Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 91/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 91 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου ,Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Γ.Λ. .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ.2994/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ), όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015 που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση της έφεσης.Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄υλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους του εκκαλούντος των προβλεπομένων ,από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλων, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου ,από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι εργατικές διαφορές, όπως εν προκειμένω.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669§1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν oιδικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26§3 και 87§2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (Ολ.ΑΠ 18/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά το άρθρο 21 § 1 του Ν. 2190/1994 οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρο 14 § 1 του ίδιου νόμου, όλοι δηλαδή οι φορείς του δημόσιου τομέα επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, υπό τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων. Κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβεί τους 8 μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο 12 μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατά της ισχύουσες διατάξεις κατεπειγουσών αναγκών λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβεί τους 4 μήνες για το ίδιο άτομο, παράταση δε ή σύναψη νέας συμβάσεως κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αόριστου χρόνου είναι άκυρη. Περαιτέρω, με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και τις διαφάνειας στις προσλήψεις στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο της Ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο ως άνω άρθρο προστέθηκε και παρ. 8 με την οποία στα εδάφια α΄ και γ΄ ορίζεται ότι “νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δίκαιου στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά για την κάλυψη, είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στην παρ. 3. εδ. α΄ αυτού, είτε πρόσκαιρων, είτε απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών κατά την παρ. 2 εδ. β’ αυτού. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού, που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή τη μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Έτσι με την αναθεώρηση αυτή του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις διατάξεις του Ν. 2190/1994, και οι οποίες ήδη κατέστησαν συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται ενόψει της σαφούς διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το, άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου, χρόνου, που συνάπτονται υπό την ισχύ των εν λόγω διατάξεων με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και όλους τους υπόλοιπους φορείς, που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις, αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Επίσης στις συμβάσεις αυτές υπό την ισχύ των παραπάνω διατάξεων δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 (ΑΠ 6/2014, ΑΠ 244/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) για την οποία πάντως, σε κάθε περίπτωση, προαπαιτείται οι διαδοχικές αυτές συμβάσεις να διακρίνονται από χρονική ενότητα μεταξύ τους, δηλαδή, να μη μεσολαβούν πολύμηνα συνήθως χρονικά διαστήματα μεταξύ του χρόνου λήξης της μιάς και του χρόνου έναρξης της ισχύος της αμέσως επόμενης (ΑΠ 696/2013, ΑΠ 79/2013, ΑΠ 1032/2012, ΑΠ 1425/2015, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε, να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ. 81/2003 και 164/2004 από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως σης 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του τελευταίου Π.Δ. ορίζονται τα εξής: “1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης… 4. Σε κάθε περίπτωση ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επόμενου άρθρου”. Ως κύρωση για την περίπτωση της κατά παράβαση των παραπάνω διατάξεων καταρτίσεως διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητα τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή έστω κατά ένα μέρος, όσο και αποζημιώσεως, ίσης με το ποσά το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του ότι οι διατάξεις του Π.Δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν από τις 19-7-2004, με το άρθρο 11 αυτού περιελήφθησαν ως μεταβατικές διατάξεις – ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν οπωσδήποτε την ως άνω προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην προαναφερόμενη Οδηγία. Έτσι, με το άρθρο 11 του εν λόγω Π.Δ. ορίζονται τα ακόλουθα: 1 Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση”, 2. “Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων,

ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στον οποίο αναφέρει τα στοιχεία αυτά τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κειμένη νομοθεσία …”, 3. “Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων” και 5 του ίδιου άρθρου του ως άνω Π.Δ. “Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Συνεπώς εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αόριστης διάρκειας δεν μπορεί να γίνει. Έτσι, ενόψει αφενός μεν των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και αφετέρου της κατά τα προεκτεθέντα προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8 του Ν. 2112/1920 ούτε κατ΄επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 μετά τη λήξη της προθεσμίας προσαρμογής και μέχρι την 19-7-04 ,έναρξη ισχύος του ΠΔ 164/2004, αλλά και μετά την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού (Ολ.ΑΠ 20/2007). Αλλά και στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της μεταβατικής ισχύος διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 1 του ΠΔ 164/2004, η μετατροπή ισχύει, εφόσον οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ήταν ενεργές έως την έναρξη ισχύος του ΠΔ 164/2004 ή κατά το χρονικό διάστημα των τριών τελευταίων μηνών πριν από την έναρξη ισχύος αυτού, όπως από τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 και 5 αυτού προκύπτει.1 Ανεξάρτητα όμως από την πιο πάνω Οδηγία, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8§3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25§§1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο Ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της σύμβασης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/2001, Ολ.ΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη “μετατροπή” του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (Ολ.ΑΠ 18/2006). Συνάγεται περαιτέρω από τα προαναφερθέντα ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κλπ. πριν από την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α’ 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και των άρθρων 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των κατά την έναρξη της ισχύος του ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις. Τούτο δε διότι αυτές οι συμβάσεις εργασίας είχαν προσλάβει ήδη κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενο της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψης τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (Ολ.ΑΠ7/2011, ΑΠ 122/2016 ΑΠ 244/2015, ΑΠ 1425/2015, Εφ. Πειρ.263/2016, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αλλά και στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της μεταβατικής ισχύος διάταξης του άρθρου 11 παρ. 1 του Π.Δ. 164/2004, η μετατροπή ισχύει, εφόσον η τελευταία από τις διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ήταν ενεργός κατά την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 164/2004 (ήτοι την 19-7-2004) ή κατά το χρονικό διάστημα των τριών τελευταίων μηνών πριν από την έναρξη ισχύος αυτού, όπως από τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 και 5 αυτού προκύπτει (ΑΠ 264/2011). Εξάλλου, στο άρθρο 3 περίπτ. δ` του προαναφερομένου Π.Δ. ορίζεται ότι, για την εφαρμογή του διατάγματος αυτού, ως “σύμβαση” νοείται όχι μόνο η τυπική σύμβαση (δηλαδή η καταρτισθείσα εγκύρως με έγγραφη σύμβαση) αλλά και η απλή σχέση εξαρτημένης εργασίας καθώς και οποιαδήποτε άλλη σύμβαση έργου ή σχέση, υπό την οποία υποκρύπτεται τέτοια σχέση εξαρτημένης εργασίας (Σ.τ.Ε. 2427/2010, ΑΠ 590/2011). Κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των ανωτέρω άρθρων 5 παρ. 1 και 11 παρ. 1 περ. δ` του Π.Δ. 164/2004, οι συμβάσεις, που έχουν καταρτισθεί μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, θεωρούνται ως διαδοχικές συμβάσεις, οι οποίες, συντρεχουσών των προϋποθέσεων που προβλέπονται αθροιστικώς στην παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου 11, δύνανται, να θεμελιώσουν δικαίωμα μετατροπής τους, εφεξής, σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, μόνον εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. Επομένως, ως αρχική τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, με βάση την οποία ελέγχεται, μεταξύ άλλων, και η συνδρομή των προϋποθέσεων της περιπτώσεως δ` της παραγράφου 1 του ως άνω άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, θεωρείται η πρώτη από τις αλληλοδιάδοχες συμβάσεις, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, αφού μόνον με βάση τέτοιες συμβάσεις είναι δυνατή κατ’ αρχήν, με τη συνδρομή και των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων, η μετατροπή της σχέσεως εργασίας σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου (Σ.τ.Ε. 634/2010, Σ.τ.Ε. 28/2008, ΑΠ 280/2015, ΑΠ 1324/2010 ,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο δεύτερος ενάγων ……..- ήδη εκκαλών και οι   … . (1ος ενάγων) και …….. ( 3ος ενάγων), εξέθεταν στην από 28-4-2015, με ( με Γ.Α.Κ …/2015 και Ε.Α.Κ …./2015), αγωγή τους κατά του εναγομένου -εφεσίβλητου, κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήψαν με τον εναγόμενο Δήμο Πειραιά,νομίμως εκπροσωπούμενο, απασχολήθηκαν στον τομέα καθαριότητας αυτού, ο πρώτος από τις 14-4-2003, ο δεύτερος από τις 7-11-2001 και ο τρίτος από 9-3-2001, που συνήφθησαν οι πρώτες συμβάσεις εργασίας τους, για τα χρονικά διαστήματα που αναφέρονται στην αγωγή έως την ημερομηνία που ο εναγόμενος Δήµος έπαψε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους (των πρώτων δύο στις 3-3-2015 και του τρίτου εξ αυτών στις 8-3-2015), απασχολούµενοι καθ’ όλο το χρονικό διάστηµα εργασίας τους, οκτώ ώρες ημερησίως υπό τις εντολές και εποπτεία του εργοδότη τους ,µε τον εκάστοτε νόμιμο µηνιαίο μισθό και καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δήμου, ισχυριζόμενοι ότι τα ενδιάµεσα χρονικά διαστήµατα, µεταξύ των διαδοχικά καταρτιζόµενων συµβάσεων εργασίας τους, συνέχιζαν να παρέχουν εθελοντικά την εργασία τους στον εναγόµενο και ότι ουσιαστικά οι ως άνω αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισµένου χρόνου, υπέκρυπταν στην πραγματικότητα και συνιστούσαν μια ενιαία σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου και, εποµένως, ο εναγόµενος, µη νόµιµα δεν αποδέχεται τις προσφερόµενες υπηρεσίες τους, από τις ως άνω ημερομηνίες που έληξαν οι τελευταίες συµβάσεις τους, αντίστοιχα. Ζητούσαν δε ακολούθως οι ενάγοντες να υποχρεωθεί ο εναγόµενος να αποδέχεται τις προσφερόµενες υπηρεσίες τους στη θέση και µε την ειδικότητα που απασχολούνταν την ως άνω ηµεροµηνία, που έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους, καταβάλλοντας τους νόµιµους µηνιαίους µισθούς τους, απειλουμένης κατ΄ αυτού (εναγομένου), σε περίπτωση µη συµµόρφωσής του, χρηµατικής ποινής, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του, (υπ΄αρ. 2994/2016) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή, ακολούθως την απέρριψε ως νομικά αβάσιμη ως προς τους δύο πρώτους των εναγόντων και την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη για τον τρίτο.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο δεύτερος ενάγων-ήδη εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του.

Από τα αναφερόμενα στην ίδια την αγωγή και τα προαποδεικτικώς προσκομιζόμενα έγγραφα προκύπτει ότι, δυνάµει συµβάσεων ιδιωτικού δικαίου εξαρτηµένης εργασίας ορισµένου χρόνου (8μηνης κάθε φορά διάρκειας), που συνήφθησαν µεταξύ του αρµοδίου οργάνου του εναγοµένου Δήµου Πειραιά  και του δεύτερου ενάγοντα –ήδη εκκαλούντος ……….., ο τελευταίος  απασχολήθηκε στην υπηρεσία καθαριότητας του ως άνω Δήμου, µε τις ειδικότητες του οδηγού απορριμµατοφόρου ή του εργάτη καθαριότητας, ανάλογα µε τις ανάγκες του εναγοµένου κάθε φορά. Ειδικότερα, ο δεύτερος ενάγων προσλήφθηκε στον εναγόµενο, σύµφωνα µε την υπ’αρ. ///////2-11-2001 απόφαση Δηµάρχου ως οδηγός από 7-11-2001 µέχρι 6-7-2002, στη συνέχεια, σύµφωνα µε την υπ’αρ. //////31-3-2003 απόφαση Δηµάρχου, ως οδηγός από 14-4-2003 µέχρι 13-12-2003 και εφεξής, σύµφωνα µε την υπ’αρ. ///////6-7-2004 απόφαση Δηµάρχου,ως οδηγός από 14-7-2004µέχρι 13-3-2004, σύµφωνα µε την υπ’αρ. ///////30-11-2005 απόφαση Δηµάρχου, ως οδηγός από 5-12-2005 µέχρι 4-8-2006, σύµφωνα µε την υπ’αρ. //////23-7-2009 απόφαση Δηµάρχου, ως εργάτης καθαριότητας από 23-7-2009 µέχρι 22-3-2010και σύµφωνα µε την υπ’αρ. ////////03-07-2014, απόφαση Δηµάρχου, ως ΥΕ εργάτης καθαριότητας, από 4-7-2014 µέχρι 3-3-2015.

Με βάση τις ανωτέρω αναφερθείσες σκέψεις η εργασιακή σχέση του ενάγοντος -εκκαλούντος δεν μπορεί χαρακτηρισθεί ως αορίστου χρόνου με το ισχύον κατά την αρχική σύμβασή της νομικό καθεστώς, δεδομένου ότι αυτή συνήφθη μετά την ισχύ της οδηγίας 1999/70/ΕΚ και των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001 και ισχύουν από 18-4-2001, ακολούθως δε οι επόµενες δύο συµβάσεις εργασίας συνήφθησαν µετά την έναρξη ισχύος της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγµατος, αλλά πριν την έναρξη ισχύος του ΠΔ 164/2004 (19-7-2004), ενώ, οι επόµενες τρεις συµβάσεις εργασίας του ορισµένου χρόνου συνήφθησαν µετά την ισχύ όλων των προαναφερόµενων διατάξεων και εποµένως υπό την ισχύ αυτών, όπως αναφέρθηκε παραπάνω ,οι ορισµένου χρόνου συµβάσεις εργασίας του (δεύτερου) ενάγοντος δεν µπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα µετατροπής τους σε ενιαία σύµβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμη κι αν αυτός,όπως επικαλείται στην αγωγή του αλλά και ισχυρίζεται στην ένδικη έφεσή του κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου Δήμου, ούτε µε τις διατάξεις του ν. 2112/1920 αλλά ούτε και µε τις διατάξεις του ΠΔ 164/2004, αφού δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του εν λόγω Προεδρικού Διατάγµατος, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, ήτοι  ναι μεν οι εν λόγω συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου του ενάγοντοςήταν ενεργές κατά την έναρξη ισχύος του ως άνω διατάγματος (19-7-2004), όμως η συνολική χρονική διάρκεια των διαδοχικών αυτών συμβάσεών του έως την ως άνω ημερομηνία δεν ήταν  24 μηνών, ούτε είχαν συμπληρωθεί έως τότε τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης 18 μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση. Ειδικότερα, κατά τα ως άνω αναφερόμενα, έως την έναρξη ισχύος του ως άνω π.δ, ο δεύτερος ενάγων –εκκαλών είχε συνάψει δύο συνολικά συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με τον εναγόμενο διάρκειας 8 μηνών έκαστη και είχε ξεκινήσει η ισχύς της τρίτης σύμβασης εργασίας του με αυτόν από την έναρξη της οποίας είχαν παρέλθει 5 ημέρες (ήτοι συνολικά 16 μήνες και 5 ημέρες). Εξάλλου, πέραν των ανωτέρω, μεταξύ των συμβάσεων εργασίας του ενάγοντος –εκκαλούντος μεσολαβούσαν μεγάλα χρονικά διαστήματα (πολύ μεγαλύτερα των 3 μηνών) και δεν υφίστατο η απαιτούμενη κατά νόμο συνοχή και χρονική ενότητα μεταξύ αυτών και έτσι δεν μπορούσαν οι επίδικες συμβάσεις να προσλάβουν, ενιαία, κατά τον χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το αντικείμενό της, τον χαρακτήρα της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου ,ακόμη κι αν συνέτρεχαν οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, που εν προκειμένω δεν ισχύουν. Συγκεκριμένα, μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης σύμβασης εργασίας μεσολάβησε χρόνος 8 μηνών και 25 ημερών, μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης σύμβασης μεσολάβησε χρόνος 6 μηνών και 23 ημερών, μεταξύ της τρίτης και της τέταρτης σύμβασης μεσολάβησε χρόνος 8 μηνών και 17 ημερών, μεταξύ της τέταρτης και της πέμπτης σύμβασης μεσολάβησε χρόνος σχεδόν τριών ετών (35 μηνών και 19 ημερών) και, μεταξύ της πέμπτης και της έκτης σύμβασης μεσολάβησε χρόνος μεγαλύτερος των 4 ετών (4 ετών, 3 μηνών και 11 ημερών). Ο δε ισχυρισμός του ενάγοντα, που επαναφέρει με την ένδικη έφεσή του, περί προσφοράς εθελοντικής εργασίας αυτού στον εναγόμενο κατά τα διαστήματα μεταξύ των ανανεώσεων των συµβάσεων εργασίας του, χωρίς μάλιστα περαιτέρω στοιχεία περί του τρόπου και συνθηκών παροχής της (ήτοι αν λάμβανε χώρα καθόλο το χρονικό διάστημα μεταξύ των συμβάσεων, που, όπως προαναφέρθηκε, ανάμεσα σε κάποιες από αυτές έφτανε τα τρία ή  και τέσσερα και πλέον έτη, αν του καταβαλλόταν μισθός για την εθελοντική αυτή εργασία του και το ύψος αυτού κλπ), πέραν του ότι, αληθής υποτιθέμενος, δεν είναι δυνατόν να εξισωθεί ούτε να αναπληρώσει τη σχέση εργασίας και μάλιστα για τόσο μεγάλες χρονικές περιόδους, εν πάσει δε περιπτώσει, ανεξαρτήτως της αοριστίας του και της νομικής βασιμότητάς του, η εξέταση των οποίων προηγείται, παρέμεινε κι αναπόδεικτος, καθώς ο μάρτυρας απόδειξης, που είναι αντιδήμαρχος καθαριότητας του εναγομένου Δήμου, ο οποίος εξετάστηκε ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και η κατάθεσή του, την οποία επικαλείται σχετικά ο εκκαλών, εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά αυτού, το μόνο που αναφέρει σχετικά είναι ότι ΄΄…όταν τους χρειάζεται ο Δήμος προσέρχονται ‘’, χωρίς ειδικότερες διευκρινίσεις. Συνεπώς, οι ως άνω συµβάσεις του δεύτερου ενάγοντος ήδη εκκαλούντος, δεν µπορούν να μετατραπούν σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, αφού δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Οι δε επικαλούμενες από τον εκκαλούντα, βιοτικές  ανάγκες  της οικογένειάς του και η κακή οικονομική του κατάσταση, γίνονται μεν κατανοητές από το δικαστήριο, αλλά δεν μπορούν να οδηγήσουν αυτό σε υπέρβαση του νόμου.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που  με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την αγωγή ως νομικά αβάσιμη, έστω με λιγότερο εκτενή αιτιολογία, την οποία το παρόν δικαστήριο συμπληρώνει (άρθρο 534 ΚΠολΔ),δεν έσφαλε και ορθώς εφήρμοσε το νόμο, αντίθετα με τα όσα αβασίμως υποστηρίζει ο εκκαλών με την ένδικη έφεσή του. Συνεπώς, η κρινόμενη     έφεση, πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δε δικαστική δαπάνη και για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του δικαστηρίο, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ( άρθρα 179,183 Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση κατά της υπ’αρ. 2994/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών.

Δέχεται τυπικά την έφεση .

Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα ,για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας ,μεταξύ των διαδίκων.

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 2-2- 2018 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         H  ΓPAMMATEAΣ