγαμου βίου τους το ποσό των 12.558,82 ευρώ, ήτοι το σύνολο του μηναίου εισοδήματός του που απέμενε μετά την κάλυψη των εξόδων διατροφής των τέκνων του καθώς και της θυγατέρας της συζύγου του. Το εν λόγω ποσό κατανεμόταν μηνιαίως ως ακολούθως,  1.326,33 ευρώ  δόση για την εξόφληση του δανείου που είχαν λάβει για την αγορά πρώτης κατοικίας, 1.000 ευρώ δαπάνες ηλεκτρικού, ύδρευσης και τηλεφώνου, 1.500 ευρώ δαπάνες σίτισης,  2.000 ευρώ για ένδυση, 3.000 ευρώ για προσωπικά έξοδα, 1.700 ευρώ για διακοπές, 1.000 ευρώ για έξοδα ψυχαγωγίας και 1.000 ευρώ για διάφορες κοινωνικές υποχρεώσεις. Θα εξακολουθούσε δε να διαθέτει για τον ίδιο ως άνω λόγο το ποσό αυτό μηνιαίως, κατά το αμέσως επόμενο από την ημέρα του θανάτου του (23-7-2007) χρονικό διάστημα και  μέχρι την 23-7-2024, στο οποίο, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα συνέχιζε να εργάζεται  ενώ, όπως ήδη εκτέθηκε, η ενάγουσα  στερείται εισοδήματος και εργασίας. Επομένως  η τελευταία η οποία συνεισέφερε για την αντιμετώπιση των ίδιων ως άνω αναγκών ποσό 126 ευρώ μηνιαίως  το οποίο αντιστοιχεί στην αναλογία της δικής της συμμετοχής στην κάλυψη αυτών, θα λάμβανε από τον θανόντα μηνιαίως για την κάλυψη των δικών της αναγκών το ποσό των 6.153,41 ευρώ ήτοι το ήμισυ του ποσού που ο θανών διέθετε για τις προαναφερόμενες δαπάνες μειωμένο κατά το ποσό της συνεισφοράς της (12.558,82:2-126), κάθε μήνα και μέχρι να συμπληρώσει εκείνος την ηλικία των  65 ετών, ποσό κατά το οποίο ζημιώθηκε η πρώτη ενάγουσα συνεπεία του ένδικου ατυχήματος.

Αποδείχθηκε ακόμα ότι ο θανών  είχε άριστες σχέσεις με τους ενάγοντες οικείους του, τη σύζυγο και τα παιδιά του, με τους οποίους συμβίωνε αρμονικά μέχρι το θάνατό του και αυτοί  υπέστησαν από τον αδόκητο, αιφνίδιο και βίαιο θάνατο του συζύγου και  πατέρα τους  ψυχικό πόνο και έντονη θλίψη και συνεπώς, λόγω της ως άνω αδικοπραξίας,  δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση. Ενόψει δε των συνθηκών που έγινε το ένδικο ατύχημα και του θανάσιμου τραυματισμού του ……., της αποκλειστικής υπαιτιότητας του εναγόμενου στην πρόκλησή του  σε συνδυασμό με  την προσωπική και  κοινωνική κατάσταση των  διαδίκων (φυσικών προσώπων), καθώς και των εν γένει περιστάσεων, όπως τα στοιχεία αυτά προεκτέθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, οι ενάγοντες υπέστησαν ψυχική οδύνη και δικαιούνται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 70.000 ευρώ καθένας εξ αυτών  το οποίο, μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων, κρίνεται εύλογο (άρθρο 932 ΑΚ). Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι οι ενάγοντες δικαιούνται ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης το ίδιο ως άνω ποσό, ο κάθε ένας εξ αυτών, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων όπως αβάσιμα  παραπονείται ο εκκαλών με το σχετικό λόγο της έφεσής του ο οποίος είναι ως εκ τούτου απορριπτέος ως αβάσιμος.

Περαιτέρω από τα προσκομισθέντα έγγραφα αποδεικτικά μέσα και κυρίως τα νομίμως μεταφρασμένα τιμολόγια αποδείχθηκε ότι η  πρώτη ενάγουσα κατέβαλε στο γραφείο τελετών …. της πόλης ……. το συνολικό ποσό των 3.279,99 ευρώ για έξοδα κηδείας (αγορά φέρετρου, τεφροδόχου, σταυρού, προετοιμασία νεκρού, αγγελία κηδείας σε δυο εφημερίδες και τέλη νεκροταφείου σύμφωνα με το από 15-8-2007 τιμολόγιο), για άνθη φέρετρου και στολισμό της εκκλησίας  και  τάφου  αντίστοιχα 1.155,91 και 1.061,94 ευρώ (σύμφωνα με τα από 3-8-2007 τιμολόγια του ανθοπωλείου …..),  για την τοποθέτηση του φέρετρου και διαμόρφωση τάφου 1.222,37 ευρώ και 4.254,25 ευρώ αντίστοιχα (σχετικά τα …/4-12-2007 και …./22-10-2007 τιμολόγια της εταιρίας ……..),   καθώς και τα ακόλουθα ποσά για διαμόρφωση του τάφου:   283,71 ευρώ για επιχρύσωση και βερνίκωμα των γραμματοσειρών του τάφου (σχετικά το .-…./20-11-2007 τιμολόγιο της εταιρίας ……..), 456,72 ευρώ στην εταιρία ……. (σχετ. το από 24-10-2007 τιμολόγιο αυτής) και 424,83 ευρώ στην εταιρία …….. σύμφωνα με το …../26-11-2007 τιμολόγιο της. Συνολικά για την ανωτέρω αιτία κατέβαλε 12.137,73 ευρώ ως κληρονόμος του αποβιώσαντος συζύγου της (άρθρο 1968 του ΓερμΑ.Κ.) στην κληρονομία του οποίου υπεισέρχεται κατά το ¼ ενώ στο υπόλοιπο τα τέκνα αυτού, οι λοιποί ενάγοντες, σύμφωνα με την εξ αδιαθέτου διαδοχή που ρυθμίζεται στα άρθρα 1922επ. του ΓερμΑ.Κ.  Τέλος  η ενάγουσα επιβαρύνθηκε με το ποσό των 267,50 ευρώ για την επίσημη μετάφραση από την ελληνική γλώσσα, στην οποία συντάχθηκε, στην  γερμανική γλώσσα,  της ….. ληξιαρχικής πράξης θανάτου του συζύγου της, διατηρώντας για τα  ανωτέρω ποσά ως αιτιωδώς συνδεόμενα με το ένδικο ατύχημα αντίστοιχες αξιώσεις αποζημίωσης από τον εναγόμενο. Αντίθετα τα ποσά των  656,5 ευρώ και    28 ευρώ που κατέβαλε  η ενάγουσα για την έκδοση των πιστοποιητικών κληρονομιάς, στο Ειρηνοδικείο της πόλης  ….., αφορούν δαπάνες στις οποίες η ίδια εκουσίως υποβλήθηκε για την δικαστική από μέρους της επιδίωξη των ένδικων αξιώσεών της σε βάρος του εναγόμενου και ως εκ τούτου δεν μπορούν αυτά ως δικαστικά έξοδα να αποτελέσουν αντικείμενο αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου αφού για την επιδίκασή τους ισχύουν και εφαρμόζονται  οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 176 επ. ΚΠολΔ (ΑΠ 1345/2008, Εφ Δωδ 31/2016, ΕΑ 4315/2007, 6590/2003 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Θα πρέπει επομένως το σχετικό αίτημα της αγωγής να απορριφθεί ως μη νόμιμο και αυτό  διότι σύμφωνα με το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, (άρθρο 522  ΚΠολΔ), το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία, την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο και μπορεί αφού εξετάσει αυτεπάγγελτα αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή, να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή στερείται των απαραίτητων στοιχείων για τη θεμελίωσή της ή ασκήθηκε απαράδεκτα. Επομένως στην κρινόμενη περίπτωση στην οποία δικάζεται από το παρόν Δικαστήριο κατ’ ουσίαν η αγωγή, μετά την εξαφάνιση της ερήμην του εναγόμενου εκδοθείσας εκκαλουμένης απόφασης (άρθρο 536 παρ. 2 ΚΠολΔ), θα πρέπει, κατά το άνω κεφάλαιό της που αφορά δαπάνες της ενάγουσας για την διεξαγωγή της παρούσας δίκης, να απορριφθεί ως μη νόμιμη.  Σημειώνεται ότι δεν  επιτρέπεται η, σύμφωνα με το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, αντικατάσταση αιτιολογίας, αφού αυτή οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα (ΑΠ 455/1995 ΕλλΔνη 96.1319, ΑΠ 1138/1993 ΕλλΔνη 95.1052, ΑΠ 1254/1982 ΕΕΝ 50.563, ΕΠ 145/2015 και 283/2015, δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,    Σαμουήλ: Η έφεση, εκ. Δ΄, παρ. 851 επ. ).

Επομένως και συνοψίζοντας τα ανωτέρω οι ενάγοντες έχουν σε βάρος του εναγόμενου, αποκλειστικά υπαίτιου του ένδικου ατυχήματος που προκάλεσε το θάνατο του οικείου τους τις ακόλουθες αξιώσεις, η πρώτη εξ αυτών για την απώλεια της διατροφής που δικαιούνταν από τον θανόντα σύζυγό της το ποσό των 6.153,41 ευρώ μηνιαίως από το θάνατό του μέχρι την 13-7-2024, καθώς και το ποσό των 13.089,73 ευρώ που κατέβαλε για έξοδα κηδείας και μετάφραση της ληξιαρχικής πράξης θανάτου, η τρίτη ομοίως  για την ίδια αιτία το ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως από 23-7-2007 έως 23-9-2010 που θα ολοκλήρωνε την μέση εκπαίδευσή της και το ποσό των 1.000 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-10-2010 έως 1-10-2016 στο οποίο θα ολοκλήρωνε τις σπουδές της σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα,  τέλος ο τέταρτος ενάγων δικαιούται ομοίως  για την απωλεσθείσα διατροφή το ποσό των 3.026,20 ευρώ το χρονικό διάστημα από 23-7-2007 έως 31-9-2010 που θα διαρκούσαν οι σπουδές του.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 928 και 930 παρ. 1 του ΑΚ, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου παρέχεται η δυνατότητα,  σε εκείνον που κατά το νόμο είχε δικαίωμα να απαιτεί διατροφή από το θύμα  αφενός να ασκήσει αγωγή για την επιδίωξη αποκατάστασης και μελλοντικής ζημίας του, έστω και αν ακόμη δεν έχει επέλθει η τελευταία και αφετέρου να ζητήσει την καταβολή της αποζημίωσης σε κεφάλαιο, εφάπαξ, όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος. Τέτοιος σπουδαίος λόγος θεωρείται, ότι υπάρχει όταν η εφάπαξ καταβολή μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα του δικαιούχου της αποζημίωσης, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο θα έχει τη  δυνατότητα να εκμεταλλευτεί άμεσα το επιδικαζόμενο κεφάλαιο,  ή όταν υπάρχουν δυσμενείς προσωπικοί ή οικονομικοί λόγοι στην πλευρά του υπόχρεου (ΑΠ 481/2016,  2017/2014).  Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε, συνεκτιμωμένων των ειδικών συνθηκών της παρούσας υπόθεσης, ιδίως της αλλοδαπότητας των εναγόντων που δυσχεραίνει και επιβαρύνει αυτούς με περαιτέρω έξοδα για την ικανοποίηση των ένδικων απαιτήσεών τους, αλλά και της ανάγκης αυτών να εξασφαλίσουν, με την κατάλληλη αξιοποίηση του οφειλομένου στον καθένα τους χρηματικού ποσού λόγω στέρησης διατροφής, ένα σταθερό εισόδημα σε συνδυασμό με την αφερεγγυότητα του εναγόμενου που στερείται περιουσίας, ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι για την εφάπαξ επιδίκαση σε κεφάλαιο των  ανωτέρω αποζημιώσεων. Εξάλλου, όσον αφορά την αιτούμενη αποζημίωση λόγω στέρησης της διατροφής   για το παρελθόν (δηλ. για το χρονικό διάστημα πριν την έγερση της αγωγής) αυτή επιδικάζεται εφάπαξ και χωρίς την επίκληση σπουδαίου λόγου, αφού το άρθρο 930 παρ. 1 εδ΄ α΄ Α.Κ. θεσπίζει τον κανόνα της καταβολής σε μηνιαίες δόσεις μόνο για τις μελλοντικές αξιώσεις (ΕφΑθ 631/1994 Δνη 1995. 643). Τα ίδια επομένως, αφού  δέχθηκε η εκκαλουμένη και επιδίκασε στους  ενάγοντες αποζημίωση λόγω στέρησης διατροφής τους, ένεκα σπουδαίου λόγου, με εφάπαξ καταβολή του ποσού αυτής (της αποζημίωσης),  ορθά εφάρμοσε το νόμο και  εκτίμησε τις αποδείξεις, γι’ αυτό και είναι αβάσιμοι αντίστοιχα οι αντίθετοι λόγοι της έφεσης του εναγομένου και συνεπώς απορριπτέοι.

Στη συνέχεια, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2496/1997 «με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει έναντι ασφαλίστρου στον συμβαλλόμενό της (λήπτη ασφάλισης) ή σε τρίτους παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση)», κατά δε εκείνη  του άρθρου 25 του ίδιου νόμου «η ασφάλιση αστικής ευθύνης περιλαμβάνει τις δαπάνες που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων  κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του, για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη». Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με το άρθρο 10 του ίδιου ως άνω νόμου, προκύπτει ότι η αξίωση του ασφαλισμένου έναντι του ασφαλιστή από τη σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης γεννάται, κατά την κρατούσα γνώμη, όταν ο ζημιωθείς τρίτος, έναντι του οποίου ευθύνεται προς αποζημίωση ο ασφαλισμένος, επιδώσει στον τελευταίο τη σχετική προς αποκατάσταση της ζημίας του αγωγή, διότι από τότε αρχίζει η σύνδεση του αποτελέσματος του ζημιογόνου γεγονότος (ζημίας) με την περιουσία του ασφαλισμένου και επέρχεται η ασφαλιστική περίπτωση, έστω και αν δεν έχει προσδιοριστεί με δικαστική απόφαση ή εξώδικο συμβιβασμό το μέγεθος της αξίωσης του ζημιωθέντος τρίτου (ΑΠ 381/2008 ΧρΙΔ τ. Η/2008 σ. 837, ΑΠ 1884/2005 ΕλλΔ/νη τ. 47/2006 σ. 451, ΕφΑθ 5531/2006 ΕΕμπΔ τ. 2007 σ. 620, ΕφΑθ 4438/2003 ΕΕμπΔ τ. 2003 σ. 843, βλ. Βασιλείου Κιάντου Ασφαλιστικό Δίκαιο 9η Έκδοση 2005 σ. 390 – 393).  Ουσιώδη στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης είναι τα στοιχεία του ασφαλιστή (ασφαλιστικής επιχείρησης) και του ασφαλισμένου, το αντικείμενο της ασφάλισης, το ποσό για το οποίο αυτή γίνεται, ο κίνδυνος που καλύπτεται, το ποσό του ασφαλίστρου και ο χρόνος διάρκειας (ΟλΑΠ 9/2000 41. 668, ΑΠ 1400/2007 ΔΕΕ 2008.332 ΕφΑθ 3556/2010). Από το συνδυασμό όλων των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση ασφαλιστικής αποζημίωσης, διότι επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, αρκεί η επίκληση της ασφαλιστικής σύμβασης, κατά το περιεχόμενό της, και δη των στοιχείων αυτής που προβλέπονται από τα άρθρα 1 και 2 του ν. 2496/1997, ότι δηλαδή πρόκειται για μια σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο ασφαλιστής ανέλαβε, έναντι ασφαλίστρου, την υποχρέωση προς καταβολή του ασφαλίσματος σε περίπτωση επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης. Δεν είναι, δε αναγκαίο να περιλαμβάνεται στην αγωγή αυτή το ποσό του ασφαλίστρου, ο τρόπος και ο χρόνος καταβολής του, καθώς και ο αριθμός του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, διότι τα προαναφερόμενα στοιχεία δεν είναι από τα γεγονότα που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Επομένως, η παράλειψη της επίκλησης των γεγονότων αυτών δεν καθιστά την εν λόγω αγωγή αόριστη και, συνακόλουθα, απαράδεκτη (ΑΠ 568/2007, ΕφΑθ 1716/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΑθ 7033/2009 ΕΕμπΔ 2010.397, ΕφΘεσσ 1385/2006, ΕΕμπΔ 2006.989).

Περαιτέρω, με το αρ. 7 παρ. 1 εδ. α` του ν. 2496/1997, ορίζεται ότι ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται, εντός οκτώ (8) ημερών, από τότε που έλαβε γνώση της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, να ειδοποιήσει τον ασφαλιστή, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι η υπαίτια παράβαση από τον λήπτη της ασφάλισης των υποχρεώσεων της παρ. 1 αυτού του άρθρου παρέχει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του. Με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι: «ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης, προς ασφάλισμα αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται, στη μεν ασφάλιση ζημιών, σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια, στη δε ασφάλιση προσώπων, μόνο σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος…», ενώ με την παρ. 6 εδ. α` του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι: «με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων». Από την παραπάνω διάταξη, (της παρ. 2), προκύπτει ότι στις περιπτώσεις της ιδιωτικής ασφάλισης, η παράλειψη της υποχρέωσης (δηλαδή του ασφαλιστικού βάρους) που επιβάλλεται στον ασφαλισμένο, προς αναγγελία της επέλευσης του κινδύνου στον ασφαλιστή, μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται είτε νόμιμα είτε συμβατικά, δεν συνεπάγεται την απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωσή του, προς καταβολή του ασφαλίσματος, αλλά μπορεί, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, να γεννήσει υποχρέωση του ασφαλισμένου προς αποκατάσταση της ζημίας, την οποία ενδεχομένως θα είχε υποστεί ο ασφαλιστής, εξ αιτίας της παράλειψης αυτής.

Στη συνέχεια με τη διάταξη του άρθρου  33 του ως άνω ασφαλιστικού νόμου ορίζεται ότι: «κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο, ειδικά, στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών». Η εν λόγω, κεφαλαιώδους σημασίας, διάταξη του ασφαλιστικού νόμου καθιστά «ημιαναγκαστικού» δικαίου το σύνολο των διατάξεων του νόμου αυτού, με την έννοια ότι αν δεν ορίζεται κάτι άλλο, ειδικά, σ` αυτόν, δεν μπορούν με την ασφαλιστική σύμβαση να περιοριστούν τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, παρά μόνο να διευρυνθούν. Ο περιορισμός αυτός, όμως, δεν ισχύει, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, στις ασφαλίσεις που συνάπτονται για επαγγελματικούς λόγους, όπως είναι η ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, οι θαλάσσιες και αεροπορικές ασφαλίσεις ζημιών, καθώς και οι ασφαλίσεις πιστώσεων και εγγυήσεων που είναι, από τη φύση τους, ασφαλίσεις που κατά κανόνα συνάπτονται για επαγγελματικούς λόγους (βλ. Ι. Ρόκα, Ιδιωτ. Ασφάλιση, 9η έκδοση, παρ. 247 σελ. 140). Από την τελευταία, ως άνω, διάταξη του ασφαλιστικού νόμου (άρθρο 33) προκύπτει ότι η προαναφερθείσα διάταξη, του άρθρου  7 παρ. 2, δεν είναι αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς μπορεί, έγκυρα, να συμφωνηθεί με ειδικό όρο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ότι ο ασφαλισμένος οφείλει να γνωστοποιήσει, εγγράφως, στην ασφαλιστική εταιρία την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, μέσα σε ορισμένη προθεσμία από αυτή και ότι σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος δεν τηρήσει την άνω υποχρέωσή του, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται από την δική του υποχρέωση  προς καταβολή του ασφαλίσματος (ΟλΑΠ 19/2015 και 14/2013, ΕφΑΘ 110/2011 και 4375/2006 δημοσ στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»).

Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος  με την …../6-4-2011 ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση προς αναγκαστική παρέμβαση στην οποία σωρεύει και παρεμπίπτουσα αγωγή, ισχυρίστηκε ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία είχε ασφαλίσει με το ….. συμβόλαιο το σκάφος του «Γ.»  Λ.Χ. … για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη  κατά την κυκλοφορία του και κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2007 έως 1-5-2008 και ότι, ενόψει της άσκησης της κύριας ως άνω αγωγής με την οποία επιδιώκεται από τους ενάγοντες να υποχρεωθεί ο ίδιος σε καταβολή αποζημιώσεως λόγω του ένδικου ατυχήματος, την προσεπικαλεί να παρέμβει και να υποχρεωθεί αυτή να του  καταβάλει το ποσό της επιδικασθησόμενης  σε βάρος του, στους κυρίως ενάγοντες, αποζημίωσης. Πλην όμως η ανακοίνωση δίκης και η προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση της συνεναγόμενης, με την κύρια αγωγή ασφαλιστικής εταιρίας,  είναι απαράδεκτη  και ως εκ τούτου απορριπτέα  καθώς σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠολΔ και του ν. 2496/1997, που στηρίζουν τις επίδικες αξιώσεις, η ανακοίνωση δίκης και η προσεπίκληση απευθύνονται σε τρίτον που δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα διαδίκου (άρθρα   88 και 91 ΚΠολΔ).  Αντίθετα στην προκειμένη περίπτωση η προσεπικαλούμενη ασφαλιστική εταιρία έχει ήδη εναχθεί με την κύρια αγωγή και έχει κατά συνέπεια αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου. Επομένως θα πρέπει να απορριφθούν οι συνενωμένες με την παρεμπίπτουσα αγωγή, ανακοίνωση δίκης και προσεπίκληση και να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν η πρώτη, η οποία σύμφωνα με τις ανωτέρω σκέψεις είναι ορισμένη, περιέχουσα τα κατά νόμο προς τούτο στοιχεία και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων  31, 69 παρ. 1ε, 283 ΚΠολΔ και  361 Α.Κ. 1 και 26 του ν. 2946/1997.

Από την εκτίμηση των προσκομιζομένων έγγραφων αποδεικτικών μέσων και ιδίως του ….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου κλάδου πλοίων, αποδεικνύεται η μη αμφισβητούμενη εξάλλου από την παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία κατάρτιση σύμβασης ασφάλισης αστικής ευθύνης ενός σκάφους, τριών τζετ σκι και δυο θαλάσσιων ποδηλάτων που ανήκαν στην κυριότητα του παρεμπιπτόντως ενάγοντα. Ειδικότερα με τη σύμβαση αυτή καλύφθηκε η αστική ευθύνη του παρεμπιπτόντως ενάγοντα έναντι τρίτων για θάνατο ή την  πρόκληση σωματικών βλαβών και υλικών ζημιών καθώς και πρόκληση θαλάσσιας ρύπανσης, η αστική ευθύνη από και προς τους επιβαίνοντες του ασφαλιζόμενου θαλάσσιου μέσου αναψυχής καθώς και από και προς τους ρυμουλκούμενους υπό αυτού με μέσα αναψυχής, όπως θαλάσσιο σκι, αλεξίπτωτο κλπ. Επρόκειτο επομένως για σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης που καταρτίστηκε για επαγγελματικούς λόγους και συνακόλουθα, σύμφωνα με τις προηγηθείσες σκέψεις, έγκυρα συμπεριελήφθη το άρθρο 7 στους  γενικούς όρους της (σύμβασης) τους οποίους και ο εναγόμενος  αποδέχθηκε, σύμφωνα με τη ρύθμιση του οποίου (άρθρου 7) αυτός ως ασφαλιζόμενος υποχρεούται «με ποινή την πλήρη και οριστική απώλεια κάθε σχετικού δικαιώματός του,   να αναγγείλει εγγράφως κάθε ατύχημα στην εταιρία  μέσα σε τρεις ημέρες από το χρόνο που συνέβη τούτο». Ο εναγόμενος ωστόσο δεν τήρησε την εν λόγω συμβατική υποχρέωσή του και ενημέρωσε την ασφαλιστική εταιρία με την αποστολή τηλεομοιοτυπίας την 15-11-2007 και αφού προηγουμένως η παρεμπιπτόντως εναγομένη είχε ενημερωθεί από τους δικηγόρους των εναγόντων, ήτοι μετά την πάροδο σχεδόν τεσσάρων μηνών από το ένδικο ατύχημα. Ενόψει αυτών, της από μέρους του παρεμπιπτόντως ενάγοντα παραβίασης της εκ του άρθρου 7 των  γενικών όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου (συμβατικής) υποχρέωσής του, ήτοι της ειδοποίησης της ασφαλιστικής εταιρίας περί της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου μέσα σε τρεις ημέρες από το χρόνο της επέλευσής του, η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία απαλλάσσεται των ίδιων συμβατικών  υποχρεώσεων και επομένως ο ενάγων έχει απολέσει το δικαίωμα να ζητήσει την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η παρεμπιπτόντως εναγόμενη με τις προτάσεις της,  απορριπτομένης της παρεμπίπτουσας αγωγής κατόπιν αυτού ως ουσιαστικά αβάσιμης και επιβαλλομένων των δικαστικών εξόδων της τελευταίας σε βάρος του παρεμπιπτόντως ενάγοντα κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, κατόπιν παραδοχής σχετικού αιτήματος αυτής.

Ενόψει όλων των ανωτέρω θα πρέπει η κύρια αγωγή να γίνει δεκτή εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό του 1.337.700,87 ευρώ (12.137,73 + 267,50 + 70.000 + 6.153,41 χ 12 χ 17 έτη :1.255.295,64), στην τρίτη ενάγουσα  το ποσό των 157.600 ευρώ (600 ευρώ χ 12 μήνες χ 3 έτη  + 1.000 ευρώ χ 12 μήνες χ έξι έτη + 70.000 ευρώ) και στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 157.759,80 ευρώ (3.026,20 χ 29 μήνες + 70.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να απορριφθεί η ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση καθώς και η σωρευθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή για τους αναφερόμενους ανωτέρω λόγους, τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων και της παρεμπιπτόντως εναγόμενης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας,  κατόπιν παραδοχής σχετικού αιτήματός τους,  θα επιβληθούν  σε βάρος του εναγόμενου – παρεμπιπτόντως ενάγοντος που ηττήθηκε στην παρούσα δίκη,   σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης (176, 183 και 191 ΚΠολΔ καθώς και 63, 64 και 68 Κωδ Δικηγ). Τέλος το παράβολο για την άσκηση της έφεσης θα πρέπει να επιστραφεί στον εκκαλούντα σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 σε συνδυασμό με το άρθρο 528 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης καθ’ο μέρος επαναφέρεται προς τούτο με την από 20-10-2016 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../21-10-2016 κλήση, ως προς την ενάγουσα ………..

Δικάζει αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την από 18-7-2012 (αριθ.κατ. …./2012) έφεση του εναγόμενου-παρεμπιπτόντως ενάγοντος- εκκαλούντος,  κατά της 1726/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε ερήμην του  εναγόμενου κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται κατά το τυπικό της μέρος και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και Δικάζει την από 4-3-2011 και με αριθμό κατάθεσης …./2011 αγωγή.Δέχεται μερικά την  αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό του ενός εκατομμυρίου  τριακοσίων τριάντα επτά χιλιάδων επτακοσίων  ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (1.337.700,87),  στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των εκατόν πενήντα επτά χιλιάδων εξακοσίων (157.600) ευρώ  και στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των εκατόν πενήντα επτά χιλιάδων οκτακοσίων (157.800) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των  εφεσίβλητων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας  σε βάρος του εκκαλούντα  και τα  ορίζει στο ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων (29.000) ευρώ.

Απορρίπτει την  με αριθμό κατάθεσης …../22-9-2011 ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και την σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της  παρεμπιπτόντως εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος του παρεμπιπτόντως ενάγοντος και τα ορίζει σε  είκοσι τέσσερις χιλιάδες (24.000) ευρώ.

Διατάσσει την  επιστροφή του  από 18-7-2012 παραβόλου για την άσκηση της έφεσης στον εκκαλούντα.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   7 Δεκεμβρίου 2017.

 

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτού,

λόγω προαγωγής

και αναχωρήσεώς του,

ο αρχαιότερος της

συνθέσεως Εφέτης,

Αθανάσιος Θεοφάνης.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις  11  Ιανουαρίου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω  προαγωγής και αναχωρήσεως του Προέδρου Εφετών Χρήστου Τζανερρίκου, αποτελουμένη από τους Δικαστές,   Αθανάσιο Θεοφάνη, Προεδρεύοντα Εφέτη, Μαρία Κωττάκη και Χαρίκλεια Σαραμαντή,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ