Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 260/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Απόφασης:       260/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται το απρόσβλητο με ένδικα μέσα των αποφάσεων που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών, εκτός αν ορίζεται άλλως (ΑΠ 298/2003 Δημ. Νόμος). Ο αποκλεισμός των ένδικων μέσων αφορά κυρίως τις γνήσιες υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων. Επίσης, απρόσβλητες με ένδικα μέσα είναι και οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά το άρθρο 702 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. Κράνη, σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα άρθρο 702). Αντίθετα, επιτρέπονται ένδικα μέσα στις υποθέσεις οριστικής δικαστικής προστασίας, που για λόγους ταχύτητας και μόνο δικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς να πρόκειται κατά τα λοιπά για λήψη ασφαλιστικών μέτρων (Ολ ΑΠ 754/1986 Δημ. Νόμος, ΑΠ 317/2016 Δημ. Νόμος, Κράνης σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα αρθρ. 699 αρ. 1, 3, 4). Το παραδεκτό δε των ενδίκων μέσων, κατ’ άρθρο 24 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ, κρίνεται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 668/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1765/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 579/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 18/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 285/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1379/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 107/2018 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 474/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΙωαν 151/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαμ 12/2014 Δημ. Νόμος). Η ανωτέρω διάταξη, εξάλλου, δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που επιβάλλει μεν στην Πολιτεία την υποχρέωση παροχής στους πολίτες ένδικης έννομης προστασίας προς επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους, αναγνωρίζοντας σε αυτούς αντίστοιχο δημόσιο δικαίωμα, όμως, στο νομοθέτη εναπόκειται, κατ’ αρχήν, να κρίνει αν, πόσα και ποια ένδικα μέσα θα χορηγήσει, καθώς και για ποιους λόγους, συνεκτιμώντας ενδεχομένως την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και το είδος της διαδικασίας, με την οποία εκδικάζεται η υπόθεση. Το ίδιο ισχύει και στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ (κύρωση με το ν.δ/γμα 53/1974), που αναγνωρίζει μεν, με το άρθρο 6 παρ. 1, το δικαίωμα στα πρόσωπα για δικαστική επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους σε συνθήκες δίκαιης δίκης, στην έννοια, όμως, αυτής δεν περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη οπωσδήποτε άσκησης ένδικων μέσων (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 668/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 579/2017 ό.π., ΑΠ 18/2016 ό.π., ΑΠ 285/2016 ό.π., ΑΠ 929/2014, ΕφΠατρ 107/2018 ό.π., ΜονΕφΙωαν 151/2015 ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ, αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Απαράδεκτη, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, η έφεση, η οποία απευθύνεται κατά απόφασης, που δεν υπόκειται ή δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί με ένδικα μέσα και, συνεπώς, με έφεση, κατά το χρόνο άσκησης της τελευταίας (ΕφΠατρ 107/2018 ό.π., ΕφΠειρ 474/2016 ό.π., ΜονΕφΙωαν 151/2015 ό.π., ΕφΑΘ 6338/2011 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με της διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 700 ΚΠολΔ, η απόφαση που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα εκτελείται κατά τις διατάξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. Π. Γέσιου-Φαλτσή, «Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως  Ι – Γενικό Μέρος» εκδ. 1998, § 7, VI, 2, σ. 102 αριθ. περιθ. 17 και §23 II, αριθ. 1, σ. 325, αριθ. περιθ. 2 και υποσημ. 9), οι διαφορές δε που αφορούν την εκτέλεση της απόφασης αυτής δικάζονται από το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, το οποίο και εφαρμόζει τις διατάξεις των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και συμπληρωματικά τις διατάξεις των άρθρων 933 επ. του ιδίου Κώδικα, εφόσον συμβιβάζονται με τη διαδικασία αυτή των ασφαλιστικών μέτρων (ΑΠ 298/2003 ΕλλΔνη 45.407, ΑΠ 1613/2000 ΕλλΔνη 42. 680, ΕφΑθ 5371/2006 Δημ. Νόμος, ΕΑ 11094/1990 Δημ. Νόμος, βλ. Ι. Κατρά, ό.π. § 45 Β1, σ. 215, X. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 702, αριθμ. 1, I. Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά Μέτρα, 2η έκδ., 2016, σελ. 96 σημ. 246-247, σελ. 98 σημ. 251, 256). Η απόφαση που εκδίδεται επί της ανακοπής δεν προσβάλλεται, όπως προαναφέρθηκε, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ, η οποία έχει εφαρμογή και στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 702 § 2 εδ. α` ΚΠολΔ, με κανένα ένδικο μέσο και δη κατά μείζονα λόγο, αφού δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα η ίδια η απόφαση για το ασφαλιστικό μέτρο (ΑΠ 298/2003 ό.π., ΕφΑθ 5371/2006 ό.π., ΕΑ 11094/1990 ό.π., βλ. Ι. Κατρά, ό.π. § 45 Β3, σ. 216, 1. Χαμηλοθώρη, Ι. Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά Μέτρα, 2η έκδ., 2016, σελ. 98 σημ. 256, σελ. 99 σημ. 260). Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις δε των παρ. 1 και 2 του άρθρου 702 ΚΠολΔ, «1. Διαφορές που αφορούν την εκτέλεση απόφασης που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα ή ανακαλεί ολικά ή εν μέρει απόφαση γι`αυτά δικάζονται από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 686 επ.  2. Σε πολύ επείγουσες περιπτώσεις τις διαφορές που αναφέρονται στην παρ. 1 τις δικάζει το μονομελές πρωτοδικείο του τόπου όπου γίνεται η εκτέλεση της απόφασης και, όπου δεν υπάρχει μονομελές πρωτοδικείο, το ειρηνοδικείο, εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 686 έως 688, 690 έως 692, 695 και 699. Ανάκληση της απόφασης του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου μπορεί να ζητηθεί για οποιοδήποτε λόγο από το αρμόδιο κατά την παρ. 1 δικαστήριο…». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως αποφάσεως, που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα, όπως είναι, μεταξύ άλλων, και η απόφαση περί προσω­ρινής επιδίκασης απαίτησης (άρθρο 728 ΚΠολΔ) (και άρα και της επιδίκασης προσωρινής διατροφής, που ειδικότερα ενδιαφέρει εν προκειμένω), δικάζεται από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση αυτή κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με συμπληρω­ματική εφαρμογή και των διατάξεων των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 298/2003 Δημ. Νόμος, Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο 702, Ι. Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά Μέτρα, 2η έκδ., 2016, σελ. 96 σημ. 246-247, σελ. 98 σημ. 251, 256, Μιχ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 702, σημ. 3 & 7, βλ. Κράνη σε Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμεύς/Κονδύλη/Νίκα άρθρο 702 αρ. 1, 5). Η διάταξη του άρθρου 702 ΚΠολΔ αναφερόμενη, σε διαφορές (έριδες και διενέξεις), που προκύπτουν κατά την εκτέλεση αποφάσεων που διατάζουν ασφαλιστικά μέτρα, νοεί, προδήλως, τις ακυρότητες ή αταξίες κατά την εκτέλεση των αποφάσεων, δηλαδή διαφορές τόσο για την εγκυρότητα του τίτλου, όσο και για την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και γενικά για την εγκυρότητα των πράξεων της εκτέλεσης και όχι διαφορές για τον έλεγχο της ορθότητας της απόφασης (ΑΠ 1734/1984 ΕΕΝ52.723, βλ. Κράνη σε Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμεύς/Κονδύλη/Νίκα άρθρο 702 αρ. 1, 3, Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ (έκδοση 1996) υπό άρθρο 702, αριθμ. 2, Συμπληρ. Τόμος έκδ. 2001 αρ. 2, Μιχ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 702, σημ. 1, Χ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 702, Χαμηλοθώρη Ασφαλιστικά Μέτρα έκδ. 2016 σελ. 96 σημ. 248, σελ. 98 σημ. 253). Εξάλλου, από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 695 με εκείνες των άρθρων 332, 693, 696 και 698 του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων εκδιδόμενη απόφαση παράγει προσωρινό δεδικασμένο, το οποίο δεσμεύει το δικαστήριο και προβάλλεται προς απόκρουση νέας αιτήσεως μεταξύ των ιδίων διαδίκων για την ίδια διαφορά με βάση τον αυτό πραγματικό και νομικό λόγο, αλλά το προσωρινό αυτό δεδικασμένο δεν δεσμεύει την κύρια μεταξύ των διαδίκων δίκη και παύει να ισχύει από την έκδοση της οριστικής αποφάσεως επί της κύριας δίκης. Τα ανωτέρω ισχύουν αναλόγως και επί αποφάσεων, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 702 του ΚΠολΔ, εκδίδονται επί διαφορών που αφορούν αντιρρήσεις περί την εκτέλεση αποφάσεως, που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα ή ανακαλεί ενόλω ή εν μέρει αυτά. Τούτο δε, διότι οι αντιρρήσεις αυτές δεν δημιουργούν διαγνωστική δίκη, εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), ενώ συμπληρωματικώς και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 933 επ. του ΚΠολΔ, και η επί των αντιρρήσεων αυτών εκδιδόμενη απόφαση ισχύει προσωρινά και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση, η δε υφιστάμενη περί την αναγκαστική εκτέλεση διαφορά επιλύεται οριστικά με την έκδοση αποφάσεως επί της κύριας δίκης, που ανοίγεται με την προς αυτό από το άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπή (αντιρρήσεις) κατά της εκτελέσεως του καθού η εκτέλεση οφειλέτη (ΑΠ 1077/2008 Δημ. Νόμος). Τέλος, κατά το άρθρο 315 Κ.Πολ.Δ. αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως να τη διορθώσει με νέα απόφασή του. Από τη διάταξη αυτή, η οποία ως εξαιρετική υπηρετεί στα πλαίσια της επιταγής για ασφάλεια του δικαίου τον κύριο σκοπό της δίκης, που είναι η δικαιοσύνη, συνάγεται ότι μπορεί να γίνει διόρθωση των σφαλμάτων της απόφασης, που οφείλονται σε ασυμφωνία αυτών που ήθελε το δικαστήριο και αυτών που έχουν διατυπωθεί στην απόφαση, έστω και αν από τη διόρθωση της ανακρίβειας της διατύπωσης επέρχεται μεταβολή στο διατακτικό, αφού η μεταβολή αυτή, η οποία δεν ανατρέπει, αλλά ορθώς διατυπώνει την αληθή δικαιοδοτική βούληση, κάτι που επιτρέπει ο νόμος, δεν αποτελεί παραβίαση του δεδικασμένου. Η παραδρομή στην οποία οφείλονται τα λάθη αρκεί να προκύπτει από την όλη διάρθρωση της απόφασης και των συμβάντων κατά την σύνταξη αυτής. Τούτο προϋποθέτει ότι για τη διαπίστωση του σφάλματος του δικαστηρίου δεν απαιτείται επανεξέταση της ουσίας της διαφοράς ή επανάληψη της ερμηνευτικής διαδικασίας, αλλά τούτο προκύπτει από την απλή επισκόπηση κυρίως των δικογράφων των διαδίκων (ΟλΑΠ 22/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 633/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 548/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 243/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 206/2014 Δημ. Νόμος). Συνακόλουθα τούτων, με τη διαδικασία της διόρθωσης της απόφασης, κατ’ άρθρ. 315 επ. ΚΠολΔικ, σκοπείται η αποσαφήνιση της διατύπωσής της και η αποτύπωση του αληθούς περιεχομένου της, χωρίς να αλλοιώνεται η έννοιά της ούτε να προσβάλλεται το δεδικασμένο που απορρέει απ’ αυτήν, ενώ αντικείμενο της δεν αποτελούν διαγνωστικά σφάλματα του δικαστηρίου, που αναφέρονται στην ερμηνεία ή στην εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων και που αίρονται μόνο με την οδό των ενδίκων μέσων, αλλά ακούσιες πλημμέλειες που παρεισφρύουν κατά τη σύνταξη ή την καθαρογραφή της απόφασης (ΑΠ 548/2017 ό.π., ΑΠ 642/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2015 ό.π., ΑΠ 1735/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 682/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1703/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1259/2002 ΕλλΔνη 44. 130, ΑΠ 1034/1997 ΕλλΔνη 40. 583, ΜονΕφΠειρ 206/2014 ό.π., ΕφΑθ 186/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΚρητ 199/2012 Δημ. Νόμος, ΕΑ 5732/2009 ΕλΔ 51, 136, ΕφΠειρ 786/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 950/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 8276/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 320/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 718/1995 ΕλλΔνη 37. 179, ΕφΑθ 4923/1990 ΕλλΔνη 33. 860). Τα ανωτέρω σφάλματα, που μπορεί να εντοπίζονται στο προεισαγωγικό μέρος της απόφασης, στο αιτιολογικό (σκεπτικό) ή στο διατακτικό της, πρέπει να είναι πρόδηλα, δηλαδή να προκύπτουν από το κείμενο της απόφασης και των στοιχείων που ορίζουν το περιεχόμενο αυτής ή από τα πρακτικά ή από τις προτάσεις ή τα δικόγραφα των διαδίκων, έτσι ώστε να αποκλείεται η διόρθωση με βάση νέα στοιχεία (ΑΠ 1/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1546/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1572/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1305/2007 ΕλΔ 2008.1636, ΜονΕφΠειρ 243/2016 ό.π., ΜονΕφΠειρ 246/2015 Δημ. Νόμος,  ΜονΕφΠειρ 206/2014 ό.π., ΜονΕφΠειρ 26/2013 Δημ. Νόμος, ΕΑ 5732/2009 ΕλΔ 51, 136, ΕφΑθ 8276/2006 ό.π., ΕφΠειρ 485/1996 Δημ. Νόμος, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ό.π. άρθρο 315 ΚΠολΔ σημ. 2, Σινανιώτου, Ερμηνεία Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας υπό το άρθρο 315, Κ. Μπέης. ΠολΔ. άρθ. 315 ΙΙ 1 και 5 και Σ. Σταυρόπουλος, Ερμηνεία Πολιτικής Δικονομίας υπό τα άρθρα 331 σημ. 3γ και 4δ`). Εξάλλου, αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης διόρθωσης, δικαστήριο είναι το δικαστήριο που εξέδωσε τη διορθωτέα απόφαση (άρθρο 317 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το οποίο μάλιστα παραμένει αρμόδιο ακόμα και αν στο μεταξύ η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον ανώτερου δικαστηρίου λόγω άσκησης ενδίκου μέσου, αρκεί να μην έχει εξαφανισθεί η διορθωτέα απόφαση. Αλλά η διόρθωση αυτή μπορεί να ζητηθεί επίσης και με την άσκηση έφεσης, λόγω της φύσης της τελευταίας ως τακτικού ενδίκου μέσου, που μπορεί επομένως να συμπεριλάβει κάθε πλημμέλεια, ακόμη και αυτή που οφείλεται σε παραδρομή της αποφάσεως (ΑΠ 548/2017 ό.π.). Από τις διατάξεις των άρθρων 315 και 320 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η διορθωτική απόφαση δεν έχει αυτοτέλεια, αλλά αποτελεί τμήμα της διορθούμενης απόφασης, για το λόγο αυτό, άλλωστε, η ενέργεια της τελευταίας ανατρέχει στο χρόνο δημοσίευσης της απόφασης που διορθώνεται (ΑΠ 43/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 194/1998, ΑΠ 643/1993 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 206/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 456/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 490/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 3461/2008 ΕλλΔνη 2008.1473). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 320 του ίδιου Κώδικα, η διορθωτική απόφαση σημειώνεται, με την επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου (βλ. Βαθρακοκοίλη, ό.π., υπό άρθρο 320, αριθμ. 1), στο πρωτότυπο της απόφασης που διορθώνεται (ή των πρακτικών που διορθώνονται).

Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση η από 25-09-2017 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../27-09-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./27-09-2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/27-09-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./27-09-2017, κατά της με αριθμό 3333/11-07-2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επί α) της από 29-02-2016 και Αριθμ. Κατάθ. …/…/02-03-2016 ανακοπής και β) των από 07-04-2016 με Αριθμ. Κατάθ. …/…/07-04-2016 προσθέτων λόγων αυτής, κατά του από 02-02-2016 κατασχετηρίου της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας, ως ασκούσας την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου της ……., εις χείρας της εδρεύουσας στον Πειραιά Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία «………» και με διακριτικό τίτλο «………». Δυνάμει δε της ως άνω εκκαλούμενης με αριθμ. 3333/11-07-2017 απόφασης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 19-09-2016, αφού συνεκδίκασε την ως άνω ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, εφαρμόζοντας τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και πιθανολόγησε ότι η ημερομηνία δημοσιεύσεως της με αριθμ. 6384/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ήταν η 24/03/2014 και όχι η 10/06/2014, καθώς, λόγω της ερημοδικίας της καθ’ ης η ανακοπή, δεν πιθανολόγησε ότι είχε λάβει χώρα διόρθωση αυτής, κατ’ άρθρο 315 ΚΠολΔ και ότι, συνεπώς, εφόσον δεν ασκήθηκε (στις 9/7/2014) εμπρόθεσμα η κύρια αγωγή διατροφής, κατ’ άρθρο 729 παρ. 5 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση της παρ. 5 από το άρθρο 1 άρθρο πέμπτο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015, μ’ έναρξη ισχύος την 1η/1η/2016 -άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015-), πιθανολόγησε ότι έπαυσε αυτοδικαίως να ισχύει η ως άνω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και κατέστη αυτή ανενεργός, ως εκ τούτου δέχθηκε ότι ακύρως έγινε η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ανακόπτοντος, με βάση ανενεργό εκτελεστό τίτλο, οπότε έκανε δεκτή την ανακοπή ως κατ’ ουσία βάσιμη, ακύρωσε δε την από 14-9-2014 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο της υπ’ αριθ. 6384/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και δυνάμει της οποίας ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα διατροφή για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους, .. …., καθώς και το από 2.2.2016 κατασχετήριο της καθ’ ης η ανακοπή, στα χέρια της εδρεύουσας στον Πειραιά ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «……….». Με την υπό κρίση δε έφεσή της η εκκαλούσα παραπονείται για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου, όπως, απορριφθεί η ως άνω ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. Σύμφωνα, όμως, με τα προεκτεθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, από το Δικαστήριο του τόπου εκτέλεσης, κατ’ ορθή εκτίμηση, μετά την άσκηση ανακοπής, κατά τ’ άρθρο 702 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, καθώς αφορούσε διαφορά περί την εκτέλεση της με αριθμ. 6384/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία διέταξε ασφαλιστικά μέτρα και δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα διατροφή για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους …….., είχε δε ως αίτημα την ακύρωση της από 14-9-2014 επιταγής προς πληρωμή, που συνετάγη κάτω από αντίγραφο της ως άνω με αριθ. 6384/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του από 2.2.2016 κατασχετηρίου της καθ’ ης η ανακοπή, υπό την ως άνω ιδιότητά της, στα χέρια της εδρεύουσας στον Πειραιά ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…. …..» και με το διακριτικό τίτλο «……….», λόγω επιγενόμενης ανενέργειας της αποφάσεως των ασφαλιστικών μέτρων, δεν μπορεί να προσβληθεί με ένδικα μέσα και συνεπώς, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν υπόκειται σε έφεση, διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 702 παρ. 2 εδ. α΄ και 699 ΚΠολΔ, ρητά απαγορεύεται η άσκηση ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της ανακοπής αυτής, όπως και η προσβαλλόμενη. Εξάλλου, κατά μείζονα λόγο, δεν παρέχεται το ένδικο μέσο της έφεσης ως προς την απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου για την κύρια διαφορά και δη ως προς την απόφαση για την προσωρινή επιδίκαση της απαίτησης διατροφής. Η ως άνω ρύθμιση, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν μπορεί ν’ αποτελέσει, ως προς το εκκλητό αυτής, αντικείμενο διάθεσης, μέσω δικονομικής συμφωνίας, των διαδίκων. Η ανωτέρω διάταξη, εξάλλου, με την οποία δεν εισάγεται διάκριση ως προς τους λόγους και το είδος της μη υποκειμένης σ’ ένδικα μέσα αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, που επιβάλλει μεν στην Πολιτεία την υποχρέωση παροχής στους πολίτες ένδικης έννομης προστασίας προς επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους, αναγνωρίζοντας σ’ αυτούς αντίστοιχο δημόσιο δικαίωμα, όμως, στο νομοθέτη εναπόκειται, κατ’ αρχήν, να κρίνει αν, πόσα και ποια ένδικα μέσα θα χορηγήσει, καθώς και για ποιους λόγους, συνεκτιμώντας ενδεχομένως την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και το είδος της διαδικασίας με την οποία εκδικάζεται η υπόθεση. Το ίδιο ισχύει και στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ (κύρωση με το ν.δ/γμα 53/1974), που αναγνωρίζει μεν με το άρθρο 6 παρ.1 το δικαίωμα στα πρόσωπα για δικαστική επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους σε συνθήκες δίκαιης δίκης, στην έννοια, όμως, αυτής δεν περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη οπωσδήποτε άσκησης ένδικων μέσων. Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εφόσον στρέφεται κατά ανέκκλητης απόφασης, καθώς εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου εκτέλεσης, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επί ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως αποφάσεως, η οποία είχε διατάξει ασφαλιστικά μέτρα (άρθρα 702 παρ. 1, 2 και 699 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως, κατ’ άρθρο 532 του ΚΠολΔ, ως απαράδεκτη. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παράβολου στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων, κατά τ’ άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παράβολου στο δημόσιο ταμείο.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕι στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 09-05-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ