Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 31/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 31/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 23.3.3016  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../24.3.2016 και ……../31.3.2016) έφεση του εκ των εναγομένων Ελληνικού Δημοσίου, που ηττήθηκε ολικά στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’αριθμ. 4737/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, ερήμην της τρίτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε καθ’ολοκληρίαν δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η ασκηθείσα σε βάρος των 1) Προϊσταμένου του Α΄Τελωνείου Πειραιά, 2) ανωτέρω εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου και 3) …….., συζύγου ……., ως ασκούσας τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της α) …….. και β) ………, από 21.1.2010 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……./4.2.2010) αγωγή του εφεσιβλήτου περί προσβολής λόγω ουσιώδους πλάνης του της πλασματικής αποδοχής της επαχθείσας  σ’αυτόν κληρονομίας του αποβιώσαντος ………. (αδελφού του προαποβιώσαντος πατρός του),  εξαιτίας της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αποποίησής της, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 24.3.2016 (με αριθμ.εκθ.καταθ. ……../ 24.3.2016), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση, με την επιμέλεια του ενάγοντος, της πρωτόδικης απόφασης στον Υπουργό των Οικονομικών (που έγινε στο κατάστημα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.28 του ν.2386/1996), ο οποίος εκπροσωπεί το εκκαλούν (άρθρο 1 παρ.1 του κ.δ/τος της 26.6./10.7.1944 «περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου), αλλά και προς τον Προϊστάμενο του Α΄Τελωνείου Πειραιά, επιδόσεις οι οποίες έλαβαν χώρα στις 7.3.3016 (βλ.σχετ. τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ. …….. και …….. αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης της απόφασης αυτής του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ……..), όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 10 του ανωτέρω διατάγματος, χωρίς να συντρέχει εν προκειμένω άλλος λόγος απαραδέκτου, και αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Ο ενάγων με την από 21.1.2010 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./4.2.2010) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενος ότι στις 3.10.2011 απεβίωσε ο ……, αδελφός του προαποβιώσαντος πατρός του ……, με τον οποίο, ενώ ήταν εν ζωή, δε διατηρούσε σχέσεις, άνευ διαθήκης, και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου – μεταξύ άλλων προσώπων, ως πλησιεστέρων κατά το χρόνο του θανάτο του συγγενών – και από τον ίδιο κατά ποσοστό 12,50%, ότι δεν προέβη σε εμπρόθεσμη αποποίηση της επαχθείσης κληρονομίας του θείου του, καθώς, στερούμενος νομικής κατάρτισης, δε γνώριζε την ύπαρξη νόμιμης προς τούτο προθεσμίας και τις συνέπειες από την παραμέληση της προθεσμίας αυτής, ει μη μόνον το πρώτον στις 28.9.2012, κατόπιν παραλαβής στις 24.9.2012  της ταχυδρομικώς αποσταλλείσας σ’αυτόν υπ’ αριθμ. πρωτ………/2012  Ατομικής Ειδοποίησης του πρώτου εναγομένου Προϊσταμένου του Α΄ Τελωνείου Πειραιά, με την οποία ενημερώθηκε ότι εκκρεμεί βεβαιωμένη και ληξιπρόθεσμη οφειλή του προς το δεύτερο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, συνολικού ποσού 174.850,49 ευρώ, υπό την ιδιότητά του ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος, προερχόμενη από την επιβολή σε βάρος του τελευταίου πολλαπλού τέλους και προστίμου για τελωνειακές παραβάσεις λαθρεμπορίας καπνικών προϊόντων και ποτών, δυνάμει των ειδικότερα αναφερομένων στο δικόγραφο δύο (2) καταλογιστικών πράξεων του πρώτου εναγομένου, κατά το μέρος, που αναλογεί στο δικό του κληρονομικό μερίδιο, ζήτησε να ακυρωθεί η συναγομένη κατά πλάσμα του νόμου από την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αποποίησής της αποδοχή απ’αυτόν της κληρονομίας του ανωτέρω συγγενικού του προσώπου , λόγω ουσιώδους πλάνης του, οφειλομένης σε άγνοιά του περί των νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας, σύμφωνα με τα αναλυτικά στο δικόγραφο διαλαμβανόμενα, εκθέτοντας επιπροσθέτως, ότι σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής και αποποίησης απ’αυτόν στη συνέχεια της κληρονομίας του θείου του, αυτή θα επαχθεί στα δύο ανήλικα τέκνα του, νόμιμα εκπροσωπούμενα εν προκειμένω από την ασκούσα τη γονική μέριμνα μητέρα τους και σύζυγό του (τρίτη εναγόμενη), τα οποία, συνεπώς, έλκουν άμεσο έννομο συμφέρον από την έκβαση της παρούσας δίκης και την έκπτωση του ιδίου ως πλασματικά αποδεχθέντος κληρονόμου, καθώς και να καταδικασθούν οι αντίδικοί του στη δικαστική του δαπάνη. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 4735/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ερήμην της τρίτης εναγομένης, και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, όπως σαφώς εκτίθεται στο σκεπτικό της, παρά το ότι δε γίνεται σχετική μνεία στο διατακτικό της περί της δικονομικής απουσίας της διαδίκου αυτής, ούτε ορίζεται παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας  εκ μέρους της κατά της ανωτέρω απόφασης, αντίθετα αναφέρεται εσφαλμένα ότι η υπόθεση εκδικάζεται αντιμωλία όλων των διαδίκων, και όχι ερήμην της διαδίκου αυτής, ως έδει, με την οποία (πρωτόδικη απόφαση) έγινε καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και, αφενός μεν ακυρώθηκε η αποδοχή της κληρονομίας του ………, που τεκμαίρεται από την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αποποίησής της από τον ενάγοντα, λόγω ουσιώδους πλάνης του τελευταίου περί των νομικών διατάξεων, που αφορούν στην αποδοχή της κληρονομίας του αποβιώσαντος, αφετέρου δε χορηγήθηκε στον ενάγοντα τετράμηνη προθεσμία αποποίησης της κληρονομίας αυτής, αρχόμενη από την τελεσιδικία της απόφασης. Κατά της ανωτέρω απόφασης το δεύτερο εναγόμενο Ελλληνικό Δημόσιο, που παραστάθηκε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, άσκησε την κρινόμενη έφεσή του, έχοντας προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, με την οποία ζητά, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο του ενδίκου μέσου λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί η σε βάρος του ασκηθείσα αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1711 εδαφ. β΄, 1846, 1847, 1848, 1849,1850, 1851 και 1856 του ΑΚ συνάγεται ότι ο κληρονόμος είτε καλείται από διαθήκη, είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομία με μόνο το θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέλησή του. Το δικαίωμα όμως αυτό της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομιάς είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από το νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομίας (άρθρο 1847 του ΑΚ), δηλαδή δικαιούται ο κληρονόμος να αποποιηθεί κατά βούληση την κληρονομία, που έχει επαχθει σ’αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ. Η αποποίηση της κληρονομίας είναι δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει – δε δέχεται – την κληρονομία που έχει επαχθεί σ’αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου. Η αποποίηση συνιστά μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, μη απευθυντέα σε τρίτο, υποκείμενη σε συστατικό τύπο και είναι ανεπίδεκτη οποιοσδήποτε αίρεσης ή προθεσμίας, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών (άρθρο 1851 εδαφ. β΄του ΑΚ). Η σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών, (με τη διαφοροποίηση του άρθρου 1847 παρ. 2 ΑΚ), που αρχίζει από τότε που ο κληρονομούμενος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής (ΑΠ 725/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Κατά δε τα άρθρα 1847 παρ.1 εδαφ. α΄ και 1850 εδαφ. β΄του ΑΚ, ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Ειδικότερα, το δικαίωμα αποποίησης της κληρονομίας είναι διαπλαστικό και υπόκειται σε τετράμηνη αποσβεστική προθεσμία, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας η άσκηση του δικαιώματος αποποιήσεως είναι άκυρη, η ακυρότητα δε επέρχεται αυτοδικαίως και είναι οριστική και αθεράπευτη και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται, ούτε είναι λογικώς νοητή άσκηση αγωγής για την κήρυξη της ακυρότητας. Ωστόσο, προς άρση της αβεβαιότητας για την τύχη της προς τον κληρονόμο επαγωγής μετά την πάροδο απράκτου της 4μηνης αποσβεστικής προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας η διάταξη του άρθρου 1850 εδαφ. β΄του ΑΚ καθιερώνει υπό μορφή νομίμου αμάχητου τεκμηρίου, το πλάσμα δήλωσης του κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής απρακτήσαντος κληρονόμου για αποδοχή της κληρονομιάς. Για το λόγο αυτό η εν λόγω αποδοχή χαρακτηρίζεται ως πλασματική αποδοχή κληρονομιάς και ως μία από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η σιωπή επέχει θέση δήλωσης βούλησης (ΕφΑθ 2226/2013 ΕλλΔνη 2014.490). Εξάλλου, γνώση της επαγωγής, ως γεγονός της έναρξης της τετράμηνης προθεσμίας, νοείται η γνώση από τον κληρονόμο του θανάτου του κληρονομούμενου, γνώση δε του λόγου επαγωγής συνιστά η εκ διαθήκης ή κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή κλήση του κληρονόμου στην κληρονομία. Εξάλλου, όταν πρόκειται για εξ αδιαθέτου διαδοχή, οπότε η συγγενική σχέση μεταξύ κληρονόμου και κληρονομουμένου είναι από την αρχή δεδομένη και γνωστός στον κληρονόμο ο χρόνος του θανάτου του κληρονομούμενου, η τετράμηνη προς αποποίηση προθεσμία αρχίζει κατά κανόνα (εκτός συνδρομής μεταγενέστερων της επαγωγής γεγονότων, όπως έκπτωση του προηγουμένου, αποποίηση κλπ) από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση του θανάτου του κλήρονομουμένου συγγενούς του. Όταν ο κληρονόμος αποποιηθεί νομιμως και εμπροθέσμως την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιά, θεωρείται η προς τον αποποιηθέντα επαγωγή ότι δεν έγινε και η κληρονομιά επάγεται σ’εκείνον, ο οποίος θα εκαλείτο αν ο αποποιηθεις δε ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κλήρονομουμένου. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1847 παρ.1 εδα. α΄ , 1850, 1857, 140 και 141 του ΑΚ προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησής της μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η αποδοχή που συνάγεται με τον τρόπο αυτόν κατά πλάσμα του νόμου δε συμφωνεί με τη βούληση του κληρονόμου από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της κατάστασης που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της αποποίησης. Η δε εσφαλμένη αυτή γνώση ή άγνοια που δημιουργεί τη διάσταση μεταξύ βούλησης και δήλωσης, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας (ΟλΑΠ  3/1989, ΑΠ 189/2017, ΑΠ 173/2014, ΑΠ 496/2013, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1570/2010 ΕλλΔνη 2011.475, ΑΠ 858/1990 ΕλλΔνη 1991.983). Ειδικότερα, η δήλωση αποποίησης έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, αφού δημιουργεί μία νέα νομική κατάσταση ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου. Η κληρονομία επάγεται σ’εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, (άρθρο  1856 του ΑΚ). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 1857 παρ.1 και 2 του ΑΚ, η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομίας είναι αμετάκλητη, ενώ η αποδοχή ή η αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ή απειλή ή απάτη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Ειδικότερα αποδοχή ή αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ως προς το λόγο της επαγωγής, έστω και αν αναφέρεται στα παραγωγικά αίτια της βούλησης εκείνου που αποδέχθηκε ή αποποιήθηκε είναι άκυρη (άρθρο 1851 του ΑΚ). Δεν αποκλείεται, όμως, παρά το ότι η διάταξη του άρθρου 1857 παρ.1 του ΑΚ καθιερώνει το αμετάκλητο της αποδοχής ή της αποποίησης ως μονομερούς δικαιοπραξίας με προφανή σκοπό τη δημιουργία βεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου, η αποδοχή και η αποποίηση να είναι συνέπεια πλάνης, που δεν αναφέρεται στο λόγο της επαγωγής, ή που είναι αποτέλεσμα απάτης, ή απειλής. Στις περιπτώσεις αυτές, η διάταξη του άρθρου 1857 παρ.2 του ΑΚ προβλέπει τη δυνατότητα ακύρωσης της αποδοχής ή αποποίησης, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τις ακυρώσιμες δικαιοπραξίες (άρθρα 140 επ, 147 επ, 150 επ. του ΑΚ), που εφαρμόζονται, ενόσω δεν τροποποιούνται από τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 1857 παρ. 2-4 του ΑΚ. Έτσι, αν πρόκειται για δήλωση από πλάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 140, 141 και 142 του ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η δήλωση δε συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη, με τη βούληση του δηλούντος, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτούμενης για τον προσδιορισμό της βούλησης του δηλούντος πραγματική κατάσταση. Προς την πλάνη, με την παραπάνω έννοια, εξομοιώνεται και η έλλειψη γνώσης (άγνοια) της πραγματικής κατάστασης, όταν δεν είναι συνειδητή από μέρους του δηλούντος, όταν δηλαδή αυτός δεν είναι εν γνώσει ότι αγνοεί την απαιτούμενη πραγματική κατάσταση, γιατί αν έχει πλήρη επίγνωση της άγνοιάς του δεν πλανάται (ΑΠ 725/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η γνώση του κατάχρεου της κληρονομίας και η για το λόγο αυτό αποποίησή της δε θεμελιώνει δικαίωμα ακύρωσης λόγω πλάνης της αποδοχής κατά τη διάταξη του άρθρου 1857 εδαφ.γ΄του ΑΚ, που ορίζει ότι η πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας δεν είναι ουσιώδης, και, ως εκ τούτου, δεν προσπορίζει δικαίωμα ακύρωσης της αποδοχής (ΟλΑΠ 3/1989 ό.π.). Εξάλλου, υπάρχει πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομίας κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 του ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και β) σε άγνοια μόνο της ύπαρξης της προθεσμίας του άρθρου 1847 του ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 του ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (ΑΠ 827/2017, ΑΠ  951/2013 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, η αποδοχή της κληρονομίας είναι μονομερής δικαιοπραξία, που δεν απευθύνεται προς άλλο ορισμένο πρόσωπο, ενώ εναγόμενος μπορεί να είναι και όποιος έλκει νόμιμο συμφέρον, όπως και ο δανειστής της κληρονομίας, και ως εκ τούτου η αγωγή για ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς δύναται να στραφεί και κατά του δανειστή της κληρονομίας (βλ. ΑΠ 951/2013 ό.π., ΑΠ 1087/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1211/2008 ΧρΙΔ 9.229, ΑΠ 338/2004 ΕλλΔνη 46.1451).

Το δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος …….., που δόθηκε στο ακροατήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Περαιώς κατά τη συζήτηση της αγωγής, και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά,  και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την εκτίμηση του  ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Στις 3.11.2011 απεβίωσε στον Πειραιά ο ……., αδελφός του προαποβιώσαντος πατρός του ενάγοντος …….., σε υπόγειο διαμέρισμα οικοδομής, κειμένης επί της οδού ……… αυτής, όπου διέμενε μόνος του και χωρίς επικοινωνία με το συγγενικό του περιβάλλον, την οποία ουδέποτε επεδίωξε, αντίθετα μάλιστα συνειδητά απέφευγε επί μακρόν, ο δε θάνατός του γνωστοποιήθηκε στη μοναδική τότε εν ζωή αδελφή του …. από τους αστυνομικούς, που επιλήφθηκαν του συμβάντος. Σην προσκομιζόμενη σε φωτοτυπικό αντίγραφο υπ’αριθμ….. (τόμος … έτος ….) ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιάρχου του Ληξιαρχείου της Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας Αττικής, ως αιτία θανάτου αυτού αναφέρεται η “απόφραξη του έξω στομίου των αεροφόρων οδών της ρινός και της στοματικής κοιλότητας), χαρακτηρίζεται δε ο θάνατός του ως ανθρωποκτονία.  Ο ανωτέρω απεβίωσε άγαμος και άτεκνος, και δεν κατέλειπε διαθήκη. Συνεπώς κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου – μεταξύ άλλων προσώπων ως πλησιεστέρων κατά το χρόνο του θανάτου του συγγενών του – και από τον ενάγοντα – ανεψιό του, κατά το ποσοστό του 12,50% εξ αδιαιρέτου. Ο κληρονομούμενος, άτομο μοναχικό και ιδιόρρυθμο, δε διατηρούσε σχέσεις, ούτε τυπικές, με τον ενάγοντα επί μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι το θάνατό του, που υπερέβαινε την εικοσαετία, ούτε, όμως, και με τους άλλους συγγενείς του, έχοντας πλήρως αποκοπεί απ’αυτούς με τη θέλησή του και διαρρήξει κάθε δεσμό, χωρίς καμία επαφή μαζί τους, οι οποίοι, επομένως, αγνοούσαν, οτιδήποτε αφορούσε στις συνθήκες διαβίωσής του, πλην όμως με την πάροδο του χρόνου, από τις λίγες πληροφορίες που κατά καιρούς περιέρχονταν σε γνώση τους, είχαν σχηματίσει την πεποίθηση ότι βρισκόταν σε κακή οικονομική κατάσταση, λόγω του πορισμού χαμηλού εισοδήματος από την περιστασιακή εργασία του ως υπαίθριος μικροπωλητής, και ότι δε διέθετε περιουσιακά στοιχεία, πλην ενός κοινού ακινήτου, στη Νίκαια Αττικής, συγκυριότητας αυτού και των λοιπών αδελφών του, από κληρονομία του πατρός τους, που είχε πωληθεί το έτος 1998. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ανωτέρω κληρονομία περιελάμβανε βεβαιωμένη και ληξιπρόθεσμη απαίτηση του δευτέρου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου σε βάρος του κληρονομουμένου, για την οποία είχαν εκδοθεί κατ’αυτού οι υπ’αριθμ. …./1997 και …./1999 καταλογιστικές πράξεις του Διευθυντή του Α’΄Τελωνείου Εισαγωγής και Εφοδίων Πειραιά,  με τις οποίες είχαν επιβληθεί σ’αυτόν πολλαπλά τέλη και πρόστιμα, ποσού 33.293.701 δραχμών και 193.167.877 δραχμών αντίστοιχα, για τελωνειακές παραβάσεις περιέχουσες τα στοιχεία του αδικήματος της λαθρεμπορίας καπνικών προϊόντων και ποτών. Ο ενάγων για λόγους ηθικής τάξης συνεισέφερε οικονομικά στην αντιμετώπιση των εξόδων κηδείας του αποβιώσαντος, όπως και άλλοι συγγενείς, που επίσης συνέδραμαν, και προέβη στη γνωστοποίηση του θανάτου του στο ασφαλιστικό του ταμείο (Ι.Κ.Α.), προκειμένου να επακολουθήσει διακοπή της καταβολής της σύνταξής του, την οποία οι συγγενείς του διεπίστωσαν ότι εισέπραττε μηνιαίως από σχετικά έγγραφα, που ανευρέθησαν στην οικία του, όπου διέμενε κατά το θάνατό του, σε ένα περιβάλλον χωρίς ιδιαίτερες ανέσεις, ενδεικτικό της κακής οικονομικής του κατάστασης, και ενισχυτικό της περί τούτου πεποίθησης που είχε σχηματισθεί στο συγγενικό του περιβάλλον, αφού πληροφορίες από τον ίδιο δεν ελάμβαναν, ελλείψει μεταξύ τους επαφών, και όπου επίσης απεβίωσε δολοφονηθείς, ενώ δεν ανευρέθησαν έγγραφα, που να καταδεικνύουν την ύπαρξη ακίνητης περιουσίας ή χρεών. Σημειωτέον ότι έκτοτε ο ενάγων ουδέν ενδιαφέρον επέδειξε για την κληρονομία του ανωτέρω συγγενικού του προσώπου, ούτε αναμείχθηκε σ’αυτήν καθ’οιονδήποτε τρόπο, πολλώ δε μάλλον εφόσον πίστευε, όπως, άλλωστε και οι άλλοι συγγενείς του αποβιώσαντος, ότι ο τελευταίος στερείτο παντελώς περιουσιακών στοιχείων, ενώ, ούτε η επαγγελματική δραστηριότητα, που είχε πληροφορηθεί ότι ο θείος του ασκούσε περιστασιακά, δηλαδή αυτή του πωλητή υπαίθριου εμπορίου, με περιορισμένο κύκλο εργασιών, και με προφανώς μικρά κέρδη, όπως, άλλωστε, εναργώς καταδείκνυε και το περιβάλλον της οικίας του, θα ήταν εύλογο να τον οδηγήσει στο συμπέρασμα κατά την κοινή πείρα και λογική ότι κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου υφίσταντο οφειλές αυτού προς τρίτους, σε  συνδυασμό και με το γεγονός της πλήρους έλλειψης σχέσεων και επαφών μεταξύ τους, όπερ δεν του επέτρεπε να έχει ίδιαν και ασφαλή γνώση περί της οικονομικής κατάστασης του αποθανόντος. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων δεν αποποιήθηκε εμπρόθεσμα την επαχθείσα σ’αυτόν εξ αδιαθέτου κληρονομία του αποβιώσαντος θείου του κατά το προαναφερθέν κληρονομικό μερίδιο, διά σχετικής δήλωσής του στον αρμόδιο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας, εντός τεσσάρων μηνών από τη περιέλευση σε γνώση του του γεγονότος του θανάτου του ανωτέρω, ήτοι της επαγωγής και του λόγου της, όπως άλλωστε συνομολογείται και από τον ίδιο με το δικόγραφο της αγωγής του, με αποτέλεσμα, κατά πλάσμα του νόμου, να θεωρείται ότι η εν λόγω κληρονομία στο σύνολό της, δηλαδή και ως ενεργητικό, και ως παθητικό, έχει γίνει σιωπηρά αποδεκτή απ’αυτόν, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Ο ενάγων, υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, δε διαθέτει ειδικές νομικές γνώσεις κληρονομικού δικαίου, οι οποίες δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση πασίδηλο, ή δίδαγμα της κοινής πείρας και λογικής, ώστα να μπορεί βασίμως ν υποστηριχθεί ότι έχουν εμπεδωθεί από το μέσο, συνετό, κοινωνικό άνθρωπο, που δεν έχει λάβει νομική παιδεία και κατάρτιση. Ως εκ τούτου, αγνοούσε την ύπαρξη της προβλεπόμενης από το νόμο τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση της επαχθείσας σ’ αυτούς κληρονομίας του θείου του, ο οποίος πράγματι στερείτο παντελώς περιουσιακών στοιχείων κατά το χρόνο του θανάτου του, καθώς, επίσης, και το ότι η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής θα είχε ως συνέπεια να θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ότι η κληρονομία του έχει γίνει αποδεκτή απ’αυτόν, και επομένως, θα ευθύνεται και ο ίδιος κατά το κληρονομικό του μερίδιο και για κάθε χρέος του αποβιώσαντος. Σημειωτέον ότι, εφόσον δεν υφίστατο περιουσία του ανωτέρω συγγενικού του προσώπου,  ο ενάγων δεν είχε κανένα απολύτως λόγο να εκδηλώσει ενδιαφέρον αμέσως μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο αυτού και να σπεύσει να λάβει σχετικές νομικές πληροφορίες, ώστε να αποποιηθεί έγκαιρα και αδάπανα την κληρονομία του. Η άγνοιά του αυτή συνεχίσθηκε μέχρι τις 24.9.2012, οπότε και παρέλαβε διά του ταχυδρομείου την υπ’ αριθμ.πρωτ. …../2012 Ατομική Ειδοποίηση του Προϊσταμένου του Α΄ Τελωνείου Πειραιά, με την οποία ενημερώθηκε ότι εκκρεμεί βεβαιωμένη και ληξιπρόθεσμη απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου σε βάρος του, συνολικού ποσού 174.850,49 ευρώ, που αφορά στην αναλογούσα στο κληρονομικό του μερίδιο ανωτέρω οφειλή του αποβιώσαντος θείου του, εξ αφορμής δε του γεγονότος αυτού επισκέφθηκε αυθημερόν δικηγορικό γραφείο και προσέφυγε σε νομική συμβουλή. Κατ’αυτόν τον τρόπο παρήλθε άπρακτη η τετράμηνη προθεσμία αποποίησης της κληρονομίας του οικείου του και θεωρήθηκε ότι η ανωτέρω κληρονομία έγινε αποδεκτή απ’αυτόν κατά πλάσμα δικαίου. Ωστόσο, η μη αποποίηση της κληρονομίας εκ μέρους του ενάγοντος μέσα στη νόμιμη προθεσμία δε συμφωνούσε με την πραγματική βούλησή του, αλλά οφείλεται σε πλάνη του, και δη στην άγνοια των περί αποποίησης της κληρονομίας σχετικών διατάξεων του ΑΚ.  Ειδικότερα, η πλάνη του συνίστατο στο ότι δε γνώριζε, καθ’όλο το χρονικό διάστημα, που έπρεπε να αποποιηθεί την κληρονομία, την ύπαρξη της προθεσμίας του άρθρου 1847  του ΑΚ προς αποποίηση και την κατά το άρθρο 1850 του ιδίου Κώδικα νομική σημασία της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης. Ως εκ τούτου, η τετράμηνη προθεσμία του άρθρου 1847 του ΑΚ  δεν εκκίνησε για τον ενάγοντα από το θάνατο του οικείου του, αλλά από τις 24.9.2012, με την επίσκεψή του σε δικηγορικό γραφείο, οπότε και ενημερώθηκε για τις σχετικές διατάξεις του νόμου. Συνεπώς, και σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ενόψει του ότι ο ενάγων τελούσε σε πλάνη, δηλαδή αγνοούσε τις περί αποδοχής της κληρονομίας διατάξεις του ΑΚ, η οποία, μάλιστα, ήταν και ουσιώδης, διότι αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε, εάν γνώριζε την αληθινή κατάσταση, ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η σχετική προθεσμία, αλλά θα αποποιείτο εμπρόθεσμα την κληρονομία, η πλασματική αποδοχή απ’αυτόν της κληρονομίας του αποβιώσαντος θείου του λόγω της παρέλευσης άπρακτης της τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίησή της, τυγχάνει ακυρωτέα. Μάλιστα, η πλάνη του ενάγοντος αφορούσε αποκλεστικά στην άγνοια των διατάξεων του ΑΚ, που διέπουν την αποποίηση της κληρονομίας, και όχι στο ενεργητικό ή στο παθητικό της κληρονομίας του αποβιώσαντος, η οποία, όπως προεκτέθηκε, δε θεωρείται ουσιώδης, και ως εκ τούτου δε προσπορίζει δικαίωμα ακύρωσης της αποδοχής, και ειδικότερα στο κατάχρεο αυτής, ωστόσο η εδραία πεποίθησή του περί έλλειψης περιουσιακών στοιχείων του θείου του κατά το χρόνο του θανάτου του αποστέρησε απ’αυτόν το κίνητρο να προστρέξει αμέσως σε δικηγόρο, ώστε να ενημερωθεί έγκαιρα περί των διατάξεων αυτών και να προβεί εμπρόθεσμα και αδάπανα σε αποποίηση, όπως επίσης έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και σαφώς διαλαμβάνεται στην εκκαλουμένη απόφαση, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από το Ελληνικό Δημόσιο με την ένδικη έφεσή του απορριπτομένων ως αβασίμων. Ενόψει των ανωτέρω, η δήλωση αποποίησης κληρονομίας του αποβιώσαντος στην οποία προέβη ο ενάγων στις 28.9.2012, με σχετική δήλωσή του στο γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών,  μετά την ενημέρωσή του για τις οικείες νομικές διατάξεις, είναι έγκυρη, ως γενομένη εντός τετραμήνου από την άρση της πλάνης του. Επομένως, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις, κατόπιν παραδοχής της αγωγής ως κατ’ουσίαν βάσιμης, χορήγησε επιπροσθέτως στον ενάγοντα τετράμηνη προθεσμία προς αποποίηση της κληρονομίας του αποβιώσαντος, αρχόμενη από την τελεσιδικία της απόφασής του, διότι, σε κάθε περίπτωση, δηλαδή και εάν ακόμη ήθελε ακυρωθεί η συναγομένη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή απ’αυτόν της ανωτέρω κληρονομίας από την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αποποίησής της εντός τετραμήνου από τη γνώση του λόγου της επαγωγής, λόγω ουσιώδους πλάνης του περί των σχετικών διατάξεων του ΑΚ, και γίνει δεκτό ότι ο ενάγων πράγματι ενημερώθηκε για τις διατάξεις αυτές στις 24.9.2012, όταν και ήρθη η πλάνη του με τις νομικές συμβουλές, που έλαβε, μετά την παραλαβή της ατομικής ειδοποίησης του Προϊσταμένου του Α΄Τελωνείου Πειραιά, όπως ο ίδιος αναφέρει στην αγωγή του, οπότε και εκκίνησε η προθεσμία προς αποποίηση της κληρονομίας του θείου του, τότε και η προθεσμία αυτή συμπληρώθηκε στις 24.1.2013, με την παρέλευση τεσσάρων μηνών, χωρίς να λάβει χώρα τέτοια ενέργεια από πλευράς του, απορριπτέος τυγχάνει, καθώς στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι ο ενάγων εντός της προθεσμίας αυτής, που εκκίνησε στις  24.9.2012, δεν αποποιήθηκε την κληρονομία του αποθανόντος, όπερ δεν ισχύει, καθώς, όπως έχει ήδη εκτεθεί, ο ενάγων στις 28.9.2012, ήτοι εντός τετραμήνου, πράγματι προέβη σε τέτοια αποποίηση, η οποία είναι έγκυρη και επιφέρει τις προβλεπόμενες στη διάταξη του άρθρου 1856 του ΑΚ έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα η προαναφερθείσα διάταξη της εκκαλουμένης να έχει τεθεί οπωσδήποτε εκ περισσού. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι ο ενάγων, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αποβιώσαντος χωρίς διαθήκη θείου του, δικαιούται να ζητήσει για ουσιώδη πλάνη του, που οφειλόταν, λόγω των αναφερομένων σε αυτήν συνθηκών, στην άγνοια της ύπαρξης προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας αυτής και των συνεπειών από την παρέλευσή της, την ακύρωση της αποδοχής, που κατά πλάσμα του νόμου θεωρήθηκε ότι έγινε, λόγω παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας αποποίησης, την οποία και ακύρωσε ορθά κατ’αποτέλεσμα, αν και με συνοπτικότερη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης, τις προαναφερθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από το εκκαλούν με τους σχετικούς λόγους της έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, η δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επίδικαση της οποίας υποβλήθηκε από τον ανωτέρω σχετικό αίτημα με τις εμπροθέσμως και νομοτύπως κατατεθείσες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις του, θα επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), μειωμένη όμως, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1, 2 και 3 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμ.18 του ΕισΝΚΠολΔ, όπως  τούτο ισχύει μετά την  υπ’αριθμ.134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν.1738/1987,  κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης αυτής οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 23.3.3016  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./24.3.2016 και ………./31.3.2016) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’αριθμ. 4737/2015 οριστικής απόφασης του Ππλυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου μέρος της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  25 Μαΐου 2017.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων, καθώς και του  Δικαστικού Πληρεξουσίου του Ν.Σ.Κ. του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εφεσιβλήτου στις 12 Ιανουαρίου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ