Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 96/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   96 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην αποφάσεως, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να ακουστεί εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεση, τις συνέπειες που η απουσία του ενδεχομένως, επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 526/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1075/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2008).

Εν προκειμένω η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2521/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία ερήμην της εναγόμενης, ήδη εκκαλούσας, με την οποία η εκκαλούσα, επικαλούμενη με τον τέταρτο λόγο της έφεσης της κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της τριετίας από την έκδοση της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι από τη δικογραφία δεν προκύπτει ούτε κάποιος διάδικος επικαλείται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) ενώ καταβλήθηκαν και τα νόμιμα παράβολα με αριθμούς ………….. συνολικού ποσού 200 ευρώ, τα οποία επισυνάπτονται στην από 3/6/2015 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 528 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) να εξεταστεί η ως άνω από 18/6/2010 αγωγή της εφεσίβλητης ως προς την νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.

Από τις διατάξεις των άρθρων 374, 376, 681, 688-690 και 694 του ΑΚ προκύπτει ότι, αν το έργο που εκτελέστηκε βάσει σύμβασης έργου έχει ελλείψεις συμφωνημένων ιδιοτήτων ή πραγματικά ελαττώματα, ακόμη και ουσιώδη που το καθιστούν άχρηστο, ο εργοδότης έχει τα ειδικά δικαιώματα διόρθωσης των ελαττωμάτων του έργου, ανάλογης μείωσης της αμοιβής, υπαναχώρησης από τη σύμβαση ή αποζημίωσης για υπαίτιες ελλείψεις του έργου, υπό τις προϋποθέσεις που τάσσονται στις διατάξεις των άρθρων 688-690 του ΑΚ, οι οποίες είναι αποκλειστικά εφαρμοστέες. Οι γενικές διατάξεις του ΑΚ, για την υπαίτια αδυναμία παροχής και την υπερημερία, οι οποίες εφαρμόζονται αναλογικά και στις περιπτώσεις της πλημμελούς (ποιοτικά) εκπλήρωσης της παροχής, δεν έχουν εφαρμογή, εκτός αν το έργο που εκτελέστηκε και παραδόθηκε ή προσφέρθηκε, εξαιτίας της έλλειψης συμφωνημένων ιδιοτήτων ή λόγω πραγματικών ελαττωμάτων, είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που συμφωνήθηκε να εκτελεστεί ή υπάρχει ειδική συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργολάβου που ρυθμίζει τις σχέσεις τους με επιτρεπτή απόκλιση από τις ενδοτικού διατάξεις των άρθρων 688-690 του ΑΚ. Εντελώς διαφορετικό είναι το έργο όταν εμφανίζει διαφορετική μορφολογική ταυτότητα από εκείνη του συμφωνημένου και φέρει πολύ σημαντικές ελλείψεις, ποιοτικές ή ποσοτικές, σε βαθμό που να καθιστούν την παροχή του εργολάβου εντελώς διαφορετική από τη συμφωνημένη και άχρηστη για τον σκοπό που συνομολογήθηκε (ΑΠ 2054/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 877/2013 ΝΟΜΟΣ). Επίσης μόνη η αθέτηση της προϋφισταμένης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι όμως δυνατόν μία υπαίτιος ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία, τούτο δε συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, το οποίο επιβάλλει το άρθρο 914 του ΑΚ, να μην προκαλεί κανείς σε άλλον υπαιτίως ζημία. Σε μία τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει την αξίωση του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 357/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1647/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 304/2016 ΕλΔνη 2016, 1407, ΕφΠειρ 559/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, με ποινή απαραδέκτου, πλην άλλων, και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, με ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στον μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο της αγωγής. Ειδικά δε, για τη θεμελίωση και το ορισμένο της αγωγής του εργοδότη κατά του εργολάβου, με την οποία επιδιώκεται αποζημίωση, λόγω ελλείψεων και κακοτεχνιών του εκτελεσθέντος έργου από υπαιτιότητα του τελευταίου, πρέπει να εκτίθενται σε αυτήν, εκτός των άλλων, α) η κατάρτιση της σύμβασης έργου, β) ότι το έργο εκτελέσθηκε, γ) ότι το εκτελεσθέν έργο έχει ελλείψεις, χωρίς να ενδιαφέρει η διάκριση τους σε ουσιώδεις και επουσιώδεις και χωρίς ν’ απαιτείται επίκληση και της υπαιτιότητας του εργολάβου και δ) η ζημία που υπέστη από τις ελλείψεις του έργου, η οποία τελεί σε λογική ακολουθία με το ποσό της αποζημίωσης που ζητεί, η οποία περιλαμβάνει κατ’ αρχήν τη δαπάνη στην οποία πρέπει να υποβληθεί ο εργοδότης για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις του έργου, καθώς, επίσης, το διαφυγόν κέρδος και κάθε περαιτέρω ζημία (ΑΠ 985/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 935/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2238/2009 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 33 του ΚΠολΔ, διαφορές που αφορούν την ύπαρξη και το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή, καθώς και όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίστηκε η δικαιοπραξία ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή. Κατά την έννοια δε των διατάξεων των άρθρων 185, 189 και 192 του ΑΚ, τα οποία εφαρμόζονται από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση, για τη συνδρομή της κατ’ άρθρο 33 του ΚΠολΔ κατά τόπον αρμοδιότητας, η τελείωση και επομένως και η κατάρτιση της σύμβασης επέρχεται αφότου η δήλωση για την αποδοχή της πρότασης περιήλθε στον προτείνοντα. Έτσι, ως τόπος κατάρτισης της σύμβασης θεωρείται ο τόπος στον οποίο περιήλθε στον προτείνοντα η αποδοχή της πρότασης (ΕφΑΘ 2447/2006 ΕλΔ 2006, 1406, ΕφΑΘ 5134/2003 ΕλΔ 2004, 194, ΕφΛαρ 287/2002 ΕπισκΕΔ 2003, 458).

Εν προκειμένω η ενάγουσα στην από 10/11/2011 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι μεταξύ αυτής και της εναγόμενης, η οποία είναι εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφάλειας, καταρτίστηκε το Δεκέμβριο του έτους 2010 στον Πειραιά σύμβαση έργου, στα πλαίσια της οποίας η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει προσωρινή φύλαξη με δικό της προσωπικό στις αποθήκες που βρίσκονται στην περιοχή …… στο Δήμου …… Αττικής, τις οποίες αυτή (η ενάγουσα) μισθώνει προκειμένου να φυλάσσει εμπορεύματα τρίτων με αμοιβή, ότι την 16 Δεκεμβρίου 2010 την ολονύκτια φύλαξη των αποθηκών ανέλαβε ο υπάλληλος της εναγόμενης, ………, ο οποίος είχε την υποχρέωση να πραγματοποιεί περιμετρικά έλεγχο στις αποθήκες και με τη χρήση οχήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος κλοπής, ότι την επόμενη ημέρα 17/12/2010 οι υπάλληλοι της διαπίστωσαν ότι άγνωστοι είχαν εισέλθει σε μια αποθήκη από την πίσω πόρτα παραβιάζοντας την και είχαν αφαιρέσει εμπορεύματα συνολικής αξίας 190.543,30 ευρώ, ιδιοκτησίας της εταιρίας ………., ότι από την αξία των κλαπέντων εμπορευμάτων εισέπραξε από την ασφαλιστική εταιρία το συνολικό ποσό των 151.000 ευρώ, το οποίο κατέβαλε στην ………, εναπομένοντος υπολοίπου του ποσού των 39.543,30 ευρώ, ως προς το οποίο ζημιώθηκε διότι οφείλει να καταβάλει στην πιο πάνω εταιρία, η δε ζημία της συνέβη εξαιτίας της πλημμελούς φύλαξης από τον υπάλληλο της εναγόμενης. Ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 39.543,30 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και να καταδικαστεί στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.

Με βάση τα ανωτέρω καταρχάς αποδεικνύεται ότι για τη συζήτηση της αγωγής θεμελιωνόταν κατά τόπο αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπου βρίσκεται η έδρα της ενάγουσας και περιήλθε η αποδοχή από την εναγόμενη της πρότασης της για την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης έργου, δηλ. ο Πειραιάς είναι ο τόπος της κατάρτισης της σύμβασης, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, απορριπτόμενης της προβαλλόμενης από την εναγόμενη ένστασης κατά τόπο αναρμοδιότητας. Περαιτέρω η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, διότι στο δικόγραφο της αναφέρεται η μεταξύ των διαδίκων κατάρτιση της σύμβασης με αντικείμενο τη φύλαξη των αποθηκών, ότι το έργο παραδόθηκε, ότι παρουσίαζε ουσιώδη ελαττώματα, συνιστάμενα στην πλημμελή φύλαξη, η ζημία που η ενάγουσα υπέστη εξαιτίας των ελαττωμάτων και το ποσό της αποζημίωσης, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού της εναγόμενης και είναι νόμιμη ως προς την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 334, 346, 681, 689, 690 του ΑΚ, όχι όμως και ως προς την επικουρική βάση της στηριζόμενη στις περί αδικοπραξίας διατάξεις, διότι η επικαλούμενη ζημία που υπέστη επήλθε εξαιτίας της παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων της εναγόμενης, που απορρέουν από τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση έργου, ενώ ταυτοχρόνως η ίδια συμπεριφορά της εναγόμενης χωρίς την προϋπάρχουσα επίδικη συμβατική σχέση δεν είναι παράνομη και, επομένως, δεν στοιχειοθετείται αδικοπραξία. Πρέπει επομένως η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και για την ουσιαστική βασιμότητα της, δοθέντος ότι έχει καταβληθεί ήδη στο πρωτόδικο Δικαστήριο το δικαστικό ένσημο με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (υπ’ αριθμ. ………../22.1.2014 διπλότυπο είσπραξης τύπου Β της Γ’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, της υπ’ αριθμ. ……./17.1.2014 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα ……… που κατέθεσε με επιμέλεια της εναγόμενης ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιά ………, για την οποία τηρήθηκε η διαδικασία της διάταξης του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ’ του ΚΠολΔ (υπ’ αριθμ. ……….2014 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά .. …) και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη  συναγωγή  δικαστικών τεκμηρίων,  συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών που η ενάγουσα προσκομίζει και επικαλείται, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία δραστηριοποιείται μεταξύ άλλων και στην παροχή υπηρεσιών αποθήκευσης, παρακαταθήκης, φύλαξης και διανομής εμπορευμάτων πελατών της επ’ αμοιβή, διατηρώντας για το σκοπό αυτό αποθηκευτικούς χώρους, τους οποίους μισθώνει. Για την προστασία των εμπορευμάτων από τον κίνδυνο κλοπής από το έτος 2007 έχει αναθέσει στην εναγόμενη την προμήθεια σε αυτή υλικών και μηχανολογικού εξοπλισμού συστημάτων ασφαλείας τα οποία είχε εγκαταστήσει στις αποθήκες που τότε είχε μισθώσει στην περιοχή «….» του Δήμου …. Αττικής. Το Δεκέμβριο του έτους 2010 η ενάγουσα αποφάσισε να μεταφέρει τα εμπορεύματα των πελατών της που φύλασσε στις πιο πάνω αποθήκες σε νέες αποθήκες, ευρισκόμενες στη θέση «….» επίσης στον …. και ανέθεσε στην εναγόμενη την αποξήλωση των συστημάτων ασφαλείας από τις παλαιές αποθήκες και τη μεταφορά και επανεγκατάστασή τους στις νέες αποθήκες. Η μεταφορά των εμπορευμάτων από την ενάγουσα ξεκίνησε αρχές του Δεκεμβρίου 2010 και ταυτόχρονα η εναγόμενη άρχισε να επανεγκαθιστά τα συστήματα ασφαλείας. Η έναρξη της μεταφοράς των εμπορευμάτων και της αποξήλωσης, μεταφοράς και επανεγκατάστασης των συστημάτων ασφαλείας άρχισε την 11/12/2010. Η ολοκλήρωση των εργασιών αυτών όμως ήταν χρονοβόρα με αποτέλεσμα χωρίς τη λειτουργία των συστημάτων αυτών να μην υπάρχει επαρκή προστασία όσων εμπορευμάτων είχαν μεταφερθεί και εναποτεθεί στις νέες αποθήκες, τα οποία ήταν εκτεθειμένα στον κίνδυνο κλοπής. Για το λόγο αυτό κατόπιν νέας ειδικότερης συμφωνίας των διαδίκων η εναγόμενη ανέλαβε από την 11/12/2010 και τη στατική φύλαξη του χώρου των αποθηκών με δικό της προσωπικό, έως την ολοκλήρωση της εγκατάστασης των συστημάτων ασφαλείας και την παράδοση τους στην ενάγουσα. Στα πλαίσια της συμφωνίας αυτής η εναγόμενη απέστελλε καθημερινά στους χώρους της αποθηκών της ενάγουσας τον υπάλληλο της, ……., με την εντολή αφού παραλάμβανε τα κλειδιά των αποθηκών από τους υπαλλήλους της ενάγουσας, μετά το πέρας του ωραρίου τους, να προβαίνει στη στατική φύλαξη τους, με την υποχρέωση να πραγματοποιεί τακτικούς ελέγχους περιμετρικά των αποθηκών και περιπολίες με τη χρήση οχήματος που του παρείχε η εναγόμενη. Την 17/12/2010 όταν προσήλθαν οι υπάλληλοι της ενάγουσας και άνοιξαν μία από τις αποθήκες που φύλασσε ο ως άνω υπάλληλος, διαπίστωσαν ότι άγνωστοι την προηγούμενη νύκτα είχαν παραβιάσει την πίσω μεταλλική πόρτα, είχαν εισέλθει στην αποθήκη και είχαν αφαιρέσει τα αναφερόμενα στην αγωγή εμπορεύματα, ιδιοκτησίας της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία …., η οποία είχε αναθέσει στην εναγόμενη τη φύλαξη τους στις αποθήκες της, συνολικής αξίας 190.543,30 ευρώ, ως προς το οποίο η ενάγουσα ζημιώθηκε διότι υποχρεούται να το καταβάλει στην αντισυμβαλλόμενη της στη σύμβαση παρακαταθήκης, …… ιδιοκτήτρια των κλαπέντων εμπορευμάτων. Από αυτό, ποσό 151.000 ευρώ η ενάγουσα εισέπραξε από την ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία ……… στην οποία είχε ασφαλίσει τα αποθηκευμένα εμπορεύματα στην αποθήκη της κατά παντός κινδύνου συμπεριλαμβανομένης και της κλοπής τους, δυνάμει του με αριθμό ……./24.9.2010 και το κατέβαλε στην ……. Το υπόλοιπο ποσό των 39.543,30 ευρώ αφορούσε την αξία των εμπορευμάτων που δεν καλυπτόταν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και έτσι απομένει υπόλοιπο ζημίας της ανερχόμενο στο ποσό αυτό, την οποία δικαιούται να ζητήσει, σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη εκτέθηκαν, διότι η ζημία της, προήλθε λόγω των ουσιωδών ελαττωμάτων του έργου, συνιστάμενων στην πλημμελή φύλαξη του χώρου της αποθήκης από τον προστηθέντα υπάλληλο της εναγόμενης και στην εξαιτίας αυτής αφαίρεση των εμπορευμάτων χωρίς οι δράστες να γίνουν αντιληπτοί. Αποδεικνύεται όμως περαιτέρω ότι η εγκατάσταση των συστημάτων ασφαλείας στις νέες αποθήκες της ενάγουσας ολοκληρώθηκε τα αργότερο την 28/12/2010, όπως αποδεικνύεται από τη με ημερομηνία 28/12/2010 τηλεομοιοτυπία του νόμιμου εκπροσώπου της ενάγουσας ……… προς την εναγόμενη, με το οποίο ζητεί από αυτή να εκδώσει πιστοποιητικό καλής λειτουργίας των ήδη εγκαταστημένων συστημάτων. Η εγκατάσταση αυτή σηματοδοτεί και την ολοκλήρωση του έργου της φύλαξης του χώρου των αποθηκών που είχε αναλάβει η εναγόμενη και από τότε άρχισε ο χρόνος της εξάμηνης παραγραφής για την αξίωση αποζημίωσης της ενάγουσας σε βάρος της εναγόμενης για την ως άνω αιτία, κατ’ άρθρο 693 εδ. β’ του ΑΚ, διότι τότε η ενάγουσα γνώριζε την κλοπή οφειλόμενη στην πλημμελή φύλαξη του υπαλλήλου της εναγόμενης, μπορούσε να αντιληφθεί τη ζημία της και να ασκήσει τις αξιώσεις της (ΑΠ 74/2014, ΝΟΜΟΣ). Παρά ταύτα η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε την 23/11/2011 (υπ’ αριθμ. ……/23.11.2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………….), δηλαδή μετά την πάροδο έντεκα περίπου μηνών από την παράδοση του έργου. Πρέπει επομένως η προβαλλόμενη από την εναγόμενη ένσταση παραγραφής της επίδικης αξίωσης της ενάγουσας να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε σύμβαση παρακαταθήκης, η δε παραγραφή των αξιώσεων που απορρέουν από αυτή είναι εικοσαετής δεν είναι βάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί, διότι σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν περιεχόμενο της ένδικης σύμβασης ήταν η παροχή εκ μέρους της εναγόμενης στην ενάγουσα, μεταξύ άλλων και υπηρεσιών στατικής φύλαξης, το δε έργο που ανέλαβε και απέβλεψαν οι συμβαλλόμενοι ήταν η στατική φύλαξη του χώρου των αποθηκών της ενάγουσας. Η ενάγουσα δεν παρέδωσε τα προς φύλαξη κινητά πράγματα στην εναγόμενη ούτε η τελευταία είχε υποχρέωση να τα αποδώσει όταν ζητηθούν και συνεπώς δεν πληρείται το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 822 του ΑΚ. Επίσης στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το έργο που παρέδωσε η εναγόμενη ήταν μορφολογικά διαφορετικό από αυτό που ανέλαβε να εκτελέσει, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα, ώστε να εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις και η εικοσαετής παραγραφή, διότι η κλοπή οφείλεται στην πλημμελή φύλαξη της αποθήκης και όχι στην παράλειψη, υπαίτια ή μη, της φύλαξης της.

Πρέπει επομένως η αγωγή να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας της (άρθρο 176, 183 του ΚΠολΔ), μόνο όμως γι’ αυτό το βαθμό δικαιοδοσίας διότι στον πρώτο βαθμό δεν υποβλήθηκε σε έξοδα λόγω της ερημοδικίας της. Τέλος πρέπει διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. α’ και ε’ του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 2521/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την υπόθεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 10/11/2011 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2011 αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη της εναγόμενης γι  αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου της έφεσης στην εκκαλούσα.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των
διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 6 Φεβρουαρίου 2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ