Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 264/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός  απόφασης :  264/ 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  από  18.7.2017 και με αριθ. καταθέσεως ……./2017 έφεση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με αρ. καταθ. ……/2017, της καθ’ ής η ανακοπή κατά της με αριθ. 5004/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία έχει ασκηθεί  νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 518 § 1 και 591 ΚΠολΔ), κι έχει καταβληθεί  και το νόμιμο παράβολο ποσού 100 ευρώ (άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α’ υποπερ.β’ ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Με την  από 27-7-2013 (αρ. κατάθ.  …./2013) ανακοπή που άσκησαν οι ανακόπτοντες  και ήδη εφεσίβλητοι εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας, ήδη εκκαλούσας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησαν για τους λόγους που ανέφεραν σ΄αυτή  να ακυρωθεί,  όπως εκτιμάται, η υπ’ αρ. …./2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του ως άνω δικαστηρίου, και η από 30.5.2013 επιταγή προς εκτέλεση  που είχε καταχωρηθεί κάτω από το  πρώτο εκτελεστό απόγραφο αυτής, με την οποία επιτάχθηκαν να καταβάλλουν στην καθ’ ης το συνολικό ποσό των  ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της τελευταίας από την αναφερόμενη σύμβαση καταναλωτικού δανείου και εγγύησης. Επί της ανακοπής αυτής το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση του, με την οποία έκανε αυτή δεκτή και  ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, όπως και τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, που είχε αρχίσει με την από 30.5.2013 επιταγή προς πληρωμής, κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της διαταγής πληρωμής.  Κατά της απόφασης αυτής η καθ΄ής η ανακοπή άσκησε την επίδικη έφεσή της, με την οποία, για τους λόγους που επικαλείται και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να ακυρωθεί  η ανακοπή.

Σύμφωνα  με τη διάταξη της § 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρους, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή δεν προβλέπεται μεν ρητά ως συμβατικά δυνατή αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζόμενης με τον άνω νόμο εισφοράς. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε, υπό την ισχύ του Ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) Το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ) η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του Ν. 2459/1997 και 19 παρ. 4β του Ν. 3152/2003, που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και η οποία δεν θα δικαιολογείτο αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα. Να σημειωθεί, επίσης, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, από της ενάρξεως εφαρμογής του Ν. 128/1975 ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο από μέρους της διοικητικός καθορισμός του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων χορηγήσεων, ενώ και υπό το καθεστώς της ελευθέρας διαμορφώσεως των επιτοκίων η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για κεχωρισμένη αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991, 2501/2002). Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη, εν όψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημερώσεως του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του Ν 128/1975, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (Α.Π. 430/2005, ΕφΑθ 227/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 492/2010 ΕΕμπΔ 2011.81, ΕφΑθ 1558/2007 ΕλΔνη 2007.902). Τέλος, η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και, επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται (ΜΕφΘεσ 2256/2018, ΜΕφΘεσ  1224/2017,  ΜΕφΘεσ1635/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 4424/2012 ο.π., ΕφΘεσ 16/2016, ΕλλΔνη 2016, 1415, ΕφΑθ 4424/2009, ΕλλΔνη 2011, 875, ΠΠρΘεσ 16258/2013, Αρμ. 2014,1171,  Σ. Ψυχομάνη άρθρο «Τα τραπεζικά επιτόκια», ΝοΒ. 1995.16-17 E).  Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,  216 παρ. 1 και 2, 217, 583, 585, 632 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ΄ ου η ανακοπή ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 49.424, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003.1297, ΑΠ 758/2002, ΑΠ 309/1999, ΕφΑθ 1587/2013 ΔΕΕ 2013.792, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 2788/2009, ΕφΘεσ 317/2009, Στεφ. Πανταζόπουλου: Η ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής, έκδοση 2001, σελ. 147 με τις εκεί παραπομπές). Ακόμα από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624, 626 παρ. 2 και 3, στοιχ. γ΄, 630 στοιχ. δ΄ και 631 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνον εκτελεστό τίτλο και δεν τυγχάνει δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη πλήρους αιτιολογικού, αρκεί, πλην άλλων στοιχείων, να εμπεριέχει απλώς την αιτία της πληρωμής. Επί διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε βάσει οριστικού καταλοίπου από σύμβαση αλληλόχρεου ή ανοικτού λογαριασμού ή σύμβαση εκδόσεως πιστωτικού δελτίου ή δανειακή σύμβαση, που καταρτίσθηκε με Τράπεζα, αρκεί να αναφέρεται συνοπτικά ότι το διατασσόμενο χρηματικό ποσό τυγχάνει το χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτη. Αντιστοίχως, στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής αρκεί να αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής του αποσπάσματος των βιβλίων της Τράπεζας σε έγγραφο αποδείξεως της απαιτήσεως και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιμο ή η καταγγελία της συμβάσεως, το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασμα κινήσεως του λογαριασμού, δίχως να είναι ανάγκη να εμπεριέχονται στο περιεχόμενο της αίτησης τα επιμέρους κονδύλια χρεοπιστώσεων του λογαριασμού κινήσεως, εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού (ΑΠ 1234/2012, ΑΠ 370/2012 ΧΡΙΔ 2012.609, ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 1512/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πολύ περισσότερο δεν απαιτείται να αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής το επιτόκιο που εφαρμόσθηκε κατά καιρούς από την Τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (ΕφΛαρ 452/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327).

Από τα έγγραφα που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 19/10/2010 σύμβαση χορήγησης δανείου Alpha Ρύθμισης που καταρτίστηκε στον Πειραιά, η καθ΄ής η ανακοπή εκκαλούσα  χορήγησε στην πρώτη των ανακοπτόντων καταναλωτικό δάνειο ρύθμισης προγενέστερων οφειλών ποσού 49.426,11 € και ο δεύτερος εγγυήθηκε στις  19/10/2010 υπέρ της πρώτης των καθ’ ών ενεχόμενος  ως αυτοφειλέτης. Το ποσό  του δανείου ήταν καταβλητέο σε 180 ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις ποσού 754,41 €, με περίοδο χάριτος 6 μηνών, το δε επιτόκιο ορίστηκε σ΄αυτό των 14,5 % κυμαινόμενο. Ο δεύτερος  ανακόπτων εγγυήθηκε την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση του δανείου, πλέον τόκων, ως αυτοφειλέτης παραιτούμενος των ενστάσεων διζήσεως και 855   του ΑΚ. Σύμφωνα με τον όρο 5, το δάνειο θα εκτοκιζόταν από την ημερομηνία εκταμίευσης, η  καθ’ ής είχε δικαίωμα να  μεταβάλει το εκάστοτε ισχύον συμβατικό  επιτόκιο την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα  μέχρι του ύψους του επιτοκιακού δείκτη Εuribor 3 μηνών,  κατ’ εξαίρεση  δικαιούτο να μεταβάλει το συμβατικό επιτόκιο μέχρι του διπλασίου του ύψους της ως άνω διαφοράς είτε όταν σε προηγούμενη μεταβολή του δείκτη δεν μετέβαλε αντίστοιχα το συμβατικό επιτόκιο, είτε όταν στο χρονικό σημείο
μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη, η απόδοση στη λήξη των ομολόγων διάρκειας δέκα (10) ετών του Ελληνικού Δημοσίου           διέφερε από την απόδοση των όμοιων ομολόγων του Γερμανικού Δημοσίου περισσότερο από μισή (0,5) ποσοστιαία μονάδα, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της αγοράς του ανταγωνισμού, και τον κίνδυνο που αναλάμβανε, τόσο για τη συγκεκριμένη χορήγηση, όσο και για το σύνολο των χορηγήσεων της ιδίας κατηγορίας, απόφαση που δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόκριμα  για την τυχόν (όροι 5.5.1, 5.5.2 και 5.5.3).   Με  την από 12.10.2010 πρόσθετη πράξη μεταβολής του επιτοκίου  ορίστηκε ότι για περίοδο 12 μηνών θα εφαρμοζόταν προνομιακό ονομαστικό επιτόκιο μειωμένο κατά 1,5 % σε σχέση με το ισχύον,  καθυστέρηση δε καταβολής δύο  δόσεων θα είχε ως συνέπεια την κατάργηση αυτού, οπότε το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου θα εκτοκιζόταν με το συμβατικό επιτόκιο κατά τους όρους 5.5.1, 5.5.2 και 5.5.3. Σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής οποιαδήποτε δόσης θα οφείλονταν τόκοι υπερημερίας για το ποσό που δεν έχει εξοφληθεί, οι οποίοι θα υπολογίζονταν με το εκάστοτε ανώτατο επιτόκιο υπερημερίας οριζόμενο κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες από το εφαρμοζόμενο συμβατικό επιτόκιο και τόκοι που δεν εξοφλούντο θα  εκτοκίζονταν από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης  με το ως άνω επιτόκιο υπερημερίας,  οι δε τόκοι που θα προέκυπταν θα ανατοκίζονταν ανά εξάμηνο.   Για το δάνειο τηρήθηκε ο με αρ. υπ’αριθμ. ……… λογαριασμός,  ο οποίος την 20.12.2011 εμφάνιζε  υπόλοιπο  58.951,97 € και καταγγέλθηκε  με την από 20.12.2011 εξώδικη δήλωση της καθ΄ής η ανακοπή, ήδη εκκαλούσας, που επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 31.1.2011 και 3.2.2012 αντίστοιχα. Περαιτέρω με την από 25.4.2013  αίτηση της  καθ’ής η ανακοπή εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (…../2013),  με βάση την οποία οι ανακόπτοντες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην  καθ’ ής το ποσό των 58.951,97 ευρώ, με το έντοκα με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας το οποίο υπερβαίνει το ενήμερο συμβατικό επιτόκιο κατά 2,5 %  από 4.2.2012.

Οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται  στον δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ανακοπής τους ότι η καθ’ ής η ανακοπή ανατόκιζε παράνομα την εισφορά  του ν. 128/1975,  και δεν είναι δυνατό  σ΄αυτούς να προσδιορίσουν το καθαρό ποσό των τόκων και αυτό της εισφοράς, ώστε για το λόγο αυτό η απαίτηση της καθ΄ής να είναι ανεκκαθάριστη. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί κατά πρώτο λόγο ως αόριστος, διότι οι ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν τα ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκαν παράνομα,  τα οποία έπρεπε να αφαιρεθούν από το συνολικό ποσό της απαίτησης που αναγράφεται στην προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής (ΕφΠειρ 401/2015 και 627/2014 ΝΟΜΟΣ). Αλλά ο ισχυρισμός αυτός είναι και νόμω αβάσιμος,  διότι όπως εκτέθηκε το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 νόμιμα μπορεί να ανατοκίζεται, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου. Σημειώνεται ότι κατά το άρθρο  5.2 της σύμβασης δανείου είχε συμφωνηθεί ο τόκος του δανείου να επιβαρύνεται με το συμβατικό επιτόκιο πλέον της εισφοράς του της εισφοράς του Ν. 128/75,  όπως κάθε φορά αυτή ίσχυε και περαιτέρω από την κίνηση του λογαριασμού του δανείου που συνόδευε την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής προέκυπταν πλήρως  το ποσό των τόκων της περιόδου,  το ποσό της δόσης ασφάλισης ζωής, το εκάστοτε επιτόκιο, η επιβάρυνση αυτού  με την εισφορά του ν. 128/1975 (0,60 %) από δε τις 28.5.2011 αναφέρονταν σε χωριστή στήλη επιπλέον  οι τόκοι υπερημερίας και οι μη εκτοκιζόμενοι τόκοι. Συνεπώς  ο ίδιος λόγος ανακοπής  σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέος  και ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω με τον τέταρτο λόγο ανακοπής   οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι η διαταγή πληρωμής είναι αόριστη ως προς την αιτία της πληρωμής των διατασσόμενων να καταβληθούν τόκων υπερημερίας,  διότι με την  αναφορά «με το εκάστοτε ανώτατο επιτόκιο υπερημερίας οριζόμενο κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες από το εφαρμοζόμενο συμβατικό επιτόκιο», δεν μπορούσε  να προσδιορισθεί το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων (υπερημερίας), το οποίο απαιτείτο  για το εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως της καθ΄ής.  Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού  το επικαλούμενο από τους ανακόπτοντες ελλείπον στοιχείο δεν αποτελεί, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής (και της σχετικής αίτησης προς έκδοση αυτής) αλλά μπορεί να προκύπτει και από τα επισυναπτόμενα για την έκδοσή της απαιτούμενα έγγραφα, ο δε ο υπολογισμός των τόκων υπερημερίας  είναι εφικτός με απλό μαθηματικό υπολογισμό, βάσει του κεφαλαίου και του συμβατικού επιτοκίου, προσαυξημένου κατά 2,5 %, όπως είχε συμφωνηθεί και αναγραφόταν στη διαταγή πληρωμής.

Ενόψει  αυτών το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε νόμιμους και βάσιμους τους άνω λόγους ανακοπής και δεχόμενο ότι παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της, έκανε δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε τη προσβληθείσα διαταγή πληρωμής, έσφαλε ως την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με όλους τους σχετικούς λόγους της ένδικης έφεσής της, οι οποίοι πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσία βάσιμοι, όπως και η ίδια η έφεση. Κατόπιν  αυτών, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση  να εξαφανισθεί, vα κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §. 1 ΚΠολΔ), να εξετασθεί στην ουσία της η επίδικη ανακοπή, να απορριφθούν, με βάση όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο τρίτος λόγος ανακοπής ως προς το  δεύτερο σκέλος του και ο τέταρτος  λόγος της ανακοπής  και να χωρήσει η έρευνα των λοιπών λόγων της ανακοπής που δεν εξετάσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Με δεδομένο δε ότι γίνεται δεκτή η έφεση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου  (άρθρο 495 § 3 εδ. στ’ ΚΠολΔ).

Με το άρθρο 1 ν. 1266/1982 καταργήθηκε η Νομισματική Επιτροπή, η οποία με βάση την εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν.δ. 588/1948 “περί ελέγχου πίστεως”, καθόριζε με απόφασή της (ΝΕ) τα “τραπεζικά επιτόκια” και παράλληλα ορίσθηκε ότι οι αρμοδιότητές της μεταβιβάσθηκαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της. Έκτοτε με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) καθορίζονταν τα “τραπεζικά επιτόκια”, τα επιτόκια, δηλαδή, που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή συναλλαγές. Ο Διοικητής ειδικότερα καθόριζε το ελάχιστο και το ανώτατο όριο των τραπεζικών επιτοκίων και οι τράπεζες ήσαν υποχρεωμένες να προσδιορίζουν τα επιτόκια των διαφόρων μορφών χορηγήσεων ή καταθέσεων μέχρι του ύψους αυτού. Τα οριζόμενα με βάση τις παραπάνω διατάξεις τραπεζικά επιτόκια μπορεί να ήσαν, και πολλές φορές συνέβαινε αυτό, ανώτερα των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων, δηλαδή των επιτοκίων των λοιπών, πλην των τραπεζικών συναλλαγών, αφού ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να λειτουργεί, σύμφωνα με την παραπάνω νομοθετική εξουσιοδότηση, και “κατά παρέκκλιση από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου…”. Μέχρι τον Ιανουάριο 1987 τα τραπεζικά επιτόκια τόσο ως προς το ανώτατο όσο και ως προς το κατώτερο όριο υπάγονταν σε αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτόκια, αλλά σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 6 του ν.δ. 548/1948 τα οριζόμενα αυτά επιτόκια ήσαν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για τους δανειζόμενους. Με την υπ’ αριθ. 1087/1987 ΠΔ/ΤΕ, με στόχο την, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω, αλλά και προς εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρχισε η μερική απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων στις βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίσθηκε για πρώτη φορά με την άνω πράξη μόνο το ελάχιστο όριο των επιτοκίων αυτών. Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο τραπεζικό επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων. Ειδικότερα, με την υπ’ αριθμό 2286/28-1-1994 ΠΔ/ΤΕ σχετικά με την καταναλωτική πίστη, τη χορήγηση δανείων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη προσωπικών αναγκών καθώς και για τις αγορές μέσω πιστωτικών καρτών κ.τ.λ., πλην των άλλων, ως προς το ύψος των επιτοκίων ορίζονται τα εξής: “… Με την προϋπόθεση της τήρησης του ενώπιον συνολικού κατ’ άτομο ορίου των δρχ. οκτώ εκατομμυρίων και των ειδικότερων ορίων των παρ. β. και γ., το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν”. Η εν λόγω πράξη του Διοικητή κάνει λόγο για επιφύλαξη “επιτοκίων χορηγήσεων”, πράγμα που παραπέμπει σαφώς στις τραπεζικές χορηγήσεις και όχι τις εξωτραπεζικές δικαιοπραξίες, αφού στις τελευταίες δεν τίθεται θέμα “χορηγήσεων” αλλά συμβάσεων, καθόσον η λέξη “χορηγήσεις” υποδηλώνει σαφώς τις κατ’ εξοχήν τραπεζικές συναλλαγές. Στόχος της απελευθέρωσης αυτής ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και λόγω και των οικονομικών συνθηκών άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. Εξαίρεση αποτελούν τα επιτόκια που ισχύουν στις χορηγήσεις της καταναλωτικής πίστης (κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κτλ), τα οποία λόγω της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν αυτά τα δάνεια (χορήγηση χωρίς πρόσθετες εξασφαλίσεις, μεγάλες επισφάλειες, απασχόληση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων κλπ), διαμορφώθηκαν από όλες τις τράπεζες σε ύψος μεγαλύτερο από τα εξωτραπεζικά (δικαιοπρακτικά) επιτόκια. Κατά συνέπεια, με σειρά πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος επήλθε ουσιαστικά απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων, οπότε η επέμβαση του νομοθέτη ως προς τον καθορισμό ανώτατου ορίου περιορίζεται στη ρύθμιση των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) μόνο επιτοκίων, σύμφωνα με τα άρθρα 293 – 295 ΑΚ. Ο προσδιορισμός των επιτοκίων αυτών γινόταν αρχικά, κατά τη νομοθετική εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί με το άρθρο 109 § 1 του ΕισΝΑΚ, με βασιλικό διάταγμα, εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας, και στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 876/1979, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ). Σε εφαρμογή των διατάξεων αυτών με το β.δ. 21/21.8.1946 το ανώτατο από δικαιοπραξία επιτόκιο ορίστηκε σε 10% ετησίως και το νόμιμο και από υπερημερία επιτόκιο ορίστηκε σε 12% ετησίως. Τα ποσοστά αυτά ίσχυσαν μέχρι το έτος 1979 και έκτοτε αναπροσαρμόζονται κάθε φορά, ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες, από τις εκδιδόμενες ΠΥΣ, σε πολλές από τις οποίες ορίζεται ότι η εφαρμογή τους εκτείνεται μόνο στα εξωτραπεζικά επιτόκια. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) και τα τραπεζικά επιτόκια αποτελούσαν ανέκαθεν δύο διακριτά μεταξύ τους και μάλιστα μη συγκρίσιμα μεγέθη, που δεν επικαλύπτονται από άποψη πεδίου εφαρμογής, υποκείμενα σε απολύτως μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις, αφού καθεμία κατηγορία ρυθμίζεται από διαφορετικά όργανα με διαφορετική νομοθετική εξουσιοδότηση, τα δε τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, αλλά και τη στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους και χωρίς οι τράπεζες, κατά τον καθορισμό τους, να δεσμεύονται από το ύψος των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων (ΑΠ 2037/2014). Ενόψει αυτών, συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, που καταρτίσθηκαν μετά την απελευθέρωσή τους και με τις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν, κατά περίπτωση, υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι εκ μόνου του λόγου αυτού αθέμιτες (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 652/2010, ΑΠ 1219/2001). Συνακόλουθα, η συμφωνία μεταξύ πιστούχου και πιστωτικού ιδρύματος περί χορήγησης καταναλωτικού δανείου από το τελευταίο, με την οποία, κατά περίπτωση και με βάση τις προαναφερόμενες συνθήκες και ιδίως των χρηματοπιστωτικών αγορών και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους, σαφώς καθορίζεται κυμαινόμενο επιτόκιο και περιγράφεται ο τρόπος υπολογισμού του με κριτήρια αντικειμενικά, δεν καθίσταται άκυρη, από το γεγονός και μόνο ότι κατά την κατάρτισή της το συμβατικά προβλεπόμενο ύψος του τραπεζικού επιτοκίου υπερέβαινε τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) κατά ορισμένες μονάδες, και κατά την καταγγελία ακόμη περισσότερες, και τούτο διότι η συμφωνία περί καθορισμού κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου στηρίζεται στις επικρατούσες, κατά το χρόνο συνομολόγησής της, προαναφερόμενες συνθήκες, οι οποίες μάλιστα σε περίπτωση μεταβολής τους θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν όχι μόνο τη μείωση υπέρ του πιστούχου αλλά και την υπέρ του πιστωτικού ιδρύματος αύξησή του. Ενόψει των εκτεθέντων, με βάση την αρχή του απαραβιάστου των συμβάσεων (pacta sunt servanda), παραμένει για τα συμβαλλόμενα μέρη η άνω συμφωνία έγκυρη και δεσμευτική, κατά το υπερβάλλον ποσοστό του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου, ελεγχόμενη, ενδεχομένως, εάν συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις και γίνει σχετική επίκληση αυτών, στο πλαίσιο των γενικών ρητρών του ΑΚ (άρθ. 281, 388), καθώς και του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 “προστασία καταναλωτή” και όχι διότι αυτό, δηλαδή το συμβατικά καθορισθέν κυμαινόμενο τραπεζικό επιτόκιο, υπερβαίνει απλώς και μόνο τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια (ΑΠ 848/2018 σε www.areiospagos.gr ΑΠ 2037/2014,  ΑΠ 756/2015, ΑΠ  370/2012 TNΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. α` του ν. 2251/1994 “προστασία καταναλωτών”, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3587/2007, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του. Υπό την έννοια αυτή, ο δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέκτης των πιστωτικών υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς και καταναλωτής, ενώ και ο εγγυητής υπέρ τέτοιου δανειολήπτη και ιδίως αυτός που εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης (παραιτούμενος των ενστάσεων), ο οποίος δεν ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του, εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άνω νόμου, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγύησης (βλ. ολ.ΑΠ 13/2015 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 ” περί προστασίας των καταναλωτών”, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 24 του Ν. 2741/1999 και το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 3587/2007, γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης τράπεζας, στον οποίο αυτή, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί οιασδήποτε μορφής πίστωση. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας των γενικών αυτών όρων κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Πρέπει δηλαδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ν. 2251/1994, οι οποίες, ως προς τον έλεγχο των όρων των συναλλαγών (ΓΟΣ) αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ με τα αναφερόμενα σ` αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών, να λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση καθώς και του σκοπού αυτής, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών. Ως μέτρο δε ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει ένα γενικό όρο άκυρο, ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η δε διατάραξη αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Τα περιστατικά αυτά, τα οποία διαταράσσουν την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και καθιστούν τον όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να προβάλλονται με σαφήνεια ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, για να έχει αυτό τη δυνατότητα να κρίνει, στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών, για την ακυρότητα ή μη ως καταχρηστικού του σχετικού όρου (ΑΠ 350/2016, ΑΠ 561/2014 TNΠ ΝΟΜΟΣ). Εκτός, όμως, από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., που συνεπάγεται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην επομένη παράγραφο 7 του ιδίου άρθρου απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς, ως προς αυτούς, να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ` αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δε λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ., εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν δηλαδή έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (Ολ. Α.Π. 15/2007, ΑΠ 994/2018, ΑΠ 2037/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες με τον δεύτερο  λόγο της ανακοπής τους  ισχυρίζονται ότι στο υπόλοιπο του λογαριασμού έχουν ενσωματωθεί μη λογιστικοποιημένοι τόκοι ποσού 5.618,39 ευρώ, με ονομαστικό επιτόκιο 14,5 %  κυμαινόμενο, το οποίο υπερέβαινε το ισχύον δικαιοπρακτικό επιτόκιο των 6,75 % με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί παράνομα ο λογαριασμός με  τουλάχιστον το  επιπλέον ποσό των 6.066,03 ευρώ, ώστε να καθίσταται η απαίτηση της καθ΄ής ανεκκαθάριστη.  Ότι  περαιτέρω (πρώτο σκέλος τρίτου λόγου ανακοπής) οι όροι 5.5.1, 5.5.2 και 5.5.3 της σύμβασης δανείου,  σύμφωνα με  τους οποίους η καθ’ ής είχε δικαίωμα να  μεταβάλει το εκάστοτε ισχύον συμβατικό  επιτόκιο την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα  μέχρι του ύψους του επιτοκιακού δείκτη Εuribor 3 μηνών,  κατ’ εξαίρεση  δικαιούτο να μεταβάλει το συμβατικό επιτόκιο μέχρι του διπλασίου του ύψους της ως άνω διαφοράς
είτε όταν σε προηγούμενη μεταβολή του δείκτη δεν μετέβαλε αντίστοιχα το συμβατικό επιτόκιο, είτε όταν στο χρονικό σημείο
μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη, η απόδοση στη λήξη των ομολόγων διάρκειας δέκα (10) ετών του Ελληνικού Δημοσίου (παρ. 5.5.5)            διαφέρει από την απόδοση των όμοιων ομολόγων του Γερμανικού Δημοσίου περισσότερο από μισή (0,5) ποσοστιαία μονάδα και θα αποφάσιζε για την παραπάνω μεταβολή (ή μη) λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού, όπως και τον κίνδυνο που εκάστοτε αναλαμβάνει, τόσο για τη συγκεκριμένη χορήγηση, όσο και για το σύνολο των χορηγήσεων της ιδίας κατηγορίας, απόφαση που δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόκριμα  για την τυχόν επόμενη μεταβολή του επιτοκίου, είναι άκυροι ως καταχρηστικοί, καθώς εμφανίζουν αοριστία, δεδομένου ότι  επιτρέπουν στην καθ’ ής να προσδιορίζει οποιοδήποτε συμβατικό επιτόκιο, χωρίς κριτήρια ειδικά και εύλογα εκ των προτέρων γνωστά. Ότι δεν προκύπτει πώς το επιτόκιο από 14,5 % διαμορφώθηκε σε 14,75 % τον Μάϊο του 2011. Οι άνω λόγοι ανακοπής  είναι απορριπτέοι, καθώς, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων οι συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες, μόνο  για το λόγο αυτό, χωρίς επιπρόσθετα στοιχεία που δεν παραθέτουν οι ανακόπτοντες. Εξάλλου, από τους συγκεκριμένους όρους δεν θίγεται  η θεμελιώδης αρχή της προστασίας του καταναλωτή, που είναι η διαφάνεια, η οποία διέπει το δίκαιο των Γ.Ο.Σ. και είναι ενσωματωμένη στην ημεδαπή έννομη τάξη με τις ως άνω διατάξεις του ν. 2251/1994. Οι συνέπειες και επιβαρύνσεις από τον όρο περί κυμαινόμενου επιτοκίου είναι ευκρινείς για την πρώτη ανακόπτουσα (δανειολήπτρια) με  την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από αυτήν ως μέση καταναλώτρια, η οποία δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές και οικονομικές γνώσεις. Η διατύπωση του όρου υπήρξε σαφής και κατανοητή, το περιεχόμενο αυτού ορισμένο και η εξέλιξη του προβλέψιμη. Ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου ήταν  σαφώς περιγεγραμμένος και προσδιορισμένος με κριτήρια αντικειμενικά, αφού στη διαμόρφωσή του λαμβανόταν υπόψη ο επιτοκιακός δείκτης euribor και η πρώτη των ανακοπτόντων, καταναλώτρια, μπορούσε να αντιληφθεί με πλήρη σαφήνεια την αναλαμβανόμενη υποχρέωση ως προς το ύψος του επιτοκίου του δανείου της, το οποίο ήταν εκ των προτέρων εναργές και σαφές και προσδιοριζόταν εξαρχής πριν την κατάρτιση της συμφωνίας, χωρίς απόκρυψη άλλων κριτηρίων, που θα διέψευδαν τις τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής του σχέσης με την Τράπεζα. Η ρήτρα εξάλλου, που παρείχε στην καθ’ ής  τη διακριτική ευχέρεια να καθορίσει το επιτόκιο μέχρι ορισμένου ανωτάτου ορίου, λειτουργούσε στην ουσία υπέρ του δανειζόμενου καταναλωτή, αφού θα είχε ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα τον καθορισμό του επιτοκίου σε ύψος κατώτερο του ανωτάτου ορίου, όπως θα προέκυπτε από την εφαρμογή του σχετικού όρου της συμβάσεως δανείου (ΑΠ 994/2018, ΕφΘεσ 2256/2018, ο.π. ΕφΠειρ 103/2019).¨Οπως ακόμα προεκτέθηκε, από την κίνηση του λογαριασμού της πίστωσης προκύπτει σαφώς το εφαρμοζόμενο επιτόκιο για κάθε περίοδο, ήτοι τρέχον ονομαστικό επιτόκιο 14,5 % έως την 20.5.2011 και από την άνω ημερομηνία ονομαστικό επιτόκιο 14,75 % λόγω προσαύξησης του επιτοκίου κατά 2,5 % μονάδες, εξαιτίας υπερημερίας της πρώτης ανακόπτουσας.   Κατόπιν αυτών οι σχετικοί λόγοι ανακοπής πρέπει να απορριφθούν ως κατά  πρώτο λόγο ως  μη νόμιμοι, ο δε δεύτερος λόγος ανακοπής επιπλέον ως αόριστος και ως ουσιαστικά αβάσιμος

Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως «δικαίωμα» νοείται αυτό που απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, θεωρείται δε ότι ασκείται καταχρηστικώς και όταν συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 7/2002 ΝΟΜΟΣ). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμα του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική ή όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από την σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας, του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 828/2018, ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 1472/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΑΠ 385/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 381/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση οι  ανακόπτοντες με τον πρώτο  λόγο της ανακοπής τους ισχυρίζονται τα εξής : Ότι    την επίδικη σύμβαση καταναλωτικού δανείου σύναψε για την αποπληρωμή πιστωτικών καρτών της πιστούχου πρώτης ανακόπτουσας εταίρου στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία …………..», στην οποία ήταν εταίρος ο δεύτερος ανακόπτων. Ότι στην καθ΄ής ήταν γνωστή η κακή οικονομική κατάσταση τόσο της ιδίας όσο και της εταιρίας, το ίδιο δε διάστημα ο σύζυγος της πρώτης ανακόπτουσας εμφάνισε πρόβλημα καταθλιπτικής συνδρομής. ¨Ότι τα ανωτέρω επισήμανε  στις τηλεφωνικές οχλήσεις εκπροσώπων της καθ΄ής η ανακοπή, τον χρόνο αποπληρωμής του δανείου (Απρίλιος 2011) και στις 29.6.2011 υπέβαλε έγγραφο αίτημα για  ρύθμιση εκ νέου του δανείου, αλλά παρ΄όλα αυτά η καθ΄ής προχώρησε με την από 20.12.2011 εξώδικη δήλωσή της  στην καταγγελία της δανειακής σύμβασης. ¨Ότι  η πρώτη των ανακοπτόντων συναίνεσε στις 28.3.2013  στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ιδιοκτησίες της (ποσοστό εξ αδιαιρέτου) στον Πειραιά και υπέβαλε αίτημα εκ νέου  έγγραφης ρύθμισης της οφειλής της, κατόπιν προτροπής της πληρεξουσίας Δικηγόρου της καθ΄ής, το οποίο έμεινε αναπάντητο. Ότι η ίδια συναίνεσε αντί του ποσοστού της εξ αδιαιρέτου στον Πειραιά στην εγγραφή προσημείωσης στην εξοχική της κατοικία στην ¨Ανδρο. ¨Ότι ενώ ανέμενε την απάντηση από το  νομικό τμήμα της καθ’ ής,  η τελευταία προέβη στην έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, επιβαρύνοντας τους ανακόπτοντες με τα δικαστικά έξοδα, γεγονός που έχει ως συνέπεια την καταχώριση του δευτέρου στον «Τειρεσία».   Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά όμως, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλ. δεν συνεπάγονται υπέρβαση των ορίων, που θέτουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ώστε να θεωρηθεί καταχρηστική τόσο η άσκηση του δικαιώματος της καθ΄ής να καταγγείλει στη σύμβαση όσο και να επιδιώξει την αξίωση της με την έκδοση διαταγής πληρωμής. Και μόνο η υποβολή αιτήματος προς ρύθμιση της οφειλής ή η συναίνεση στην  εγγραφή προσημείωσης από πλευράς ανακόπτουσας δεν καθιστά την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής καταχρηστική, δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε  ο δανειστής έχει δικαίωμα να αποφασίσει τον τρόπο είσπραξης της απαίτησής του και μάλιστα να εξοπλίσει αυτή με εκτελεστό τίτλο, χωρίς να έχει  νομική  ή  ηθική υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξή της με τον τρόπο που του προτείνει ο οφειλέτης αποδεχόμενος σχετικά αιτήματα ρύθμισης της οφειλής (καθυστερώντας ουσιαστικά την είσπραξη αυτής)  εκτός αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει προφανής υπέρβαση των αρχών της 281 ΑΚ.   Το γεγονός επίσης  ότι η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, όπως είναι επόμενο, μπορεί να επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στους ανακόπτοντες, δεν μπορεί από μόνο του να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, εκτός αν αυτό συνδυασθεί  και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει πρόδηλο  συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος (βλ. και  ΑΠ 1202/2018). Παρόμοια όμως περιστατικά με τα οποία να υπάρχει προφανής υπέρβαση των αρχών των 281 ΑΚ δεν επικαλούνται οι  ανακόπτοντες. Εξάλλου από τα προσκομιζόμενα έγγραφα προκύπτει ότι η  πρώτη από αυτούς  σύναψε το επίδικο καταναλωτικό δάνειο για ρύθμιση παλαιότερων οφειλών της,  όπως αναφέρει και στο δικόγραφο της ανακοπής της,  δεν προέβη σε καμία καταβολή (από τον Απρίλιο του 2011 μετά την πάροδο της εξάμηνης περίοδος χάριτος) και υπέβαλε  αίτημα ρύθμισης για το επίδικο δάνειο στις 26.3.2013,  αφού είχε γίνει  η καταγγελία της σύμβασης δανείου, αιτούμενη επιμήκυνση περιόδου αποπληρωμής για χρονικό διάστημα 30 ετών και μείωση τρέχοντος επιτοκίου περίοδο χάριτος 2 ετών. Η  απάντηση της καθ’ής ήταν ότι το αίτημα για ρύθμιση του δανείου της θα εξεταζόταν, εφόσον υποβαλλόταν αίτηση ρύθμισης για το σύνολο καταναλωτικών στεγαστικών και εξ εγγυήσεως οφειλών στην πιστούχο ……… Όμως και από τα παραπάνω  προκύπτει  η πολύ κακή οικονομική κατάσταση της πρώτης ανακόπτουσας (που συνομολογείται),  η οποία είχε μόνιμο και όχι πρόσκαιρο χαρακτήρα, ώστε η  καταγγελία της επίδικης σύμβασης δανείου,  λόγω μη εξυπηρέτησης της  οφειλής για την αποφυγή περαιτέρω διόγκωσης αυτής  και η ακόλουθη έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής κατά της  ανακόπτουσας και του εγγυητή ήταν νόμιμη και επιβεβλημένη  για την περιφρούρηση του συμφέροντος της καθ΄ής η ανακοπή, χωρίς η συναίνεση στην παροχή εμπράγματης ασφάλειας και η υποβολή αιτήματος ρύθμισης να περιάγουν  αυτήν σε καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση των δικαιωμάτων της αυτών  (ΑΠ 1352/2011 ο.π.). Ενόψει αυτών και ο παραπάνω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος και σε κάθε περίπτωση ως ουσιαστικά αβάσιμος. Μετά τις σκέψεις αυτές, αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της ανακοπής προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της, να επικυρωθεί η προσβληθείσα διαταγή πληρωμής και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή – εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος των ηττωμένων ανακυπτόντων – εφεσιβλήτων,  τα οποία όμως θα επιδικασθούν μειωμένα λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία της  την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να επιστραφεί το καταβληθέν παράβολο των εκατό (100,00) ευρώ στον καταθέσαντα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθ. 5004/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της ουσίας την από την από 27-6-2013 και με αρ.κατ. …./2013 ανακοπή  κατά της υπ’ αριθ. …./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της από 30.5.2013 επιταγή προς εκτέλεση, κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της διαταγής πληρωμής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την άνω  διαταγή πληρωμής.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ανακόπτοντες – εφεσίβλητους σε μέρος των  δικαστικών έξοδα της καθ` ης η ανακοπή – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων  (600,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και δημιοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στον Πειραιά την 9-5-2019,   απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

 

 Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ