Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 257/2019

Αριθμός     257/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

     Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

        Οι  από Α)   13.6.2012 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2017 και β) 7.6.2012 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2017  εφέσεις  κατά της με αριθμό   2092/2012 οριστικής  απόφασης του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς,  το οποίο δίκασε,  αντιμωλία των διαδίκων,  κατά την  ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών(άρθρα 668-661 ΚΠολΔ,  όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015),   έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον για το παραδεκτό τους έχουν προκατατεθεί από το εκκαλούν της υπό στοιχ.Α έφεσης καθώς και από την εκκαλούσα της υπό στοιχ.Β έφεσης,  τα  παράβολα ποσού διακοσίων (200) ευρώ για κάθε έφεση αντίστοιχα, όπως προβλέπεται από το άρθρο  495 του ΚΠολΔ,  πρέπει οι ως άνω εφέσεις να  συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας, ως πλήττουσες την ίδια πρωτόδικη απόφαση (άρθρο 31, 246 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτές  και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα με την από 15.3.2011 (αριθ. καταθ. …../24.3.2011) αγωγή της, κατ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, που άσκησε κατά του εναγόμενου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,   εξέθετε ότι δυνάμει του από 1.4.1998 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως το οποίο συνήφθη μεταξύ αυτής και του εναγόμενου-εκμισθωτή-νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου μίσθωσε τους αναφερόμενους στην αγωγή χώρους, κείμενους στον περιβάλλοντα χώρο του «Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας», συνολικού εμβαδού 1476 τμ, προκειμένου να τους χρησιμοποιήσει ως εστιατόριο και καφετέρια, για χρονικό διάστημα εννέα ετών, αρχομένης της μίσθωσης από την 1.4.1998 και λήγουσας την 31.3.2007. Ότι δυνάμει του από 7.8.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήσεως συμβάσεως μισθώσεως, η ανωτέρω μίσθωση επεκτάθηκε σε πρόσθετους χώρους, με αποτέλεσμα οι μισθωμένοι απ αυτήν χώροι να έχουν συνολική επιφάνεια 3.124,74 τ.μ., η διάρκεια δε της μισθώσεως παρατάθηκε για επιπλέον εννέα (9) έτη, αρχόμενης από 7-08-2006 και λήγουσας την 6-8-2015 και το μηνιαίο μίσθωμα καθορίστηκε στο ποσό των 31.000 ευρώ για το πρώτο έτος μετά την τροποποίηση της μίσθωσης, κατά  το  έτος  δε άσκησης της αγωγής (2011) το μηνιαίο μίσθωμα ανερχόταν  σε 39.570 ευρώ. Ιστορούσε, επίσης, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 13 του από 1-04-1998 αρχικού ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, «Το μίσθιο εκμισθώνεται, με τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις ύδρευσης και ηλεκτροδότησης. Γίνεται όμως σαφές ότι τα έξοδα κατανάλωσης ρεύματος και νερού βαρύνουν αποκλειστικά και μόνο την μισθώτρια»,σύμφωνα δε με το άρθρο 3.6 του από 7-08-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήσεως συμβάσεως μισθώσεως, «Η μισθώτρια υποχρεούται επίσης να καταβάλλει τη δαπάνη του αναγκαίου για τη λειτουργία του μισθίου ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος,  πλέον ΦΠΑ, βάσει των ενδείξεων των μετρητών καταναλώσεως, οι οποίοι υπάρχουν, ειδικώς για το σκοπό αυτό. Η μισθώτρια υποχρεούται να καταβάλει την εν λόγω δαπάνη στο ΣΕΦ, εντός δεκαημέρου από τον καταλογισμό της, ειδοποιούμενη σχετικώς από αυτό». Εξέθετε, επιπλέον, ότι το μίσθιο δεν διαθέτει ανεξάρτητη παροχή ηλεκτρικού ρεύματος από την Δ.Ε.Η., ούτε μετρητή εγκατεστημένο από την Δ.Ε.Η. και ηλεκτροδοτείται απευθείας από τον εγκατεστημένο στο Στάδιο (Σ.Ε.Φ.) υποσταθμό της Δ.Ε.Η. Ότι η Δ.Ε.Η. εκδίδει και αποστέλλει προς το Στάδιο τους λογαριασμούς του καταναλισκόμενου ηλεκτρικού ρεύματος, το δε Στάδιο μετράει την κατανάλωση που πραγματοποιείται από κάθε επιχείρηση και αποστέλλει μηνιαίως σε αυτήν το αντίστοιχο τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών. Ότι το εναγόμενο παρανόμως τιμολογεί το καταναλισκόμενο ηλεκτρικό ρεύμα, πέραν των επίσημων τιμών πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας μέσης και χαμηλής τάσης της Δ.Ε.Η., όπως ειδικότερα αναφέρεται στην αγωγή. Ότι  από τον Οκτώβριο του έτους 1998 μέχρι και τον Δεκέμβριο του έτους 2002, το εναγόμενο απέστειλε σε αυτήν (ενάγουσα) τα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια με τις αναφερόμενες σε αυτήν χρεώσεις, συνολικού ποσού 108.951,19 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., ενώ με βάση τις νόμιμες τιμές πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας μέσης και χαμηλής τάσης, όπως αυτές καθορίζονται από την Δ.Ε.Η., οι χρεώσεις αυτές για την ανωτέρω χρονική περίοδο έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 60.252,51 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι, συνεπώς, για την άνω χρονική περίοδο (ήτοι από τον Οκτώβριο του έτους 1998 μέχρι και τον Δεκέμβριο του έτους 2002), η ενάγουσα κατέβαλε προς το εναγόμενο συνολικά αχρεωστήτως (ήτοι χωρίς να υπάρχει νόμιμη αιτία) το συνολικό ποσό των 48.698,68 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλλει το ως άνω ποσό με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα καταβολής απ αυτήν προς το εναγόμενο κάθε επιμέρους κονδυλίου, πέραν του οφειλομένου, άλλως από την επίδοσης της αγωγής. Περαιτέρω, ζητούσε να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί το εναγόμενο στην δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, κατά την  ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 668-661 ΚΠολΔ,  όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015), εκδόθηκε η  εκκαλουμένη με αριθμό 2092/2012 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο αφού έκρινε καθ όλα ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, πλην του ως άνω παρεπόμενου αιτήματός της περί καταβολής τόκων από την επομένη ημέρα καταβολής απ αυτήν προς το εναγόμενο κάθε επιμέρους κονδυλίου, πέραν του οφειλομένου, που απέρριψε ως μη νόμιμο, έκανε δεκτή αυτή και κατ ουσίαν και υποχρέωσε το  εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτούμενο απ αυτήν ποσό των 48.698,68 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής  οι διάδικοι, εναγόμενο και ενάγουσα, παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις τους,  το μεν εκκαλούν-εναγόμενο αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αιτούμενο την εξαφάνισή της ώστε να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η σε βάρος του αγωγή η δε ενάγουσα-εκκαλούσα, παραπονούμενη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, μόνο κατά το μέρος της που απέρριψε το ως άνω κυρίως προβαλλόμενο απ αυτήν αίτημά της περί επιδίκασης τόκων, ώστε να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η σε βάρος του εναγόμενου αγωγή της.

Ι. Κατά το άρθρο 904 εδ. α` του ΑΚ όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, ενώ κατά το εδ. β` της ίδιας διάταξης περ. α` η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης, δηλαδή εκείνης που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος από το λήπτη και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης, και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (Α.Π. 16/2008). Επομένως, εάν η αγωγή στηρίζεται ως προς τη σωρευόμενη ακόμα και επικουρικά βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη ως προς την αγωγική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό γιατί αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές, όχι όμως να προσφύγει έστω και επικουρικά στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (Α.Π. 2019/2007). Εν όψει όμως των οριζομένων από τις διατάξεις των άρθρ. 219 και 106 του ΚΠολΔ  σε συνδυασμό με τη γενική δικονομική αρχή “jura novit curia”, από τα οποία προκύπτει ότι αρκεί στην αγωγή η πλήρης έκθεση των θεμελιούντων αυτήν πραγματικών γεγονότων όχι όμως και της νομικής βάσης του προβαλλόμενου αιτήματος, παραδεκτά η αγωγή μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά από την αρχή στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εάν κατά τα εκτιθέμενα σ` αυτήν πρόκειται για παροχή αχρεωστήτου και δεν συντρέχουν τα αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση της συμβατικής ευθύνης ή εκείνης από αδικοπραξία, γιατί ο πλουτισμός του εναγομένου επήλθε χωρίς δόση ανταλλάγματος και δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή (έγκυρη και μη ελαττωματική) θέληση του ενάγοντος, ούτε σε νόμιμη υποχρέωσή του (Α.Π. 725/2004, ΑΠ 493/2010, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη αγωγή, με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, ως προς την κύρια αγωγική αξίωση  είναι επαρκώς ορισμένη αλλά και νόμιμη, αφού αναφέρονται σ αυτήν, όπως θα έπρεπε, για να βρίσκει αυτή άμεσα έρεισμα στο νόμο και συγκεκριμένα στην διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ λόγω αχρεώστητης παροχής για το αιτούμενο κεφάλαιο του σε βάρος της ενάγουσας πλουτισμού του εναγόμενου, ανερχόμενο, κατά την αγωγή στο ποσό των 48.698,68 ευρώ, η ύπαρξη του προαναφερόμενου πλουτισμού του εναγόμενου, η επέλευση αυτού σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του πλουτισμού και της ζημίας της ενάγουσας και η έλλειψη νόμιμης αιτίας και ειδικότερα ότι πρόκειται για παροχή αχρεωστήτου, κατά τα ως άνω εκτενώς αναφερόμενα στην αγωγή, χωρίς δόση ανταλλάγματος και δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή ( έγκυρη και μη ελαττωματική) θέληση της ενάγουσας ούτε σε νόμιμη υποχρέωσή της. Όσον αφορά  το παρεπόμενο αίτημα της ενάγουσας περί επιδικάσεως τόκων, η αγωγή είναι νόμιμη μόνο για το από την ημερομηνία της επιδόσεως της αγωγής και μετέπειτα χρονικό διάστημα,  κατ άρθρο 346 ΑΚ, καθόσον η ενάγουσα αφ ενός μεν δεν επικαλείται ότι έλαβε χώρα απ αυτήν εξώδικη ή δικαστική όχληση του εναγόμενου για την καταβολή του αιτούμενου  απ αυτήν ως άνω ποσού για το προγενέστερο της επίδοσης της αγωγής χρονικό διάστημα ή, κατά την επικαλούμενη απ αυτήν στην αγωγή της διάταξη του άρθρου 911 περ.1 ΑΚ, το χρόνο που το εναγόμενο έλαβε γνώση της ανυπαρξίας του χρέους της ενάγουσας, που κατά την αγωγή συμπίπτει με την επομένη ημέρα καταβολής απ αυτήν κάθε επιμέρους  πέραν του οφειλομένου απ αυτήν κονδυλίου, που σημειωτέον ουδόλως προσδιορίζει στην αγωγή της, τόσο ως προς το ύψος όσο και ως προς τη συγκεκριμένη ημερομηνία καταβολής του, γεγονός, που για πρώτη φορά απαραδέκτως αναφέρει στην ένδικη  έφεσή της (σελ.  14-15 αυτής). Κατά συνέπεια, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του,   έστω και με ελλιπείς αιτιολογίες που συμπληρώνονται με την παρούσα , έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη και νόμιμη ως προς το κύριο αγωγικό της αίτημα και προχώρησε στην κατ ουσίαν εξέταση της αγωγής  και για το λόγο αυτό οι σχετικοί λόγοι της υπό στοιχ. Α και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2017 ένδικης έφεσης (δεύτερος  και πέμπτος στο εφετήριο, κατ ορθή εκτίμηση αυτών), με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα κρίνονται αβάσιμοι και συνεπώς απορριπτέοι, ως  και η υπό στοιχ.Β και με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2017  έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας που με αυτήν, κατά τα προαναφερόμενα βάλει, μόνο κατά της ως άνω ορθής κρίσεως της εκκαλουμένης περί απορρίψεως ως μη νόμιμου του προαναφερόμενου κυρίως αιτήματός της ως προς την τοκοφορία της ένδικης απαίτησής της.

ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δηλαδή: α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, β) αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ) αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το δικαστήριο ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία, απαλείφθηκε με τον ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο. Ενώ έγγραφη απόδειξη του νέου ισχυρισμού υπάρχει, όταν όλα τα πραγματικά στοιχεία που τον θεμελιώνουν αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια. Σε όλες τις περιπτώσεις της βραδείας προβολής ισχυρισμού το δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή αυτού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας (ΟλΑΠ 12/1991 ΕλλΔνη 1992. 73, ΑΠ 752/2011, δημοσιευμένη στη Νόμος). Η δε ένσταση παραγραφής της αξίωσης (η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως μόνο υπέρ του Δημοσίου, και όχι υπέρ ιδιωτών) δεν ανήκει στις προνομιακές ενστάσεις, αφού δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να προβλέπει τη δυνατότητα προβολής της σε κάθε στάση της δίκης και, συνεπώς, υπόκειται και αυτή στους περιορισμούς παραδεκτής προβολής των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 846/2017, ΑΠ 1087/2014, ΕφΛαρ 21/2016, ΕφΔωδ 145/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 262 παρ.1 ΚΠολΔ η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Ειδικότερα η ένσταση παραγραφής, ως ισχυρισμός καταλυτικός της αγωγής, πρέπει να περιέχει τα γεγονότα που τη θεμελιώνουν και κυρίως το χρόνο έναρξης και λήξης αυτής, για να κριθεί αν συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος από το νόμο χρόνος της, τις προϋποθέσεις, σε περίπτωση βραχυχρόνιας παραγραφής και δη πενταετούς αποσβεστικής παραγραφής,  που αποτελεί απόκλιση από το γενικό κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής του άρθρου 249 ΑΚ και σχετικό αίτημα,  διότι διαφορετικά ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί παραγραφής της δια της αγωγής επιδιωκόμενης χρηματικής αξιώσεως είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης και συνεπώς απορριπτέος ως αόριστος (ΑΠ 13/1983, ΑΠ 1168/2006, ΕΑ 1005/2015, ΕφΠειρ 32/2008, δημοσιευμένες στη Νόμος).

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του, κατά τις περί Δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ. ΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168, Ολ. ΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49, 1814, Ολ. ΑΠ 1/1997, ΕλλΔ/νη 38,534, Ολ. ΑΠ 17/1995, ΕλλΔ/νη 1995/1531). Προς τούτο, δεν αρκεί μόνο η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος του, αλλά απαιτείται πρόσθετα και η συνδρομή άλλων περιστατικών, από τα οποία εμφανίζεται συμπεριφορά που δημιουργεί εύλογα την πεποίθηση στον υπόχρεο, ότι ο δικαιούχος δεν θα ασκήσει πλέον το δικαίωμα του, έτσι ώστε η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος αυτού, που τείνει στην ανατροπή μιας κατάστασης η οποία δημιουργήθηκε κάτω από ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να προκαλεί επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο και να αντίκειται, κατά προφανή τρόπο, στις αρχές της καλής πίστης, των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 5/2011, 33/2005,  Ολ. ΑΠ 7/2002, 7/2001,  Ολ. ΑΠ 56/1990, ΕλλΔ/νη 1991/494, ΑΠ 16/2017, 307/2012, ΑΠ 263/2007,  ΑΠ 1526/2006, 1296/2006, ΕφΔωδ 148/2017, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος απόδειξης της ενάγουσας που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται   στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου (το εναγόμενο δεν εξέτασε μάρτυρα) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία  με νόμιμη επίκληση με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου προσκομίζουν οι διάδικοι της έκκλητης δίκης,  τα οποία (έγγραφα)  λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι, όμως,   ισοδύναμα και όλα συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723) εκ των οποίων  (εγγράφων) άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των  οποίων συμπεριλαμβάνονται και η νόμιμα με επίκληση προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα-εφεσίβλητη με αριθμ…../2010 ένορκη βεβαίωση του ……. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, ……. καθώς και η προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από το εκκαλούν-εφεσίβλητο με αριθμό …./2009 ένορκη βεβαίωση του ……, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, ……, που  λήφθηκαν για να χρησιμοποιηθούν σε διαφορετική δίκη, και δη στην ανοιγείσα με αφορμή τις με αριθμό καταθέσεως …/2010 και …/2010 αγωγές της ενάγουσας-εκκκαλούσας σε βάρος του εναγόμενου-εκκαλούντος ενώπιον του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό  4970/2011 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου (βλ.ΑΠ  1379/2006, ΑΠ 527/2006, ΑΠ 722/2004, ΑΠ 248/1999, ΕφΠατρ 960/2009, ΕφΔωδ 91/2008, δημοσιευμένες στη Νόμος) καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα  από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ)  αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 01.4.1998 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως το εναγόμενο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας (Σ.Ε.Φ.)», εκμίσθωσε στην ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία «………», τελούσα, πλέον, υπό εκκαθάριση, χώρους, κείμενους στον περιβάλλοντα χώρο του Σταδίου (Σ.Ε.Φ.), συνολικού εμβαδού 1.476 τ.μ., προκειμένου να τους χρησιμοποιήσει ως εστιατόριο και καφετέρια, για χρονικό διάστημα εννέα ετών, αρχομένης της μίσθωσης στις 1.4.1998  και λήγουσας στις 31.3.2007. Δυνάμει δε  του από 7.8.2006  ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήσεως συμβάσεως μισθώσεως, η ανωτέρω μίσθωση επεκτάθηκε σε πρόσθετους χώρους, με αποτέλεσμα οι μισθούμενοι χώροι να έχουν συνολική επιφάνεια 3.124,74 τ.μ., η διάρκεια δε της μισθώσεως παρατάθηκε για επιπλέον εννέα (9) έτη, αρχόμενης από 7.8.2006  και λήγουσας στις 6.8.2015  και το μηνιαία μίσθωμα καθορίστηκε στο ποσό των 31.000 ευρώ για το πρώτο έτος μετά την τροποποίηση της μίσθωσης, κατά δε το  έτος  άσκησης της ένδικης αγωγής (2011)  το μηνιαίο μίσθωμα ανερχόταν  σε 39.570 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι σύμφωνα με  τα επί λέξει αναγραφόμενα στο άρθρο 13 του από 1.4.1998  αρχικού ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, «Το μίσθιο εκμισθώνεται με τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις ύδρευσης και ηλεκτροδότησης. Γίνεται όμως σαφές ότι τα έξοδα κατανάλωσης ρεύματος και νερού βαρύνουν αποκλειστικά και μόνο την μισθώτρια»,  ενώ στο άρθρο 3.6 του από 7.8.2006  ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήσεως συμβάσεως μισθώσεως, ορίζεται, επί λέξει ότι «Η μισθώτρια υποχρεούται επίσης να καταβάλλει τη δαπάνη του αναγκαίου για τη λειτουργία του μισθίου ηλεκτρικού, ρεύματος και ύδατος, πλέον Φ.Π.Α., βάσει των ενδείξεων των μετρητών καταναλώσεως, οι  οποίοι υπάρχουν, ειδικώς για το σκοπό αυτό. Η μισθώτρια υποχρεούται να καταβάλει την εν λόγω δαπάνη στο Σ.Ε.Φ εντός δεκαημέρου από τον καταλογισμό της, ειδοποιούμενη σχετικώς από αυτό». Το μίσθιο δεν διαθέτει ανεξάρτητη παροχή ηλεκτρικού ρεύματος από την Δ.Ε.Η., ούτε μετρητή εγκατεστημένο από την Δ.Ε.Η. και ηλεκτροδοτείται απευθείας από τον εγκατεστημένο στο Στάδιο υποσταθμό της Δ.Ε.Η., ενώ η τελευταία (Δ.Ε.Η.) εκδίδει και αποστέλλει προς το Στάδιο (Σ.Ε.Φ.) τους λογαριασμούς του καταναλισκόμενου ηλεκτρικού ρεύματος, το δε Στάδιο (Σ.Ε.Φ) μετράει την κατανάλωση που πραγματοποιείται από κάθε επιχείρηση και αποστέλλει μηνιαίως σε αυτήν το αντίστοιχο τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών. Αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι το εναγόμενο, κατά παράβαση του νόμου, τιμολογεί το καταναλισκόμενο ηλεκτρικό ρεύμα, πέραν των επίσημων τιμών πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας μέσης τάσης, γενικής χρήσης, Β2.Συγκεκριμένα, κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του έτους 1998 μέχρι και τον Δεκέμβριο του έτους 2002, το εναγόμενο απέστειλε στην ενάγουσα τιμολόγια με χρεώσεις για καταναλωθείσες κιλοβατώρες, συνολικού ποσού 108.951,19 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. (το ύψος των οποίων το εναγόμενο ουδόλως αμφισβητεί ειδικότερα), ενώ, με βάση τις νόμιμες τιμές πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας μέσης τάσης, όπως αυτές καθορίζονται από την Δ.Ε.Η (βλ. ιδίως το με ΑΡ/ΗΜ: ΔΣΗΕ/2787/24.11.2010 σχετικό έγγραφο της τελευταίας), οι χρεώσεις αυτές για την ανωτέρω χρονική περίοδο έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 60.252,51 ευρώ, καθόσον, αναλυτικότερα, α) κατά την χρονική περίοδο από 01-10-1998 έως 15-07-1998 η τιμή της Δ.Ε.Η. μέσης τάσης ρεύματος, γενικής χρήσης, Β2, ανά κιλοβατώρα ανερχόταν σε 20,88 δρχ. (ή 0,06127 ευρώ), ενώ το εναγόμενο την τιμολογούσε 35 δρχ. (ή 0,10271 ευρώ), β) την χρονική περίοδο από 15-07-1998 έως 31-08-2000 η τιμή της Δ.Ε.Η. μέσης τάσης ρεύματος, γενικής χρήσης Β2,  ανά κιλοβατώρα ανερχόταν σε 21,51 δρχ. (ή 0,06312 ευρώ), ενώ το εναγόμενο την τιμολογούσε 35 δρχ. (ή 0,10271 ευρώ), γ) την χρονική περίοδο από 01-09-2000 έως 30- 06-2001 η τιμή της Δ.Ε.Η. μέσης τάσης ρεύματος, γενικής χρήσης Β2 ανά κιλοβατώρα ανερχόταν σε 22,16 δρχ. (ή 0,06503 ευρώ), ενώ το εναγόμενο την τιμολογούσε 35 δρχ. (ή 0,10271 ευρώ), δ) την χρονική περίοδο από 01-07-2001 έως 19-07-2002 η τιμή της Δ.Ε.Η. μέσης τάσης ρεύματος, γενικής χρήσης Β2 ανά κιλοβατώρα ανερχόταν σε 22,94 δρχ. (ή 0,06732 ευρώ), ενώ το εναγόμενο την τιμολογούσε 50 δρχ. (ή 0,14673 ευρώ) και ε) τη χρονική περίοδο από 20-07-2002 έως 31-12-2002 η τιμή της Δ.Ε.Η. μέσης τάσης, γενικής χρήσης, Β2  ρεύματος ανά κιλοβατώρα ανερχόταν σε 0,06991 ευρώ (ή 23,82 δρχ.), ενώ το εναγόμενο την τιμολογούσε 0,15 ευρώ (ή 51,11 δρχ.). Συνεπώς, για την χρονική περίοδο από το μήνα Οκτώβριο του έτους 1998 μέχρι και το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2002, η ενάγουσα κατέβαλε προς το εναγόμενο αχρεωστήτως, ήτοι χωρίς να υπάρχει νόμιμη αιτία, το συνολικό ποσό των 48.698,68 ευρώ, κατά το οποίο το εναγόμενο κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, ποσό που οφείλει να της αποδώσει, καθόσον, αυτή του κατέβαλε για την ανωτέρω χρονική περίοδο το συνολικό ποσό των 108.951,19 ευρώ, ενώ έπρεπε να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 60.252,51 ευρώ. Το εναγόμενο ισχυρίσθηκε πρωτόδικα ότι  λαμβάνει από την Δ.Ε.Η. ρεύμα μέσης τάσεως και, μέσω συστήματος υποσταθμών μετασχηματισμού του ρεύματος μετρητών και δικτύου εσωτερικής διανομής, διανέμει ρεύμα χαμηλής τάσης στους διάφορους μισθωτές και χρήστες των χώρων του, με συνέπεια να επιβαρύνεται το ίδιο με ένα συνολικό κόστος σε σχέση με την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο συνίσταται στο κόστος ετήσιας συντήρησης των υποσταθμών, ηλεκτρικών πεδίων, μετασχηματιστών, εκτάκτων δαπανών από βλάβες, αμοιβές ηλεκτρολόγων κ.λ.π., και ότι το κόστος αυτό επιμερίζεται μεταξύ των Σ.Ε.Φ. και των διαφόρων χρηστών καταναλωτών, σε ποσοστό ανάλογα με την χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας και όχι με πάγιο ποσό ή ανάλογα με το εμβαδόν, καθώς και ότι η ενάγουσα γνώριζε τα παραπάνω και είχε συναινέσει να καταβάλει τις πιο πάνω λειτουργικές δαπάνες, οι οποίες συμφώνησε να υπολογίζονται από το εναγόμενο κατά δίκαιη κρίση με ποσοστό ανάλογα με τη χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας και ως τούτου ουδέν οφείλει στην ενάγουσα, αφού, ενόψει των ανωτέρω, επήλθε σιωπηρή συμπλήρωση-τροποποίηση των όρων της μίσθωσης, κατά τα προαναφερόμενα,  που περιλαμβάνει και τις ως άνω πάγιες λειτουργικές δαπάνες του Σ.Ε.Φ ή σε κάθε περίπτωση υπήρξε εκ των υστέρων έγκριση αυτής για την καταβολή τους. Ο ως άνω ισχυρισμός του εναγόμενου, ουδόλως αποδείχθηκε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Άλλωστε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αν πράγματι υπήρχε μία τέτοια συμφωνία μεταξύ των διαδίκων περί πρόσθετης οικονομικής επιβάρυνσης της ενάγουσας στο καταβαλλόμενο απ αυτήν στο εναγόμενο ποσό για τα έξοδα καταναλώσεως ρεύματος  με το ποσό των ως άνω λειτουργικών δαπανών του αντιδίκου, ως αυτό ισχυρίζεται, ασφαλώς  και δεν ήταν άτυπη άλλα έγγραφη, αφού αφορά μείζονος σημασίας ζήτημα, ήτοι τη συμμετοχή της ενάγουσας εταιρίας στις  ως άνω πάγιες λειτουργικές δαπάνες του εναγόμενου και ως εκ τούτου θα  περιλαμβανόταν τόσο στο αρχικό μισθωτήριο πολύ δε περισσότερο, στο τροποποιητικό αυτού, στο οποίο, σημειωτέον, αντιθέτως,  προστέθηκε ως όρος ( που δεν υπήρχε στο αρχικό συμφωνητικό) ότι κάθε τροποποίηση των όρων αυτού θα γίνεται και θα αποδεικνύεται μόνο εγγράφως, αποκλειομένου οιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου (βλ. όρος 13 υπό τον τίτλο τροποποιήσεις). Κατά  συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του τα ίδια δέχτηκε, απορρίπτοντας ως ουσία αβάσιμο τον ως άνω ισχυρισμό του εναγόμενου,  ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε   τα περί του αντιθέτου δε υποστηριζόμενα  από το εναγόμενο στην κρινόμενη έφεσή του  και τους  σχετικούς λόγους αυτής (τρίτος και τέταρτος  στο εφετήριο)  πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Απορριπτέος, επίσης, τυγχάνει ως ουσία αβάσιμος και  ο επικουρικά πρωτοδίκως προβαλλόμενος ισχυρισμός του εναγόμενου, που επαναφέρει με το σχετικό έκτο λόγο της εφέσεώς του, περί καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος της ενάγουσας,  εκθέτοντας ότι η καταβολή των ανωτέρω δαπανών για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήτοι από το έτος 1998 έως τον Ιούλιο του 2007 και, ειδικότερα, η συναίνεση της ενάγουσας να υπολογίζονται από το εναγόμενο κατά δίκαιη κρίση οι λειτουργικές δαπάνες και να ενσωματώνονται στην δαπάνη του ηλεκτρικού ρεύματος με ποσοστό ανάλογα με την χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας, του δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμα της. Και αυτό διότι,  κατά τα προαναφερόμενα, ουδόλως αποδείχτηκε οιαδήποτε συμφωνία,  μεταξύ των διαδίκων, ρητή ή σιωπηρή ή οιαδήποτε συναίνεση της ενάγουσας περί επιβαρύνσεώς της με τις ως άνω λειτουργικές δαπάνες  και ως εκ τούτου η άσκηση απ αυτήν του ενδίκου δικαιώματός της περί επιστροφής από το εναγόμενο του προαναφερόμενου χρηματικού ποσού των 48.698,68 ευρώ που αδικαιολογήτως του κατέβαλε, χωρίς νόμιμη αιτία, δεν είναι καταχρηστική, αφού δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του, κατά την προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη. Ο περιεχόμενος, εξάλλου, στις προτάσεις   του εκκαλούντος-εφεσιβλήτου- εναγόμενου ισχυρισμός του, σύμφωνα με τον οποία, κατά τα επί λέξει  αναφερόμενα από  απ αυτό  «οι   ένδικες αξιώσεις  της αντιδίκου (εννοεί ενάγουσας)  έχουν υποπέσει σε παραγραφή» , πέραν του ότι απαράδεκτα προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, διότι δεν προβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (βλ. πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και προτάσεις του εναγόμενου ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου) και δεν συμπεριλαμβάνεται στους ισχυρισμούς που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, κατά την προηγηθείσα υπό στοιχ.ΙΙ νομική σκέψη,  ούτε γίνεται επίκληση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 527, 269 ΚΠολΔ, τυγχάνει σε κάθε περίπτωση απορριπτέος,  έτσι διατυπωμένος,  ως  αόριστος,  αφού, κατά τα προαναφερόμενα, στην ίδια νομική σκέψη,  ουδέν από τα προαναφερόμενα αναγκαία περιστατικά επικαλείται για το ορισμένο αυτού, ώστε να τύχει εκτίμησης από το Δικαστήριο.

Συνεπώς, ενόψει όλων των προαναφερομένων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε καθ όλα ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ως προς το κύριο αγωγικό της αίτημα αλλά και βάσιμη και στην ουσία της αυτής και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 48.698,68 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ως εκ τούτου οι περί του αντιθέτου ως άνω σχετικές αιτιάσεις του εναγόμενου και λόγοι έφεσης με τους οποίους υποστηρίχθηκαν τα αντίθετα τυγχάνουν απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι και συνακόλουθα ως ουσία αβάσιμη η από 13.6.2012 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2017 έφεση του εναγόμενου-εκκαλούντος στο σύνολό της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας,  πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της κατ’ ίσο μέρος νίκης και ήττας αυτών (ΚΠολΔ 178 και 183), ενώ, λόγω της ήττας αμφοτέρων των διαδίκων,  θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος  απ αυτούς παραβόλου της αντίστοιχης  έφεσής τους στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495  παρ.3  ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ,  αντιμωλία των διαδίκων, τις αναφερόμενες στο σκεπτικό  Α) από 13.6.2012 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2017 και Β) από 7.6.2012 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/…/2017  εφέσεις  κατά της με αριθμό   2092/2012 οριστικής  απόφασης του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτές.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές κατ’ ουσίαν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από  το εκκαλούν της υπό στοιχ.Α ως άνω έφεσης  με αριθμό ….. ΔΟΥ Γ Πειραιά  παραβόλου …. και από την εκκαλούσα  της υπό στοιχ.Β έφεσης με αριθμό ….. παραβόλου  ΔΟΥ Γ Πειραιά  στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ,   αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 8 Μαΐου 2019,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

        Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ