Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 240/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΤΙΤΛΩΝ

Αριθμός Απόφασης 240/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 516 §1 του Κ.Πολ.Δ. δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι Εισαγγελείς Πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι. Διάδικοι, συνεπώς, στην κατ’ έφεση δίκη, είναι, μεταξύ άλλων, και ο ενάγων ή ο εναγόμενος, μετά την αγωγή και οι καθολικοί διάδοχοί τους. Η ιδιότητα του διαδίκου, ως ενάγοντος και εναγομένου, προκύπτει αποκλειστικά από την εκκαλούμενη απόφαση, ήτοι όπως δικάστηκαν με αυτή. Ως διάδικοι δηλαδή στην πρωτόδικη δίκη, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, νοούνται οι αντίδικοι του εκκαλούντος, ήτοι του μεν ενάγοντος ο εναγόμενος κλπ., του δε εναγομένου ο ενάγων κλπ. Αν η έφεση ασκείται από πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) ή απευθύνεται κατά προσώπου (φυσικού ή νομικού), που δεν ήταν διάδικος στην εκκαλούμενη απόφαση, η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπάγγελτα (άρθρα 12, 532, 106 και 111 §2 Κ.Πολ.Δ.), για το πρόσωπο, που δεν ήταν διάδικος στην εκκαλούμενη απόφαση (σχετ. Ολ.Α.Π. 11/1992 και ad hoc Μον.Εφ.Αθ. 5281/2018, Μον.Εφ.Θεσ. 423/2018 και Εφ.Αθ. 3136/2007 όλες στην Τ.Ν.Π. “Νόμος”), ακόμη και αν ο μη διάδικος δεσμεύεται από το δεδικασμένο ή την εκτελεστότητα ή τη διαπλαστική ενέργεια της απόφασης (Μον.Εφ.Θεσ. 423/2018 ό.π. και Μιχ. Μαργαρίτης / Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Έκδοση 2η 2018, Τόμος Ι, άρθρο 516 αρ. 2, σελ. 791).

ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, η από 17.10.2016 έφεση της ηττηθείσας ανακόπτουσας – εταιρείας με την επωνυμία “………….”, κατά της οριστικής απόφασης 184/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων και απέρριψε την από 12.5.2010 ανακοπή της, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 15.9.2016, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης …../2016 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……… και η έφεση κατατέθηκε, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών, εφόσον η τελευταία ημέρα ήταν εξαιρετέα – Σάββατο 15.10.2016), στις 17.10.2016 (άρθρα 495, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, ποσού διακοσίων (200) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 §3 εδ. α´ και β´ του Κ.Πολ.Δ. (πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4446/22.12.2016), όπως προκύπτει από τα ……..σειράς Α´ παράβολα του Δημοσίου και τα …….. σειράς Α´ παράβολα του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή ως προς την εκκαλούσα αυτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Αντίθετα, η συνεκκαθαρίστρια – ομόρρυθμη εταίρος της ανακόπτουσας – δεν νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση έφεσης ατομικά, αν και δεσμεύεται από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα της εκκαλουμένης, διότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, δεν ήταν διάδικος στην πρωτοβάθμια δίκη. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως προς αυτήν, ως απαράδεκτη, να μην επιβληθούν όμως δικαστικά έξοδα σε βάρος της, αφού δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα από την εφεσίβλητη. Σημειωτέον ότι παραδεκτά παρίσταται η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας – ανακόπτουσας με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 §2 Κ.Πολ.Δ., εφόσον η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, έστω και αν η τελευταία απόφαση αναφέρει στο διατακτικό της ότι εκδόθηκε ερήμην της ανακόπτουσας. Και τούτο, διότι η εκκαλουμένη εκδόθηκε μετά την έκδοση της απόφασης 2883/2011 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, κατ’ άρθρο 254 του Κ.Πολ.Δ., για τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Κατά την τελευταία αυτή συζήτηση η ανακόπτουσα είχε παρασταθεί νόμιμα και δικάστηκε κατ’ αντιμωλία. Επομένως, αν και η τελευταία δεν παραστάθηκε κατά την ανασυζήτηση της υπόθεσης, οπότε και εκδόθηκε η απόφαση 184/2016 του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, η απόφαση αυτή εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, καθόσον, η ανασυζήτηση, κατ’ άρθρο 254 του Κ.Πολ.Δ., θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης συζήτησης, η δε αρχική και η επαναλαμβανόμενη (συζήτηση) θεωρούνται ως μία, ο δε διάδικος που παραστάθηκε σε κάποια από αυτές δικάζεται κατ’ αντιμωλία (Εφ.Θεσ. 1946/2018, Εφ.Πειρ. 516/2015, Εφ.Πειρ. 275/2014, Εφ.Θεσ. 383/2012 όλες στην Τ.Ν.Π. “Νόμος”, Εφ.Αθ. 1503/2010 Αρμ. 2010, σελ. 1197 και Μιχ. Μαργαρίτης / Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Έκδοση 2η 2018, Τόμος Ι, άρθρο 254 αρ. 8 – 9, σελ. 442).

ΙΙΙ. H ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα – εταιρεία με την επωνυμία “…….”, με την από 12.5.2010 ανακοπή της, που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 632 §1 του Κ.Πολ.Δ., ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, την ακύρωση της διαταγής πληρωμής ……/2010 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 50.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, απαίτηση που προερχόταν από την έκδοση τριών επιταγών. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη 184/2016 οριστική απόφασή του, απέρριψε ως αβάσιμο το λόγο της ανακοπής και επικύρωσε την ως άνω διαταγή πληρωμής. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η ανακόπτουσα με την έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθεί η πιο πάνω διαταγή πληρωμής (…../2010) του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

  1. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι επί της ανακοπής της, εκδόθηκε η απόφαση 2883/2011 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, κατ’ άρθρο 254 Κ.Πολ.Δ. Ότι η εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή, με την από 22.9.2014 κλήση – αίτησή της επανέφερε για συζήτηση την ως άνω ανακοπή και εκδόθηκε η εκκαλουμένη. Ότι η παραπάνω κλήση, δεν της επιδόθηκε νόμιμα (στην έδρα της ή την κατοικία των εκκαθαριστών της) αλλά σε μία δήθεν υπάλληλο της συνεκκαθαρίστριάς της …….., με αποτέλεσμα να μη λάβει γνώση και να μην μπορέσει να παραστεί κατά την ανασυζήτηση αυτής (ανακοπής της). Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις επίδοσης …… και …../15.10.2014 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……., η πιο πάνω από 22.9.2014 κλήση – αίτηση, με κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 3.11.2014, επιδόθηκε νόμιμα και στις δύο συνεκκαθαρίστριες – ομόρρυθμες εταίρους της ανακόπτουσας. Ειδικότερα, επιδόθηκε στην ……, με θυροκόλληση, στην οικία της, επί της οδού …. (…..), στη Σαλαμίνα. Περαιτέρω, και εκ περισσού, η κλήση επιδόθηκε και στην έτερη συνεκκαθαρίστρια της ανακόπτουσας – ……, η οποία δεν βρέθηκε στην επί της οδού ……. κατοικία της, και αφού αναζητήθηκε από τον δικαστικό επιμελητή βρέθηκε στην επί της οδού …… εμπορική της οικία, όπου και επιδόθηκε στην υπάλληλό της, ……..
  2. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθ’ η ανακοπή – εφεσίβλητη, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την από 17.3.2010 αίτησή της ζήτησε, από το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την έκδοση διαταγής πληρωμής, για απαίτησή της, συνολικού ποσού 50.000 ευρώ, σε βάρος της ανακόπτουσας – εκκαλούσας, ως τελευταίας κομίστριας τριών επιταγών, έκδοσής της (εκκαλούσας). Ειδικότερα, επρόκειτο για επιταγές της ……….., με τόπο έκδοσης τη Σαλαμίνα, εις διαταγήν της εταιρείας με την επωνυμία “………..” : α) ……., ημερομηνίας έκδοσης 30.10.2009, ποσού 17.000 ευρώ, β) ……, ημερομηνίας έκδοσης 30.12.2009, ποσού 16.000 ευρώ και γ) ……, ημερομηνίας έκδοσης 20.1.2010, ποσού 17.000 ευρώ. Των επιταγών αυτών η καθ’ ης η ανακοπή κατέστη κομίστρια με αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων λόγω ενεχύρου από την εταιρεία με την επωνυμία “………”, στην οποία είχαν οπισθογραφηθεί από την ως άνω εις διαταγήν δικαιούχο εταιρεία (………..). Οι επιταγές αυτές, όταν εμφανίστηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα από την καθ’ ης η ανακοπή, δεν πληρώθηκαν και σφραγίστηκαν, λόγω ανάκλησής τους χωρίς επαρκές υπόλοιπο, όπως αποδεικνύεται από τις σχετικές βεβαιώσεις της πληρώτριας στα σώματά τους (επιταγών). Κατόπιν τούτων, εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής …./2010 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, σύμφωνα με την οποία η ανακόπτουσα διατασσόταν να καταβάλει στην καθ’ ης το ποσό των 50.000 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Η ανακόπτουσα, με το μοναδικό λόγο της ανακοπής της, τον οποίο επαναφέρει ως λόγο έφεσης, ισχυρίστηκε ότι οι υπογραφές στα σώματα των επιταγών δεν τέθηκαν από τη νόμιμη εκπρόσωπο αυτής αλλά από τον …….., εκπρόσωπο της εις διαταγήν δικαιούχου εταιρείας. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι οι υπό κρίση επιταγές παραδόθηκαν στον τελευταίο, ως θεματοφύλακα, μαζί με άλλες οκτώ, στο πλαίσιο ανάθεσης στην εκπροσωπούμενη απ’ αυτόν εταιρεία (…………), του έργου της σύνταξης μελέτης και υποβολής φακέλου, για την έγκριση επιχορηγούμενης επένδυσης για την κατασκευή αποθήκης καυσίμων στην επιχείρηση της ανακόπτουσας. Ότι όλες οι επιταγές αυτές ήταν συμπληρωμένες ως προς όλα τα στοιχεία τους πλην αυτού της υπογραφής στη θέση του εκδότη. Ότι δόθηκαν στον παραπάνω κατονομαζόμενο πλαστογράφο, με τη συμφωνία πως θα καταστούν απαιτητές μόνο μετά την έγκριση της επενδυτικής της πρότασης και της εκταμίευσης της επιδότησης, σε διαφορετική δε περίπτωση θα έπρεπε να επιστραφούν σ’ αυτήν (ανακόπτουσα). Ότι παρά την ανωτέρω έγγραφη αυτή συμφωνία, ο ……. έθεσε την υπογραφή της νομίμου εκπροσώπου της (ανακόπτουσας) στις επιταγές αυτές και τις μεταβίβασε περαιτέρω. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 2883/2011 μη οριστική απόφασή του, διέταξε, ύστερα από κοινό αίτημα των διαδίκων, τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διευκρινιστεί εάν η υπογραφή στη θέση του εκδότη ανήκε σε κάποια από τις …….. ή ……… ως νόμιμες εκπροσώπους της (ανακόπτουσας). Επειδή όμως δεν επιμελήθηκαν οι διάδικοι για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, η καθ’ ης η ανακοπή, επανέφερε, με την από 22.9.2014 κλήση, την από 12.5.2010 ανακοπή για περαιτέρω συζήτηση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την απόφαση 184/2016, αφού ανακάλεσε την μη οριστική απόφασή του, για τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, απέρριψε την ανακοπή. Στην κρίση του αυτή κατέληξε, στηριζόμενο σε έτερη πραγματογνωμοσύνη, που είχε διαταχθεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, επ’ ευκαιρία άλλης ανακοπής, για διαταγή πληρωμής που είχε εκδοθεί για μία από τις υπόλοιπες οκτώ επιταγές, που επίσης είχαν δοθεί, στο πλαίσιο της ίδιας συμφωνίας της ανακόπτουσας με τον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας …….., . …… Στην αιτιολογία της η εκκαλουμένη ανέφερε ότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε πως οι επίδικες τρεις επιταγές ήταν πλαστές, διότι από την πιο πάνω έκθεση του ορισθέντος γραφολόγου (για την έτερη επιταγή) αναγραφόταν ότι η υπογραφή στη θέση του εκδότη είχε τεθεί χωρίς προσπάθεια απομίμησης, με φυσιολογικό ρυθμό, γεγονός που συνηγορούσε υπέρ της θέσης της υπογραφής από μία από τις νόμιμες εκπρόσωπους της ανακόπτουσας. Και τούτο, σε συνδυασμό με το ότι οι τελευταίες παρέδωσαν στον διορισθέντα γραφολόγο μόνο την πράξη σύστασής της (ανακόπτουσας), καθώς και δείγματα υπογραφών που έθεσαν ενώπιόν του και όχι άλλα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα με υπογραφές τους σε πρωτότυπη μορφή, σε ανύποπτο χρόνο και πλησίον του χρόνου των τεθέντων υπογραφών. Ωστόσο, στην με ημερομηνία 14.2.2010 έκθεση αυτή γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, ο δικαστικός γραφολόγος, …….., αναφέροντας ότι το δειγματικό υλικό δεν ήταν απολύτως κατάλληλο, απέκλεισε την πιθανότητα να τέθηκε η υπογραφή από την εκ των νομίμων εκπροσώπων της ανακόπτουσας, …….., κάτι που δεν έκανε ως προς την έτερη εκπρόσωπο αυτής, ………., για την οποία όμως ανέφερε ότι δεν πρέπει να χαράχθηκε από αυτήν, αλλά από τρίτο άτομο με ελεύθερη απόδοση, δηλαδή χωρίς προσπάθεια απομίμησης. Δηλαδή το πόρισμα της έκθεσης αυτής κατέληξε, έστω και με όχι απόλυτη βεβαιότητα ως προς την ………, ότι η υπογραφή στη θέση του εκδότη δεν έχει τεθεί από τους νόμιμους εκπρόσωπους της ανακόπτουσας. Επιπλέον, και κυρίως με βάση την ίδια έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά, με το 881/2013 βούλευμά του, παρέπεμψε τον ……… στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιά, για τις πράξεις της απάτης και της πλαστογραφίας, από πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με όφελος και αντίστοιχη βλάβη, που υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ. Εξάλλου, στη ……… έχει αποδοθεί το αδίκημα της έκδοσης των ως άνω ακάλυπτων επιταγών, κατ’ εξακολούθηση, το οποίο εκκρεμεί, κατ’ έφεση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, έχει δε αναβληθεί η έκδοση απόφασης, κατ’ άρθρο 59 του Κ.Π.Δ., μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της δίκης για την παραπάνω κακουργηματική πράξη της πλαστογραφίας. Ωστόσο, κατά τη σύνταξη της ίδιας έκθεσης δεν προσκομίστηκαν στον πραγματογνώμονα, με αποτέλεσμα να μη ληφθούν υπόψη από αυτόν, το από 7.4.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό παράδοσης επιταγών και η από 8.4.2009 σύμβαση ανάθεσης έργου, έγγραφα τα οποία υπογράφονται και από τις δύο νόμιμες εκπρόσωπους της ανακόπτουσας, είναι δε πλησίον χρονικά στην υπογραφή και των επίδικων επιταγών. Από τα έγγραφα αυτά και κυρίως από τη από 8.4.2009 σύμβαση ανάθεσης έργου, προκύπτει, μακροσκοπικά, ταύτιση μεταξύ του κεφαλαίου γράμματος “Λ” δίπλα στη μονογραφή της ………., με το κεφαλαίο γράμμα στην υπογραφή που τέθηκε στην ……… επιταγή, η οποία λήφθηκε υπόψη για τη σύνταξη της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, αλλά και μ’ αυτήν των επίδικων επιταγών. Και τούτο, λαμβανομένων υπόψη των παραδοχών του ως άνω γραφολόγου ότι, κατά τη συγκριτική αντιπαραβολή της υπό έλεγχο υπογραφής και των δειγμάτων που έλαβε, διαπίστωσε ομοιότητα ως προς την κλίση δεξιά και την πορεία ανιούσα και σχετική ομοιότητα ως προς τα σπειροειδή μορφώματα, παρότι διαφέρουν στο μέγεθος, καθώς και του ότι η ………, ενώπιον του ως άνω πραγματογνώμονα, υπέγραψε με διαφορετικό τρόπο στο δείγμα γραφής, απ’ αυτόν που υπέγραψε κατά τη σύστασης της ανακόπτουσας. Εξάλλου, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, το Δικαστήριο δεν μπορεί να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση για το αν η τεθείσα υπογραφή, στις επίδικες επιταγές, στη θέση του εκδότη, έχει τεθεί από τις νόμιμες εκπροσώπους της ανακόπτουσας και κυρίως από την .. .. (χρήσιμος θα ήταν ο έλεγχος της υπογραφής στη θέση του εκδότη και στην επιταγή ….. επί της οποίας αποφάνθηκε ο πραγματογνώμονας …… και παραδόθηκαν ταυτόχρονα στον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας “…. …..”). Επειδή δε, για να γίνει αντιληπτό το εν λόγω ζήτημα απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης, το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι είναι αναγκαίο να διαταχθεί η επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης στο ακροατήριο για τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης (άρθρα 254, 368 και 369 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, έτσι ώστε μετά τη συνεκτίμηση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και των λοιπών αποδεικτικών μέσων, να κριθεί εάν είναι εσφαλμένη η απόφαση, που προσβάλλεται με την έφεση και σε περίπτωση βασιμότητας του λόγου της έφεσης, τότε να εξαφανίσει την απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Ολ.Α.Π. 1285/1982 και Α.Π. 755/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “Νόμος”).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 17.10.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2016 έφεση της ……., κατά της απόφασης 184/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Δέχεται τυπικά την από 17.10.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2016 έφεση της εταιρείας με την επωνυμία “. …………”, κατά της απόφασης 184/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Διατάσσει την επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης της έφεσης και τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης.

Διορίζει πραγματογνώμονα τη Δικαστική Γραφολόγο, ………. (…….. Αθήνα, τηλ. … και ……..), που περιέχεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων του Δικαστηρίου, η οποία, αφού δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την επίδοση σ’ αυτήν της παρούσας και λάβει υπόψη της όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, καθώς και όσα έγγραφα θέσουν στη διάθεση της οι διάδικοι, είτε αυτοβούλως, είτε κατόπιν αιτήματός της, θα συντάξει έκθεση, στην οποία θα γνωμοδοτεί αιτιολογημένα περί του εάν η υπογραφή στη θέση του εκδότη των επιταγών της …….. : α) ……., με ημερομηνία έκδοσης 30.10.2009, ποσού 17.000 ευρώ, β) …….., με ημερομηνία έκδοσης 30.12.2009, ποσού 16.000 ευρώ και γ) ………, με ημερομηνία έκδοσης 20.1.2010, ποσού 17.000 ευρώ, με τόπο έκδοσης τη Σαλαμίνα, εις διαταγήν της εταιρείας με την επωνυμία “………”, έχουν υπογραφεί από την . … ή την ……., νόμιμες εκπροσώπους της ανακόπτουσας ή από άλλο πρόσωπο. Προς τούτο η εν λόγω πραγματογνώμονας θα πρέπει να συντάξει σχετική αιτιολογημένη έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, την οποία να καταθέσει, με τα συνοδευτικά αυτής έγγραφα, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την όρκισή της.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 3 Μαΐου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ