Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 238/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός: 238/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η φερόμενη μετ’ αναβολή από τη δικάσιμο της 19.4.2018, από 22.11.2017 (με Γ.Α.Κ. …../2017 και Ε.Α.Κ. …./2017 στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά) έφεση της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….. ..» κατά της 3125/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών την από 26.10.2015 (με Γ.Α.Κ. …./2015 και με αριθμό κατάθεσης …../2015) αγωγή του εφεσίβλητου …….. κατά εκείνης και τη δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν, έχει  ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 23.10.2017 (βλ. σχετικά τη σημείωση στο σώμα της εκκαλουμένης από τη δικαστική επιμελήτρια στο Πρωτοδικείο της Αθήνας …. ., που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα) και αυτή άσκησε την έφεσή της στις 22.11.2017. Συνεπώς, η εν λόγω έφεση που εισάγεται αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της με την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ), κατά την οποία δικάσθηκε στον πρώτο βαθμό.

Με την ως άνω από 26.10.2015 αγωγή του ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος υποστήριξε ότι έχοντας προϋπηρεσία στον ίδιο εργοδότη από τον Σεπτέμβριο του 2006 έως τον Απρίλιο του 2008 και όντας έγγαμος με δύο ανήλικα τέκνα, προσλήφθηκε από την εναγόμενη εταιρία στην τότε έδρα της στον ………., με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργασθεί ως οδηγός σε φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης άνω των 38 τόνων, έναντι συμφωνημένου μισθού 1.569,95 ευρώ μικτά, με απασχόληση έξι ημερών την εβδομάδα από Δευτέρα έως Σάββατο. Ότι εργάσθηκε στην παραπάνω επιχείρηση μέχρι την 29.4.2015, όταν η εναγόμενη τον απέλυσε χωρίς να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση και χωρίς να τηρήσει τον έγγραφο τύπο. Ότι αρχικά οδηγούσε το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …….. Δ.Χ.Φ. όχημα και στη συνέχεια, από τον μήνα Οκτώβριο του 2011, όπως σχετικώς διόρθωσε την αγωγή του με τις προτάσεις του, το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …… Δ.Χ.Φ. όχημα, εργαζόμενος πλέον των οκτώ ωρών ημερησίως, όπως για κάθε ημέρα αναλυτικά προσδιορίζονται οι ώρες παροχής εργασίας στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι η εναγόμενη από τον Οκτώβριο του έτους 2010 έως και τον Απρίλιο του έτους 2015 δεν του κατέβαλε αμοιβή για υπερεργασία, για κατ’ εξαίρεση (παράνομες) υπερωρίες, αμοιβή νυκτερινής εργασίας και για εργασία κατά την ημέρα της Κυριακής, ενώ περαιτέρω δεν του κατέβαλε την αποζημίωση αδείας που αντιστοιχεί στα έτη από 2010 έως 2014 και την αποζημίωση απόλυσης, το δε σύνολο των απαιτήσεών του για τις ανωτέρω αιτίες ανέρχεται στο ποσό των 101.896,43 ευρώ. Ζητούσε, λοιπόν, όπως παραδεκτά περιόρισε το αρχικά καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του σε εν μέρει αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει για τις αιτίες αυτές συμμέτρως το ποσό των 20.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι του οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 81.896,43 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, δεχόμενο εν μέρει και την ένσταση που πρόβαλε η εναγόμενη για συμψηφισμό των αξιώσεων του μισθωτού για υπερεργασία, νυκτερινή και κυριακάτικη εργασία στις υπέρτερες του νόμιμου συμβατικές αποδοχές του και αφενός υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 17.124,44 ευρώ νομιμοτόκως από την 28.10.2015, χωρίς την κήρυξη προσωρινής εκτελεστότητας, αφετέρου αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 35.786,29 ευρώ νομιμοτόκως από την 28.10.2015. Στην κρίση του σχετικά με τις καθ’ ημέρα ακριβείς ώρες παροχής εργασίας του ενάγοντος και την υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου, το Δικαστήριο στηρίχθηκε κυρίως στις φωτοτυπίες των ταχογράφων των με αριθμούς κυκλοφορίας …. και …… φορτηγών δημοσίας χρήσεως που προσκόμισε ο ενάγων για την επίδικη χρονική περίοδο, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της εναγόμενης περί πλαστότητας των σχετικών εγγράφων με την αιτιολογία  ότι «…Ωστόσο, ο ισχυρισμός περί πλαστότητας δεν είναι πειστικός δεδομένου ότι η ίδια δεν προσκομίζει πρωτότυπους ταχογράφους που οπωσδήποτε έχει λάβει στην κατοχή της κατά τη διάρκεια εργασίας του ενάγοντα, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός της ότι ο ενάγων κράτησε τους πρωτότυπους ταχογράφους παρανόμως στην κατοχή του δεν τυγχάνει αληθής αφού η εναγόμενη ουδέποτε από το έτος 2010 έως την επίκλησή τους από τον ενάγοντα κατά την ημερομηνία της δικασίμου αναζήτησε από αυτόν τα φερόμενα ως υφιστάμενα υπό την κατοχή του πρωτότυπα έγγραφα ταχογράφων, ώστε η το πρώτον επίκληση του ότι ο ενάγων υπεξαίρεσε τους ταχογράφους τη δεδομένη στιγμή της ημερομηνίας της εκδίκασης της υποθέσεως δικασίμου να τυγχάνει προσχηματική προκειμένου να αποτρέψει την αξιολόγησή τους από το Δικαστήριο κατά το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης».

Με την έφεσή της, η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της 3125/2017 οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προκειμένου να απορριφθεί η από 26.10.2015 αγωγή του εφεσίβλητου.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 523 § 1 ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, και αν ακόμη αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με το άρθρο 552 ΚΠολΔ., προκύπτει, ότι η άσκηση της αντεφέσεως, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να αφορά τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση, ή τα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα, δηλαδή το περιεχόμενο τους πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκηση της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολο της η υπόθεση στο Εφετείο, αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα με την έφεση όρια (ΑΠ 212/2006 στη Νόμος, ΕφΛαμ 212/2009, ΕφΑΘ 4561/2003 στη Νόμος, ΕφΛαρ 102/2004 Δικογρ 2004,319, ΕφΘεσ 13/1993 ΕλλΔνη 1994.645, ΕφΑΘ 9349/1986 ΕλλΔνη 1989.327). Ως κεφάλαια κατά την έννοια του άρθρου 523 § 1 Κ.Πολ.Δ., θεωρούνται εκείνα που ανάγονται σε αυτοτελείς αιτήσεις για παροχή προστασίας, ενώ συνέχονται με εκείνα που έχουν εκκληθεί όσα α) αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κυρίας απαίτησης, β) αποτελούν προκριματικό ζήτημα της παραδοχής της έννομης προστασίας, γ) όταν οι διατάξεις της εκκαλούμενης έχουν τέτοια συνάφεια προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, ώστε η επ’ αυτών διαφορετική κρίση του δικαστηρίου να επηρεάζει την κρίση και στα κεφάλαια που έχουν εκκληθεί με την έφεση και δ) πηγάζουν από την ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΑΠ 212/2006, ΑΠ 1396/2002, ΑΠ 317/2002 στη Νόμος, ΕφΑθ 2557/2011 ΕφΑΔ 2011, σελ. 1070 Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. Ε` 2003 παρ. 617). Όταν το εκκληθέν με την έφεση του εναγόμενου κεφάλαιο της πρωτοβάθμιας απόφασης αφορά αξίωση της αγωγής η οποία έγινε μερικά δεκτή και απορρίφθηκε κατά το υπόλοιπο, μεταβιβάζεται ολόκληρο το κεφάλαιο αδιαιρέτως στο Εφετείο, τούτο, όμως, μπορεί να το εξετάσει μόνο κατά το μέρος που πλήττεται με έφεση ή αντέφεση (ΑΠ 496/2010 Νόμος). Όταν δε με την έφεση του ο εναγόμενος παραπονείται ότι εσφαλμένως έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, ενώ έπρεπε να απορριφθεί ολοσχερώς, τότε χωρεί αντέφεση του ενάγοντος, με την οποία παραπονείται για το απορριφθέν μέρος αυτής (ΑΠ 151/1976, ΝοΒ 1976.693, ΕφΔυτΜακ 62/2011 Αρμ 2012, 1082, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 1993, παρ. 617, σελ. 199,) (βλ. ΜονΠρΘεσσαλ 18581/2017 στη Νόμος, πρβλ ΜονΕφΠειρ 371/2016, 376/2016). Επομένως, κάθε κεφάλαιο της εκκαλουμένης αποφάσεως αντιστοιχεί σε μία αυτοτελή αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στα πλαίσια της αυτής διαφοράς) αλλά και εκκρεμοδικία (ΑΠ 1449/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 842/2010, ΕΠολΔ 2010/861, ΑΠ 798/2010, ΕΠολΔ 2010/862, ΑΠ 174/2010, ΔΕΕ 2010/919, ΑΠ 173/2010, ΧρΙΔ 2011/180, ΑΠ 925/1991, ΝοΒ 1992/550). Τέτοιο αυτοτελές αντικείμενο δίκης δημιουργεί λ.χ. η ανταγωγή (ΑΠ 672/1993, Δνη 1994/1271 = ΕΕΝ 1994/441, ΕφΔωδ. 37/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, όχι όμως και οι ενστάσεις, οι οποίες λόγω ακριβώς του αμυντικού τους χαρακτήρα, δεν εισάγουν ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης ούτε διευρύνουν το αρχικό, δεν παρέχουν αυτοτελή έννομη προστασία και δεν ιδρύουν ιδιαίτερο κεφάλαιο, διάφορο εκείνου που διαγιγνώσκει την αγωγική αξίωση (ΑΠ 76/2015, στη Νόμος, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, § 112, αρ. 86, σελ. 181). Για το λόγο αυτό η δικαστική διάγνωση του παραδεκτού και της βασιμότητας της ενστάσεως εμπεριέχεται στη διάγνωση του κυρίου αντικειμένου της δίκης (Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1190 επομ., σελ. 310). Τούτο έχει ως αποτέλεσμα στο ίδιο κεφάλαιο της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αποφαίνεται περί του παραδεκτού και της βασιμότητας του αυτοτελούς αιτήματος παροχής έννομης προστασίας να συμπεριλαμβάνεται και η κρίση του δικαστηρίου περί του παραδεκτού και της βασιμότητας και οποιασδήποτε ενστάσεως, που προβλήθηκε ως άμυνα κατά του αιτήματος αυτού (ΑΠ 249/2016, ΑΠ 1543/2007, αμφότερες σε Νόμος). Έτσι, η έφεση και η αντέφεση πλήττουν το ίδιο κεφάλαιο της εκκληθείσας αποφάσεως όταν με αυτές προσβάλλονται αντιστοίχως η ολική ή μερική παραδοχή της αγωγής και αντιστοίχως η απόρριψη ή η παραδοχή των ενστάσεων γενικώς (Β. Ρήγας, Ζητήματα εκ του δικαίου της εφέσεως, σε Δνη 39/749 επομ. [752]), αδιαφόρως δηλαδή αν πρόκειται για ενστάσεις καταχρηστικές (όπως λ.χ. η από το άρθρο 300 ΑΚ ένσταση συντρέχοντος πταίσματος ή η από το άρθρο 416 ΑΚ ένσταση εξοφλήσεως της επίδικης οφειλής) είτε γνήσιες, στηριζόμενες δηλαδή σε δικαίωμα του ουσιαστικού δικαίου, δυνάμενο να ασκηθεί και με αγωγή, αυτοτελείς (όπως λ.χ. η από το άρθρο 272 § 1 ΑΚ ένσταση παραγραφής) ή μη αυτοτελείς (όπως λ.χ. η από το άρθρο 325 ΑΚ ένσταση επισχέσεως), αφού η πρόταση καμιάς από αυτές δεν επιφέρει εκκρεμοδικία (Γ. Νικολόπουλος, Η έννοια και η λειτουργία της ενστάσεως στο αστικό δικονομικό δίκαιο, 1987, σελ. 162, όπου και κατηγοριοποίηση των ενστάσεων σε σελ. 67 επομ.). Κατ’ εξαίρεση, ξεχωριστό κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης αποτελεί η απόφανσή της επί προταθείσας ενστάσεως συμψηφισμού (ΑΠ 76/2015, ο.π., Ν. Νίκας, ο.π., Κ. Μακρίδου, ο.π., σελ. 118 επομ., Αγ. Μπακόπουλος, Οι εξουσίες του εφετείου μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, σε Δνη 1989/264 επομ. [271], Ε. Ρίκος, Τα όρια της μεταβιβάσεως, σε Δνη 1985/181 επομ.) ως προς την ανταπαίτηση που προτάθηκε σε συμψηφισμό (βλ. και Κ. Παπαδόπουλου, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ, 1997, § 190, σελ. 335), δεδομένου ότι, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 221 § 2 ΚΠολΔ, η πρόταση της ένστασης συμψηφισμού συνεπάγεται εκκρεμοδικία, υπό την έννοια ότι η ανταπαίτηση που θεμελιώνει τον συμψηφισμό καθίσταται έκτοτε εκκρεμής και, συνεπώς, κρίνεται και αυτή ως κύριο ζήτημα στη δίκη, στο πλαίσιο της οποίας ο συμψηφισμός προτάθηκε (Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένον κατά τον ΚΠολΔ, 2007, σελ. 144 επομ., 436 επομ.). Επομένως, επί εφέσεως που δεν πλήττει το σχετικό με την παραδοχή ή την απόρριψη της ένστασης συμψηφισμού, που προβλήθηκε πρωτοδίκως, κεφάλαιο, η εκ μέρους του εφεσίβλητου προσβολή του σχετικού, ιδιαιτέρου, κεφαλαίου της εκκαλουμένης με αντέφεση προϋποθέτει το χαρακτηρισμό του κεφαλαίου αυτού ως αναγκαίως συνεχομένου με το εκκληθέν με το εφετήριο κεφάλαιο (Β. Βαθρακοκοίλης, ο.π., Κ. Μακρίδου, ο.π., σελ. 17). Αναγκαία συνοχή με τα κεφάλαια της απόφασης που εφεσιβλήθηκαν εμφανίζουν όσα από τα λοιπά κεφάλαιά της παρουσιάζουν προς τα πρώτα στενή συνάφεια είτε διότι βρίσκονται σε σχέση προδικαστικότητας προς αυτά, δηλαδή αφορούν προκριματικά για την παραδοχή τους ζητήματα είτε διότι έχουν ως αντικείμενο δικαιώματα που απορρέουν από την ίδια ιστορική αιτία κατά την εξέλιξη της αυτής έννομης σχέσης, οπότε και δημιουργείται κίνδυνος αντίθετων ή απλώς ασύμβατων αποφάσεων, αν η κρίση περιορισθεί μόνο στα εκκληθέντα κεφάλαια και συμβεί αυτή να είναι αντίθετη προς την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς τα λοιπά απρόσβλητα κεφάλαια της απόφασής του (ΑΠ 249/2016, ο.π., ΑΠ 978/2014, ο.π., ΑΠ 684/2013, ΧρΙΔ 2013/696, ΑΠ 697/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και ΟλΑΠ 10/2015, ΧρΙΔ 2015/574, Αγ. Μπακόπουλου, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, σε Δνη 1992/1137 επομ. [1144]). Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω η αντέφεση του εφεσιβλήτου – ενάγοντος, με την οποία διαμαρτύρεται επειδή η αγωγή του έγινε εν μέρει μόνον δεκτή, συνεπεία εσφαλμένης παραδοχής ως και ουσιαστικά βάσιμης ένστασης συμψηφισμού που πρότεινε πρωτοδίκως ο εκκαλών – εναγόμενος, συνέχεται πάντοτε αναγκαίως με την έφεση, εφόσον, αλλά μόνον τότε, όταν με αυτή την τελευταία πλήττεται η πρωτοβάθμια κρίση για νομικό ή πραγματικό σφάλμα ως προς την διάγνωση της ύπαρξης και του ύψους της αγωγικής απαίτησης κατά της οποίας έγινε δεκτός ο συμψηφισμός (έτσι ΜονΕφΠειρ 369/2016 στη Νόμος). Εξάλλου, η ένσταση με την οποία ο εναγόμενος εργοδότης υποστηρίζει ότι είχε συμφωνηθεί με τον ενάγοντα εργαζόμενο να του καταβάλλει υψηλότερο του νομίμου μηνιαίο μισθό με τη συμφωνία να συμψηφίζονται οι τυχόν απαιτήσεις του μισθωτού για αμοιβή λόγω υπέρβασης του νόμιμου ωραρίου εργασίας του με το μέρος των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών που υπερβαίνει το νόμιμο μισθό δεν συνιστά κατ’ ακριβολογία ένσταση συμψηφισμού, δεδομένου ότι και να μην παρασχεθεί καθ’ υπέρβαση του νομίμου ωραρίου εργασία από τον μισθωτό, ο εργοδότης δεν έχει ανταπαίτηση να λάβει τη διαφορά του συμβατικού από το νόμιμο μισθό, αλλά ένσταση καταλογισμού.

Στην προκειμένη περίπτωση ο εφεσίβλητος άσκησε μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση εκ μέρους του αυτοτελούς έφεσης κατά της εκκαλουμένης, την από 2.4.2018 (με Γ.Α.Κ. …../2018 και Ε.Α.Κ. …../2018) αντέφεση κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επέδωσε αυτή στην εκκαλούσα στις 4.4.2018 (βλ. τη σχετική σημείωση της ίδιας ως άνω επιμελήτριας …….. στο σώμα της αντέφεσης που προσκομίζει σε αντίγραφο η αντεφεσίβλητη), ορίσθηκε δε δικάσιμος αρχικά η 19.4.2018 και μετ’ αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος της 6.12.2018. Η εν λόγω αντέφεση αρμοδίως κατά τα άρθρα 19 και 523 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και πρέπει να συνεκδικασθεί με την ως άνω έφεση της αντεφεσίβλητης λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και  προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης από τη διεξαγωγή μίας δίκης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 523, 524 παρ.1 και 591 παρ.1 του ΚΠολΔ, με την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών που εφαρμόσθηκε στον πρώτο βαθμό κατ’ άρθρο 591 παρ.7 του ίδιου Κώδικα. Η αντέφεση έχει ασκηθεί νόμιμα κι εμπρόθεσμα καθώς η προθεσμία των τριάντα ημερών που προβλέπει το άρθρο 523 παρ.2 ΚΠολΔ για την επίδοσή της στον εκκαλούντα υπολογίζεται σε σχέση με τη δικάσιμο που έγινε πράγματι η συζήτηση της υπόθεσης (βλ. Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδοση 2018, σελ. 832, παρ.25). Επομένως, η αντέφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί και αυτή ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Με την αντέφεσή του ο αντεκκαλών πλήττει την εκκαλούμενη απόφαση: α) γιατί κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων και με εσφαλμένη εφαρμογή των διδαγμάτων της κοινής πείρας και του νόμου έγινε δεκτό ότι είχε συμφωνηθεί προφορικά μεταξύ των μερών ότι το υπέρτερο των νόμιμων αποδοχών ποσό θα καταλογιζόταν στην οφειλόμενη στο μισθωτό αμοιβή για υπερεργασία, υπερωρία και αμοιβή για την εργασία κατά την ημέρα της Κυριακής και κατά τη νύχτα και έτσι επιδικάσθηκε στον ενάγοντα μικρότερο ποσό από αυτό που ζητούσε για τις παραπάνω αιτίες, β) επειδή η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 του ν. 2112/1920 και δεν συμπεριέλαβε κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης που οφείλεται στον ενάγοντα τα ποσά που έλαβε αυτός κατά τον τελευταίο μήνα απασχόλησής του για υπερεργασία, υπερωριακή απασχόληση, εργασία κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, καθώς και την αναλογία για τα επιδόματα εορτών και αδείας και γ) διότι η εκκαλούμενη κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε το αίτημά του για επιδίκαση αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση κατά το διάστημα από τον Μάιο του 2011 έως τον Σεπτέμβριο του 2011.

Η αντεφεσίβλητη με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ζητά να απορριφθούν ως απαράδεκτοι οι πρώτος και τρίτος λόγοι της αντέφεσης, καθότι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 523 παρ.1 του ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα, σχετικά με τον πρώτο λόγο αντέφεσης υποστηρίζει ότι πλήττει κεφάλαιο της αγωγής που δεν έχει εκκληθεί με την έφεση, καθώς η εκκαλούσα προσέβαλε αποκλειστικά και μόνο το κεφάλαιο της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που αφορά στην δήθεν υπερωριακή απασχόληση του μισθωτού. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει αβάσιμος, αφού από την ανάγνωση της ένδικης εφέσεως προκύπτει ότι η εκκαλούσα ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η από 26.10.2015 αγωγή του εφεσίβλητου-αντεκκαλούντος, δηλαδή και ως προς τα κονδύλια για αμοιβή υπερεργασίας, νυκτερινής και κατά την Κυριακή εργασίας που επιδικάσθηκαν στον ενάγοντα. Επιπλέον, η ένσταση συμψηφισμού- ορθότερα καταλογισμού, την οποία πρόβαλε η εναγόμενη και που έγινε δεκτή κατά τα ανωτέρω από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς τις οφειλόμενες στον ενάγοντα αμοιβές για υπερεργασία, νυκτερινή και κυριακάτικη εργασία στο υπερβάλλον ποσό των συμβατικών αποδοχών που λάμβανε σε σχέση με τις νόμιμες αποδοχές, συνιστά συνεχόμενο κεφάλαιο με τα αντίστοιχα εκκληθέντα κεφάλαια των παραπάνω αμοιβών, στα οποία καταλογίσθηκε πρωτοδίκως η ανωτέρω διαφορά, με αποτέλεσμα αυτά να επιδικασθούν μειωμένα. Επομένως, παραδεκτά παραπονείται με την αντέφεση για τα συμψηφισθέντα ποσά ο αντεκκαλών-εφεσίβλητος. Επίσης, σε ό,τι αφορά τον τρίτο λόγο αντέφεσης, η αντεφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι απαραδέκτως ο αντεκκαλών πλήττει την εκκαλούμενη για την απόρριψη του αιτήματός του προς επιδίκαση αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης και υπερεργασίας για το διάστημα από τον Μάιο του 2011 έως τον Σεπτέμβριο του 2011, καθόσον εκείνη δεν συμπεριέλαβε στα εκκληθέντα κεφάλαια της έφεσής της τα εν λόγω κονδύλια, ούτε αυτά αποτελούν αναγκαίως συνεχόμενο κεφάλαιο με εκείνα της υπερεργασίας και υπερωρίας της εκκαλουμένης, τα οποία προσέβαλε η αντεφεσίβλητη με την έφεσή της. Ο εν λόγω ισχυρισμός τυγχάνει νόμω αβάσιμος. Τα αιτούμενα με την αγωγή ποσά για παράνομη υπερωρία συνιστούν ενιαίο κεφάλαιο, όπως ενιαίο κεφάλαιο συνιστούν τα αιτούμενα ποσά αμοιβής για υπερεργασία καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα. Όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη και αφού η εναγόμενη με την έφεσή της παραπονείται ότι εσφαλμένως έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή για τα σχετικά κεφάλαια, ενώ έπρεπε να απορριφθεί ολοσχερώς, τότε χωρεί αντέφεση του ενάγοντος, με την οποία παραπονείται για το απορριφθέν μέρος της αγωγής για τα ίδια κεφάλαια (βλ. ΑΠ 151/1976, ό.π.). Συνεπώς, παραδεκτά προσβάλλονται με την αντέφεση τα παραπάνω κεφάλαια της εκκαλούμενης απόφασης.

Παρακάτω, με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, η εκκαλούσα παραπονείται γιατί εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ορισμένη, ενώ όφειλε να απορρίψει αυτή προεχόντως ως αόριστη, σύμφωνα με την σχετικώς προβληθείσα ένστασή της. Ότι στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, για τις αιτούμενες παράνομες υπερωρίες και για τον υπολογισμό της προσαύξησης των αποδοχών του δεν εκθέτει, ως όφειλε: α) το πραγματικό ωράριο εργασίας του, ημερήσιο και εβδομαδιαίο, β) το νόμιμο μισθό του και γ) τους ειδικότερους όρους που συμφωνήθηκαν σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας της εργασιακής σχέσης, αλλά και ούτε ότι ο εργοδότης έγινε αδικαιολόγητα πλουσιότερος από την προσφορά των παράνομων υπηρεσιών από τον εργαζόμενο και ότι ωφελήθηκε το αντίστοιχο ποσό που θα κατέβαλλε σε άλλο εργαζόμενο, ο οποίος θα προσλαμβανόταν με έγκυρη σύμβαση εργασίας. Ότι επιπλέον, ενώ ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του ότι η εργασία του συνίστατο ειδικώς: α) στην οδήγηση των φορτηγών της εταιρίας, προς τους προορισμούς που αυτή υποδείκνυε, β) στην ετοιμότητα της παροχής των υπηρεσιών του κατά τη φόρτωση- εκφόρτωση αυτών και γ) στην επιστροφή αυτών στην εκάστοτε έδρα της εταιρίας προς φύλαξη, ωστόσο, στη συνέχεια της αγωγής του εκθέτει μόνο τα δρομολόγια που ισχυρίζεται ότι πραγματοποίησε ημερησίως, οδηγώντας τα φορτηγά Δ.Χ. που του παραχώρησε η εναγόμενη, στηριζόμενος στις απλές φωτοτυπίες των ταχογράφων, χωρίς να αναφέρει τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία βρισκόταν σε ετοιμότητα παροχής των υπηρεσιών του κατά τη φόρτωση και εκφόρτωση των οχημάτων. Ότι συναφώς προς τα ανωτέρω, ο ενάγων δεν κατέστησε σαφές ποιο ήταν το ημερήσιο πραγματικό ωράριο εργασίας του, ήτοι όχι μόνο αυτό κατά το οποίο οδηγούσε τα φορτηγά για τη μεταφορά των εμπορευμάτων, αλλά το πλήρες ωράριο, ήτοι και αυτό που αφορούσε την ετοιμότητά του για παροχή των υπηρεσιών του κατά τη φόρτωση-εκφόρτωση των φορτηγών, αλλά και την επιστροφή των φορτηγών στην εκάστοτε έδρα της εταιρίας. Ακόμη, ότι ο ενάγων δεν εξέθεσε αν, κατά τα χρονικά διαστήματα που μεσολαβούσαν της οδήγησης και διετίθεντο για την εκφόρτωση των εμπορευμάτων στους τόπους προορισμού, όφειλε να βρίσκεται στον τόπο της εκφόρτωσης ή είχε τη δυνατότητα να απομακρύνεται, να αναπαύεται ή να χρησιμοποιεί διαφορετικά την εργατική του δύναμη, ώστε να μπορεί να κριθεί αν διατηρούσε σε εγρήγορση ή όχι τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις προς όφελος της εταιρείας. Ότι ακόμη δεν διευκρινίζεται για πόσο χρόνο διαρκούσε η εκφόρτωση στους τόπους προορισμού και αν ο ενάγων απασχολείτο ή όχι με αυτήν κατά τις ώρες που δεν οδηγούσε ή αν εκτελούσε εργασίες παρεμφερείς και παρακολουθηματικές προς την κύρια εργασία του οδηγού (π.χ. την καθαριότητα της καμπίνας και των τζαμιών, τη συντήρηση του φορτηγού, τον ανεφοδιασμό με καύσιμα). Ότι τέλος, καίτοι ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του ότι η εργασία του συνίστατο μεταξύ άλλων και στην ετοιμότητα παροχής των υπηρεσιών του κατά τη φόρτωση-εκφόρτωση των οχημάτων, αλλά και στην επιστροφή των φορτηγών στην έδρα της επιχείρησης προς φύλαξη, η εκκαλούμενη αφενός δέχθηκε ότι η αγωγή ήταν αρκούντως ορισμένη απλώς και μόνο επειδή ανέφερε το χρονικό διάστημα της οδήγησης των φορτηγών, αφετέρου δέχθηκε ότι μόνο οι ώρες οδήγησης για τη μεταφορά των εμπορευμάτων αποτελούν την πραγματική απασχόλησή του.

Οι παραπάνω αιτιάσεις του σχετικού λόγου έφεσης τυγχάνουν αβάσιμες. Για να έχει νομική πληρότητα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 εδ. α` ΚΠολΔ, το δικόγραφο αγωγής οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου, που έχει ως αίτημα την καταβολή αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, λόγω υπερβάσεως του χρόνου της συνολικής εργασίας, θα πρέπει να αναφέρεται η εργασιακή σχέση και οι όροι αυτής καθώς και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ` εκάστη ημέρα εργασίας (ΑΠ 1412/2018 στη Νόμος που παραπέμπει στις ΑΠ 1468/2012, 1548/2011, ΑΠ 184/2007). Εν προκειμένω, ο ενάγων εκθέτει κατά τα ανωτέρω στην αγωγή του το είδος της σύμβασης που κατάρτισε με την εναγόμενη, ήτοι την από 1.10.2009 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως οδηγός σε φορτηγά οχήματα δημόσιας χρήσης άνω των 38 τόνων, την προσωπική του κατάσταση (έγγαμος με δύο παιδιά), την προϋπηρεσία του, το συμβατικό μισθό που λάμβανε (1.569,95 ευρώ το μήνα μικτά), το γεγονός ότι η εργασία του συνίστατο στην οδήγηση των φορτηγών της εναγόμενης προς τους προορισμούς που του υποδείκνυε, στην ετοιμότητα παροχής των υπηρεσιών του κατά τη φόρτωση-εκφόρτωση αυτών και στην επιστροφή των παραπάνω οχημάτων στην εκάστοτε έδρα της εταιρίας προς φύλαξη. Επίσης αναφέρει τις ώρες που εργαζόταν ανά ημέρα, αλλά και ανά εβδομάδα, έτσι ώστε να μπορεί να υπολογισθεί βάσει της αγωγής η τυχόν υπέρβαση του νομίμου ωραρίου και η κατά τον ενάγοντα παροχή υπερεργασίας και κατ’ εξαίρεση (παράνομης) υπερωρίας κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Δεν χρειαζόταν για το ορισμένο της αγωγής να εκθέτει ο ενάγων εκτός του συμβατικού ποιος είναι ο νόμιμος μισθός που προβλεπόταν για μισθωτούς του κλάδου εργασίας του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, καθώς οι εφαρμοστέες Σ.Σ.Ε και Δ.Α. είναι γνωστές στο Δικαστήριο και τις εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως, όταν τούτο κρίνεται αναγκαίο, εφόσον εκτίθενται στην αγωγή τα στοιχεία που απαιτούνται για την εφαρμογή τους. Επίσης, για την επιδίκαση αμοιβής για παράνομη υπερωρία δεν απαιτείται πλέον να διαλαμβάνει ο μισθωτός στην αγωγή του τις προϋποθέσεις του άρθρου 904 του ΑΚ για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό όπως προβλεπόταν προηγουμένως στη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 του Ν. 435/1976, καθώς μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 2874/2000 (από 1.4.2001), ο μισθωτός δεν έχει πλέον δύο διακριτές αξιώσεις σε περίπτωση παράνομης υπερωριακής του απασχόλησης, αλλά μόνο μία αξίωση αποζημίωσης εκ του νόμου, για τη θεμελίωση της οποίας δεν απαιτείται η επίκληση των προϋποθέσεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 232/2018 στη Νόμος που παραπέμπει στις ΑΠ 314/2017, ΑΠ 671/2016, ΑΠ 206/2009, ΑΠ 196/2008). Περαιτέρω, δεν χρειαζόταν για το ορισμένο της αγωγής του ο ενάγων να διευκρινίζει ποιες ακριβώς ώρες οδηγούσε κάθε ημέρα το φορτηγό που του διέθετε η εργοδότρια εταιρία, ποιες ώρες βρισκόταν σε αναμονή λόγω φόρτωσης και εκφόρτωσης εμπορευμάτων, ποια ήταν ακριβώς τα δρομολόγιά του, ούτε εάν, κατά τα χρονικά διαστήματα που μεσολαβούσαν της οδήγησης και διετίθεντο για την εκφόρτωση των εμπορευμάτων στους τόπους προορισμού, όφειλε να βρίσκεται στον τόπο της εκφόρτωσης ή είχε τη δυνατότητα να απομακρύνεται, να αναπαύεται ή να χρησιμοποιεί διαφορετικά την εργατική του δύναμη, ή εάν απασχολείτο ο ίδιος στη φόρτωση και εκφόρτωση κατά τις ώρες που δεν οδηγούσε ή αν εκτελούσε εργασίες παρεμφερείς και παρακολουθηματικές προς την κύρια εργασία του οδηγού (π.χ. την καθαριότητα της καμπίνας και των τζαμιών, τη συντήρηση του φορτηγού, τον ανεφοδιασμό με καύσιμα), αφού όλα τα ανωτέρω δεν συνιστούν αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση αμοιβής για υπερεργασία και παράνομη υπερωρία οδηγού φορτηγού οχήματος δημοσίας χρήσης. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα τυγχάνουν αβάσιμα.

Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα αιτιάται την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως προς την ουσία της υπόθεσης και δη ότι δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ως αληθινά, χωρίς την ύπαρξη αποδείξεων και παρά την αμφισβήτηση αυτών από εκείνη. Ιδίως παραπονείται επειδή προς απόδειξη της υπερωριακής απασχόλησης του εφεσίβλητου-ενάγοντος έγιναν δεκτά τα προσαχθέντα από αυτόν φωτοαντίγραφα ταχογράφων ως γνήσια και αυθεντικά και ως παρέχοντα βάσιμα και αληθή στοιχεία, παρά την προβληθείσα από την εναγόμενη ένσταση περί υπεξαιρέσεως και πλαστότητας αυτών και παρά την υποβολή σχετικής μηνύσεως από την ίδια για διάπραξη αδικημάτων σε βαθμό κακουργήματος από τον ενάγοντα, με αποτέλεσμα να γίνει δεκτή η αγωγή του ως προς τα σχετικά κονδύλια. Ότι, αν μη τι άλλο, δεδομένης της σοβαρότητας των αδικημάτων που υποστήριξε η εναγόμενη ότι τέλεσε ο ενάγων, όφειλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία.

Από την ανάγνωση της εκκαλούμενης απόφασης, των ταυτάριθμων με αυτή πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από τις προτάσεις που κατέθεσαν οι διάδικοι πρωτοδίκως προκύπτει ότι ευθύς μόλις κατατέθηκαν από τον ενάγοντα τα φερόμενα ως φωτοαντίγραφα αναλογικών ταχογράφων από τα φορτηγά που αυτός οδηγούσε κατά τη συνεδρίαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 22.11.2016, η εναγόμενη πρόβαλε προφορικά, μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου της κατόπιν ειδικής πληρεξουσιότητας, στο ακροατήριο ένσταση πλαστότητας των παραπάνω εγγράφων, κατονομάζοντας πλαστογράφο τον ενάγοντα και προτείνοντας μάρτυρες τους κ. ….. και ….. (βλ. προτελευταία σελίδα των πρακτικών), ακολούθως δε επανέλαβε την παραπάνω ένσταση με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της, τούτο δε παραδεκτά εφόσον στην εφαρμοσθείσα διαδικασία προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο κατ’ άρθρο 591 παρ.1 ΚΠολΔ, οπότε ο ενιστάμενος μη γνωρίζοντας τη χρήση των σχετικών εγγράφων εκ των προτέρων δεν δύναται να έχει προβάλει την ένσταση πλαστότητας με τις προτάσεις (βλ. και Τέντε σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2000, σελ. 821). Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση αυτή ως μη πειστική κατά τα προαναφερθέντα, επειδή η εναγόμενη από το έτος 2010 μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης δεν είχε ισχυρισθεί υπεξαίρεση των ταχογράφων από τον ενάγοντα, οπότε η ίδια είχε στην κατοχή της τους πρωτότυπους ταχογράφους, η δε εκ μέρους της προβολή του ισχυρισμού περί υπεξαίρεσης των πρωτοτύπων ταχογράφων και πλαστογραφίας των αντιγράφων τους γινόταν ενώπιον του παραπάνω Δικαστηρίου προσχηματικά, για να μην μπορέσει να γίνει αξιολόγηση των αντιγράφων των ταχογράφων που προσκόμισε ο ενάγων. Εντέλει, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτός παρείχε καθημερινά εργασία, όπως οι ώρες απασχόλησής του προέκυπταν από τα αντίγραφα των ταχογράφων που ο ίδιος προσκόμισε και του επιδίκασε αμοιβή για υπερεργασία και παράνομη υπερωρία. Ήδη, με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών του κατά της από 22.11.2017 έφεσης της εκκαλούσας-εναγόμενης, ο εφεσίβλητος-ενάγων αναφέρει ότι επί της σε βάρος του υποβληθείσας εγκλήσεως της πρώτης εκδόθηκε η με αριθμό …../20-11-2018 απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιά, την οποία ωστόσο δεν προσκομίζει. Κατά το άρθρο 336 παρ.2 του ΚΠολΔ πραγματικά γεγονότα γνωστά στο δικαστήριο από άλλη δικαστική ενέργειά του λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη, αν η αλήθεια τους ισχύει απέναντι σε όλους. Πραγματικά γεγονότα γνωστά στο δικαστήριο αποτελούν και οι προηγούμενες αποφάσεις του αυτού δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του ότι ουδείς εκ των δικαστών, οι οποίοι συγκροτούν το ήδη δικάζον δικαστήριο, συμμετείχε στη σύνθεση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προηγουμένη απόφαση (Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, τόμ. ΙΙβ`, σ. 1401 έως 1407). Τέτοιες αποφάσεις λαμβάνονται υπ` όψιν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και για βουλεύματα που έχουν εκδοθεί από δικαστικό συμβούλιο που συγκροτείται από δικαστές που υπηρετούν στο ίδιο δικαστήριο χωρίς να απαιτείται η επισύναψή τους από τους διαδίκους στη δικογραφία (βλ. 121/1998 βούλευμα ΣυμβΕφΠειρ, Αρμ 1998, σελ. 866, ΝοΒ 1998, σελ. 1134). Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τις εισαγγελικές διατάξεις, καθώς η εισαγγελία κατ’ άρθρο 24 παρ.1 του ν. 1756/1988 είναι δικαστική αρχή ανεξάρτητη από τα δικαστήρια, οπότε οι διατάξεις που αυτή εκδίδει δεν θεωρούνται γνωστές στο δικαστήριο που λειτουργεί στην ίδια με αυτή περιφέρεια, αλλά όταν γίνεται επίκληση αυτών από κάποιον διάδικο στα πλαίσια πολιτικής δίκης, πρέπει και να προσκομίζονται από τον ίδιο. Ενόψει των ανωτέρω, επειδή η επικαλούμενη από τον εφεσίβλητο με αριθμό …./20.11.2018 απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιά που φέρεται να έχει εκδοθεί επί της εγκλήσεως της εναγόμενης-εκκαλούσας-αντεφεσίβλητης με την οποία αυτή κατήγγειλε υπεξαίρεση των πρωτοτύπων ταχογράφων και πλαστογραφία των προσαχθέντων στην παρούσα δίκη αντιγράφων τους από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο-αντεκκαλούντα επηρεάζει άμεσα την κρίση αυτού του Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας των ως άνω αντιγράφων των ταχογράφων που επικαλέσθηκε και προσκόμισε ο ενάγων σχετικά με τις ώρες κίνησης των ένδικων φορτηγών και εντεύθεν σχετικά με το συνολικό χρόνο απασχόλησής του και την υπέρβαση καθημερινά του νομίμου ωραρίου, κρίνεται αναγκαίο, χωρίς να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, επιφυλασσόμενου του Δικαστηρίου να κρίνει επί των υπολοίπων λόγων έφεσης και επί των λόγων της αντέφεσης, να αναβληθεί κατά τα λοιπά η έκδοση οριστικής απόφασης και να διαταχθεί κατ’ άρθρο 254 παρ.1 του ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ.1 σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ.1 ΚΠολΔ, επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομισθεί από τον εφεσίβλητο-αντεκκαλούντα η ως άνω επικαλούμενη από αυτόν απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά επί της με Α.Β.Μ. ……. μηνύσεως της εκκαλούσας-αντεφεσίβλητης. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται μέχρι να κριθούν συνολικά οι συνεκδικαζόμενες έφεση και αντέφεση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 22.11.2017 (με Γ.Α.Κ. …../2017 και Ε.Α.Κ. …/2017 στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά) έφεση και την από 2.4.2018 (με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) αντέφεση αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση και την αντέφεση.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο στην έφεση.

Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής απόφασης.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομισθεί από τον εφεσίβλητο-αντεκκαλούντα αντίγραφο της υπ’ αριθμ. …./20.11.2018 απορριπτικής διάταξης του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιά που φέρεται να έχει εκδοθεί επί της με Α.Β.Μ. …… μηνύσεως της εκκαλούσας-αντεφεσίβλητης κατά εκείνου για υπεξαίρεση, νόθευση εγγράφων και απόπειρα απάτης επί Δικαστηρίω με σκοπό προσπορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους σε βάρος της περιουσίας της μηνύτριας που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 2.5.2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ