Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 47/2018

Αριθμός   47/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη και Γεώργιο Βερούση, Εφέτη-Εισηγητή,   και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Oι κρινόμενες εφέσεις, ήτοι α)από 18-9-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2015) έφεση της ενάγουσας της από 20-5-2005 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2005) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και β)από 2-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2015) έφεση των εναγομένων της παραπάνω αγωγής, κατά της με αριθμό 9524/102 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της συνεκκαλούμενης με αριθμό 642/2008 μη οριστικής απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε την υπόθεση κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με την κατάθεσή τους στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 29-9-2015 και στις 2-12-2015 αντίστοιχα, καθόσον από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία δεν αποδεικνύεται επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 4-12-2012 μέχρι την άσκηση των παραπάνω εφέσεων δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1,  517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 2 ως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν 4335/2015 ως εκ του χρόνου δημοσίευσης της εκκαλουμένης προ την 1-1-2016 και της συμπλήρωσης της προθεσμίας για την άσκηση της ένδικης έφεσης προ της 1-1-2018 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον οι κρινόμενες εφέσεις αρμοδίως εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ. ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4  του Ν 3994/25-7-2011 ως εκ του χρόνου άσκησης των ενδίκων εφέσεων σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 13 του Ν 3994/25-7-2011) και επίσης, έχει κατατεθεί για κάθε έφεση το απαιτούμενο παράβολο (σύμφωνα με σχετική επισημείωση του Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί των εφετηρίων) που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ.. Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, οι κρινόμενες εφέσεις είναι παραδεκτές και, αφού συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης συνάφειας μεταξύ τους (άρθρα 246 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) , πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

Aπό τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., κατά την οποία όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, και το συνδυασμό της με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της υποχρέωσης για αποζημίωση από αδικοπραξία απαιτείται παράνομη συμπεριφορά προσώπου, η οποία συνίσταται σε παράνομη ενέργειά του ή παράλειψη, που ενέχει προσβολή δικαιώματος ή προστατευόμενου από το νόμο συμφέροντος άλλου προσώπου, η παράνομη αυτή συμπεριφορά να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια και να προκλήθηκε από αυτήν θετική ή αποθετική ζημία άλλου προσώπου, η οποία τελεί σε αιτιώδη με αυτή συνάφεια. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 922 Α.Κ., ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του, δηλαδή διαπράττοντας αδικοπραξία. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής προστηθείς είναι το πρόσωπο, το οποίο με τη βούληση κάποιου άλλου, που χαρακτηρίζεται ως προστήσας, παρέχει σ’ αυτόν, διαρκώς ή ευκαιριακά, υπηρεσίες διεκπεραίωσης των υποθέσεών του ή προώθησης των οποιωνδήποτε συμφερόντων του, εφόσον ενεργεί υπό τον έλεγχό του ή έστω υπό την επίβλεψή του, με την έννοια ότι δεν απαιτούνται οπωσδήποτε δεσμευτικές ειδικές εντολές, αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξάρτησης, που επιτρέπει όμως μια γενική εποπτεία. Η σχέση πρόστησης δεν είναι αναγκαίο να είναι εμφανής στους τρίτους και ούτε απαιτείται η ύπαρξη δικαιοπρακτικής σχέσης μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος, αλλά μπορεί να στηρίζεται σε οποιαδήποτε βιοτική σχέση μεταξύ των μερών, νόμιμη ή παράνομη, ενώ αδιάφορο είναι αν οφείλεται ή όχι αμοιβή, καθώς και ο τρόπος πρόσληψης του προστηθέντος από τον ίδιο τον προστήσαντα ή από τρίτο για λογαριασμό του. Αδιάφορο επίσης είναι αν η αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος εκδηλώθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε ή κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, που συμβαίνει όταν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψή του τελέσθηκε μεν εντός των ορίων της υπηρεσίας του ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής αυτής, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που του δόθηκαν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον βέβαια μεταξύ της συμπεριφοράς του προστηθέντος και της υπηρεσίας του υπάρχει εσωτερική συνάφεια, δηλαδή πρέπει η υπηρεσία του να αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο για την ζημιογόνο πράξη ή παράλειψή του, η οποία δεν θα μπορούσε διαφορετικά να υπάρξει (ΑΠ 1329/2017 αδημ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 513 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., αν προσβληθεί με έφεση η οριστική απόφαση, θεωρείται ότι μαζί έχουν προσβληθεί και οι μη οριστικές που είχαν προηγουμένως εκδοθεί, και αν η έφεση δεν απευθύνεται ρητώς εναντίον τους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι θεωρούνται εκ του νόμου ως συνεκκληθείσες οι εν λόγω αποφάσεις μόνο κατά τις μη οριστικές διατάξεις τους, εφόσον στηρίχθηκε επ’ αυτών η οριστική απόφαση. Αν η προεκδοθείσα μη οριστική απόφαση περιέχει και οριστικές διατάξεις, όπως είναι εκείνες που απορρίπτουν ή δέχονται ορισμένες βάσεις ή κεφάλαια της αγωγής, δεν θεωρείται και ως προς αυτές συνεκκληθείσα, εκτός αν η έφεση ρητώς απευθύνεται και κατ’ αυτής. Αντίθετα, δεν συνιστά οριστική διάταξη κατά την παραπάνω έννοια εκείνη η διάταξη της μη οριστικής απόφασης που απορρίπτει ένσταση και επομένως μπορεί αυτή να επανεξεταστεί και να ανατραπεί από το Εφετείο, παρότι η έφεση δεν απευθύνθηκε ρητά κατά της μη οριστικής απόφασης του πρώτου βαθμού (ΑΠ 210/2010 ΕλλΔνη 2011/1386). Ακόμη από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι παράνομη συμπεριφορά, υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, επέλευση ζημίας, και ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1.1.2 και 4.3.31 της 3046/304/89 [ΦΕΚ Δ΄ 59] απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ “Περί του Κτιριοδομικού Κανονισμού” που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 26 του ΓΟΚ (ν. 1577/1985), ορίζεται αντιστοίχως, ότι “κάθε κτίριο και δομικό έργο πρέπει να κατασκευάζεται έτσι, ώστε να εξασφαλίζει την ασφάλεια των ομόρων και γειτονικών κτιρίων ή δομικών έργων καθώς και των ενοίκων τους, από κινδύνους ζημιών που προέρχονται από αυτό κατά τη διάρκεια της κατασκευής ή της λειτουργίας του” και “σε περίπτωση εκτέλεσης θεμελιώσεων ή εκσκαφών σε στάθμη που βρίσκεται χαμηλότερα από αυτήν των ομόρων κτιρίων ή δομικών έργων πρέπει να λαμβάνονται μέτρα προστασίας τόσο του συνόλου, όσον και των επί μέρους δομικών στοιχείων και εγκαταστάσεών τους από κάθε κίνδυνο βλάβης τους όχι μόνο στη διάρκεια της κατασκευής αλλά και μετά από αυτή”. Περαιτέρω, με το άρθρο 5 του ν. 1396/1983 “Υποχρεώσεις λήψης και τήρησης των μέτρων ασφαλείας στις οικοδομές και λοιπά ιδιωτικά τεχνικά έργα” ορίζεται ότι “Ο εργολάβος και υπεργολάβος τμήματος του έργου είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται: 1. Να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν στο τμήμα του έργου που ανέλαβαν, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολόκληρο ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, και 2. Να τηρούν, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του νόμου αυτού και αφορούν στο τμήμα του έργου που έχει αναλάβει”. Θεωρείται δε “εργολάβος” κατά το άρθρο 2 παρ. 4 του ίδιου νόμου “το πρόσωπο που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον κύριο του έργου και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου τεχνικού έργου ή τμήματος του, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό” (ΑΠ 1796/2007 ΝοΒ 2008.704).

Στην προκείμενη περίπτωση με την από 20-5-2005 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2005) αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι η πρώτη των εναγομένων ομόρρυθμη εταιρεία της οποίας ομόρρυθμα μέλη ήταν οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων είναι κυρία, νομέας και κάτοχος  ενός ακινήτου που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού …… το οποίο είναι όμορο προς την ιδιοκτησία της (της ενάγουσας) που βρίσκεται στον παραπάνω τόπο επί της οδού ……. και κατά τον ειδικότερα αναφερόμενο στην αγωγή χρόνο η εναγομένη προέβει σε εργασίες κατεδάφισης της οικοδομής που υπήρχε στο ακίνητό της (της εναγομένης) και σε εργασίες εσκαφών για την ανέγερση νέας οικοδομής. Ότι κατά την διάρκεια των παραπάνω εργασιών οι οποίες πραγματοποιούνταν υπό την επίβλεψη του πέμπτου των εναγομένων προκλήθηκαν ζημίες στην οικοδομή της (της ενάγουσας) και οι εναγόμενοι προέβησαν σε πλημμελή επισκευή τους όπως ειδικότερα οι πλημμέλειες και οι ζημίες αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή της, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι  με απόφαση προσωρινά εκτελεστή και με απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος των δευτέρου, τρίτου και τέταρτης των εναγομένων ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, να της καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το συνολικό ποσό των 99.001,52 ευρώ ως αποζημίωση για τη αποκατάσταση των βλαβών, για μείωση της εμπορικής αξίας του ακινήτου της, για αμοιβή του πολιτικού μηχανικού που διαπίστωσε τις ανωτέρω ζημίες καθώς και το ποσό των 29.956 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη καθώς επίσης και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την συνεκκαλουμένη με αριθμό 642/2008 μη οριστική απόφασή του αφού έκρινε την αγωγή  νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 914, 1000, 922, 926, 932, 297 , 298, 2999, 330 εδ, β, 346, 481  του ΑΚ, 907, 908, 1047 παρ. 1 εδ. β και 176 του Κ.Πολ.Δ. ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης διατάσσοντας την επανάληψη της συζήτηση προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη και στη συνέχεια με την εκκαλουμένη με αριθμό 5422/2012 απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή  την  αγωγή υποχρεώνοντας τους εναγομένους να καταβάλλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον ο καθένας το συνολικό ποσό των 14.101 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την  επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, απήγγειλε σε βάρος των δευτέρου, τρίτου και τέταρτης των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός μηνός και επέβαλε σε βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας την οποία όρισε στο ποσό των 600 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις για τους αναφερόμενους σε αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, τόσο η ενάγουσα η οποία ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη καθώς και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης, όσο και οι εναγόμενοι οι οποίοι ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί η αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, καθώς και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης .

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την συνεκκαλουμένη με αριθμό 642/2008 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, τις με αριθμούς …./2005 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νομότυπης κλήσης των εναγομένων, …../2007 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά που λήφθηκε με επιμέλεια των εναγομένων κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας, της με αριθμό …/2010 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του  διορισθέντος με την με αριθμό 642/2008 μη οριστικής απόφασης αυτού του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πραγματογνώμονος καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν νόμιμα είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος μιας τριώροφης οικοδομής που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού ……… και τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2004 η πρώτη εναγομένη της οποίας ομόρρυθμα μέλη είναι οι δεύτερος τρίτος και τέταρτη των εναγομένων, έχοντας την κυριότητα, νομή και κατοχή της το όμορο ακίνητο που βρίσκεται επί της ίδιας ως άνω οδού στον αριθμό …. προέβει υπό την επίβλεψη του πέμπτου των εναγομένων, σε κατεδάφιση της παλαιάς οικίας που βρίσκονταν σε αυτό καθώς και σε εργασίες εκσκαφής προκειμένου να αναγείρει νέα πολυώροφη οικοδομή. Κατά την εκτέλεση των παραπάνω εργασιών η οικοδομή της ενάγουσας υπέστη ζημίες στην οπλινθοδομή της ενώ καθαιρέθηκε και τμήμα του παλαιού μεσοτοίχου που υπήρχε μεταξύ των ακάλυπτων χώρων των παραπάνω ιδιοκτησιών. Εξαιτίας των παραπάνω, μετά από διενέργεια αυτοψίας από αρμόδιο τεχνικό υπάλληλο της Πολεοδομίας Πειραιά, διατάχθηκε η άμεση διακοπή των οικοδομικών εργασιών επί του ακινήτου της πρώτης εναγομένης και συντάχθηκε η σχετική έκθεση επικινδύνου όπου αναγράφονταν ως ζημίες οι έντονες ρηγματώσεις στον μεσότοιχο με την ιδιοκτησία επί της οδού ……., διαμπερείς και απόκλιση από την κατακόρυφο, διαρροή μάζης στον εξωτερικό τοίχο στο όριο με την ιδιοκτησία επί της οδού ……….. Κατόπιν των παραπάνω η εναγομένη προέβει σε εργασίες αποκατάστασης των ζημιών και συγκεκριμένα προέβει στην ανακατασκευή του μανδρότοιχου, στην ανακατασκευή τμήματος οπτοπλινθοδομής και στην  ανέγερση μπατικής οπτοπλινθοδομής σε αντικατάσταση του καθαιρεθέντος πρώην μεσότοιχου. Μετά τη εκτέλεση των παραπάνω εργασιών και σύμφωνα με την προαναφερόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, διαπιστώθηκαν περαιτέρω ζημίες στην οικοδομή της ενάγουσας οι οποίες ήταν ακίνδυνες και επισκευάσιμες χωρίς να επιδρούν στην στατικότητα της οικοδομής της ενάγουσας και οφείλονταν στην εκτέλεση των εργασιών στο ακίνητο της πρώτης εναγομένης. Οι παραπάνω ζημίες θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν είχαν ληφθεί μέτρα προστασίας για τη ανέγερση της οικοδομής της δεδομένου ότι τα προβλήματα στατικότητας του εδάφους μπορούσαν να προβλεφθούν και να ληφθούν ειδικά μέτρα. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο διαχωριστικός τοίχος αν και αποκαταστάθηκε, λόγω της υπέρβασης του ύψους του έγινε κατά παράβαση του Γ.Ο.Κ. και πρέπει να καθαιρεθεί ώστε να φθάσει στο επιτρεπόμενο ύψος. Ενόψει των παραπάνω και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη οι προκληθείσες ζημίες στην οικοδομή της ενάγουσας οφείλονταν στην αμελή συμπεριφορά των οργάνων της πρώτης εναγομένης κατά την εκτέλεση των εργασιών κατεδάφισης και εκσκαφής του ακινήτου της τις οποίες (εργασίες) επέβλεπε ο πέμπτος των εναγομένων. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα, για τη αποκατάσταση των προκληθεισών ζημιών πρέπει να καταβάλει α) το ποσό των 4.200 ευρώ για τη αγορά υλικών και εκτέλεση εργασιών για την επισκευή των ρωγμών που προκλήθηκαν στην οικοδομή της, β) το ποσό των 500 ευρώ για τη αποκατάσταση της υδρορροής, δ) το ποσό των 80 ευρώ για τη αποκατάσταση του αγωγού του απορροφητήρα και ε) το ποσό των 400 ευρώ για τη επανατοποθέτηση των αποκοληθέντων καδρέτων μαρμάρων. Επίσης θα πρέπει να καταβάλλει το ποσό των 1.000 ευρώ για την αμοιβή επίβλεψης των παραπάνω εργασιών από τεχνικό Π.Ε ή Τ.Ε.. Ακόμη αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα κατέβαλε το ποσό των 1.500 ευρώ ως αμοιβή πολιτικού μηχανικού για την σύνταξη έκθεσης διαπίστωσης των ζημιών στο ακίνητό της, που ήταν αναγκαία λόγω της φύσεως των ζημιών ώστε να είναι αγωγικό το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμά της. Επιπλέον δεν αποδείχθηκε μόνιμη και ανεπανόρθωτη καταπόνηση του ακινήτου της ενάγουσας και ενόψει της φύσεως των ζημιών που προαναφέρθηκαν, δεν αποδεικνύεται μείωση της εμπορικής του αξίας. Ακόμη αποδεικνύεται, ενόψει των παραπάνω, ότι η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη και είναι δικαιούχος χρηματικής ικανοποίησης. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό πταίσματος των εναγομένων, την ένταση της πράξης τους κατά της ενάγουσας, τον κίνδυνο στον οποίο εκτέθηκε η οικοδομή της, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών (932 Α.Κ.), κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί στην ενάγουσα το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη το οποίο είναι εύλογο. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατά το μέρος που εκκαλείται,  δέχθηκε τα ίδια, δεχόμενο εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη κατ΄ουσίαν υποχρεώνοντας τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στην ενάγουσα, το ποσό των 14.101 ευρώ,  με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τις κρινόμενες εφέσεις είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως κατ΄ουσιαν αβάσιμες και να καταδικαστούν έκαστος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους  στα δικαστικά έξοδα εκάστου των εφεσιβλήτων, αντίστοιχα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183 ,176  του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της ήττας των εκκαλούντων και της απόρριψης των εφέσεών τους, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεση της έφεσής τους, αντίστοιχα, παραβόλων , υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις α) από 18-9-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2015) έφεση της ενάγουσας της από 20-5-2005 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2005) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και β) από 2-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2015) έφεση των εναγομένων της παραπάνω αγωγής, κατά της με αριθμό 9524/102 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της συνεκκαλούμενης με αριθμό 642/2008 μη οριστικής απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία) .

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν τις εφέσεις .

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων κάθε έφεσης, τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου κάθε έφεσης αντίστοιχα, του παρόντος βαθμού  δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε έφεση.

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεση της έφεσής τους,  αντίστοιχα,  παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου .

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   22 Σεπτεμβρίου 2017.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   19 Ιανουαρίου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω  προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Βασιλικής Χάσκαρη, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Γεωργία Λάμπρου και Γεώργιο Βερούση,  Εφέτες, και με Γραμματέα την  Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ