Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 271/2019

Αριθμός     271/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται προς συζήτηση η από 15-6-2017, με αριθμ. κατ. ……./2017, έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας επί της από 26-4-2016 και ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ασκηθείσας αγωγής κατά της υπ΄ αριθμ. 2256/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών-περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 και 621 επ. του ΚΠολΔ). Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ. και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), εντός της νόμιμης προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα της δικογραφίας επίδοση της εκκαλουμένης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 518 παρ. 2, 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Aπαράδεκτα, ωστόσο, η εδρεύουσα στην ….. και νόμιμα εκπροσωπούμενη συνδικαλιστική οργάνωση, με την επωνυμία «…………»), άσκησε με τις προτάσεις της, ενώπιον του δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εκκαλούσας-ενάγουσας, επικαλούμενη ότι η τελευταία αποτελεί μέλος της, δεδομένου ότι κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 591 παρ. 1 περ. β΄ ΚΠολΔ, η πρόσθετη αυτή παρέμβαση δεν ασκήθηκε με ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο έπρεπε να επιδοθεί στην εφεσίβλητη τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη συζήτηση (βλ. Καλ. Μακρίδου, Χαρ Απαλλαγάκη και Γεωργ.Διαμαντόπουλου «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ», έκδ.2018, σελ.28).

Με την από 26-4-2016 αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη, εκκαλούσα ιστορούσε ότι την 1-09-2006 σύναψε με την εναγόμενη, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως συντάκτρια σε περιοδικά που η τελευταία εκδίδει. Ότι από την πρόσληψή της έως τις 2-02-2016, απασχολείτο ως συντάκτρια άρθρων για το περιοδικό με τίτλο «……….», ενώ από 1-09-2008 της είχε ανατεθεί επιπλέον και η οργάνωση ύλης του ανωτέρω περιοδικού. Ότι παρείχε την εργασία της από Δευτέρα έως Παρασκευή, αντί συμφωνηθέντος μισθού ανερχόμενου από το Μάρτιο του έτους 2015 και εφεξής στο ποσό των 1.600 ευρώ μικτά. Περαιτέρω, ιστορούσε ότι προσέφερε στην εναγόμενη πραγματικά και προσηκόντως τις υπηρεσίες της έως τις 2-02-2016, οπότε η εναγόμενη κατήγγειλε εγγράφως και χωρίς προειδοποίηση τη σύμβαση εργασίας της, καταβάλλοντάς της (έως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής) τα 2/3 της αποζημίωσης απόλυσης. Oτι η ανωτέρω καταγγελία είναι άκυρη, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν. 1483/1984, διότι έγινε ενώ βρισκόταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία είχε ξεκινήσει από τις 25-01-2016 και το οποίο πληροφορήθηκε η ίδια στις 8-03-2016, ενημέρωσε δε την εναγομένη σχετικά στις 8-04-2016 και χωρίς η εναγόμενη να αιτιολογήσει την καταγγελία γραπτώς αναφέροντας την ύπαρξη σπουδαίου λόγου και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση προς τις αρμόδιες υπηρεσίες Επιθεώρησης Εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. Ότι για το λόγο αυτό οφείλονται σε αυτήν αποδοχές υπερημερίας για το διάστημα από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της (2-02-2016) έως τις 7-06-2016 (πιθανή ημερομηνία συζήτησης της κρινομένης αγωγής). Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ζητούσε α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, που έγινε στις 2-02-2016, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 6.400 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία που κάθε επιμέρους τμηματική μισθολογική παροχή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της, καταδικαζομένη σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της σε χρηματική ποινή ποσού 300 ευρώ για κάθε ημέρα που θα αρνείται να συμμορφωθεί με το διατακτικό της εκδοθησομένης απόφασης.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται, ήδη,  η εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της, επικαλούμενη πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Ένορκη βεβαίωση είναι το επώνυμο αποδεικτικό μέσο με το οποίο πρόσωπο το οποίο έχει την ιδιότητα του μάρτυρα και υπό τις ίδιες με τους μάρτυρες νόμιμες προϋποθέσεις βεβαιώνει ενόρκως, αλλά εγγράφως, την γνώση του επί πραγματικών περιστατικών. Οι προϋποθέσεις υποστατού και παραδεκτού της ένορκης βεβαίωσης είναι (α) Κλήτευση των αντιδίκων με επιμέλεια του διαδίκου που επισπεύδει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, (β) τήρηση προθεσμίας κλήτευσης δύο (2) εργάσιμων ημερών πριν την προσδιορισμένη από τον επισπεύδοντα διάδικο ημερομηνία λήψης της ένορκης βεβαίωσης,(γ) πλήρες περιεχόμενο κλήσης, σύμφωνα με το άρθρ. 422 §1 ΚΠολΔ, το οποίο να διαλαμβάνει την ημερομηνία και ώρα λήψης, το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του συμβολαιογράφου ή αναφορά στον ειρηνοδίκη ενώπιον του οποίου θα λάβει χώρα. Την αγωγή (ή ένδικο βοήθημα ή μέσο), που αφορά η βεβαίωση, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα,(δ) λήψη μέχρι πέντε (5) τον αριθμό ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον (τουλάχιστον λειτουργικά) αρμόδιου οργάνου (ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου). Με το άρθρο 422 § 3 ΚΠολΔ προβλέπεται ο αριθμητικός περιορισμός των ενόρκων βεβαιώσεων. Ο περιορισμός αυτός ισχύει πλέον τόσο για την τακτική όσο και για τις ειδικές διαδικασίες. Οι διάδικοι καταθέτουν μέχρι 5 βεβαιώσεις με τις προτάσεις τους και μέχρι 3 βεβαιώσεις για αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων των αντιδίκων τους. (ε) ιδιότητα μάρτυρα (τρίτο πρόσωπο ως προς τους διαδίκους, ικανό και μη εξαιρεθέν), (στ) ορκοδοσία και (ζ) εμπρόθεσμη υποβολή της βεβαίωσης με τις προτάσεις (κι εφόσον αφορά σε αντίκρουση προηγηθείσης ένορκης βεβαίωσης, με την προσθήκη).Αν δεν πληρούται κάποιος από τους ανωτέρω όρους (ή δεν αναφέρονται στην κλήση τα λοιπά στοιχεία του άρθρ. 118 ΚΠολΔ), η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη (εκτός από την περίπτωση «ζ», όπου είναι απαράδεκτη) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 424 ΚΠολΔ και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε καν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Ωστόσο, τα ελαττώματα που σχετίζονται με την κλήτευση (υπό στοιχεία «α, β και γ» ανωτέρω) θεραπεύονται εμπράκτως δια της παραστάσεως του αντιδίκου του κλητεύοντος διαδίκου κατά την διαδικασία λήψης της ένορκης βεβαίωσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθ. 421 ΚΠολΔ., η ένορκη βεβαίωση πρέπει να λαμβάνεται ενώπιον ειρηνοδίκη, συμβολαιογράφου ή προξένου με συγκεκριμένη τοπική αρμοδιότητα (αυτή της έδρας του δικαστηρίου, κατοικίας ή διαμονής του μάρτυρα).Το άρθ. 424 φαίνεται να επιβάλλει κατά την διατύπωσή του το ανυπόστατο και στις ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν ενώπιον τοπικά αναρμόδιου ειρηνοδίκη, συμβολαιογράφου ή προξένου. Ωστόσο, κατά την τελολογικά ορθότερη άποψη, τέτοιες ένορκες βεβαιώσεις δεν καθίστανται αυτοδικαίως άκυρες (ανυπόστατες), αλλά άκυρες με απόδειξη δικονομικής βλάβης (159 § 3 ΚΠολΔ) από την πλευρά του κλητευόμενου αντιδίκου και με αντίστοιχη κήρυξή τoυς ως άκυρων με δικαστική απόφαση. Και τούτο, διότι στον σκληρό πυρήνα των απαραίτητων στοιχείων του υποστατού της ένορκης βεβαίωσης ανήκει η λήψη της ενώπιον λειτουργικά αρμόδιου οργάνου (π.χ. λήψη από συμβολαιογράφο και όχι από ληξίαρχο) και όχι η λήψη ενώπιον τοπικά αρμόδιου. Εξάλλου, η αναρμοδιότητα δεν αποτελεί ούτε στο πλαίσιο της δίκης προϋπόθεση που συνεπάγεται απαράδεκτο της αγωγής, κατά μείζονα δε λόγο δεν μπορεί να συνεπάγεται απαράδεκτο αποδεικτικού μέσου. Όλα τα ανωτέρω εφαρμόζονται ενιαία τόσο στην τακτική όσο και στις ειδικές διαδικασίες (κατά παραπομπή του άρθρ. 591 § 1), αφού μετά το ν. 4335/2015 απαλείφθηκαν οι ειδικές διατάξεις των άρθρ. 650 § 1 και 671 § 1 ΚΠολΔ. που προέβλεπαν κλήτευση προ 24ώρου και σε αντικατάστασή τους δεν εισήχθησαν άλλες με ειδικότερο περιεχόμενο. Συνεπώς, τόσο ως προς την προθεσμία κλήτευσης όσο και ως προς το υποχρεωτικό περιεχόμενο της κλήσης, θα εφαρμόζονται ομοίως στην τακτική και στις ειδικές διαδικασίες τα άρθρ. 421–424 ΚΠολΔ.

Στην προκείμενη περίπτωση, η υπ’αριθμ. …../16-2-2017 βεβαίωση της μάρτυρος ………., που λήφθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά, ……… και που προσκομίστηκε από την ενάγουσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την προσθήκη των προτάσεών της και, ελήφθη με πρωτοβουλία της, μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο προς αντίκρουση ισχυρισμών, που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση της αγωγής, ορθά δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς δεν λήφθηκε μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη `βεβαίωση, δεδομένου ότι η κλήτευση της ενάγουσας έλαβε χώρα κατά τη συζήτηση της  αγωγής και καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 14-2-2017 και έτσι, μεσολάβησε μόνο μία (1)εργάσιμη ημέρα πριν τη βεβαίωση, που δόθηκε στις 16-2-2017, αντί των δύο(2)ημερών, που κατά νόμον απαιτούνται. Oρθά, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έκανε δεκτή την ως άνω ένορκη βεβαίωση, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και επομένως, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της έφεσης, πρέπει ως αβάσιμος να απορριφθεί.

Σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν.3896/2010, απαγορεύεται η καταγγελία ή η με οποιονδήποτε τρόπο λύση της σχέσης εργασίας, καθώς και κάθε άλλη δυσμενής μεταχείριση για λόγους φύλου ή οικογενειακής κατάσταση. Και η απόλυση εργαζόμενης λόγω της εγκυμοσύνης της ή για λόγους που ανάγονται στην κατάσταση αυτή συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση λόγω φύλου και επομένως, εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 14 του ν.3896/2010.Ο νομοθέτης δεν αρκείται σε μία απαγόρευση της απόλυσης, όταν αυτή έχει ως αιτία την εγκυμοσύνη και γενικότερα την μητρότητα, αφήνοντας κατά τα λοιπά άθικτη την ελευθερία της καταγγελίας. Η επιβαλλόμενη από το ίδιο το Σύνταγμα προστασία της μητρότητας (άρθρ.21 παρ.1) επιβάλλει μία αυξημένη προστασία και από την απόλυση. Την προστασία αυτή παρέχει το άρθρο 15 παρ.1 του ν.1483/1984.Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, όπως τροποποιήθηκε με το ν.3996/2011, «απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και για το χρονικό διάστημα δεκαοκτώ(18) μηνών, μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Η προστασία από την καταγγελία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας ισχύει τόσο έναντι στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται χωρίς προηγουμένως να έχει απασχοληθεί αλλού, πριν συμπληρώσει δεκαοκτώ(18)μήνες από τον τοκετό ή το μεγαλύτερο χρόνο που προβλέπεται στην παρούσα, όσο και έναντι του νέου εργοδότη στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται και μέχρι τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρόνων. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου, που οφείλεται στην εγκυμοσύνη». Επίσης, το άρθρο 10 παρ.2 του Π.Δ.176/1997 ορίζει ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν.1483/1984, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση στην Επιθεώρηση Εργασίας. Η παράλειψη κοινοποίησης δεν επιφέρει ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά ενδεχομένως, διοικητικές και ποινικές κυρώσεις (βλ. Ληξουριώτη, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, σελ.692). Η παρεχόμενη από το νόμο προστασία δεν εξαρτάται από το αν ο εργοδότης γνώριζε ή όχι την εγκυμοσύνη. Σύμφωνα με τη νομολογία η εργαζόμενη μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα της καταγγελίας, που έγινε χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του νόμου, ακόμη και αν ο εργοδότης ή και η ίδια, κατά το χρόνο της καταγγελίας, δεν γνώριζαν την εγκυμοσύνη. Αρκεί το αντικειμενικό γεγονός της εγκυμοσύνης. Ορθά, όμως, επισημαίνεται ότι η εκπλήρωση από τον εργοδότη της πρόσθετης υποχρέωσης έγγραφης αιτιολόγησης της καταγγελίας, με την αναφορά του σπουδαίου λόγου, που την δικαιολογεί, προϋποθέτει τη γνώση του εργοδότη, κατά το χρόνο της καταγγελίας του περιστατικού της εγκυμοσύνης. Διαφορετικά, δεν μπορεί να απαιτηθεί από αυτόν να τηρήσει μία υποχρέωση, που έχει ως προϋπόθεση ακριβώς τη γνώση αυτή (ΕφΘεσ1794/2012). Επίσης, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι αν ο εργοδότης αγνοεί, κατά το χρόνο της καταγγελίας την εγκυμοσύνη, η εργαζόμενη οφείλει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, να την γνωστοποιήσει στον εργοδότη, διαφορετικά, η παρεχόμενη προστασία χάνεται. Με τη γνωστοποίηση αυτή ο εργοδότης μπορεί έγκαιρα, να αποφασίσει αν θα εμμείνει στην καταγγελία, εκτιμώντας π.χ. ότι συντρέχει σπουδαίος λόγος για τη λύση της σύμβασης ή θα καλέσει την εργαζόμενη να αναλάβει και πάλι εργασία, ώστε να αποφύγει τις συνέπειες της ακυρότητας της καταγγελίας. Το γεγονός ότι η ακυρότητα της καταγγελίας θεραπεύεται αν η απολυθείσα δεν την προσβάλει εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας δεν την απαλλάσσει από την παραπάνω υποχρέωση έγκαιρης γνωστοποίησης.

Όπως προκύπτει από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 15 του ν.1483/1984, η προστασία της εγκύου από την απόλυση δεν είναι απόλυτη. Ο νομοθέτης, κατ’εξαίρεση, επιτρέπει την καταγγελία, αν συντρέχει σπουδαίος λόγος και τηρηθούν οι διατυπώσεις, που επιβάλλει. Πρόκειται για την έκτακτη καταγγελία της σύμβασης, την καταγγελία, δηλαδή, για σπουδαίο λόγο, κατά την έννοια του άρθρου 672ΑΚ (ΑΠ 1221/2004 ΔΕΝ2005, 216). Για την έννοια του σπουδαίου λόγου ως προϋπόθεση του κύρους της έκτακτης καταγγελίας, απαιτείται να συντρέχουν περιστατικά, τα οποία, κατ’ αντικειμενική εκτίμηση, καθιστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, μη ανεκτή για τον καταγγέλοντα τη συνέχιση της σύμβασης εργασίας, ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματος στο πρόσωπο της εργαζόμενης (ΑΠ245/2002ΔΕΕ2003, 204). Κρίθηκε ότι μπορούν να αποτελέσουν σπουδαίο λόγο η διακοπή της λειτουργίας υποκαταστήματος που οφείλεται σε οικονομικές δυσχέρειες (ΕφΘεσ47/1991Αρμ1991,48), η ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων (ΑΠ1221/2004 ΔΕΝ2005, 216), η μη συμμόρφωση στις οδηγίες του εργοδότη, παρά τις επανειλημμένες συστάσεις και παρατηρήσεις (ΕφΑθ1426/1996 ΔΕΝ1998, 276), η πλημμελής εκπλήρωση των καθηκόντων, εφόσον αυτή δεν οφείλεται στην εγκυμοσύνη (ΑΠ976/1998ΔΕΝ1999, 284) κ.α. Η ύπαρξη σπουδαίου λόγου για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αποτελεί ένσταση του εναγόμενου εργοδότη και συνεπώς αυτός οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει τα περιστατικά, που θεμελιώνουν τον σπουδαίο λόγο(ΑΠ308/2011ΧρΙΔ2012, 223, βλ. και Δημ.Ζερδελή, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ.2015).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και απ’όλα τα έγγραφα, πλην της ως άνω ένορκης βεβαίωσης της …………, που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΑΠ 416/1999, ΑΠ 1225/2002 δημ.  στη ΝΟΜΟΣ), συμπεριλαμβανομένων μεταξύ των εγγράφων και  των υπ’ αριθμ. …./6-12-2017 και …../6.12.2017 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον του  Ειρηνοδίκη Πειραιά, των μαρτύρων ……….. και ………, αντίστοιχα, βεβαιώσεις, οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατ’άρθρ.422 παρ.1 εδ.α΄ σε συνδ. με άρθρ.424 ΚΠολΔ, κλήτευσης της εναγόμενης, όπως αποδεικνύεται από την υπ’αριθμ……/1-12-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, …….., καθώς και την προσκομιζόμενη από την εναγόμενη, υπ’αριθμ. ……./6-12-2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος …….., ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιά, που λήφθηκε μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας, όπως αποδεικνύεται από την υπ’αριθμ…..΄/1-12-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ………. και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη και χωρίς απόδειξη απ’ το Δικαστήριο (άρθρ.336 περ.δ΄ ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη εταιρεία, «……….», είναι θυγατρική του ομίλου της ……… και δραστηριοποιείται κυρίως στην παραγωγή και έκδοση ημερήσιων και εβδομαδιαίων εφημερίδων, περιοδικών και παντός εν γένει έντυπου υλικού, πολιτικού, κοινωνικού, αθλητικού, οικονομικού, εκπαιδευτικού, πνευματικού και ψυχαγωγικού περιεχομένου. Έδρα της εναγόμενης είναι το ………. Η ενάγουσα, δημοσιογράφος, προσλήφθηκε, την 1-09-2006, από την εναγόμενη, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως συντάκτρια σε περιοδικά που η τελευταία εκδίδει. Ειδικότερα, παρείχε την εργασία της στην εναγόμενη ως συντάκτρια και ως υπεύθυνη ύλης και συγκεκριμένα: Από την 1-9-2006 έως τις 2-2-2016, ότε η εναγόμενη, όπως παρακάτω θα εκτεθεί, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας, η ενάγουσα απασχολείτο από την εναγόμενη, ως συντάκτρια άρθρων για το περιοδικό με τίτλο «…..» (εβδομαδιαίο, ένθετο στην ………..). Από 1/9/2008 έως 2/2/2016 πλέον της σύνταξης άρθρων η εναγόμενη της είχε αναθέσει την οργάνωση ύλης του περιοδικού με τίτλο «….». Το αντικείμενο των εργασιών της ενάγουσας, ως συντάκτριας του περιοδικού «…..» συνίστατο στην έρευνα και σύνταξη ταξιδιωτικών άρθρων για το ως άνω περιοδικό, πάντα υπό τις δεσμευτικές για την ίδια εντολές και οδηγίες της εργοδότριας εταιρείας και ειδικότερα του εκάστοτε αρχισυντάκτη, αρχικά του . …. και στη συνέχεια του ……., καθώς και του διευθυντή των περιοδικών εκδόσεων του ομίλου της …., ……. Παράλληλα, η εναγόμενη της ανέθετε ταξιδιωτικές αποστολές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό προς συγκρότηση του ταξιδιωτικού υλικού και τη συγγραφή των άρθρων. Ειδικότερα, η εργοδότρια εταιρεία όριζε πάντα το θέμα του ταξιδιωτικού άρθρου που έπρεπε να συντάξει, ήτοι όριζε τη συγκεκριμένη περιοχή της Ελλάδας ή του εξωτερικού, που έπρεπε να παρουσιάζει το εκάστοτε άρθρο της και της υποδείκνυε τη μορφή που έπρεπε να έχει αυτό. Όσον αφορά τις ταξιδιωτικές αποστολές, η εναγόμενη της έδινε εντολή να επισκεφθεί, σε ημερομηνίες που η ίδια όριζε, ένα συγκεκριμένο μέρος της Ελλάδας ή του εξωτερικού και της υποδείκνυε τόσο τον τόπο και τον χρόνο διαμονής της σε αυτά και τα μέρη που θα έπρεπε να επισκεφθεί. Όλα τα άρθρα που συνέτασσε η ενάγουσα τίθεντο πάντα υπόψιν του αρχισυντάκτη του περιοδικού, αρχικά του ….. και, στη συνέχεια του ……., καθώς και του διευθυντή των περιοδικών εκδόσεων του ομίλου της …., ……., προκειμένου να λάβουν την έγκρισή τους. Πολλές φορές ο αρχισυντάκτης ή ο ως άνω διευθυντής έδινε στην ενάγουσα την εντολή να διορθώσει/τροποποιήσει τα άρθρα της. Πέραν των ανωτέρω, αρκετές φορές η εναγόμενη υποχρέωνε την ενάγουσα να συντάσσει άρθρα, πάντα υπό τις δεσμευτικές εντολές και οδηγίες της ως προς το θέμα, την μορφή και το περιεχόμενο τους, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, τα οποία δημοσιεύονταν σε άλλα περιοδικά της εναγόμενης, όπως στα περιοδικά με τίτλο «….» (εβδομαδιαίο, ένθετο της Κυριακάτικης ….), «….» (μηνιαίο και ένθετο στην εφημερίδα «…» του Σαββάτου), «….» (μηνιαίο), «….», «….», «…». Όλα τα άρθρα που συνέτασσε η ενάγουσα τίθεντο πάντα υπόψιν του αρχισυντάκτη του εκάστοτε περιοδικού και του διευθυντή των περιοδικών εκδόσεων του ομίλου της …., ……., προκειμένου να λάβουν την έγκρισή τους. Πολλές φορές ο εκάστοτε αρχισυντάκτης ή ο ως άνω διευθυντής της έδιναν εντολή να διορθώσει ή να επιφέρει αλλαγές στα άρθρα της. Ως υπεύθυνη ύλης στο περιοδικό με τίτλο «…..» αντικείμενο της εργασίας της ενάγουσας ήταν το εξής: Οι δημοσιογράφοι του περιοδικού την  ενημέρωναν για τα θέματα των άρθρων που είχαν σκοπό να συντάξουν. Αφού έκανε μία πρώτη διαλογή αυτών επεδείκνυε τα επιλεγέντα στον αρχισυντάκτη του περιοδικού, προκειμένου να κάνει την τελική επιλογή. 0 αρχισυντάκτης της έδινε εντολή για την μορφή και το ύφος, που θα έπρεπε να έχουν τα άρθρα αυτά. Κατόπιν, η ενάγουσα πραγματοποιούσε τον γενικό συντονισμό των δημοσιογράφων, ήτοι, επικοινωνούσε μαζί τους, τους πληροφορούσε για τα θέματα που έπρεπε να έχουν τα άρθρα τους, τους ενημέρωνε για το σκελετό και την μορφή που θα έπρεπε κάθε άρθρο να έχει, όπως της είχε υποδειχθεί και συμφωνούσαν για τις ημερομηνίες παράδοσης αυτών. Στη συνέχεια, η ενάγουσα επικοινωνούσε με την υπεύθυνη φωτογραφιών του περιοδικού, ………….. και την ενημέρωνε για τα θέματα των άρθρων, προκειμένου να επιλέξει το κατάλληλο φωτογραφικό υλικό που θα τα συνοδέψει. Στη συνέχεια, αφού η ενάγουσα παραλάμβανε τα άρθρα των δημοσιογράφων έκανε μία πρώτη επιμέλεια αυτών (ορθογραφική και συντακτική). Μετά την πρώτη αυτή επιμέλεια, τα άρθρα παραδίδονταν στον αρχισυντάκτη, ο οποίος είτε ενέκρινε αυτά, είτε ζητούσε από την ενάγουσα να προβεί σε διορθώσεις και τροποποιήσεις στο περιεχόμενο και την μορφή των κειμένων. Μετά και από τυχόν επιπλέον διορθώσεις, η ενάγουσα προωθούσε ηλεκτρονικά το αρχείο στην υπεύθυνη της διόρθωσης, …….. Ακολούθως, είχε την ευθύνη να συνεννοηθεί με τους γραφίστες του περιοδικού για την επιλογή και τοποθέτηση των φωτογραφιών στις σελίδες του περιοδικού και τυχόν αλλαγές στη σελιδοποίηση του θέματος. Κατόπιν, πάνω στην ψηφιακή μακέτα και δουλεύοντας σε εξειδικευμένα προγράμματα (Quark xpress, InDesign), η ενάγουσα περιόριζε ή μεγάλωνε τα κείμενα, έγραφε τις λεζάντες, τους τίτλους, τους προλόγους και αφού ολοκλήρωνε το θέμα, το παρέδιδε στον αρχισυντάκτη, ο οποίος έκανε τις τελικές διορθώσεις και παρεμβάσεις στο κείμενο και στην μορφή της σελίδας ή της έδινε εντολή να προβεί η ίδια σε αλλαγές και διορθώσεις. Οι τελικές μακέτες στέλνονταν προς έγκριση στον Διευθυντή των περιοδικών εκδόσεων, ……… Από 1-9-2006 έως και 2-2-2016, η ενάγουσα προσερχόταν καθημερινά, από Δευτέρα έως και Παρασκευή, στην έδρα της εναγόμενης, στο ………….., όπου παρείχε την εργασία της, στο γραφείο, που της είχε ειδικώς παραχωρηθεί. Από τον Μάρτιο του 2015, ο μηνιαίος (μικτός) μισθός της ενάγουσας είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 1.600 ευρώ, μικτά, ενώ το ωράριο εργασίας της ήταν 12.00΄ με 20.00΄, ωστόσο πολλές ημέρες απασχολείτο από την εναγόμενη πολύ πλέον του συμφωνημένου ωραρίου. Στις 2-2-2016, η εναγόμενη κατήγγειλε χωρίς προειδοποίηση την ως άνω σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μέχρι το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, είχε καταβάλει στην ενάγουσα τα 2/3 της νόμιμης αποζημίωσής της, συνολικού ποσού 9.333,34 ευρώ.

Στις 8-3-2016, μετά από υπέρηχο που πραγματοποίησε στον γυναικολόγο της, η ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι ήταν έγκυος, η, δε, εγκυμοσύνη της είχε ξεκινήσει ήδη από τις 25-1-2016, ήτοι πριν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της (βλ. προσκομιζόμενα από την ενάγουσα ιατρικά έγγραφα και συγκεκριμένα, α)την από 25-5-2016 ιατρική βεβαίωση της Χειρουργού Γυναικολόγου, ………., στην οποία ορίζεται ως χρόνος τελευταίας εμμήνου ρύσεως, η 25-1-2016, β) τον από 21-4-2016 υπερηχογραφικό έλεγχο 1ου τριμήνου στο οποίο η υπερηχογραφική ηλικία της κύησης την ως άνω ημερομηνία ορίζεται σε 12 εβδομάδες και 3 ημερών(ήτοι, τουλάχιστον από 18-1-2016), γ) το από 22-6-2016 υπερηχογράφημα ανάπτυξης, στο οποίο, ομοίως, η υπερηχογραφική ηλικία της κύησης την ως άνω ημερομηνία ορίζεται σε 21 εβδομάδες και 2  ημέρες(ήτοι, τουλάχιστον από 23-1-2016), δ)το από 27-6-2016 υπερηχογράφημα Β΄ επιπέδου (έλεγχος ανατομικών ανωμαλιών εμβρύου), στο οποίο, ομοίως, η υπερηχογραφική ηλικία της κύησης την ως άνω ημερομηνία ορίζεται σε 22 εβδομάδες (ήτοι, τουλάχιστον από 22-1-2016). Σε επίσκεψη της ενάγουσας στον γυναικολόγο, λίγες ημέρες αργότερα, διαπιστώθηκε αποκόλληση του εμβρύου από τη μήτρα, γεγονός που την υποχρέωσε να παραμείνει καθηλωμένη στο κρεβάτι για πολλές ημέρες. Αμέσως μόλις η εγκυμοσύνη της ξεπέρασε τον κίνδυνο και η ενάγουσα αισθάνθηκε καλύτερα και συγκεκριμένα στις 8-4-2016, επικοινώνησε τηλεφωνικά με την εργοδότρια εταιρεία και ειδικότερα, με τον διευθυντή προσωπικού, …… και τον ενημέρωσε ότι κατά τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, ήτοι, την 2-2-2016 ήταν έγκυος και, για το λόγο αυτό η απόλυσή της ήταν άκυρη και ότι επιθυμούσε να συνεχίσει να εργάζεται στην εναγόμενη εταιρεία, ουδέποτε, όμως, έλαβε απάντηση. Στη συνέχεια, στις 20-4-2016, η ενάγουσα απέστειλε e-mail στον ως άνω διευθυντή προσωπικού, όπου για άλλη μία φορά του εξέθετε το γεγονός ότι κατά το χρόνο της απόλυσής της ήταν έγκυος και, για το λόγο αυτό η απόλυσή της ήταν άκυρη, ούτε, πάλι, όμως, έλαβε απάντηση από την εναγόμενη.

Ο προϊστάμενος της ενάγουσας, ……., επικεφαλής εκδόσεων στα ταξιδιωτικά και τουριστικά περιοδικά της εναγόμενης, στο από 22.1.2016 ηλεκτρονικό μήνυμα του προς τον οικονομικό διευθυντή της τελευταίας, ……, αναφέρει επί λέξει τα ακόλουθα: «…. καλημέρα. Ήθελα να ενημερώσω για δύο θέματα. 1. Η ……. μου ανακοίνωσε ότι δεν επιθυμεί πλέον να επιμελείται τα ……. με το νέο καθεστώς. Δεν της ανακοίνωσα καμία απόφαση πριν μιλήσω μαζί σου. Έχω ήδη δύο εναλλακτικές λύσεις, η μία εξωτερική, για τις οποίες θα σε ενημερώσω. 2…». Από το ίδιο το κείμενο του ηλεκτρονικού μηνύματος και δη από την φράση «Δεν της ανακοίνωσα καμία απόφαση πριν μιλήσω μαζί σου», προκύπτει ότι ο αποστολέας του μηνύματος και προϊστάμενος της ενάγουσας θεωρούσε ότι εκκρεμούσε να λάβει ο ίδιος μία απόφαση και να της την ανακοινώσει, ήτοι, αν θα την απέλυε ή όχι. Επομένως, ο ανωτέρω προϊστάμενος της ενάγουσας δεν εξέλαβε οποιαδήποτε δήλωση της ενάγουσας ως παραίτηση, όπως αβάσιμα κατ’ουσίαν, ισχυρίζεται, γιατί σε τέτοια περίπτωση δεν θα υπήρχε κάτι να αποφασίσει, ούτε θα συζητούσε με τον οικονομικό διευθυντή αν θα την απέλυαν ή όχι, αφού η παραίτηση/οικειοθελής αποχώρηση δεν θα απαιτούσε ούτε κάποια απόφαση από τον εργοδότη, ούτε την συναίνεσή του. Από την επόμενη φράση: «Έχω ήδη δύο εναλλακτικές λύσεις, η μία εξωτερική» αποδεικνύεται ότι τα δύο ως άνω διευθυντικά στελέχη της εφεσιβλήτου είχαν εσωτερική συζήτηση μεταξύ τους, προκειμένου να αποφασίσουν εάν θα απέλυαν, την ενάγουσα, ερευνώντας ταυτόχρονα τις εναλλακτικές λύσεις που είχαν προς αντικατάστασή της. Προκύπτει, επομένως, από το ανωτέρω μήνυμα ότι η ενάγουσα ουδέποτε παραιτήθηκε από την εργασία της, αλλά, η εναγόμενη αποφάσισε την απόλυσή της. Σε κάθε περίπτωση για να λάβει χώρα παραίτηση εργαζόμενου από την εργασία του πρέπει να υπάρχει πραγματική βούληση αυτού να παραιτηθεί και όχι να συνάγεται ερμηνευτικά από τον εργοδότη από διάφορες τυχόν δηλώσεις του. Η παραίτηση του εργαζόμενου μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή σε κάθε όμως περίπτωση πρέπει να συνάγεται με βεβαιότητα και όχι κατ’ εκτίμηση του εργοδότη γιατί διαφορετικά θα υπάρχει κίνδυνος ο εργοδότης να απολύει αδιακρίτως όποιον εργαζόμενο επιθυμεί, επικαλούμενος παραίτηση που συνήγαγε με  αυθαίρετο τρόπο. Εν προκειμένω, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε βούληση παραίτησης της ενάγουσας, απεναντίας μάλιστα αποδείχθηκε ότι δεν προέβη σε οποιαδήποτε δήλωση παραίτησης, καθώς δεν είχε και καμία βούληση να παραιτηθεί από την εργασία της, την οποία αγαπούσε πολύ και είχε ανάγκη, αφού ήταν το μόνο σταθερό εισόδημα της οικογένειάς της (βλ. ένορκη κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης, …….). Μάλιστα, η ενάγουσα, όχι μόνο δεν αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της, στις 22-1-2016, αλλά εξακολούθησε να πηγαίνει και να παρέχει την εργασία της στην εναγόμενη, μέχρι τις 2-2-2016, όταν καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας της. Επιπλέον, η εναγόμενη, μέχρι και την ημέρα της απόλυσης της ενάγουσας, συνέχισε να της αναθέτει εργασίες, τόσο σύνταξης άρθρων, όσο και επιμέλειας, όπως αποδεικνύεται τόσο από την κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης, όσο και από την ταυτότητα  του προσκομιζόμενου από την ενάγουσα, από 31-1-2016 τεύχους του εβδομαδιαίου περιοδικού «…….» – η σύνταξη και δημιουργία του οποίου ξεκίνησε μετά την 21-1-2016 και ολοκληρώθηκε στις 27-1-2016 – στο οποίο η ενάγουσα εμφανίζεται ως υπεύθυνη ύλης, την ημέρα, μάλιστα, που ανακοινώθηκε στην ενάγουσα η απόλυσή της (2-2-2016), η τελευταία βρισκόταν στο γραφείο της, στην έδρα της εναγόμενης και προετοίμαζε ένα ρεπορτάζ για το περιοδικό «…..» (βλ. ένορκη κατάθεση μάρτυρος, ……, δημοσιογράφου, διευθύντριας σύνταξης και υπεύθυνης ύλης σε περιοδικά του Ομίλου της ……, της οποίας το γραφείο ήταν στον ίδιο χώρο με το γραφείο της ενάγουσας). Συνεπώς, εάν η ενάγουσα είχε  παραιτηθεί στις 22-1-2016, η εναγόμενη, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, θα είχε σταματήσει να της αναθέτει εργασίες, η ενάγουσα θα είχε σταματήσει να παρέχει την εργασία της και το όνομά της δεν θα εμφανιζόταν στην ταυτότητα του από 31-1-2016 τεύχους  του περιοδικού «…..».

Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι παρά την οικειοθελή αποχώρηση της ενάγουσας, η αποζημίωση απόλυσης καταβλήθηκε σ’ αυτήν, από λόγους επιείκειας, δεν κρίνεται βάσιμος, κατ’ουσίαν, δεδομένου ότι σε περίπτωση που ολόκληρη η αποζημίωση απόλυσης είχε καταβληθεί σ’αυτήν, χωρίς να την δικαιούται, τότε, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και σύμφωνα με τη συναλλακτική πρακτική, η εναγόμενη θα την είχε υποχρεώσει να υπογράψει ιδιωτικό έγγραφο στο οποίο να αναφέρεται τόσο η οικειοθελής αποχώρησή της, όσο και η παραίτησή της από κάθε αξίωση εναντίον της, ενόψει του ότι ουδείς εργοδότης καταβάλει ολόκληρη την αποζημίωση απόλυσης σε εργαζόμενο, που αποχωρεί οικειοθελώς ο οποίος μάλιστα, κατά τους αβάσιμους ισχυρισμούς της εναγόμενης εταιρίας, δημιουργούσε προβλήματα στην λειτουργία της. Έτι περαιτέρω, ουδείς εργοδότης – και δη, μία εταιρεία του μεγέθους, της οργάνωσης και της εμπειρίας της εναγόμενης, θα κατέβαλλε οικειοθελώς την αποζημίωση απόλυσης σε εργαζόμενο, χωρίς σχετικό αίτημά του, χωρίς προηγούμενη διαπραγμάτευση και κυρίως, χωρίς να υποχρεώσει τον εργαζόμενο να υπογράψει ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο να αναφέρεται τόσο η οικειοθελής αποχώρηση, όσο και η παραίτησή του από κάθε αξίωση εναντίον της.

Το γεγονός ότι η ενάγουσα υπέγραψε την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, χωρίς τη διατύπωση οποιασδήποτε επιφύλαξης, δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου, καθώς κατά τον χρόνο εκείνο(2-2-2016), δεν γνώριζε για την εγκυμοσύνη της, ούτε διατηρούσε άλλες απαιτήσεις κατά της εναγόμενης. ΄Αλλωστε, παρά τις επανειλημμένες από 8-4-2016, οχλήσεις της ενάγουσας προς την εναγόμενη για την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, λόγω εγκυμοσύνης, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη της αντέτεινε, οποτεδήποτε, προφορικά ή εγγράφως, την παραίτησή της. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα όχλησε την εναγόμενη στις 8-4-2016, στις 12-4-2016, στις 20-4-2016 και εν τέλει, με την επίδοση της ένδικης αγωγής, στις 28-4-2016, ζητώντας την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και την αποδοχή από μέρους της, της εργασίας της. Στις ανωτέρω οχλήσεις της και, εάν η ενάγουσα είχε  πράγματι παραιτηθεί, η εναγόμενη θα της αντέτεινε την παραίτησή της. Ακόμη και ο μάρτυρας της εναγόμενης, όταν ερωτήθηκε τί απάντησε στην ενάγουσα ο διευθυντής προσωπικού, ………, όταν τον πληροφόρησε για την εγκυμοσύνη της, απάντησε ότι της ζήτησε έγγραφα που να αποδεικνύουν αυτήν και δεν αντέτεινε την παραίτησή της. Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι η ενάγουσα υπέβαλε παραίτηση, επειδή υπήρχε δυσλειτουργία στο τμήμα σύνταξης στα ταξιδιωτικά, επειδή η ίδια δημιουργούσε προβλήματα, επειδή δεν δεχόταν οδηγίες και κατευθύνσεις της προϊσταμένης. Τα περιστατικά ωστόσο αυτά και αληθή υποτιθέμενα, σε καμία περίπτωση δεν κατατείνουν στην οικειοθελή αποχώρηση  της ενάγουσας, αλλά στην απόλυσή της από την εφεσίβλητη, αφού από αυτά φαίνεται σαν να δημιουργούσε η ενάγουσα προβλήματα στην εφεσίβλητη. Η αναλήθεια των σχετικών ισχυρισμών, καταφαίνεται από το ότι ο μάρτυρας της εναγόμενης δεν μπορούσε να προσδιορίσει κανένα περιστατικό πλημμελούς συμπεριφοράς της ενάγουσας ή πλημμελούς εκτέλεσης εργασίας από μέρους της, αφού ουδέν τέτοιο έλαβε χώρα. Ο ίδιος μάρτυρας  κατέθεσε ότι ουδέποτε του ζητήθηκε από την εναγόμενη, ούτε υπέγραψε οποιοδήποτε έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι κατέβαλλαν την αποζημίωση στην ενάγουσα, για λόγους επιείκειας, ήτοι, χωρίς να της την οφείλουν. Από πλήθος ηλεκτρονικών μηνυμάτων(e-mail) και συνομιλιών, ακόμη, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα δεν αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του στις 22-1-2016, αλλά απολύθηκε στις 2-2-2016 και μέχρι τότε η ενάγουσα παρείχε κανονικά την εργασία της και συγκεκριμένα: α)Το από 2-2-2016 μήνυμα που έστειλε η ενάγουσα από το κινητό τηλέφωνό της στο σύντροφό της, ……, με το οποίο του ανακοίνωσε ότι απολύθηκε, β)το από 2-2-2016 ηλεκτρονικό μήνυμα μέσω Facebook, που έστειλε η ενάγουσα προς την συνάδελφο δημοσιογράφο της …., …………, από το οποίο ομοίως, αποδεικνύεται ότι απολύθηκε την ανωτέρω ημερομηνία, γ)το από 8-2-2016 ηλεκτρονικό μήνυμα της ενάγουσας (e-mail) της ενάγουσας προς τη φίλη και συνάδελφό της, ……, από το οποίο ομοίως αποδεικνύεται το γεγονός ότι στις 2-2-2016 απολύθηκε, δ) το από 3-2-2016 ηλεκτρονικό μήνυμα προς τον αρχισυντάκη του περιοδικού ….., …….. και την από 4-2-2016 απάντησή του προς την ενάγουσα, από τα οποία αποδεικνύεται ότι απολύθηκε από την εναγόμενη, ότι δεν επιθυμούσε αυτή την απόλυσή της και ότι ο ως άνω αρχισυντάκης έκανε προσπάθειες να ανακληθεί η απόλυσή της, ε) το από 27-1-2016 ηλεκτρονικό μήνυμα της ενάγουσας προς την ……., με το οποίο της ζήτησε φωτογραφικό υλικό για άρθρο του περιοδικό … και την με ίδια ημερομηνία απάντησή της. Από την ανωτέρω συνομιλία καταρχήν αποδεικνύεται ότι δεν αποχώρησε από την εργασία της στις 22-1-2016, αφού στις 27-1-2016 συνέχισε να εργάζεται κανονικά και επιπλέον ότι η ύλη κάθε εβδομαδιαίου τεύχους του περιοδικού ….. έκλεινε τρεις ημέρες πριν την έκδοσή του και ότι είναι ψευδής ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι το κάθε τεύχος του περιοδικού ήταν έτοιμο δύο εβδομάδες νωρίτερα, στ)τις από 26-1-2016 και 27-1-2016 ηλεκτρονικές συνομιλίες της ενάγουσας με την ……….., από την οποία πήρε συνέντευξη για άρθρο του περιοδικού …., από τις οποίες ομοίως αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα εργαζόταν κανονικά για την εναγόμενη μέχρι την απόλυσή της, ζ)το από 22-1-2016 ηλεκτρονικό μήνυμα του ……. και την από 25-1-2016 απάντηση της ενάγουσας προς αυτόν σχετικά με ταξιδιωτικό άρθρο, που συνέτασσε για το περιοδικό, η) το από 1-2-2016 ηλεκτρονικό μήνυμα της ενάγουσας προς την ……., photo editor, εργαζόμενη στην εναγόμενη, με το οποίο της ζήτησε να της στείλει φωτογραφίες για το άρθρο, που συνέτασσε για το περιοδικό …., θ) τέλος, το από 2-2-2016 ηλεκτρονικό μήνυμα του αρχισυντάκη του …., ……., από το οποίο αποδεικνύεται ότι μία ημέρα πριν την απόλυσή της, της είχε αναθέσει τη σύνταξη άρθρου για το NLP (νευρογλωσσικό προγραμματισμό).

Δεν αποδείχθηκε, εξάλλου, ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι υφίστατο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας. Συγκεκριμένα, από κανένα αποδεικτικό μέσο της δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί της ενάγουσας, περί παράβασης και ανυπακοής εργοδοτικών εντολών και υπηρεσιακής ανεπάρκειας. Απεναντίας από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο τόσο του μάρτυρα της εναγόμενης, όσο και του μάρτυρος της ενάγουσας αποδείχθηκε ότι ουδέποτε της είχε γίνει σύσταση για πλημμελή άσκηση καθηκόντων. Ο μάρτυρας της εναγόμενης, όλως αορίστως κατέθεσε, χωρίς να το γνωρίζει εξ ιδίας αντιλήψεως, ότι η ενάγουσα δεν μπορούσε να δεχθεί οδηγίες και κατευθύνσεις, που της έδινε η προϊσταμένη της, ……., χωρίς ωστόσο να μπορέσει να αναφέρει ούτε ένα σχετικό περιστατικό, όταν του ζητήθηκε. Ούτε προσκόμισε η εναγόμενη οποιοδήποτε έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι είχε γίνει στην ενάγουσα οποιαδήποτε σύσταση για πλημμελή συμπεριφορά ή πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της. Αντίθετα κατά την επί 10 έτη απασχόληση της ενάγουσας, ως υπεύθυνης ύλης, στο περιοδικό «…., ουδέποτε προκάλεσε πρόβλημα στην εναγόμενη είτε με την εργασία της, είτε με τη συμπεριφορά της. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται απ’όλες τις καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας, αλλά και από τον μάρτυρα της εναγόμενης, ….., στην ως άνω ένορκη βεβαίωσή του, όπου αναφέρει «Με την κ…… είχαμε καλή συνεργασία». Στην ίδια ένορκη βεβαίωση, ο  ……. καταθέτει ότι από τα μέσα Ιανουαρίου 2016, η συνεργασία τους άρχισε να γίνεται προβληματική και να επηρεάζεται αρνητικά η επαγγελματική απόδοση της ενάγουσας. Ωστόσο, δεν προσδιορίζει την αιτία γι’αυτήν την αλλαγή. Η πρόσληψη της ………., επίσης, δημοσιογράφου, στη θέση της αρχισυντάκτριας  και συνυπεύθυνης ύλης σε όλες τις ταξιδιωτικές και τουριστικές εκδόσεις της εναγόμενης, προκειμένου, με την μακρά εμπειρία που διέθετε στον τομέα των ταξιδιών και του τουρισμού, να συμβάλλει στην ανάπτυξη των εκδόσεων, είχε λάβει χώρα τέσσερεις μήνες πριν και όλο αυτό το διάστημα, η εναγόμενη δεν επικαλείται ότι η ενάγουσα είχε προκαλέσει κάποιο πρόβλημα. Σε κάθε περίπτωση, η ενάγουσα, μετά την πρόσληψη της προαναφερόμενης δημοσιογράφου, διατήρησε τη θέση εργασίας της, ως υπεύθυνη ύλης, ενώ, επιπλέον, εργάσθηκε για την καλύτερη προετοιμασία του ανανεωμένου περιοδικού, όπως συνομολογεί ο προαναφερόμενος μάρτυράς της, ο οποίος καταθέτει ότι «ζήτησε την ολιγοήμερη καθυστέρηση στην κυκλοφορία του ανανεωμένου περιοδικού, με σκοπό την καλύτερη προετοιμασία της ύλης του». Η μάρτυρας της ενάγουσας, ……….., στην ένορκη βεβαίωσή της, βεβαιώνει μάλιστα ότι ουδεμία δυσαρέσκεια προκάλεσε στην ενάγουσα η πρόσληψη της ……., ότι ουδέποτε εξέφρασε κάποιο παράπονο γι’αυτήν και ότι εξακολούθησε να παρέχει την εργασία της, όπως πάντα, με επιμέλεια και υπακούοντας πάντα στις εντολές και οδηγίες, που της έδιναν οι προϊστάμενοί της. ΄Όπως βεβαίωσε ο μάρτυρας της ενάγουσας στο ακροατήριο και η μάρτυρας ……, στην ένορκη βεβαίωσή της, ο ……, τους τελευταίους μήνες πριν απ’την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας, της φερόταν με άσχημο τρόπο, ήταν εριστικός απέναντί της και απαξιωτικός για την εργασία της. Αυτό δημιουργούσε εντάσεις, που οφείλονταν στον ίδιο και στην άνω συμπεριφορά του και όχι στην ενάγουσα και στην εργασία που η ίδια παρείχε, την ποιότητα της οποίας κανείς δεν είχε αμφισβητήσει. Το γεγονός ότι ο …….. δεν φερόταν καλά στην ενάγουσα και ότι υπήρχαν ξεσπάσματα εναντίον της, όπως βεβαίωσε και ο μάρτυρας της ενάγουσας στο ακροατήριο, καταθέτοντας ότι «Αυτό που γνωρίζω είναι ότι υπήρχαν από τον κύριο Τσίρο αρκετές απαξιωτικές συμπεριφορές απέναντί της  και προς το τέλος ειδικά υπήρχαν πάρα πολύ έντονα ξεσπάσματα  απέναντί της…΄Ηταν περίπου στα τέλη Ιανουαρίου το 2016 μετά από ένα περιστατικό με τον κύριο……., μετά από 3-4 της ανακοινώθηκε, την φώναξαν…΄Ηταν μία έντονη συμπεριφορά απέναντί της από τον ίδιο λίγο άσχημη» και ότι, περαιτέρω, ο ίδιος δρομολόγησε και την απόλυσή της, αποδεικνύεται και από τα ηλεκτρονικά μηνύματα της ενάγουσας προς τη δημοσιογράφο της ….., ……… και την φίλη και δημοσιογράφο, ………., όπου η ενάγουσα,  σε ανύποπτο χρόνο, αναφέρει ότι μία σύγκρουσή της με τον ……. οδήγησε μέσα σε δύο εβδομάδες στην απόλυσή της. Ο ……., στην ως άνω ένορκη βεβαίωσή του, κατάθετει ότι η ενάγουσα υπέπεσε σε άρνηση εκτέλεσης εντολών δικών του και της ……. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός αντικρούεται πλήρως απ’όλους τους μάρτυρες της ενάγουσας, που βεβαιώνουν ότι ουδέποτε η ενάγουσα αρνήθηκε να εκτελέσει τα καθήκοντά της ή εντολές των προϊσταμένων της. Ομοίως, καταθέτει ότι υπήρχαν ελλείψεις σε άρθρα στα τεύχη των 17-1 και 24-1, ισχυρισμός, που αντικρούεται από την ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της ενάγουσας, ……., καθώς και από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης στο ακροατήριο, σύμφωνα με τους οποίους δεν εκδιδόταν κανένα άρθρο αν δεν είχε πρώτα ελεγχθεί και εγκριθεί από τον ……. και την ……….Περαιτέρω, σύμφωνα με την ένορκη βεβαίωση της ……. «…Τα άρθρα «……» και  «………» δεν έχουν συνταχθεί από την ……., αλλά από τους συναδέλφους …… και ……., αντίστοιχα και η συνεργασία τους με την ……… δεν διακόπηκε σε καμία περίπτωση εξαιτίας τους. Είναι βέβαιο ότι πριν εκδοθούν είχαν ελεγχθεί επισταμένα από τον ….. και κατόπιν της έγκρισής του εκδόθηκαν». Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε παραίτηση της ενάγουσας και όθεν, σιωπηρή εκ μέρους της καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης, από την 22-1-2016, ούτε υπηρεσιακή της ανεπάρκεια, αλλά ούτε και από υπαιτιότητά της πρόκληση σοβαρής οξύτητας, αποκλείουσας την ομαλή λειτουργία της εργασιακής της σύμβασης με την εναγόμενη, η εκ μέρους της ενάγουσας αξίωση, που ασκείται με την από 26-4-2016 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, περί αναγνώρισης της ακυρότητας της από 2-2-2016 καταγγελίας της εργασιακής της σύμβασης από την εναγόμενη, δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και επομένως, η στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ένσταση της εναγόμενης περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας, παρίσταται ως αβάσιμη κατ’ουσίαν και ως τέτοια, πρέπει να απορριφθεί.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, δεχόμενο ότι η ενάγουσα παραιτήθηκε από την θέση της υπεύθυνης ύλης του περιοδικού «…..» και ότι, συνεπώς, αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της από 22-1-2016, πριν ακόμη ξεκινήσει η εγκυμοσύνη της και ότι η εναγόμενη από λόγους επιείκειας και λόγω της μακροχρόνιας συνεργασίας τους αποφάσισε να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας της και να της καταβάλει την αποζημίωση απόλυσης, και  απέρριψε την αγωγή, δεχόμενο ότι η άσκηση αξιώσεων που προϋποθέτουν την ακυρότητα της απόλυσης υπερβαίνει προφανώς τα όρια του άρθρου 281ΑΚ και, είναι καταχρηστική, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, γενομένου δεκτού, ως κατ’ουσίαν βάσιμου του σχετικού, πρώτου λόγου της έφεσης και της έφεσης στο σύνολό της, ως κατ’ουσίαν βάσιμης, μετά, δε, ταύτα, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατ’άρθρ. 535 παρ.1 ΚΠολΔ και να κρατηθεί και δικαστεί, κατ’ουσίαν η υπόθεση..Περαιτέρω, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη σπουδαίου λόγου για την έκτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, που έλαβε χώρα την 2-2-2016, ήτοι σε χρόνο κατά τον οποίο η τελευταία ήταν έγκυος, η εναγόμενη, ανεξαρτήτως αν δεν γνώριζε  την εγκυμοσύνη της ενάγουσας, την οποία, όταν μπόρεσε, κατά τα παραπάνω, λόγω των εμφανισθέντων προβλημάτων αποκόλλησης του εμβρύου, της γνωστοποίησε, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 15 παρ.1 του ν.1483/1984 και η καταγγελία αυτή είναι άκυρη και ως τέτοια θεωρείται ως μη γενομένη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ, πρέπει να  γίνει δεκτή η αγωγή και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 2-2-2016 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας. Οφείλει, επομένως, η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα μισθούς υπερημερίας από την επομένη της απόλυσής της, ήτοι, από 3-2-2016 μέχρι την 7-6-2016(αρχική ημερομηνία συζήτησης της αγωγής), συνολικού ποσού 1.600 ευρώ Χ 4 μήνες = 6.400 ευρώ, ενόψει, ωστόσο, του ότι η ενάγουσα έχει λάβει από την εναγόμενη, κατά την άσκηση της αγωγής, ως αποζημίωση απόλυσης, το ποσό των 6.400 ευρώ, ουδέν ποσό της οφείλεται, κατ’αποδοχήν της νόμιμης ένστασης συμψηφισμού(άρθρ.440 ΑΚ), που πρότεινε η εναγόμενη, για το ποσό των 9.333,34 ευρώ, που έλαβε συνολικά, ως αποζημίωση απόλυσης απ’αυτήν.  Πρέπει, ακόμη, εφόσον με την άκυρη καταγγελία δεν λύθηκε η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται  πραγματικά τις νόμιμα προσφερόμενες από την ενάγουσα υπηρεσίες της. Πρέπει, τέλος, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εναγόμενης, λόγω της ήττας της στην παρούσα δίκη, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση κατά της υπ’αριθμ.2256/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει κατ’ουσίαν την υπόθεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 2-2-2016 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να αποδέχεται τις πραγματικά και νόμιμα προσφερόμενες απ’την ενάγουσα υπηρεσίες.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. τα οποία ορίζει  σε εξακόσια ευρώ(600€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  13 Μαΐου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

H   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ