Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 261/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης     261/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση  κατά της υπ’ αρ. 1764/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 947 σε συνδ. με 670-676 ΚΠολΔ) επί της με ημερομηνία 17-6-2013 (αρ. κατάθ. …../2013) αγωγής του εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί από την εν μέρει ηττηθείσα εναγομένη νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου  στις 17-7-2014, ήτοι εντός τριάντα ημερών  από την επίδοση σε αυτήν της προσβαλλομένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 18-6-2014 (βλ. με αρ. …../18-6-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πειραιά …..),  αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και  533 ΚΠολΔ).

Ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, με την ένδικη αγωγή του ισχυρίσθηκε ότι, κατά παραδοχή ανταιτήσεως του, με την υπ’ αρ. 6120/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ρυθμίστηκε προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο, που απέκτησε από τον γάμο του με την εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, κατά τον αναφερόμενο στην αγωγή τρόπο και με την απειλή σε βάρος της τελευταίας χρηματικής ποινής 500 ευρώ  και προσωπικής κράτησης ενός μηνός για κάθε παραβίαση του διατακτικού της. Ότι αν και την απόφαση αυτή με επιταγή προς εκτέλεση επέδωσε στην εναγομένη στις  6-7-2012, η τελευταία κατά το χρονικό διάστημα από  7-7-2012 μέχρι  12-6-2013, από πρόθεση, παραβίασε το διατακτικό της ως άνω απόφασης είκοσι πέντε (25) φορές κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Ζήτησε δε, να βεβαιωθεί ότι η εναγομένη με πρόθεση παραβίασε 25 φορές την   ως άνω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, να καταδικαστεί σε προσωπική κράτηση 25 μηνών, να υποχρεωθεί  αυτή να του καταβάλει ως χρηματική ποινή το ποσό των 12.500 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη  απόφαση του, αφού απέρριψε ως μη νόμιμα τα παρεπόμενα αιτήματα τοκοδοσίας και προσωρινής εκτελεστότητας ως προς την προσωπική κράτηση, δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και ειδικότερα, βεβαίωσε παράβαση με πρόθεση της πιο πάνω αποφάσεως των ασφαλιστικών μέτρων από την εναγομένη για τις ημερομηνίες 7, 8 και 11/7/2012, απήγγειλε σε βάρος της προσωπική κράτηση ενός μηνός και υποχρέωσε αυτήν να καταβάλει στον ενάγοντα 500 ευρώ ως (μια) χρηματική ποινή, θεωρώντας ότι από τις 3 παραβάσεις της εναγομένης υφίσταται διαρκής ενέργεια, που απορρέει από μια βουλητική στάση. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της για τους λόγους που επικαλείται, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη  εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων,  και ζητεί την εξαφάνιση της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Σύμφωνα με το άρθρο 950 § 2 ΚΠολΔ , ως ίσχυε κατά τον χρόνο που δημοσιεύτηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ήτοι πριν την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015, «Αν παρεμποδίζεται το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, η απόφαση που ρυθμίζει την επικοινωνία μπορεί να απειλήσει με χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση εκείνον που εμποδίζει την επικοινωνία και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 947». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 947 § 1 ΚΠολΔ, η οποία, κατά το μέρος της που προβλέπει ποινές, έχει χαρακτήρα κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον με αυτή θεσπίζεται ενοχή από αδικοπραξία, προκύπτει ότι η διαδικασία της έμμεσης αυτής αναγκαστικής εκτέλεσης διέρχεται δύο στάδια και απαιτεί την έκδοση δύο δικαστικών αποφάσεων. Κατά το πρώτο στάδιο βεβαιώνεται με την απόφαση η υποχρέωση του εναγομένου σε παράλειψη ή ανοχή της πράξης, απειλούνται εναντίον του, για την περίπτωση παράβασης της σχετικής υποχρέωσής του, οι ποινές αθροιστικά και καθορίζονται το ποσό της χρηματικής ποινής και ο χρόνος της προσωπικής κράτησης. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται διάγνωση της παράβασης, βεβαιώνεται δηλαδή εκ μέρους του καθ’ ου η εκτέλεση παραβίαση της υποχρέωσής του προς παράλειψη ή ανοχή και καταδικάζεται ο οφειλέτης στην καταβολή της χρηματικής ποινής και σε προσωπική κράτηση. Κατά το δεύτερο αυτό στάδιο το δικαστήριο δεσμεύεται από το δεδικασμένο της, κατά το πρώτο στάδιο, εκδοθείσας απόφασης, που μπορεί να είναι και προσωρινό, αν η σχετική απόφαση εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την έννοια ότι δεν επιτρέπονται και είναι απαράδεκτοι ισχυρισμοί, που τείνουν σε αμφισβήτηση των προϋποθέσεων, υπό τις οποίες υποχρεώθηκε ο οφειλέτης σε παράλειψη ή ανοχή. Είναι δε διάφορο ζήτημα ο έλεγχος της διαγνωστικής κρίσης του δικαστηρίου, κατά το στάδιο της βεβαίωσης της παράβασης, για την οποία απειλήθηκε χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση, αν δηλαδή τα διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά συνιστούν την παράβαση της διαταχθείσας υποχρέωσης προς παράλειψη, ή ανοχή και επομένως αν αυτά ορθά υπήχθησαν στην ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 947 § 1ΚΠολΔ (ΑΠ 804/2018 ΝΟΜΟΣ). Για την καταδίκη του οφειλέτη στις ποινές, που απείλησε το δικαστήριο, με προηγούμενη απόφαση του, στην περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων της, απαιτείται να έχει ο οφειλέτης πρόθεση της παραβάσεως. Η πρόθεση, ως γνώση και θέληση αυτού του αποτελέσματος, δεν έχει ανάγκη εξειδικεύσεως των στοιχείων, που τη συγκροτούν, αρκεί να αναφέρεται στην οικεία δικαστική απόφαση ότι ο οφειλέτης ενήργησε από πρόθεση ή να συνάγεται, από τα εκτιθέμενα, παραδοχή του δικαστηρίου περί υπάρξεως τέτοιας προθέσεως. Από την ίδια ανωτέρω διάταξη συνάγεται, ακόμη, ότι η απειλή της προσωπικής κράτησης και της χρηματικής ποινής γίνεται «για κάθε παράβαση» και όχι συλλήβδην «για την παράβαση». Σε περίπτωση περισσοτέρων παραβάσεων, οι οποίες διαπιστώνονται δικαστικώς, οφείλονται ισάριθμες χρηματικές ποινές και χωρεί καταδίκη σε προσωρινή κράτηση, για κάθε παράβαση, εκτός αν, μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα, συντρέξουν περισσότερες παραβάσεις, που συνιστούν διαρκή ή κατ’ εξακολούθηση ενέργεια ή συγκροτούν μία φυσική ενότητα ενέργειας του παραβάτη, κατά τρόπο εξωτερικώς διαγνωστό και σε τρίτους, οπότε επιβάλλεται μία μόνο ποινή, και όχι αθροιστικώς τόσες ποινές όσες οι μερικότερες παραβάσεις (ΑΠ 1631/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 133/ 2004 ΝοΒ 2004.1549, ΑΠ 617/2003 ΕλΔνη 44.1286, ΕΑ 6765/2007 ΕλΔνη 2008.550).  Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 693 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τον Ν. 4335/2015, αν το ασφαλιστικό μέτρο έχει διαταχθεί πριν από την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση, ο αιτών οφείλει μέσα σε 30 ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης, να ασκήσει τη σχετική αγωγή, εκτός αν το δικαστήριο ορίσει επιπλέον προθεσμία μέχρι 20 ημερών. Αν δε η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, αίρεται αυτοδικαίως το ασφαλιστικό μέτρο, εκτός αν ο αιτών πέτυχε μέσα στην προθεσμία αυτή την έκδοση διαταγής πληρωμής. Η απόφαση που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα έχει μεν προσωρινή ισχύ, με την έννοια ότι δεσμεύει και μπορεί να εκτελεστεί ενόσω δεν έχει καταλυθεί, όμως και μετά την κατάλυσή της καλύπτει μόνιμα με τον μανδύα της νομιμότητας τη διάπλαση, που πραγματοποιήθηκε σε συμμόρφωση μ’ αυτή, αφού, κατά την κρατούσα γνώμη, η κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, επειδή ακριβώς δεν είναι αποτέλεσμα ένδικου μέσου (παρά μόνο στην περίπτωση του άρθρου 734 § 3 ΚΠολΔ), δεν θίγει την αρχική νομιμότητα των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά τη νομιμότητα της διατήρησής τους και συνεπώς, δεν οδηγεί σε αναδρομική άρση των συνεπειών τους, προπάντων αν πρόκειται να θιγεί η ασφάλεια του δικαίου (ΟλΑΠ 497/ 1978). Έτσι η κατάλυση γενικώς της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, μόνον κατ’ εξαίρεση έχει αναδρομικά αποτελέσματα, δηλαδή αν αφορά προσημείωση υποθήκης (άρθρο 1277 σε συνδυασμό με άρθρα 1331 και 1280 εδ. β’ ΑΚ) ή στην περίπτωση του άρθρου 730 § 2 ΚΠολΔ, και βέβαια όταν πρόκειται για απόφαση προσωρινής ρύθμισης της νομής ή κατοχής, που εξαφανίσθηκε ύστερα από έφεση. Ως κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων νοούνται συστηματικά οι περιπτώσεις της αυτοδίκαιης αποδυνάμωσής της κατά τα άρθρα 693 § 2, 694 § 2, 715 § 5, 727, 729 § 5, 730 § 1 ΚΠολΔ και της ανάκλησης ή μεταρρύθμισής της με δικαστική απόφαση κατά τα άρθρα 696-698, 702 § 2εδ.β’ ΚΠολΔ, όπως επίσης και η εξαφάνιση ειδικά της απόφασης προσωρινής ρύθμισης της νομής ή κατοχής ύστερα από έφεση κατά το άρθρο 734 § 3 ΚΠολΔ, ενώ υπό ευρεία έννοια κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων συνιστά και η ανάλωσή της κατά το περιεχόμενό της με εκούσια προς αυτή συμμόρφωση, αναγκαστική εκτέλεσή της ή και εκ των πραγμάτων (βλ. και ΟλΑΠ 497/1978). Ειδικότερα, στην περίπτωση του άρθρου 693 ΚΠολΔ η αυτοδίκαιη άρση του ασφαλιστικού μέτρου σημαίνει ότι αυτό παύει πλέον να ισχύει για το μέλλον, είτε έχει ήδη εκτελεσθεί είτε όχι, ενώ συγχρόνως αποδυναμώνεται ως εκτελεστός τίτλος και η απόφαση που το διέταξε, με εξαίρεση τη διάταξή της για τα δικαστικά έξοδα. Η συνέπεια αυτή δεν προβλέπεται ρητά στο νόμο, είναι όμως αυτονόητη, αφού δεν είναι δυνατόν να αίρεται το ασφαλιστικό μέτρο και παράλληλα η απόφαση που το διέταξε να διατηρεί την ισχύ της ως τίτλος εκτελεστός. Η αποδυνάμωση της απόφασης επέρχεται αυτόματα και δεν απαιτεί τη δικαστική βεβαίωσή της, δεν αποκλείεται όμως να ερευνηθεί στο πλαίσιο διαφοράς κατά το άρθρο 702 ΚΠολΔ, αν επιχειρηθεί η εκτέλεση της αποδυναμωμένης απόφασης ή υπάρχει γενικώς αμφισβήτηση ως προς την ισχύ της (ΑΠ 1340/2017, ΑΠ 75/2014, ΕΔωδ 3/2016 ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του ενάγοντος και της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα της εναγομένης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε ως δικαστικά τεκμήρια, χωρίς, ωστόσο, να ληφθούν υπόψη οι με αρ. ….. και ……/6-6-2012 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ειρηνοδικείου Αθηνών, τις οποίες επικαλείται η εκκαλούσα επικαλείται μεν, πλην όμως δεν προσκομίζει, ούτε και η υπό της ιδίας προσκομιζόμενη, απαραδέκτως μετά την παρέλευση της προθεσμίας προσθήκης με αρ. 2831/30-5-2018 απόφαση του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, την οποία ούτως ή άλλως δεν επικαλείται με τις προτάσεις της, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι υπήρξαν σύζυγοι έχοντας τελέσει γάμο στις 1-6-1997, ο οποίος λύθηκε με την υπ’ αρ. 3083/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και από τον γάμο τους απέκτησαν ένα τέκνο, τον ……, που γεννήθηκε στις 13-12-2006. Κατόπιν της από 6-9-2011 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων της εναγομένης, με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, να της ανατεθεί προσωρινά η επιμέλεια του ανωτέρω ανήλικου τέκνου τους, και της ασκηθείσας προφορικά, κατά τη συζήτηση της ως άνω αιτήσεως, ανταιτήσεως του ενάγοντος, με την οποία ζητούσε να ρυθμιστεί προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας με το τέκνο τους, οι οποίες συνεκδικάστηκαν την 5-6-2012 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδόθηκε η με αρ. 6120/2012 απόφαση του, δυνάμει της οποίας ανατέθηκε προσωρινά η άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην εναγομένη. Με την ίδια απόφαση ρυθμίστηκε προσωρινά και το δικαίωμα επικοινωνίας του ενάγοντος με το ανήλικο τέκνο του, ηλικίας τότε 6 ετών, και του επετράπη να επικοινωνεί μαζί του ως εξής : 1) τη δεύτερη Τετάρτη εκάστου μήνα από ώρα 17:00 έως ώρα 21:00 κατά τους θερινούς μήνες (Ιούνιο έως Αύγουστο) και από ώρα 17:00 έως ώρα 20:00 κατά τους λοιπούς φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες, καθώς και το δεύτερο σαββατοκύριακο εκάστου μήνα από ώρα 10:00 της ημέρας του Σαββάτου έως ώρα 18:00 της ημέρας της Κυριακής, συμπεριλαμβανομένων των περιόδων των εορτών και του καλοκαιριού, πλην των διαστημάτων των θερινών διακοπών, με διανυκτέρευση του ανηλίκου στην οικία του πατέρα του, 2) κατά τις ημέρες των γενεθλίων του και της ονομαστικής εορτής του (13/12 και 26/10), σε τόπο που θα καθορίζεται με συνεννόηση με την εναγομένη μητέρα του και από ώρα 17:00 έως ώρα 22:00, 3) κατά την εορτή των Χριστουγέννων από 23/12 και ώρα 10:00 έως 30/12 και ώρα 20:00 και από 30/12 και ώρα 10:00 έως 6/1 και ώρα 19:00, εκ περιτροπής κάθε έτος, αρχής γενομένης από την 23/12/2012, 4) κατά την εορτή του Πάσχα από Μ. Δευτέρα και ώρα 10:00 έως τη Δεύτερη ημέρα του Πάσχα και ώρα 20:00 και από τη Δεύτερη ημέρα του Πάσχα και ώρα 10:00 έως την Κυριακή του Θωμά και ώρα 19:00, εκ περιτροπής κάθε έτος, αρχής γενομένης από τη Μ. Δευτέρα του έτους 2013 και 5) κατά τους θερινούς μήνες το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Ιουλίου από ώρα 10:00 της 1/7 έως ώρα 21:00 της 10/7 και το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Αυγούστου από ώρα 10:00  της 1/8 έως ώρα 21:00 της 10/8, εκ περιτροπής κάθε έτος, αρχής γενομένης από την 1/7/2012. Με την ίδια απόφαση ορίστηκε ότι ο ενάγων θα παραλαμβάνει το ανήλικο από την οικία της εναγομένης μητέρας του, ή  από όποιον άλλο τόπο αυτή υποδείξει, και θα το αφήνει στην οικία αυτή ή όπου αλλού του υποδειχθεί από τη μητέρα. Ορίστηκε δε ότι η ανωτέρω ρύθμιση θα ίσχυε προσωρινά και συγκεκριμένα έως την άσκηση σχετικής τακτικής αγωγής και υπό τον όρο άσκησής της εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της άνω απόφασης. Τέλος, με την ίδια απόφαση απειλήθηκε σε βάρος της εναγομένης για κάθε παράβαση της διάταξης περί επικοινωνίας χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μηνός. Η παραπάνω απόφαση επιδόθηκε στην εναγομένη με επιταγή προς εκτέλεση στις 6-7-2012, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. ……./6-7-2012 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας Πρωτοδικείου Αθηνών, ……., και κατέστη εκτελεστή μετά παρέλευση 24 ωρών. Ο ενάγων, ωστόσο, δεν άσκησε εντός της προθεσμίας των 30 ημερών από την άνω επίδοση της απόφασης στην εναγομένη (άρθρο 144 § 2 ΚΠολΔ) τακτική αγωγή για οριστική ρύθμιση της επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο του, με συνέπεια η εν λόγω απόφαση, ως προς τη διάταξη περί επικοινωνίας,  να αποδυναμωθεί αυτοδικαίως μετά, όμως,  την  άπρακτη παρέλευση των τριάντα ημερών από την επίδοση της απόφασης, καθόσον, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας, η αυτοδίκαιη άρση του ασφαλιστικού μέτρου, κατ’ άρθρο 693 § 2 ΚΠολΔ, σημαίνει ότι αυτό παύει πλέον να ισχύει για το μέλλον, και όχι αναδρομικά, είτε έχει ήδη εκτελεσθεί είτε όχι. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας, που προβάλλεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης, ότι η εν λόγω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων απώλεσε την ισχύ της αναδρομικά, είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Έτσι, σε ό,τι αφορά στο χρονικό διάστημα από την επίδοση της απόφασης και μέχρι την παρέλευση τριάντα ημερών από την επίδοση αυτής εξακολουθούσε να ισχύει η διάταξη της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, που ρύθμιζε την επικοινωνία του ενάγοντος με το ανήλικο τέκνο του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το διάστημα αυτό (ήτοι από 7-7-2012 μέχρι 5-8-2012), σύμφωνα με το διατακτικό της υπ’ αρ. 6120/2012 απόφασης, ο ενάγων μπορούσε να δει το τέκνο του την δεύτερη Τετάρτη του Ιουλίου, δηλαδή στις 11/7/2012, και το δεύτερο σαββατοκύριακο του ιδίου μήνα, δηλαδή στις 14 και 15/7/2012. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι, στις 7 και 8/7 η εναγομένη παρεμπόδισε αυτόν να επικοινωνήσει με το ανήλικο τέκνο του, είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, καθόσον, τις συγκεκριμένες ημερομηνίες δεν είχε τέτοιο δικαίωμα με βάση την ως άνω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων. Όσον δε αφορά την ημερομηνία στις 11/7/2012, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι ο ενάγων – που φέρει και το βάρος αποδείξεως- μετέβη στην οικία της εναγομένης για να παραλάβει το τέκνο του προς επικοινωνία.  Μάλιστα, ούτε ο ίδιος εξεταζόμενος ανωμοτί στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μπόρεσε να διευκρινίσει τις ημερομηνίες που η εναγομένη δεν συμμορφώθηκε με το διατακτικό της εν λόγω απόφασης, αναφέροντας εντελώς γενικά ότι μόνο τις μισές φορές από όσες είχε δικαίωμα με βάση  την απόφαση μπόρεσε να δει το παιδί του. Σημειωτέον ότι ως προς τις υπόλοιπες ημερομηνίες, που ο ενάγων επικαλείται με την αγωγή του ότι η εναγομένη παραβίασε το διατακτικό της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, έχει ήδη απορριφθεί η αγωγή με την εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δεν προσβάλλεται ως προς το μέρος αυτό. Με βάση τα παραπάνω, επομένως, η αγωγή  είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, καθόσον δεν αποδείχθηκε μη συμμόρφωση της ενάγουσας προς το διατακτικό της ανωτέρω απόφασης ασφαλιστικών μέτρων. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο, δικαστήριο που δέχτηκε κατά ένα μέρος  ως ουσία βάσιμη την αγωγή και δη κατά τις ημερομηνίες 7, 8 και 11/7/2012, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή του σχετικού (δεύτερου) λόγου έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμου. Συνακόλουθα, πρέπει η έφεση να γίνει κατ’  ουσίαν δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο, αναγκαίως δε και κατά το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, να κρατηθεί η υπόθεση από το δικαστήριο αυτό, που θα δικάσει την αγωγή -κατά το μεταβιβαζόμενο μέρος της- και στη συνέχεια πρέπει αυτή να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης-εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος-εφεσίβλητου, λόγω της ήττας του, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό  (άρθρα 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 10-7-2014 (αρ. κατάθ. …../2014) έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αρ. 1764/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (κατά το μεταβιβαζόμενο με την έφεση μέρος).

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 17-6-2013 (αρ. κατάθ. …../2013) αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης-εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος του ενάγοντος-εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 9-5-2019.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ