Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 1/2018

Αριθμός    1/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες …./10.5.2017, …./30.5.2017 εφέσεις κατά της με αριθμό 1264/21.3.2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό …./8.122015 αγωγής της ενάγουσας ήδη εφεσιβλήτου δια των παραπάνω εφέσεων, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, αφού στους ασκούντες τη με αριθμό …../105.2017 η εκκαλουμένη κοινοποιήθηκε σε αυτούς στις 10.4.2017, όπως προκύπτει από την προσκομισθείσα μετ’επίκληση με αριθμό ……/10.4.2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά ………., ενώ ως προς τη με αριθμό …./2017 έφεση δεν γίνεται επίκληση, ούτε άλλωστε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως οι προαναφερόμενες εφέσεις να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 συνεκδικαζόμενες, λόγω της προφανούς συνάφειας αυτών αφού πλήττουν την ίδια απόφαση (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ). Με αυτές θα συνεκδικαστεί η κατατεθείσα ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό ……/2017 αντέφεση της ενάγουσας η οποία ασκήθηκε ενόσω διαρκούσε η προθεσμία της εφέσεως (βλ. άρθρο 523 παρ. 1 έως 3 του ΚΠολΔ) και συνεπώς ισχύει ως αυτοτελής έφεση δεδομένου ότι δεν έχει παρέλθει (λόγω μη επιδόσεως) η μη γνήσια διετής προθεσμία για την άσκηση εφέσεως, και το δικόγραφο της αντεφέσεως κοινοποιήθηκε στους εφεσίβλητους τουλάχιστον 30 ημέρες πριν τη συζήτηση όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με επίκληση με αριθμούς …. και …/19.7.2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά ………..

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα εφεσίβλητη εκκαλούσα εξέθετε με τη με αριθμό …../8.122015 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας διάρκειας 6 μηνών, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, στις 27.05.2015, μεταξύ αυτής και της δευτέρας των εναγομένων ήδη εκκαλούσας και εφεσίβλητης διαχειρίστριας εταιρίας του ν. 89/1967, η οποία τυγχάνει αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης εκκαλούσας και εφεσίβλητης, αλλοδαπής εταιρείας, πλοιοκτήτριας του με σημαία Λιβερίας φορτηγού πλοίου με το όνομα «N.C.», με ΙΜΟ ………, Διεθνές Διακριτικό Σήμα ……, ΔΣΠ ….., DWT 35.542, προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στις 28-05- 2015 στο ως άνω πλοίο στο λιμένα Σάφι του Μαρόκου, με την ειδικότητα της Ανθυποπλοιάρχου, έναντι «κλειστού» μηνιαίου μισθού, ποσού 3.200 δολαρίων Η.Π.Α. Ότι για την πρόσληψή της μεσολάβησε ο τέταρτος εναγόμενος ήδη εκκαλών και εφεσίβλητος, οικογενειακός φίλος με τον οποίο ναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα στο ως άνω πλοίο. Ότι ο ανωτέρω από τις πρώτες ημέρες της ναυτολόγησής τους και έως τη λύση της εργασιακής της σχέσης, με τους τρόπους που αναλυτικά αναφέρει στην αγωγή και που συνιστούν σεξουαλική παρενόχληση, προσέβαλε την τιμή και την υπόληψή της, ενώ της δημιούργησε τεράστια ψυχική ταλαιπωρία. Ότι, όταν η ανωτέρω συμπεριφορά του τέταρτου εναγομένου εκκαλούντος – εφεσίβλητου έγινε γνωστή στους τρεις πρώτους εναγόμενους εκκαλούντες εφεσίβλητους (πλοιοκτήτρια – διαχειρίστρια εταιρία και εκπρόσωπο αυτής), αυτοί, αντί να την προστατέψουν ως όφειλαν, προέβησαν σε πρόωρη καταγγελία της σύμβασης ναυτολογήσεώς της χωρίς να της καταβάλουν τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, η οποία καταγγελία δεν δικαιολογείτο από οποιοδήποτε παράπτωμά της, αλλά στην πραγματικότητα οφειλόταν στην άρνησή της να ενδώσει στις ερωτικές προτάσεις του τετάρτου εναγομένου. Με βάση τα ανωτέρω και μετά τον παραδεκτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σε εν μέρει αναγνωριστικό, αιτήθηκε, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή: Α) α) να υποχρεωθούν οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι με την αγωγή (πλοιοκτήτρια – διαχειρίστρια εταιρία και εκπρόσωπος αυτής) να της καταβάλουν το ποσό των 4.800,15 δολάρια Η.Π.Α. για αποζημίωση απόλυσης, 8.416 δολάρια Η.Π.Α. για διαφυγόντα κέρδη (απολεσθέντα εισοδήματα), 616,05 ευρώ για αντίτιμο τροφής, καθώς και 6.000 ευρώ για χρηματική αποζημίωση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη εκ της παράνομης απολύσεώς της και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να της καταβάλουν το ποσό των 9.000 ευρώ που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο μέρος της αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης εκ της παράνομης απολύσεώς της, καθώς και το ποσό των 20.050 ευρώ που αφορά στην αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη τους μετά του τετάρτου εναγομένου με την αγωγή λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς της από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του και Β) να υποχρεωθεί ο τέταρτος εναγόμενος με την αγωγή να της καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς της από την ως άνω συμπεριφορά του, καθώς και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή του να της καταβάλει για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 50 ευρώ εντόκως από την απόλυσή της, άλλως από την επίδοση της αγωγής, πλην του αιτήματος για απολεσθέντα εισοδήματα, το οποίο αιτήθηκε να της καταβληθεί με το νόμιμο τόκο από το τέλος εκάστου ημερολογιακού μήνα, οπότε όφειλαν οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι με την αγωγή να της καταβάλουν τις αποδοχές αυτές, άλλως από την απόλυσή της, άλλως από την επίδοση της αγωγής, ενώ ζήτησε και τη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως εφαρμοστέο δε το ελληνικό δίκαιο, διότι παρά τη Λιβεριανή σημαία του πλοίου αυτό είναι ελληνικών συμφερόντων καθώς διατηρεί διαχειρίστρια στην Ελλάδα τα δε βασικά μέλη του πληρώματος έχουν ελληνική υπηκοότητα, και στη συνέχεια τη δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, καθόσον επιδίκασε ποσά χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης μικρότερα των αιτηθέντων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται τώρα άπαντες οι διάδικοι με τις κρινόμενες εφέσεις τους για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητούν οι εκκαλούντες με τη με αριθμό …../2017 έφεση την εξαφάνισή της ως προς τα κεφάλαια περί αποζημίωσης απόλυσης πλέον αντιτίμου τροφής και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (δηλαδή δεν πλήττουν το κεφάλαιο περί διαφυγόντων κερδών) και ζητούν την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή ως προς αυτά, ο εκκαλών με τη με αριθμό …../2017 έφεση ως προς το κεφάλαιο περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο τον αφορά ισχυριζόμενος αφενός ότι δεν τον συνδέει σύμβαση εργασίας με την εφεσίβλητη εκκαλούσα και παραπονούμενος για κακή εκτίμηση αποδείξεων ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το παραπάνω κεφάλαιο, και η αντεκκαλούσα εφεσίβλητη με τη με αριθμό …../13.7.2017 αντέφεση της, πλήττοντας την ουσιαστική κρίση που αφορά το ύψος των ποσών που επιδικάστηκαν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αιτούμενη να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολο της δεκτή κατ’ουσίαν.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16 § 2 και 663 § 1 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι το μονομελές πρωτοδικείο είναι αρμόδιο (εφόσον λόγω ποσού δεν είναι αρμόδιο το ειρηνοδικείο), να δικάσει, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 664 επ. ΚΠολΔ, κάθε διαφορά, από σύμβαση ή και απλή σχέση εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων ή των διαδόχων τους ή των κατά νόμο δικαιουμένων εκ της παροχής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτήρα της διαφοράς ως απορρέουσας από σύμβαση ή απλή σχέση εργασίας ή από αδικοπραξία που προκλήθηκε εξ αφορμής της εργασίας ή από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ομοίως, κατά την ορθότερη και κρατούσα στη νομολογία άποψη, υπάγεται στην καθύλην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου και εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον η αγωγή στρέφεται κατά του εργοδότη και των υπ` αυτού προστηθέντων και αποδίδεται σ` αυτόν ή στους προστηθέντες από αυτόν πταίσμα για την επέλευση της βλάβης αυτού και το αξιούμενο ποσό είναι μεγαλύτερο από εκείνο που ορίζεται για την αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, δοθέντος ότι πρόκειται περί αδικοπραξίας που τελέστηκε εξ αφορμής της εργασίας (ΑΠ 1530/2004 ΕλλΔνη 2005.788, ΕφΑΘ 8886/2002 (πλειοψ.) ΕλλΔνη 2002.1069, ΕφΠειρ 878/1999 ΔΕΕ 2000.1024, ΕφΑΘ 5610/1998 (πλειοψ.) ΕλλΔνη 1998.1341, Εφθεσ 2591/1998 ΕΕργΔ 55.967, Εφθεσ 3555/1996 ΕλλΔνη 1998.615, ΕφΑΘ 4287/1988 ΕλλΔνη 1989.1464, ΕφΑΘ 8556/1982 ΕΕργΔ 42.93, ΕφΑΘ 7513/1978 ΝοΒ 1979.592). Αντίθετη παραδοχή θα οδηγούσε, α) στο ανεπιεικές αποτέλεσμα, όπως, επί αδικοπραξίας σε βάρος μισθωτού από συνάδελφο του, που ενεργούσε ως προστηθείς του κοινού εργοδότη, να μην μπορεί να ασκηθεί κοινή αγωγή συγχρόνως κατά του εργοδότη και του προστηθέντος και β) στη διάσπαση του ενιαίου βιοτικού συμβάντος και στη δημιουργία κινδύνου έκδοσης αντιφατικών κατ` ουσίαν αποφάσεων (βλ. σχετ. Κονδύλη στην ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα άρθ. 663 αριθ. 26 και 27, όπου και παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Τρίτοι, όμως, οι οποίοι ευθύνονται παράλληλα προς τον εργοδότη ή το μισθωτό, χωρίς να μετέχουν στην εργασιακή σχέση, δεν ενάγονται κατά την εργατική διαδικασία και έτσι, αν το αξιούμενο ποσό είναι μεγαλύτερο από εκείνο που ορίζεται για την αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου, αρμόδιο προς εκδίκαση της σχετικής αγωγής είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, δικάζον κατά την τακτική διαδικασία (ΕφΚρ 473/2007 Δνη 2008, 1474).

Με τον πρώτο λόγο της με αριθμό ……/2017 εφέσεως του ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου καθόσον ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι η δήθεν κατά του ισχυρισμούς του αδικοπραξία που εκείνος φέρεται κατά την εκκαλουμένη ότι διέπραξε συνδέεται με την εργασιακή σχέση ενώ μεταξύ αυτού και της εφεσίβλητης δεν υφίσταται καμία εργασιακή σχέση και ότι σε κάθε περίπτωση η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί διότι θα έπρεπε να ακολουθηθεί η τακτική και όχι η ειδική διαδικασία περί εργατικών διαφορών. Πέραν του αλυσιτελούς του αιτήματος καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο δεν απορρίπτει μια υπόθεση αν αυτή δεν υπάγεται στη διαδικασία που έχει εισαχθεί αλλά διατάσσει την εκδίκαση αυτεπαγγέλτως κατά τη διαδικασία με την οποία εκδικάζεται, ο παραπάνω λόγος εφέσεως κρίνεται απορριπτέος, διότι ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης καθόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφήρμοσε τις διατάξεις περί προστήσεως και δεν έκρινε ότι υφίσταται εργασιακή σχέση μεταξύ εδώ εκκαλούντος και εφεσίβλητης, αλλά ότι πρόκειται περί αδικοπραξίας που προκλήθηκε εξ αφορμής της εργασίας.

Από διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, που ορίζει ότι ο κύριος η ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του, συνάγεται ότι, ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς υπαιτίους σε τρίτον όχι μόνον κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων, που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η συμπεριφορά αυτή δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση (ΑΠ 1325/07 δημ. νόμος). Πρόκειται περί αντικειμενικής ευθύνης με συνέπεια ο προστήσας να υπέχει αστική ευθύνη, κατ’ άρθρο 922 ΑΚ, από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντος και για το λόγο αυτό είναι εις ολόκληρον υπόχρεος με αυτούς, εφόσον μεταξύ πρστήσαντος και προστηθέντος υπήρχε εξάρτηση, υπό την έννοια ότι ο πρώτος μπορούσε να δίνει εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως των καθηκόντων του και να επιβλέπει αυτόν, κατά την εκτέλεση των εργασιών που του είχε αναθέσει (ΑΠ 181/2016 δημ. Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθ. 297, 298, 330 και 914 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι, προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι α) η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμελείας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, β) η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και γ) ύπαρξη αιτιώδους συναφείας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου πρόσωπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 631/2015 δημ. Νόμος). Περαιτέρω σύμφωνα με τον ορισμό που περιέχει η από 27.11.1991 Σύσταση της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Εφημερίδα EE C 27/4/04.02.1992) για την προστασία της αξιοπρέπειας γυναικών και ανδρών κατά την εργασία, σεξουαλική παρενόχληση είναι η ανεπιθύμητη συμπεριφορά σεξουαλικής φύσης ή άλλη συμπεριφορά, βασιζόμενη στη διαφορά φύλου που θίγει την αξιοπρέπεια γυναικών και ανδρών κατά την εργασία και η οποία εκφράζεται λόγω και έργω. Η σεξουαλική παρενόχληση ως φαινόμενο παρουσιάζει δύο βασικές όψεις. Η πρώτη έγκειται στο ότι ένα πρόσωπο επιδιώκει την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του. Η δεύτερη στο ότι φαινομενικά επιδιώκει την ικανοποίηση αυτή, αλλά στην πραγματικότητα, τούτο αποτελεί πρόσχημα και μέσο εξυπηρέτησης άλλου ή άλλων απώτερων στόχων. Κοινό χαρακτηριστικό και στις δύο περιπτώσεις είναι ότι το πρόσωπο αυτό απευθύνεται σε άλλο πρόσωπο, το οποίο δεν επιθυμεί τη συμπεριφορά αυτή, ασχέτως εάν πρόκειται για πραγματική επιθυμία ικανοποίησης της γενετήσιας ορμής ή εάν κατανοεί ότι αυτή η συμπεριφορά είναι ως άνω προσχηματική. Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η πράξη της σεξουαλικής παρενόχλησης, απαιτείται συστηματική εκ μέρους του παρενοχλούντος συμπεριφορά, είτε αμέσου είτε εμμέσου σεξουαλικού περιεχομένου, ικανής να δημιουργήσει σε βάρος του παρενοχλουμένου πίεση, η οποία θα αναιρέσει την ελευθερία βούλησής του και θα τον εξαναγκάσει ουσιαστικά είτε σε εικονική συναίνεση στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του παρενοχλούντος είτε σε αντίδραση και ενέργειες, στις οποίες υπό καθεστώς ελευθέρας βουλήσεως δεν θα κατέφευγε και οι οποίες εξυπηρετούν τελικώς τους κεκαλυμμένους, απώτερους στόχους του παρενοχλούντος. Συστηματική είναι η εν λόγω συμπεριφορά όχι μόνο όταν εκδηλώνεται επί καθημερινής βάσεως ή συχνά, αλλά και όταν διακοπεί για μακρό χρονικό διάστημα και αιφνιδίως επανακάμψει, αλλά και όταν δεν επανακάμψει, έχοντας, όμως, ήδη δημιουργήσει στον παρενοχλούμενο τη σταθερή και βάσιμη αίσθηση ότι βρίσκεται διαρκώς υπό πίεση και εκτεθειμένος, ανά πάσα στιγμή, σε νέα εκδήλωσή της. Εξάλλου, η σεξουαλική παρενόχληση έχει έντονο το στοιχείο της εκμετάλλευσης της κατεχόμενης από τον παρενοχλούντα θέσης στην εργασία, διότι ο παρενοχλών τελεί σε σαφή επίγνωση του γεγονότος ότι παρενοχλεί και δεν θα εξεδήλωνε τέτοιου είδους συμπεριφορά, εάν δεν εβασίζετο στο ότι και ο παρενοχλούμενος τελεί εν επιγνώσει, αφενός της ισχυρότερης θέσης του παρενοχλούντος και αφετέρου της δικής του πιο ανίσχυρης θέσης, ιδιαιτέρως σε περιόδους, κατά τις οποίες, η εξασφάλιση και διατήρηση της εργασίας δυσχεραίνεται από την οικονομική ύφεση και τα αυξημένα ποσοστά ανεργίας. Τούτο δεν αποκλείει την περίπτωση να υπάρξει σεξουαλική παρενόχληση και από υφιστάμενο σε προϊστάμενο πρόσωπο στον εργασιακό χώρο, ωστόσο και στην περίπτωση αυτή, θα υφίσταται εκμετάλλευση θέσης, διότι η θέση του υφιστάμενου προσώπου θα είναι ουσιαστικά αρκετά ισχυρή και υπολογίσιμη. Όμως τα περιθώρια απόκρουσης και απόρριψης της συμπεριφοράς αυτής, παραμένουν σε κάθε περίπτωση, ευρύτερα για τον κατέχοντα ισχυρότερη θέση παρενοχλούμενο, παρά για τον κατέχοντα την πιο ανίσχυρη. Η σεξουαλική παρενόχληση αντιβαίνει στα χρηστά ήθη και στη δημόσια τάξη, διότι αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας και συγκεκριμένα της τιμής και της ελευθερίας του παρενοχλουμένου και προκαλεί, ως εκ τούτου ηθική αυτού βλάβη και δικαίωμα ικανοποίησης αυτής κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 57, 59 και 932 ΑΚ, ενώ, όταν αφορά την εκδήλωσή της από το ισχυρότερο λόγω θέσεως εργασίας πρόσωπο ήτοι τον εργοδότη ή ευρύτερα τον προϊστάμενο, συνιστά κατάχρηση δικαιώματος υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 631/2008, ΕφΛαρ 192/2012, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑΘ 1139/2007, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΘεσ 957/2001, Αρμ 2001, 948, ΕφΑΘ 5789/1998, ΝοΒ 1999, 962).

Από την εκτίμηση από το δικαστήριο αυτό των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, δηλαδή του πατρός της ενάγουσας εκκαλούσας εφεσίβλητης και του ναυτολογημένου μάγειρα του πλοίου πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης εφεσίβλητης εκκαλούσας που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου, των αποδεικτικών μέσων που νομίμως προσκομίζονται με το άρθρο 529 του ΚΠολΔ, δηλαδή από όλα τα έγγραφα που παραδεκτά επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αφού κατά την παρούσα διαδικασία λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως ένορκες βεβαιώσεις στα πλαίσια άλλης δίκης (δηλαδή η με αριθμό ………./9.11.2016 ένορκη βεβαίωση), τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρα 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), τις ομολογίες των διαδίκων μερών που προκύπτουν από τα διαδικαστικά της δίκης έγγραφα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σχετικά με το χρόνο ναυτολόγησης και απόλυσης της ενάγουσας εκκαλούσας εφεσίβλητης, πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Δυνάµει συµβάσεως εξαρτηµένης ναυτικής εργασίας διάρκειας 6 µηνών, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, στις 27.05.2015, µεταξύ της ενάγουσας ήδη εκκαλούσας εφεσίβλητης και της δευτέρας των εναγοµένων εκκαλούσας εφεσίβλητης διαχειρίστριας εταιρίας του ν. 89/67 με πραγματική έδρα τον Πειραιά, η οποία είναι αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της. πρώτης εναγοµένης εκκαλούσας εφεσίβλητης, αλλοδαπής εταιρείας, πλοιοκτήτριας του µε σηµαία Λιβερίας φορτηγού πλοίου µε το όνοµα «N.C.», µε ΙΜΟ ……, Διεθνές Διακριτικό Σήµα …, ΔΣΠ ….., DWT 35.542, η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα εφεσίβλητη προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στις 28-05- 2015 στο ως άνω πλοίο στο λιµένα Σάφι του Μαρόκου, µε την ειδικότητα της Ανθυποπλοιάρχου, έναντι «κλειστού» µηνιαίου μισθού, ποσού 3.200 δολαρίων Η.Π.Α. Ο τρίτος εναγόµενος εκκαλών εφεσίβλητος, Έλληνας υπήκοος, είναι νόµιµος εκπρόσωπος της προαναφερόμενης διαχειρίστριας εταιρίας με κέντρο των επαγγελµατικών του δραστηριοτήτων στον Πειραιά, ………. Η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα εφεσίβλητη, κάτοικος Σύρου, διπλωματούχος Ανθυποπλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού αναζητούσε κατά τις αρχές του 2015 θέση εργασίας σε κάποιο πλοίο προκειμένου να αναταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις και να συμβάλει οικονομικά στην οικογένεια της που είχε ανέργους από το έτος 2012. Ο τέταρτος εναγόμενος εκκαλών εφεσίβλητος έγγαμος και πατέρας δύο αρρένων τέκνων, φίλος της παραπάνω οικογένειας για μακρύ χρονικό διάστημα, επίσης ναυτικός στο επάγγελμα με την ειδικότητα του μηχανικού, µεσολάβησε για τη ναυτολόγηση της ενάγουσας στο προαναφερόμενο πλοίο και μάλιστα ναυτολογήθηκε την ίδια ηµέρα µε αυτήν με την ειδικότητα του πρώτου μηχανικού, ενώ ταξίδεψαν μαζί αεροπορικώς προκειμένου να επιβιβαστούν στο προαναφερόμενο πλοίο. Περαιτέρω από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι από την πρώτη στιγµή της ναυτολόγησής της η ενάγουσα εκτελούσε µε αφοσίωση και επιµέλεια τα καθήκοντά της, τηρώντας συναδελφική συµπεριφορά απέναντι σε όλα τα µέλη του πληρώµατος σύμφωνα με την από 12-07-2015 επιστολή του Πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου κατά το χρόνο ναυτολόγησης της ενάγουσας ……….., καθώς και την επακολουθήσασα από 9-09-2015 συστατική επιστολή του Πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου ……… κατά το χρόνο αποναυτολόγησης της ενάγουσας ήδη εκκαλούσας εφεσίβλητης. Αποδείχθηκε επιπλέον ότι ο προαναφερόμενος πρώτος μηχανικός εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι είχε μεσολαβήσει για την πρόσληψη της ενάγουσας ήδη εκκαλούσας εφεσίβλητης, και έχοντας διαγνώσει την απόλυτη ανάγκη της για εργασία και εξ αυτού του λόγου την ευαλωτότητά της, εξαρχής, δηλαδή από το πρώτο διάστηµα της απασχόλησής τους στο ανωτέρω πλοίο άρχισε να επιδεικνύει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον προς αυτήν προσπαθώντας διαρκώς να την προσεγγίσει, ενώ αρκετές φορές της µιλούσε µε απρεπείς φράσεις, κάτι τέτοιο δε δεν έπραττε με τους υπόλοιπους ναυτολογημένους στο πλοίο, πολλές φορές δε την αγκάλιαζε και τη φιλούσε στα αυτιά της. Περαιτέρω περί τα µέσα Ιουνίου του 2015, όταν το πλοίο είχε καταπλεύσει στον λιµένα Κλάιπεδα της Λιθουανίας η ενάγουσα εκκαλούσα εφεσίβλητη επ’ ευκαιρία της εξόδου της στον λιµένα, επικοινώνησε διαδικτυακά µε την οικογένειά της στη Σύρο, όταν δε οι γονείς της ενηµερώθηκαν από αυτή ότι ο τέταρτος εκκαλών εφεσίβλητος ήταν το διάστηµα εκείνο ελαφρά ασθενής, της είπαν να διαβιβάσει τους χαιρετισμούς τους και φιλιά. Μόλις η ενάγουσα εκκαλούσα εφεσίβλητη µετέφερε αυτό στον εκκαλούντα τέταρτο εφεσίβλητο, αυτός της απάντησε με πρόταση διπλού νοήματος λέγοντας της χαρακτηριστικά: «τα φιλάκια θα µου τα δώσεις στο πλοίο». Η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, αρχικά δεν αναγνώρισε τις προθέσεις του εναγομένου πρώτου μηχανικού και έχοντας κατά νου ότι ο πρώτος μηχανικός ήταν κατά πολύ μεγαλύτερος της σε ηλικία, αφού ήταν μεγαλύτερος από τον πατέρα της, το γεγονός ότι αυτός είχε µεσολαβήσει για την ανεύρεση της θέσης εργασίας της, και επιπλέον ότι συνδεόταν με σχέσεις φιλίας και με άλλα μέλη της οικογένειας της, προσπάθησε να αποδώσει αρχικά τις ενέργειες αυτές σε ενδιαφέρον προστασίας και στις προαναφερόμενες ιδιαίτερες φιλικές σχέσεις που διατηρούσε µε την οικογένειά της. Με την πάροδο των ηµερών όμως άρχισε να κατανοεί ότι το ενδιαφέρον του πρώτου μηχανικού είχε εντελώς διαφορετικό περιεχόµενο. Στην αναγνώριση αυτή συνέβαλε το γεγονός ότι ο πρώτος μηχανικός, εκμεταλλευόμενος ακριβώς το συγκεκριμένο εργασιακό περιβάλλον και ιδίως την ίδια τη φύση του ναυτικού επαγγέλματος που επιβάλει εργασία σε κλειστό οριοθετημένο χώρο, αλλά και το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχαν μόνο άρρενες ναυτικοί, αποθρασύνθηκε και άρχισε να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του καθημερινά, έντονα και φορτικά µε υπονοούµενα, φράσεις και εκφράσεις ερωτικού περιεχοµένου προς το πρόσωπο της, καθώς και µε διάφορες προτάσεις και χειρονοµίες προς αυτήν την κατεύθυνση. Να σημειωθεί ότι στο πλοίο υπήρχαν ναυτολογημένοι 6 – 7 Ελλήνες, καθώς οι υπόλοιποι ήταν αλλοδαποί και ότι, όπως προαναφέρθηκε, η ενάγουσα εκείνο το διάστημα ήταν η μοναδική ναυτολογημένη γυναίκα, καθόσον από την κατάσταση πληρώματος δεν προκύπτει άλλη ναυτολόγηση θήλεος μέχρι τον Αύγουστο. Μάλιστα εξαρχής ακόμη και οι συνθήκες εργασίας στο πλοίο ήταν δύσκολες γι’αυτήν, καθώς δεν είχε ληφθεί υπόψη η βιολογική της διαφορά με αποτέλεσμα η θερμοκρασία να είναι ιδιαίτερα χαμηλή, ούτε το χαμηλότερος μεταβολισμός αφού η τροφοδοσία του πλοίου περιείχε λίγα γεύματα με συγκεκριμένες ώρες. Ακολούθως συνέβησαν τα ακόλουθα: Στις αρχές Ιουλίου του 2015 όταν το πλοίο έπλεε προς τη Νέα Ζηλανδία, ευρισκόµενο στο Νότιο Ειρηνικό και κατά τη διάρκεια της νύκτας επικρατούσαν θερµοκρασίες κάτω των 15 βαθµών Κελσίου παρόλο που η εντολή του Πλοίαρχου προς τον τέταρτο εφεσίβλητο εκκαλούντα (υπεύθυνο εκ της ειδικότητος του και για την θέρµανση του πλοίου) ήταν να διατηρείται η θερµοκρασία στις καµπίνες περί τους 23 βαθµούς Κελσίου. Όταν δε η ήδη εκκαλούσα εφεσίβλητη παραπονέθηκε για τη θερμοκρασία ο πρώτος μηχανικός βρήκε αφορμή και άρχισε να της απευθύνει προσκλήσεις όπως «έλα στην καμπίνα μου να σε ζεστάνω». Πολλές φορές δε δεν δίσταζε να της τηλεφωνεί στην καµπίνα της την ώρα του φαγητού και να της προτείνει να τη συνοδεύσει στο γεύμα με την εξής φράση: «έλα γλύκα µου, έλα µωρό µου να πάµε για φαγητό». Όταν δε η εκκαλούσα ναυτολογήθηκε είχε επιδιώξει, ενώ οι καµπίνες των μηχανικών (δηλαδή του τετάρτου εφεσιβλήτου εκκαλούντος) ήταν στην αριστερή πλευρά του πλοίου και στη. δεξιά εκείνες των αξιωµατικών καταστρώµατος (δηλαδή της εκκαλούσας εφεσιβλήτου), να µεταφερθεί αυτή κατ’ εξαίρεση σε καµπίνα διπλανή από την δική του, πλην όµως κάτι τέτοιο ουδέποτε συνέβη, πρωτίστως λόγω αρνήσεως της εκκαλούσας ναυτικού. Πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι η εκκαλούσα ναυτικός βρισκόταν μακριά από τα συγγενικά της πρόσωπα στα πλαίσια εργασίας, την οποία είχε απολύτως ανάγκη, ναυτολογημένη σε ποντοπόρο πλοίο μόνο με άρρενες και συνεπώς βρέθηκε εντελώς ανυποψίαστη εγκλωβισμένη σε μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση, καθώς οι ασελγείς προτάσεις και χειρονοµίες του τέταρτου εφεσιβλήτου εκκαλούντος που στόχευαν την ίδια κατά τη διάρκεια και επ’ ευκαιρία της εκτέλεσης της εργασίας τους στο ανωτέρω πλοίο ήταν συχνότατες, σχεδόν καθηµερινές, και είχαν αποκτήσει έναν ιδιαίτερα φορτικό, πιεστικό και ανήθικο χαρακτήρα, πάντοτε µε απώτερο ενδόµυχο σκοπό από πλευράς του την τέλεση ασελγών πράξεων ή/και συνουσίας. Η εκκαλούσα εφεσίβλητη ναυτικός αντέδρασε και αποφάσισε αρχικά να παύσει ακόμη και τις τυπικές συνομιλίες στα πλαίσια των εργασιακών καθηκόντων με τον εφεσίβλητο εκκαλούντα πρώτο μηχανικό. Τότε ο τελευταίος πρωτίστως άρχισε να βάλει κατά των συγγενικών της προσώπων και εντέλει όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα πετύχαινε όσα αποσκοπούσε και ότι η ναυτικός δεν επρόκειτο να ανταποκριθεί στις προτάσεις του, άλλαξε συµπεριφορά και άρχισε να λέει στα υπόλοιπα µέλη του πληρώµατος ότι η εκκαλούσα εφεσίβλητος ναυτικός είναι βιολογικά ασταθής, και ανεπαρκής στην εκτέλεση των εργασιακών της καθηκόντων, πλήττοντας δηλαδή την εργασιακή της ικανότητα αποκλειστικά λόγω φύλου. Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι και οι εκκαλούσες ναυτική εταιρία με έδρα τη Λιβερία και αντιπρόσωπος της στην Ελλάδα επιχειρούν να αποδώσουν εργασιακή ανικανότητα λόγω φύλου στην ανθυποπλοίαρχο ασκώντας τα δικονομικά τους δικαιώματα. Και τούτο διότι οι εκκαλούσες εφεσίβλητοι υπεύθυνοι πλοιοκτησίας επικαλούνται αυξημένες ανάγκες θέρμανσης και τροφής της ναυτολογημένης ανθυποπλοιάρχου προκειμένου να θεμελιώσουν παράπτωμα της στην εκτέλεση των εργασιακών της καθηκόντων. Ειδικότερα επειδή η ανθυποπλοίαρχος ήταν η μοναδική ναυτολογημένη γυναίκα ναυτικός τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος την αντιμετώπιζαν ως περίεργη, διότι λόγω βιολογικής διαφοράς είχε αυξημένες ανάγκες θέρμανσης ενώ δεν είχε αυξημένο μεταβολισμό και χρειαζόταν περισσότερα μικρά γεύματα κατά τη διάρκεια του 24ώρου και ακολούθως είχε πρόβλημα προσαρμογής στο πρόγραμμα της κουζίνας που ήταν προσαρμοσμένο να απευθύνεται σε άρρενες ναυτικούς. Χαρακτηριστικά οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι εκκαλούντες εφεσίβλητοι (πλοιοκτήτρια διαχειρίστρια και εκπρόσωπος αυτής) ασκώντας δικονομικό τους δικαίωμα επικαλούνται και προσκομίζουν φωτογραφία στην οποία εμφαίνεται η επικίνδυνη όπως ισχυρίζονται για το πλοίο συσκευή που διατηρούσε η ανθυποπλοίαρχος στην καμπίνα της, αλυσιτελώς όμως διότι οι ίδιοι θα έπρεπε να φροντίζουν για ασφαλείς συνθήκες εργασίας των εργαζομένων τους ακόμη και αυτών με αυξημένες βιολογικές ανάγκες θέρμανσης δηλαδή των μη αρρένων. Οι διαφορετικές δε βιολογικές ανάγκες της ανθυποπλοιάρχου δεν μπορούν να εμποδίσουν ή να περιορίσουν την πρόσβαση της εργασία σύμφωνα με τον ισχύοντα κατά το χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης ο ν. 4443/2016 (ΦΕΚ Α 232/9.12.2016) περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία και της Οδηγίας 2014/54/ΕΕ που εισήγαγε μέτρα για τη διευκόλυνση της άσκηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Με το παραπάνω νομοθέτημα εξασφαλίζεται θεσμικά η ίση πρόσβαση στην εργασία χωρίς διακρίσεις και σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων και προστίθενται ως λόγοι διάκρισης οι όροι «χρόνια ασθένεια», «οικογενειακή κατάσταση», «κοινωνική κατάσταση», αντικαθίσταται ο αναχρονιστικός όρος «γενετήσιος προσανατολισμός» με τον όρο «σεξουαλικός προσανατολισμός» και επιπροσθέτως αναφέρεται ρητώς ως λόγος διάκρισης η «ταυτότητα φύλου» και «τα χαρακτηριστικά φύλου». Απαγορεύεται με τον νέο νόμο τόσο η άμεση διάκριση δηλαδή η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση προσώπου για λόγους φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου αλλά και η έμμεση διάκριση δηλαδή η εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική που μπορεί να θέσει πρόσωπα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, σε μειονεκτική θέση αναφορικά με την πρόσβαση στην εργασία συγκριτικά με άλλα πρόσωπα. Εξειδικεύονται οι έννοιες της παρενόχλησης στο χώρο εργασίας, και τέτοια νοείται η ανεπιθύμητη συμπεριφορά της κατά τα ανωτέρω προσδιοριζόμενης διαφορετικότητας με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος, ενώ ως διάκριση νοείται επίσης, οποιαδήποτε εντολή για την εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος προσώπου με τα προαναφερόμενα διαφορετικά χαρακτηριστικά και επιπλέον απαγορεύεται ακόμη και η διάκριση λόγω νομιζόμενων χαρακτηριστικών, δηλαδή η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ενός προσώπου που εικάζεται ότι διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου καθώς και η πολλαπλή διάκριση δηλαδή η οποιαδήποτε διάκριση, αποκλεισμός ή περιορισμός, σε βάρος προσώπου, που βασίζεται σε περισσότερους από έναν από τους ανωτέρω λόγους. Εξαιρέσεις στην ισότητα πρόσβασης στην εργασία θεσπίζονται μόνο στο άρθρο 3 παρ. 5 και αφορούν αποκλειστικά και μόνο το χώρο εργασίας στις ένοπλες δυνάμεις, ενώ δεν θίγονται με το άρθρο 4 υφιστάμενες διατάξεις και πρακτικές που αφορούν σε επαγγελματικές δραστηριότητες στο πλαίσιο των εκκλησιών, καθώς και οργανώσεων ή ενώσεων, η δεοντολογία των οποίων εδράζεται σε θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις. Σύμφωνα δε με το άρθρο 9 του παραπάνω νόμου το βάρος απόδειξης ότι τηρήθηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης το έχει ο αντίδικος του βλαπτόμενου και εν προκειμένω οι εκκαλούσες που δεν ανταποκρίθηκαν στο βάρος αυτό. Έτσι στη συγκεκριμένη περίπτωση αλυσιτελώς και απαραδέκτως οι εκκαλούσες εφεσίβλητοι υπεύθυνοι πλοιοκτησίας επιχειρούν κατά την ενάσκηση δικονομικού δικαιώματος να επικαλεστούν τις πράγματι αυξημένες λόγω φύλου και επομένως βιολογικής διαφοράς ανάγκες θέρμανσης και σίτισης της ανθυποπλοιάρχου οι οποίες δεν μπορούν να θεμελιώσουν παράπτωμα της στην παροχή των εργασιακών της καθηκόντων, αλλά αντιθέτως οι υπεύθυνοι πλοιοκτησίας θα έπρεπε να εξασφαλίσουν την χωρίς άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις πρόσβαση της στη ναυτική εργασία. Επιπλέον δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα για θεμελίωση παραπτώματος της ανθυποπλοιάρχου τυχόν διαφορά απόδοσης που τυχόν αποτυπώθηκε το συγκεκριμένο διάστημα στις υπηρεσιακές της εκθέσεις, καθώς το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι συντάχθηκαν προκειμένου να μεθοδευθεί η απόλυση της ανθυποπλοιάρχου. Ακολούθως ο ισχυρισμός των ανωτέρω ο πρώτος λόγος της με αριθμό …../2017 εφέσεως περί κακής εκτίμησης αποδεικτικού υλικού που αφορά το κεφάλαιο περί καταβολής αποζημίωσης και χρηματική ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λόγω απώλειας της θέσης εργασίας, επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι την εφεσίβλητη ανθυποπλοίαρχο δεν βάρυνε παράπτωμα που οδήγησε στην αποναυτολόγηση της και έκρινε ότι πρέπει να της καταβληθεί η προβλεπόμενη αποζημίωση εξ αυτού του λόγου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Να σημειωθεί ότι δεν πλήττεται με τη έφεση τους ούτε ο υπολογισμός της οφειλομένης αποζημίωσης ούτε το κεφάλαιο και ο υπολογισμός των διαφυγόντων κερδών. Επιπλέον οι υπεύθυνοι πλοιοκτησίας και επομένως και η διαχειρίστρια και ο εκπρόσωπος αυτής είναι υπόχρεοι να καταβάλουν χρηματική ικανοποίηση λόγω της πρόωρης αποναυτολόγησης της ανθυποπλοιάρχου, δηλαδή της απώλειας εργασίας της την οποία είχε απολύτως ανάγκη η οποία συνιστά δική τους παράνομη συμπεριφορά και δε βασίζεται στις διατάξεις περί προστήσεως. Και τούτο διότι ενώ έμαθαν εκ των υστέρων τα όσα είχαν συμβεί, αντί να επιλέξουν να στηρίξουν την βαλλόμενη εργαζόμενη, αρχικά προσπάθησαν να κρατήσουν μια ουδέτερη στάση και στη συνέχεια να την απομακρύνουν, ώστε να συγκαλύψουν άμεσα το όλο περιστατικό. Ειδικότερα αποδείχθηκε από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα ότι στα μέσα Ιουλίου 2015 η ανθυποπλοίαρχος αποφάσισε παρακάμπτοντας τους ενδοιασμούς της, και αφού είχε αναγνωρίσει τις προθέσεις του εναγομένου να γνωστοποιήσει τα προαναφερόμενα γεγονότα στον εργασιακό της προϊστάμενο δηλαδή τον Πλοίαρχο ……….., µε θερµή παράκληση, όπως εκφράσει τη γνώµη του προς τους υπευθύνους πλοιοκτησίας δηλαδή τους τρεις πρώτους εναγόμενους εκκαλούντες εφεσίβλητους, πράγµα που ο Πλοίαρχος έπραξε εγγράφως στις 12.7.2015. Σύμφωνα δε με τα όσα αποτυπώνει στην από 12.7.2015 επιστολή του ο ανωτέρω πλοίαρχος προς τους υπεύθυνους πλοιοκτησίας, ο ναυτολογημένος πρώτος μηχανικός παραμένει πολλές φορές κατά τη νυχτερινή βάρδια (οπότε οι υπόλοιποι ναυτικοί αναπαύονταν) στη γέφυρα αποκαλώντας την ανθυποπλοίαρχο «μωρό μου, γλυκιά μου» προσπαθώντας να την πείσει να περάσει την βραδιά της στην καμπίνα του. Από το περιεχόµενο της ανωτέρω επιστολής, (η οποία προσκομίζεται μετ’επικλήσεως μεταφρασμένη), αποδεικνύεται ότι ο ανωτέρω Πλοίαρχος, ενηµέρωσε τους τρεις πρώτους εναγόµενους ήδη εκκαλούντες εφεσίβλητους για τα όσα συνέβαιναν, αφού εκθέτει αναλυτικά σε αυτήν την κατάσταση που επικρατούσε µεταξύ της ανθυποπλοιάρχου και του πρώτου μηχανικού. Σηµειωτέον δε ότι το περιεχόµενο της επιστολής αυτής επιβεβαίωσε ο προαναφερόμενος πλοίαρχος και µε το από 4-04-2016 µήνυµα ηλεκτρονικού ταχυδροµείου που απέστειλε προς τους τρεις πρώτους εναγόµενους, κατόπιν του αιτήµατός τους µέσω του από 11-03-2016 µηνύµατος ηλεκτρονικού ταχυδροµείου για παροχή διευκρινίσεων σχετικά µε την επιστολή αυτή. Επομένως δεν κρίνεται πειστικός ο ισχυρισμός των υπευθύνων πλοιοκτησίας ότι δεν είχαν ενημερωθεί για την κατάσταση στο πλοίο. Πέραν όμως τούτου αποδείχθηκε ότι παρά τη σαφή και αναλυτική ενηµέρωση των πρώτης δεύτερης και τρίτου των εναγοµένων από τον Πλοίαρχο σε σχέση µε τη συµπεριφορά του τετάρτου εναγοµένου σε βάρος της ενάγουσας, ουδεµία αρχικώς αντίδραση υπήρξε από την πλευρά τους, ούτε προς την κατεύθυνση παροχής οδηγιών προς τον Πλοίαρχο ούτε προς εκείνη της υποβολής παρατηρήσεων κατά του τετάρτου εναγοµένου. Μάλιστα σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που προσκομίζεται, εμφανίζονται οι υπεύθυνοι πλοιοκτησίας εκμεταλλευόμενοι του γεγονότος ότι τα περιστατικά παρενόχλησης στο χώρο εργασίας είναι δυσαπόδεικτα (κυρίως λόγω του ότι ο δράστης έχει λάβει τα μέτρα του αφού έχει στοχοποιήσει το θύμα του), να υποβάλουν στον πλοίαρχο το ερώτημα για το αν υπήρξε αυτόπτης στα γεγονότα που τους μετέφερε ή αν αυτά αφορούν μόνο αφηγήσεις της ανθυποπλοιάρχου, εκφράζοντας έτσι μια πρώτη δυσπιστία στο πρόσωπο της, και συνάμα διατυπώνοντας την άποψη τους ότι αν πρόκειται μόνο για δικές της αφηγήσεις δεν υφίσταται κανένα θέμα και ότι συνεπώς η ενάγουσα είναι εκ των προτέρων αναξιόπιστη. Επομένως οι υπεύθυνοι πλοιοκτησίας παρά την ενημέρωση τους, αποφάσισαν καταρχάς να αγνοήσουν και να υποτιμήσουν τη σοβαρότητα του θέματος που τους παρουσιάστηκε, παρόλο που αφορούσε σοβαρό περιστατικό που συνδεόταν με την εργασία ναυτολογημένων από αυτούς προσώπων και τις έμφυλες σχέσεις στο χώρο εργασίας, ενώ προκειμένου να αποδώσουν την πλήρη ευθύνη στη γυναίκα ανθυποπλοίαρχο για το όλο θέμα στη συνέχεια μεθόδευσαν την απόλυση της. Ειδικότερα περί τα µέσα Αυγούστου 2015, ο αρχικός Πλοίαρχος του πλοίου αντικαταστάθηκε µε έτερο Πλοίαρχο, τον …………, µε τον οποίον επίσης η ενάγουσα είχε άριστη συνεργασία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της και στη συνέχεια στις αρχές Σεπτεµβρίου 2015 απεστάλη από τους υπευθύνους πλοιοκτησίας ηλεκτρονικό µήνυµα στο νέο Πλοίαρχο µε ορισµένες αντικαταστάσεις µελών του πληρώµατος, στα οποία περιλαμβανόταν και η εκκαλούσα εφεσίβλητη ανθυποπλοίαρχος παρόλο που η σύµβασή της έληγε αργότερα στις 27-11-2015, γεγονός που από μόνο του καταδεικνύει ότι οι υπεύθυνοι πλοιοκτησίας θέλησαν να καταδείξουν ότι την απολύουν πρόωρα λόγω παραπτώματος της. Σε απάντηση του ανωτέρω µηνύµατος ο νέος Πλοίαρχος, ερώτησε την εταιρία, για ποιον λόγο η ενάγουσα συµπεριλαµβάνεται στο πλήρωµα προς επαναπατρισµό, αφού δεν είχε ολοκληρώσει ακόµα τη σύµβασή της. Απηύθυνε μάλιστα προς τους τρεις πρώτους εναγοµένους την έκκληση να την διατηρήσουν ως µέλος του πληρώµατος τουλάχιστον µέχρι τη λήξη της συµβάσεώς της, γεγονός που καταδεικνύει ότι και ο ίδιος κατανόησε ότι η πρόωρη απόλυση της ανθυποπλοιάρχου δεν οφειλόταν σε παράπτωμα της αλλά οφειλόταν στο γεγονός ότι αυτή παραπονέθηκε για παρενόχληση από μέρους του πρώτου μηχανικού. Οι υπεύθυνοι όμως πλοιοκτησίας, δηλαδή η Λιβεριανή εταιρία και οι εκπρόσωποι της στην Ελλάδα δεν μετέβαλαν την απόφασή τους και στις 9-09-2015 κατήγγειλαν τη σύµβαση εργασίας της, χωρίς όµως να της καταβάλουν τη νόµιµη αποζηµίωση απόλυσης όπως ήδη προαναφέρθηκε, φρόντισαν όµως να καλύψουν τα έξοδα επαναπατρισµού της ενημερώνοντας τον πλοίαρχο ότι σε περιπτώσεις επεισοδίων μεταξύ μελών του πληρώματος απολύεται ο μικρότερος, στον οποίο γνωστοποίησαν προφορικά τη βούληση τους να μην απασχολούν πλέον γυναίκες. Κατόπιν των ανωτέρω οι τρεις πρώτοι εφεσίβλητοι υπεύθυνοι πλοιοκτησίας – εργοδοσίας οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην εκκαλούσα ενάγουσα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, λόγω της παράνομης συμπεριφοράς τους δηλαδή της ενέργειας τους να την απολύσουν ή της παράλειψης τους να τη διατηρήσουν στη θέση εργασία της. Το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που πρέπει να καταβληθεί εξ αυτού του λόγου προσδιορίζεται στο ποσό των 8.000 ευρώ που θεωρείται εύλογο, αν ληφθεί υπόψη το μέγεθος της αδικίας που δοκίμασε η γυναίκα εργαζόμενη, η οποία, παρόλο που ήταν το θύμα της παρενόχλησης, απομακρύνθηκε από τη θέση εργασίας της, ένιωσε ότι δυσπιστούν στο πρόσωπο της, διότι πέραν του πλοιάρχου στον οποίο είχε αφηγηθεί τα γεγονότα δεν μπόρεσε να επιδείξει άρρενες μάρτυρες των όσων ανέφερε σε βάρος του πρώτου μηχανικού, ενώ ταυτόχρονα ουδεμία μομφή επιρρίφθηκε στον πρώτο μηχανικό ο οποίος διατήρησε τη θέση του στο πλοίο. Στην ουσία οι υπεύθυνοι πλοιοκτησίας επιχείρησαν με την ανωτέρω ενέργεια τους (απόλυση της δέκτριας παρενόχλησης και διατήρηση του φερόμενου ως αυτουργού στη θέση του) να ενισχύσουν τη θέση του τελευταίου έναντι τυχόν μελλοντικών αξιώσεων της ανθυποπλοιάρχου, και στην ουσία ενθάρρυναν τυχόν τέτοια μελλοντική συμπεριφορά του, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο διατηρήσας τη θέση στο πλοίο έχει ασκήσει σε βάρος της ενάγουσα έγκληση για συκοφαντική δυσφήμηση, αλλά και αγωγή με την οποία αιτείται για την επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητας του λόγω συκοφαντικής δυσφήμησης το ποσό των 50.000 ευρώ. Να σημειωθεί ότι επί της προαναφερόμενης αγωγής του έχει εκδοθεί η με αριθμό 3766/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που ανέβαλε την έκδοση απόφασης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αγωγής της εκκαλούσας. Για τον προσδιορισμό του ύψους της παραπάνω χρηματικής ικανοποίησης λαμβάνεται υπόψη το είδος και η έκταση της προσβολής που υπέστη η απολυθείσα στην προσωπικότητά της, την τιµή και την υπόληψή της, αλλά και ως εργαζόμενη και η κοινωνική και οικονοµική θέση, αλλά και η εν γένει κατάσταση των διαδίκων µερών, που διαχειρίζονται και εκµεταλλεύονται το ανωτέρω φορτηγό πλοίο, ενώ η ενάγουσα βιοπορίζεται αποκλειστικά από την εργασία της. Όταν δε έχει δοθεί και αποζημίωση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και το ύψος της επιδικαζόμενης για υλική ζημία αποζημίωσης, έτσι ώστε να μην υπάρχει μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του ύψους της χρηματικής αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποιήσεως, ενόψει και της επιταγής των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος που δίνουν την υπεροχή στα ηθικά αγαθά (Γ. Καράκωστα Η ικανοποίηση της μη περιουσιακής ζημίας ΝοΒ 34, 1391, Στ. Πατεράκη Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 1995, 424). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που ενώ επιδίκασε ως αποζημίωση 13.216 δολάρια ΗΠΑ πλέον αντιτίμου τροφής στην εκκαλούσα στη συνέχεια έκρινε ότι το ποσό που πρέπει να επιδικαστεί στην εκκαλούσα ενάγουσα για την αιτία αυτή δηλαδή λόγω της πρόωρης απώλειας της θέσης εργασίας χωρίς καμία υπαιτιότητα της απολυθείσας ανέρχεται στο ποσό των 3.000 ευρώ εσφαλμένα τις διατάξεις περί προσδιορισμού εφήρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της …./2017 αντεφέσεως – εφέσεως πρέπει επομένως κατά το κεφάλαιο αυτό να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη. Λόγω δε της παραδεκτής μετατροπής μέρους του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό θα υποχρεωθούν οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον με βάση τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 762/1978, 70 και 71 του ΑΚ (ΕφΠειρ 435/2011 ΕΝΔ 40, 21, που ρυθμίζει την ευθύνη σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο (ΕφΠειρ 259/2012 ΕΝΔ 40, 170 και ΕφΠειρ 464/2011 ΕΝΔ 40, 8) ως χρηματική ικανοποίηση στην ενάγουσα το ποσό των 6.000 ευρώ και επιπλέον θα αναγνωριστεί η υποχρέωση τους να της καταβάλουν εις ολόκληρον για την παραπάνω αιτία το ποσό των 2.000 ευρώ, εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση. Όμως αναφορικά με την αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου μηχανικού, δεν αρκεί το γεγονός ότι ήταν ναυτολογημένος από τους υπεύθυνους πλοιοκτησίας για να εφαρμοστούν οι διατάξεις περί προστήσεως και να ευθύνεται η πλοιοκτήτρια, διαχειρίστρια και εκπρόσωπος του πλοίου, καθώς ναι μεν το περιστατικό της σεξουαλικής παρενόχλησης έλαβε χώρα στο εργασιακό περιβάλλον και εξ αφορμής της εργασίας, όμως ουδεμία οδηγία ακολουθούσε ο πρώτος μηχανικός από την εργοδότρια προκειμένου να εφαρμοστούν οι διατάξεις περί προστήσεως που θεμελιώνουν την εις ολόκληρον ευθύνη, καθώς μεταξύ της προπεριγραφόμενης ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν δεν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η συμπεριφορά αυτή δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση, αφού οι οδηγίες των τριών πρώτων εναγομένων εκκαλούντων εφεσίβλητων αφορούσαν μόνο την εκτέλεση των εργασιακών του καθηκόντων και δεν εκτείνονταν στην ευπρεπή συμπεριφορά προς τους υπόλοιπους ναυτολογημένους. Επιπλέον δεν αποδείχθηκε ότι οι υπεύθυνοι πλοιοκτησίας δεν είχαν λάβει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να προλαμβάνουν τέτοιου είδους συμπεριφορές ακόμη και στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι σε εξαιρετικές περιστάσεις απασχολούσαν γυναίκες, η δε χρήση αλκοόλ από τους ναυτικούς δεν οδηγεί από μόνη της σε συμπεριφορά όπως αυτή του πρώτου μηχανικού, η οποία ήταν καθημερινή και με σταθερό υπόβαθρο και συνεπώς όχι ευκαιριακή και δεν συνδέεται αιτιωδώς με ενέργειες ή παραλείψεις της εργοδοσίας, η οποία δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να προβλέψει αυτού του είδους την εξέλιξη ακόμη και λόγω του ότι ο πρώτος μηχανικός ήταν αυτός που είχε μεσολαβήσει για την πρόσληψη της ενάγουσας ως ανθυποπλοιάρχου, και συνεπώς η προϋπόθεση της εσωτερικής συνάφειας δεν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ακολούθως για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου μηχανικού η ενάγουσα εκκαλούσα εφεσίβλητη δικαιούται χρηµατικής ικανοποίησης με βάση τα άρθρα 57, 59 και 932 του ΑΚ, το παρόν Δικαστήριο δε λαµβάνοντας υπόψη τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπρακτική συμπεριφορά του τελευταίου, ο οποίος είχε θέση εργασίας ανώτερη από αυτή της εκκαλούσας ενάγουσας εφεσίβλητης, το γεγονός ότι τα προπεριγραφόμενα περιστατικά παρόλο που είχαν διάρκεια δεν κατέληγαν σε θωπείες σε ευαίσθητα σημεία του σώματος της ενάγουσας και συνιστούν μια παρενόχληση μέσης έντασης σε σχέση με τα καταγεγραμμένα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης σε χώρους εργασίας με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, την προσβολή που υπέστη η ενάγουσα εκκαλούσα εφεσίβλητη στην προσωπικότητά της, την τιµή και την υπόληψή της, την αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου μηχανικού, ο οποίος αν και διατήρησε τη θέση εργασίας του άσκησε αγωγή περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εκ της φερόμενης συκοφαντικής δυσφημήσεως αιτούμενος το ποσό των 50.000 ευρώ, και τέλος την κοινωνική και οικονοµική θέση, αλλά και την εν γένει κατάσταση των συγκεκριμένων διαδίκων, κρίνει ότι με βάση και την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να της επιδικαστεί χρηµατική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων της υποθέσεως, χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 πλειοψ.), το οποίο οφείλει να της καταβάλει μόνο ο τέταρτος εναγόμενος πρώτος μηχανικός. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι το παραπάνω ποσό χρηματικής ικανοποίησης οφείλουν οι ολόκληρον οι εναγόμενοι και ότι πρέπει να επιδικαστεί το ποσό των 4.000 ευρώ εσφαλμένα τις διατάξεις περί προστήσεως ερμήνευσε και εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς κατά παραδοχή του δευτέρου λόγου της με αριθμό ……/2017 εφέσεως και του λόγου της …../2017 εφέσεως της ανθυποπλοιάρχου που αφορά το ύψος της οφειλόμενης από τον τέταρτο εφεσίβλητο χρηματικής ικανοποίησης. Ακολούθως των ανωτέρω και αφού δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η με αριθμό …../2017 έφεση, και ό,τι άλλο κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό ενώ να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της ήττας του (183 και 176 του ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, και να γίνουν κατά ένα μέρος δεκτές υπό τα προαναφερόμενα ως ουσιαστικά βάσιμες, α) με αριθμό …./2017 έφεση και β) η με αριθμό …../2017 αντέφεση και να εξαφανισθεί ως προς τα κεφάλαια αυτά (περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αφενός λόγω της πρόωρης απόλυσης που οφείλεται από τους τρεις πρώτους εναγόμενους και αφετέρου λόγω της προσβολής προσωπικότητας λόγω της σεξουαλικής παρενόχλησης που οφείλεται από τον πρώτο εναγόμενο) και το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης, η εκκαλούμενη με αριθμό 1264/21.3.2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), ενώ οι υπόλοιπες διατάξεις της δεν θίγονται και θα αναδιατυπωθούν στο διατακτικό της παρούσας για το ενιαίο της εκτέλεσης. Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από …./8.122015 αγωγής της ενάγουσας και να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, και να υποχρεωθούν οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι σε αυτοί να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα κατά την εκκαλουμένη το ποσό των 13.216 δολαρίων ΗΠΑ ως αποζημίωση απόλυσης και για απωλεσθέντες μισθούς (4.800 δολάρια + 8.416 δολάρια) σε ευρώ µε τη επίσηµη ισοτιµία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωµής, πλέον του επιδόματος τροφής ύψους 616,05 ευρώ, εντόκως για τους απολεσθέντες µισθούς από την παρέλευση της δήλης ηµέρας καταβολής κάθε µηνιαίου µισθού, που συµπίπτει µε την τελευταία µέρα κάθε µήνα, κατά τον οποίο η ενάγουσα θα παρείχε την εργασία της (άρθρα 341 παρ. 1 και 655 ΑΚ), για την αποζηµίωση απόλυσης και την τροφοδοσία από την εποµένη της απόλυσης αυτής (που έλαβε χώρα στις 9-09-2015), και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 6.000 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή μέχρι την εξόφληση, να αναγνωριστεί ότι αυτοί οφείλουν επιπλέον να της καταβάλουν εις ολόκληρον για την παραπάνω αιτία το ποσό των 2.000 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 του ΑΚ) και τέλος να υποχρεωθεί ο τέταρτος εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 5.000 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή μέχρι την εξόφληση. Μέρος των δικαστικών εξόδων της αντεκκαλούσας ενάγουσας εφεσιβλήτου και των δύο βαθμών βαρύνουν τους εναγόμενους εκκαλούντες αντεφεσίβλητους λόγω της εν μέρει ήττας τους κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα (άρθρα 176, 178, 191 παρ. 2 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ` αντιμωλία των διαδίκων τις με αριθμό …../10.5.2017, …../30.5.2017 εφέσεις και τη με αριθμό …../2017 αντέφεση κατά της με αριθμό 1264/21.3.2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων,

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις και την αντέφεση

Απορρίπτει τη με αριθμό ……/2017 έφεση και ό,τι άλλο έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Επιβάλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης δηλαδή το ποσό των εξακοσίων πενήντα ευρώ (650)

Δέχεται κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν τις με αριθμό …../2017 έφεση και β) τη με αριθμό …../2017 αντέφεση

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ ως προς τα κεφάλαια αυτά και το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης την εκκαλούμενη με αριθμό 1264/21.3.2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από ……/8.122015 αγωγής

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από ……/8.12.2015 αγωγή

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους τρεις πρώτους εναγόμενους σε αυτή να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα α) το ποσό των δέκα τριών χιλιάδων διακοσίων δεκαέξι δολαρίων ΗΠΑ (13.216) σε ευρώ µε τη επίσηµη ισοτιµία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωµής εντόκως ως προς το ποσό των 8.416 δολαρίων ΗΠΑ από την παρέλευση της δήλης ηµέρας καταβολής κάθε µηνιαίου µισθού, και ως προς το ποσό των 4.800 δολαρίων ΗΠΑ από τις 10.9.2015 καθώς και β) το ποσό των έξι χιλιάδων εξακοσίων δέκα έξι ευρώ και πέντε λεπτών του ευρώ (6.616,05) εντόκως ως προς το ποσό των 616,05 από τις 10.9.2015 και ως προς το ποσό των 6.000 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση,

Αναγνωρίζει ότι οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι οφείλουν επιπλέον να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000) με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση

Υποχρεώνει τον τέταρτο εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση,

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης αντεκκαλούσας ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας στους εναγόμενους αντεφεσίβλητους εκκαλούντες δηλαδή το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ και ορίζει ότι από αυτό το ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500) βαρύνει εις ολόκληρον τους τρεις πρώτους εναγόμενους και το υπόλοιπο ποσό των χιλίων ευρώ (1.000) τον τέταρτο εναγόμενο

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  2 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

H ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ