Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 73/2018

Αριθμός   73/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Ιωάννα Πέττα – Χριστοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινομένη από 7.6.2016 (αριθμ. κατ. δικ. ……../2016) έφεση της καθής η ανακοπή κατά της υπ’ αριθμ 3502/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ 575/2016 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία (άρθρο 215 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από  κανένα στοιχείο δεν προκύπτει πάροδος της προθεσμίας ασκήσεώς της ή άλλος λόγος απαραδέκτου (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, εφόσον έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο για το παραδεκτό της ασκήσεώς της παράβολο (άρθρο 496 ΚΠολΔ, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της,,  κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία.

Το ανακόπτον και ήδη εφεσίβλητο ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ – ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (ΙΚΑ – Ε.Τ.Α.Μ), αναφερόμενο στο εξής, χάριν συντομίας, ΙΚΑ, με την από 15.10.2013 (αριθμ κατ. δικ …./20013) ανακοπή του ζητούσε να μεταρρυθμισθεί ο υπ΄αριθμ …./17.9.2013 πίνακας κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, ως υπαλλήλου επί του επισπευδόμενου από την καθής η ανακοπή πλειστηριασμού των αναφερομένων αυτοτελών, ανεξάρτητων, οριζοντίων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων των Α΄, Δ, Ε, και ΣΤ’ ορόφων οικοδομής ευρισκομένης στον Πειραιά και επί της οδού ………), των οποίων η επικαρπία ανήκε στους ……. Πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της οφειλέτριας εταιρίας με την επωνυμία «……….» και  …….., κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου στον καθένα, η δε ψιλή κυριότητα στην κόρη τους …….. ούτως ώστε να καταταγεί αυτό (ανακόπτον) οριστικά και προνομιακά για μέρος της απαιτήσεώς του, ύψους 43.125,04 ευρώ, αποβαλλομένης, κατά το αντίστοιχο ποσόν, της καταταγείσης καθής η ανακοπή.

Επί της ανακοπής αυτής εξεδόθη η υπ’ αριθμ 3502/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς διορθωθείσα ως προς τον αριθμό του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης (από το εσφαλμένο «…» στο ορθό  «…») της συμβολαιογράφου Αθηνών ……, με την υπ’ αριθμ. 575/2016 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου. Με την ως άνω (εκκαλουμένη) απόφαση εκρίθη ορισμένη η ενσωματωμένη στην ένδικη  ανακοπή υπ’ αριθμ πρωτ …/18.6.2013 αναγγελία του ανακόπτοντος Ι.Κ.Α. στη διορισθείσα ως  υπάλληλο επί  του επισπευδόμενου από την καθής η ανακοπή πλειστηριασμού, . …. και, κατόπιν αυτού, δεκτής γενομένης της ανακοπής μεταρρυθμίσθηκε ο προσβαλλόμενος πίνακας κατά το  αιτητικό της.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα με την κρινόμενη έφεσή της η καθής η ανακοπή, για λόγους αναγομένους στο σύνολό τους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ένδικη ανακοπή.

Από τη διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν να αντικατασταθεί από την παράγραφο 2 του άρθρου όγδοου, του  άρθρου 1 του Ν 4335 (Α 87) 23.7.2015 προκύπτει, ότι οι δανειστές εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχουν το δικαίωμα να αναγγείλουν την απαίτησή τους με έγγραφη αναγγελία που επιδίδεται το αργότερο μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από τον πλειστηριασμό, στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και πρέπει να περιέχει α) διορισμό αντικλήτου στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου του τόπου της εκτέλεσης, αν ο δανειστής, που αναγγέλλει την απαίτησή του. δεν κατοικεί μέσα στην περιφέρεια αυτή και β) περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται. Η αναγγελία,  ως πράξη, που αποσκοπεί στην παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της συμμετοχής του αναγγελλόμενου δανειστή στη διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος και στην ικανοποίηση της απαίτησής του από αυτό, αποτελεί διαδικαστική πράξη και αντίστοιχα το αναγγελτήριο  έχει το  χαρακτήρα δικογράφου  κατά την έννοια του άρθρου 118 ΚΠολΔ. Ειδικότερα η αναγγελία αποτελεί το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της κατάταξης η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή και στο περιεχόμενο του  αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους κατά το άρθρο 974 ΚΠολΔ, αλλά και την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που αναγγέλθηκαν, με βάση δε το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο  της ανακοπής οφείλουν  να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της απαίτησης που αναγγέλθηκε. Συνεπώς, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στο μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στο δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης.  Στις  προϋποθέσεις αυτές συγκαταλέγεται και η ύπαρξη του τυχόν προνομίου της απαίτησης τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα που στηρίζουν την απαίτηση. Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι έτσι άκυρο, κατά το άρθρο 159 αριθ. 3 του ΚΠολΔ, λόγω αοριστίας της αναφερόμενης  σε αυτό απαίτησης, όταν η αοριστία προκαλεί σ’ αυτόν  που την προτείνει βλάβη, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνον με τη  κήρυξη της ακυρότητας.  Αυτό συμβαίνει μόνον όταν η περιγραφή της απαίτησης στο αναγγελτήριο, καθώς και του τυχόν προνομίου της, είναι τόσον ελλιπής, ώστε να μην μπορούν ο μεν οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την  άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ, ο δε υπάλληλος του πλειστηριασμού να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης και να προβεί στην κατάταξή της συγκριτικά και με τις λοιπές αναγγελλόμενες  απαιτήσεις. Δεν είναι, όμως, αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που αυτή απαιτείται κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, όταν πρόκειται για αγωγή ή ανακοπή, διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 307/2016 ΑΠ 1087/2013 δημ ΝΟΜΟΣ- ΑΠ 472/2005 ΕλΔ 46.1434-Εφ Αθ 1467/2004 ΕλΔ 45.854).

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 55 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, « ο Διευθυντής οποιουδήποτε Δημοσίου Ταμείου λαβών γνώσιν, είτε εκ κοινοποιήσεως του προγράμματος πλειστηριασμού, είτε καθ΄ οιονδήποτε άλλον τρόπον, επισπευδόμενου πλειστηριασμού, υποχρεούται να αναγγείλει  το Δημόσιο δια τα βεβαιωμένα εις το Ταμείον του χρέη του καθ΄ου ο πλειστηριασμός, δι΄ αναγγελίας  κοινοποιουμένης μόνον εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλου και συνοδευομένης  υπό πίνακος εμφαίνοντος τα ως άνω χρέη. Ο πίναξ ούτος περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμον του οφειλέτου, το είδος, το ποσόν των χρεών, το οικονομικό έτος εις ο ανήκουν, ως και τη χρονολογία βεβαιώσεως τούτων, προς δε και μνείαν της δι΄ έκαστον των χρεών τούτων τυχόν υπαρχούσης ασφαλείας».

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα προσκομιζόμενα μετ΄ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της καθής η ανακοπή τράπεζας και δυνάμει της υπ’ αριθμ …./8.3.2013 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………… κατασχέθηκαν αναγκαστικά  τρεις αυτοτελείς ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες  και συγκεκριμένα τα διαμερίσματα των Α, Δ, Ε΄και ΣΤ΄(των δύο τελευταίων συνιστώντων ενιαία κατοικία- μεζονέτα) υπέρ το ισόγειο ορόφων πολυκατοικίας, ευρισκομένης στον Πειραιά και επί της οδού ……., των οποίων η επικαρπία ανήκε κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου σε καθέναν των οφειλετών ……. και ……., η δε ψιλή κυριότητα στην . . …., επίσης οφειλέτριας της καθής η ανακοπή. Ακολούθως, δυνάμει της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης σε συνδυασμό με τη σχετικώς συνταχθείσα υπ΄αριθμ …../26.4.2013 Α΄ Επαναληπτική περίληψη της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης, του ίδιου παραπάνω δικαστικού επιμελητή, τα πιο πάνω ακίνητα εκπλειστηριάσθηκαν στις 12.6.2013 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών «……. που ορίσθηκε ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος. Πλειοδότης αναδείχθηκε η ως άνω επισπεύδουσα- καθ΄ης η ανακοπή και επετεύχθη εκπλειστηρίασμα ύψους 295.380 ευρώ. Στη συνέχεια η προαναφερόμενη συμβολαιογράφος ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε τον  προσβαλλόμενο υπ΄αριθμ …../17-9-2013 πίνακα κατάταξης,. Με τον εν λόγω πίνακα από το συνολικό ποσό του εκπλειστηριάσματος προαφαίρεσε ως έξοδα το συνολικό ποσόν των 14.621,03 ευρώ και στο εναπομείναν ποσού των (295.380- 14.621,03=) 280.758,97 ευρώ κατέταξε: α) προνομιακά και οριστικά τη Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά στο ποσόν των 8.432 ευρώ και β) προνομιακά και τυχαία (προσημείωση υποθήκης- άρθρα 1007 παρ. 1 και 976 αρ. 2 ΚΠολΔ)  την καθ΄ης η ανακοπή τράπεζα στο ποσόν των 272.326,97 Ευρώ, πλην όμως με την αίρεση της τελεσιδικίας της απαιτήσεώς της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στο πλειστηριασμό αυτό είχε αναγγελθεί μεταξύ άλλων το ανακόπτον για ποσόν 245.683,40 ευρώ, προερχόμενο από ασφαλιστικές εισφορές της εταιρίας με την επωνυμία «…..» που προέκυψαν μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού (άρθρο 975 αριθ 3 του ΚΠολΔ), Διευθύνων Σύμβουλος της οποίας,  κατά το χρόνο γέννησής τους ήταν ο οφειλέτης …………… Η ανωτέρω αναγγελία του ανακόπτοντος περιέχει όλα τα απαιτούμενα, κατ’ άρθρο 972 παρ. 1 ΚΠολΔ, στοιχεία  για το ορισμένο  αυτής, καθόσον αναφέρεται σ΄αυτήν το  επικαλούμενο, εκ του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ προνόμιο και ζητείται η προνομιακή του κατάταξη. Στον επισυναπτόμενο δε στην αναγγελία πίνακα χρεών αναφέρονται τα στοιχεία, που εξειδικεύουν την απαίτηση του ΙΚΑ, και ειδικότερα αναφέρονται οι πράξεις επιβολής εισφορών, ο αριθμός του τριπλοτύπου και η ημερομηνία βεβαίωσης των χρεών, η χρονική περίοδος, στην οποία αναφέρονται οι καθυστερούμενες εισφορές, το βασικό ποσόν και το είδος της οφειλής, καθώς και το ποσόν των προσθέτων τελών (προσαυξήσεις). Επίσης στο συνημμένο στην αναγγελία μηχανογραφικό έγγραφο, αναγράφονται όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας με τα πλήρη στοιχεία τους και την ιδιότητα του καθενός, βάσει των υπ’ αριθμ …./25.9.2006 και …../10.4.2012 Φ.Ε.Κ. (συγκρότηση Δ.Σ.Α.Ε), τα οποία ευρίσκονται στο φάκελο της εταιρίας, στην αρμόδια Οικονομική Υπηρεσία του Ιδρύματος και καταχωρημένα στο ηλεκτρονικό σύστημα του Ι.Κ.Α Στο εν λόγω έγγραφο αναφέρεται ο ……. ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της οφειλέτριας του ανακόπτοντος εταιρίας με την  επωνυμία «……….», ευθυνόμενος, ως εκ της ιδιότητος του, για τα χρέη αυτής. Ο ανωτέρω, εξάλλου, είναι ένας εκ των οφειλετών κατά του οποίου στρέφεται η αναγκαστική εκτέλεση. Με βάση, επομένως, τα προεκτεθέντα η αναγγελία του ΙΚΑ για προνομιακή κατάταξή του στο ποσοστό που ανήκει στον οφειλέτη ………, ήτοι στο ποσόν των 4.3125,04 ευρώ, το οποίο προκύπτει ως τιμή πρώτης προσφοράς, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ 703  Α΄ Επαναληπτική   περίληψη της υπ΄ αριθμ …../8.3.2013 εκθέσεως αναγκαστικής κατάσχεσης ενυπόθηκων ακινήτων του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……… είναι καθ’ όλα έγκυρη, καθώς περιέχει όλα τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 972 ΚΠολΔ και στο άρθρο 55 παρ. 1 και 3 του ΚΕΔΕ, τα οποία με βάση τα προεκτεθέντα απαιτούνται για να είναι σαφής και ορισμένη. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 585, 933 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το  δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους της ανακοπής που αποτελούν την ιστορική της βάση. Οι λόγοι αυτοί μπορεί να αφορούν α) είτε την ύπαρξη της ίδιας της απαιτήσεως του ανακόπτοντος δανειστή ή του προνομίου της β) είτε την προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της απαίτησης του καθ΄ου, που κατατάχθηκε στον προβαλλόμενο πίνακα, γ) είτε την απλή αμφισβήτηση ή  άρνηση από τον ανακόπτοντα της καταταχθείσης απαιτήσεως του καθ΄ου η του προνομίου της. Ακόμη, όμως και όταν ο  λόγος της ανακοπής δεν αφορά την απαίτηση του ανακόπτοντος ή του προνομίου της υποχρεούται αυτός να προσδιορίσει με την ανακοπή του την απαίτησή του κατά το είδος, το ποσόν και τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά, αφού η ύπαρξη απαίτησής του είναι, σε κάθε περίπτωση, αναγκαία για να δικαιολογείται το έννομο συμφέρον του και  κατ΄επέκταση η ενεργητική νομιμοποίησή του για την άσκηση της ανακοπής. Κατά την έννοια αυτή αρκεί, προκειμένου για απαιτήσεις του ανακόπτοντος ΙΚΑ να προσδιορίζονται αυτές με βάση τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την αναγγελία των ίδιων απαιτήσεων κατά το άρθρο 55  παρ. 1 του ΚΕΔΕ (άρθρο 27 παρ. 3 του ν 1846/1951), κατά τα ανωτέρω (ΑΠ 1860/2013 – ΑΠ 1353/2015 – ΑΠ 1195/2004 – ΑΠ 440/2004 – ΑΠ 849/2009 – ΑΠ 1281/2011- ΑΠ 1195/2004 – Εφ Αθ. 1860/2013). Εφόσον, επομένως, εν προκειμένω έχουν ενσωματωθεί στην ένδικη ανακοπή η αναγγελία, ο πίνακας χρεών και το αναφερόμενο  μηχανογραφικό έγγραφο, όπου αναφέρονται τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της οφειλέτριας εταιρίας με τα στοιχεία και την ιδιότητα του  καθενός, περιέχονται σ΄ αυτήν όλα τα στοιχεία με τα οποία εξειδικεύεται επαρκώς η ως άνω απαίτηση του ανακόπτοντος, δηλαδή πρόκειται για ληξιπρόθεσμη απαίτηση κατά του καθ’ ού η εκτέλεση  οφειλέτη, ως προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της προαναφερόμενης οφειλέτριας   εταιρίας  (ΑΠ 1860/2013  ο.π).

Περαιτέρω, στην παράγραφο 3 του άρθρου 975 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση αυτού  από τα άρθρα 41 του Ν 3863/2010, 56 του Ν 3994/2011 και 19 αριθμ 10 του ν 4055/2012 ορίζονται τα εξής: «Οι απαιτήσεις που έχουν ως βάση εξαρτημένη εργασία… Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας γενικής γραμματείας κοινωνικών ασφαλίσεων, εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα  του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης. Η διαίρεση  του πλειστηριάσματος σε ποσοστό, κατά το άρθρο 977 γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξεως αυτής».

Η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της κρινομένης εφέσεως αρνείται το δικαίωμα της προνομιακής κατατάξεως του ανακόπτοντος στην 3η τάξη των προνομίων, επικαλούμενη αντισυνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 41 του Ν. 3863/2010 με την οποία θεσπίσθηκε η κατάταξη των απαιτήσεων των φορέων Κοινωνικής   Ασφάλισης στην τάξη αυτή, αντί της 6ης, στην οποία ενέπιπτε, σύμφωνα με το άρθρο 975 παρ. 6 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε μέχρι να τεθεί σε ισχύ (15-7-2010) ο ανωτέρω νόμος, καθόσον, λόγω της επελθούσης τροποποιήσεως θίγονται οι απαιτήσεις των εμπραγμάτων ασφαλισμένων δανειστών, όπως είναι και η ίδια. Και ο λόγος αυτός, που παραδεκτά προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, εφόσον αναφορά την αντισυνταγματικότητα του νόμου, η οποία  ως αφορώσα τη δημόσια τάξη, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως κατά πάσα στάση  της δίκης, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα επί του θέματος αυτού λεκτέα τα ακόλουθα:  Με το άρθρο 41 του ν 3863/2010 τροποποιήθηκε το άρθρο 975 ΚΠολΔ.  Σύμφωνα δε με την ισχύουσα ρύθμιση (όπως το άρθρο 975 περ 3 τροποποιήθηκε με το άρθρο 56 του ν. 3994/2011 και το άρθρο 10 του ν. 4055/2012) οι  απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αρμοδιότητας γενικής γραμματείας κοινωνικών ασφαλίσεων κατατάσσονται στην τρίτη τάξη των γενικών προνομιούχων, χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό και η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά κατά το άρθρο 977, γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξεως αυτής.  Κατ΄εξοχήν σκοπός στον οποίο απέβλεπε το ληφθέν με την ως άνω διάταξη μέτρο ήταν η εξομοίωση των απαιτήσεων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης με εκείνες  των εργαζομένων  (γενικό προνόμιο άρθρο 975 παρ. 3) και, κατά συνέπεια, η οικονομικής ενίσχυση αυτών (των φορέων) και ιδίως του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, η οποία παρίσταται ως άμεση και επιτακτική (βλ. και  Εισ εκθ. Ν 3863/2010). Σημειωτέον μάλιστα ότι από το προ της επίμαχης ρυθμίσεως καθεστώς, όπου η κατάταξη του ανακόπτοντος ΙΚΑ- ΕΤΑΜ (όπως και των λοιπών ασφαλιστικών οργανισμών) γινόταν στην 6η θέση των προνομίων, σπανίως ικανοποιούνταν  οι αναγγελλόμενες απαιτήσεις του, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η εκπλήρωση της  αποστολής του ιδρύματος (πληρωμή συντάξεων και λοιπών παροχών προς τους ασφαλισμένους),  δεδομένου ότι, κατά ρητή επιταγή του νόμου (άρθρο 26 παρ. 7 του α.ν 1846/1951) η μη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών από τον εργοδότη, δεν συνεπάγεται για τον ασφαλισμένο στέρηση ή μείωση των δικαιωμάτων του σε παροχές. Πέραν, όμως, των προαναφερόμενων, η τροποποίηση του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ έγινε με τους νόμους 3863/2010, 3994/2011 και 4055/2012, οι οποίοι θεσπίσθηκαν για την αντιμετώπιση της διαπιστωθείσας από το νομοθέτη οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, το δε επίμαχο μέτρο της κατάταξης των απαιτήσεων των φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης στην 3η τάξη, δεν αποβλέπει απλώς και μόνον στο ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, αλλά αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση και ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή για την εξυπηρέτηση σκοπών, οι οποίοι συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Εξάλλου σε περιπτώσεις ύπαρξης παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, τυχόν επεμβάσεις του κοινού νομοθέτη σε περιουσιακής φύσεως αγαθά είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α εφόσον προβλέπονται από νομοθετικές ή άλλου είδους  κανονιστικές διατάξεις και εφόσον δικαιολογούνται από  λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους  συμπεριλαμβάνονται κατ΄αρχήν οι συναπτόμενοι προς την  αντιμετώπιση ενός σοβαρού, κατά την κρίση του εθνικού  νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών. Εν κατακλείδι  το επίμαχο μέτρο συνιστά  ένα γενικό μέτρο δημοσιονομικής εξυγίανσης στο κανονιστικό πλαίσιο του γενικότερου  πλέγματος μέτρων οικονομικής πολιτικής και όχι ζήτημα συνολικής μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, με αυτό δε επιδιώκεται η αύξηση εσόδων για να καταστεί δυνατή η εξοικονόμηση των πόρων που είναι απαραίτητοι για την εξασφάλιση της  βιωσιμότητας των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών, καθώς και η επίτευξη των καθορισθέντων δημοσιονομικών στόχων και, ιδίως, της μείωσης του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης, στο οποίο περιλαμβάνονται και τα ελλείμματα των κοινωνικών ασφαλιστικών ταμείων. Εν όψει τούτων, με τα δεδομένα, που, κατά το νομοθέτη, συνέτρεχαν κατά το χρόνο θέσπισης του επίμαχου μέτρου, το μέτρο αυτό δεν παρίσταται απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με αυτό σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, λαμβανομένου,  μάλιστα, υπόψη ότι η εκτίμηση του νομοθέτη, ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της διαπιστωθείσης απ’ αυτόν κρισίμου δημοσιονομικής κατάστασης υπόκειται σε οριακό μόνο δικαστικό έλεγχο. Θέμα δε αντισυνταγματικότητας της ως άνω διατάξεως, του άρθρου 41 του ν. 3863/2010 δεν τίθεται, αφού, άλλωστε, με αυτή δεν θεσπίσθηκε νέα προνομιακή  διάκριση των απαιτήσεων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, αλλά επαναλήφθηκε κατά βάση και διευρύνθηκε το προνόμιο κατατάξεως των πιο πάνω απαιτήσεων, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εισάγει αυθαίρετη και αδικαιολόγητη μεταχείριση και μάλιστα κατά τρόπο που να θίγει έκδηλα την  κοινή περί δικαίου συνείδηση. Επομένως δεν προσκρούει στα άρθρα 4 και 5 του Συντάγματος. Επίσης η εν λόγω διάταξη δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 17 του Συντάγματος και ούτε το παραβιάζει αυτό άμεσα ή έμμεσα, ενώ δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης της διατάξεως αυτής με το πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α.

Μετά την απόρριψη των ανωτέρω λόγων την ένδικης εφέσεως και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί στο  σύνολο της ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Τα  δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, ως ηττηθείσας διαδίκου (άρθρα 176, 183 και 192 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της αποφάσεως. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος κατ’ άρθρο 495 ΚΠολΔ παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.                              

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 7.6.2016 (αριθμ κατ. δικ. ………/2016 έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 3502/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ΄ αριθμ.  575/2016 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου.

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ΄ ουσίαν.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσόν των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής λόγω

μεταθέσεώς της και

αναχωρήσεως από την

Υπηρεσία, ο

Πρόεδρος του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως του

Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών