Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 233/2019

 Αριθμός     233/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Η κρινόμενη από 12-9-2016 (αρ. καταθ. …../2016) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος ανακόπτοντος κατά της υπ΄ αρ. 313/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία, που ρυθμίζεται από τα άρθρα 632 παρ. 2 εδ. 2 (όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 14 του Ν. 4055/2012), 585 παρ. 1, 643, 591 παρ. 1, 649 και 650 του ΚΠολΔ, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 147, 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τον εκκαλούντα παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ (βλ. τα υπ΄ αρ. ……. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………… παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

Με τις από 10-9-2012 (αρ. καταθ. ../2012, ../2012 και ../2012) τρεις ανακοπές του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και συζητήθηκαν, κατόπιν συνεκδίκασης, στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 1-11-2013, ο ανακόπτων, ήδη εκκαλών, ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ΄ αυτές (ανακοπές) λόγους, α) να ακυρωθούν οι υπ΄ αρ. …/2012, ../2012 και …/2012 διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που  εκδόθηκαν μετά από αίτηση της καθ΄ ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητης, με βάση τις καταγγελθείσες εκ μέρους της (καθ΄ ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητης) συμβάσεις τοκοχρεωλυτικών δανείων και τα προσκομισθέντα από την τελευταία αποσπάσματα της κίνησης των σχετικών τηρούμενων λογαριασμών για οφειλόμενα επιδικασθέντα κατάλοιπα ποσού 175.371,93 ευρώ, 183.810,94 ευρώ και 56.893,75 ευρώ, αντίστοιχα, καθώς και β) να ακυρωθούν και οι σχετικές από 31-7-2012 συγκοινοπούμενες επιταγές προς εκτέλεση, αντίστοιχα, που έχουν συνταχθεί κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου των παραπάνω διαταγών πληρωμής, αντίστοιχα, με τις οποίες επιτάσσεται να καταβάλει συνολικά το ποσό των 180.655,93 ευρώ, 189.334,94 ευρώ και 58.637,75 ευρώ. Επίσης, ο ανακόπτων ζήτησε να καταδικασθεί η καθ΄ ης η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 313/2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω ανακοπές και αφού έκρινε ότι αυτές [ένδικες ανακοπές (στο δικόγραφο των οποίων, όπως επίσης έκρινε, παραδεκτά σωρεύονται, αντίστοιχα, ανακοπές, στηριζόμενες στο άρθρο 632 του KΠολΔ, κατά των υπ΄ αρ. …/2012, …/2012 και …/2012 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ανακοπές, στηριζόμενες στο άρθρο 933 του KΠολΔ, κατά των επιταγών, αντίστοιχα, κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου των ως άνω διαταγών πληρωμής, αντίστοιχα)] ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως, απέρριψε τις συνεκδικαζόμενες ανακοπές κατά το μέρος που στρέφονται  κατά των υπ΄ αρ. …/2012, ../2012 και ../2012  διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικύρωσε τις ως άνω υπ΄ αρ. ../2012, ../2012 και ../2012 διαταγές πληρωμής, δέχθηκε τις συνεδικαζόμενες ανακοπές κατά της εκτέλεσης του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, ακύρωσε τις από 31-7-2012 επιταγές προς πληρωμή, που τέθηκαν κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού των ως άνω υπ΄ αρ. …/2012, ../2012 και …/2012 διαταγών πληρωμής και καταδίκασε την καθ΄ ης στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος, το ύψος των οποίων όρισε στο ποσό των 1.000 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την προαναφερόμενη έφεση ο εν μέρει ηττηθείς ανακόπτων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, ζητεί, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής (έφεσης), να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη ως προς τα κεφάλαια που τον βλάπτουν, προκειμένου να γίνουν δεκτές  οι ανακοπές του ως προς τους λόγους που αφορούν την ακύρωση των υπ΄ αρ. …../2012, …/2012 και …./2012 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η έφεση αυτή είναι ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλει η εφεσίβλητη, καθόσον περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους, ενώ καθορίζονται με πληρότητα τα σφάλματα που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να ερευνήσει το νόμιμο και βάσιμο αυτών.

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (οι οποίοι δεν ζήτησαν την εξέταση μάρτυρά τους, αντίστοιχα), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προαναφέρθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (πρβλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ανακόπτων, ήδη εκκαλών, κατήρτισε με την καθ΄ ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητη, Τράπεζα, την 10-5-2007 την υπ΄ αρ. …./10-5-2007 σύμβαση δανείου για την «βελτίωση – επισκευή κατοικίας» του ακινήτου που βρίσκεται στον Πόρο Τροιζηνίας και στην ειδική θέση …., ποσού 170.000 ευρώ, την 10-5-2007 την υπ΄ αρ. …./10-5-2007 σύμβαση δανείου για την «εξόφληση δανείου άλλης Τράπεζας» του ακινήτου που βρίσκεται στον Πόρο Τροιζηνίας και στην ειδική θέση …, ποσού 180.000 ευρώ και την 5-2-2007 την υπ΄ αρ. …./5-2-2007  σύμβαση δανείου για την «βελτίωση – επισκευή κατοικίας» του ακινήτου που βρίσκεται στον Πόρο Τροιζηνίας και στην ειδική θέση …., ποσού 60.000 ευρώ. Πράγματι τα ως άνω ποσά εκταμιεύτηκαν και συγκεκριμένα το ποσό των 170.000 ευρώ εκταμιεύτηκε και εισπράχθηκε από τον ανακόπτοντα την 30-5-2007 και την 15-1-2008, το ποσό των 180.000 ευρώ την 30-5-2007 και το ποσό των 60.000 ευρώ την 21-2-2007, η  δε αποπληρωμή αυτών συμφωνήθηκε με μηνιαίες δόσεις και συγκεκριμένα σε 360, 360 και 240 δόσεις, αντίστοιχα. Ο ανακόπτων ήταν συνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις προς την καθ΄ ης, όμως, ακολούθως αντιμετώπισε έλλειψη ρευστότητας και δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στις ως άνω υποχρεώσεις του. Η καθ΄ ης η ανακοπή την 5-4-2012 προέβη σε καταγγελία όλων των ανωτέρω δανειακών συμβάσεων, ενώ στη συνέχεια ζήτησε με τις από 3-7-2012 αιτήσεις της και πέτυχε την έκδοση των υπ΄ αρ. …/2012, …/2012 και …../2012, αντίστοιχα, διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι οποίες επιδόθηκαν στον ανακόπτοντα, ήδη εκκαλούντα, την 3-9-2012 συγκοινοποιούμενες παράλληλα και οι σχετικές από 31-7-2012 επιταγές προς εκτέλεση, που έχουν συνταχθεί κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου των παραπάνω διαταγών, αντίστοιχα, με τις οποίες επιτάσσεται ο ανακόπτων, ήδη εκκαλών, να καταβάλει συνολικά το ποσό των 180.655,93 ευρώ, 189.334,94 ευρώ και 58.637,75 ευρώ, αντίστοιχα. Μεταξύ άλλων ενεργειών του, ο ανακόπτων, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τις τρεις ένδικες ανακοπές του κατά των ως άνω διαταγών πληρωμής και των ως άνω επιταγών προς εκτέλεση, αντίστοιχα, με τις οποίες ζήτησε τα προαναφερόμενα.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,  216 παρ. 1 και 2, 217, 583, 585, 632 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ΄ ου η ανακοπή ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 49.424, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003.1297, ΑΠ 758/2002, ΑΠ 309/1999, ΕφΑθ 1587/2013 ΔΕΕ 2013.792, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 2788/2009, ΕφΘεσ 317/2009, Στεφ. Πανταζόπουλου: Η ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής, έκδοση 2001, σελ. 147 με τις εκεί παραπομπές). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με τη διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (πρβλ. ΕφΑθ 227/2012, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327). Ο οφειλέτης δε σε βάρος του οποίου εκδόθηκε δια­ταγή πληρωμής, έχει τη δυνατότητα, να ισχυριστεί και να αποδείξει, με ανακοπή του κατά το άρθρο 632 του ΚΠολΔ, ότι το ποσό της απαίτησης, όπως αυτή προσδιορί­σθηκε από τον δανειστή, δεν είναι το νόμιμο, δηλαδή εκείνο, που προκύπτει ως οφειλόμενο σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του νόμου και περαιτέρω ότι ενόψει των κα­ταβολών που τυχόν επικαλείται δεν οφείλεται κανένα πλέον ποσό ή οφείλεται μικρότε­ρο εκείνου που δηλώνει ο δανειστής. Για τη θεμελίωση του σχετικού λόγου της ανακοπής δεν αρκεί η αμφισβήτηση του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να αναφέρονται όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, σύμφωνα με το νόμο, μικρότερη ή και μηδενική οφειλή (ΑΠ 488/2017, ΑΠ 1670/2014, ΑΠ 1543/2014, ΑΠ 1095/2014). Περαιτέρω κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών», όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 3587/2007, και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση αφού η καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού, οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία αυτή εξαρτάται. Εξάλλου, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ, συνεπεία διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών ΓΟΣ, θεωρουμένων κατ΄ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών, μεταξύ των οποίων και οι υπό στοιχ. ε) όροι που επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποιήσεως ή λύσεως της συμβάσεως χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση. .. ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή… ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή … κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις … κζ) αναστρέφουν το βάρος απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα … λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση. Οι πιο πάνω αναφερόμενες ενδεικτικά περιπτώσεις γενικών όρων θεωρούνται, άνευ ετέρου, από το νόμο ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σ΄ αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στο πλαίσιο επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων εις βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει ένα γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται, ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή, για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί, από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Οι ΓΟΣ, τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 46.793). Ακολούθως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624, 626 παρ. 2 και 3, στοιχ. γ΄, 630 στοιχ. δ΄ και 631 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνον εκτελεστό τίτλο και δεν τυγχάνει δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη πλήρους αιτιολογικού, αρκεί, πλην άλλων στοιχείων, να εμπεριέχει απλώς την αιτία της πληρωμής, δηλαδή να προσδιορίζεται το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία γεννήθηκε η απαίτηση, έστω και συνοπτικά αρκεί να μη δημιουργείται καμία αμφιβολία από ολόκληρο το περιεχόμενό της, ως προς την αιτία της πληρωμής, και δεν είναι ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτή. Επί διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε βάσει οριστικού καταλοίπου από σύμβαση αλληλόχρεου ή ανοικτού λογαριασμού ή σύμβαση εκδόσεως πιστωτικού δελτίου ή δανειακή σύμβαση, που καταρτίσθηκε με Τράπεζα, αρκεί να αναφέρεται συνοπτικά ότι το διατασσόμενο χρηματικό ποσό τυγχάνει το χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτη. Αντίστοιχα, στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής αρκεί να αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής του αποσπάσματος των βιβλίων της Τράπεζας σε έγγραφο αποδείξεως της απαιτήσεως και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιμο ή η καταγγελία της συμβάσεως, το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασμα κινήσεως του λογαριασμού, δίχως να είναι ανάγκη να εμπεριέχονται στο περιεχόμενο της αίτησης τα επιμέρους κονδύλια χρεοπιστώσεων του λογαριασμού κινήσεως, εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού (ΑΠ 1234/2012, ΑΠ 370/2012 ΧΡΙΔ 2012.609, ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 1512/2006). Περαιτέρω η ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια Τράπεζα, που θα προκύψει από τα αποστελλόμενα σ΄ αυτόν μηχανογραφικά εκκαθαριστικά σημειώματα (μηνιαίοι λογαριασμοί) θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της ως Τράπεζας, που τηρούνται με μηχανογραφικό σύστημα, είναι όχι καταχρηστική, αλλά ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή Δικηγόρο και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας Τράπεζας. Στην περίπτωση όμως, των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της Τράπεζας, που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η Τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της (ΑΠ 1094/2006, ΑΠ 1022/2003, ΑΠ 1117/2002). Επομένως, μπορεί να αποτελέσει περιεχόμενο γενικού όρου συναλλαγών (ΓΟΣ) κατά την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 και μάλιστα μονομερώς προδιατυπωμένου από την καθ΄ ης Τράπεζα στη σύμβαση, αφού δεν επηρεάζει το βάρος αποδείξεως, ούτε αποκλείει ή περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα του ανακόπτοντος, ως πιστούχου καταναλωτή, για απόδειξη (ΑΠ 1116/1996 ΕλλΔνη 38.1141, ΑΠ 1468/1995 ΕλλΔνη 38.1573). Το τελευταίο θα ανατρεπόταν μόνο εάν η ανωτέρω συμφωνία συνοδευόταν και από τον επιπρόσθετο όρο, ότι ο ανακόπτων ως πιστούχος δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των αποσπασμάτων. Με βάση λοιπόν τη συμφωνία αυτή, τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας, που διαφορετικά δεν θα είχαν αποδεικτική δύναμη, αποτελούν prima facie αποδεικτικό μέσο (έγγραφο), με βάση το οποίο μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής (άρθρα 623 και 624 του ΚΠολΔ). Συνεπώς, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα, πράγμα που μπορεί να γίνει με ανακοπή, κατά το άρθρο 632 του ΚΠολΔ, όταν εκδόθηκε διαταγή πληρωμής (ΑΠ 430/2005). Η άρνηση όμως εκ μέρους του οφειλέτη της απαιτήσεως είναι αόριστη εάν δεν περιέχει ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ΄ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού, διότι δεν αρκεί η γενική αμφισβήτησή τους (ΑΠ 491/1994 ΕλλΔνη 36.1239, ΕφΑθ 1646/2006, ΕφΑθ 5900/2006). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο των ένδικων ανακοπών, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτών, ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι οι προσβαλλόμενες διαταγές πληρωμής είναι ακυρωτέες, καθόσον εκδόθηκαν επί τη βάσει εν μέρει άκυρων συμβάσεων δανείων στις οποίες αναγκάστηκε (ο ανακόπτων) να προσχωρήσει, αν και περιείχε η καθεμία αυτές, προδιατυπωμένους και αδιαπραγμάτευτους καταχρηστικούς όρους που οδηγούν σε προφανή διατάραξη των ισορροπιών των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών. Ότι ειδικότερα οι όροι σύμφωνα με τους οποίους η καθ΄ ης Τράπεζα έχει τη δυνατότητα να καθορίζει μονομερώς το επιτόκιο, να τον καθιστά χωρίς καμία προηγούμενη όχληση ή προειδοποίηση κατά παράβαση του άρθρου 340 του ΑΚ υπερήμερο οφειλέτη και να επιβαρύνεται με φόρους και πάσης φύσεως έξοδα είναι άκυροι, ως παράνομοι και καταχρηστικοί, καθόσον είναι αντίθετοι στις διατάξεις του ΑΚ και του Ν. 2251/1994. Ακολούθως, γίνεται αναφορά όλως αορίστως στους γενικούς όρους συναλλαγών που συμπεριλαμβάνονται σε διάφορες συμβάσεις με επίκληση άλλων σχετικών δικαστικών αποφάσεων και εν γένει αναφορά στην καταχρηστικότητα του όρου και αντίστοιχα του δικαιώματος των Τραπεζών να προβαίνουν σε ανατοκισμό τόκων και σε διεκδίκηση απαιτήσεων με επιτόκιο ιδιαίτερα υψηλό. Ο λόγος αυτός των ένδικων ανακοπών είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του, καθόσον δεν εκτίθεται το ακριβές περιεχόμενο των προσβαλλόμενων καταχρηστικών όρων των συγκεκριμένων μεταξύ του ανακόπτοντος και της καθ΄ ης η ανακοπή καταρτισθέντων συμβάσεων τοκοχρεολυτικών δανείων, από τις οποίες απορρέουν οι απαιτήσεις της καθ΄ ης βάσει των οποίων και εξεδόθησαν οι προσβαλλόμενες διαταγές πληρωμής, ώστε να ερευνηθεί αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, καθώς και το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη των συμβάσεων και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες αυτών, όπως, επίσης, και εάν οι όροι αυτοί επιβλήθηκαν, χωρίς να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις διαφάνειας και ιδίως χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση του  ανακόπτοντος ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο, αφού ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει, για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Χωρίς αυτά τα στοιχεία δεν μπορεί να ελεγχθεί η καταχρηστικότητα των ανωτέρω όρων ως ΓΟΣ. Συγκεκριμένα δεν εκτίθεται στον ως άνω λόγο των ένδικων ανακοπών η ιστορική βάση εκ της συγκεκριμένης σχέσεως, διαπραγματεύσεως και κατάρτισης των συμβάσεων μεταξύ του ανακόπτοντος και της καθ΄ ης και δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένου κατ΄ άρθρο, αριθμό ή παραγράφου όρου των αναφερόμενων στις ανακοπές συμβάσεων τοκοχρεωλυτικών δανείων που συνήφθησαν μεταξύ των ανωτέρω. Σε κάθε δε περίπτωση η επικαλούμενη ακυρότητα κατά τα ανωτέρω των ως άνω όρων ακόμη και εάν θεωρηθεί νόμιμη, ο ανακόπτων δεν συνδέει την ακυρότητα των ως άνω όρων, με τρόπο σαφή και ορισμένο, με την παράνομη καταβολή κάποιου συγκεκριμένου κονδυλίου του λογαριασμού ή κάποιου ποσού που επιδίκασαν οι ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής, αντίστοιχα. Άλλωστε η ακυρότητα κάποιου όρου της σύμβασης συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου μέρους αυτής και όχι ολόκληρης, εκτός εάν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 του ΑΚ), πράγμα που δεν επικαλείται ο ανακόπτων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε τον ως άνω πρώτο λόγο των ένδικων ανακοπών, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Με το δεύτερο λόγο των ένδικων ανακοπών ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι οι ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής εξεδόθησαν κατά παράβαση του άρθρου 624 του ΚΠολΔ, καθόσον τα χρηματικά ποσά που αναφέρονται σε αυτές δεν είναι ορισμένα και δεν προκύπτει πώς το ύψος τους κινήθηκε στα αιτηθέντα ποσά, διότι τα προσκομισθέντα προς έκδοση των διαταγών πληρωμής αποσπάσματα αφορούν την κίνηση για ορισμένη περίοδο κινήσεως των δανείων, αντίστοιχα, δεν εμφανίζονται όλες οι επιβαρύνσεις που έχουν λάβει χώρα αλλά και οι ανατοκισμοί τόκων, ενώ από την παραπομπή σε διάφορα αποσπάσματα των βιβλίων της καθ΄ ης δεν αποδεικνύονται σαφώς και ορισμένως τα διαταχθέντα ποσά. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ο όρος συμβάσεων, περί της πλήρους αποδεικτικής δύναμης των αποσπασμάτων των βιβλίων της Τράπεζας, είναι έγκυρος ως δικονομική σύμβαση και δεν στερεί τον πιστούχο οφειλέτη από το δικαίωμα ανταποδείξεως ότι κάποια ενέργεια της Τράπεζας δεν δικαιολογείται από τις δανειακές συμβάσεις. Ο όρος αυτός δεν συγκαταλέγεται αυτοδίκαια στις καταχρηστικές ρήτρες του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994 και ιδίως στην περίπτωση κζ΄ αυτού, δεδομένου ότι α) δεν αναστρέφεται το βάρος αποδείξεως, αφού η απόδειξη της οφειλής συντελείται από την Τράπεζα, η οποία εκπληρώνει το σχετικό δικονομικό βάρος (πρβλ. άρθρο 338 παρ. 1 του ΚΠολΔ) με τη χρήση και προσκομιδή του αποδεικτικού μέσου του αποσπάσματος από τα εμπορικά βιβλία της, το οποίο (απόσπασμα) αντλεί την αποδεικτική του δύναμη από τον ως άνω ΓΟΣ και β) δεν αποκλείεται το δικαίωμα ανταποδείξεως εκ μέρους του δανειολήπτη, οπότε θα εισαγόταν πράγματι ανεπίτρεπτος περιορισμός των αποδεικτικών του μέσων, αλλά αντίθετα με τον ως άνω όρο επιτρέπεται. Ωστόσο ο ως άνω λόγος είναι πρωτίστως απορριπτέος, ως απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας αυτού, καθόσον δεν αναφέρεται εάν υπήρχε σχετική συμφωνία μεταξύ τους ότι η οφειλή του ανακόπτοντος προς την πιστώτρια Τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας (Τράπεζας), που τηρούνται με μηχανογραφικό σύστημα, ποια ήταν η περίοδος της κίνησης του λογαριασμού που, κατά τους ισχυρισμούς του ανακόπτοντος, αφορούσε τα προσκομισθέντα προς έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγών πληρωμής  αποσπάσματα, ποιες ακριβώς οι επιβαρύνσεις που έχουν λάβει χώρα από την καθ΄ ης, Τράπεζα, που δεν εμφανίζονται στους λογαριασμούς και ποια εντέλει είναι τα ποσά που περιλαμβάνονται στις προσβαλλόμενες διαταγές πληρωμής και αφορούν ανατοκισμό τόκων, δεδομένου ότι σύμφωνα με προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση των ποσών αλλά απαιτείται για το ορισμένο του σχετικού λόγου οι σχετικοί ισχυρισμοί να ανάγονται στα κατ΄ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού που αμφισβητείται. Στην προκειμένη περίπτωση ουδόλως αναφέρεται ποίων συγκεκριμένων κονδυλίων ζητείται ειδικά η ακύρωση και μέχρι ποιου ποσού, καθώς η επίκληση της ανωτέρω ακυρότητας, για να έχει νομική ωφέλεια, πρέπει να συνδέεται με ακυρότητα κάποιου συγκεκριμένου κονδυλίου που του χρεώθηκε και που, εντέλει, επιδίκασαν οι διαταγές πληρωμής, αντίστοιχα, του οποίου ζητείται ειδικά η ακύρωση ενόψει ότι, μεταξύ άλλων, δεν είναι νόμιμο, επειδή ο ανακόπτων θεωρεί μη νόμιμη τη χρέωση ορισμένων ποσών, να ζητεί την ακύρωση του συνολικού ποσού που επιδίκασαν οι προσβαλλόμενες διαταγές πληρωμής, δηλαδή ακόμα και του κεφαλαίου, που αφορά ποσά που ο ανακόπτων, πράγματι, δεν αμφισβητεί ότι έχει δανειστεί από την καθ΄ ης. Και μάλιστα, τη στιγμή που δεν αναφέρει συγκεκριμένο ποσό, κατά το οποίο ο υπολογισμός της οφειλής από την καθ΄ ης, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, είναι εσφαλμένος, αλλά και σε ποιο ποσό αυτή (οφειλή) ανέρχεται με ορθό υπολογισμό της, χωρίς περαιτέρω να εκθέτει και συγκεκριμένα κονδύλια, με βάση τα οποία θα μπορούσε, με μαθηματικούς υπολογισμούς, να συναχθεί το, κατά τους ισχυρισμούς του, ορθό ύψος της οφειλής του. Σε κάθε δε περίπτωση οι απαιτήσεις της καθ΄ ης δεν μπορούν να θεωρηθούν ανεκκαθάριστες, ώστε να έχει εφαρμογή το άρθρο 624 του ΚΠολΔ, καθώς τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, ήτοι οι επιβαρύνσεις και οι ανατοκισμοί, που κατά τους ισχυρισμούς του ανακόπτοντος, δεν εμφαίνονται στην κίνηση των λογαριασμών, δεν συνιστούν αίρεση ή προθεσμία ούτε εμποδίζουν το ληξιπρόθεσμο της απαίτησης και ο σχετικός λόγος βάλλοντας κατά του ορισμένου και εκκαθαρισμένου της απαίτησης είναι πέραν της αοριστίας και νόμω αβάσιμος, καθώς τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν οδηγούν στην εφαρμογή του επικαλούμενου ως εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, ήτοι του άρθρου 624 του ΚΠολΔ. Αντίθετα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά πλήττοντας ευθέως την απαίτηση μπορούν ανάλογα να θεμελιώσουν την καταχρηστική διακωλυτική της γέννησης μέρους της απαιτήσεως ένσταση ή την καταχρηστική καταλυτική του δικαιώματος ένσταση της μερικής αποσβέσεως του χρέους, οι οποίες, αν αποδειχθούν μπορεί να οδηγήσουν σε μείωση του ποσού της απαιτήσεως και σε μερική ακύρωση της, αντίστοιχης, διαταγής πληρωμής. Πλην όμως, ο ανακόπτων δεν αναφέρει, όπως προαναφέρθηκε, ούτε σε ποίο ποσό, κατά τους ισχυρισμούς του, ανέρχεται το οφειλόμενο κατ΄ αυτόν ποσό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε το δεύτερο λόγο των ένδικων ανακοπών, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 του Ν. 1083/1980, την υπ΄ αρ. 289/1980 (ΦΕΚ Α΄ 269/27-1-1980) απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού, το άρθρο 296 του ΑΚ και τα άρθρα 110, 111 και 112 του ΕισΝΑΚ συνάγεται ότι ο ανατοκισμός των οφειλομένων, σε τραπεζικούς ή άλλους πιστωτικούς οργανισμούς, και ληξιπροθέσμων τόκων, δικαιοπρακτικών ή νομίμων, δεδουλευμένων ή μη, ακόμη δε και τέτοιων επί οριστικού καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού, μπορεί να γίνει από την πρώτη ημέρα της καθυστερήσεως, χωρίς οποιοδήποτε χρονικό ή άλλο περιορισμό, όχι όμως αυτοδικαίως ή με σχετική μονομερή δήλωση του δανειστή, αλλά με σχετική συμφωνία μεταξύ δανειστή και οφειλέτη (ΟλΑΠ 9/1998, ΟλΑΠ 8/1998). Ωστόσο, αλλαγές στην ως άνω ρύθμιση επέφερε ο Ν. 2601/1998, που σύμφωνα με το άρθρο 20 αυτού, άρχισε να ισχύει από τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, δηλαδή από 15-4-1998. Ειδικότερα, στο άρθρο 12 αυτού ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Από την ισχύ του παρόντος νόμου, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ΄ ελάχιστο όριο είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού και το προσωρινό ή οριστικό κατάλοιπο αυτού. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του Εισαγωγικού Νόμου Α.Κ.. Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού, ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του Εισαγωγικού Νόμου αυτού. 2. Υφιστάμενες συμφωνίες περί ανατοκισμού για συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού εξακολουθούν να ισχύουν. Εάν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, γίνεται αυτοδίκαια ανατοκισμός ανά εξάμηνο κατ΄ ελάχιστο όριο…3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και στις οφειλές για καθυστερούμενους τόκους από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων που έχουν καταγγελθεί ή οι εξ αυτών λογαριασμοί έχουν κλείσει από την έναρξη της ισχύος του ν. 1083/1980 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.». Τέλος, κατά την παρ. 7 του ίδιου άρθρου 12 η ισχύς των διατάξεων των προηγουμένων παραγράφων (πλην περιπτώσεων που δεν αφορούν στην προκειμένη περίπτωση), αρχίζει ομοίως από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (15-4-1998), ενώ με το ίδιο άρθρο (παρ. 6) καταργήθηκε ρητώς η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 8 του Ν. 1083/1980. Από τις διατάξεις αυτές συνάγονται τα εξής: Οι τυχόν υφιστάμενες, κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, συμφωνίες περί ανατοκισμού για συμβάσεις δανείου ή πιστώσεως, εξυπηρετούμενης από αλληλόχρεο λογαριασμό, με χορηγό του δανείου ή της πιστώσεως τραπεζικό ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα, εξακολουθούν να ισχύουν. Εάν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, γίνεται αυτοδικαίως ανατοκισμός ανά εξάμηνο κατ΄ ελάχιστο όριο. Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται και στις οφειλές για καθυστερούμενους τόκους από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, εφόσον οι συμβάσεις αυτές έχουν καταγγελθεί ή οι προς εξυπηρέτηση των πιστώσεων αλληλόχρεοι λογαριασμοί έχουν κλείσει στο χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος του προαναφερόμενου Ν. 1083/1980 έως την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Οι ίδιες διατάξεις δεν επηρεάζουν όσα, σχετικώς με τον αντίστοιχο ανατοκισμό, κρίθηκαν από τα Δικαστήρια τελεσιδίκως. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι επί αλληλόχρεου λογαριασμού, όταν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων η συμβαλλόμενη Τράπεζα δικαιούται να απαιτήσει τόκους τόκων κατά τους όρους της συμφωνίας, τόσο κατά τη διάρκεια λειτουργίας της συμβάσεως, όσο και κατά το χρόνο μετά το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού, αλλά περαιτέρω και για το χρόνο μετά την έκδοση δικαστικής αποφάσεως ή διαταγής πληρωμής, γιατί το κατάλοιπο, που αποτελεί απαίτηση της Τράπεζας δεν χάνει, μετά το κλείσιμο του λογαριασμού, αλλά ούτε και μετά την έκδοση της αποφάσεως ή της διαταγής πληρωμής, το χαρακτήρα της τραπεζικής απαιτήσεως, αφού τόσο ο προαναφερόμενος εξουσιοδοτικός νόμος και η παραπάνω απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, όσο και ο νόμος 2601/1998 προβλέπουν τον εκτοκισμό των οφειλομένων στις Τράπεζες τόκων, εφόσον έχουν συμφωνηθεί, χωρίς να κάνουν διάκριση μεταξύ ενεργού συμβάσεως και συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού, που για οποιονδήποτε λόγο έληξε ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό, όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος (ΑΠ 578/2006, ΑΠ 938/2002, ΑΠ 1619/2000). Στην προκειμένη περίπτωση με τους τρίτο και τέταρτο λόγους των ένδικων ανακοπών ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι κατά παράβαση του άρθρου 623 του ΚΠολΔ εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες διαταγές πληρωμής με τις οποίες επιτάσσεται να καταβάλει τα αναφερόμενα σε αυτές ποσά, χωρίς ωστόσο, τα οφειλόμενα ποσά να προκύπτουν από έγκυρη δανειοδότηση, αφού οι συναφθείσες συμβάσεις δανείων είναι άκυρες ως προϊόντα ενσωματωμένων κονδυλίων προερχόμενων από αλλεπάλληλους ανατοκισμούς τόκων, γεγονός που καθιστά ακυρωτέες τις προσβαλλόμενες διαταγές πληρωμής στις οποίες επιπλέον δεν προσδιορίζεται και δεν αιτιολογείται πώς τα αιτηθέντα ποσά ανήλθαν στα οφειλόμενα. Με τους δε πέμπτο και έκτο λόγους των ανακοπών ο ανακόπτων ισχυρίσθηκε ότι παρανόμως επιβλήθηκε ανατοκισμός τόκων υπερημερίας μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού και επιτάχθηκε ανατοκισμός τόκων. Οι λόγοι αυτοί των ανακοπών κρίνονται απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι, λόγω της αοριστίας τους, καθόσον ο ανακόπτων δεν αναφέρει, κατά τρόπο σαφές και ορισμένο, κάνοντας μνεία σε σχετικό άρθρο ή σε συγκεκριμένο κατ΄ αριθμό όρο των σχετικών συμβάσεων, την ύπαρξη ή μη συμφωνίας μεταξύ του ιδίου και της καθ΄ ης περί ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας, λαμβανομένου υπόψη ότι όταν υπάρχει τέτοια συμφωνία, οι τόκοι ανατοκίζονται κατά τους όρους αυτής, και επομένως υφισταμένης τέτοιας συμφωνίας περί ανατοκισμού των τόκων ορθώς η διαταγή πληρωμής επιδικάζει ανατοκισμό. Επιπλέον ουδόλως αναφέρει, κατά τρόπο σαφές και ορισμένο, τι ακριβώς συμφωνήθηκε και υπογράφηκε μεταξύ τους και ειδικότερα εάν συμφωνήθηκε ο (κατ΄ ελάχιστο όριο ανά εξάμηνο) ανατοκισμός των τόκων υπερημερίας και μετά την καταγγελία της δανειακής σύμβασης. Περαιτέρω, ο ανακόπτων αμφισβητεί και πάλι γενικά και αόριστα την ακυρότητα των επίδικων συμβάσεων και το σε βάρος του χρεωστικό υπόλοιπο από αυτές χωρίς να έχει προβεί σε υπολογισμό και να προσδιορίζει ποιο είναι το ποσό, που επιδικάσθηκε παράνομα από ανατοκισμούς τόκων. Ουδόλως δε αναφέρεται ποιο το συμφωνηθέν επιτόκιο, ποια ποσά των τόκων επιδικάστηκαν με επιτόκιο που να αναπροσαρμόστηκε μη συννόμως μονομερώς από την καθ΄ ης σε συσχετισμό με το κεφάλαιο και για ποια χρονική περίοδο, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να προβεί σε έλεγχο αυτών (λόγων) και σε περίπτωση ουσιαστικής παραδοχής τους να ακυρώσει τις ως άνω πληττόμενες διαταγές πληρωμής κατά το υπερβάλλον ποσό των παράνομων τόκων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων δεν προέβη σε σαφή, επαρκή και συγκεκριμένη εξειδίκευση των περιστατικών που είναι παραγωγικά του ανωτέρω ισχυρισμού του, ως προς τους κρινόμενους λόγους της ανακοπής του, καθόσον δεν προσδιορίζει, ποιο ήταν το ύψος του ανατοκισμού τόκων υπερημερίας μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, ποια είναι τα συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα (ακριβείς ημερολογιακές αναφορές), για τα οποία η καθ΄ ης υπολόγισε τους τόκους αντίθετα από τα συμφωνηθέντα (έναρξη και λήξη), ποια ποσά αποτελούν κεφάλαιο και ποια τόκοι, ποιο το ύψος του ανατοκισμού τόκων υπερημερίας και ποιος ακριβώς ο τόκος υπερημερίας βάσει του οποίου, κατά τους ισχυρισμούς του, έπρεπε να υποχρεωθεί να καταβάλει με τις προσβαλλόμενες διαταγές πληρωμής, ποιου συγκεκριμένου κονδυλίου ζητείται ειδικά η ακύρωση και μέχρι ποιου συγκεκριμένου ποσού, καθώς η εν γένει επίκληση της μη νομιμότητας των επιδικασθέντων ποσών, για να έχει νομική ωφέλεια, πρέπει να συνδέεται με ακυρότητα κάποιου συγκεκριμένου κονδυλίου, που επιδίκασαν οι διαταγές πληρωμής, του οποίου ζητείται ειδικά η ακύρωση και δεν αρκεί κατά τα ανωτέρω να αμφισβητεί ο ανακόπτων γενικά και αόριστα το σε βάρος του χρεωστικό υπόλοιπο ή τους επιβληθέντες τόκους, χωρίς να έχει προβεί σε υπολογισμό και να προσδιορίζει ποιο είναι ακριβώς το ποσό, που επιδικάσθηκε παράνομα. Ειδικά όσον αφορά τους πέμπτο και έκτο λόγους των ανακοπών, αυτοί είναι απορριπτέοι, καθόσον, εκτός των ανωτέρω, δεν αμφισβητείται συγκεκριμένο κονδύλιο της απαίτησης και για συγκεκριμένους λόγους, ούτε αναφέρεται ποιο είναι, κατά τους ισχυρισμούς του ανακόπτοντος, το ποσό το οποίο ο ίδιος οφείλει και εάν αυτό το ποσό διαφοροποιείται από τα επιδικασθέντα με τις προσβαλλόμενες διαταγές πληρωμής ποσά, ούτε προσδιορίζεται η έλλειψη κάποιας ουσιαστικής ή διαδικαστικής προϋπόθεσης που να δικαιολογεί την ακύρωση των προσβαλλόμενων διαταγών πληρωμής, καθόσον οι λόγοι αυτοί δεν εμπίπτουν σε καμιά από τις ως άνω περιπτώσεις, δηλαδή είτε αμφισβήτησης της συνδρομής μιας ή περισσοτέρων τυπικών προϋποθέσεων της έγκυρης έκδοσης των ανακοπτομένων διαταγών πληρωμής, είτε αμφισβήτησης της απαίτησης. Εξάλλου, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων που προσβάλλονται είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο, όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη της παρούσας, ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού των προσβαλλόμενων διαταγών πληρωμής, οι οποίες αποτελούνται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτές στο σύνολό τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε τους τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έκτο λόγους των ένδικων ανακοπών, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Εξάλλου, η αοριστία όσων λόγων απορρίφθηκαν ως αόριστοι δεν μπορεί να θεραπευτεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή δικόγραφα ή με διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια και απέρριψε τις ένδικες ανακοπές (του άρθρου 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ) κατά των υπ΄ αρ. …/2012, …./2012 και …../2012 διαταγών  πληρωμής, ορθά έκρινε κατά τα προαναφερόμενα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, το Δικαστήριο, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, συνολικού ποσού 200 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με τα υπ΄ αρ. ……. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και . ……. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, και να καταδικασθεί ο εκκαλών, επίσης λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 12-9-2016 (αρ. καταθ. …/2016) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 313/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία, που ρυθμίζεται από τα άρθρα 632 παρ. 2 εδ. 2 (όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 14 του Ν. 4055/2012), 585 παρ. 1, 643, 591 παρ. 1, 649 και 650 του ΚΠολΔ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, συνολικού ποσού 200 ευρώ, που κατατέθηκε με τα υπ΄ αρ. …/2016 και …/2016 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………./2016 παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 400 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 30 Απριλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ