Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 32/2018

Αριθμός   32/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές  Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη-Εισηγήτρια και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη   και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τον συνδυασμό των  διατάξεων των άρθρων 286 εδ. α΄, 287 παρ. 1 και 290 ΚΠολΔ, τα οποία εφαρμόζονται και στην κατ’ έφεση δίκη (524 παρ. 1 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι η βίαιη διακοπή της δίκης, που επέρχεται από τον θάνατο διαδίκου, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του, μπορούν να γνωστοποιηθούν διαδοχικά, με ενιαία δήλωση, στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς συζήτηση και, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων, ακολουθεί άμεση συζήτηση της υπόθεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα και συγκεκριμένα: α) το με αριθ. πρωτ. …../28-12-2015 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου της Ληξίαρχου του Δήμου Αμαρουσίου και β) το υπ’ αριθ. πρωτ. …../14-1-2016 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δήμου Θήρας, προκύπτει ότι ο πρώτος εφεσίβλητος, στην κρινόμενη από 29-10-2015 έφεση, ……….., απεβίωσε την 26-12-2015 (δηλαδή μετά την άσκηση της κατ’ αυτού έφεσης) και κληρονομήθηκε από τις μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, ήτοι τις δύο θυγατέρες του, …….. και …….. (ήδη πέμπτη και έκτη των εφεσίβλητων της ως άνω έφεσης). Επομένως, οι τελευταίες, ως νόμιμες εξ αδιαθέτου κληρονόμοι (κατ’ ισομοιρία εκάστη) του ως άνω αποβιώσαντος κληρονομούμενου (άρθρα  1710, 1813 και 1846 ΑΚ), όπως, άλλωστε, αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τον αντίδικο εκκαλούντα, νομίμως, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, η οποία καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, δήλωσαν τον θάνατο του ως άνω διαδίκου καθώς και ότι επαναλαμβάνουν, στο όνομά τους, τη βιαίως διακοπείσα δίκη, ως προς την ως άνω έφεση, στη θέση του αποβιώσαντος πρώτου εφεσίβλητου, χωρίς να δημιουργείται από αυτό απαράδεκτο της συζήτησης της υπόθεσης κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Επίσης, από τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα και συγκεκριμένα: α) την με αριθ. πρωτ. ……/16-5-2017 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξίαρχου του Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας και β) το υπ’ αριθ. πρωτ. …../20-9-2017 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δήμου Θήρας, προκύπτει ότι η δεύτερη εφεσίβλητη, στην κρινόμενη από 29-10-2015 έφεση, ………, απεβίωσε την 15-5-2017 (δηλαδή μετά την άσκηση της κατ’ αυτής έφεσης) και κληρονομήθηκε από τις μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, ήτοι τις δύο θυγατέρες της, …….. και … (ήδη έβδομη και όγδοη των εφεσίβλητων της ως άνω έφεσης). Επομένως, οι τελευταίες, ως νόμιμες εξ αδιαθέτου κληρονόμοι (κατ’ ισομοιρία εκάστη) της ως άνω αποβιώσασας κληρονομούμενης (άρθρα  1710, 1813 και 1846 ΑΚ), όπως, άλλωστε, αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τον αντίδικο εκκαλούντα, νομίμως, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, η οποία καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, δήλωσαν τον θάνατο της ως άνω διαδίκου καθώς και ότι επαναλαμβάνουν, στο όνομά τους, τη βιαίως διακοπείσα δίκη, ως προς την ως άνω έφεση, στη θέση της αποβιωσάσης δεύτερης εφεσίβλητης, χωρίς να δημιουργείται από αυτό απαράδεκτο της συζήτησης της υπόθεσης κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη.

ΙΙ. Η υπό κρίση από 29-10-2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./5-11-2015) έφεση του ηττηθέντος εναγόμενου ……. κατά της υπ’ αριθ. 1815/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (αναγκαίως δε, κατ’ άρθρο 513 παρ. 2 ΚΠολΔ, και  κατά της προηγηθείσης υπ’ αριθ. 1071/2013 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την από 11-1-2011 αγωγή των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια των εναγόντων, στον εναγόμενο την 8-10-2015 (βλ. την υπ’ αριθ. ….΄/8-10-2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………), ενώ το εφετήριο κατατέθηκε την 5-11-2015, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), παραδεκτώς δε εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από την σχετική έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο ποσού διακοσίων (200) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος την 2-4-2012). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει να αναφερθεί ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των νέων διατάξεων του Ν. 4335/23-7-2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1-1-2016 και εφεξής, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη ως άνω έφεση κατατέθηκε πριν την 1-1-2016.

ΙΙΙ. Με την από 11-1-2011 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../8-2-2011 Εξαίρεση ….) αγωγή τους, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), οι ενάγοντες (ήδη εφεσίβλητοι) ισχυρίσθηκαν ότι την 18-10-2005 στο Μαρούσι Αττικής απεβίωσε ο πατέρας του εναγόμενου, ……., ο οποίος ήταν αδελφός των πρώτου, δεύτερης και τρίτης, σύντροφος της τέταρτης και θείος των πέμπτης, έκτης, έβδομης, όγδοης, ένατης και δέκατης αυτών (εναγόντων). Ότι ο τελευταίος, με την από 20-1-1998 ιδιόγραφη διαθήκη του, εγκατέστησε μοναδικό κληρονόμο του τον εναγόμενο υιό του, ενώ αυτούς (ενάγοντες) κατέστησε κληροδόχους επί των αναλυτικά αναφερόμενων στην αγωγή δήλων πραγμάτων της κληρονομίας. Ότι μετά το θάνατο του ως άνω διαθέτη, οι τρεις πρώτοι από αυτούς (ενάγοντες), αδελφοί του θανόντος, ζήτησαν από τον εναγόμενο, ο οποίος κατείχε την ως άνω ιδιόγραφη διαθήκη, να προβεί στη δημοσίευση αυτής, η ύπαρξη της οποίας τους ήταν γνωστή, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή, ενόψει του σχετικού έννομου συμφέροντος που είχαν. Ότι ο εναγόμενος αρνήθηκε να προβεί στην ενέργεια αυτή, ισχυριζόμενος ότι ο αποβιώσας πατέρας του δεν κατέλειπε διαθήκη, με συνέπεια να καλείται μόνο αυτός, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του, στο σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας, την οποία και αποδέχθηκε. Ότι ακολούθως, αυτοί (ενάγοντες), αφού αποδέχθηκαν την ως άνω κληροδοσία, απέστειλαν προς τον εναγόμενο εξώδικες δηλώσεις – προσκλήσεις, με τις οποίες τον καλούσαν να εκπληρώσει τις από την εν λόγω διαθήκη απορρέουσες υποχρεώσεις του και να τους αποδώσει τα κληροδοτούμενα αντικείμενα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ότι, στη συνέχεια, οι τρεις πρώτοι από αυτούς (ενάγοντες), άσκησαν σε βάρος του εναγόμενου την από 21-11-2007 με αριθ. κατάθ. …./2007 αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζήτησαν να υποχρεωθεί ο τελευταίος σε επίδειξη της ανωτέρω ιδιόγραφης διαθήκης. Ότι, επί της αγωγής αυτής, ήδη εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5024/2008 απόφαση αυτού του ως άνω δικαστηρίου, που την δέχθηκε και υποχρέωσε τον εναγόμενο να προβεί σε επίδειξη προς τους ενάγοντες της από 20-1-1998 ιδιόγραφης διαθήκης του αποβιώσαντος ……….. και να τους χορηγήσει, με δαπάνη τους, αντίγραφο αυτής. Ότι η σχετική έφεση του εναγόμενου κατά της ως άνω απόφασης απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 713/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, πλην όμως ο εναγόμενος αρνείται μέχρι σήμερα να συμμορφωθεί με το διατακτικό της ήδη τελεσίδικης υπ’ αριθ. 5024/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ούτε προβαίνει σε δημοσίευση της διαθήκης. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, ζήτησαν: Α) να αναγνωριστεί ότι ο θανών …………. κατέλειπε την από 20-1-1998 ιδιόγραφη διαθήκη με το αναλυτικά αναγραφόμενο στην αγωγή περιεχόμενο καθώς και να διαταχθεί η δημοσίευσή της στα βιβλία δημοσίευσης διαθηκών του Πρωτοδικείου Πειραιώς και Β) να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος, με βάση το περιεχόμενο της ως άνω διαθήκης, υποχρεούται: 1) να θέσει στη διάθεση του πρώτου αυτών (εναγόντων), τους πίνακες Βολονάκη από τη συλλογή του αποβιώσαντος πατέρα του, για να επιλέξει αυτός έναν της αρεσκείας του και 2) να καταβάλει στους λοιπούς αυτών (εναγόντων) το ισότιμο σε ευρώ των κατωτέρω χρηματικών ποσών δολαρίων ΗΠΑ, κατά τον χρόνο θανάτου του διαθέτη (18-10-2005), ήτοι κατά τον χρόνο επαγωγής της κληροδοσίας, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία όχλησης αυτού και ειδικότερα: α) σε εκάστη από τις δεύτερη και τρίτη αυτών (εναγόντων), το σε ευρώ ισότιμο των 150.000 δολαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο από την 4-3-2006, β) στην τέταρτη αυτών (εναγόντων) το σε ευρώ ισότιμο των 250.000 δολαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο από την 17-11-2006 και γ) σε εκάστη από τις λοιπές (πέμπτη έως και δέκατη) αυτών (εναγόντων), το σε ευρώ ισότιμο των 25.000 δολαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο από την 2-3-2006 (ως προς τις πέμπτη και έκτη αυτών) και από την 15-3-2006 (ως προς τις λοιπές αυτών). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε αρχικά την υπ’ αριθ. 1071/2013 μη οριστική απόφασή του, με την οποία αναβλήθηκε, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, η συζήτηση της υπόθεσης μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της προγενέστερης από 21-11-2007 (με αριθ. κατάθ. …../2007) αγωγής (περί επίδειξης της ιδιόγραφης διαθήκης) που άσκησαν οι τρεις πρώτοι ενάγοντες σε βάρος του εναγομένου, δεδομένου ότι ο τελευταίος, στην σχετική αυτή δίκη, είχε ασκήσει εμπροθέσμως την από 3-12-2010 αίτηση αναίρεσης (κατά της υπ’ αριθ. 713/2010 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς) που εκκρεμούσε προς εκδίκαση ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ακολούθως και μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 626/2014 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω αίτηση αναίρεσης του ήδη εναγομένου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε, αντιμωλία των διαδίκων, την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 1815/2015 οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού διαγνώσθηκε (με την υιοθέτηση των σκέψεων της προηγηθείσης μη οριστικής απόφασης) ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1721, 1778, 1967, 1995, 1997, 1998 ΑΚ και 70, 435 ΚΠολΔ, καθώς και ότι δεν απαιτείται η προσκομιδή από τους ενάγοντες πιστοποιητικού του αρμόδιου Οικονομικού Εφόρου περί υποβολής δήλωσης φόρου κληρονομίας κατ’ άρθρο 106 παρ. 1 και 2 του Ν.Δ 118/1973, έγινε δεκτή αυτή (αγωγή), ως βάσιμη κατ’ ουσία, και συγκεκριμένα αναγνωρίσθηκε ότι ο θανών ……….. κατέλιπε την από 20-1-1998 ιδιόγραφη διαθήκη με το αναφερόμενο σ’ αυτήν (αγωγή) περιεχόμενο, διαταχθείσης της δημοσίευσής της στα βιβλία δημοσίευσης διαθηκών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ αναγνωρίστηκε, επίσης, ότι ο εναγόμενος υποχρεούται: α) να θέσει στη διάθεση του πρώτου των εναγόντων, τους πίνακες Βολονάκη από τη συλλογή του αποβιώσαντος πατέρα του, για να επιλέξει αυτός έναν της αρεσκείας του και β) να καταβάλει στους λοιπούς των εναγόντων τα αιτούμενα χρηματικά ποσά (ήτοι τα ισότιμα σε ευρώ των αναφερόμενων ποσών δολαρίων ΗΠΑ) με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο όχλησής του. Κατά της απόφασης αυτής (όπως διορθώθηκε με την επί του σώματός της σημειούμενη υπ’ αριθ. 3055/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς το προεισαγωγικό της τμήμα) παραπονείται ήδη ο εναγόμενος, με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή των αντιδίκων του.

  1. IV. Με το άρθρο 106 του Ν.Δ. 118/1973 περί κώδικος φορολογίας κληρονομιών κ.λ.π ορίζεται ότι, κατόπιν σχετικής ένστασης υποβαλλόμενης σε κάθε στάση της δίκης ή και αυτεπαγγέλτως, αναστέλλεται η πρόοδος της δίκης επί της αγωγής, αν για το αντικείμενο αυτής υπάρχει υποχρέωση καταβολής φόρου κληρονομιάς κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, εφόσον δεν προσκομίζεται πιστοποιητικό του οικονομικού εφόρου περί υποβολής της σχετικής κατά νόμο δήλωσης φόρου κληρονομιάς ή περί έκδοσης από τη φορολογική Αρχή πράξης επιβολής φόρου. Η τελευταία, όμως, αυτή διάταξη, με την οποία καθιερώνεται αναστολή της επισπευδόμενης συζήτησης μέχρι την εγχείρηση της σχετικής ως άνω δήλωσης ή της έκδοσης πράξης περί οφειλής ή μη φόρου, περιεχόμενη σε νόμο επιδιώκοντα μόνον φορολογικούς σκοπούς, οι οποίοι δεν επιδρούν στο αντικείμενο της διαφοράς και την έκβαση της δίκης και, συνεπώς, ούτε στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, δεν καθιερώνει απαράδεκτο της συζήτησης, που να δημιουργεί λόγο αναίρεσης (ΟλΑΠ 1331/1985, ΑΠ 619/2012 και ΑΠ 1782/2007 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πλέον τούτων, πρέπει να αναφερθεί ότι το ως άνω πιστοποιητικό δεν απαιτείται, κατ` άρθρο 7 εδ. β΄ και γ΄ του Ν.Δ. 118/1973, όταν το αντικείμενο της κληρονομίας είναι οι επίδικες χρηματικές απαιτήσεις ή όταν το δικαίωμα του κληρονόμου ή του κληροδόχου κατέστη, συνεπεία αμφισβήτησής του από οιονδήποτε ενδιαφερόμενο, επίδικο, ο δε κληρονόμος ή κληροδόχος δεν ευρίσκεται στη νομή των αντικειμένων της κτήσης, αφού στην περίπτωση αυτή η φορολογική υποχρέωση γεννάται όχι κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, αλλά, κατ` εξαίρεση, κατά τον χρόνο της καθ` οιονδήποτε τρόπο λήξεως της επιδικίας (ΣτΕ 1133/2011 και ΕφΔυτΣτΕλλ 36/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, επομένως, ο σχετικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 106 παρ. 1 και 2 του Ν.Δ 118/1973, παρέλειψε να αναστείλει την πρόοδο της δίκης, γιατί δεν προσκομίσθηκε από τους ενάγοντες, φερόμενους ως κληροδόχους κατά την αγωγή τους, πιστοποιητικό του αρμόδιου Οικονομικού Εφόρου ότι υποβλήθηκε η κατά νόμο δήλωση φόρου κληρονομιάς, ανεξαρτήτως του ότι, από την μη τήρηση της διάταξης αυτής, δεν καθιερώνεται απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής που να δημιουργεί λόγο αναίρεσης (όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο), είναι απορριπτέος πρωτίστως με την αιτιολογία (που συμπληρώνει αυτήν της εκκαλούμενης απόφασης – άρθρο 534 ΚΠολΔ) ότι το εν λόγω πιστοποιητικό, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, δεν απαιτείται στο παρόν στάδιο, κατ` άρθρο 7 εδ. γ΄ του Ν.Δ. 118/1973, αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το δικαίωμα των εναγόντων ως κληροδόχων κατέστη επίδικο λόγω αμφισβήτησής του από τον εναγόμενο κληρονόμο, ενώ αυτοί (ενάγοντες) δεν βρίσκονται στη νομή των αντικειμένων της κληροδοσίας.

  1. V. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1714 και 1968 ΑΚ προκύπτει ότι ως κληροδοσία θεωρείται η προσπόριση σε κάποιον με διάταξη τελευταίας βούλησης περιουσιακής ωφέλειας χωρίς να εγκαθίσταται ο τετιμημένος κληρονόμος, ενώ ως βεβαρημένος με κληροδοσία μπορεί να είναι, κατά πρώτο λόγο, ο κληρονόμος. Ειδικότερα, η κληροδοσία συνιστάται μόνο με διαθήκη, χωρίς να απαιτείται πανηγυρική διατύπωση (ΕφΠειρ 381/2012 ΕλλΔνη 2014.487, βλ. Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. ΙΙ, έκδ. 2014, άρθρο 1714, αρ. 1-2, σελ. 1155). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 1995 και 1997 ΑΚ το δικαίωμα από την κληροδοσία είναι, κατά κανόνα, ενοχικό και γεννάται από την επαγωγή (κτήση) της κληροδοσίας, δηλαδή από τον θάνατο του διαθέτη (ΑΚ 1997) και, κατ’ εξαίρεση, είναι εμπράγματο ή άμεσο με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1996 ΑΚ. Ο κληροδόχος, έτσι, έχει ενοχικό δικαίωμα να απαιτήσει από το βεβαρημένο την παροχή που αποτελεί το αντικείμενο της κληροδοσίας αμέσως μετά την επαγωγή. Δηλαδή, μεταξύ του τιμώμενου με κληροδοσία και του βεβαρυμένου γεννάται ενοχική σχέση, με βάση την οποία ο πρώτος, ως δανειστής, δικαιούται να απαιτήσει από τον δεύτερο, ως οφειλέτη, την παροχή που αποτελεί αντικείμενο της κληροδοσίας (έμμεση ή ενοχική κληροδοσία). Το ενοχικό αυτό δικαίωμα από την κληροδοσία έχει τη νομική του βάση στην κληροδοτική διάταξη της διαθήκης, δηλαδή σε μονομερή δικαιοπραξία, ενώ το σχετικό δικαίωμα του κληροδόχου είναι εκχωρητό και κληρονομητό (ΑΠ 1198/2015 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Ν. Ψούνη, Κληρονομικό Δίκαιο ΙΙ, τόμ. 2, έκδ. 2014, σελ. 149). Τέλος, τα στοιχεία της ενοχικής αγωγής του κληροδόχου είναι τα εξής: α) το όνομα, επώνυμο και πατρώνυμο του κληρονομούμενου, ο τόπος και ο χρόνος του θανάτου του καθώς και η τελευταία κατοικία ή διαμονή του, β) η διαθήκη που έχει συνταχθεί και το περιεχόμενό της, από το οποίο να προκύπτει ότι ο διαθέτης εγκατέστησε μοναδικό κληρονόμο τον εναγόμενο και στον ενάγοντα κατέλειπε την αναφερόμενη κληροδοσία, γ) ότι ο ενάγων αποδέχθηκε την κληροδοσία και δ) ότι ο εναγόμενος αποδέχθηκε (ρητά ή σιωπηρά) την κληρονομία και αρνείται να αποδώσει στον ενάγοντα το κληροδοτούμενο (βλ. Κ. Παπαδόπουλο, Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, τόμ. Β΄, έκδ. 1995, παρ. 209, σελ. 320).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ως άνω από 11-1-2011 αγωγή, με βάση το ιστορούμενο στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας περιεχόμενό της, αξιολογείται ως ορισμένη, αφού περιέχονται σ’ αυτήν (αγωγή) όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη της παρούσας παραγράφου, απορριπτομένων ως αβασίμων όσων υποστηρίζει ο εκκαλών-εναγόμενος και δη ότι η αγωγή είναι αόριστη. Συγκεκριμένα οι ενάγοντες, με την αγωγή τους, εκθέτουν με πληρότητα ότι ο πατέρας του εναγομένου, ………., με την αναφερόμενη ιδιόγραφη διαθήκη του, κατέστησε αυτούς κληροδόχους στα αναγραφόμενα αντικείμενα της περιουσίας του και ότι αυτοί ζήτησαν τα κληροδοτούμενα αντικείμενα από τον βεβαρημένο εναγόμενο-κληρονόμο χωρίς όμως αποτέλεσμα, με συνέπεια να νομιμοποιούνται να ασκήσουν το δικαίωμα αναγνώρισης της απαίτησής τους από τον τελευταίο για τις παροχές που αποτελούν το αντικείμενο της κληροδοσίας εκάστου, ενώ ειδικότερα οι υπ’ αριθ. 5 έως και 10 ενάγουσες επικαλούνται ότι είναι οι ανιψιές του προαναφερόμενου, τις οποίες αυτός κατέστησε κληροδόχους με την εν λόγω διαθήκη του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, υιοθετώντας την κρίση που διατυπώθηκε με την προεκδοθείσα υπ’ αριθ. 1071/203 μη οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, διέγνωσε την ως άνω αγωγή ως ορισμένη, ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού λόγου της έφεσης του εναγομένου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Επίσης, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι οι ενάγοντες, με την αγωγή τους, έπρεπε να προβούν πρώτα σε μετατροπή των αναφερόμενων στην αγωγή αιτούμενων ποσών δολαρίων σε δραχμές και, ακολούθως, να αξιώσουν την αναγνώριση καταβολής του ισοτίμου αυτών σε ευρώ, είναι μη νόμιμος, γιατί από το έτος 2002, δυνάμει του Ν. 2842/2000 «Λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των Κανονισμών (ΕΚ) 1103/97, 974/98 και 2866/98 του Συμβουλίου»,  το ευρώ αντικατέστησε την δραχμή ως εθνικό νόμισμα, η οποία (δραχμή) πλέον δεν υφίσταται, ούτε υφίσταται η σχετική ισοτιμία δολαρίου-δραχμής (ΑΠ 124/2014 ΧρΙΔ 2014.422). Κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος έφεσης του εναγομένου, με τον οποίο αυτός παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα διέγνωσε, ως νόμιμα, τα σχετικά (αναγνωριστικά) αιτήματα των εναγόντων για το ισότιμο των αναφερόμενων ποσών δολαρίων σε ευρώ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τέλος,  η  κρινόμενη  αγωγή  ορθώς εισήχθη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία (βλ. Κ. Παπαδόπουλο, ό.π., σελ. 324) και, συνεπώς, δεν έσφαλε το ως άνω δικαστήριο, δεχόμενο ότι η αγωγή έπρεπε να  εκδικαστεί – όπως  και  εκδικάστηκε-  κατά  τις διατάξεις της τακτικής αυτής διαδικασίας, ενώ όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών-εναγόμενος με τον σχετικό λόγο της έφεσής του, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Άλλωστε η εκδίκαση της υπόθεσης με εσφαλμένη διαδικασία δεν παρέχει μόνη αυτή δικαίωμα έφεσης, εκτός αν συνδέεται με επίκληση (και απόδειξη) βλάβης από τον εκκαλούντα (ΕφΑθ 1065/2016, ΕφΛαρ 173/2002 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1747/1988 ΝοΒ 1988.1653, βλ. Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Ι, έκδ. 2012, άρθρο 520 αρ. 20, σελ. 904). Στην προκειμένη δε περίπτωση ο ίδιος ως άνω λόγος έφεσης του εναγομένου, αλυσιτελώς προτείνεται, εφόσον αυτός δεν ισχυρίζεται επιπροσθέτως ότι υπέστη κάποια βλάβη και, συνεπώς, ο λόγος αυτός της έφεσής του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και με την πρόσθετη αυτή αιτιολογία.

VΙ. Κατά το άρθρο 1984 εδ. α΄ ΑΚ η κληροδοσία ορισμένου αντικειμένου, που δεν ανήκει στην κληρονομία κατά τον χρόνο θανάτου του διαθέτη, είναι άκυρη, εκτός αν συνάγεται ότι γίνεται και για την περίπτωση που το αντικείμενο αυτό δεν ανήκει στην κληρονομία. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, αυτή αφορά μόνον στην κληροδοσία ατομικώς ορισμένου αντικειμένου όχι δε και στην κληροδοσία κατά γένος ορισμένη, επί της οποίας δεν επιδέχεται εφαρμογής, τέτοια δε κληροδοσία είναι η συνισταμένη σε παροχή χρηματικού ποσού, με συνέπεια ο κανόνας της ακυρότητας να μην ισχύει όταν πρόκειται για χρηματικές ενοχές ακόμη και αν αυτές αφορούν ξένο νόμισμα (ΕφΑθ 2299/1999 ΕλλΔνη 1999.1609, ΕφΑθ 5338/1978 Αρμ 1979.289, ΕφΘεσ 1222/1979 Αρμ 1979.1109, βλ. Κ. Παπαδόπουλο, Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, τόμ. Β΄, έκδ. 1995, παρ. 198, σελ. 305-306,  Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. ΙΙ, έκδ. 2014, άρθρο 1984, αρ. 1-2, σελ. 1595, Ν. Ψούνη, Κληρονομικό Δίκαιο ΙΙ, τόμ. 2, έκδ. 2014, σελ. 137-138). Ακόμη, κατά το άρθρο 1985 παρ. ΑΚ εφόσον, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο (1984 ΑΚ), είναι ισχυρή η κληροδοσία αντικειμένου που δεν ανήκει στην κληρονομία κατά το θάνατο του διαθέτη, ο βεβαρημένος έχει υποχρέωση να το προμηθεύσει στον κληροδόχο, ενώ κατά το άρθρο 1989 του ιδίου Κώδικα, αν ο διαθέτης κληροδότησε πράγμα κατά γένος μόνο ορισμένο, ο κληροδόχος έχει δικαίωμα να λάβει πράγμα που ανταποκρίνεται στις συνθήκες στις οποίες αυτός βρίσκεται Από τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις προκύπτουν, εκτός άλλων, ότι: α) καθίσταται άκυρη η κληροδοσία αντικειμένου που δεν υπάρχει στην κληρονομία κατά τον χρόνο θανάτου του διαθέτη, εφόσον τούτο δεν είναι ορισμένο κατά γένος και δεν συνάγεται διαφορετική βούληση του διαθέτη, το αληθές περιεχόμενο της οποίας μπορεί να αναζητηθεί κατά τα άρθρα 173 και 1781 ΑΚ και με τη συνεκτίμηση στοιχείων κειμένων εκτός της διαθήκης, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι καθίσταται αναγκαία η εν λόγω συνεκτίμηση λόγω ασαφούς διατύπωσης του κειμένου αυτού, δεδομένου ότι έδαφος για ερμηνεία με στόχο την αναζήτηση βούλησης διαφορετικής και πέρα από αυτή που εκφράζεται με τις λέξεις, δεν παρέχεται όταν οι τελευταίες είναι απόλυτα σαφείς και αποδίδουν, χωρίς τίποτα άλλο, αυτό που θέλησε ο διαθέτης (ΑΠ 144/2012, ΑΠ 865/2006, ΕφΑθ 6860/2014, ΕφΑθ 5722/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), β) ο βεβαρυμένος, επικαλούμενος ακυρότητα της κληροδοσίας, έχει το βάρος να αποδείξει ότι το αντικείμενο της κληροδοσίας είναι ατομικά ορισμένο πράγμα και ότι κατά τον χρόνο θανάτου του διαθέτη δεν ανήκει στην κληρονομία του και γ) η εκούσια εκ μέρους του διαθέτη εκποίηση του κληρονομηθέντος, ατομικά ορισμένου, αντικειμένου, οδηγεί σε ακυρότητα της κληροδοσίας κατά το άρθρο 1984 ΑΚ, εφόσον, συνεπεία της εκποίησης, το κληροδοτηθέν αντικείμενο δεν ανήκει πλέον στην κληρονομία κατά το χρόνο θανάτου του διαθέτη, τέτοια δε ακυρότητα της κληροδοσίας και όχι ανάκληση της κληροδοτικής διάταξης της διαθήκης επέρχεται με την εκποίηση του κληροδοτηθέντος, ακόμα και αν αποδεικνύεται ότι ο διαθέτης ενήργησε με πρόθεση κατάργησης της κληροδοσίας (ΕφΑθ 2299/1999 ό.π., βλ. Απ. Γεωργιάδη, ό.π., άρθρο 1984, αρ. 4, σελ. 1596, Ν. Ψούνη, ό.π, σελ. 139).

VΙΙ. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ……….., που εξετάσθηκε με επιμέλεια του εναγομένου στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της 16-1-2013 με το σύστημα της φωνοληψίας (άρθρο 256 παρ. 3 ΚΠολΔ), η οποία (κατάθεση) περιέχεται στα υπ’ αριθ. 1071/2013 πρακτικά συνεδρίασης του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται με τις προτάσεις τους στο παρόν Δικαστήριο και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – ΑΠ 1001/2012 δημ. σε ΝΟΜΟΣ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται: α) οι προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα υπ’ αριθ. ………./2013 ένορκες βεβαιώσεις που είχαν δοθεί στο πλαίσιο προηγούμενης δίκης μεταξύ των τριών πρώτων εναγόντων και του εναγομένου (ΑΠ 1342/2010 ΝοΒ 2011.390) και β) τα έγγραφα των σχηματισθέντων σχετικών ποινικών δικογραφιών που αφορούν ορισμένους από τους διαδίκους, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην παρούσα δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (ΕφΑθ 781/2009 Εφ.Αστ.Δικ. 2009.453, ΕφΠειρ 189/2015 σε ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 18-10-2005 απεβίωσε στο Μαρούσι Αττικής, ο ………, κάτοικος εν ζωή Πειραιώς, ο οποίος ήταν πατέρας του εναγομένου, αδελφός των πρώτου, δεύτερης και τρίτης των εναγόντων, σύντροφος (πλέον της εικοσαετίας) της τέταρτης ενάγουσας και θείος των λοιπών (πέμπτης έως και δέκατης) εναγουσών. Ο προαναφερόμενος, όταν ζούσε, είχε συντάξει την από 20-1-1998 ιδιόγραφη διαθήκη του, με το κατωτέρω, κατά λέξη, περιεχόμενο: «Στον Πειραιά και στο σπίτι που κατοικώ στην οδό ……. στο ……. σήμερα την 20 Ιανουαρίου 1998 ημέρα Τρίτη, ο υπογραφόμενος …….., υιός των αείμνηστων γονέων µου ……., ετών 78, Χριστιανός Ορθόδοξος αισθανόμενος το δικαίωμα και το καθήκον που έχω να διαθέσω παν ο, τι µου ανήκει, έχων σώας τας φρένας και τον νού υγιά, απεφάσισα κατόπιν ωρίμου σκέψεως να συντάξω την παρούσα ιδιόχειρη διαθήκη µου, η οποία περιέχει την αβίαστη, ελεύθερη και τελευταία θέλησή µου. 1. Εις τον μονάκριβο υιόν µου …. γεννηθέντα στο Λονδίνο την 20 Ιανουαρίου 1996 παραγγέλλω: (α) Να πιστεύει στο Θεό και να σέβεται και να αγαπά σαν πατέρα του, τον νονό του και αδελφό µου …….. τας υποδείξεις και συμβουλάς του οποίου να δέχεται και ακολουθεί µε θρησκευτική ευλάβεια. (β) να σέβεται και φροντίζει τις αδελφές µου … και …. σε ό, τι τυχόν του ζητήσουν. (γ) να μείνει προσηλωμένος στις αρχές και τα ιδανικά που µας παρέδωσε µε την σκυτάλη του αγώνα του ο παππούς του …., ενθυμούμενος ότι έργα οικοδομημένα σε τίμια και σταθερά θεμέλια που αποβλέπουν στην πρόοδο και προκοπή, μετριούνται σε αιώνες. 2. Εις τον υιόν µου ……. ανήκουν: (α) Η οικία ….. (β) Η οικία ….. (γ) Η οικία όρμου …. (δ) Ο αμπελών «…» στην …… (ε) Ο αμπελών «….» στην …. (στ) Η εκκλησία Αγίου Χαραλάμπους στην …. (ζ) Το 50% του εξ αδιαιρέτου μαγαζιού … (το έτερο 50% ανήκει στις ανεψιές µου …. και …….). (η) Η βραχονησίδα µε το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου «….». (θ) Η συμμετοχή µου στα ….. (συνιδιοκτησία ανά 50% εμού και του αδελφού µου ….). 3. Εις εμέ ανήκουν και παραμένουν: (α) Η κληρονομία από τον πάππο µου, ήτοι το μαγαζί «…» στην …. µε το κάτωθι αυτού βοηθητικό και ο αμπελών «…..» στην ….. Τα ανωτέρω προσφέρω στο Ναυτικό Μουσείο Θήρας. (β) Η συμμετοχή µου στην Πολυκατοικία, στο κτήμα ….. στο κτήμα …. στα ιδιόκτητα γραφεία Λονδίνου και φλατ. (β) Αι καταθέσεις µου Ελβετίας, Αγγλίας, Hamworth. 4. Τρόπο διαθέσεως των ανωτέρω παραγράφου (β) και (γ) αναθέτω µε επιστολή µου εις έναν εκ των αδελφών µου και κατά την ακόλουθη σειρά: ……… 5. (α) Στον πολύ αγαπημένο µου αδελφό να δοθεί ένας πίνακας Βολανάκη της αρεσκείας του, (β) στις αδελφές µου … και …. ανά US $ 150.000. (γ) Στην πλέον της εικοσαετίας σύντροφό µου …….. και εις ένδειξιν αναγνωρίσεως του ανιδιοτελούς και μεγάλου της ενδιαφέροντος και αγάπης τόσο προς εμένα όσο και προς τον …., το ποσό των US $ 250.000. (δ) αντίτιμο σε δραχμές US $ 25.000 σε κάθε µία των 6 ανεψιών µου. (ε) αντίτιμο σε δραχμές US $ 2.500 στον πιστό ….. ή σε όποιον άλλο θα µε υπηρετεί κατά την ημέρα του θανάτου µου. (στ) αντίτιμο σε δραχµές US $ 1.000 στον κηπουρό. (ξ) αντίτιμο σε δραχμές US $ 50.000 στον Σύλλογο των απανταχού … και φίλων …. ο ……. για τους σκοπούς του, (η) αντίτιμο σε δραχμές US $ 10.000 για τον εξωραϊσμό του νεκροταφείου … στον τάφο του οποίου βρίσκονται τα οστά των γονέων µου και του γαμβρού µου …, δίπλα στα οποία επιθυμώ να τοποθετηθούν και τα δικά µου, μετά την οστεοκομιδή των από τον οικογενειακό τάφο Πειραιώς όπου επιθυμώ να ενταφιαστώ. (θ) αντίτιμο σε δραχμές US $ 15.000 να διατεθεί προς διανομή εις τους απόρους … κατά την απόλυτη κρίση του Συμβουλίου του Συλλόγου των απανταχού … και φίλων …. ο …… 6. Ζητώ συγγνώμη απ’ όσους άθελά µου επίκρανα και τυχόν έβλαψα. (υπογραφή) Υ.Γ. Η πρωτότυπος διαθήκη να κρατηθεί από τον …. και ενυπόγραφα φωτοτυπημένα αντίγραφά της στον αδελφό µου … και αδελφές µου … και ….. (υπογραφή)». Από το περιεχόμενο αυτό της ως άνω διαθήκης, το οποίο δεν παρουσιάζει κενά ή ασάφειες ως προς τη δηλωθείσα με αυτήν βούληση του διαθέτη, προκύπτει ότι αυτός εγκατέστησε μοναδικό κληρονόμο του τον υιό του, ……. (εναγόμενο), ενώ κατέστησε κληροδόχους τους ενάγοντες συγγενείς του (ήτοι τα τρία αδέλφια του, την σύντροφό του και τις έξι ανιψιές του), αφού παρείχε σ’ αυτούς περιουσιακή ωφέλεια (με την παροχή ορισμένου ατομικά αντικειμένου, ήτοι ενός ζωγραφικού πίνακα Βολανάκη, στον πρώτο ενάγοντα, κατόπιν επιλογής του τελευταίου, και με χρηματικές παροχές, δηλαδή αντικείμενα ορισμένα μόνο κατά γένος, στους λοιπούς των εναγόντων), χωρίς να τους εγκαθιστά κληρονόμους κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο V της παρούσας, επιβαρύνοντας τον μοναδικό κληρονόμο υιό του με την εκπλήρωση των κληροδοσιών αυτών. Παράλληλα, κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία (20-1-1998) ο προαναφερόμενος (ήδη θανών) …….. συνέταξε ιδιοχείρως και μία προσωπική επιστολή, απευθυνόμενη προς τον αδελφό του, ……. (πρώτο ενάγοντα), µε το κατωτέρω, κατά λέξη, περιεχόμενο: «Πολυαγαπημένε µου αδελφέ …., 1. Αναφέρομαι στα εδάφια (β) και (γ) της 4ης παραγράφου της υπό σημερινή ημερομηνία διαθήκης µου που αναθέτω σε σένα (και εν αδυναμία σου η σκυτάλη στην αδελφή µας ….), να φροντίσετε για την κατά την απόλυτο κρίση σας εκπλήρωση των επιθυμιών µου, δίχως να δώσετε εξηγήσεις σε οιονδήποτε για τις όποιες ενέργειες και αποφάσεις σας. 2. Ηναγκάσθην να διατυπώσω την παράγραφο 4 της διαθήκης µου, διότι έχω αμφιβολίες για την ορθή και ανεπηρέαστη κρίση του …. για τον οποίο υποπτεύομαι ότι επηρεάζεται και ακολουθεί πολλές φορές τις υποδείξεις της πεθεράς του ή και της μητέρας του, για τις οποίες υποδείξεις των δεν νομίζω ότι υπήρξαν πάντοτε ορθές. 3. Αυτός και μόνον αυτός είναι ο λόγος για τον φόβο µου ότι είναι δυνατόν να µη συμμορφωθεί προς τις επιθυμίες µου. 4. Διετύπωσα την παράγραφο 3 της διαθήκης µου ώστε ο …. για ότι ανήκει σε εμένα να µην έχει καμία απολύτως ανάµειξη ως προς την διάθεσή των κατά την απόλυτο κρίση σας. (α) Πολυκατοικία: Για πώληση όλου ή μέρους αυτής ή και ενοικιάσεως τα έσοδα για την αναλογία µου να τηρούνται σε ιδιαίτερο λογαριασμό. (β) Κτήματα ……. και συμμετοχής µας στις τουριστικές επιχειρήσεις … ως ανωτέρω (της πολυκατοικίας) (γ) Κατάθεσις Discount Bank (…) που ανέρχεται σήμερα σε U.S. $ 1.085.000 μείον η υποχρέωση συνεισφοράς µου προς τις ναυτικές επιχειρήσεις µας $ 150.000 (που έχεις ήδη καταβάλλει εσύ) οπότε παραμένει καθαρό υπόλοιπο $ 935.000. (δ) μέρος ανωτέρω υπολοίπου να διατεθεί σύμφωνα µε εδάφια (β) (γ) (δ) (ε) (στ) (ζ) (η) και (θ) της 5ης παραγράφου της διαθήκης µου. (ε) Καταθέσεις Αγγλίας, Αφορούν προσωπικούς µου τραπεζικούς λογαριασμούς (που τηρεί η ….). (στ) Καταθέσεις Hamworth σε T/D ενός μηνός, είναι σήμερα $80.000. Στην ανωτέρω κατάθεση να προστεθεί το όποιο ποσόν αποκτηθεί εκ της πωλήσεως της συλλογής µου εικόνων. 5 Το όποιο υπόλοιπο χρημάτων 4(στ) θα απομείνει κατά την ημέρα θανάτου µου να δοθεί στον ….. για τη διαβίωση της οικογένειάς του και των άλλων υποχρεώσεών του. 6. Θέλω να ελπίζω και εύχομαι δια της εκμεταλλεύσεως των …. ή της ορθής τοποθετήσεων των εκ πωλήσεώς των χρημάτων (σύμφωνα πάντοτε και µε την απαραίτητο συγκατάθεσή σου) να του αποφέρουν τόσα έσοδα ώστε να αποφευχθεί η αναγκαστική εκποίηση της περιουσίας που του άφησα. 7. Τα οποιαδήποτε έσοδα παραγράφου 4 παρούσας να διατεθούν ως ακολούθως: (α0 Στις εγγονές µου …….. καθώς και στην αναμενόμενη δεύτερη εγγονή µου και όποτε τα οικονομικά θα επιτρέπουν να ανοιχθεί έντοκος λογαριασμός $ 150.000 για κάθε παιδί σε ξένη Τράπεζα, µε ρήτρα ότι θα μπορούν να κάνουν ανάληψη μόνον μετά την ενηλικίωσή των. (β) Συμπλήρωμα για εξασφάλιση εξόδων λειτουργίας και απαιτούμενων επισκευών συντήρησης του εν …. Ναυτικού Μουσείου …. λαμβανομένης υπόψη τη δια της παραγράφου 3 (α) προσφοράς µου µε την από 20-1-1998 διαθήκη µου. (γ) το όποιο περίσσευμα μετά τα ανωτέρω εδάφια l(α), l(β) να διατεθεί κατά 50% στον …., ανά 20% στις αδελφές µου και 10% στην ανεψιά µου και βαπτισιμιά µου ………. 8. Σκέφθηκα και αποφάσισα να αναθέσω σε εσένα τις επιθυμίες µου, για την ευθύτητα, σωφροσύνη και ορθή κρίση που σε διακρίνει. 9. Υπήρξα πολύ τυχερός που ο Θεός µε αξίωσε να έχω αδελφό εσένα µε τον οποίο δεν θυμάμαι να υπήρξε ποτέ διαφωνία για την όποια απόφαση του ενός ή του άλλου. 10. Εύχομαι ο Ύψιστος να σε κρατήσει υγιή για πολλά ακόμα χρόνια για να εξακολουθήσεις να συμβουλεύεις, προστατεύεις και βοηθάς την πολυπληθή µας οικογένεια ώστε να διατηρηθεί και να συνεχιστεί το καλό όνομα που κληρονομήσαμε από τους γονείς µας. 11. Συγχώρεσέ µε για το βαρύ έργο που σου αναθέτω. Προστάτεψε τον …. και τις αδελφές µας. Ο Θεός πάντα μαζί σου (υπογραφή)». Τέλος, στο από 6-2-1999 έγγραφό του µε τον τίτλο «Ενημέρωσις/Διευκρινήσεις Διαθήκης 20-1-1998», ο ……..έχει αναγράψει, κατά λέξη, τα εξής: «3(α). Ήδη προσφέρθηκαν δια της Συμβολαιογραφικής πράξης στο Ναυτικό Μουσείο …. 3(β) Το κτίριο των γραφείων Λονδίνου επωλήθη και το τίμημα διετέθει ήδη για τις ανάγκες των …. Όπως επίσης επωλήθη και το Flat, ολόκληρο το τίμημα του οποίου διετέθη ως αποζημίωσις της …. και ….. Y.Γ. Φωτοτυπημένα αντίγραφα διαθήκης µου µόνο στον αδελφό µου …. και αδελφή µου …. Η πρωτότυπος στον ….. Πειραιεύς 6 Φεβρουαρίου 1999 (υπογραφή)». Το πρωτότυπο της ως άνω από 20-1-1998 ιδιόγραφης διαθήκης, με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, είχε παραδοθεί από τον ίδιο τον διαθέτη, όσο ζούσε, στον με αυτήν (διαθήκη) τετιμημένο ως κληρονόμο, υιό του (ήδη εναγόμενο), ενώ φωτοτυπημένα αντίγραφά της, φέροντα την πρωτότυπη υπογραφή του, είχαν παραδοθεί (σε κλειστούς φακέλους) από τον ίδιο στους πρώτο και δεύτερο των ήδη εναγόντων, ……. και ……… (αδέλφιά του), με αναγραφείσα επί των φακέλων την επιθυμία του να ανοιχθούν την ημέρα θανάτου του (βλ. το αντίγραφο του προσκομισθέντος φακέλου του φέροντος την πρωτότυπη υπογραφή του, που είχε παραδοθεί από τον διαθέτη στην αδελφή του ….. και ο οποίος ανοίχθηκε την 24-10-2005, όπως αναγράφεται στην οπίσθια όψη του, με την παρουσία των τριών πρώτων εναγόντων και του υπογράφοντος δικηγόρου). Μετά τον θάνατο του ως άνω διαθέτη (την 18-10-2005) και αφού ανοίχθηκαν οι εν λόγω κλειστοί φάκελοι, που περιείχαν εντός αυτών φωτοτυπημένο αντίγραφο τόσο της ως άνω διαθήκης, όσο και της από 6-2-1999 έγγραφής ενημέρωσής της, με την επ’ αυτών πρωτότυπη υπογραφή του διαθέτη, οι οποίοι (φάκελοι) είχαν παραδοθεί από τον διαθέτη, στους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων (σημειώνεται ότι ο φάκελος προς τον πρώτο ενάγοντα περιείχε και το πρωτότυπο της προς αυτόν προπαρατιθέμενης από 20-1-1998 προσωπικής επιστολής του), οι τελευταίοι, αφού έλαβαν γνώση ότι, με τη διαθήκη αυτή, κατέστησαν κληροδόχοι στα αναφερόμενα σ’ αυτήν κληροδοτούμενα αντικείμενα, ζήτησαν από τον εναγόμενο να προβεί σε δημοσίευση της διαθήκης που αυτός κατείχε σε πρωτότυπο έγγραφο, χωρίς όμως ο τελευταίος να το πράξει, επικαλούμενος ότι αυτός είναι ο μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος του πατέρα του. Έτσι, στη συνέχεια, οι ενάγοντες, αποδεχόμενοι την προς έκαστο αυτών κληροδοσία, µε σχετικές εξώδικες δηλώσεις τους που επιδόθηκαν στον εναγόμενο στις 2-3-2006 (αυτή του πρώτου ενάγοντος), 3-3-2006 (αυτές των δεύτερης και τρίτης εναγουσών), 16-11-2006 (αυτή της τέταρτης ενάγουσας), 1-3-2006 (αυτές των πέμπτης και έκτης εναγουσών), 14-3-2006 (αυτές των έβδομης έως και δέκατης εναγουσών), ζήτησαν από τον τελευταίο την εκπλήρωση των από την διαθήκη υποχρεώσεών του και συγκεκριμένα την προς αυτούς καταβολή των κληροδοτούμενων αντικειμένων (βλ. τις υπ’ αριθ. …/2-3-2006, …./3-3-2006, …./16-11-2006 και …./1-3-2006 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……. καθώς και τις υπ’ αριθ. …/14-3-2006 και …/14-3-2006 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …… αντίστοιχα). Μετά από την συνεχιζόμενη άρνηση του εναγομένου να προβεί στη δημοσίευση της εν λόγω διαθήκης, οι τρεις πρώτοι των ήδη εναγόντων άσκησαν εναντίον του την από 15-3-2006 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2006) αγωγή για αναγνώριση της ύπαρξης και του ανωτέρω περιεχομένου της διαθήκης αυτής, επί της οποίας (αγωγής) εκδόθηκε η (προσκομιζόμενη) υπ’ αριθ. 3036/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη, με την αιτιολογία ότι πρέπει προηγουμένως να ασκηθεί αγωγή προς επίδειξη του εγγράφου της διαθήκης και αν αυτή η διαδικαστική ενέργεια δεν επιφέρει αποτέλεσμα, τότε υπάρχει αδυναμία έγγραφης απόδειξης (άρθρο 435 ΚΠολΔ), οπότε μπορεί να ασκηθεί η εν λόγω αγωγή. Σε συμμόρφωση με την απόφαση αυτή, πράγματι οι ίδιοι ενάγοντες (τρεις πρώτοι των ήδη εναγόντων) άσκησαν κατά του εναγομένου την από 21-11-2007 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2007) αγωγή για επίδειξη της με το ανωτέρω περιεχόμενο από 20-1-1998 ιδιόγραφης διαθήκης του ……., επί της οποίας (αγωγής) εκδόθηκε η (προσκομιζόμενη) υπ’ αριθ. 5024/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δέχθηκε αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη και, αφού έκρινε ότι αποδείχθηκε η ύπαρξη της, με το ανωτέρω περιεχόμενο, από 20-1-1998 ιδιόγραφης διαθήκης του …… καθώς και το γεγονός ότι το πρωτότυπο της διαθήκης αυτής παραδόθηκε στον εναγόμενο, υιό εν ζωή του ως άνω διαθέτη, ο οποίος και το κατέχει, υποχρέωσε τον τελευταίο να προβεί σε επίδειξη προς τους ενάγοντες της εν λόγω διαθήκης και να τους χορηγήσει αντίγραφο αυτής. Η τελευταία αυτή απόφαση έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, αφού η σχετική έφεση του εναγομένου έχει απορριφθεί κατ’ ουσίαν με την (προσκομιζόμενη) υπ’ αριθ. 713/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, ενώ και η σχετική αίτηση αναίρεσης (με τους πρόσθετους λόγους της) του ιδίου κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, απορρίφθηκε με την (προσκομιζόμενη) υπ’ αριθ. 626/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου (Γ΄ Πολιτικού Τμήματος). Κατά συνέπεια, παρά την εξ αρχής άρνηση του εναγομένου (τόσο στο πλαίσιο της ως άνω προγενέστερης δίκης, όσο και στο πλαίσιο της προκειμένης δίκης) για την ύπαρξη της διαθήκης αυτής και για την κατοχή του πρωτοτύπου της από τον ίδιο, έχει ήδη κριθεί αμετάκλητα, και μάλιστα με δύναμη δεδικασμένου (άρθρα 321, 322, 324 και 325 ΚΠολΔ) ως προς τους διαδίκους που συμμετείχαν στην προγενέστερη αυτή δίκη (δηλαδή ως προς τους τρεις πρώτους ενάγοντες και τον εναγόμενο) ότι η από 20-1-1998 διαθήκη του …….., με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, υπάρχει και ότι το πρωτότυπό της παραδόθηκε στον τετιμημένο µε αυτήν, ως κληρονόμο, εναγόμενο, ο οποίος και κατέχει αυτό. Περαιτέρω, από το περιεχόμενο της ανωτέρω από 20-1-1998 διαθήκης, το οποίο είναι σαφές και δεν έχει ανάγκη προσφυγής σε ερμηνεία, προκύπτει ότι ο διαθέτης επιβάρυνε τον με αυτήν μοναδικό κληρονόμο του, εναγόμενο, µε την εκπλήρωση των κληροδοσιών των εναγόντων, από τις οποίες αυτή μεν προς τον πρώτο ενάγοντα, αποτελείται από ορισμένο ατομικά αντικείμενο, ήτοι ένα ζωγραφικό πίνακα του ζωγράφου Βολανάκη, κατόπιν επιλογής του ως άνω ενάγοντος, ενώ αυτές προς τους λοιπούς των εναγόντων, αποτελούνται από χρηματικές παροχές. Κατά συνέπεια, οι κληροδοσίες προς τους δεύτερη έως και δέκατη των εναγόντων, αφορούν πράγματα (ήτοι χρηματικά ποσά) ορισμένα κατά γένος, επί των οποίων (κληροδοσιών) δεν έχει εφαρμογή, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο VΙ της παρούσας, η διάταξη του άρθρου 1984 ΑΚ, βάσει του οποίου θεωρείται άκυρη, ως κενή περιεχομένου, η κληροδοσία ορισμένου αντικειμένου, που δεν ανήκει στην κληρονομία κατά τον χρόνο θανάτου του διαθέτη. Επομένως, ο περί εφαρμογής του άρθρου 1984 ΑΚ ισχυρισμός, που προτάθηκε πρωτοδίκως από τον εναγόμενο, ελέγχεται ως μη νόμιμος ως προς τις κληροδοσίες που αφορούν τις δεύτερη έως και δέκατη των εναγόντων. Συνεπώς, ορθώς κατ` αποτέλεσμα απορρίφθηκε ο ισχυρισμός αυτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έστω και με άλλη αιτιολογία (ήτοι ως αβάσιμος κατ`ουσίαν), που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ – βλ. σχετ. ΕφΠειρ 374/2014 και ΕφΠειρ 580/2012 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6241/2003 ΕλΔνη 2006.307) και ο σχετικός λόγος της έφεσης του εναγομένου, που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε πρωτοδίκως ότι ο ζωγραφικός πίνακας του ζωγράφου Βολανάκη δεν υπήρξε ποτέ στην περιουσία του ως άνω διαθέτη και, σε κάθε περίπτωση, δεν υπήρχε στην κληρονομιαία περιουσία του διαθέτη κατά τον χρόνο θανάτου του, με συνέπεια, κατ’ άρθρο 1984 ΑΚ να μην υποχρεούται στην εκπλήρωση της κληροδοσίας προς τον πρώτο ενάγοντα. Ο ισχυρισμός αυτός είναι μεν νόμιμος, αφού, όταν αντικείμενο της κληροδοσίας είναι ατομικά ορισμένο πράγμα (όπως συμβαίνει στην περίπτωση του πρώτου ενάγοντος), τότε μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 1984 ΑΚ κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο VΙ της παρούσας, πλην όμως αυτός (ισχυρισμός) είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Και τούτο, γιατί, κατά το χρόνο σύνταξης της εν λόγω διαθήκης, ο διαθέτης ήταν σε πλήρη διαύγεια, καθορίζοντας µε τρόπο σαφή και λεπτομερειακό τη βούλησή του και δεν θα κληροδοτούσε ανύπαρκτο αντικείμενο στον αδελφό του, για τον οποίο έτρεφε απεριόριστη εκτίμηση και σεβασμό, σύμφωνα µε τα αναγραφόμενα τόσο στη διαθήκη του όσο και στην προσωπική επιστολή του προς αυτόν. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε, από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο, ότι ο ως άνω διαθέτης μέχρι το χρόνο θανάτου του, εκποίησε με τη βούλησή του ή ότι βρέθηκε σε ανάγκη εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του αυτής της φύσεως (ήτοι των ζωγραφικών πινάκων του και μάλιστα του ζωγράφου Βολανάκη), ενώ και ο εναγόμενος δεν αναφέρει συγκεκριμένο χρονικό σημείο, τρόπο και πρόσωπο προς το οποίο τυχόν διατέθηκαν πίνακες ζωγραφικής του συγκεκριμένου ζωγράφου από τον διαθέτη πατέρα του, αφού από το περιεχόμενο της διαθήκης του θανόντος, συνάγεται με σαφήνεια ότι ο διαθέτης κατείχε περισσότερους του ενός ζωγραφικών πινάκων και, για το λόγο αυτό, χορήγησε στον πρώτο ενάγοντα το δικαίωμα να επιλέξει ένα πίνακα της αρεσκείας του από τους περισσότερους πίνακες του ζωγράφου Βολανάκη, που είχε στην συλλογή του. Επομένως, ορθώς απορρίφθηκε ο ισχυρισμός αυτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως αβάσιμος κατ`ουσίαν, και ο σχετικός λόγος της έφεσης του εναγομένου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, πρέπει να αναφερθεί ότι η, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, από 20-1-1998 προσωπική επιστολή του διαθέτη προς τον πρώτο ενάγοντα αναφέρει τον τρόπο διάθεσης και διαχείρισης συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του διαθέτη, χωρίς, όμως, να τίθεται με αυτήν κάποιος περιορισμός για την εκπλήρωση των κληροδοσιών µόνο από τα περιουσιακά αυτά στοιχεία, παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό του εναγομένου, τον οποίο πρόβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης. Πράγματι, ο εναγόμενος επικαλείται εξωτερικά, σε σχέση με τη διαθήκη, στοιχεία προς αναζήτηση διάφορης βούλησης του διαθέτη, ισχυριζόμενος ειδικότερα ότι, με την από 20-1-1998 έγγραφη επιστολή του προς τον πρώτο ενάγοντα, ο διαθέτης περιόρισε την εκπλήρωση των κληροδοσιών προς τους ενάγοντες µόνο από συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, που δεν υπήρχαν κατά τον χρόνο του θανάτου του. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του σαφούς τρόπου που εκφράσθηκε ο διαθέτης με την από 20-1-1998 ιδιόγραφη διαθήκη του, δεν υπάρχει έδαφος για ερμηνεία με στόχο την αναζήτηση βούλησης διαφορετικής και πέρα από αυτή που εκφράσθηκε με τις λέξεις της διαθήκης του, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο VΙ της παρούσας. Εξάλλου, πρέπει να αναφερθεί ότι παρά την εκποίηση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων του διαθέτη, όσο ήταν εν ζωή, ο τελευταίος δεν προέβη σε ανάκληση ή τροποποίηση των αναφερόμενων στην διαθήκη του κληροδοσιών, όπως θα έπραττε εάν ήθελε να τις συνδέσει µε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία και όχι µε το σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας του. Επομένως, ορθώς απορρίφθηκε και ο ισχυρισμός αυτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώ ο σχετικός λόγος της έφεσης του εναγομένου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Τέλος, ο εναγόμενος πρόβαλε πρωτοδίκως τον ισχυρισμό, τον οποίο επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης, ότι, μετά την σύνταξη της εν λόγω διαθήκης (20-1-1998) και μέχρι τον χρόνο του θανάτου του (18-10-2005), επήλθε ουσιώδης μεταβολή των συνθηκών, όπως αυτή εκτίθεται, με συνέπεια η διάταξη αυτής (διαθήκης) για τις κληροδοσίες ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της, να μην ανταποκρίνεται στη νέα κατάσταση και έτσι η διαθήκη αυτή να εμφανίζει κενό που πρέπει να πληρωθεί με ερμηνεία της κατ’ άρθρο 200 ΑΚ. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός του εναγομένου ελέγχεται πρωτίστως ως μη νόμιμος. Και τούτο, γιατί στην περίπτωση αυτή, δηλαδή όταν, κατά τα εκτιθέμενα από τον εναγόμενο, η μεταβολή στις συνθήκες επήλθε όσο ζούσε ο διαθέτης και ήταν σε γνώση του τελευταίου χωρίς να γίνει ανάκληση ή τροποποίηση εκ μέρους του, δεν χωρεί διορθωτική ερμηνεία. Ειδικότερα, η υποθετική βούληση του διαθέτη δεν αναζητείται, όταν αυτός γνώριζε τη μεταβολή που επήλθε μετά τη σύνταξη της διαθήκης του και δεν την ανακάλεσε ή δεν την τροποποίησε, αν και είχε τη δυνατότητα προς τούτο (βλ. Παπαντωνίου, ΚληρΔ. § 83 ΙΙ, Απ. Γεωργιάδης, ΚληρΔ, σ. 309 αρ. 48, Ν. Ψούνη, Κληρονομικό Δίκαιο ΙΙ, τόμ. ΙΙ, έκδ. 2014, σελ. 363). Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αναφερθεί ότι, όπως αποδείχθηκε, ναι μεν επήλθαν ορισμένες μεταβολές και συγκεκριμένα πωλήσεις συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του διαθέτη μέχρι τον χρόνο του θανάτου του (για ορισμένες από τις μεταβολές αυτές, όπως για την πώληση των γραφείων Λονδίνου και για την πώληση του «Flat», είχε αναφερθεί ο διαθέτης στην ανωτέρω από 6-2-1999 έγγραφη ενημέρωση της διαθήκης του), όπως η πώληση της συμμετοχής του στην αναφερόμενη στη διαθήκη πολυκατοικία, πλην όμως με την εκποίηση αυτών των περιουσιακών στοιχείων από το διαθέτη δεν εξαντλήθηκε η κληρονομιαία περιουσία του, όπως αβασίμως ο εναγόμενος ισχυρίζεται, ούτε επήλθε ανάκληση της διαθήκης του ως προς τις διατάξεις της περί κληροδοσιών προς τους ενάγοντες. Επομένως, ορθώς κατ` αποτέλεσμα απορρίφθηκε ο ισχυρισμός αυτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), και ο σχετικός λόγος της έφεσης του εναγομένου, που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκα­λούμενη απόφασή του, δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την από 11-1-2011 αγωγή των εναγόντων, αναγνωρίζοντας αφενός ότι ο θανών ……… κατέλιπε την από 20-1-1998 ιδιόγραφη διαθήκη με το αναφερόμενο σ’ αυτήν (αγωγή) περιεχόμενο και αφετέρου ότι ο εναγόμενος υποχρεούται: α) να θέσει στη διάθεση του πρώτου των εναγόντων, τους πίνακες Βολονάκη από τη συλλογή του αποβιώσαντος πατέρα του, για να επιλέξει αυτός έναν της αρεσκείας του και β) να καταβάλει στους λοιπούς των εναγόντων τα αιτούμενα χρηματικά ποσά (ήτοι τα ισότιμα σε ευρώ των αναφερόμενων ποσών δολαρίων ΗΠΑ) με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο όχλησής του, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των απο­δείξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο με τους σχετικούς λό­γους της υπό κρίση έφεσής του, τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα. Τέλος, ο εκκαλών-εναγόμενος ισχυρίσθηκε, για πρώτη φορά στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη, ότι οι ανωτέρω κληροδοσίες είναι άκυρες και για τον πρόσθετο λόγο ότι προσβάλλουν τη νόμιμη μοίρα του. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, ανεξαρτήτως του ότι προβάλλεται όλως γενικώς, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον δεν προτάθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν έγινε επίκληση συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 527 ΚΠολΔ για τη βραδεία παραδεκτή προβολή του ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ήτοι ότι δεν προβλήθηκε εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία ή ότι προέκυψε για πρώτη φορά μεταγενέστερα ή ότι αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου (ΑΠ 780/2015, ΑΠ 1320/2010 ΕφΠειρ 211/2016 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 250 ΚΠολΔ προκύπτει ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να αναβάλει τη συζήτηση της υπόθεσης, αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία, η δε αναβολή της συζήτησης αυτής μπορεί να διαταχθεί και στην κατ` έφεση δίκη (ΕφΘεσ. 457/2011 Αρμ. 2011.1022). Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής προϋπόθεση είναι η ύπαρξη εκκρεμούς ποινικής αγωγής, η οποία επηρεάζει τη διάγνωση της αστικής δικαιολογητικής σχέσης, με την έννοια ότι τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την υπόσταση της πράξης που τελέστηκε, ασκούν ουσιώδη επιρροή όσον αφορά τα θεμελιωτικά της αστικής δικαιολογητικής σχέσης περιστατικά (ΕφΛαρ 40/2003 ΝοΒ 2004.1218). Εκκρεμής δε θεωρείται η ποινική αυτή αγωγή, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και έχει διαταχθεί προανάκριση ή κυρία ανάκριση ανεξάρτητα από την εισαγωγή ή μη της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά το χρόνο έκδοσης της αναβλητικής απόφασης, χωρίς να αρκεί μόνη η υποβολή της έγκλησης, ούτε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (ΕφΠειρ 104/2016, ΕφΠειρ 300/2016 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1254/2011 ΕΠολΔ 2011.798, ΕφΘεσ 52/2009 Αρμ 2009.718, βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμ. Ι, έκδ. 2012, άρθρο 250, αρ. 3, σελ. 462).

Στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά τον σχετικό λόγο της έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε το (επικουρικό) αίτημά του για αναβολή της δίκης μέχρι πέρατος της ποινικής δίκης που ανοίχθηκε με την υπ’ αριθ. ΑΒΜ …….. έγκλησή του κατά των τριών πρώτων εναγόντων για τα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρα και ηθικής αυτουργία σε αυτήν, αυτός (λόγος έφεσης) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας που προσκομίσθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (αλλά και από όσα προσκομίσθηκαν στο παρόν κατ’ έφεση δικαστήριο) δεν προκύπτει η ύπαρξη εκκρεμούς ποινικής δίκης και συγκεκριμένα δεν προκύπτει ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, μόνο δε η υποβολή της έγκλησης, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, δεν αρκεί για την αποδοχή του άνω αιτήματος για αναβολή της συζήτησης κατ` άρθρο 250 του ΚΠολΔ, όπως ορθά δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Εξάλλου, το αίτημα αυτό της αναβολής, αν ήθελε εκτιμηθεί ότι προτείνεται από τον εκκαλούντα και στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, είναι απορριπτέο προεχόντως για τον ίδιο ως άνω λόγο, ενώ, άλλωστε, η αναβολή αυτή εναπόκειται στην κρίση του δικαστηρίου και, σε κάθε περίπτωση, δεν υφίσταται επίδραση της άνω ποινικής δίκης στη διάγνωση της παρούσας αστικής δικαιολογητικής σχέσης.

ΙX. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτόν με τα υπ’ αριθ. ……. παράβολα Δημοσίου, εκ ποσού είκοσι (20) ευρώ έκαστο, καθώς και με τα υπ’ αριθ. ………παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, εκ ποσού εξήντα (60) ευρώ έκαστο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 29-10-2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2015) έφεση του …… κατά της υπ’ αριθ. 1815/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα των  εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  16η Νοεμβρίου 2017   και δημοσιεύθηκε στις  12 Ιανουαρίου  2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ