Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 98/2018

Αριθμός    98/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τo Δικαστή Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 9-6-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. ……./2016) έφεση της καθής η ανακοπή της από 10-1-2013 (αριθ εκθ. καταθ. …../2013) ανακοπής κατά της με αριθμό 333/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω ανακοπή κατά την τακτική διαδικασία έχει ασκηθεί στις 22-6-2016 νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν δεν αποδεικνύεται επίδοση της εκκαλουμένης και επίσης δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 22-6-2016, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του Ν 3994/25-7-2011 (άρθρα 19 ως αντικ. από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν 3994/25-7-2011 και σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθρου 72 του ίδιου νόμου υπάγονται οι εφέσεις που ασκούνται μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού), 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄ εδ. α, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1, 520 παρ. 2 (ως η παρ. 2 ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 4 του Ν 3994/25-7-2011) και έχει κατατεθεί το οριζόμενο παράβολο σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Η έφεση, είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 εδ. α’ Ν 128/1975 «Επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα περιλαμβανομένης της Τραπέζης της Ελλάδος υπέρ του εν τη παρ. 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένης εις ποσοστόν ένα επί τοις χιλίοις ετησίως επί του μόνου ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς Τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αύτη οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη γραμματική διατύπωση της άνω διατάξεως προκύπτει ότι ο νόμος ορίζει ως επιβολή της εισφοράς αυτής και το υπόχρεο να την αποδώσει στο Δημόσιο πρόσωπο, χωρίς όμως να προβλέπει τη δυνατότητα μετακύλισής της από τα πιστωτικά ιδρύματα στους δανειολήπτες, ούτε όμως και να την απαγορεύει. Σκοπός θέσπισης της συγκεκριμένης εισφοράς είναι, η μέσω αυτής έμμεση ενίσχυση της επιδότησης των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της Ελληνικής οικονομίας χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει τελικά να επιβαρυνθεί με αυτή είναι τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία απλά ορίζεται ότι βαρύνονται να την αποδώσουν στο Δημόσιο. Συνεπώς σε καθεστώς ελεύθερου προσδιορισμού των επιτοκίων οι Τράπεζες δεν απαγορεύεται να συμφωνήσουν τον υπολογισμό του ποσοστού της συγκεκριμένης εισφοράς στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς να απαιτείται και ειδική αναφορά της ειδικότερης αιτίας μετακύλισής της στο δανειολήπτη. Η επιβολή της συγκεκριμένης εισφοράς στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 2037/2014 αδημ., ΑΠ 430/2005, ΕφΑθ 227/2012, ΕφΘεσ 1034/2013, ΕφΑθ 1159/2012 Nomos). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 47, 64, 67 του ΝΔ 17.7/13.8.1923, 112 ΕισΝΑΚ και 361, 436, 438 και 874 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Με τη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, ήτοι με αλληλόχρεο λογαριασμό, η συμβαλλόμενη ανώνυμη, τραπεζική συνήθως, εταιρία, ονομαζόμενη πιστώτρια, και ο αντισυμβαλλόμενος, ονομαζόμενος πιστούχος, συμφωνούν να παράσχει εκείνη πίστωση ορισμένου χρηματικού ποσού σ’ αυτόν, συνήθως δυνάμενο να αναλάβει τα δανειζόμενα χρήματα είτε εφάπαξ είτε διαδοχικά, και να καταχωρίζουν τις εκατέρωθεν απαιτήσεις από τις μεταξύ τους συναλλαγές, ονομαζόμενες και αποστολές, σε ενιαίο λογαριασμό με τη μορφή χρεωπιστωτικών κονδυλίων, ώστε να οφείλεται μόνο το μέλλον να προκύψει κατάλοιπο κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, με συνέπεια το ότι κάθε τέτοια απαίτηση του ενός ή του άλλου μέρους από την καταχώρισή της στο λογαριασμό χάνει την αυτοτέλειά της και δεν είναι απαιτητή, χωρίς μάλιστα να καθίσταται απαιτητή μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού και τούτο λόγω της συγχωνεύσεώς της με τις λοιπές καταχωρισμένες απαιτήσεις, καθώς και το ότι δανειστής θεωρείται εκείνο το συμβαλλόμενο μέρος υπέρ του οποίου προκύπτει το οριστικό πιστωτικό κατάλοιπο. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εν λόγω συμβάσεως είναι η παροχή της πίστωσης και ο ανοικτός λογαριασμός, ο οποίος προϋποθέτει δυνατότητα εκατέρωθεν αποστολών σε οποιαδήποτε στιγμή έως το οριστικό κλείσιμό του, ενώ είναι αδιάφορο το αν σε συγκεκριμένη περίπτωση οι αποστολές του ενός μέρους πάντοτε υπολείπονται καθ’ ύψος των αποστολών του άλλου μέρους ή και παύουν να λαμβάνουν χώρα μετά ορισμένη στιγμή. Η δε πιστώτρια μπορεί εκ του νόμου να κλείνει οριστικά το λογαριασμό αν και όποτε το θελήσει, κοινοποιώντας μετά ταύτα στον πιστούχο επιταγή για την πληρωμή του τυχόν υπέρ εκείνης καταλοίπου του λογαριασμού, χωρίς, βέβαια, να τίθεται, κατ’ αρχήν, θέμα κατά πόσο εκείνη πρέπει, για να απαιτήσει την αντίστοιχη είσπραξη του καταλοίπου, να καταγγείλει τη σύμβαση. Πιστώτρια δε και πιστούχος μπορούν, δυνάμει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, να συμφωνήσουν ότι ενοποιούν τους τυχόν μεταξύ τους υφισταμένους ανοικτούς λογαριασμούς περισσότερων συμβάσεων πιστώσεών τους, με συνέπεια, βέβαια, του λοιπού να επέρχεται προσωρινό κλείσιμο των παλαιών λογαριασμών, τα αντίστοιχα προσωρινά κατάλοιπα να καταχωρίζονται ως κονδύλια στον ενοποιημένο λογαριασμό και να υπόκειται σε οριστικό κλείσιμο μόνο αυτός ο νέος λογαριασμός. Ακόμη δε και στην περίπτωση αυτή κάθε απαίτηση – αποστολή, από την καταχώρισή της πριν μεν από την ενοποίηση στους παλαιούς λογαριασμούς, ύστερα δε από την ενοποίηση στον ενοποιημένο λογαριασμό, χάνει την αυτοτέλειά της, κατά τα προεκτιθέμενα, και η ρύθμιση αυτή ως ειδική παραμερίζει την γενική ρύθμιση περί ανανεώσεως των ενοχών, με συνέπεια την επιβίωση των νέων και την απόσβεση των παλαιών τέτοιων, υπό τις καθοριζόμενες στον ΑΚ προϋποθέσεις (ΑΠ 1790/2008 Nomos). Στην έννοια του αλληλόχρεου λογαριασμού περιλαμβάνεται και η σύμβαση ανοίγματος πίστωσης (ανοικτός λογαριασμός πίστωσης) σε τράπεζα, που κινείται με διαδοχική ανάληψη του δανείου (πίστωσης) από τον πιστούχο και τμηματικές αποδόσεις τούτου από τον ίδιο, με τους οικείους τόκους και προμήθειες. Δηλαδή, η εξέλιξη της πίστωσης παρακολουθείται, διαφορετικά εξυπηρετείται ή κινείται με αλληλόχρεο λογαριασμό, μέσω του οποίου η χρήση της πίστωσης μπορεί να γίνεται κατ’ επανάληψη, εφόσον ο πιστούχος φροντίζει, ώστε το υφιστάμενο, ανά πάσα στιγμή, υπόλοιπο του λογαριασμού να μην υπερβαίνει το συμφωνηθέν όριο της πίστωσης (ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη 45,90, ΑΠ 667/2001 ό.π., ΑΠ 722/2000 ΧρΙΔ 2001,73, ΑΠ 1343/2000 ΕλλΔνη 43,419, ΕφΑθ 147/2011 Nomos, ΕφΘεσ 794/2007 Αρμ 2008,1198, ΕφΠατρ 906/2005 ΔΕΕ 2006,641, ΕφΘεσ 1853/2003 Αρμ 205,550). Αυτές οι συμβάσεις μπορούν να λυθούν οριστικά, αν δεν έχει συμφωνηθεί από τους συμβαλλομένους ο χρόνος λήξης τους, αυτοδίκαια με τον θάνατο, την αφάνεια, την πτώχευση κ.λπ. ή κατόπιν καταγγελίας του ενός από τους συμβαλλομένους, ο οποίος δικαιούται (άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ) να κλείσει οριστικά το λογαριασμό οποτεδήποτε το θελήσει, απευθυνόμενης αυτής στον αντισυμβαλλόμενο, που μπορεί να λάβει γνώση, οπότε το κατάλοιπο αυτού καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό (βλ. ΕφΑθ 1236/2002 ΑρχΝ 2003,399, με τις εκεί παραπομπές). Ωστόσο, μπορεί να έχει εγκύρως συμφωνηθεί ότι κάποιο από τα μέρη μπορεί να κλείνει το λογαριασμό μονομερώς οποτεδήποτε, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση ή καταγγελία (ΑΠ 1227/2006 Nomos). Το λογαριασμό αυτόν κλείνει η τράπεζα όταν θελήσει, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 2 του ΝΔ της 17.7/13.8.1923 (ΑΠ 1992/2005, ΑΠ 48/2001 Nomos, ΑΠ 1524/1991 ΕΕμπΔ ΜΔ΄,378, ΕφΑθ 6480/2006, ΕφΠατρ 712/2005 Nomos). Το κλείσιμο του λογαριασμού δεν συνιστά γενεσιουργό όρο της απαίτησης για το κατάλοιπο, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για το απαιτητό (ληξιπρόθεσμο) αυτής (βλ. ΑΠ 578/2006 Nomos). Επίσης κατά το άρθρ. 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 527/2015 αδημ). Περαιτέρω κατά το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δικ., με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Κατά το άρθρο 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν. Ειδικότερα, επί ανακοπής κατά της εκτέλεσης, η οποία έχει ως αίτημα την ακύρωση μιας πράξης με έναν ή περισσότερους λόγους ή την ακύρωση περισσότερων διαδικαστικών πράξεων για περισσότερους λόγους στηριζόμενους σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, πρόκειται για αντικειμενική σώρευση περισσοτέρων ανακοπών, που επισύρουν την εφαρμογή των διατάξεων περί αντικειμενικής σώρευσης. Η διάταξη της απόφασης που αποφαίνεται για κάθε συγκεκριμένο λόγο συνιστά ιδιαίτερο κεφάλαιο και μεταβιβάζεται στο Εφετείο μόνο όταν υπάρξει ιδιαίτερος λόγος έφεσης, ως προς το κεφάλαιο αυτό. Όταν όμως η απόφαση που δέχεται έναν από τους περισσότερους λόγους ανακοπής εξαφανισθεί, μετά από άσκηση έφεσης από τον καθού η ανακοπή (που πλήττει βέβαια την πρωτόδικη απόφαση μόνον ως προς τη διάταξη της για την παραδοχή αυτού του λόγου ανακοπής) το Εφετείο που κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ ουσίαν εξετάζει και τους λόγους που δεν ερευνήθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο (ΑΠ 1464/2012 ΝοΒ 2013.759) .

Στην προκειμένη περίπτωση οι εφεσίβλητες με την από 10-1-2013 (αριθ εκθ. καταθ. …../2013) ανακοπή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ζητούσαν για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους καθώς και με τους από 31-1-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2014) πρόσθετους λόγους, να ακυρωθεί η με αριθμό …../2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς δυνάμει της οποίας οι ανακόπτοντες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον η καθεμία στην καθής η ανακοπή το ποσό των 1.880.299,42  ευρώ για απαίτηση που είχε εναντίον τους η καθής από την αναφερόμενη στο δικόγραφο δανειακή σύμβαση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή την ανακοπή, ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και επέβαλλε σε βάρος της καθής τα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων τα οποία όρισε στο ποσό των 32.350 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση η εκκαλούσα – καθής η ανακοπή για κακή εκτίμηση των και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου  ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να απορριφθεί η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής ως αβάσιμη, καθώς και να καταδικαστούν οι ανακόπτοντες – εφεσίβλητο στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής τον οποίο το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ως βάσιμο κατ΄ουσίαν και ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, οι ανακόπτουσες ισχυρίστηκαν ότι δυνάμει σύμβασης ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού που συνήφθει μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας και της καθής και στην οποία (σύμβαση) οι δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των ανακοπτόντων συνεβλήθησαν ως εγγυητές υπέρ της πρώτης των ανακοπτόντων, συμφωνήθηκε ότι η εισφορά του ν. 128/1975 να προστίθεται ως προσαύξηση του ποσοστού τόκου επί του αναληφθέντος κεφαλαίου ανατοκιζόμενο ανά τρίμηνο και με κεφαλοποίησή του ανά εξάμηνο. Ότι η παραπάνω συμφωνία ήταν άκυρη καθόσον αφενός παρανόμως μετακυλήθηκε η παραπάνω εισφορά που βαρύνει την καθής η ανακοπή στον οφειλέτη και αφετέρου ότι παρανόμως ανατοκίσθηκε η παραπάνω εισφορά καθιστώντας, κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου ανεκκαθάριστο το κατάλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασμού δυνάμει του οποίου εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Όμως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής, υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά ήταν απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον η ανακόπτουσα, σε καθεστώς ελεύθερου προσδιορισμού των επιτοκίων νομίμως συμφώνησε τον υπολογισμό του ποσοστού της συγκεκριμένης εισφοράς στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρει, χωρίς να απαιτείται και ειδική αναφορά της ειδικότερης αιτίας μετακύλισής της στο δανειολήπτη με συνέπεια η παραπάνω εισφορά, ως ενσωματωμένη στο προσφερόμενο επιτόκιο, είχε χάσει την αυτοτέλειά της και νομίμως ανατοκίζονταν κατά τους ειδικότερους όρους της σύμβασης. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκανε δεκτό ως βάσιμο τον παραπάνω λόγο ανακοπής ενώ έπρεπε να ον απορρίψει ως μη νόμιμο, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει, γενομένου δεκτού του σχετικού λόγου έφεσης αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο και να ερευνηθεί η ανακοπή ως προς την νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της και αυτών που δεν ερευνήθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη.

Με τον πρώτο λόγο ανακοπής οι ανακόπτουσες ισχυρίζονται ότι δυνάμει της ένδικης σύμβασης χορήγησης πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό συμφωνήθηκε ότι η καθής θα χορηγούσε στην πρώτη των ανακοπτόντων πίστωση μέχρι του ποσού των 400.000 ευρώ εντόκως υπέρ της καθής ενώ η πρώτη ανακόπτουσα θα μπορούσε να προβαίνει σε αναλήψεις μέχρι το ως άνω ποσό με περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού ανά τρίμηνο και ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο. Ότι ο παραπάνω λογαριασμός, δεν συνιστούσε αλληλόχρεο λογαριασμό αφού δεν προβλέπονταν η δυνατότητα της πιστούχου να καταστεί δανειστής της καθής και συνεπώς η ανακοπτόμενη διαταγής πληρωμής η οποία εκδόθηκε μετά από κλείσιμο του επικαλούμενου από την τελευταία (καθής) αλληλόχρεου λογαριασμού ήταν άκυρη ως προς την αιτία της οφειλής. Ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον στην έννοια του αλληλόχρεου λογαριασμού περιλαμβάνεται και η σύμβαση ανοίγματος πίστωσης (ανοικτός λογαριασμός πίστωσης) σε τράπεζα, που κινείται με διαδοχική ανάληψη του δανείου (πίστωσης) από τον πιστούχο και τμηματικές αποδόσεις τούτου από τον ίδιο, με τους οικείους τόκους και προμήθειες.

Με τον τρίτο λόγο ανακοπής οι ανακόπτουσες επικαλούνται ακυρότητα του όρου της σύμβασης του αλληλόχρεου λογαριασμού δυνάμει του οποίου η καθής διατηρούσε το δικαίωμα να κλείνει οποτεδήποτε τον ως άνω λογαριασμό καθιστώντας το κατάλοιπο του ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής είναι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον η καθής ασκώντας συμβατικό δικαίωμά της επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής της, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός της, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας αυτή ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος, γεγονότα τα οποία οι ανακόπτουσες στον προβαλλόμενο λόγο ανακοπής δεν επικαλούνται. Επιπλέον, σύμφωνα με τα παραπάνω είναι απορριπτέος ως αόριστος και ο πρώτος των προσθέτων λόγων ανακοπής όπως εξειδικεύεται στην τέταρτη παράγραφό του δυνάμει του οποίου οι ανακόπτουσες επικαλούνται αορίστως πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία στην εξυπηρέτηση της σύμβασης ως προς τα καταβαλλόμενα ποσά.

Τέλος με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο ανακοπής οι δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των ανακοπτόντων επικαλούνται καταχρηστικότητα του όρου της σύμβασης δυνάμει του οποίου παραιτήθηκαν ως εγγυήτριες από την ένσταση διηζήσεως. Ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής είναι μη νόμιμος καθόσον από τις διατάξεις των άρθρων 854 και 857 του Α.Κ. προκύπτει, ότι ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί από την ένσταση της διζήσεως. Εκ των ανωτέρω παρέπεται, ότι η σχετική συμφωνία μεταξύ πιστούχου και πιστώτριας τράπεζας, για ανατοκισμό των οφειλομένων τόκων, καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα και ορισμένο επιτόκιο, και αν ακόμη έχει διατυπωθεί ως Γ.Ο.Σ., κατά την άνω έννοια του άρθρου 2 παρ.6 του ν. 2251/94, είναι έγκυρη, όπως επίσης έγκυρη είναι και η μεταξύ του εγγυητή και της πιστώτριας συμφωνία πως ο πρώτος παραιτείται του δικαιώματος της διζήσεως, αφού με τις συμφωνίες αυτές, οι οποίες δεν απαγορεύονται από τον νόμο, στα πλαίσια της από το άρθρο 361 Α.Κ. συμβατικής ελευθερίας, αποδέχθηκαν συμβατικώς τη δυσμενή επιβάρυνσή τους με το προκύπτον από τον ανατοκισμό ποσό των τόκων, ο δε εγγυητής αποδέχθηκε να καταβάλει την απαίτηση, της οποίας την καταβολή εγγυήθηκε και πριν ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτου (ΑΠ 1886/2014 αδημ).  Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγο αυτής ως αβάσιμοι και κατ΄ουσίαν και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, αμφοτέρων των βαθμό δικαιοδοσίας λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 183 και 176 του Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 333/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ουσίαν επί της 10-1-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2013) ανακοπής και από 21-1-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2014) πρόσθετων λόγων ανακοπής  ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Απορρίπτει την ως άνω ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους .

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της έφεσης των παραβόλων του Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  7 Φεβρουαρίου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ