Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 35/2018

Αριθμός    35/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 29-9-2015 (αρ. καταθ. …./2015) κλήση του εκκαλούντος, κατ΄ εκτίμηση αυτής, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η από 3-11-2014 (αρ. καταθ. …../2014) έφεσή του κατά της καθ΄ ης η κλήση-εφεσίβλητης μετά τη ματαίωση αυτής κατά τη δικάσιμο της 17-9-2015.

Με την από 23-10-2015 (αρ. καταθ. …./2015) κλήση της εκκαλούσας νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η από 2-12-2014 (αρ. καταθ. …./2014) έφεσή της κατά του καθ΄ ου η κλήση-εφεσίβλητου μετά τη ματαίωση αυτής κατά τη δικάσιμο της 17-9-2015.

Οι κρινόμενες α) από 3-11-2014 (αρ. καταθ. …./2014) έφεση του …………. κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» και β) από 2-12-2014 (αρ. καταθ. …./2014) έφεση της εταιρείας με την επωνυμία «………» κατά του …….. και κατά (και οι δύο εφέσεις) της υπ΄ αρ. 3198/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο στην εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη της από 3-11-2014 έφεσης και εκκαλούσα της από 2-12-2014 έφεσης, με επιμέλεια του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος της από 3-11-2014 έφεσης και εφεσίβλητου της από 2-12-2014 έφεσης, την 4-11-2014 [βλ. το προσκομιζόμενο από την εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως που φέρει τη σημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ……… και παραγγελία του πληρεξούσιου Δικηγόρου του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος-εφεσίβλητου, για επίδοση προς αυτήν (εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα)], ενώ η ανωτέρω από 3-11-2014 έφεση ασκήθηκε προγενέστερα, ήτοι την 31-10-2014, χωρίς να έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ήτοι την 1-7-2014, μέχρι την άσκηση αυτής (εφέσεως) [άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 495 ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη έφεση, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκε την 31-10-2014, ήτοι πριν την 1-1-2016] και η από 2-12-2014 έφεση ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατ΄ άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών, ήτοι την 4-12-2014 [άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 495 ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη έφεση, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκε την 4-12-2014, ήτοι πριν την 1-1-2016]. Επομένως, πρέπει, αφού συνεκδικασθούν, καθόσον είναι συναφείς, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 παρ. 3, 246 και 524 του ΚΠολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό των ένδικων εφέσεων δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως ποσού διακοσίων (200) ευρώ, λόγω της φύσεως της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012).

Με την από 20-9-2013 (αρ. καταθ. …../2013) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 14-1-2014, ο ενάγων, ήδη εκκαλών της από 3-11-2014 (αρ. καταθ. …../2014) έφεσης και εφεσίβλητος της από 2-12-2014 (αρ. καταθ. …../2014) έφεσης, ισχυρίστηκε, κατ΄ εκτίμηση αυτής, και όπως αυτή διορθώθηκε ως προς το επώνυμό του (ενάγοντος) με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του που καταχωρήθηκε νόμιμα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ότι δυνάµει συµβάσεως εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε µεταξύ αυτού και της εταιρείας με την επωνυμία «……..», η οποία δραστηριοποιούταν στον τοµέα της πώλησης προϊόντων κατεψυγµένης ζύµης, προσλήφθηκε στις 3-1-1999, προκειµένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως υπεύθυνος πωλήσεων, µε καθήκοντα την προώθηση των προϊόντων της ως άνω εταιρείας στην επαρχία, όπως αναλυτικά αναφέρεται σ΄ αυτήν (αγωγή), εργαζόµενος, υπό το σύστηµα της πενθήµεpης απασχόλησης, από Δευτέρα έως και Παρασκευή, επί 8 ώρες ηµερησίως, αντί των µηνιαίων αποδοχών που συμφωνήθηκαν και αναφέρονται ειδικότερα σ΄ αυτήν (αγωγή). Ότι σε εκτέλεση της άνω σύµβασης, ο ίδιος παρείχε την εργασία του, αρχικά στην ως άνω εταιρεία και από την 1-1-2000 και εφεξής, στην διάδοχο αυτής εναγοµένη εταιρεία, ήδη εφεσίβλητη της από 3-11-2014 (αρ. καταθ. ……../2014) έφεσης και εκκαλούσα της από 2-12-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) έφεσης, στην οποία απασχολήθηκε µέχρι τις 27-4-2013, οπότε η εναγοµένη προέβη σε καταγγελία της συµβάσεως εργασίας του με προειδοποίηση. Ακολούθως, ισχυρίστηκε ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστηµα παροχής της εργασίας του, η εναγομένη τον απασχολούσε επί 11 ώρες ηµερησίως, δίχως να έχει σχετική άδεια για υπερωριακή απασχόληση ή υπερωριακή απασχόληση αυτού και δίχως να του καταβάλει (η εναγομένη) την νόµιµη αµοιβή για την υπερεργασία και την υπερωριακή απασχόλησή του. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων, κατόπιν παραδεκτού μερικού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), καθώς και με τις κατατεθείσες, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προτάσεις, από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, ζήτησε, κατ΄ εκτίμηση, κυρίως με τις διατάξεις από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά το καταψηφιστικό αίτημά της, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 17.625,60 ευρώ, ως αμοιβή για κατ΄ εξαίρεση υπερωρία του χρονικού διαστήματος από 1-1-2008 έως 31-3-2009 και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει, α) το ποσό των 56.623,80 ευρώ, ως αµοιβή για κατ’ εξαίρεση υπερωρία του χρονικού διαστήµατος από 1-4-2009 έως 27-4-2013 και β) το ποσό των 23.973,45 ευρώ, ως αµοιβή για υπερεργασία του χρονικού διαστήµατος από 1-1-2008 έως 27-4-2013, µε τον νόµιµο τόκο για όλα τα ανωτέρω ποσά από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικά, ζήτησε να του καταβληθούν τα ανωτέρω ποσά µε βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισµό, καθόσον ως προς τα ποσά αυτά η εναγοµένη κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη εις βάρος του. Τέλος, ζήτησε να καταδικαστεί η εναγοµένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 3198/2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η αγωγή, ως προς την κύρια βάση της, είναι επαρκώς ορισµένη, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισµούς της εναγοµένης και νόµιµη, καθώς επίσης ότι όσον αφορά στην επικουρική βάση της (αγωγής), την επιχειρούµενη να θεµελιωθεί στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισµού, (η αγωγή) είναι αόριστη, απέρριψε το σχετικό ποσό που ζητούσε ο ενάγων για κατ΄ εξαίρεση υπερωριακή απασχόλησή του, δέχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται να αξιώσει ως αµοιβή για την παροχή υπερεργασίας το συνολικό ποσό των 23.973,45 ευρώ, καθώς επίσης απέρριψε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε ότι η εναγοµένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 23.973,45 ευρώ, µε τον νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με τις προαναφερόμενες εφέσεις οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτές (εφέσεις) αντίστοιχα λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν 1) με την από 3-11-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) έφεση ο εν μέρει ηττηθείς ενάγων να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, καθ΄ ο μέρος μόνον δεν έγινε δεκτή στο σύνολό της η ένδικη αγωγή και να γίνει δεκτή στο σύνολό της αυτή (ένδικη αγωγή) και 2) με την από 2-12-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) έφεση, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το αίτημα αυτής (έφεσης) με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης, η τελευταία (εν μέρει ηττηθείσα εναγομένη) να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς την αναγνώριση της υποχρέωσης αυτής (εναγομένης) να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 23.973,45 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή και να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος νομίμου παραβόλου σ΄ αυτήν (εκκαλούσα). Το τελευταίο αίτημα περί αποδόσεως του καταβληθέντος νομίμου παραβόλου στην εκκαλούσα της από 2-12-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) εφέσεως, είναι απορριπτέο, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, για το παραδεκτό της ως άνω εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, λόγω της φύσεως της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής, ούτε η εκκαλούσα κατέθεσε τέτοιο (παράβολο εφέσεως).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής (ή ανταγωγής), πρέπει το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο Δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Για να είναι ορισμένη, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648, 651,653 και 655 του ΑΚ η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση διαφορών από τη μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του μισθωτού, περιλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών για την παροχή υπερεργασίας ή την παροχή κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας, αρκεί να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, η ειδικότητα του μισθωτού, η εκ μέρους του μισθωτού παροχή της εργασίας του, ο συμβατικός ή ο κατά τις οικείες συλλογικές συμβάσεις νόμιμος μισθός του μισθωτού, ήτοι ο βασικός μισθός και τα επιδόματα που αντιστοιχούσαν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της απασχόλησης του μισθωτού στην ειδικότητα αυτή, το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν οι επίδικες διαφορές, η χρονική διάρκεια της ημερήσιας και της εβδομαδιαίας απασχόλησης του μισθωτού με αναφορά στις ημέρες απασχόλησης αυτού, από όπου προκύπτει ο αριθμός των ωρών υπερεργασίας και ο αριθμός των ωρών κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας, καθώς και τα αξιούμενα για κάθε αιτία ποσά. Σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 4 και 5 του άρθρου 1 του Ν. 3385/2005 (ΦΕΚ Α΄ 210/19-8-2005) «Ρυθμίσεις για την προώθηση της απασχόλησης, την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και άλλες διατάξεις», το οποίο (άρθρο 1) αντικατέστησε από 1-10-2005 το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 (ΦΕΚ Α΄ 286/29-12-2000) «1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα). 2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. 4. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ` εξαίρεση υπερωρία. 5. Για κάθε ώρα κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%.». Η προσαύξηση αυτή διαμορφώθηκε από 15-7-2010 με το άρθρο 74 παρ. 10 του Ν. 3863/2010 (ΦΕΚ Α΄ 115/15-7-2010), για τις ώρες υπερεργασίας σε 20% και για κάθε ώρα κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας σε 80% αντίστοιχα. Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το ιστορικό η ένδικη αγωγή, ως προς την κύρια βάση της, είναι επαρκώς ορισμένη, παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα από την εναγομένη με τον σχετικό λόγο της από 2-12-2014 (αρ. καταθ. …../2014) εφέσεώς της, καθώς επίσης με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού από 1-2-2017 προτάσεις της για την από 3-11-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) έφεση,  καθόσον γίνεται σαφής έκθεση [στο δικόγραφό της (αγωγής)] των αναγκαίων για τη νομική θεμελίωσή της γεγονότων. Ειδικότερα δε στο δικόγραφο της εν λόγω αγωγής αναφέρονται η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του ενάγοντος και της εταιρείας της οποίας διάδοχος είναι η εναγομένη, η ειδικότητα του ενάγοντος, η εκ μέρους του (ενάγοντος) παροχή της εργασίας του, ο συμβατικός νόμιμος μισθός του (ενάγοντος), το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν τα επίδικα ποσά, η χρονική διάρκεια της ημερήσιας και της εβδομαδιαίας απασχόλησης του (μισθωτού) με αναφορά στις ημέρες απασχόλησης αυτού, από όπου προκύπτει ο αριθμός των ωρών υπερεργασίας και ο αριθμός των ημερών αναπληρωματικής ανάπαυσης, καθώς και τα αξιούμενα για κάθε αιτία ποσά. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε επαρκώς ορισμένη την ένδικη αγωγή ως προς την κύρια βάση της και απέρριψε τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς που προέβαλε η εναγομένη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της από 2-12-2014 (αρ. καταθ. …../2014) εφέσεως, καθώς επίσης με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού από 1-2-2017 προτάσεις της εφεσίβλητης για την από 3-11-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) έφεση πρέπει να απορριφθούν.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες  (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ……. και ………. αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [ανάμεσα στα οποία έγγραφα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], χωρίς όμως η ρητή αναφορά σε μερικά εξ αυτών (εγγράφων) να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη- εκκαλούσα, υπ΄ αρ. …../13-1-2014 και …../13-1-2014 ένορκες βεβαιώσεις των ……. και ……, λήφθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., μετά από νόμιμη κλήτευση του ενάγοντος-εκκαλούντος-εφεσίβλητου (βλ. την υπ’ αρ. …../3-1-2014 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……), σε συνδυασµό και µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, τα οποία λαµβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), (σημειώνοντας ότι ο εκκαλών-εφεσίβλητος, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις και την προσθήκη – αντίκρουση της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου του, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάµει συµβάσεως εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε στις 3-1-1999 µεταξύ του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος-εφεσίβλητου, και της δικαιοπαρόχου της εναγοµένης, ήδη εφεσίβλητης-εκκαλούσας, εταιρείας µε την επωνυµία «…….», νοµίµως εκπροσωπουµένης, η οποία δραστηριοποιούταν στον τοµέα της χονδρικής πωλήσεως προϊόντων αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής, ο ενάγων προσλήφθηκε στις 4-1-1999, προκειµένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως Επιθεωρητής Πωλήσεων, υπεύθυνος για την προώθηση των προϊόντων της ως άνω εταιρείας στις περιοχές των νοµών Κυκλάδων, Βοιωτίας, Φθιώτιδας, Δωδεκανήσων και Ευβοίας, καθώς επίσης επισκεπτόταν για τον σκοπό αυτόν και τους νομούς Λέσβου, Φωκίδας, Ευρυτανίας και Μαγνησίας, τη Σάμο, τη Χίο και τα νησιά των Σποράδων, εργαζόµενος, υπό το σύστηµα της πενθήµερης απασχόλησης, επί 8 ώρες ηµερησίως, αντί συµφωνηθεισών µηνιαίων αποδοχών, οι οποίες διαµορφώθηκαν, από 1-1-2008 στο ποσό των 2.360 ευρώ, από 1-4-2008, στο ποσό των 2.470 ευρώ, από 1-4-2009, στο ποσό των 2.590 ευρώ και από 1-7-2010 και εφεξής, στο ποσό των 2.681ευρώ. Σε εκτέλεση της άνω σύµβασης, ο ενάγων παρείχε την εργασία του, αρχικά στην ως άνω εταιρεία και από την 1-1-2000 και εφεξής, στην διάδοχο αυτής, εναγοµένη, ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα εταιρεία, στην οποία απασχολήθηκε υπό την ίδια ειδικότητα και τους ίδιους όρους εργασίας, μέχρι τις 27-4-2013, οπότε επήλθαν τα αποτελέσματα της καταγγελίας της ως άνω σύμβασης εργασίας με προειδοποίηση, στην οποία είχε προβεί η εναγομένη με την από 20-12-2012 εξώδικη καταγγελία της, η οποία είχε επιδοθεί νόμιμα στον ενάγοντα, οπότε ο τελευταίος (ενάγων) έπαυσε να εργάζεται σ΄ αυτήν (εναγομένη). Κατά την διάρκεια της άνω σύµβασης, στα ιδιαίτερα καθήκοντα του ενάγοντος συμπεριλαμβάνονταν η µετάβασή του µε ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, το οποίο του είχε παραχωρηθεί από την εναγοµένη εταιρεία, προς τις ανωτέρω γεωγραφικές περιοχές της αρµοδιότητάς του και η προσωπική συνάντησή του µε τους ήδη υφιστάµενους πελάτες της εναγοµένης ή και µε νέους πελάτες, µε σκοπό την εµπορική προώθηση σ’ αυτούς των προϊόντων της (εναγοµένης) και την λήψη νέων παραγγελιών. Στο πλαίσιο των άνω καθηκόντων του, ο ενάγων καθόριζε ήδη από την έδρα της εναγοµένης εταιρείας τις διάφορες συναντήσεις µε τους υφιστάμενους πελάτες της εναγοµένης, σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς, οι οποίοι ανήρχοντο περί τους 2 – 3 σε κάθε γεωγραφική περιοχή, καθώς και τους υποψήφιους νέους πελάτες, ενώ εν συνεχεία, αφού µετέβαινε στην κάθε συγκεκριµένη περιοχή, ερχόταν σε προσωπική επικοινωνία µαζί τους, στο πλαίσιο της οποίας προέβαινε σε δειγµατισµό και προώθηση των νέων προϊόντων της εργοδότριας εταιρείας. Ο αριθµός των προγραµµατισµένων ταξιδιών του ενάγοντος για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, ανερχόταν κατά μέσον όρο στα 47-48 περίπου ετησίως και οι διανυκτερεύσεις του εκτός Αττικής στο πλαίσιο των ταξιδίων του αυτών 67-68 περίπου ετησίως, ενώ σε κάθε ταξίδι του ο ενάγων επισκεπτόταν και από µία διαφορετική κάθε φορά γεωγραφική περιοχή της αρµοδιότητάς του. Αποδείχθηκε, επιπλέον, ότι ως προς τον καθορισµό της ώρας αναχώρησης του ενάγοντος για τον εκάστοτε προορισµό του, (η οποία, αναχώρησή του, αρκετές φορές, κατά τα συμφωνηθέντα τους, γινόταν κατευθείαν από την οικία του προς τον τόπο προορισμού, χωρίς προηγουμένως την ίδια ημέρα να έχει μεταβεί στις εγκαταστάσεις της εναγομένης εταιρείας), αλλά ως προς τον καθορισµό της ώρας της εκάστοτε συνάντησης του µε πελάτη, ο ενάγων διέθετε πλήρη ελευθερία επιλογής, δίχως να δέχεται προς τούτο σχετικές εντολές ή οδηγίες από τους Διευθυντές της εναγοµένης, σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα τους και το ιδιαίτερο καθεστώς λειτουργίας της εναγομένης εταιρείας, μέχρι την 12-12-2012 οπότε άλλαξε ο τρόπος οργάνωσης των επαγγελματικών ταξιδιών των πωλητών εκτός Αττικής και συγκεκριμένα ο Διευθύνων Σύμβουλος της εναγομένης εταιρείας αποφάσισε και ενημέρωσε σχετικά, τόσο προφορικά, όσο και εγγράφως, τους πωλητές που δραστηριοποιούνταν εκτός Αττικής (μεταξύ των οποίων, κατά τα ως άνω, και τον εκκαλούντα-εφεσίβλητο) ότι οι επαγγελματικές συναντήσεις τους με τους πελάτες εκτός Αττικής θα πραγματοποιούνταν πλέον, μόνο βάσει προγραμματισμού και υπό την προϋπόθεση της ελευθεριότητας και της προηγούμενης ενημέρωσής του και σε κάθε περίπτωση, κατόπιν συνεννόησης μαζί του και κατόπιν δικής του έγκρισης και θέσης συγκεκριμένων στόχων, η δε διάρκεια της κάθε συνάντησης ανερχόταν, κατά µέσο όρο, περί τις 3 ώρες. Μετά δε την ολοκλήρωση των προγραµµατισµένων συναντήσεων µε τους πελάτες της εκάστοτε επισκεφθείσας περιοχής, ο ενάγων επέστρεφε στην Αττική και εάν µεν επέστρεφε αυθηµερόν, µέχρι νωρίς το µεσηµέρι, µετέβαινε στις εγκαταστάσεις της εναγοµένης προκειµένου να συνεχίσει την εργασία του µέχρι το απόγευµα, ενώ εάν επέστρεφε αργά το απόγευµα της ίδιας ηµέρας ή σε κάθε άλλη περίπτωση, µετέβαινε στις ίδιες εγκαταστάσεις, το πρωί της επόµενης ηµέρας (εάν δεν αναχωρούσε την ημέρα αυτή για άλλο προγραμματισμένο ταξίδι ή δεν μεσολαβούσε ληφθείσα άδεια αυτού). Εξάλλου η απασχόληση του ενάγοντος, καθ’ ο διάστηµα αυτός βρισκόταν στην έδρα της εναγοµένης και δεν έλειπε σε ταξίδι, συνίστατο κυρίως στην τηλεφωνική επικοινωνία µε τους πελάτες της περιοχής που επρόκειτο να επισκεφθεί στο επόµενο ταξίδι, προκειµένου να ρυθµίσει τις συναντήσεις µαζί τους, στον καθορισµό των δειγµάτων που θα παρουσίαζε σ’ αυτούς κατά την προγραµµατισµένη συνάντηση, καθώς και στην έκδοση των δελτίων δαπανών ταξιδίου (εξοδολογίων), στα οποία συµπεριλαµβάνονταν οι δαπάνες που πραγµατοποίησε ο ενάγων κατά την διάρκεια του προηγούµενου ταξιδίου του, προκειµένου να του καταβληθούν τα σχετικά ποσά δαπανών από την εργοδότρια εταιρεία. Ενίοτε δε, συμμετείχε σε συναντήσεις με τους λοιπούς πωλητές της εταιρείας και ενημερωνόταν από τους εκάστοτε υπευθύνους των αντίστοιχων τμημάτων για τυχόν νέα προϊόντα ή αλλαγές τιμών στα υφιστάμενα προϊόντα. Επίσης, σε περίπτωση που το Λογιστήριο της εναγομένης τον ενημέρωνε για ενδεχόμενες καθυστερήσεις στην αποπληρωμή των τιμολογίων των παραγγελιών των πελατών που είχε αναλάβει, επικοινωνούσε μαζί τους, προκειμένου να πετύχει την είσπραξη των ανεξόφλητων υπολοίπων προηγούμενων συναλλαγών. Αποδείχθηκε επίσης ότι και κατά τις ηµέρες που ο ενάγων εργαζόταν στις εγκαταστάσεις της εναγοµένης διέθετε, επίσης, ελευθερία επιλογής ως προς το ωράριο της ηµερήσιας απασχόλησής του, αφού δεν υποχρεούταν να τηρεί µε ακρίβεια το ωράριο που ακολουθούσαν οι υπόλοιποι υπάλληλοι της εταιρείας, αλλά µπορούσε να προσέρχεται στην εργασία του πιο αργά το πρωί, καθώς και να αποχωρεί, αντίστοιχα, από αυτήν πιο αργά το απόγευµα της ίδιας ηµέρας. Από το σύνολο δε των αποδεικτικών μέσων, κατά τα ανωτέρω, κρίνεται ότι για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του ο ενάγων απασχολούταν κατά µέσο όρο περί τις 9 ώρες ηµερησίως, είτε βρισκόταν σε ταξίδι εκτός Αττικής, είτε βρισκόταν στις εγκαταστάσεις της εναγοµένης στην Αττική, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η εναγομένη απασχολούσε συνολικά κατά τον επίδικο χρόνο 28 έως 30 άτομα, καθόσον αυτά ασχολούνταν με τα δικά τους καθήκοντα. Εποµένως, σύµφωνα µε τα ανωτέρω, ο ενάγων εργαζόταν σε πενθήµερη εβδοµαδιαία βάση (από Δευτέρα έως και Παρασκευή), 45 ώρες, από τις οποίες οι 5 ώρες εβδοµαδιαίως (από την 41η έως την 45η ώρα) αποτελούν υπερεργασία και αµείβονται, µε προσαύξηση 25%, από δε τις 15-7-2010 και εφεξής, µε προσαύξηση 20%, επί του καταβαλλόµενου ωροµισθίου. Ενόψει όλων αυτών, ο ενάγων διατηρεί κατά της εναγοµένης τις ακόλουθες αξιώσεις για παροχή υπερεργασίας: α) Για το χρονικό διάστηµα από 1-1-2008 έως 31-3-2008 (12 εβδοµάδες) ο ενάγων εργάστηκε συνολικά ως υπερεργασία (5 ώρες την εβδοµάδα, 41η µέχρι 45η ώρα της εβδοµαδιαίας εργασίας), 60 (= 5 ώρες Χ 12 εβδοµάδες) ώρες, για τις οποίες του οφείλεται σύµφωνα µε το Ν. 3385/2005, το ωροµίσθιο 14,16 (= 2.360 ευρώ καταβαλλόµενος µισθός Χ 0,006) ευρώ προσαυξηµένο κατά 25%, ήτοι 17,70 [= 14,16 + 3,54 (= 14,16 ευρώ Χ 25%)] ευρώ και συνολικά για τις παραπάνω ώρες το ποσό των 1.062 (= 17,70 ευρώ Χ 60 ώρες) ευρώ, πλην όμως, του επιδικάστηκε, πρωτοδίκως, (κατ΄ άρθρο 106 του ΚΠολΔ), (χωρίς να πλήττεται η απόφαση αυτή ως προς σκέλος της αυτό από τον ενάγοντα με λόγο έφεσης ή αντέφεσης), το έλασσον αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 1.059,60 ευρώ, β) Για το χρονικό διάστηµα από 1-4-2008 έως 31-3-2009 (48 εβδοµάδες, µετά από αφαίρεση 5 εβδοµάδων κατά τις οποίες ο ενάγων έλαβε την νόµιµη άδειά του) ο ενάγων εργάστηκε συνολικά ως υπερεργασία (5 ώρες την εβδοµάδα, 41η µέχρι 45η ώρα της εβδοµαδιαίας εργασίας), 240 (= 5 ώρες Χ 48 εβδοµάδες) ώρες, για τις οποίες του οφείλεται σύµφωνα µε το Ν. 3385/2005, το ωροµίσθιο 14,82 (= 2.470 ευρώ καταβαλλόµενος µισθός Χ 0,006) ευρώ προσαυξηµένο κατά 25%, ήτοι 18,52 [= 14,82 + 3,70 (= 14,82 ευρώ Χ 25%)] ευρώ και συνολικά για τις παραπάνω ώρες το ποσό των 4.444,80 (= 18,52 ευρώ Χ 240 ώρες) ευρώ, γ) Για το χρονικό διάστηµα από 1-4-2009 έως 30-6-2010 (60 εβδοµάδες, µετά από αφαίρεση 5 εβδοµάδων κατά τις οποίες ο ενάγων έλαβε την νόµιµη άδειά του) ο ενάγων εργάστηκε συνολικά ως υπερεργασία (5 ώρες την εβδοµάδα, 41η µέχρι 45η ώρα της εβδοµαδιαίας εργασίας), 300 (= 5 ώρες Χ 60 εβδοµάδες) ώρες για τις οποίες του οφείλεται σύµφωνα µε το Ν. 3385/2005, το ωροµίσθιο 15,54 (= 2.590 ευρώ καταβαλλόµενος µισθός Χ 0,006) ευρώ προσαυξηµένο κατά 25%, ήτοι 19,42 [= 15,54 + 3,88 (= 15,54 ευρώ Χ 25%)] ευρώ και συνολικά για τις παραπάνω ώρες το ποσό των 5.826 (= 19,42 ευρώ Χ 300 ώρες) ευρώ, δ) Για το χρονικό διάστηµα από 1-7-2010 έως 15-7-2010 (2 εβδοµάδες) ο ενάγων εργάστηκε συνολικά ως υπερεργασία (5 ώρες την εβδοµάδα, 41η µέχρι 45η ώρα της εβδοµαδιαίας εργασίας), 10 (= 5 ώρες Χ 2 εβδοµάδες) ώρες για τις οποίες του οφείλεται σύµφωνα με το Ν. 3385/2005, το ωροµίσθιο 16,08 (= 2.681 ευρώ καταβαλλόµενος µισθός Χ 0,006)  ευρώ προσαυξηµένο κατά 25%, ήτοι 20,10 [= 16,08 + 4,02 (= 16,08 ευρώ Χ 25%)] ευρώ και συνολικά για τις παραπάνω ώρες το ποσό των 201 (= 20,10 ευρώ Χ 10 ώρες) ευρώ και ε) Για το χρονικό διάστηµα από 15-7-2010 έως 27-4-2013 (129 εβδοµάδες, µετά από αφαίρεση 16 εβδοµάδων κατά τις οποίες ο ενάγων έλαβε την νόµιµη άδειά του) ο ενάγων εργάστηκε συνολικά ως υπερεργασία (5 ώρες την εβδοµάδα, 41η µέχρι 45η ώρα της εβδοµαδιαίας. εργασίας), 645 (5 ώρες Χ 129 εβδοµάδες) ώρες για τις οποίες του οφείλεται σύµφωνα µε το Ν. 3863/2010, το ωροµίσθιο 16,08 (= 2.681 ευρώ καταβαλλόµενος µισθός Χ 0,006) ευρώ προσαυξηµένο κατά 20%, ήτοι 19,29 [= 16,08 + 3,21 (= 16,08 ευρώ Χ 20%)] ευρώ και συνολικά για τις παραπάνω ώρες το ποσό των 12.442,05 (= 19,29 ευρώ Χ 645 ώρες) ευρώ. Συνεπώς, το συνολικό ποσό που δικαιούται να αξιώσει ο ενάγων ως αµοιβή για την παροχή υπερεργασίας, ανέρχεται σε 23.973,45 (= 1.059,60  + 4.444,80 + 5.826 + 201 + 12.442,05) ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, ορθά, κατ΄ αποτέλεσμα, έκρινε ως προς αυτά. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της από 2-12-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) έφεσης με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απασχολούταν επιπλέον 2 ώρες ηµερησίως, ήτοι ότι απασχολούταν σε πενθήµερη εβδοµαδιαία βάση 55 ώρες, όπως ο ίδιος αβάσιµα ισχυρίζεται µε την ένδικη αγωγή του και ως εκ τούτου το σχετικό ποσό το οποίο ο ίδιος ζήτησε για κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιµο. Σε αντίθετο συµπέρασµα δεν οδηγείται το παρόν Δικαστήριο από κανένα αποδεικτικό μέσο συμπεριλαμβανόμενης της κατάθεσης του µάρτυρα απόδειξης ……., ο οποίος ανέφερε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθηµερινά (Δευτέρα έως Παρασκευή) από τις 08:00 το πρωί µέχρι περίπου τις 19:00 το απόγευµα, καθόσον ο εν λόγω µάρτυρας στήριξε την παραπάνω κατάθεσή του κυρίως στο γεγονός ότι έβλεπε τον ενάγοντα να αναχωρεί από την οικία του για να µεταβεί στην εργασία του περίπου στις 07:00 το πρωί και αντίστοιχα να επιστρέφει σ’ αυτήν περί στις 19:00-20:00 το απόγευμα, χωρίς όμως ο ίδιος, ως µη εργαζόµενος στην ως άνω επιχείρηση, να έχει άµεση αντίληψη για το εάν ο ενάγων, όλες αυτές τις ώρες, βρισκόταν πράγµατι στον εργασιακό του χώρο και παρείχε όντως τις υπηρεσίες του, δεδοµένου και του ότι, όπως προαναφέρθηκε, το ωράριο εργασίας του ενάγοντος ήταν ελαστικό, και χωρίς επίσης να έχει άμεση αντίληψη, στις περιπτώσεις που ο ενάγων έλειπε σε ταξίδι εκτός Αττικής, περί τους πόσους πελάτες συναντούσε αυτός σε κάθε ταξίδι και πόσο περίπου χρόνο διαρκούσε η κάθε συνάντηση. Επομένως, δεν µπορεί να συναχθεί µετά βεβαιότητας πεποίθηση για την παροχή της εργασίας αυτής και το σχετικό αγωγικό κονδύλιο, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της από 3-11-2014 (αρ. καταθ. …../2014) έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 44.1290, ΕφΛαρ 533/2013, ΕφΑθ 798/2007, ΕφΠειρ 89/2004), ενώ σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το Δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας του καθενός (άρθρο 178 του ΚΠολΔ). Στην περίπτωση εφαρμογής της τελευταίας διατάξεως το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να προσδιορίσει τα υπέρ του διαδίκου, που εν μέρει νικά και συνακόλουθα εν μέρει ηττάται, δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Δικηγορικού Κώδικα, ακόμη και αν έχει υποβληθεί ο κατά το άρθρο 178 του ΚΠολΔ, κατάλογος δαπανών και εξόδων (Β. Βαθρακοκοίλης:  Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 178, παρ. 13). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τελευταίο λόγο της από 2-12-2014 (αρ. καταθ. …./2014) ένδικης εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως περί επιβολής εις βάρος της μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ισχυριζόμενη ότι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην έφεση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ενώ θα έπρεπε να απορρίψει την ένδικη αγωγή στο σύνολό της και να επιδικάσει σε βάρος του ενάγοντος το σύνολο των δικαστικών της εξόδων, εσφαλμένα δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και επέβαλε σ΄ αυτήν (εναγομένη) μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία προσδιόρισε στο ποσό των 800 ευρώ. Ο λόγος αυτός, όμως, ο οποίος παραδεκτά προβάλλεται κατ` άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (πρβλ. ΑΠ 76/2014, ΑΠ 617/2008), είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί. Τούτο δε, διότι η εκκαλούσα δεν προσδιορίζει το νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης, δηλαδή αν ο καθορισμός του ως άνω ποσού οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος. Σε κάθε όμως, περίπτωση ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος σύμφωνα, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, αφού στην προκειμένη περίπτωση, που η εναγομένη ηττήθηκε εν μέρει συνέτρεχε λόγος επιβολής μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, λόγω της εν μέρει νίκης του (ενάγοντος) κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ενώ το αντικείμενο της αγωγής, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων του ενάγοντος που νίκησε στο ποσό των 800 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του,  έκρινε όμοια, επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης και προσδιόρισε αυτά στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της από 2-12-2014 (αρ. καταθ. …../2014) εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή, αναγνώρισε ότι η εναγοµένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 23.973,45 ευρώ, µε τον νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τις από 1) από 3-11-2014 (αρ. καταθ. …./2014) και β) από 2-12-2014 (αρ. καταθ. …/2014) ένδικες εφέσεις πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει οι εφέσεις να απορριφθούν στο σύνολό τους ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμες. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε διαδίκου (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων τις 1) από 3-11-2014 (αρ. καταθ. …../2014) και β) από 2-12-2014 (αρ. καταθ. …../2014) εφέσεις κατά της υπ΄ αρ. 3198/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ).

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν αυτές (εφέσεις).

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  15 Ιανουαρίου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ