Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 85/2018

Αριθμός  85/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη-Εισηγήτρια και Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, α) η από 24-10-2012 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./24-10-2012) έφεση των ηττηθέντων εναγόντων …….. και ……. κατά της υπ’ αριθ. 4965/2009 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που άσκησαν οι εκκαλούντες με το από 11-10-2017 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 11-10-2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ./../2017) και έχει κοινοποιηθεί στους εφεσίβλητους τριάντα ημέρες πριν από την συζήτηση της έφεσης, κατ’ άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. τις υπ’ αριθμ. …./13-10-2017, ……/13-10-2017 και ……./12-10-2017 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, …….), οι οποίοι (πρόσθετοι λόγοι) πρέπει να συνεκδικασθούν υποχρεωτικά με την ως άνω έφεση λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα τους (άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ, βλ. Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, παρ. 112, αρ. 82, σελ. 804)

Κατά τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α΄ 51/12.3.2012) και σύμφωνα με το άρθρο 113 του ίδιου νόμου ισχύει από 2-4-2012 και στην οποία μετά το εδάφιο α΄ προστέθηκε εδάφιο β΄ με το άρθρο 93 παρ. 1 του Ν. 4139/2013 (πριν την αντικατάσταση της ως άνω διάταξης από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016), η οποία τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του χρόνου άσκησης της ένδικης έφεσης (24-10-2012): «Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού διακοσίων (200), τριακοσίων (300) και τετρακοσίων (400) ευρώ αντίστοιχα, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας. Σε περίπτωση που ασκήθηκε ένα ένδικο μέσο από η κατά περισσότερων διαδίκων κατατίθεται ένα παράβολο από τους εκκαλούντες, αναιρεσείοντες ή αιτούντες…. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο. Η υποχρέωση της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 663, 677 και 681Β». Εξάλλου, από τον συνδυασμό της ανωτέρω διάταξης (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και αυτής του άρθρου 532 ΚΠολΔ, που ορίζει: «Αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως», προκύπτει ότι εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού διακοσίων (200) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, καθώς και ότι σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτο (ΑΠ 266/2016, ΑΠ 602/2016 και ΑΠ 532/2016 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με βάση τα ανωτέρω η κατάθεση του παράβολου συνιστά μία από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης. Όμως, έχει επικρατήσει στη νομολογία η θέση, ότι, εφόσον ορίζεται στην ως άνω διάταξη (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) ότι το απαράδεκτο γεννάται «αν δεν κατατεθεί το παράβολο» και όχι αν αυτό δεν κατατεθεί εμπροθέσμως, η κατάθεση αυτού μετά την άσκηση της έφεσης και πάντως πριν από τη συζήτησή της (που είναι το απώτατο χρονικό σημείο νομότυπης κατάθεσης του παραβόλου) δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο αυτής (ΑΠ 341/2015 ΕΠολΔ 2015, σελ. 220 με σύμφωνες παρατηρήσεις του Π. Γιαννόπουλου, ήδη Επίκουρου Καθηγητή Νομικής Σχολής ΔΠΘ, ΕφΘεσ 779/2017 δημ. σε ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 629/2017 ΕλλΔνη 2017, σελ. 859, contra Χ. Απαλαγάκη σε ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2017, τόμ. 1ος, άρθρο 495, αρ. 23, σελ. 1268, που υποστηρίζει τη θέση ότι δεν επιτρέπεται από το νόμο η δυνατότητα κατάθεσης παραβόλου σε μεταγενέστερο της κατάθεσης του ενδίκου μέσου χρόνο και Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολ, τόμ. Ι, άρθρο 495, παρ. 17, σελ. 849). Πρέπει να αναφερθεί ότι η υποχρέωση καταβολής παραβόλου, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, ισχύει από την 2-4-2012 (άρθρο 113 του Ν. 4055/2012), δηλαδή ισχύει για όσα ένδικα μέσα ασκήθηκαν (ήτοι κατατέθηκε το δικόγραφό τους στον γραμματέα) μετά την εν λόγω ημεροχρονολογία (πρβλ. και άρθρο 25 παρ. 2 ΕισΝΚΠολΔ, που ορίζει ειδικά ότι «οι διατάξεις των άρθρων 495 έως 500 ΚΠολΔ, εφαρμόζονται στα ένδικα μέσα που ασκούνται από την εισαγωγή του»). Επίσης, σημειώνεται ότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο άρθρο 495 ΚΠολΔ με τον Ν. 4335/2015 έχουν έναρξη ισχύος από την 1-1-2016 (κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 4 Ν. 4335/2015), ενώ οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο ίδιο ως άνω άρθρο (αναφορικά με το ύψος των ποσών των παραβόλων για την άσκηση των ενδίκων μέσων) με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016) ισχύουν μετά από ένα μήνα από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, ήτοι από την 23-1-2017, δηλαδή ισχύουν για τα ένδικα μέσα τα ασκούμενα μετά την ανωτέρω ημεροχρονολογία (βλ. Χ. Απαλαγάκη, ό.π., άρθρο 495, αρ. 2, σελ. 1269, της ιδίας, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ, 2017, σελ. 43). Τέλος, οι διατάξεις περί απαραδέκτου του ενδίκου μέσου, αν δεν καταβληθεί κατά νόμο το παράβολο, αποσκοπούν στην αποτροπή της άσκησης προδήλως απαράδεκτου ή αβάσιμου ενδίκου μέσου (βλ. και την σχετική Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4055/2012) και, συνακόλουθα, συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, ενώ δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις περί παροχής δικαστικής προστασίας των άρθρων 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. τις αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. της 28-5-2009, υπ’ αριθ. 1735/07 προσφυγή Ε.Σ. και λοιποί κατά Ελλάδος και της 12-1-2006, υπ’ αριθ. 13403/03 προσφυγή …… κατά Ελλάδος, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Ν.Σ.Κ.) και 20 παρ. 1 του Συντάγματος αλλά ούτε και στην αρχή της αναλογικότητας που καθιερώνεται από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 777/2013 Ολομ., ΣτΕ 601/2012 Ολομ., ΣτΕ 1344/2017, ΣτΕ 1515/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και τούτο, γιατί οι ανωτέρω διατάξεις (20 παρ. 1 του Σ. και 6 της Ε.Σ.Δ.Α.) δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (βλ. Λ.-Α. Σισιλιάνο, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδ. 2013, άρθρο 6, αρ. 61, σελ. 213). Εξάλλου, η προκαταβολή τελών ή δικαστικών εξόδων σε υποθέσεις «αστικής φύσεως» είναι συμβατή με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο στο μέτρο που δεν προσβάλλει τον πυρήνα του δικαιώματος (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ Kreuz κατά Πολωνίας της 19-6-2001, παρ. 58 επ.). Έτσι, η υποχρέωση προκαταβολής σημαντικών εξόδων (π.χ. δικαστικού ενσήμου ή παραβόλου για το ένδικο μέσο) από τον ενάγοντα ή εκκαλούντα στις εν λόγω υποθέσεις δεν προσβάλλει τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, όταν ο εναγόμενος είναι ιδιώτης και όταν ο νόμος προβλέπει μία εύλογη σχέση μεταξύ του ύψους του παραβόλου και του ύψους του αγωγικού αιτήματος (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ Urbanek κατά Αυστρίας της 9-12-2010, παρ. 57 επ. και Jankauskas κατά Λιθουανίας της 16-12-2003).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 24-10-2012 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./24-10-2012) έφεση των εναγόντων προσβάλλεται η υπ’ αριθ. 4965/2009 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία  (όπως ίσχυε πριν την εισαγωγή του Ν. 4335/2015) και απέρριψε, ως μη νόμιμη, την από 3-7-2006 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../6-7-2006) αγωγή τους με την οποία ζήτησαν (κατόπιν μεταβολής του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, οφείλουν στον πρώτο αυτών το συνολικό ποσό των 118.218,18 ευρώ και στη δεύτερη αυτών το συνολικό ποσό των 42.739,39 ευρώ ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση από την επικαλούμενη αδικοπραξία τους, ενώ, επικουρικά, ζήτησαν τα ανωτέρω ποσά και κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Όπως, όμως, προκύπτει από την σχετική (με αριθμό …../2012) έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, την συνημμένη στο επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης που υπάρχει στη δικογραφία, το δικόγραφο αυτής (έφεσης) κατατέθηκε την 24-10-2012, χωρίς το νόμιμο παράβολο των διακοσίων (200) ευρώ, το οποίο απαιτείτο κατά τον ως άνω, κρίσιμο για την προκειμένη υπόθεση, χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 4055/2012 και ίσχυε από 2-4-2012, το οποίο (άρθρο) τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του χρόνου άσκησης της εν λόγω έφεσης (24-10-2012). Αντί δε του ως άνω νόμιμου παραβόλου (των 200 ευρώ) οι εκκαλούντες κατέθεσαν δύο παράβολα, ήτοι τα υπ’ αριθ. …../2012 και ……/2012, εκ ποσού πέντε (5) ευρώ έκαστο, δηλαδή κατέθεσαν παράβολο συνολικού ποσού δέκα (10) ευρώ, όπως αυτό προκύπτει από την ανωτέρω έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου (στην οποία μάλιστα ανεγράφη από τον ως άνω γραμματέα ότι κατετέθη «ανεπαρκές παράβολο»), αλλά και όπως αναφέρεται από τους ίδιους τους εκκαλούντες με το δικόγραφο της έφεσής τους, με το οποίο προβάλλουν την αντίθεση της διάταξης αυτής (του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 4055/2012), ως ορίζουσας, για την άσκηση παραδεκτής έφεσης εφόσον ασκήθηκε από περισσότερους εκκαλούντες, την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου 200 ευρώ για έκαστο αυτών, με τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος. Κατ’ αρχήν, πρέπει να αναφερθεί ότι σε περίπτωση άσκησης ενός ενδίκου μέσου από περισσότερους διαδίκους, αρκεί η κατάθεση ενός μόνο παραβόλου από αυτούς, όπως ήδη αυτό ορίζεται στο άρθρο 495 παρ. 4 εδάφιο β΄ ΚΠολΔ, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 93 παρ. 1 του Ν. 4139/2013 και όπως η τροποποίηση αυτή καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 Ν. 4139/2013. Παρά ταύτα, αν και αρκεί η κατάθεση από τους εκκαλούντες ενός μόνο παραβόλου εκ ποσού 200 ευρώ, το νόμιμο αυτό παράβολο δεν κατατέθηκε κατά την άσκηση της έφεσής τους, αφού κατατέθηκαν δύο παράβολα, συνολικού ποσού δέκα (10) ευρώ. Εξάλλου, από τα προσκομισθέντα με επίκληση από τους εκκαλούντες έγγραφα δεν προκύπτει ότι μέχρι τον κρίσιμο χρόνο συζήτησης της έφεσης (16-11-2017), που είναι το απώτατο, για το παραδεκτό αυτής, χρονικό σημείο κατάθεσης του νόμιμου παραβόλου, έλαβε χώρα τέτοια κατάθεση, ώστε να συμπληρωθεί το ελλείπον παράβολο των 10 ευρώ και να ανέλθει στο ποσό των 200 ευρώ, αλλά ούτε και γίνεται σχετική αναφορά για κατάθεση τέτοιου ύψους παράβολου στις κατατεθείσες την 16-11-2017, κατά τη συζήτηση της έφεσης, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, έγγραφες προτάσεις τους (βλ. τις από 15-11-2017 έγγραφες προτάσεις των εκκαλούντων με την επ` αυτών από 16-11-2017 πράξη κατάθεσης της αρμόδιας γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου). Σημειώνεται, ότι οι εκκαλούντες με τις ως άνω προτάσεις τους επικαλούνται ότι ήδη κατέθεσαν το νόμιμο παράβολο για την άσκηση της έφεσής τους, αφού, με το από 11-10-2017 δικόγραφο των πρόσθετων λόγων τους, κατέθεσαν το παράβολο με κωδικό ……….. σε συνδυασμό με το από 11-10-2017 γραμμάτιο είσπραξης της Τράπεζας Αττικής. Όπως, όμως, προκύπτει από το υπάρχον στη δικογραφία επικυρωμένο αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων έφεσης, που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 11-10-2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………/2017), έχει επισυναφθεί στο δικόγραφο αυτό ένα παράβολο με κωδικό . ….. εκ ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, με συνέπεια να μην έχει συμπληρωθεί από τους εκκαλούντες το αρχικώς ελλείπον παράβολο των δέκα (10) ευρώ, ώστε να ανέλθει συνολικά στο νόμιμο παράβολο των διακοσίων (200) ευρώ. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου για την άσκηση των πρόσθετων λόγων έφεσης, παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό των εφεσίβλητων. Και τούτο λόγω του προαναφερθέντος παρακολουθηματικού χαρακτήρα τους, αφού οι πρόσθετοι λόγοι, παρά τον αυτοτελή χαρακτήρα τους, δεν παύουν να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα και συμπλήρωμα της έφεσης (βλ. Νίκας, ό.π., παρ. 112, αρ. 82, σελ. 804, πρβλ. ΕφΠειρ 334/2014 δημ. σε ΝΟΜΟΣ). Επίσης, πρέπει να αναφερθεί ότι η τροποποίηση που επήλθε στο άρθρο 495 ΚΠολΔ ως προς το ύψος των ποσών των παραβόλων για την άσκηση της έφεσης, με το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016 (με το οποίο ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, το απαιτούμενο παράβολο σε ποσό 150 ευρώ στην περίπτωση έφεσης κατά απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου), ισχύει για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 23-1-2017 κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας και, συνεπώς, δεν αφορά στην προκειμένη περίπτωση λόγω του χρόνου άσκησης της ένδικης έφεσης (24-10-2012). Κατόπιν αυτών, εφόσον η κρινόμενη έφεση (που αφορά σε διαφορά μη υπαγόμενη στις εξαιρέσεις του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) ασκήθηκε από τους εκκαλούντες με κατάθεση ελλιπούς παραβόλου, αφού, μέχρι τον χρόνο συζήτησης αυτής, δεν κατατέθηκε απ’ αυτούς το νόμιμο παράβολο των διακοσίων (200) ευρώ, λείπει μία από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της, όπως αυτό, πέραν του ότι προτείνεται από τους εφεσίβλητους με τις προτάσεις τους και την προσθήκη αυτών ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη και, για το λόγο αυτό, η έφεση είναι απαράδεκτη και, συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί. Η απόρριψη δε της έφεσης συμπαρασύρει αυτοδικαίως σε απόρριψη και τους από 11-10-2017 πρόσθετους λόγους της, χωρίς έρευνα του περιεχομένου τους, εξαιτίας του παρακολουθηματικού χαρακτήρα τους (ΕφΘεσ 32/2006 Αρμ 2006.91, ΕφΠειρ 278/2002 Αρμ 2003.1478, ΕφΠατρ 43/2007 δημ. σε ΝΟΜΟΣ, βλ. Ν. Νίκα, ό.π., παρ. 112, αρ. 83, σελ. 805 Μ. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 520, παρ. 41, σελ. 908), ενώ αυτοί επειδή δεν κατατέθηκαν παράλληλα και στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και μάλιστα μέσα στην προθεσμία της έφεσης, δηλαδή μέσα σε τρία έτη από την 26-10-2009 που  δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση, δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως αυτοτελής έφεση (ΕφΠειρ 278/2002 ό.π., βλ. Μ. Μαργαρίτη, ό.π.). Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 4055/2012), με την οποία η καταβολή του νομίμου τάσσεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου μέσου, δεν αντιβαίνει στις διατάξεις περί παροχής δικαστικής προστασίας των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), καθώς και προς την αρχή της αναλογικότητας, που ρητώς προβλέπεται από το άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. δ΄ του Συντάγματος, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των εκκαλούντων, αφού, όπως εκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, αποβλέπει στην αποτροπή άσκησης απερίσκεπτων ενδίκων μέσων και, συνακόλουθα, στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Εξάλλου και η ως άνω αξία του παραβόλου (200 ευρώ), η καταβολή του οποίου είναι προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, σε συνάρτηση με το ίδιο το ένδικο μέσο της έφεσης των εκκαλούντων που απευθύνεται ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου, ασκηθέν κατά απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ενώπιον του οποίου είχε ασκηθεί απ’ αυτούς αγωγή με συνολικό αίτημα 160.957,57 ευρώ (και για τους δύο εκκαλούντες-ενάγοντες) δεν προσβάλει το δικαίωμα πρόσβασής τους στο δικαστήριο, ούτε παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, λαμβανομένου υπόψη και του ότι, όπως προβλέπεται στην ίδια αυτή διάταξη, σε περίπτωση (ολικής ή μερικής) νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο, με την απόφασή του, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σ’ αυτόν. Ακόμη, πρέπει να αναφερθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 227 ΚΠολΔ περί συμπλήρωσης τυπικών παραλείψεων που μπορούν να αναπληρωθούν. Και τούτο, γιατί, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, στις τυπικές παραλείψεις, οι οποίες μπορούν να καλυφθούν και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του ως άνω άρθρου δεν περιλαμβάνεται και η μη κατάθεση (ή ή ελλιπής κατάθεση) του νομίμου παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου, αφού η διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (και ήδη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) ορίζει ειδικώς ως έννομη συνέπεια της μη κατάθεσης παραβόλου, την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου (πρβλ. ΣτΕ 1344/2017 και ΣτΕ 1515/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ. και ΕφΘεσ 378/2017 αναφορικά με την μη καταβολή γραμματίου προείσπραξης δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η μη κατάθεση παραβόλου κατά τον χρόνο άσκησης της έφεσης ή έστω κατά το χρονικό διάστημα μετά την άσκηση αυτής και πάντως πριν από την συζήτησή της, δεν συνιστά τυπική παράλειψη που «μπορεί να αναπληρωθεί» και μετά τη συζήτηση, αφού η διατύπωση του ως άνω άρθρου, κατά την οποία η κατάθεση του παράβολου συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, δεν καταλείπει έδαφος για διαφορετική ερμηνεία, ενώ, όπως γίνεται δεκτό και στη νομολογία κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ο χρόνος συζήτησης της έφεσης είναι το απώτατο, για το παραδεκτό αυτής, χρονικό σημείο κατάθεσης του νόμιμου παραβόλου (ΑΠ 341/2015 ό.π., ΕφΘεσ 779/2017 ό.π., ΕφΘεσ 629/2017 ό.π.). Τέλος, οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικασθούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων, για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Επίσης, πρέπει να επιστραφούν στους εκκαλούντες τα κατατεθέντα απ’ αυτούς παράβολα (ήτοι τα υπ’ αριθ. …/2012 και …./2012 παράβολα εκ ποσού πέντε (5) ευρώ έκαστο και το παράβολο με κωδικό ………./2017 εκ ποσού 150 ευρώ), γιατί αυτά δεν συνιστούν, κατά τα προεκτεθέντα, το «νόμιμο παράβολο» του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, ώστε το Δικαστήριο να διατάξει, λόγω της ήττας των εκκαλούντων, την εισαγωγή αυτού στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ, καθόσον η εφαρμογή της τελευταίας αυτής διάταξης προϋποθέτει την ύπαρξη του νόμιμου παραβόλου, προϋπόθεση, όμως, που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, αφού υπάρχει μόνο «ελλείπον παράβολο», το οποίο και πρέπει, για το λόγο αυτό, να επιστραφεί στους εκκαλούντες (πρβλ. ΣτΕ 1344/2017 ό.π.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 24-10-2012 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2012) έφεση και τους ασκηθέντες με αυτοτελές δικόγραφο από 11-10-2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../2017) πρόσθετους λόγους αυτής.

Απορρίπτει, ως απαράδεκτη, την ως άνω έφεση κατά της υπ’ αριθ. 4965/2009 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία, καθώς και τους ως άνω πρόσθετους λόγους αυτής.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων, για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος από αυτούς παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 11η Ιανουαρίου 2018  και δημοσιεύθηκε την 1η Φεβρουαρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ