Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 15/2018

Αριθμός     15/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 5145/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε με την παρουσία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  στις 23-11-2015, δηλαδή  εντός της οριζόμενης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ προθεσμία, των τριών ετών από τη δημοσίευση της απόφασης στις 23-11-2012, δεδομένου ότι δεν προέκυψε ούτε άλλωστε επικαλούνται ο διάδικοι επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρ. 495, 511, 516 § 1 ΚΠολΔ). Συνεπώς,  αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ΄ ιδίαν λόγων της   κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 21-1-2010 (αριθ. κατάθ. ……../2010) αγωγή, που άσκησαν οι ενάγοντες  κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επικαλούμενοι ότι έχουν καταστεί κυρίως με παράγωγο, άλλως επικουρικώς με πρωτότυπο τρόπο (τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία) σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα, ο μεν πρώτος εξ αυτών  κύριος και ψιλός κύριος, η δε δεύτερη  επικαρπώτρια κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά του σ΄αυτή (αγωγή) περιγραφόμενου ακινήτου (αγροτεμαχίου μετά ισογείου οικίας), κείμενου στη θέση «……», του Δήμου …. Σαλαμίνας, το οποίο  έχει καταχωρηθεί στο κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας εσφαλμένα ως αποκλειστικής κυριότητας του εναγόμενου, Ελληνικού Δημοσίου, γεγονός που προσβάλλει τα ως άνω εμπράγματα δικαιώματα τους,  ζητούσαν να αναγνωρισθούν  ως κύριος, ψιλός κύριος και επικαρπώτρια αντίστοιχα επί του επιδίκου και να διορθωθεί η ανακριβής κτηματολογική εγγραφή. Επ’αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ ουσίαν και διατάχθηκε η διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών στο οικείο  Κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνος και η διαγραφή, από το σχετικό φύλλο, του Ελληνικού Δημοσίου ως κυρίου του επίδικου ακινήτου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εναγόμενο  με την υπό κρίση έφεση του για τους λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί  η σε βάρος του αγωγή.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο», όπως ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον –επομένως, πέραν του πραγματικού κυρίου και ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος του πραγματικού δικαιούχου, ο δανειστής κλπ. (ενάγων)-, στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου (εναγόμενος), να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Ειδικά στην περίπτωση που αναγράφεται «άγνωστος» ως δικαιούχος κυριότητας και η επικαλούμενη αιτία κτήσης από τον ενάγοντα είναι η έκτακτη χρησικτησία, η εν λόγω αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως, η επί αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απόφαση έχει πρωτίστως αναγνωριστικό χαρακτήρα-ενίοτε καταψηφιστικό (σε περίπτωση που ζητείται και απόδοση)-, ενώ η διάταξη περί διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών έχει παρακολουθηματικό διαπλαστικό χαρακτήρα και γι΄αυτό απαιτείται ο αυξημένος βαθμός ωριμότητας του αμετάκλητου αυτής, ώστε να επέλθει η διόρθωση με την ταυτόχρονη δημιουργία κατ΄άρθρο 7 του Ν. 2664/1998 του αμάχητου τεκμηρίου ακριβείας της κτηματολογικής πρώτης εγγραφής. Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον Κτηματολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 2664/1998) δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία. Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής θα πρέπει, πέραν των στοιχείων που απαιτεί το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο: α) Ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ήτοι παράγωγο (πχ σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) ή πρωτότυπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) ή με οποιοδήποτε άλλο προβλεπόμενο από το νόμο (πχ. παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα ή με την προσφυγική νομοθεσία, με αναδασμό, με πράξη εφαρμογής κλπ) κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή και είχε ταύτη (κυριότητα) στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο(έναρξη λειτουργίας του Ε.Κ.). Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή, όπως καθορίζονταν με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και πλέον για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 721/2015, ΑΠ 1500/2013, ΕφΑθ 600/2016, ΕφΑθ 618/2015, ΕφΠατρ 226/2012 όλες δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ΄άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (974 του ΑΚ) και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδεχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε εμφανείς πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 80/2015, ΑΠ 27/2015, ΑΠ 26/2015 όλες δημ. στη ΝΟΜΟΣ). β) Ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) του επιδίκου ακινήτου, ο οποίος είναι 12ψήφιος και μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού(άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2664/1998). Πρόκειται για μία ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου. Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο (άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 2664/1998). Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο-γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο κτηματολογικό διάγραμμα, το οποίο και επισυνάπτεται στην αγωγή και όχι τμήμα του, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ, χωρίς να απαιτείται θέση, σύνορα, εμβαδόν, πλευρικές διαστάσεις ή τυχόν επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος, όπως απαιτείται στις λοιπές εμπράγματες αγωγές για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου, καθόσον ελλοχεύει ο κίνδυνος όπως η περιγραφή του ακινήτου να μην ταυτίζεται με το γεωτεμάχιο που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο ΚΑΕΚ, με συνέπεια να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες και αντιφάσεις στην αγωγή. Εάν βέβαια, το επίδικο αποτελεί τμήμα ενός μείζονος γεωτεμαχίου, οπότε σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής θα επέλθουν χωρικές μεταβολές, τότε η περιγραφή του επιδίκου τμήματος πρέπει να γίνει με λεπτομερή περιγραφή κατά θέση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και συντεταγμένες κορυφών σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87, η οποία θα πρέπει να ταυτίζεται με το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, που επί ποινή απαραδέκτου θα πρέπει να προσκομισθεί κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με την τροποποίηση με το Ν. 4164/2013 και γ) Την ανακριβή εγγραφή, που περιέχεται στο κτηματολογικό φύλλο και ενδεχομένως και στο κτηματολογικό διάγραμμα και της οποίας ζητείται η διόρθωση.

IV.Στην προκείμενη περίπτωση το εκκαλούν με τον  πρώτο λόγο της έφεσής του παραπονείται, επαναφέροντας σχετικό ισχυρισμό, που ανέπτυξε και με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη ένεκα της αοριστίας της ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου και τους απώτερους δικαιοπαρόχους των εναγόντων, αλλά και την περιγραφή των πράξεων νομής αυτών επί του επιδίκου.

  1. V. Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής, σε αυτό πλην του ΚΑΕΚ  του επιδίκου ακινήτου,    γίνεται και επιπλέον αναφορά σε θέση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και εμβαδόν αυτού  καθώς και στις όμορες ιδιοκτησίες με αριθμό ΚΑΕΚ, ώστε να εξατομικεύεται πλήρως και να μην γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητα του. Περαιτέρω, οι εφεσίβλητοι εκθέτουν ότι :α) ο μεν πρώτος εξ αυτών απέκτησε κατά ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου τη πλήρη κυριότητα επ’αυτού δυνάμει της νομίμως μεταγραμμένης με αριθμό …../1987 πράξης αποδοχής κληρονομίας του πατέρα του ………, που συνετάγη από την συμβολαιογράφο Χαλκίδας, ……..,  κατά ποσοστό 5/16 εξ αδιαιρέτου τη ψιλή κυριότητα, με γονική παροχή από την δεύτερη ενάγουσα δυνάμει του με αριθμό …./1988 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ……….., νόμιμα μεταγραμμένου, και κατά ποσοστό 3/16 τη πλήρη κυριότητα και 5/16 την ψιλή κυριότητα με δωρεά από τον αδερφό του, …….., δυνάμει του με αριθμό …./2004 δωρητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………., νόμιμα μεταγραμμένου. Ότι οι  ανωτέρω  δικαιοπάροχοι του απέκτησαν τα προαναφερόμενα ιδανικά μερίδια τους επί της πλήρους και ψιλής κυριότητας του επιδίκου ως εξής : οι γονείς του, … και …. κατά εξ αδιαιρέτου ποσοστό 8/16  έκαστος την πλήρη κυριότητα με αγορά από τον …….. δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος συμβολαίου, με αριθμό …../1963 του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……, και ο αδερφός του …….. τα μεν 3/6 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας δυνάμει της με αριθμό …../1988 πράξης αποδοχής κληρονομίας του πατέρα τους, που συνετάγη από την συμβολαιογράφο Σαλαμίνας …….., νόμιμα μεταγραμμένης και τα 5/16 της ψιλής κυριότητας  με γονική παροχή από  την μητέρα τους, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος με αριθμό …../1988 συμβολαίου της ίδιας συμβολαιογράφου, και β)  η  δεύτερη ενάγουσα απέκτησε κατά ποσοστό 10/16 εξ αδιαιρέτου την επικαρπία ως εξής: δυνάμει του ως άνω νομίμως μεταγραφέντος συμβολαίου, με αριθμό …./1963 του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……., αυτή απέκτησε   κατά εξ αδιαιρέτου ποσοστό 8/16   την πλήρη κυριότητα με αγορά από τον ………, ακολούθως δε με τη νομίμως μεταγραμμένη με αριθμό ……/1987 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συζύγου της ………..,  απέκτησε και το ποσοστό 2/16 αυτής, ενώ με τα προαναφερθέντα συμβόλαια γονικής παροχής μεταβίβασε τα ανωτέρω ποσοστά ψιλής κυριότητας στα τέκνα της, παρακρατώντας για τον εαυτό της την ισόβια επικαρπία κατά το αντίστοιχο μέρος. Ότι στον ως άνω δικαιοπάροχο τους ……… το επίδικο είχε περιέλθει κατά πλήρη κυριότητα ως τμήμα ευρύτερης έκτασης με αγορά από την …………… δυνάμει του νομίμως μεταγραμμένου με αριθμό ……./ 8-10-1960 πωλητήριου συμβολαίου του συμβολαιογράφου ……… και στη τελευταία ως τμήμα μείζονος έκτασης από κληρονομία του προ 90 ετών αποβιώσαντος πατέρα της, ………. σε συνδυασμό με την με αριθμό 38/1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας. Ότι αυτοί νέμονται το επίδικο για χρονικό διάστημα σαράντα (40) ετών, προσμετρώντας στο δικό τους χρόνο νομής το χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων τους, ενενήντα (90) ετών, ασκώντας σ΄ αυτό με καλή πίστη τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις και συγκεκριμένα οι απώτεροι δικαιοπάροχοι τους, ……… και  ………. καλλιεργούσαν το επίδικο με  δημητριακά και άμπελο, η τελευταία δε μέχρι την κατάτμηση της ευρύτερης έκτασης  σε οικόπεδα και την πώληση τους, ενώ οι ………. και ……….., δεύτερη ενάγουσα, ανήγειραν σε αυτό ισόγεια οικία. Η με το προεκτεθέν περιεχόμενο και αιτήματα αγωγή είναι νόμιμη και ορισμένη και ο τα αντίθετα υποστηρίζων οικείος λόγος της έφεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

VΙ. Κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ.1 Κωδ.(7.39), ν.9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν.2 παρ.20 Πανδ. (41.4), ν.6 Πρ.Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν.7 παρ.3 Πανδ.(23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν από τις 23.2.1946), σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν ασκήσεως νομής πάνω σ΄αυτό με καλή πίστη και διάνοια κυρίου σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν.20 παρ.12 Πανδ.(5.8), ν.27 Πανδ. (18.1), 10, 15 παρ.3, 17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 και 5 παρ.1 Πανδ. (41.10), 109 Πανδ.(50.16) και 2 παρ.7 και 4 παρ.1 Πανδ. (51.4) καλή πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ΄ουσίαν το δικαίωμα κυριότητος άλλου. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21-6/3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων» συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11.9.1915, όπως αυτό προκύπτει αφενός από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου» που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 22-4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», με τις οποίες ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, συνεπώς και η χρησικτησία πάνω σ΄αυτά (σχ. ΟλΑΠ 75/1987 ΕλλΔνη 32.1483, ΑΠ 178/2004 ΧρΙΔ Δ.529). Κατά δε το άρθρο 4 παρ.1 και 2 του Α.Ν. 1539/1938 «περί προστασίας των Δημοσίων κτημάτων», τα δικαιώματα επί ακινήτων του Δημοσίου δεν υπόκεινται σε παραγραφή, κάθε δε παραγραφή ή οποία έχει αρχίσει πριν από την ισχύ του, δεν έχει νόμιμη συνέπεια αν αυτή δεν συμπληρώθηκε μέχρι της ισχύος του, σύμφωνα με τους προϊσχύσαντες νόμους (σχετ. ΑΠ 1281/2002 ΕλλΔνη 44.194, ΑΠ 1812/2001 ΕλλΔνη 43.1433, ΑΠ 1146/99 ΕΕΝ 2001.68). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι προϋπόθεση της συμπλήρωσης της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του μέχρι την 11.9.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητος με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά την 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις. Επιπλέον, με τη διάταξη του άρθρου 1 του Β.Δ. της 16.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών» σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ιδίου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας ήθελαν αναγνωρισθεί από την Γραμματεία των Οικονομικών στην οποία έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από την δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος, που έχει ισχύ νόμου. Έτσι, με τις παραπάνω διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητος επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους, κατά τον χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη, κατά τη διαδικασία του διατάγματος αυτού, προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά τον χρόνο ισχύος του εν λόγω διατάγματος. Εξάλλου κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων θεωρείται δάσος κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά, οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του νόμου ΛΧΝ΄/1888 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών» η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο νόμο 3077/1924 «περί δασικού κωδικός» και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ.1 και 2 του νόμου 998/1979. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προς εκείνες που μνημονεύονται στην υπό στοιχείο Α μείζονα σκέψη, συνάγεται ότι προκειμένου περί δημοσίων δασών, για την κτήση επ΄ αυτών κυριότητος με έκτακτη χρησικτησία, έπρεπε η τριακονταετής νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11.9.1915 (ΟλΑΠ 75/1987 ο.π., ΑΠ 389/1999 ΕλλΔνη 40.1714, ΑΠ 1404/98 ΕλλΔνη 40.85, ΑΠ 191/97 ΕΔΝη 38.1543, Ε.Πειρ. 626/2010 αδημ. σε νομικό τύπο). Περαιτέρω, από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο της 21-1/3.2.1830 «περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος» (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19-6/1.7.1830,  σε  συνδυασμό  με  τις  ρυθμίσεις  της από 27-6/9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως  «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 21-6/10.7.1837 «περί διακρίσεως κτημάτων» προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητα του περιήλθαν εκείνα μόνον τα κτήματα των Οθωμανών τα οποία κατά την διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία κατά τον χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα) Οθωμανούς  πρώην κυρίους αυτών και  δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο (σχ. ΑΠ 1162/2002 ΝοΒ 50.1281, ΕΑ 1518/2002 αδημ.,  Ι.Καραγιάννη, Νομικά Προβλήματα από τη δασική νομοθεσία κτλ, ΝοΒ 26.1133, Ευθ. Κουρουσόπουλου-Δασική ιδιοκτησία και διαχείρισις, εκδ 1978 σελ. 184). Σημειωτέον ότι, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα,  αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31.3.1833 με βάση την από 27-6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών αρχών,  ενώ εξάλλου κατά  την διάρκεια  της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική  (από 25.5.1827  έως 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829 ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παρεχώρησε δωρεάν  στους Αθηναίους (Οθωμανούς και  Έλληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 πρωτόκολλο ανεξαρτησίας  της  Ελλάδος  και  με  την  πιο πάνω  Συνθήκη  της Κωνσταντινουπόλεως (σχ. Ευθ. Κουρουσόπουλο, ο.π., σελ. 183-185 και 198, ΕΠειρ 626/2010). Τέλος, κατά το άρθρο 1 του ΒΔ της 12.12.1833, που έχει ισχύ νόμου «περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834» όλα τα λιβάδια για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά στη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει και από (1) το άρθρο 1 παρ.2 του νόμου ΚΘ΄ 31-1/18.2.1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητουμένων λειβαδίων, άνευ βλάβης των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους, και (2) από το άρθρο 3 του νόμου ΨΗΖ/1880 κατά το οποίο οι κοινότητες ως προς τα κοινοτικά λιβάδια, διατηρούν απέναντι των ιδιωτών την νομική κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων έγιναν μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Περαιτέρω, από τις προαναφερόμενες  διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου περί κτήσεως κυριότητος ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, 18 και 21 του νόμου της 21-6/3.7.1837, 21 του Ν.Δ. της 22-4/16.5.1926, 60 του νόμου ΣΟΖ΄/1855 και 12 παρ.1 του νόμου ΔΝΖ/1912 προκύπτει ότι είναι δυνατή η κτήση κυριότητος επί βοσκοτόπων εθνικών ή μη, και από ιδιώτες, εφόσον αυτοί τους νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και την 11.9.1915). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ.2 εδ.α΄ και 3, 6 παρ.1 και 2, 7 παρ.3 του Ν. 2664/1998, όπως ισχύει- προκύπτει ότι α) Στο Κτηματολόγιο καταχωρούνται νομικές και τεχνικές πληροφορίες που αποσκοπούν στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων και στη δημοσιότητα των εγγραπτέων στα κτηματολογικά βιβλία δικαιωμάτων και βαρών, με τρόπο που διασφαλίζει τη δημόσια πίστη, προστατεύοντας κάθε καλόπιστο συναλλασσόμενο που στηρίζεται στις κτηματολογικές εγγραφές.

VΙI.Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων  που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται,  λαμ­βανομένων υπόψη αυτεπαγγέλτως και των διδαγμάτων της κοινής πείρας (336 αρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι  γεωτεμάχιο, επιφάνειας 427 τμ κατά τον αρχικό τίτλο κτήσης, που βρίσκεται στη θέση «……….» της κτηματικής περιφέρειας  του ήδη δημοτικού διαμερίσματος …, του Δήμου … της νήσου Σαλαμίνας. Κατόπιν νεότερης καταμέτρησης και δη σύμφωνα με το από μηνός Μαρτίου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου μηχανικού, ……., αυτό βρίσκεται εκτός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, εκτός ΓΠΣ και εντός ζώνης, είναι μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, έχει έκταση 448 τμ, εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα ΑΒΓΔΑ και συνορεύει  βόρεια με ιδιοκτησία κληρονόμων …….., ανατολικά με ιδιοκτησία αγνώστων, νότια με ιδιοκτησία ……. και δυτικά με εγκεκριμένη οδό ονομαζόμενη ……. Κατά το κτηματολόγιο το γεωτεμάχιο αυτό έχει λάβει ΚΑΕΚ ………. και έχει εμβαδόν 431 τμ. Αυτό περιήλθε  στον  πρώτο των εφεσιβλήτων κατά ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου κατά πλήρη κυριότητα  δυνάμει της νομίμως μεταγραμμένης με αριθμό …../1987 πράξης αποδοχής κληρονομίας του πατέρα του, ……., που συνετάγη από την συμβολαιογράφο Χαλκίδας, ……..,  κατά ποσοστό 5/16 εξ αδιαιρέτου επι της ψιλής κυριότητας, με γονική παροχή από την δεύτερη ενάγουσα δυνάμει του με αριθμό …./1988 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, …….,  νόμιμα μεταγραμμένου, και κατά ποσοστό 3/16 κατά πλήρη κυριότητα και 5/16 κατά ψιλή κυριότητα με δωρεά από τον αδερφό του ……,  δυνάμει του με αριθμό …/2004 δωρητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς, . ….,  νόμιμα μεταγραμμένου. Οι ως άνω δε δικαιοπάροχοι του απέκτησαν τα προαναφερόμενα ιδανικά μερίδια τους επί της πλήρους και ψιλής κυριότητας του επιδίκου ως εξής : οι γονείς του, … και …. (και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη) κατά εξ αδιαιρέτου ποσοστό 8/16  έκαστος την πλήρη κυριότητα με αγορά από τον …… δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος συμβολαίου, με αριθμό …./1963 του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …., και ο αδερφός του …….. τα μεν 3/6 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας δυνάμει της με αριθμό …../1988 πράξης αποδοχής κληρονομίας του πατέρα τους, που συνετάγη από την συμβολαιογράφο Σαλαμίνας .. ……, νόμιμα μεταγραμμένης και τα 5/16 της ψιλής κυριότητας  με γονική παροχή από  την μητέρα τους, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος με αριθμό …../1988 συμβολαίου της ίδιας συμβολαιογράφου. Περαιτέρω, η δεύτερη εφεσίβλητη δυνάμει του ως άνω νομίμως μεταγραφέντος συμβολαίου, με αριθμό …../1963 του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………,  απέκτησε κατά εξ αδιαιρέτου ποσοστό 8/16   την πλήρη κυριότητα του επιδίκου με αγορά από τον …….., ακολούθως δε με τη νομίμως μεταγραμμένη με αριθμό …../1987 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συζύγου της ……, που συνετάγη από την συμβολαιογράφο Χαλκίδας, …….,  απέκτησε και το εξ αδιαιρέτου ποσοστό 2/16 αυτής, ενώ με τα προαναφερθέντα συμβόλαια γονικής παροχής μεταβίβασε τα ανωτέρω ποσοστά ψιλής κυριότητας στα τέκνα της, παρακρατώντας για τον εαυτό της την ισόβια επικαρπία κατά το αντίστοιχο μέρος. Στον ως άνω δικαιοπάροχο των εφεσιβλήτων ……… το επίδικο είχε περιέλθει κατά πλήρη κυριότητα ως τμήμα ευρύτερης έκτασης με αγορά από την ………. δυνάμει του νομίμως μεταγραμμένου με αριθμό …./ 8-10-1960 πωλητήριου συμβολαίου του συμβολαιογράφου …… και στη τελευταία ως τμήμα μείζονος έκτασης από κληρονομία του προ 90 ετών αποβιώσαντος πατέρα της, ……. Περαιτέρω, από την αξιολόγηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, αποδείχτηκε ότι το επίδικο ακίνητο, ουδέποτε υπήρξε δάσος, όπως η έννοια του δάσους καθορίσθηκε στη μείζονα σκέψη που προπαρατέθηκε, έτσι, ώστε εφόσον δεν αναγνωρίσθηκε νόμιμα ότι ανήκε σ ιδιώτες σύμφωνα με τη προβλεπόμενη στο βασιλικό διάταγμα της 17/29-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών διαδικασία» δια της εμπρόθεσμης προσκομιδής οθωμανικών τίτλων ιδιοκτησίας στη γραμματεία των Οικονομικών, να ισχύει ως προς αυτό το τεκμήριο κυριότητας του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, όπως αυτό ισχυρίζεται αλλά ούτε και λιβάδι ή βοσκότοπος. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι αυτό είχε ανέκαθεν αγροτική μορφή και καλλιεργείτο συνεχώς από τον  πατέρα της δικαιοπαρόχου των εναγόντων, …………., κατά μείζονα έκταση, με δημητριακά, ήδη από το έτος 1870 και εφεξής, ενώ τις αυτές πράξεις νομής ασκούσε μετά τον θάνατο του πατέρα της και η κληρονόμος του   ……, μέχρι την κατάτμηση της μείζονος έκτασης και την μεταβίβαση των αγροτεμαχίων κατά τα αναλυτικώς προεκτιθέμενα, τέλος δε όταν το επίδικο περιήλθε στους ……. και ……. (δεύτερη εφεσίβλητη), αυτοί ανήγειραν σε αυτό με δαπάνες τους ισόγεια κατοικία. Τα ανωτέρω, περί άσκησης των προαναφερόμενων διακατοχικών πράξεων  από τον ……. και ………, έγιναν εξάλλου δεκτά και   με την με αριθμό 647/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που έκρινε τελεσιδίκως επι ομοίας αγωγής των …….. και ……., για το όμορο προς νότον ακίνητο με ΚΑΕΚ ………., έκτασης 437 τμ, που αποτελεί τμήμα  μείζονος  έκτασης, 855 τμ του ………, τμήμα της οποίας  αποτελούσε και το νυν  επίδικο, που αυτός μεταβίβασε κατά τα προαναφερθέντα στους …. και …. με το με αριθμό …/1963 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……., νομίμως μεταγραφέντος. Όπως μάλιστα αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση στην ως άνω ευρύτερη έκταση πριν τον ….. ασκούσαν παρόμοιες διακατοχικές πράξεις και οι δικαιοπάροχοι του, …… και ….. από το έτος 1864. Ο αγροτικός εξάλλου χαρακτήρας του επιδίκου διαπιστώνεται αρμοδίως και με την πράξη χαρακτηρισμού με αριθμό πρωτοκόλλου …../1978 του Δασάρχη Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’αίτηση του ……., στην οποία βεβαιώνεται ότι, όπως προέκυψε μετά από αυτοψία δασικού υπαλλήλου, η ως άνω ευρύτερη έκταση των 855 τμ δεν είναι δάσος, ή δασική έκταση κατά την έννοια του Δασικού Κώδικα, δεν έχει κηρυχθεί αναδασωτέα και είναι παλαιός αγρός με ελιές σε οικισθείσα περιοχή. Τέλος, σε αντίθεση με τα όσα το εκκαλούν αβάσιμα ισχυρίζεται, δεν αποδείχθηκε ότι αυτό άσκησε στο επίδικο  οιεσδήποτε διακατοχικές πράξεις. Κατά συνέπεια, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες απέκτησαν τα ως άνω εμπράγματα δικαιώματα επί του επιδίκου με παράγωγο καταρχήν τρόπο από αληθείς κυρίους δυνάμει των νομίμων τίτλων κτήσης, αλλά και πρωτοτύπως με συνεχή και αδιάλειπτη άσκηση νομής επ’αυτού με καλή πίστη από τους ίδιους και τους δικαιοπαρόχους τους, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 130 ετών μέχρι την έναρξη ισχύος του κτηματολογίου Σαλαμίνας το έτος 2006, και μάλιστα  στο πρόσωπο των ως άνω δικαιοπαρόχων τους πληρούνται επιπλέον οι προϋποθέσεις που θέτει το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δηλαδή η συνεχής νομή του επιδίκου με διάνοια κυρίου και καλή πίστη  για χρονικό διάστημα τριάντα ετών που συμπληρώθηκε μέχρι 9-11-1915. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι εν προκειμένω, δεδομένου ότι το επίδικο δεν είναι δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση της κυριότητας του με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11-9-2015, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις (ΑΠ 1256/1997 ΕλΔνη 39.596). Κατά συνέπεια η προβληθείσα από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ένσταση ιδίας κυριότητας, που νομίμως επαναφέρεται με λόγο έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σημειωτέον δε, ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στην ευρύτερη έκταση των 18.280 τ.μ. για την οποία το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο υπέβαλε δήλωση ιδιοκτησίας στο Εθνικό Κτηματολόγιο, η οποία κατά τους ισχυρισμούς του είχε καταληφθεί από τον καταπατητή ……ή ……, σε βάρος του οποίου μάλιστα εξέδωκε τα έτη 1936, 1937, 1938 και 1939 πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως, τουτέστιν πρωτόκολλα καθορισμού αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημόσιου κτήματος, αλλά τούτο απέχει περίπου οκτώ (8) χιλιόμετρα από την παραπάνω περιοχή που έχει καταχωρηθεί ως το ΒΚ 59 δημόσιο κτήμα. Τα ανωτέρω δε έχουν γίνει δεκτά και όσον αφορά στο προς νότον κείμενο εγγύς  του επίδικου ακίνητο με ΚΑΕΚ …….. με την υπ’αρίθμ. 4908/2008 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε  επί παρόμοιας αγωγής, η σε βάρος  της οποίας ασκηθείσα έφεση του τότε και νυν εναγομένου, Ελληνικού Δημοσίου, απορρίφθηκε με την υπ΄αριθμ. 626/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, και η σε βάρος της τελευταίας αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε με την υπ’αρίθμ. 112/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, δηλαδή κρίθηκε αμετάκλητα ότι το τότε επίδικο ακίνητο δεν αποτελεί τμήμα της καταληφθείσας από το ανωτέρω πρόσωπο (…. ή …..) έκτασης. Η κρίση επί των ανωτέρω ζητημάτων εξάλλου, ενισχύεται    και από το γεγονός ότι   σύμφωνα με την με επίκληση επαναπροσκομιζόμενη από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες υπ΄ αριθ. Ε4159/2170/Ν.11549/20-4-1975 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 114/24-5-1975-τεύχος Δ΄) ανακλήθηκε προ­γενέστερη αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύ­τερης περιοχής που αφορούσε μεταξύ άλλων και το επίδικο, προς επέκταση της χερσαίας ζώνης του Λιμένος Πειραιώς, η σχετική δε ανακλητική της απαλλοτρίωσης απόφαση, που έλαβε χώρα λόγω μη συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, καθώς και διότι κρίθηκε ότι αυτή δεν ήταν πλέον αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού δημόσιας ωφέλειας, για τον οποίο κηρύχθηκε, όπως ρητά αναφέρεται σε αυτήν, και όχι διότι διαπιστώθηκε εκ των υστέρων ότι η συγκεκριμένη απαλλοτρίωση αναφέρεται σε δημόσιο κτήμα, μεταγράφηκε στην μερίδα των ….. και ………., που αφορούσε το επίδικο, οι οποίοι φέρονταν με την απόφαση, ως ιδιοκτήτες της επίδικης έκτασης (βλ. προσκομιζόμενο αντίγραφο των ως άνω μερίδων του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας). Λαμ­βανομένου δε υπόψη ότι μια περιοχή δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνον αν ανήκει σε τρίτο ιδιοκτήτη και όχι στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου (εναγομένου), συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, είναι αδύνατο να ανήκει κατά κυριότητα στο εκκαλούν, όπως τούτο αβασίμως ισχυρίστηκε, αλλά στον ενάγοντα. Οι ανωτέρω ουσιαστικές παραδοχές εξάλλου, δεν αναιρούνται από τα προσκομιζόμενα τέσσερα πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως, δηλαδή πρωτόκολλα καθορισμού αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημοσίου  κτίσματος, εκδοθέντα σε βάρος της δικαιοπαρόχου των εναγόντων, ………, με τα οποία προσδιορίσθηκε ποσό ετησίου μισθώματος για κατεχόμενη και χρησιμοποιούμενη από αυτήν δημόσια έκταση 18 στρεμμάτων και 280 τμ στη θέση «κόλπος …….» της κοινότητας Σεληνίων Σαλαμίνας για τα έτη 1926, 1927, 1928 και 1932, καθώς αφενός μεν ουδόλως αποδείχθηκε ότι το επίδικο πράγματι εμπίπτει στην εν λόγω έκταση που ρητά χαρακτηρίζεται ως αγρός και όχι ως δάσος, αφετέρου δε, διότι σε κάθε περίπτωση με την με αριθμό 38/1940 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας έγινε δεκτή η ανακοπή αυτής και ακυρώθηκε το από 7-3-1040 πρωτόκολλο της επιτροπής του νόμου 5895 με το οποίο αυτή είχε υποχρεωθεί να καταβάλει στο Ελληνικό Δημόσιο μίσθωμα κατεχόμενου αγρού για τα έτη 1926-1939, διότι, κατά τα αναφερόμενα σε αυτήν,  το συγκεκριμένο ακίνητο αποτελούσε αγρό κυριότητας της ανακόπτουσας και όχι του Ελληνικού Δημοσίου, που καλλιεργείτο ήδη από το έτος 1864 από τους απώτερους δικαιοπάροχους της ………. και …….. και εκμισθωνόταν σε τρίτα πρόσωπα. Αποδείχθηκε, επίσης ότι κατά τις πρώτες (αρχικές) εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας το επίδικο ακίνητο εσφαλμένα καταχωρήθηκε ως κυριότητας του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, ως τμήμα του με στοιχεία …….. δημοσίου κτήματος, γεγονός που προσβάλει τα δικαιώματα  πλήρους και ψιλής κυριότητας και επικαρπίας των εναγόντων. Επομένως, αφού και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο και έκανε την αγωγή δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, και απέρριψε αντιστοίχως  ως αβάσιμη την ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγόμενου, έστω και με ελλιπέστερη αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όσα δε αντίθετα ισχυρίζεται το εκκαλούν Ελληνικό δημόσιο με την έφεσή του και όλους τους λόγους που περιέχονται σ΄αυτήν κρίνονται απορριπτέα, όπως και η έφεση, ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν, στο σύνολό της. Τέλος,  τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, λόγω της ήττας του, μειωμένα σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1, 2 και 3 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ, όπως τούτο  ισχύει μετά την με αριθμό 134423/1992 ΚΥΑ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με την παρουσία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων  (300) Ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 8 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ