Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 40/2018

 Αριθμός    40/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Ερασμία Λιούλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση η υπό κρίση από 9.6.2016 και με αριθμό καταθ. …./249/2016 έφεση του πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθέντος ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθμόν 429/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της δεύτερης και της τρίτης εκ των καθών η ανακοπή και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία. Η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε εμπροθέσμως, καθόσον επίσημο αντίγραφο αυτής επιδόθηκε κατόπιν εγγράφου παραγγελίας της πληρεξουσίας δικηγόρου της εφεσιβλήτου προς το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν στις 16.5.2016, όπως αποδεικνύεται από την με την αυτή ημερομηνία σχετική επισημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείου Αθηνών …… επί του επιδοθέντος αντιγράφου, που προσκομίζει το ανακόπτον, και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ήτοι με κατάθεση του δικογράφου της, ατελώς, στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 13.6.2016 (άρθρα 495 παρ.1, 511 επ., 518 παρ.1 ΚΠολΔικ). Πρέπει, επομένως, αυτή, μετά την τυπική παραδοχή της, να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια, όπως και πρωτοδίκως, διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη ανακοπή του, το ανακόπτον εξέθεσε ότι, με επίσπευση της πρώτης εκ των καθ’ ών ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………» και ήδη εφεσίβλητη για την ικανοποίηση απαιτήσεώς της από 8.074,79 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, για την οποία είχε εκδοθεί η με αριθμό ……/2011 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αποτελούσα εκτελεστό τίτλο και κατόπιν της από 22.7.2013 αναγγελίας της για συνολικές απαιτήσεις ύψους 38.297,11 ευρώ έναντι της εταιρείας με την επωνυμία « ……» πλοιοκτήτριας του με ελληνική σημαία πλοίου, με το όνομα «Μ», διενεργήθηκε στις 10.7.2013 στον Πειραιά στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς, αναγκαστικός πλειστηριασμός αυτού, ενώπιον της δεύτερης των καθών η ανακοπή συμβολαιογράφου Αθηνών ………….. Ότι το ως άνω πλοίο είχε κατασχεθεί δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/23.11.2012 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου της τρίτης των καθ’ών η ανακοπή Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……. και εκπλειστηριάσθηκε με την με αριθμό …../2013 Β΄ επαναληπτική κατασχετήρια έκθεση της ίδιας ως άνω Δικαστικής Επιμελήτριας από την πρώτη εκ των καθ’ών η ανακοπή εταιρία. Ότι, κατά τον διενεργηθέντα δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό, επιτεύχθηκε συνολικό πλειστηρίασμα ποσού 40.000 ευρώ. Ότι αυτό  (ανακόπτον) αναγγέλθηκε νομίμως και εμπροθέσμως για απαίτησή του ύψους 41.055,17 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Ότι, επειδή δεν επαρκούσε το πλειστηρίασμα για την ικανοποίηση της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών, η ως άνω επί του πλειστηριασμού Υπάλληλος, αφού προαφαίρεσε τα έξοδα αυτής και της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας για τη διαδικασία της εκτελέσεως συνολικού ποσού 4.331,61 ευρώ, συνέταξε τον προσβαλλόμενο με αριθμό ………./8.11.2013 πίνακα κατατάξεως δανειστών, στον οποίο κατετάγησαν μεταξύ άλλων η επισπεύδουσα πρώτη εκ των καθών η ανακοπή, για απαιτήσεις της από τέλη ελλιμενισμού και παροχής υπηρεσιών στο εκπλειστηριασθέν πλοίο, ποσού 7.834,79 ευρώ, προνομιακά και οριστικά και ποσού 27.833,60 ευρώ, προνομιακά και υπό τον όρο της τελεσίδικης επιδικάσεως αυτών, αντίστοιχα, ενώ αυτό (ανακόπτον) δεν κατατάχθηκε. Με βάση το πραγματικό αυτό ζήτησε να ακυρωθεί ο προσβαλλόμενος ανωτέρω μνημονευόμενος πίνακας κατατάξεως προκειμένου αυτό : α) να καταταγεί οριστικά και προνομιακώς, διά της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, για την ληξιπρόθεσμη και προνομιακή ως άνω συνολική απαίτηση από φόρους συναφείς με τη ναυσιπλοΐα κατά της καθής η εκτέλεση, όπως αναλύεται αυτή, β) να καταταγεί στο ποσό των 698,85 ευρώ, που παρανόμως συμπεριελήφθη ως έξοδο ελλιμενισμού και φύλαξης του κατασχεθέντος πλοίου στην απαίτηση της επισπεύδουσας πρώτης εκ των καθών και κατατάχθηκε αυτή προνομιακώς και τυχαία, γ) να καταταγεί στο ποσό των 745,98 ευρώ, που παρανόμως προαφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα ως έξοδο ανήκον στην προαναφερθείσα καθής Υπάλληλο επί του πλειστηριασμού και στο ποσό των 1.949,43 ευρώ, το οποίο παρανόμως προαφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα ως έξοδο της τρίτης εκ των καθών ανήκον στην επισπεύδουσα, ως εμφαίνεται στον προσβαλλόμενο πίνακα, δ) να αποβληθούν οι ως άνω καθών ως προς τα ανωτέρω ποσά, που αντιστοιχούν σε καθένα εξ αυτών, ε) να διαταχθεί η απόδοση σε αυτό των ποσών αυτών μέχρις ολοσχερούς ικανοποίησης των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών του και να καταδικασθούν αυτοί στα δικαστικά του έξοδα. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη κατά τους λόγους της την ανακοπή ως προς την δεύτερη και την τρίτη εκ των καθών και μη νόμιμη ως προς την πρώτη εξ αυτών και ήδη εφεσίβλητη, δέχθηκε αυτήν εν μέρει ως προς τις δύο προαναφερόμενες εκ των καθών ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα και κατέταξε προνομιακά και οριστικά το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν στα προαφαιρεθέντα ποσά των 745,98 €, και των 1.949,43 € για τα οποία είχε καταταγεί στο μεν πρώτο η δεύτερη εκ των καθών η ανακοπή Συμβολαιογράφος και επί του πλειστηριασμού Υπάλληλος, στο δε δεύτερο η τρίτη εξ αυτών ως έξοδο ανήκον σε αυτήν, αποβαλλομένης της τελευταίας κατά το ισόποσο και καταδίκασε το μεν ανακόπτον στα δικαστικά έξοδα της πρώτης εκ των καθών από 200 €, τις δε λοιπές ηττηθείσες καθών η ανακοπή στα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος από 300 €. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, με την υπό κρίση έφεσή του για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ένδικη ανακοπή του.

Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1012 παρ. 1 και 4 και 205 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι επί κατεσχημένου πλοίου, το οποίο πλειστηριάστηκε, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται, κατά πρώτο λόγο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ. Προηγούνται οι κατ΄άρθρο 205 του ΚΙΝΔ προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες. Τα προνόμια του άρθρου αυτού είναι ειδικά και έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο ή τον ναύλο, εκτοπίζουν δε κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ, όταν αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι το πλοίο. Ως εκ τούτου, κατατάσσονται, κατά πρώτο λόγο, οι κατά το άρθρον 205 προνομιούχες απαιτήσεις, ακολουθούν οι ενυπόθηκες επί του πλοίου και μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών, γίνεται επί του τυχόν υπολοίπου του πλειστηριάσματος η κατάταξη των κατά τα άρθρα 975 και 976 Κ.Πολ.Δ. προνομιούχων απαιτήσεων, κατά την έκταση κατά την οποία οι τελευταίες δεν καλύπτονται από τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ. Κατά την τελευταία διάταξη κατατάσσονται στην πρώτη τάξη τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα, οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, ως και τα από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα έξοδα φύλαξης και συντήρησης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 61 εδ. α΄ του ν.δ. 356/1974 (περί ΚΕΔΕ)  «1. Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπρόθεσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ` αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας».  Με το β΄εδάφιο του ιδίου ως άνω άρθρου, που προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 33 Ν.4141/2013 (ΦΕΚ Α΄ 81/5.4.2013) : «Κατ` εξαίρεση, για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από φόρο προστιθέμενης αξίας, με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις, το Δημόσιο κατατάσσεται στην υπ` αριθ. 2 σειρά του ίδιου άρθρου και πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ». Ωστόσο, κατά την έννοια του νόμου, συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι δεν θεωρούνται όλες οι κατά του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου, ως εκ του ότι ασκούν ναυτική επιχείρηση, αλλά μόνον όσοι φόροι επιβάλλονται απ’ ευθείας επί του πλοίου ως μεταφορικού μέσου δια της νομοθεσίας περί φορολογίας πλοίων, ως του Ν. 1880/1951 περί φορολογίας πλοίων, οι φόροι και εισφορές επί των υπό Ελληνική σημαία πλοίων βάσει της ηλικίας και της χωρητικότητας κατ’ αρθρ. 1, 2, 6 του Ν. 27/1975, τα κατά τον Ν. 820/1978 επιβαλλόμενα πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις που αφορούν το πλοίο κλπ, ως και τα προξενικά τέλη (Α.Π. 511/2014 ΤΝΠ, ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 52/1995, Α.Π. 284/1989).  Δεν είναι, όμως, συναφείς οι φόροι που είναι ανεξάρτητοι από τη ναυσιπλοΐα, όπως ο φόρος κύκλου εργασιών του Α.Ν. 660/1937, που μετονομάσθηκε με το άρθρο 1 Ν. 1642/1986 σε φόρο προστιθεμένης αξίας, ο φόρος εισοδήματος, ο παρακρατούμενος φόρος από τις αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές του πλοιάρχου και του πληρώματος, το χαρτόσημο, οι υπέρ τρίτων κρατήσεις, ο τυχόν οφειλόμενος φόρος μεταβίβασης πλοίου, τα πρόστιμα και οι προσαυξήσεις λόγω εκπρόθεσμης πληρωμής των σχετικών προς την ναυσιπλοΐα φόρων, καθώς και τα προβλεπόμενα στο άρθρο 87 του Ν. 2238/1994 πρόστιμα, εφ` όσον οι περί προνομίων διατάξεις είναι ερμηνευτέες στενά (Αντάπαση, «Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομίων» εκδ.1976, σελ. 138-139, ΑΠ 79/2004 ΕΝΔ 2004,138 και ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 322/1988 ΕΝΔ 1990.23, ΕφΠειρ 229/2013, ΤΝΠ, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 501/2008 ο.π., ΕφΠειρ 87/2001 ΕΝΔ 2001.358, Ι. Μπρίνια «Αναγκαστική Εκτέλεσις» τομ. 4ος, εκδ.1982, παρ. 632 ε-ζ σελ. 2028-2030,  Ιω. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τομ. 3ος εκδ.2007 υπ’ άρθρο 205, σελ. 109-111). Περαιτέρω, έξοδα φύλαξης, αναγνωριζόμενα ως προνομιούχα στην πρώτη τάξη, νοούνται τα έξοδα “επιστασίας και αναγκαίας μερίμνης”, προς το σκοπό διασφάλισης του πλοίου με τα συστατικά και παραρτήματά του στην υλική κατάσταση που κατασχέθηκε. Έτσι, στα έξοδα φύλαξης περιλαμβάνονται όχι μόνο οι δαπάνες, αλλά και η αμοιβή των αναγκαίων προς τούτο υπηρεσιών και φροντίδων, που καταβάλλεται για τη φύλαξη του πλοίου σε φύλακα οριζόμενο από τον πλοιοκτήτη. Δεν απολαμβάνουν, όμως, του εν λόγω προνομίου, όλα τα έξοδα φύλαξης, αλλά μόνο εκείνα που έγιναν σε πλοίο ακινητοποιημένο ενόψει του πλειστηριασμού. Ως “τελευταίος λιμένας μετά τον κατάπλου”, ώστε κάθε δαπάνη φύλαξης και συντήρησης που έγινε κατά το διάστημα αυτό να καλύπτεται από το πιο πάνω προνόμιο θεωρείται το λιμάνι στο οποίο το πλοίο ακινητοποιήθηκε και παρακωλύθηκε να αποπλεύσει συνεπεία της κατάσχεσης, (ΑΠ 1556/2017, ΤΝΠ, ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο εφέσεως το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι με την αριθ. πρωτ. ……/2013 αναγγελία της Δ.Ο.Υ. Πλοίων μετά του συνοδεύοντας αυτή πίνακα χρεών της οφειλέτιδας εταιρείας αναγγέλθηκε για απαίτηση από Φ.Π.Α. οριστικά βεβαιωθέντος, από εισφορές και τέλος επιτηδευματία, φόρος πλοίων) με αντίστοιχη αναφορά των επιμέρους ποσών (κεφαλαίου- τόκων και προσαυξήσεων) για τα οικονομικά έτη 2003, 2011, 2012, και ειδικότερα: 1) για εισφορές και τέλος επιτηδευματία ποσού (300 + 45 =) 345,00 €, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. …../2011 βεβαίωση για οφειλές έτους 2011, ήτοι φόρος που επιβαρύνει τα έσοδα του πλοιοκτήτη από την εκμετάλλευση του πλοίου, ως ναυτιλιακή εταιρεία, 2) φόρο πλοίων ποσού 315,83 ευρώ σύμφωνα με την υπ’ αριθ. …../19.4.2012 βεβαίωση για οφειλές του έτους 2012 που επιβαρύνει άμεσα το συγκεκριμένο πλοίο, ήτοι για απαιτήσεις με ναυτικό προνόμιο α’ τάξης κατά άρθρο 205 του ΚΙΝΔ και ότι επομένως, έπρεπε αυτό να καταταγεί για το συνολικό ποσό των 660,83 ευρώ οριστικά και προνομιακά, αποβαλλομένης της επισπεύδουσας, πρώτης εκ των καθών η ανακοπή, από το ποσό των 660,83 ευρώ, μέχρι της πλήρους κατατάξεως της αναγγελθείσας νομίμως απαιτήσεώς του, των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής και των εξόδων αυτής μέχρις τελεσιδικίας του πίνακα κατάταξης δανειστών και ότι ακόμη σύμφωνα με το 2ο εδάφιο της παρ. 1 άρθρου 61 του ΚΕΔΕ, που προστέθηκε με το άρθρο 33 του Ν. 4141/2013, σε συνδ. με την ΠΟΛ 1115/23.5.2013 της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, έπρεπε να καταταγεί οριστικά και προνομιακά για τις βεβαιωμένες οφειλές από ΦΠΑ ποσού 28.853,10 ευρώ για κεφάλαιο και 11.541,24 ευρώ για προσαυξήσεις, μετά τις ανωτέρω εξοπλισμένες με το προνόμιο του άρθρου 205 εδ. α΄ του Κ.Ι.Ν.Δ. απαιτήσεις του και μέχρι εξαντλήσεως του πλειστηριάσματος.

Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται (δεν εξετάσθηκαν μάρτυρες με επιμέλεια των διαδίκων πρωτοδίκως), για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Την 10.7.2013 εκπλειστηριάστηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………(2ης των καθών η ανακοπή), με επίσπευση της πρώτης των καθών (ήδη εφεσιβλήτου), το κυριότητας της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…….» με Ελληνική σημαία πλοίο αναψυχής Ε/Γ-Τ/Ρ, με το όνομα «Μ», νηολογίου Πειραιώς Α΄ Κλάσης, με αριθμό ….., κ.ο.χ. 46,24, κ.κ.χ 34,82 και ΔΔΣ …….., που είχε κατασχεθεί αναγκαστικά από την ως άνω επισπεύδουσα ως δανείστρια, δυνάμει του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αρ. ……../2010 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την υπ’ αρ. …./23.11.2012 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……. (3ης εκ των καθών), κατακυρώθηκε δε αυτό στον υπερθεματιστή ………., αντί πλειστηριάσματος 40.000 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως. Στον ανωτέρω πλειστηριασμό είχαν αναγγείλει νόμιμα και εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις τους οι πιο κάτω δανειστές, που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, της πιο πάνω ναυτικής εταιρείας: 1) το Ελληνικό Δημόσιο δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Πλοίων Πειραιά α) με την υπ’ αρ. πρωτ. …./7.2.2013 αναγγελία του για απαιτήσεις συνολικού ποσού 41.055,17 €  ευρώ, και β) με την με αρ.πρωτ. …../15.7.2013  αναγγελία του για απαιτήσεις συνολικού ποσού 42.528,01 ευρώ, ζητώντας την προνομιακή κατάταξή του, 2) η άνω επισπεύδουσα με την από 22.7.2013 αναγγελία της για απαιτήσεις συνολικού ποσού 38.297,11 ευρώ, με βάση την πιο πάνω διαταγή πληρωμής, ζητώντας την προνομιακή κατάταξή της. Τέλος, στις 17.7.2013 κοινοποιήθηκε στην άνω Συμ/φο και επί του πλειστηριασμού Υπάλληλο το με αρ. πρωτ. …./11.7.2013 κατασχετήριο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, εις χείρας της άνω Συμ/φου που αφορά την επισπεύδουσα για απαίτηση ποσού 1.517,91 €, για την οποία η τελευταία προέβη στην με αρ. ………28/24.7.2013 δήλωση τρίτου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Περαιτέρω, ενόψει του ότι το ανωτέρω εκπλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση των άνω αναγγελθέντων δανειστών, η ως άνω Υπάλληλος επί του πλειστηριασμού συνέταξε τον επίμαχο υπ’ αριθμό ……./8.11.2013 πίνακα κατατάξεως δανειστών, με τον οποίο, αφού προαφαίρεσε τα έξοδα εκτέλεσης, συνολικά 4.331,61 ευρώ, που αφορούσαν ειδικότερα : α) έξοδα έκδοσης απογράφου, αντιγράφου αυτού, σύνταξης και παραγγελίας επιταγής προς πληρωμή και εντολής προς εκτέλεση του πληρεξουσίου δικηγόρου της επισπεύδουσας ………., ποσού 240,00  ευρώ, β) δικαιώματα για τον πλειστηριασμό και εν γένει σχετικές δαπάνες της άνω Δικαστικής Επιμελήτριας ποσού 3.124,63 ευρώ και γ) έξοδα της ιδίας ως υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού για τη σύνταξη του επίμαχου πίνακα κατάταξης με επικυρωμένα αντίγραφα, σύνταξη προσκλήσεως δανειστών με αντίγραφα και έξοδα κοινοποίησής της, καθώς και το ήμισυ των δικαιωμάτων περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ποσού 246 ευρώ, συνολικά ποσού 966,98 ευρώ, το ποσό των (40.000 – 4.331,61=) 35.668,39 ευρώ, που απέμεινε προς διανομή, το οποίο δεν επαρκούσε προς εξόφληση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, κατέταξε την επισπεύδουσα, πρώτη εκ των καθών, λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το 1448/23.11.2012 πιστοποιητικό βαρών του Ναυτικού Υποθηκοφύλακα Πειραιά, είχε εγγραφεί αναγκαστική κατάσχεση υπέρ αυτής για ποσό 8.074,79 € με τους νόμιμους τόκους, πλην του κονδυλίου των τόκων από την επίδοση μέχρι την εξόφληση : α) για το ποσό των 7.834,79 € προνομιακά και οριστικά, (δυνάμει της ……./2010 διαταγής πληρωμής) ήτοι αφαιρουμένων των εξόδων επιδόσεως, και β) για το ποσό των 27.833,60 € προνομιακά μεν, υπό τον όρο όμως της τελεσιδίκου επιδικάσεως της απαιτήσεώς της. Με βάση τα ανωτέρω, νομίμως έλαβε χώρα η κατά τα άνω κατάταξη της επισπεύδουσας, της οποίας οι απαιτήσεις, με βάση την ειδική ρύθμιση του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, προηγούνται, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην πρώτη νομική σκέψη, έναντι των απαιτήσεων του ανακόπτοντος εκ των οποίων η μεν πρώτη ποσού (28.853,10 + 11.541,24 = ) 40.394,34 αφορά οριστικώς βεβαιωθέντα Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, και συγκεκριμένα κεφάλαιο, τόκους αυτού και προσαυξήσεις, αντίστοιχα, η δε δεύτερη από (300 + 45 =) € εισφορές και τέλος επιτηδεύματος, και προσαυξήσεις αυτών, αφού, σύμφωνα με την ανωτέρω πάγια στη νομολογία θέση, αυτές δεν αποτελούν συναφείς προς την ναυσιπλοΐα και συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε κατά τούτο.

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 585 παρ. 2, 933 και 979 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης πρέπει να περιέχει πλην των αναφερομένων στα άρθρα 118 και 120 του ίδιου κώδικα στοιχείων, και τους λόγους αυτής, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον καθού η ανακοπή να αμυνθεί και στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης, ως και την ύπαρξη του προνομίου της. Ειδικότερα, η ανακοπή πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαίτησης της οποίας ζητείται η κατάταξη και του προνομίου της, ήτοι, παράθεση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία κατά νόμο θεμελιώνουν την απαίτηση και το προνόμιο της. Η ελλιπής παράθεση των περιστατικών αυτών καθιστά την ανακοπή αόριστη και εντεύθεν απορριπτέα ως απαράδεκτη, μη δυναμένη να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με αναφορά σε άλλα έγγραφα ( ΑΠ 1101/2006, ΑΠ 440/2004 ΤΝΠ, ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 194/2003 ΕλΔ 2003, 313, ΑΠ 1700/2002 ΝοΒ 2003,1222, ΕφΠειρ 501/2008 ΕΝΔ 2008, 424), μάλιστα δε ούτε από το περιεχόμενο της αναγγελίας (άρθρο 972 ΚΠολΔ) και των εγγράφων που κατατίθενται μέσα στην ίδια με την επίδοση αυτής προθεσμία των δέκα πέντε ημερών από τον πλειστηριασμό, τα οποία αποδεικνύουν αυτήν (ΑΠ 1101/2006, ΑΠ 440/2004, ΤΝΠ, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 229/2013 ο.π., ΕφΠειρ 361/2010 ΕΝΔ 2010, 236, ΕφΠειρ 501/2008 ο.π., ΕφΝαυπλ 412/2007 ΕΠΟΛΔ 2008.583, ΕφΠειρ 270/2006 ΕΝΔ 2006.15, Β.Βαθρακοκοίλη Ερμ ΚΠολΔ εκδ.1997, υπ’ αρθρ. 979 παρ. 61 σελ. 990). Η αναφορά και εξειδίκευση της απαιτήσεως στο δικόγραφο της ανακοπής είναι αναγκαία ανεξάρτητα από το θεμελιωτικό λόγο του αιτήματός της, αφού μόνον έτσι παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να ερευνήσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της ανακοπής (τόσο, δηλαδή, της απαιτήσεως του ανακόπτοντος όσο και του τυχόν προνομίου της) και στον καθ`ου να αμυνθεί (ΑΠ 1099/1996 ΕλΔ 1997.1088, ΑΠ 1260/1991 ΕΕΝ 1993.66, ΑΠ 187/1987 ΕλΔ 1988.494). Είναι επομένως αναγκαία τα ανωτέρω, ακόμη και αν ο λόγος της ανακοπής συνίσταται στην απλή άρνηση της απαιτήσεως ή της σειράς και της τάξεως κατατάξεως (ΕφΠειρ 198/2003 ΕΝΔ 2003, 145). Ειδικότερα, οι λόγοι της ανακοπής μπορεί να αναφέρονται: α) στην ύπαρξη τις απαίτησης του δανειστή ή του προνομίου της, οπότε, αν αυτή δεν έχει καταταγεί καθόλου ή ως προνομιακή στον πίνακα κατατάξεως, ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτηση ή το προνόμιο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου, η ουσιαστική βασιμότητα του κατά την απόδειξη και η άμυνα του καθ` ου, β) σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της καταταχθείσης απαιτήσεως του καθ` ου, γ) σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαιτήσεως του καθ` ου που έχει καταταγεί ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος βαρύνεται με την επίκληση διά των προτάσεων (και με την απόδειξη) των παραγωγικών της απαιτήσεως ή του προνομίου των πραγματικών γεγονότων. Στην τελευταία περίπτωση αρκεί η άρνηση αυτή και μόνο για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, αφού ο καθ` ου πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη, το μέγεθος και τον τυχόν προνομιακό χαρακτήρα της καταταχθείσας απαιτήσεώς του (ΑΠ 1052/2005 ΕλΔ 2005,1086, ΑΠ 404/2003 ΕλΔ 2003, 1602, ΑΠ 183/2002 ΤΝΠ, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1717/1999 ΕλΔ 2000, 1000, ΕφΠειρ 361/2010 ΕΝΔ 2010,236,  ΤΝΠ, ΝΟΜΟΣ). Με τον μερικότερο, εν προκειμένω, από τους διαλαμβανόμενος στον πρώτο λόγο της έφεσης ισχυρισμό, το ανακόπτον παραπονείται για την μη κατάταξη της απαίτησής του από (303,68 + 12,15 =) 315,83 ευρώ, που αφορά φόρο πλοίων του έτους 2012. Ωστόσο, η απαίτηση αυτή τυγχάνει αόριστη, καθόσον ουδόλως εξειδικεύεται η αιτία από την οποία πηγάζει αυτή, έλλειψη η οποία δεν επιτρέπει τη διάγνωση περί του αν πράγματι πρόκειται για φόρο ναυσιπλοΐας, που προηγείται έναντι της απαίτησης της επισπεύδουσας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η επισπεύδουσα εν προκειμένω είναι τρίτη  ως προς την εν λόγω οφειλή και δεν πρόκειται για τίτλο εκτελεστό εναντίον της, οπότε και θα αρκούσε η παράθεση μόνο των διαλαμβανομένων στην ανακοπή στοιχείων (πρβλ. και ΑΠ 479/2016 ΝΟΜΟΣ). Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, ορθώς απέρριψε το λόγο αυτό ανακοπής, με αιτιολογία, που αντικαθίσταται εν μέρει (ως προς το εν λόγω ποσό) με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

Με το δεύτερο λόγο της έφεσής του το ανακόπτον παραπονείται για το ότι : α) σύμφωνα με την από 22.7.2013 αναγγελία της επισπεύδουσας υπολογίστηκαν έξοδα φύλαξης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, κατά το π.δ. 280/2000, μέχρι 22.7.2013, ενώ ο πλειστηριασμός διενεργήθηκε την 10.7.2013, οπότε το ποσό από 10.7.2013 μέχρι 22.7.2013 έπρεπε να αφαιρεθεί από την απαίτησή της και συγκεκριμένα έπρεπε να αφαιρεθεί το ποσό των {261,78 € : 31 μέρες = 8,45 € X 12 μέρες (22 χρεωθείσες μείον 10 νόμιμες)} = 101,40 ευρώ και β) σύμφωνα με την από 22.7.2013 αναγγελία της επισπεύδουσας υπολογίστηκε μίσθωμα ελλιμενισμού μέχρι 31.7.2013, ενώ το ποσό των 597,45 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύει αυτό, από την 10.7.2013 και μετά, βαρύνει τον υπερθεματιστή, ως νέο ιδιοκτήτη, ώστε, συνολικά, θα έπρεπε να αφαιρεθεί από το ποσό που κατατάχτηκε προνομιακά και τυχαία η εφεσίβλητη το ποσό των 698,85 ευρώ, στο οποίο πρέπει να καταταγεί αυτό (Ελληνικό Δημόσιο). Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, στηρίζεται σε εσφαλμένη νομική προϋπόθεση και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η περιέλευση της κυριότητας στον υπερθεματιστή δεν συντελείται με την κατακύρωση, αλλά με βάση τις διατάξεις περί αναγκαστικής εκτελέσεως, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 193 του ΚΙΝΔ. Έτσι, καθίσταται πλοιοκτήτης ο υπερθεματιστής με την ανάληψη της διαχείρισης και εκμετάλλευσης του πλοίου, η οποία πρέπει να γνωστοποιείται στη λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης και να καταχωρείται στο νηολόγιο (Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, Τόμος 3ος, υπ’ άρθρο 193, αρ. 2  σελ. 22 επ.), δεδομένου ότι η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης αποτελεί μεν νόμιμο τίτλο κτήσης της κυριότητας, η οποία όμως μετατίθεται στον υπερθεματιστή όχι από την κατακύρωση, αλλά από τη μεταγραφή της (ΟλΑΠ 2/1993) και εν προκειμένω, αντίστοιχα, από την καταχώρηση αυτής στο νηολόγιο και τέτοια γεγονότα δεν επικαλείται το ανακόπτον.

Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος, μειωμένα σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διατάξεων”, σε συνδυασμό με την παρ.2 της υπ’ αριθ. 134423, από 8-12-1992/20-1-1993 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του ν. 1738/1987, (ΑΠ 1476/2013), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 9.6.2016 και με αριθμό καταθ. ../ …./2016 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθμόν 429/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση. Και,

Καταδικάζει το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  17 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ