Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 17/2018

Αριθμός    17/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τους Δικαστές Χρήστο Τζανερρίκο, Πρόεδρο Εφετών,  Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη και Γεώργιο Βερούση, Εφέτη-Εισηγητή, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Oι κρινόμενες εφέσεις, ήτοι α) από 17-2-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2015) έφεση των δεύτερης, τρίτου και τέταρτου των εναγομένων των από 25-11-2002 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2002) και από 2-6-1999 (αριθ. εκθ. καταθ. …./1999)  αγωγών και β)από 16-1-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2015) έφεση του πρώτου των εναγομένων των παραπάνω αγωγών, κατά της με αριθμό 4513/4-11-2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε την υπόθεση κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων αμφοτέρων των παραπάνω αγωγών, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με την κατάθεσή τους στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 18-2-2015 και στις 5-2-2015 αντίστοιχα, καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στους εκκαλούντες της πρώτης έφεσης στις 20-1-2015 (βλ. επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………. επί της εκκαλουμένης), ενώ ως προς τον εκκαλούντα της δεύτερης έφεσης, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση σε αυτόν της εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης μέχρι την άσκηση της έφεσης αυτού δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρα 495 παρ. 1 και 2 , 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1,  517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 2 ως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν 4335/2015 ως εκ του χρόνου δημοσίευσης της εκκαλουμένης προ την 1-1-2016 και της συμπλήρωσης της προθεσμίας για την άσκηση της ένδικης έφεσης προ της 1-1-2018 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον οι κρινόμενες εφέσεις αρμοδίως εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ. ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4  του Ν 3994/25-7-2011 ως εκ του χρόνου άσκησης των ενδίκων εφέσεων σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 13 του Ν 3994/25-7-2011) και επίσης, έχει κατατεθεί για κάθε έφεση το απαιτούμενο παράβολο (σύμφωνα με σχετική επισημείωση του Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί των εφετηρίων) που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ.. Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, οι κρινόμενες εφέσεις είναι παραδεκτές και, αφού συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης συνάφειας μεταξύ τους (άρθρα 246 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) .

Aπό τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., κατά την οποία όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, και το συνδυασμό της με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της υποχρέωσης για αποζημίωση από αδικοπραξία απαιτείται παράνομη συμπεριφορά προσώπου, η οποία συνίσταται σε παράνομη ενέργειά του ή παράλειψη, που ενέχει προσβολή δικαιώματος ή προστατευόμενου από το νόμο συμφέροντος άλλου προσώπου, η παράνομη αυτή συμπεριφορά να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια και να προκλήθηκε από αυτήν θετική ή αποθετική ζημία άλλου προσώπου, η οποία τελεί σε αιτιώδη με αυτή συνάφεια. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 922 Α.Κ., ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του, δηλαδή διαπράττοντας αδικοπραξία. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής προστηθείς είναι το πρόσωπο, το οποίο με τη βούληση κάποιου άλλου, που χαρακτηρίζεται ως προστήσας, παρέχει σ’ αυτόν, διαρκώς ή ευκαιριακά, υπηρεσίες διεκπεραίωσης των υποθέσεών του ή προώθησης των οποιωνδήποτε συμφερόντων του, εφόσον ενεργεί υπό τον έλεγχό του ή έστω υπό την επίβλεψή του, με την έννοια ότι δεν απαιτούνται οπωσδήποτε δεσμευτικές ειδικές εντολές, αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξάρτησης, που επιτρέπει όμως μια γενική εποπτεία. Η σχέση πρόστησης δεν είναι αναγκαίο να είναι εμφανής στους τρίτους και ούτε απαιτείται η ύπαρξη δικαιοπρακτικής σχέσης μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος, αλλά μπορεί να στηρίζεται σε οποιαδήποτε βιοτική σχέση μεταξύ των μερών, νόμιμη ή παράνομη, ενώ αδιάφορο είναι αν οφείλεται ή όχι αμοιβή, καθώς και ο τρόπος πρόσληψης του προστηθέντος από τον ίδιο τον προστήσαντα ή από τρίτο για λογαριασμό του. Αδιάφορο επίσης είναι αν η αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος εκδηλώθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε ή κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, που συμβαίνει όταν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψή του τελέσθηκε μεν εντός των ορίων της υπηρεσίας του ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής αυτής, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που του δόθηκαν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον βέβαια μεταξύ της συμπεριφοράς του προστηθέντος και της υπηρεσίας του υπάρχει εσωτερική συνάφεια, δηλαδή πρέπει η υπηρεσία του να αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο για την ζημιογόνο πράξη ή παράλειψή του, η οποία δεν θα μπορούσε διαφορετικά να υπάρξει (ΑΠ 1329/2017 αδημ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 513 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., αν προσβληθεί με έφεση η οριστική απόφαση, θεωρείται ότι μαζί έχουν προσβληθεί και οι μη οριστικές που είχαν προηγουμένως εκδοθεί, και αν η έφεση δεν απευθύνεται ρητώς εναντίον τους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι θεωρούνται εκ του νόμου ως συνεκκληθείσες οι εν λόγω αποφάσεις μόνο κατά τις μη οριστικές διατάξεις τους, εφόσον στηρίχθηκε επ’ αυτών η οριστική απόφαση. Αν η προεκδοθείσα μη οριστική απόφαση περιέχει και οριστικές διατάξεις, όπως είναι εκείνες που απορρίπτουν ή δέχονται ορισμένες βάσεις ή κεφάλαια της αγωγής, δεν θεωρείται και ως προς αυτές συνεκκληθείσα, εκτός αν η έφεση ρητώς απευθύνεται και κατ’ αυτής. Αντίθετα, δεν συνιστά οριστική διάταξη κατά την παραπάνω έννοια εκείνη η διάταξη της μη οριστικής απόφασης που απορρίπτει ένσταση και επομένως μπορεί αυτή να επανεξεταστεί και να ανατραπεί από το Εφετείο, παρότι η έφεση δεν απευθύνθηκε ρητά κατά της μη οριστικής απόφασης του πρώτου βαθμού (ΑΠ 210/2010 ΕλλΔνη 2011/1386). Ακόμη κατά τη διάταξη του άρθρου 249 του Κ.Πολ.Δ., αν η διάγνωση της δια­φοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέ­σης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτε­παγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συ­ζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδο­θεί από τη διοικητικά αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί. Η αναστολή της δίκης με βάση την διάταξη αυτή ε­ναπόκειται στην κυριαρχική και ανέλε­γκτη με έφεση ή αναίρεση εξουσία του δι­καστηρίου (Εφ.Θεσ. 907/1993, Αρμεν. 1993, ΑΠ 322/1995, ΕλλΔνη 1996). Για την εφαρμογή εξάλλου της εν λόγω διατάξεως προϋποτί­θεται κατ αρχήν δεσμός προδικαστικότητας μεταξύ των δύο δικών, δηλαδή εξάρ­τηση της διαγνώσεως της διαφοράς από άλλες έννομες σχέσεις (ΕφΛαρ 637/2004 Δικ 2005.93).

Στην προκείμενη περίπτωση με την από 2-6-1999 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/1999) αγωγή, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος αμφοτέρων των συνεκδικαζομένων εφέσεων, ισχυρίστηκε ότι ο πρώτος των εναγομένων στις 9-12-1997 και περί ώρα 14:30 κατά το χρόνο της παροχής εργασίας του στη δεύτερη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρία, της οποίας ομόρρυθμα μέλη ήταν ο τρίτος και η τέταρτη των εναγομένων, διαπληκτίστηκε μαζί του κατά την κίνηση των αυτοκινήτων τους και στη συνέχεια ο εναγόμενος του προκάλεσε τις ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής σωματικές βλάβες εξαιτίας των οποίων υπέστη αναπηρία σε ποσοστό 80%. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή του, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματός της σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρονο καθένας να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 31.199.980 δραχμών που αφορούσε την απώλεια εισοδημάτων του για το χρονικό διάστημα από 9-12-1997 έως 8-12-2002 από τις ειδικότερα αναφερόμενες στην αγωγή εργασίες που θα εκτελούσε κατά το προαναφερόμενο διάστημα, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι όφειλαν να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το συνολικό ποσό των 15.540.000 δραχμών που αφορούσε απώλεια εισοδημάτων για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα από τις ειδικότερα αναφερόμενες στην αγωγή πηγές, το ποσό των 573.000 δραχμών που απώλεσε κατά το χρόνο του συμβάντος, καθώς και το ποσό των 79.985.000 δραχμών που αφορούσε τη χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, από το ποσό δε αυτό  είχε αφαιρεθεί το ποσό των 15.000 δραχμών για το οποίο ο ενάγων επιφυλασσόταν για να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων σε σχετική ποινική δίκη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Περαιτέρω ο ενάγων με την από 25-22-2002 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2002) αγωγή του επικαλούμενος την ίδια ως άνω ιστορική αιτία ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι οι ίδιοι ως άνω εναγόμενοι όφειλαν να τους καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 183.135,16 ευρώ, που αφορούσε απώλεια εισοδημάτων για το χρονικό διάστημα από 8-12-2002 έως 23-10-2009, όπως κάθε ειδικότερο κονδύλιο αναγραφόταν στο δικόγραφο της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί των παραπάνω αγωγών εκδόθηκε η με αριθμό 3946/2006 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που συνεκδίκασε τις παραπάνω αγωγές και κατά το μέρος που εκκαλείται η οριστική του απόφαση, αφού έκρινε τις αγωγές νόμιμες στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 914, 922, 926, 929, 930, 932, 346 του AK, 22 ΕμπΝ, 76, 70, 907, 908 και 176 του Κ.Πολ.Δ., στη συνέχεια ανέστειλε την εκδίκαση της πρώτης αγωγής και επίσης διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της ως άνω απόφασης. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η με αριθμό 1661/2010 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, το οποίο αφού συνεκδίκασε τις παραπάνω αγωγές, ανέστειλε την εκδίκαση των αγωγών όσον αφορά τα κονδύλια για απωλεσθέντα εισοδήματα προκειμένου να προσκομισθεί απόφαση του Ι.Κ.Α. σχετικά με τα ποσά που καταβλήθηκαν για το χρονικό διάστημα από 1-11-2001 έως 8-12-2002, αναφορικά με την πρώτη αγωγή και για το χρονικό διάστημα από 9-12-2002 έως την 23-10-2009 αναφορικά με τη δεύτερη αγωγή, από τον παραπάνω ασφαλιστικό οργανισμό στον ενάγοντα και επίσης έκανε εν μέρει δεκτή την πρώτη αγωγή ως ουσία βάσιμη ως προς τα λοιπά κονδύλια, υποχρεώνοντας τους εναγομένους να καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον ο καθένας το συνολικό ποσό των 21.240,04 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση ως προς την παραπάνω καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 10.000 ευρώ, αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 28.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη και επέβαλε σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα, τα οποία όρισε στο ποσό των 6.800 ευρώ. Μετά τη δημοσίευση της παραπάνω απόφασης εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 4513/2014 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, το οποίο αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές τις έκανε εν μέρει δεκτές ως βάσιμες κατ΄ουσίαν, υποχρεώνοντας τους εναγομένους να καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 3.561,72 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της πρώτης αγωγής, αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το ποσό των 22.229,74 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και επέβαλε σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα, τα οποία όρισε στο ποσό των 850 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις για τους αναφερόμενους σε αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, οι εναγόμενοι εκκαλούντες, οι οποίοι ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να απορριφθούν οι συνεκδικαζόμενες αγωγές, καθώς και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης .

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα με αριθμό 3946/2006 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν νόμιμα είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 9-12-1997 και περί ώρα 2:30 μ.μ. περίπου, ο ενάγων οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας …….. ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του, εργοστασίου κατασκευής ZASTAVA και εκινείτο επί της οδού Α. Γιαννούρη στο Κερατσίνι Αττικής και στο ρεύμα ανόδου αυτής, ενώ κατά τον ίδιο χρόνο ο πρώτος εναγόμενος οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ……… ΙΧΦ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», της οποίας ομόρρυθμα μέλη ήταν ο τρίτος και τέταρτη των εναγομένων, κινούμενος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Εξαιτίας της διαφωνίας μεταξύ τους αναφορικά με το ποιος από τους παραπάνω οδηγούς είχε προτεραιότητα στην οδήγηση των αυτοκινήτων τους, δημιουργήθηκε φραστικό επεισόδιο μεταξύ τους. Ακολούθως, ενώ είχαν αμφότεροι εξέλθει των οχημάτων τους, ο πρώτος εναγόμενος επιτέθηκε εναντίον του ενάγοντα και, επωφελούμενος της υπέρτερης, κυρίως λόγω ηλικίας, σωματικής του δύναμης, τον κτύπησε στο κεφάλι με τη γροθιά του, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει σοβαρές σωματικές βλάβες και συγκεκριμένα του προκάλεσε βαρειά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, κάταγμα κρανίου, μικρό επισκληρίδιο αιμάτωμα, αριστερά ωτορραγία (βλ. τη με αριθμ. πρωτ. ……./23.12.1997 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή ……….). Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται από τα προσκομιζόμενα ιατρικά πιστοποιητικά σε συνδυασμό και με τη με αριθμό ……./2009 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, από τα οποία καταδεικνύεται ευκρινώς ότι η βλάβη που υπέστη ο πρώτος εναγόμενος προκλήθηκε «δια θλώντος οργάνου» (βλ. τη με αριθμ. πρωτ. …../1997 ιατροδικαστική εξέταση του Ιατροδικαστή …….), σύμφωνα με τα οποία, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ο τραυματισμός του ενάγοντα προήλθε από τη γροθιά στο κεφάλι που αυτός έλαβε από τον πρώτο εναγόμενο κατά το διαπληκτισμό τους, συνεπεία της οποίας αυτός υπέστη σωματικές κακώσεις (κρανιοεγκεφαλική κάκωση, κάταγμα λιθοειδούς αριστερά ωτορραγία, αριστερά μικρό επισκληρίδιο αιμάτωμα και θλάση δεξιού μετωπιαίου λοβού) και όχι σε πτώση αυτού στο ολισθηρό οδόστρωμα, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του πρώτου εναγομένου, δεδομένου ότι και σύμφωνα με την προαναφερόμενη ιατροδικαστική έκθεση η ωτοραγία, ως απόρροια κατάγματος του κρανίου, είναι αποτέλεσμα άσκησης πολύ βίαιων δυνάμεων. Περαιτέρω, από τα ως άνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι ο ενάγων εξύβρισε τον πρώτο εναγόμενο κατά τη διάρκεια του φραστικού επεισοδίου μεταξύ τους και πριν τον τραυματίσει αυτός στο κεφάλι, όμως η παραπάνω πράξη δεν ήταν ικανή να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα απορριπτομένου ως αβασίμου του ισχυρισμού του εναγομένου ότι βρίσκονταν σε άμυνα. Συνεπώς και η σχετικά προβαλλόμενη από τους εναγομένους ένσταση συνυπαιτιότητας του ενάγοντα στην πρόκληση της σε αυτόν ζημίας θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Μετά τον παραπάνω τραυματισμό του ο ενάγων μεταφέρθηκε από τον πρώτο εναγόμενο και τη σύζυγό του στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νικαίας, όπου και παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι την 19-12-1997 στην Α’ Νευροχειρουργική Κλινική και διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση – κάταγμα λιθοειδούς αριστερά ωτορραγία αριστερά μικρό επισκληρίδιο αιμάτωμα απορροφηθέν- θλάση δεξιού μετωπιαίου λοβού – όψιμη πάρεση προσωπικού νεύρου αριστερά (βλ. το από 7-1-1998 με αριθμ. ….. πιστοποιητικό νοσηλείας του ως άνω Νοσοκομείου). Τα παραπάνω διαπιστώθηκαν και από την αξονική τομογραφία (C/T) εγκεφάλου την 13-12-1997 που υπογράφεται (η διάγνωση) από τον Επιμελητή της ως άνω κλινικής ………., ήτοι μικρό επισκληρίδιο αιμάτωμα ινιακά αριστερά, μικρή μετατραυματική υπαρραχνοειδής αιμορραγία εις δρέπανο της παρεγκεφαλίδας και στο σκηνίδιο αυτής-μικρό υποσκληρίδιο ύγρωμα μετωπιαία άμφω. Ομοίως, η βλάβη που υπέστη ο ενάγων στο αριστερό αυτί του συνεπεία του κτυπήματος που του επέφερε ο πρώτος εναγόμενος αναφέρεται στο από 15-1-1998 ακοομετρικό διάγραμμα κατά την εξέταση του στο Τζάνειο Νοσοκομείο (εξωτ. ιατρεία αυτού) που διαπιστώνει ρήξη αριστερής τυμπανικής μεμβράνης η οποία δυσκολεύει την ακουστική επαφή με το περιβάλλον. Επίσης, σύμφωνα με το από 16-1-1998 και με αριθμό πρωτοκόλλου …../1998, Πιστοποιητικό Εξετάσεως του Κρατικού Νικαίας, ο ενάγων, εξετασθείς ευρέθη «Νοσηλευθείς για κρανιοεγκεφαλική κάκωση στη Νευροχειρουργική Κλινική, κάταγμα λιθοειδούς αριστερά, τραυματικής υπαρραχνοειδούς αιμορραγίας, θλάση εγκεφάλου. Νυν αιτιάται κεφαλαγία, ζάλη, βαρηκοΐα αριστερά ΑΝΕ αρνητική. Εν πλήρει συνειδήσει. Πάρεση προσωπικού αριστερά περιφερικού τύπου. Συνεστήθη φαρμακευτική αγωγή και αναρρωτική άδεια 1 (ένα) μήνα». Περαιτέρω, σύμφωνα με την από 31-3-1998 Γνωμάτευση της Διαγνωστικής Τομογραφίας: «ο έλεγχος έγινε σε τρία επίπεδα με τεχνική spinecho σε ακολουθίες παλμών προσανατολισμού Τ11Τ2. παρατηρείται οπίσθια κεντρική προβολή δισκικού υλικού του δίσκου Α4-Α5 με ταυτόχρονη συνύπαρξη εκφυλιστικών αλλοιώσεων –οστεοφύτωσης, προκαλώντας συμπιεστικά φαινόμενα στον παρακείμενο πρόσθιο υπαρραχνοειδή χώρο – νωτιαίο μυελό. Επίσης ηπιώτερα παρόμοια ευρήματα παρατηρούνται στο ύψος του Α3-Α4 προκαλώντας ήπια συμπιεστικά φαινόμενα κυρίως στον υπαρραχνοειδή χώρο. Συνοδές ήπιες εκφυλιστικές αλλοιώσεις αγκιστροσπονδυλικών αρθρώσεων περιοχής Α4-Α5 προκαλώντας μικρού βαθμού στένωση των νευρικών τμημάτων της περιοχής. Επίσης μικρού βαθμού οπίσθια προβολή δισκικού υλικού επί εδάφους επίσης εκφυλιστικών αλλοιώσεων παρατηρούνται και στο ύψος του Α5-Α6 με ήπια συμπιεστικά φαινόμενα κυρίως στον υπαρραχνοειδή χώρο. Δεν παρατηρείται ενδοκαναλική-ενδομυελική εξεργασία και υπόλοιπος έλεγχος χωρίς άλλη ουσιώδη παθολογία». Την 13-3-1998 επανεισήλθε και νοσηλεύθηκε μέχρι την 14.3.1998 στο ίδιο Νοσοκομείο, στην Ν/Χ Κλινική, κατά την οποία διαπιστώθηκε σύμφωνα με το με αριθμ. πρωτ. ……./3.4.1998 Πιστοποιητικό Νοσηλείας του Κρατικού Νίκαιας: «Κρίση Ε. (Επιληψίας). Κάκωση κεφαλής. Αυχενοβραχιόνιο σύνδρομο αριστερά, κήλη μεσοσπονδυλίου δίσκου Α4-Α5, Α5-Α6. Συνεστήθη ιατρική παρακολούθηση MR1 ΑΜΣΣ και 1 (ένα) μήνα αναρρωτική άδεια». Την 3.6.1998 εισήλθε και νοσηλεύθηκε μέχρι την 5-6-1998 στο Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιά στην Γ/Π, κατά την οποία διαπιστώθηκαν, σύμφωνα με το με αριθμ. πρωτ. …../9.6.1998 πιστοποιητικό του Τζανείου Νοσοκομείου ότι πάσχει από μεταδιασεισικό σύνδρομο (ζάλη-κεφαλαλγία, διαταραχές βαδίσεως, μνήμης συγκέντρωσης κ.λ.π.) βαρηκοΐα αριστερά και ψυχονευρωτικές εκδηλώσεις αγχώδους καταθλιπτικού τύπου και τα ανωτέρω θεωρούνται απότοκα βαρείας κρανιοεγκεφαλικής κακώσεως η οποία έγινε τον Δεκέμβριο του 1997. Ακόμη αποδεικνύεται ότι ο ενάγων κατά το χρόνο του ένδικου συμβάντος, εργαζόταν ως ελεγκτής λεωφορείων στην ΕΘΕΛ και με τη με αριθμό …../3-5-1999, απόφαση του Διευθυντή του ΙΚΑ Πειραιά, η οποία εκδόθηκε σε συνέχεια της με αριθμό 311/25-2- 1999 Απόφασης της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής, που διαπίστωσε ποσοστό αναπηρίας 67%, οφειλόμενο εξ ολοκλήρου στο ατύχημα, του χορηγήθηκε σύνταξη συνήθους αναπηρίας από εργατικό ατύχημα από 21-4-1998 μέχρι 31-10-1999, ύψους 202.040 δραχμών μηνιαίως. Περαιτέρω, με τη με αριθμό …./26-11-1999 απόφαση Διευθυντή Περιφερειακού Υποκαταστήματος Πειραιά και μετά τη γνωμάτευση της Α’ Υγειονομικής Επιτροπής του ΙΚΑ με αριθμό …./13-10-1999, που διακρίβωνε την ύπαρξη μετατραυματικής επιληψίας συνεπεία ΚΕΚ (9.12.1997) με θετικό κλινικό εργαστηριακό έλεγχο, καθώς επίσης και καταθλιπτική συνδρομή και βαρηκοΐα μετρίου βαθμού (Α) αυχεναλγία-οσφυαλγία συνεπεία εκφυλιστικής σπον/θειας χωρίς διαταραχές νευρολογικώς άνω-κάτω άκρων, του αναγνώρισε ποσοστό αναπηρίας 80% από 20-10-1999 μέχρι 19-10-2001 και του απένειμε σύνταξη λόγω βαρείας αναπηρίας από εργατικό ατύχημα από 1-1-1999 μέχρι 31-10-2001. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την από 30-7-2009, με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …./2009 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης της νευροχειρουργού ………, η οποία συντάχθηκε μετά από αξιολόγηση των ιατρικών πιστοποιητικών που αφορούν τις σωματικές βλάβες από τον τραυματισμό του πρώτου εναγομένου και από την κλινική εξέταση, στις 20-7-2009, αυτού, διαπιστώνονται τα στοιχεία του ατομικού ιστορικού αυτού, ότι δηλαδή 1) υπέστη στις 9.12.1997 βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση με παθολογικά ευρήματα, κάταγμα λιθοειδούς οστού βάσης κρανίου αριστερά με ωτοραγία αριστερά, μικρό οξύ επισκληρίδιο αιμάτωμα αριστερά κροταφικά, θλάση δεξιού μετωπιαίου λοβού αριστερά, τραυματική υπαραχνειδής αιμορραγία εγκεφάλου πνευμοκέφαλος (ύπαρξη φυσαλίδων αέρα εντός του εγκεφάλου) και πολλαπλές κήλες (προβολές) των μεσοσπονδυνίων δίσκων στην περιοχή του αυχένα, 2) πέντε (5) ημέρες μετά την κρανιοεγκεφαλική κάκωση εμφάνισε πάρεση του αριστερού προσωπικού νεύρου, 3) ένα μήνα περίπου μετά την κρανιοεγκεφαλική κάκωση αναφέρεται από τον πάσχοντα ότι διαπιστώθηκε μεγάλη αύξηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα και 4) τέσσερεις μήνες περίπου μετά την κρανιοεγκεφαλική κάκωση εμφανίζει την πρώτη επιληπτική κρίση και υποβάλλεται σε αντιεπιληπτική αγωγή με φάρμακα από τότε μέχρι το χρόνο εξέτασης αυτού. Ακολούθως, κατά τη νευρολογική εξέταση του ενάγοντα, η ως άνω ιατρός πραγματογνώμονας διαπίστωσε 1) λόγο βραδύ, μονότονο, φτωχό με συχνές παύσεις, κολλώδη με έντονη ευσυγκινησία, 2) ότι ο ενάγων εμφανίζει αστάθεια στη βάδιση και σπαστικότητα κατά το βάδισμα (βαδίζει με σκέλη τεντωμένα και δύσκαμπτα, κάνει μικρά και αργά βήματα με τάση να διασταυρώνει τα σκέλη του κάνοντας αντιροπιστικές κινήσεις του κορμού από πλάι σε πλάι κυνηγώντας την ισορροπία του) και περπατά υποβασταζόμενος φοβούμενος μήπως πέσει, 3) ως προς τα εγκεφαλικά του νεύρα, μικρή ασυμμετρία του μισού προσώπου αριστερά με μικρή πτώση της γωνίας του στόματος προς τα αριστερά και σοβαρού βαθμού μείωση της ακοής αριστερά, η οποία είναι του τύπου της αντίληψης και γι’ αυτό δεν αντιλαμβάνεται τους υψηλούς τόνους, ενώ η ακοή έχει ελαττωθεί (ή καταργηθεί) και με την αέρινη οδό λόγο ρήξης του τυμπάνου και με την οστέινη λόγω του κατάγματος του λιθοειδούς οστού, 4) αναφορικά με τον κορμό του, ότι αυτός εμφανίζει ακούσιες ρυθμιστικές κινήσεις μικρού εύρους εμπρός και πίσω, που επιτείνονται σε ψυχική ταραχή και μειώνονται ή εξαλείφονται στην κίνηση, υποδηλώνοντας σημεία ψυχονευρωτικών εκδηλώσεων, 5) αυξημένα τενόντια αντανακλαστικά ιδιαίτερα στα αριστερά άκρα (σπαστικότητα) και 6) έκπτωση μνήμης, διαταραχές προσοχής (αφηρημάδα), διαταραχές προσανατολισμού, ως προς το χρόνο κυρίως και διαταραχές συναισθήματος, με τη μορφή άγχους, κατάθλιψης, ευσυγκινησίας με έντονα φοβικά στοιχεία και στοιχεία έντονης θλίψης, βραδύτητα και εμμονή στη σκέψη. Συμπερασματικά και σε απάντηση των τεθέντων με τη με αριθμ. 3946/2006 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ερωτημάτων αποδεικνύεται ότι το ένδικο συμβάν και ο τραυματισμός του ενάγοντα προκάλεσαν αιτιωδώς τις προαναφερθείσες μόνιμες βλάβες στην υγεία του, κυρίως δε τις βλάβες του εγκεφάλου, την μετατραυματική επιληψία, τις ψυχικές διαταραχές και την εμφάνιση και ύπαρξη του σακχαρώδη διαβήτη. Οι ανωτέρω, δε, βλάβες στην υγεία του ενάγοντα, εμφανισθείσες ως μετατραυματικές μείζονες επιπλοκές στην υγεία του, με αφετηρία τη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση αυτού συνεπεία του ένδικου συμβάντος, υφίσταντο κατά το χρόνο κλινικής εξέτασης του ενάγοντα από την ορισθείσα πραγματογνώμονα, στις 20-7-2009 και, ως υφιστάμενες χωρίς να βελτιώνονται, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών ετών μετά τον τραυματισμό, θεωρούνται μόνιμες και μη αναστρέψιμες και καθιστούν αυτόν καθ’ όλο το διάστημα από 1-11-2001 έως 23-10-2009 ανίκανο για εργασία (βλ. τελικά συμπεράσματα ιατρικής πραγματογνωμοσύνης). Πέραν των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι πριν το ένδικο συμβάν, ο ενάγων εργαζόταν ως υπάλληλος της ΕΘΕΛ και ελάμβανε μηνιαίες αποδοχές συνολικού ύψους 409.184 δρχ. Χ 14 (δώρο Χριστουγέννων, δώρο Πάσχα, επίδομα αδείας) : 12 = 477.381,33 δρχ. ή το ισόποσο των 1.400,97 ευρώ, ημερησίως δε (1.400,97 ευρώ/30 ημέρες=) 46,70 ευρώ. Τα ως άνω ποσά υπολογίζονται επί των μηνιαίων ακαθάριστων αποδοχών του ενάγοντα κατά το χρόνο επέλευσης του ένδικου συμβάντος, συμπεριλαμβανομένων των κρατήσεων υπέρ του ΙΚΑ, οι οποίες αποτελούν όφελος για τον εργαζόμενο, η απόλαυση του οποίου χάνεται συνεπεία του τραυματισμού του και όχι επί των καθαρών αποδοχών που αυτός εισέπραττε, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του πρώτου εναγομένου. Περαιτέρω, από την αξιολόγηση της προσκομιζόμενης υπ’ αρ. ……./4-5-2012 απόφασης του Διοικητή του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ αποδεικνύεται ότι το ποσό επιδότησης ημερησίως του εν λόγω ιδρύματος προς τον ενάγοντα και με τη μορφή παροχής κύριας και επικουρικής σύνταξης (λόγω αναπηρίας), ανέρχεται σε (120.043,84 ευρώ/3.172 ημέρες, όπου 3.172 ημέρες είναι το σύνολο των ημερών του χρονικού διαστήματος από 1-1-2001 έως 23-10-2009, που αναφέρεται στην προαναφερθείσα απόφαση Διοικητή ΙΚΑ=) 37,84 ευρώ. Εφόσον, δε, στις αξιώσεις αυτές του ενάγοντα υφίσταται εκ του νόμου υποκατάσταση του ΙΚΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ.5 ΝΔ 4104/1965, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ.1 ν.4476/1965 σε συνδυασμό με το άρθρο 18 Του ν.1654/1986, γεγονός το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, με συνέπεια ο ενάγων να μην είναι πλέον δικαιούχος τους, θα πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα, που ήταν ανίκανος να εργασθεί, κατά το χρονικό διάστημα από την 1-11-2001 έως τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του, ήτοι την 23.10.2009, και που σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα συνέχιζε να εργάζεται, η διαφορά (ημερησίως) μεταξύ δεδουλευμένων αποδοχών και επιδότησης, ήτοι (46,70 ευρώ – 37,84 ευρώ=) 8,86 ευρώ. Κατά συνέπεια ο ενάγων δικαιούται α) σε σχέση με το χρονικό διάστημα από 1.11.2001 έως 8.12.2002 συνολικά (8,86 ευρώ ημερησίως Χ 402 ημέρες=) 3.561,72 ευρώ (καταψηφιστικώς, λόγω σχετικού αιτήματος της υπ’ αρ. κατ. 6167/1999 αγωγής) και β) σε σχέση με το χρονικό διάστημα από 9-12-2002 έως 23-10-2009 συνολικά (8,86 ευρώ ημερησίως Χ 2.509 ημέρες=) 22.229,74 ευρώ (αναγνωριστικώς, λόγω της κατά την αρχική συζήτηση γενομένης σχετικής τροπής του αιτήματος της υπ’ αρ. κατ. …../2002 αγωγής σε αναγνωριστικό). Αποδείχθηκε, επίσης, ότι κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το ένδικο συμβάν, ο πρώτος εναγόμενος εκτελούσε δρομολόγιο της δεύτερης εναγομένης, φαρμακευτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», ομόρρυθμα μέλη και συνδιαχειριστές της οποίας ήταν τότε οι τρίτος και τέταρτη των εναγομένων (βλ. το με αριθμό …./23-12-1996 συμβολαιογραφικό έγγραφο του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., προσκομιζόμενο σε φωτοαντίγραφο). Ειδικότερα, ο πρώτος εναγόμενος οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ……. ΙΧΦ αυτοκίνητο της δεύτερης εναγομένης ομόρρυθμης εταιρείας, μεταφέροντας προϊόντα της (φάρμακα) σε πελάτες αυτής. Συνεπώς, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου, προστηθέντος στην υπηρεσία της δεύτερης εναγομένης, έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε από τη δεύτερη εναγομένη, ευθυνομένης αυτής αντικειμενικά για τη ζημία που αυτός προκάλεσε στον ενάγοντα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 922, 926 Α.Κ. και συνακόλουθα και των ομορρύθμων μελών και συνδιαχειριστώναυτής, τρίτου και τέταρτης των εναγομένων, παρά το ότι ο πρώτος ενάγων ενήργησε κατά κατάχρηση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας και της υπηρεσίας που του ανατέθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η συμπεριφορά αυτή δε θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση. Επιπλέον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ο λόγος έφεσης που αποφορά τη απόρριψη του αιτήματος αναβολής της συζήτησης της κατ’ άρθρο 249 Κ.Πολ.Δ. – για το λόγο ότι έχει ασκηθεί έφεση από τους ανωτέρω εναγόμενους κατά της με αρ. 1661/2010 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον η αναστολή της δίκης με βάση τη διάταξη αυτή ε­ναπόκειται στην κυριαρχική και ανέλε­γκτη με έφεση ή αναίρεση εξουσία του δι­καστηρίου και επιπλέον δεν υπάρχει δεσμός προδικαστικότητας, αφού με τις κρινόμενες εφέσεις, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, προσβάλλεται οριστική απόφαση που απορρίπτει ένσταση, ήτοι την ένσταση συνυπαιτιότητας του ενάγοντος, καθώς και συγκεκριμένο κονδύλιο της αγωγής που αφορά απωλεσθέντα εισοδήματα. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατά το μέρος που εκκαλείται,  δέχθηκε τα ίδια, δεχόμενο εν μέρει τις συνεκδικαζόμενες αγωγές ως βάσιμες κατ΄ουσίαν υποχρεώνοντας τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα, το ποσό των 3.561,72 ευρώ,  με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και αναγνωρίζοντας την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το ποσό των 22.229,74 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τις κρινόμενες εφέσεις είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως κατ΄ουσιαν αβάσιμες και να καταδικαστούν οι  εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους  στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, αντίστοιχα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183,176  του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της ήττας των εκκαλούντων και της απόρριψης των εφέσεών τους, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεση της έφεσής τους, αντίστοιχα, παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό .

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τιςαπό α)17-2-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2015 ) και β)16-1-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2015), εφέσεις κατά της με αριθμό 4513/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) .

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν τις εφέσεις.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων κάθε έφεσης, τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου κάθε έφεσης αντίστοιχα, του παρόντος βαθμού  δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε έφεση .

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεση της έφεσής τους,  αντίστοιχα,  παραβόλων , υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου .

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις …… …………………..  ……..

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτού,

λόγω προαγωγής

και αναχωρήσεώς του,

και λόγω προαγωγής και

αναχωρήσεως της αρχαιο-

τέρας της συνθέσεως

Εφέτου, Βασιλικής

Χάσκαρη, η αρχαιότερη του

Τμήματος Εφέτης, Γεωργία

Λάμπρου

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις 8    Ιανουαρίου  2018, με άλλη σύνθεση, λόγω  προαγωγής και αναχωρήσεως του Προέδρου Εφετών Χρήστου Τζανερρίκου και λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Βασιλικής Χάσκαρη, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Γεωργία Λάμπρου, Προεδρεύουσα Εφέτη, Αικατερίνη Κοκόλη και  Γεώργιο Βερούση,  Εφέτες, και με Γραμματέα την  Δήμητρα Πάλλα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

            Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ