Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 61/2018

Αριθμός     61/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η υπό κρίση, από 28-7-2014 (……/2014), έφεση της ηττηθείσας εναγομένης, κατά της υπ’ αριθμόν 1832/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495παρ1 και 2, 511, 513παρ1 περ β’, 516παρ1, 517περ α΄, 518παρ1, 520παρ1 και 524παρ1 ΚΠολΔ), ενώ έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο για το παραδεκτό της συζητήσεώς της (495παρ4 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533παρ1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, συνεκδικαζόμενη με τους από 11-4-2016 (…../2016) προσθέτους λόγους, οι οποίοι ασκήθηκαν με ιδιαίτερο δικόγραφο (520παρ1 ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 681 του ΑΚ με την οποία ορίζεται ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή, προκύπτει ότι και η σύμβαση με την οποία ανατίθεται σε μηχανικό η εκπόνηση μελέτης ή / και η επίβλεψη συγκεκριμένου οικοδομικού έργου, φέρει το χαρακτήρα μίσθωσης έργου. Με τη σύμβαση αυτή ο μηχανικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο εκπονώντας την αναληφθείσα μελέτη ή / και επιβλέποντας την κατασκευή του έργου, δικαιούται δε, παραδίδοντας τούτο (άρθ. 694 ΑΚ), να λάβει τη συμφωνηθείσα αμοιβή. Εξάλλου στη μεταξύ του εργολάβου – μηχανικού και του εργοδότη σύμβαση έργου εφαρμόζονται και οι λοιπές διατάξεις των άρθρων 681 επόμ. του ΑΚ, μεταξύ των οποίων και η διάταξη του άρθρου 686 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι: “Αν ο εργολάβος δεν αρχίσει εγκαίρως την εκτέλεση του έργου, ή αν, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, επιβραδύνει την εκτέλεση στο σύνολό της ή εν μέρει με τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του έργου, ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει το χρόνο της παράδοσης του έργου. Όταν υπάρχει υπερημερία του εργολάβου, διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματα που έχει ο εργοδότης εξαιτίας της”. Όπως προκύπτει από την άνω ρύθμιση του άρθρου 686 εδ. α’ του ΑΚ, για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση έργου εκ μέρους του εργοδότη δεν απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων της υπερημερίας του εργολάβου, ούτε η ύπαρξη υπαιτιότητας του εργολάβου στην καθυστέρηση, η οποία μπορεί να οφείλεται και σε αντικειμενικές δυσχέρειες, όπως σε ευθύνη τρίτου ή ακόμη και σε ανώτερη βία. Επίσης, δεν απαιτείται η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 383 επ. του ΑΚ, γιατί πρόκειται για υπαναχώρηση που παρέχεται ευθέως από το νόμο και σε αυτήν εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 389 έως 396 του ΑΚ (ΑΠ 77/2011, ΑΠ 1035/2010). Από δε τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 686 εδ. α, 387 παρ. 2, 389 και 390 ΑΚ προκύπτει ότι, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης από τις διατάξεις αυτές, με την κατά τη διάταξη αυτή δήλωση του εργοδότη προς τον εργολάβο ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση της μίσθωσης έργου, η σύμβαση αυτή καταργείται από τη στιγμή της κατάρτισής της (ex tunc), η νομική σχέση ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργολάβο διαλύεται αυτοδικαίως και αναδρομικά, επέρχεται απόσβεση όλων των υποχρεώσεων αυτών για παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση και δημιουργείται υποχρέωσή τους να αποδώσουν αμοιβαίως τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθ. 904 επόμ ΑΚ), για αιτία που έληξε (ΑΠ 997/2010, ΑΠ 1031/2004). Στην περίπτωση αδυναμίας της αυτούσιας απόδοσης του ληφθέντος αντικειμένου, ο οφειλέτης αποδίδει το γι’ αυτό ληφθέν αντάλλαγμα. Επί παροχής έργου αντάλλαγμα είναι η κατά το χρόνο της παροχής αξία του μέρους του έργου που εκτελέστηκε και παραδόθηκε. Η αξία αυτή δεν αποτελεί αμοιβή, αλλά ωφέλεια κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ (ΑΠ 77/2011). Η δήλωση του εργοδότη ότι υπαναχωρεί από την σύμβαση είναι απρόθεσμη και δεν υπόκειται σε παραγραφή, για την εγκυρότητα δε αυτής είναι αδιάφορο αν κατά το χρόνο που αυτή έλαβε χώρα έχει εκτελεσθεί ένα μεγάλο μέρος του ανατεθέντος έργου. Είναι τελείως διαφορετικό ότι στη περίπτωση αυτή ο εργοδότης έχει κατά τη διακριτική του ευχέρεια το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από το τμήμα του έργου που δεν έχει εκτελεσθεί κατά το χρόνο της υπαναχώρησης, οπότε ο εργοδότης οφείλει στον εργολάβο μόνο την αντίστοιχη αμοιβή για το μέχρι τότε εκτελεσθέν έργο με βάση τη σύμβαση (ΑΠ 1035/2010) και να μην υπαναχωρήσει από την όλη σύμβαση. (ΑΠ 652/2008, ΑΠ 1619/1996).  Για τη θεμελίωση του προβλεπομένου από τη διάταξη του άρθρου 686 εδ. α του ΑΚ δικαιώματος υπαναχώρησης του εργοδότη από την εργολαβική σύμβαση, απαιτείται α) αντισυμβατική καθυστέρηση έναρξης της εκτέλεσης του έργου ή αντισυμβατική επιβράδυνση εκτέλεσης του έργου, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη και β) αδυναμία έγκαιρης αποπεράτωσης του έργου, εξαιτίας της καθυστέρησης έναρξης ή της επιβράδυνσης της εκτέλεσης. Από το τελευταίο συνάγεται, ότι πρέπει να προσδιορίζεται ο χρόνος περάτωσης του έργου κατά τη σύμβαση και, σε περίπτωση κατά την οποία οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν ορίσει το χρόνο περάτωσης του έργου, καθώς και το χρόνο παράδοσής του, ο χρόνος αυτός προσδιορίζεται από το δικαστήριο, με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 323 του ΑΚ (ΑΠ 1393/2012, ΑΠ 1772/2007). Περαιτέρω στη περίπτωση που η μη έγκαιρη έναρξη του έργου ή η επιβράδυνση των εργασιών οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, τότε τα δικαιώματα του εργοδότη από την υπερημερία του εργολάβου διατηρούνται ακέραια, σύμφωνα με το εδάφιο β της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 686 του ΑΚ και κατά συνέπεια κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 686 εδ. β, 343 παρ.2, 383, 385, 389 παρ.2 και 390 του ΑΚ ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση έργου (ΑΠ 1378/2010) και μάλιστα χωρίς να τάξει στον υπερήμερο εργολάβο εύλογη προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής, αν από την όλη στάση του τελευταίου προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο ή αν ο εργοδότης δεν έχει πλέον συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης. Οι σε αμφότερες τις περιπτώσεις υπαναχώρηση εκ μέρους του δικαιούχου συνιστά μονομερή απευθυντέα δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, η δε δήλωση αυτής, ρητή ή και σιωπηρά, δεν υπόκειται σε τύπο, είναι απρόθεσμη και μπορεί να γίνει και με την άσκηση αγωγής (ΑΠ 1759/2009). Διάφορη της κατά τα ανωτέρω υπαναχώρησης συνιστά η κατά τη διάταξη του άρθρου 700 του ΑΚ καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης έργου, κατά την οποία ο εργοδότης έχει δικαίωμα μέχρι την αποπεράτωση του έργου να καταγγείλει οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο τη σύμβαση, οπότε αυτή λύεται για το μέλλον (ex nunc), αυτός δε οφείλει να καταβάλει στον εργολάβο τη συμφωνηθείσα αμοιβή. Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας ότι η δήλωση βουλήσεως του εργοδότη συνιστά υπαναχώρηση κατά το άρθρο 686 του Α.Κ. ή καταγγελία κατά το άρθρο 700 του Α.Κ. υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, με βάση τα κατ’ ουσία γενόμενα δεκτά ανελέγκτως πραγματικά περιστατικά (AΠ 113/2017, ΑΠ 121/2014, ΑΠ 1376/2012).

Επίσης, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 520 παρ.2 ΚΠολΔ, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης πρέπει να αναφέρονται στα εκκληθέντα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης ή στα αναγκαία με αυτά συνεχόμενα, άλλως απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως. Ως αναγκαία συνεχόμενα κεφάλαια είναι οι διατάξεις της εκκαλούμενης απόφασης που έχουν τέτοια συνάφεια με τις επικληθείσες διατάξεις είτε διότι αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα είτε γιατί πηγάζουν από την ίδια ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσιδιάζουν το αντικείμενο εκείνων, ώστε τυχόν διαφορετική κρίση του Εφετείου σχετικά με την πρωτόδικη απόφαση να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 75/2015). Με την από 10-1-2011 (……/2011) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, εκθέτει ότι δυνάμει της από 25-8-2010 προφορικής συμφωνίας με την εναγομένη, που καταρτίσθηκε στην Αθήνα, της ανέθεσε την ανακατασκευή της ευρισκόμενης στους Αμπελοκήπους οικίας της, η οποία θα περιελάμβανε τις αναφερόμενες σε αυτήν (αγωγή) εργασίες, έναντι συνολικού τιμήματος 27.000€ πλέον ΦΠΑ23% δηλαδή συνολικού τιμήματος 33.210€, το οποίο περιελάμβανε την αξία των υλικών και την αμοιβή των εργατοτεχνιτών και της εναγομένης.  Ότι σταδιακά κατέβαλε στην εναγομένη το ποσό των 16.100€, από το οποίο η τελευταία χρησιμοποίησε μόνο το ποσό των 5.089,08€ για αγορά υλικών. Ότι, την 15-9-2010, ανέθεσε στην εναγομένη συμπληρωματικό έργο, όπως αναφέρεται στην αγωγή, συνολικής αξίας μετά του ΦΠΑ, 1.451,40€. Ότι είχαν συμφωνήσει την αποπεράτωση του έργου έως το τέλος Σεπτεμβρίου του έτους 2010 και λόγω της απεργίας των μεταφορέων, δόθηκε παράταση έως το τέλος Οκτωβρίου 2010. Ότι η εναγομένη καθυστερούσε αδικαιολόγητα την εκτέλεση του έργου, από το οποίο, κατά το τέλος Οκτωβρίου 2010, είχε εκτελέσει περίπου το 40%. Ότι της έταξε προθεσμία για την ολοκλήρωση του έργου, στην οποία εκείνη δεν ανταποκρίθηκε, ενώ μετά από αυτό την κήρυξε έκπτωτη, δυνάμει της από 9-12-2010 εξωδίκου δηλώσεώς της. Με αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζήτησε την καταψήφιση της εναγομένης στην προς αυτήν καταβολή αφενός του ποσού των 11.010,92€, ως επιστροφή της παροχής της και αφετέρου του ποσού των 17.977€ εύλογη, κατ’αρθρον 387 ΑΚ, αποζημίωση, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η εκκαλουμένη, η οποία έκανε μερικώς δεκτή την αγωγή για το ποσό των 9.131,40€ ήτοι για το ποσό των 8.131,40€ από την παροχή της ενάγουσας και για το ποσό των 1.000€ ως εύλογη, κατ’αρθρον 387 ΑΚ αποζημίωση, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η ηττηθείσα εναγομένη με την ένδικη έφεσή της, προβάλλοντας με τον 1ο λόγο της έφεσής της α) ισχυρισμό περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου λόγω απόρριψης της ένστασης της κατά τόπον αναρμοδιότητας του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, 2) ισχυρισμό περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου λόγω απόρριψης του αιτήματος για διενέργεια πραγ/νης και 3) ισχυρισμό περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνισή της, με σκοπό την απόρριψη της εναντίον της αγωγής. Παράλληλα, με το ιδιαίτερο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, η εκκαλούσα προβάλει με τον 1ο λόγο της ισχυρισμό περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, καθ’οσον εσφαλμένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 686 εδ. α, 387 παρ. 2, 389 και 390 ΑΚ, αντί αυτής του άρθρου 700 ΑΚ, ο οποίος ωστόσο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος με βάση τα προεκτεθέντα στη δεύτερη νομική σκέψη που προηγήθηκε, αφού ο λόγος αυτός δε συνέχεται με τα εκκληθέντα κεφάλαια.Από την επανεκτίμηση των ένορκων ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου εκείνου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα (στα οποία περιλαμβάνονται και οι μη αμφισβητηθείσες φωτογραφίες του ακινήτου), που νομίμως μετ’επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, για να ληφθούν υπόψη ως τέτοια και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα, είναι ιδιοκτήτρια μιας οικίας στους Αμπελοκήπους, την οποία θέλησε να ανακαινίσει. Για το λόγο αυτό, τον Ιούλιο του έτους 2010, απευθύνθηκε στην εναγομένη που είναι αρχιτέκτονας και τις ανέθεσε τις εργασίες ανακαίνισης με συμφωνηθείσα αμοιβή, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, το συνολικό ποσό των 33.210€ (27.000€ + ΦΠΑ). Στο ποσό αυτό περιλαμβανόταν τόσο η αγορά των υλικών όσο και η αμοιβή των εργατοτεχνιτών και της εναγομένης (βλ την από 25-8-2010 οικονομική προσφορά της εναγομένης προς την ενάγουσα στην οποία ρητώς αναφέρεται ότι «η προσφορά αφορά το σύνολο των παροχών, της κατασκευής και της επίβλεψης / σύνολο προσφοράς : 27.000€ / σημείωση : στο ποσόν δεν συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ 23%»).  Η τελική συμφωνία καταρτίστηκε προφορικά στις 25-8-2010 και αφορούσε τις ακόλουθες εργασίες ανακατασκευής : 1. Αποξύλωση της παλαιάς κουζίνας και προμήθεια και τοποθέτηση νέας κουζίνας, 2. Αποξύλωση WC, 3. Προμήθεια και τοποθέτηση ντουλάπας στο χώρο της εισόδου, 4. Διαμόρφωση εσωτερικών χώρων στις ντουλάπες των δύο υπνοδωματίων (μόνο εσωτερική διαμόρφωση χώρων ντουλάπας), 5. Προμήθεια και τοποθέτηση πλακιδίων στο δάπεδο της κουζίνας, 6. Προμήθεια και τοποθέτηση πλακιδίων στο λουτρό, 7. Προμήθεια και τοποθέτηση εσωτερικών θυρών και κουφωμάτων τους (τρεις εσωτερικές πόρτες, μία διπλή πόρτα αποθήκης, δύο πόρτες παταριών),8. Προμήθεια και τοποθέτηση κρυφής συρόμενης πόρτας  διαδρόμου,9. Προμήθεια και τοποθέτηση θύρας ασφαλείας,10. Προμήθεια και τοποθέτηση εξωτερικών κουφωμάτων, με διπλά τζάμια, παντζούρια και οδηγούς για σίτες άνευ προμήθειας σιτών,11.Προμήθεια και τοποθέτηση ειδών υγιεινής,12. Υδραυλικές εργασίες,13.  Ηλεκτρολογικές εργασίες,14. Χρωματισμούς σε όλους τους χώρους του σπιτιού,15. Κατασκευή γυψοσανίδας για τζάκι,16. Κατασκευή γυψοσανίδας οροφής κουζίνας,17. Κάλυψη δεύτερης πόρτας εισόδου οικίας εσωτερικά και εξωτερικά με γυψοσανίδα,18. Διαμόρφωση χώρου  WC με γυψοσανίδες,19.Κατασκευή πάσου-μπαρ,20. Εργασίες αποξύλωσης και απομάκρυνσης των μπαζών από την  οικία σε ειδικό κάδο.Στις 15-9-2010, έγινε προφορική τροποποίηση της συμφωνίας, και ειδικότερα συμφωνήθηκε η προμήθεια και τοποθέτηση πλακιδίων σε γωνιακό μπαλκόνι και στο δάπεδο της αποθήκης, τα γέμισμα του δαπέδου και ο χρωματισμός και η προμήθεια και κατασκευή έξι γωνιακών ραφιών στο χώρο της αποθήκης, ενώ αφαιρέθηκε η εσωτερική διαμόρφωση των ντουλαπιών των δύο υπνοδωματίων, με συνολικό τίμημα, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, 1.451,40€. Η εναγομένη άρχισε αμέσως την εκτέλεση του έργου, ωστόσο η πορεία των εργασιών γινόταν με αργό ρυθμό, γεγονός που έδειχνε τη μετά βεβαιότητας εκπρόθεσμη παράδοσή του. Ειδικότερα, μέχρι και το Νοέμβριο έτους 2010, η εναγομένη είχε εκτελέσει τις ακόλουθες μόνο, από τις συμφωνηθείσες εργασίες : αποξήλωση του WC,  της κουζίνας, του ενδιάμεσου τοίχου κουζίνας – σαλονιού, την απομάκρυνση μπαζών, την τοποθέτηση γυψοσανίδας οροφής κουζίνας, την τοποθέτηση γυψοσανίδας εσωτερικά και εξωτερικά δεύτερης πόρτας εισόδου, την τοποθέτηση γυψοσανίδας σε καζανάκι, την τοποθέτηση γυψοσανίδας νέας διαμόρφωσης για το τζάκι, την αφαίρεση και απομάκρυνση παλαιών κουρτινιέρων από το σαλόνι και από τα δύο υπνοδωμάτια, την τοποθέτηση  πλακιδίων σε δάπεδο κουζίνας, τον χρωματισμό μέρους της τοιχοποιίας, την τοποθέτηση αλουμινίων σε κουζίνα, σαλόνι, υπνοδωμάτιο, την τοποθέτηση παντζουριού σε  υπνοδωμάτιο, τις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις (καλωδιώσεις, πρίζες, διακόπτες), την προμήθεια πριζοδιακοπτών, την προμήθεια και τοποθέτηση καζανακίου, την προμήθεια πλακιδίων, την προμήθεια και τοποθέτηση εσωτερικών πορτών, την προμήθεια και τοποθέτηση ντουλάπας εισόδου, την  προμήθεια και τοποθέτηση πόμολων διά εσωτερικές πόρτες χωρίς τοποθέτηση σε πόρτα wc και την προμήθεια και τοποθέτηση πόρτας ασφαλείας με  κλειδαριά, ενώ απέμειναν προς εκτέλεση το στοκάρισμα και βάψιμο ταβανιού πράσινου υπνοδωματίου, η τοποθέτηση αλουμινίου σε κενό που  διαμορφώθηκε ανάμεσα στα εξωτερικά κουφώματα κουζίνας κατά την  απομάκρυνση των παλαιών και την τοποθέτηση των νέων, η τοποθέτηση πλακιδίων μπαλκονιού κουζίνας και γωνιακού μπαλκονιού πρόσοψης, η  ολοκλήρωση χρωματισμού τοιχοποιίας σε όλους τους χώρους της ως άνω  οικίας, η τοποθέτηση πλακιδίων σε χώρο τζάκι-τεχνοτροπία ή ταπετσαρία, το  πάσο κουζίνας-τεχνοτροπία ή ταπετσαρία, η προμήθεια μπογιάς μαυροπίνακα κουζίνας και χρωματισμός, η προμήθεια και τοποθέτηση παντζουριών καθώς και οδηγών για σίτες, το κόψιμο προεξοχής του μαρμάρου στο πρεβάζι του  υπνοδωματίου, το γυάλισμα μαρμάρινου δαπέδου σαλονιού, η αλλαγή ρελέ ασφαλείας σε ηλεκτρολογικό πίνακα, η καλωδίωση για κεντρικό φωτιστικό  κουζίνας, η μεταφορά παροχών ηλεκτρικής κουζίνας και απορροφητήρα σύμφωνα με σχέδιο προμήθειας και τοποθέτησης επίπλων κουζίνας, η  καλωδίωση, προμήθεια και εγκατάσταση ηλεκτρολογικών wc, η προμήθεια και  τοποθέτηση φωτιστικού αποθήκης.Ως χρόνος παραδόσεως του έργου συμφωνήθηκε το τέλος Σεπτεμβρίου του έτους 2010 και λόγω της απεργίας των μεταφορέων που μεσολάβησε, παρατάθηκε έως το τέλος Οκτωβρίου 2010 (βλ κατάθεση μάρτυρος αποδείξεως). Η δε κατά ως άνω αποδειχθείσα επιβράδυνση των εργασιών, που αποδέχεται και η εναγομένη, αποδίδοντάς την όμως σε υπαιτιότητα της ενάγουσας και ειδικότερα σε έλλειψη συνεργασίας με αυτήν, όταν της ζητήθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι οφειλόταν σε υπαιτιότητα της τελευταίας (ενάγουσας). Απεναντίας αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, η οποία είχε καταβάλει σταδιακά στην εναγομένη το ποσό των 16.100€, έναντι του ανωτέρω συνολικώς συμφωνηθέντος ποσού (33.210€), λόγω της αδικαιολόγητης επιβράδυνσης των εργασιών, αναγκάσθηκε να αποστείλει στην εναγομένη την από 10-11-2010 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία την καλούσε να ολοκληρώσει το έργο εντός 10 ημερών, άλλως θα την κήρυττε έκπτωτη. Ωστόσο, η εναγομένη ούτε απάντησε στην ανωτέρω εξώδικη δήλωση ούτε προέβη σε ολοκλήρωση των εργασιών, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να της αποστείλει την από 10-1-2011 νεώτερη εξώδικη δήλωσή της, η οποία της κοινοποιήθηκε στις 24-1-2011, με την οποία την κήρυξε έκπτωτη, χωρίς να θέσει εκ νέου προθεσμία για την εκπλήρωση.Η δήλωση αυτή της ενάγουσας ερμηνεύεται ως υπαναχώρηση από τη σύμβαση και ειδικότερα από το μη εκτελεσθέν μέρος της, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, οπότε η εναγομένη είχε υποχρέωση να επιστρέψει το ποσό των 16.100€, πλην του μέρους που δαπάνησε για την εκτέλεση των έως τότε εργασιών ήτοι του ποσού των 7.968,60€. Να σημειωθεί ότι η εναγομένη ισχυρίζεται ότι δαπάνησε για την εκτέλεση του έργου το ποσό των 15.565,57€, πλην όμως από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει το επικαλούμενο, πέραν του ήδη ανωτέρω αποδειχθέντος, ως δαπανηθέν ποσό. Επισημαίνεται δε, ότι τα επικαλούμενα από αυτήν, με τις προτάσεις της, με αριθμούς 8 – 30 παραστατικά αποδεικτικά στοιχεία, και ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν αποδεικνύεται αναντίρρητα ότι συνδέονται με την ανακαίνιση της οικίας της ενάγουσας, αθροιζόμενα αποδεικνύουν συνολικές καταβολές ποσού 7.894,8€. Επομένως, η εναγομένη, έχει την υποχρέωση να επιστρέψει το ποσό των 8.131,40€. Περαιτέρω, η ενάγουσα δικαιούται εύλογη αποζημίωση για την μη εκπλήρωση της σύμβασης, κατ’αρθρον 387 ΑΚ, το ύψος της οποίας πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 1.000€, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού υπαιτιότητας της εναγομένης, του τμήματος του έργου που εκτελέσθηκε και την έλλειψη πταίσματος της ενάγουσας που αναγκάσθηκε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων μερών. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και επεδίκασε το ανωτέρω ποσό, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις λαμβάνοντας υπόψη του και τα διδάγματα της κοινής πείρας, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου 3ου λόγου της έφεσης και των συναφών με αυτόν 2ου και 3ου πρόσθετων λόγων της. Περαιτέρω, για να καταλήξει το Δικαστήριο στην ανωτέρω κρίση του αρκούν τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (368 ΚΠολΔ), απορριπτομένου του αιτήματος για διεξαγωγή τεχνικής πραγ/νης, όπως και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε, στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά διακριτική ευχέρεια του οποίου ήταν η διάταξη για τη διεξαγωγή της (ΑΠ 300/2017, 194/2017), απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου 2ου λόγου της κρινομένης έφεσης. Επίσης, το γεγονός ότι η σύμβαση έργου καταρτίσθηκε στην Αθήνα, όπου βρισκόταν και το υπό ανακαίνιση ακίνητο (τόπος εκπλήρωσης της παροχής) δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ένστασης της τοπικής αναρμοδιότητας του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αντί για το Πρωτοδικείο Αθηνών, αφού η κατ’αρθρον 33 ΚΠολΔ τοπική ειδική αρμοδιότητα είναι συντρέχουσα και όχι αποκλειστική, και εναπόκειται στον ενάγοντα να επιλέξει μεταξύ των περισσοτέρων αρμοδίων Δικαστηρίων σε ποιό θα εισάγει την αξίωσή του προς εκδίκαση. Επομένως, ορθώς απορρίφθηκε η ένσταση της κατά τόπον αναρμοδιότητας από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου 1ου λόγου της κρινομένης έφεσης. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι της ως αβάσιμοι στο σύνολό τους και να καταδικασθεί η εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου τη έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔικάζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων, την από 28-7-2014 (…./2014), έφεση και τους από 11-4-2016 (…./2016) προσθέτους λόγους.Απορρίπτει τον 1ο πρόσθετο λόγο ως απαράδεκτο.Δέχεται τυπικά την έφεση και τους προσθέτους λόγους και τους απορρίπτει κατ’ουσίαν.Καταδικάζει την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των 600€.Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων της εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 26 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

H  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ