Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 75/2018

Αριθμός  75/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ιωάννα Πέττα-Χριστοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 20.7.2016  (αριθμ. κατ. δικ. ……./2016) έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 4361/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ 1α ΚΠολΔ (μετά την τροποποίηση του άρθρου 632 ΚΠολΔ με το άρθρο 14 του ν. 4055/2012), αντιμωλία  των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 παρ 2 του  Ν 3994/25.7.2011) και έχει ασκηθεί νομότυπα και  εμπρόθεσμα, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει πάροδος της προθεσμίας ασκήσεώς της ή  άλλος λόγος απαραδέκτου (άρθρα 495 παρ 1, 496 παρ 1,  498 παρ 1, 511, 513 παρ 1β, 516 παρ 1, 517, 518 παρ 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως,  εφόσον για το παραδεκτό της ασκήσεώς της κατατέθηκε και το απαιτούμενο κατ΄άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο, να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ 1 ΚΠολΔ).

Με την ένδικη από 6.4.2012 (αριθμ. κατ. δικ. ……/2012) ανακοπή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος, ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ΄ αυτήν λόγους, την  ακύρωση της υπ΄ αριθμ. …./2012 διαταγής πληρωμής  του Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου, με  την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ΄ ης και ήδη εκκαλούσα το χρηματικό ποσόν των  23.703,64 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας και  μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, για απαίτηση προερχόμενη από καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση πιστωτικής κάρτας.

Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η ως άνω 4361/2013 εκκαλουμένη απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε η ένδικη ανακοπή ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη με αυτήν υπ΄ αριθμ. …./2012 διαταγή πληρωμής.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα η καθ΄ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα τράπεζα με την κρινόμενη έφεσή της και ζητεί, για τους εκτιθέμενους σ΄ αυτήν λόγους, αναγομένους στο σύνολό τους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, την εξαφάνισή της και την απόρριψη της ανακοπής.

Σύμφωνα με τη διάταξη του  άρθρου 2 παρ 6 του Ν 2251/1994, οι γενικοί όροι συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή. Ο  καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται  αφού ληφθούν υπ΄όψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι  υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία εξαρτάται. Εκτός, όμως, από την ως  άνω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παράγραφο 7 του προαναφερόμενου άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 παρ 2 του ν. 3587/2007, που έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που γίνεται χρήση αυτού (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007.975) απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία (31)  περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς  αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της παραπάνω γενικής ρήτρας, αφού αυτοί  θεωρούνται κατ΄ αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν  καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1332/2012-ΑΠ  7/2011-ΑΠ 904/2011-ΝΟΜΟΣ). Κατά τον  έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός Γ.Ο.Σ.  εξετάζεται σε πρώτη φάση, αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα, που εμπεριέχεται στην ενδεικτική  αρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ 7 του ν.  2251/1994 και σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος  ελέγχεται κατά πόσον ο συγκεκριμένος Γ.Ο.Σ.  περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα  του ενδοτικού δικαίου ή από  τις ρυθμίσεις εκείνες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη του  σκοπού και τη διατήρηση  της φύσης της σύμβασης, με βάση το ενδιάμεσο πρότυπο του συνήθως απρόσεκτου  μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντος  τη μέση αντίληψη, κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του αποφάσεως, καταναλωτή του συγκεκριμένου  είδους αγαθώς ή υπηρεσιών (ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001.1128). Συμπερασματικά, δηλαδή,  κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, που αποτελούν, ως προς  τον έλεγχο των Γ.Ο.Σ., εξειδίκευση του γενικού  κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ, επιδιώκεται ο  έλεγχος της ακυρότητας ή μη των όρων αυτών ως καταχρηστικών, πάντοτε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής εξισορρόπησης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών. Στην περίπτωση δε που κάποιος όρος κριθεί καταχρηστικός, επέρχεται σχετική ακυρότητα αυτού, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνον ο συγκεκριμένα καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, χωρίς κατ΄ αρχήν η ακυρότητα να επιδρά στο κύρος όλης της σύμβασης. Ως προς το ζήτημα του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητά του, αυτό καλύπτεται κατ΄ αρχήν και εφόσον προβλέπεται  σχετική ρύθμιση, με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα  ενδοτικού δικαίου, ο οποίος, όπως προκύπτει από  τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, θεωρείται ότι δεν περιέχει καταχρηστικές  ρήτρες  και ότι συνάδει με τους σκοπούς του άρθρου 6 παρ 1 της προαναφερόμενης οδηγίας. Σε διαφορετική περίπτωση, γίνεται από το δικαστήριο  συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 ΑΚ, βάσει, δηλαδή, της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΕφΠειρ 369/2015, ΕφΑθ 5180/2014-ΕφΑθ 1471/2013-δημ. ΝΟΜΟΣ- Β. Δούβλη, ο δικαστικός έλεγχος λειτουργίας των Γ.Ο.Σ.  στις τραπεζικές συναλλαγές ΕΤΡΑ- ΧρΔ 1999 σελ 12 και 16, Καράκωστας, προστασία του καταναλωτή σελ 56-Φ. Δωρής, η εξειδίκευση της καλής πίστης στο άρθρο 2 του  Ν 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών και η σημασία στο κοινό δίκαιο, ΝοΒ 2000.737 επ).

Στην προκειμένη περίπτωση από την επανεκτίμηση των εγγράφων, που προσκομίζουν μετ΄ επικλήσεως οι διάδικοι αποδεικνύονται τα εξής : Μεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκε στις 22.1.2001 σύμβαση  πίστωσης και χορήγησης της υπ΄ αριθμ ……. πιστωτικής κάρτας. Από τη χρήση  της κάρτας αυτής ο πιστούχος ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος ήταν χρεωμένος μέχρι και 2.2.2011 με το ποσό των 23.052,64 ευρώ. Ο ανωτέρω, όμως, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της πιστώτριας τράπεζας –καθ΄ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας, δεν επιμελήθηκε για την εξόφληση της οφειλής του και η ως άνω πιστώτρια προέβη σε καταγγελία της μεταξύ τους συμβάσεως. Η καταγγελία αυτή κοινοποιήθηκε νόμιμα στον ανακόπτοντα  στις 9.2.2011 με την υπ΄ αριθμ. Β -…../9.2.2011 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………. Στη συνέχεια, κατόπιν της  από 13.7.2011 αιτήσεως της πιστώτριας Τράπεζας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. …../2012 Διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διετάχθη ο πιστούχος στην καταβολή του ως άνω ποσού, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από την 10.2.2011(επομένη επιδόσεως της καταγγελίας), μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Κατά της διαταγής αυτής άσκησε ο ανακόπτων εμπροθέσμως την από 6.4.2012 (αριθμ. κατ. δικ. …../2012) ανακοπή του, με την οποία ζητούσε, για τους αναφερόμενους σ΄ αυτήν  λόγους την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα με τον τρίτο λόγο της  ένδικης ανακοπής ο ανακόπτων προέβαλε  τον ισχυρισμό ότι πάσχει ακυρότητας η  προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, διότι  στο παράρτημα της δανειακής συμβάσεως που αναφέρεται στους  όρους χορήγησης  «….. VISA», το οποίο υπεγράφη από αυτόν, και συγκεκριμένα στον υπό στοιχείο 2.01 όρο αυτού αναφέρεται ότι : «Αν μέσα σε χρονικό διάστημα τριάντα ημερών από τη λήψη του κάθε μηνιαίου λογαριασμού ή οποιασδήποτε άλλης έγγραφης  ειδοποίησης της Τράπεζας, αναφορικά  με την οφειλή από τη χρήση της κάρτας, ο οφειλέτης ή ο εγγυητής δεν αμφισβητήσουν εγγράφως το ποσό της οφειλής  τότε θα θεωρείται ότι αποδέχθηκε  ανεπιφύλακτα το περιεχόμενό τους  και θα επέρχεται αναγνώριση του  χρεωστικού υπολοίπου και των επί μέρους  χρεώσεων». Με το ως άνω περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, σύμφωνα με τα  άρθρα 585 παρ 1, 63 παρ 1 και 216 παρ 1, 2 ΚΠολΔ, καθόσον, με βάση τα παραπάνω εκτιθέμενα η τυχόν καταχρηστικότητα ενός συμβατικού όρου δεν επιφέρει την ακυρότητα όλη της  συμβάσεως, αλλά του μέρους αυτής που συνέχεται με το συγκεκριμένο όρο, εκτός  εάν η σύμβαση δεν θα συνύπτετο χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ).  Ως εκ τούτου για το ορισμένο του σχετικού λόγου θα πρέπει να εκτίθεται με σαφήνεια  κατά ποιόν τρόπο ο προαναφερόμενος όρος  συνετέλεσε στη μη κανονική εκπλήρωση των  συμβατικών του υποχρεώσεων, στο οριστικό κλείσιμο του τηρηθέντος στα πλαίσια της σύμβασης πίστωσης λογαριασμού και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλόμενου ποσού, με βάση το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη  διαταγή πληρωμής. Ούτε ακόμη εκτίθεται ότι η ύπαρξη του όρου αυτού συνετέλεσε στην  έκδοση σε βάρος του της προσβαλλόμενης  διαταγής πληρωμής, δεδομένου ότι το  κύρος της διαταγής πληρωμής δεν θίγεται  από μόνο το λόγο της καταχρηστικότητας του αναφερόμενου όρου της ένδικης συμβάσεως,  αλλά μόνον, εφόσον η ύπαρξη του όρου αυτού συνετέλεσε κατά τρόπο ουσιώδη στην  έκδοση της επίμαχης διαταγής, περιάγοντας  τον μεν ανακόπτοντα σε δυσμενή θέση, τη δε καθ΄ ης η ανακοπή τράπεζα σε προνομιακή θέση, στην οποία και δεν θα είχε περιέλθει αν δεν υπήρχε ο όρος αυτός στη μεταξύ τους σύμβαση. Και τούτο, διότι, όπως ήδη εκτέθηκε, ως μέτρο  ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής  χρησιμεύει κάθε φορά, το ενδοτικό δίκαιο. Εν όψει των ελλείψεων, όμως, αυτών δεν καθίσταται εφικτό να ερευνηθεί ποιες συνέπειες θα είχε η διατήρηση ή κατάργηση του  όρου για κάθε πλευρά, πως θα μπορούσε  κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου, που θέλει να αποτρέψει ο  συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες (ΑΠ 430/2005-ΕφΘεσ  2788/2009 δημ. ΝΟΜΟΣ). Ουδόλως, εξάλλου, αναφέρει ο ανακόπτων  ποια ακριβώς είναι τα αμφισβητούμενα ποσά, κατά τα οποία συνεπεία της αποδιδόμενης αντισυμβατικής συμπεριφοράς της καθής η ανακοπή, προσαυξήθηκε παράνομα το τελικό χρεωστικό υπόλοιπο, επιφέροντάς του αντίστοιχη παράνομη ζημία και πως αυτό αντανακλάται στην  ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (βλ. σχ. Κεραυμεύς-Κονδύλης-Νίκας Ερμηνεία  ΚΠολΔ έκδοση 2000 κάτω από το άρθρο 633 αρ. 9). Ακόμη, δεν επικαλείται  ο ανακόπτων ότι η σύμβαση δεν θα καταρτιζόταν, χωρίς το φερόμενο ως άκυρο μέρος.

Ακολούθως από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ 1 και 536 παρ 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το Εφετείο, όταν μετά την παραδοχή βασίμου λόγου έφεσης κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση υποκαθιστά  το πρωτοδικείο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει όλα τα ζητήματα, που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς (ΑΠ 2039/2014- ΑΠ 1878/2008-ΑΠ 1513/2001 δημ. ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια ισχύουν και επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, καθώς κάθε λόγος ανακοπής αποτελεί ιδιαίτερη βάση. Συνεπώς, ο λόγος ανακοπής που δεν ερευνήθηκε, επιβάλλεται στην παραπάνω περίπτωση να ερευνηθεί, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζοντας  κατ΄ ουσία την υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 535 παρ 2 ΚΠολΔ, ερευνά τη βασιμότητα του λόγου της ανακοπής  που έγινε δεκτός πρωτοδίκως και απορρίπτοντας αυτόν είναι υποχρεωμένο να ερευνήσει και τους λοιπούς  λόγους της, ιδρυομένου στην περίπτωση  παραλείψεως της έρευνας αυτής, λόγου αναίρεσης (ΑΠ 1286/2012-ΑΠ 920/2011-ΑΠ 13/2010-ΑΠ 1568/2009-ΕφΛαρ 205/2016 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, που έκρινε ορισμένο τον προαναφερόμενο (3ο) λόγο της ανακοπής, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και γι΄ αυτό πρέπει κατ΄ αποδοχήν και του σχετικού (1ου)  λόγου εφέσεως, να γίνει η κρινόμενη έφεση  δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη. Ακολούθως, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, πρέπει, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική  σκέψη, να ερευνηθούν και οι μη εξετασθέντες πρωτοδίκως λόγοι της ένδικης ανακοπής.

Με τον τέταρτο λόγο της ένδικης ανακοπής ο ανακόπτων ζήτησε την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, επικαλούμενος ότι η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, περιελάμβανε παράνομα και τόκους επί της αναλογούσας εισφοράς του Ν 128/1975, οι οποίοι μάλιστα ενοποιούνταν με τους τόκους της αυτής περιόδου και κεφαλαιοποιούνταν. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, πρωτίστως ως απαράδεκτος, λόγω  της αοριστίας του, καθόσον για τη θεμελίωσή του ο ανακόπτων δεν επικαλείται συγκεκριμένο  χρηματικό ποσό, το οποίον συνυπολογίσθηκε στην ένδικη απαίτηση της καθ΄ης η ανακοπή, προερχόμενο από τόκους επί της εισφοράς του ν. 128/1975, ώστε να καταστεί δυνατός ο έλεγχος  του αντίστοιχου χρηματικού κονδυλίου και να επιτευχθεί ενδεχομένως η εν μέρει ακύρωση της διαταγής πληρωμής, δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν πλήττει στο σύνολό της την απαίτηση για την οποία αυτή εκδόθηκε (ΕφΠειρ 401/2015-Εφ Πειρ 627/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ). Και πέραν, όμως, της αοριστίας του ο ως άνω λόγος της ένδικης ανακοπής θα έπρεπε να απορριφθεί  ως μη νόμιμος, διότι η μετακύλιση τα εισφοράς του Ν. 128/1975 στον πιστούχο  είναι νόμιμη, εφόσον έχει συμφωνηθεί, δυνάμει σχετικού όρου (υπ΄ αριθμ 5 όρος) της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσης συμβάσεως στα πλαίσια της γενικής  αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων και, συνακόλουθα,  νόμιμη θα πρέπει να θεωρηθεί και  η σχετική συμφωνία περί υπολογισμού τόκων επί του ποσού του κεφαλαίου της ανωτέρω εισφοράς λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα των τόκων επί του ποσού του κεφαλαίου (ΑΠ 430/2005-ΕφΑθ 3670/2012-ΕφΑθ 5707/2008-ΕφΛαρ 114/2007-ΕφΠατρ 195/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής του ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, διότι αυτή στηρίζεται σε απαίτηση προερχόμενη από σύμβαση προσχωρήσεως, της οποίας οι ρήτρες (Γ.Ο.Σ.) συντάχθηκαν σε προγενέστερο χρόνο, από την αντισυμβαλλομένη τράπεζα, χωρίς να έχει ο ίδιος οποιαδήποτε συμμετοχή στη διαμόρφωση του περιεχομένου τους. Με το προεκτεθέν περιεχόμενο και  ο τελευταίος αυτός λόγος είναι σύμφωνα με τα άρθρα 216 και 585 ΚΠολΔ παντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, καθόσον δεν προσδιορίζει ο ανακόπτων το ύψος του επιπλέον ποσού που διετάχθη να καταβάλει, με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, το οποίο κατά τους ισχυρισμούς του δεν οφείλει στην καθ΄ ης η ανακοπή, ούτως ώστε να μην μπορεί να  προσδιορισθεί επακριβώς το ύψος της απαίτησης της τελευταίας. Αρκείται απλά στο χαρακτηρισμό της συμβάσεως, ως συμβάσεως προσχωρήσεως, που και αληθής  υποτιθέμενος, ουδόλως συνεπάγεται ακυρότητα του ανακοπτόμενου εκτελεστού τίτλου. Επομένως, μετά την απόρριψη και του λόγου αυτού ως απαραδέκτου, πρέπει η ένδικη ανακοπή να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα, λόγω της νίκης της (άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).

Τα δικαστικά, όμως, έξοδα της δίκης θα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των διεπόντων την ένδικη διαφορά κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων, την από 20.7.2016 (αριθ. κατ. δικ. ………/2016) έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 4361/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 6.4.2012 (αριθμ. κατ. δικ. ……/2012) ανακοπής.

Απορρίπτει αυτήν.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα της δίκης μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  31 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής λόγω

μεταθέσεώς της και

αναχωρήσεως από την

Υπηρεσία πριν την

καθαρογραφή, ο

Πρόεδρος του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως του

Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών