Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 258/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   258/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 06/09/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 08/09/2017, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2017, κατά της με αριθμό 3448/17-07-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 12/05/2017, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, επί της από 09/03/2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./14-03-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./14-03-2017, ανακοπής της εκκαλούσας, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από την ανακόπτουσα, ως ηττηθείσα διάδικο, εφόσον, από τα έγγραφα της δικο­γραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ από τη δημοσίευσή της (στις 17/07/2017) μέχρι την κατάθεση της κρινόμενης εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (στις 08/09/2017) δεν παρήλθε διετία (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως η τελευταία διάταξη ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-, 520, 522, 524 παρ. 1, 2 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 Δημ. Νόμος). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015- και όπως το α΄ εδ. της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄, 240/22.12.2016 –έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του Ν. 4446/2016), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα, με την υπό κρίση από 09/03/2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../14-03-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../14-03-2017, ανακοπή της, την οποία άσκησε, κατ’ άρθρο 933 του ΚΠολΔ, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, η οποία έγινε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και περιλαμβάνεται στις προτάσεις της (άρθρα 224 και 591 παρ. 1 εδ. α΄ του Κ.Πολ.Δ.), ζητούσε, κατ’ ορθή εκτίμηση, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, ν’ ακυρωθούν: 1) οι από 26-9-2016 και 1-12-2016 επιταγές προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της υπ’ αριθ. 4811/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και 2) το από 5-2-2017 κατασχετήριο εις χείρας των αναγραφόμενων σε αυτό ανώνυμων τραπεζικών εταιρειών ως τρίτων. Επί της ως άνω ανακοπής, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 12/05/2017, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ., 937 παρ. 3 ΚΠολΔ), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη με αριθμό 3448/17-07-2017 οριστική απόφασή του, απέρριψε την ως άνω ανακοπή, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους και συμψηφίστηκαν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της εν λόγω οριστικής αποφάσεως η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα, ως ηττηθείσα διάδικος, άσκησε την υπό κρίση έφεση, με την οποία παραπονείται για τους αναφερόμενους ειδικότερα στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι συνοψίζονται, όπως αυτοί εκτιμώνται από το Δικαστήριο, σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ζητά δε, κατ’ ορθή εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου της έφεσης, να γίνει αυτή καθ’ ολοκληρία δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό να γίνει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή και να καταδικαστούν οι καθ’ ων η ανακοπή στα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1711 εδ. β΄, 1846, 1847, 1848, 1849, 1850, 1851 και 1856 ΑΚ συνάγεται ότι ο κληρονόμος, είτε καλείται από διαθήκη, είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομία με μόνο το θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέλησή του. Το δικαίωμα, όμως, αυτό της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομίας είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από το νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομίας (άρθρ. 1847 ΑΚ), δηλαδή δικαιούται ο κληρονόμος να αποποιηθεί, κατά βούληση, την κληρονομία, που έχει επαχθεί σ’ αυτόν, από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε. Η αποποίηση της κληρονομίας είναι δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει – δεν δέχεται – την κληρονομία, που έχει επαχθεί σ’ αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου. Η αποποίηση συνιστά μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα μη απευθυντέα σε τρίτο, υποκείμενη σε συστατικό τύπο και είναι ανεπίδεκτη οποιασδήποτε αίρεσης ή προθεσμίας, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών (άρθρο 1851 εδ.β ΑΚ). Η σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών (με τη διαφοροποίηση του άρθρου 1847 παρ. 2 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «Αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διέμενε στο εξωτερικό, η προθεσμία είναι ενός έτους»), που αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής (βλ. σχετ. ΑΠ 572/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 725/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1087/2011 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 2120/2015 Δημ. Νόμος, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρο Ερμηνεία, άρθρα 1847-1848, σημ. 1-4, 2-15). Εάν συντρέχει περίπτωση νόμιμης αντιπροσώπευσης, η ως άνω γνώση ερευνάται μόνο στο πρόσωπο του νομίμου αντιπροσώπου (άρθρο 214 ΑΚ., βλ. σχετ. Γεωργιάδης – Σταθόπουλος άρθρο 1847-1848 αρ. 17). Γνώση της επαγωγής υπάρχει όταν ο κληρονόμος έχει βασίμως πληροφορηθεί την ύπαρξη των πραγματικών και νομικών προϋποθέσεων, η συνδρομή των οποίων επιφέρει την από αυτόν αυτοδίκαιη κτήση της κληρονομιάς, ενώ γνώση του λόγου της επαγωγής υπάρχει όταν ο κληρονόμος γνωρίζει ότι καλείται στην κληρονομιά από τη διαθήκη του αποβιώσαντος (οπότε η τετράμηνη προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης) ή από το νόμο (ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος ή νόμιμος μεριδούχος). Σε κάθε περίπτωση απαιτείται θετική γνώση της επαγωγής και του λόγου της και δεν αρκεί η υπαίτια άγνοια έστω και αν οφείλεται σε αμέλεια του κληρονόμου. Και αυτή η ύπαρξη βάσιμων αμφιβολιών δεν επιτρέπει την κίνηση της προθεσμίας (Γεωργιάδης – Σταθόπουλος Αστικόν Κώδιξ Κατ` άρθρο ερμηνεία IX Κληρονομικό Δίκαιο υπό άρθρα 1847-1848 παρ. 11 επ., ΑΠ 1211/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 426/2002 Ελλ.Δικ. 43 σελ. 1665). Στην επαγωγή όμως από διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης (άρθρ. 1847 παρ. 1 εδ. β’ ΑΚ) (ΑΠ 572/2016 ό.π.). Η αποποίηση είναι άκυρη, αν είχε προηγηθεί ρητή ή σιωπηρή δήλωση αποδοχής της κληρονομίας (άρθρο 1849 ΑΚ). Ρητή αποδοχή υπάρχει, όταν ο προσωρινός κληρονόμος εκφράζει ευθέως -γραπτά ή προφορικά – τη δήλωσή του να γίνει οριστικός κληρονόμος. Η δήλωση όμως αυτή θα πρέπει αναγκαστικά να απευθύνεται σε πρόσωπο, που έχει συμφέρον από την κληρονομία, όπως σε συγκληρονόμο, σε δανειστή της κληρονομίας κλπ. Δεν αποτελεί αποδοχή ή ανακοίνωση σε τρίτον σκέψης του προσωρινού κληρονόμου ν` αποδεχθεί αφού εκφράζει μελλοντική πρόθεση και όχι ενεστώσα βούληση του κληρονόμου αποδοχής της κληρονομίας. Σιωπηρή αποδοχή υπάρχει όταν η βούληση του προσωρινού κληρονόμου να γίνει οριστικός, συνάγεται από τη συμπεριφορά του απέναντι στην κληρονομία, δηλ. από πράξεις ή παραλείψεις του, που καθεαυτές εμπεριέχουν εξωτερίκευση της βούλησής του για ανάμειξή του στην κληρονομία και οριστική αποδοχή της. Τέτοιες πράξεις είναι η υποβολή αίτησης για έκδοση κληρονομητηρίου, η άσκηση της περί κλήρου αγωγής, η υποβολή δήλωσης για επιβολή φόρου κληρονομίας κλπ, ενώ άλλες πράξεις, αντίθετα, δεν εκφράζουν καθεαυτές βούληση αποδοχής, όπως είναι πράξεις απλής διαχείρισης της κληρονομίας (άρθρο 1859 ΑΚ) ή και διοίκησή της χάριν και μέλλοντος κληρονόμου. Πότε η συμπεριφορά του κληρονόμου, δηλαδή η ανάμειξή του στην κληρονομία, ενέχει σιωπηρή αποδοχή είναι ζήτημα πραγματικό και κρίνεται, κατά περίπτωση, από το δικαστήριο (ΑΠ 725/2014 Δημ. Νόμος). Επίσης, από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αποποίησης τεκμαίρεται αμαχήτως από το νόμο (άρθρ. 1850 εδ. β΄ ΑΚ) η αποδοχή της κληρονομίας. Η δήλωση αποποίησης έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, αφού δημιουργεί μία νέα νομική κατάσταση ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου. Η κληρονομία επάγεται σ’ εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου (άρθρ. 1856 ΑΚ) (ΑΠ 572/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 725/2014 Δημ. Νόμος). Η τυχόν ύπαρξη γεγονότος, που να αποκλείει την ευθύνη των εναγομένων κληρονόμων όπως είναι η νομίμως γενομένη αποποίηση της επαχθείσης σ` αυτούς κληρονομιάς του υπαιτίου, και επομένως δεν νομιμοποιούνται παθητικώς, έχει τον χαρακτήρα ένστασης, την οποία προτείνει και αποδεικνύει ο ενιστάμενος εναγόμενος (ΑΠ 691/2011 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 και 2 ΑΚ, η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομίας είναι αμετάκλητη, ενώ η αποδοχή ή η αποποίηση, που οφείλεται σε πλάνη ή απάτη ή απειλή, κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Ειδικότερα, δεν αποκλείεται, παρά το ότι η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 ΑΚ καθιερώνει το αμετάκλητο της αποδοχής ή της αποποίησης ως μονομερούς δικαιοπραξίας, με προφανή σκοπό τη δημιουργία βεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου, η αποδοχή και η αποποίηση να είναι συνέπεια πλάνης, που δεν αναφέρεται στο λόγο της επαγωγής, ή που είναι αποτέλεσμα απάτης ή απειλής. Στις περιπτώσεις αυτές, η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 2 ΑΚ προβλέπει τη δυνατότητα ακύρωσης της αποδοχής ή αποποίησης, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τις ακυρώσιμες δικαιοπραξίες (άρθρ. 140 επ. 147 επ. 150 επ.), που εφαρμόζονται, ενόσω δεν τροποποιούνται από τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 1857 παρ. 2-4 ΑΚ. Έτσι, αν πρόκειται για δήλωση από πλάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 140, 141 και 142 ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η δήλωση δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούληση του δηλούντος, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητα του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία ώστε, αν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε την δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας, που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η με τον τρόπο αυτό συναγόμενη, κατά πλάσμα του νόμου, αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως, που διαμόρφωσε τη βούλησή του, αν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε, αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως. Η εσφαλμένη γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερόμενων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας (Ολ.ΑΠ 858/1990, ΑΠ 572/2016 ό.π., ΑΠ 173/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 951/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1087/2011 ό.π., ΑΠ 1211/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 442/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 2120/2015 ό.π.), υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσεως της κληρονομιάς κατά του ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει γιατί η άγνοια αποκλείει τη γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και β) σε άγνοια μόνο της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (ΑΠ 572/2016 ό.π., ΑΠ 173/2014 ό.π., ΑΠ 951/2013 ό.π., 1087/2011 ό.π., ΑΠ 1211/2008 ό.π., ΕφΑθ 442/2017 ό.π., ΜονΕφΘεσ 2120/2015 ό.π., Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ό.π. άρθρα 1847-1848 σημ. 15-17), τα γεγονότα δε αυτά, όταν πρόκειται για κληρονομία που επάγεται σε ανήλικο, κρίνονται από το πρόσωπο που τον εκπροσωπεί και το οποίο έπρεπε να προβεί στην εμπρόθεσμη αποποίηση της κληρονομίας για λογαριασμό του ανηλίκου, τηρώντας τις διατυπώσεις του άρθρου 1625 του ΑΚ, ενόψει του ότι, του νόμου μη διακρίνοντος (άρθρα 1847, 1850 ΑΚ), η προθεσμία της αποποίησης τρέχει και κατά προσώπων που είναι ανίκανα προς δικαιοπραξία (ΑΠ 173/2014 ό.π., ΑΠ 1087/2011 ό.π., ΑΠ 1211/2008 ό.π., ΕφΑθ 442/2017 ό.π., ΜονΕφΘεσ 2120/2015 ό.π., Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρα 1847-1848 σημ. 15-17, Απ. Γεωργιάδης, Σύντ.Ερμ.ΑΚ άρθρο 1850 σημ. 4, άρθρο 1857 σημ. 8). Αναστέλλεται δε η προθεσμία αυτή κατά την ρητή διατύπωση του άρθρου 1847 παρ. 3 ΑΚ εκ των αυτών λόγων, που αναστέλλεται και η παραγραφή, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 255 και 258 παρ. 2 ΑΚ (ΑΠ 1087/2011 ό.π., ΑΠ 493/2003 Δημ. Νόμος). Όπως δε προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1526, 1847 εδαφ. α` ΑΚ και αρθρ 797 ΚΠολΔ, επί προσώπων τελούντων υπό νόμιμη εκπροσώπηση (λ.χ. γονική μέριμνα) η αποποίηση πρέπει να γίνει υπό του νομίμου αντιπροσώπου, αφού μόνον αυτός δικαιούται να αποποιηθεί την κληρονομία που έχει επαχθεί στον αντιπροσωπευόμενο, τηρουμένων των διατυπώσεων που ο νόμος επιτάσσει, προκειμένου δε περί αποποιήσεως κληρονομίας για λογαριασμό ανηλίκου πρέπει να υποβληθεί αίτηση από τον εκπροσωπούντα αυτόν και να χορηγηθεί προς τούτο η σχετική άδεια (ΑΠ 1087/2011 ό.π., ΑΠ 1211/2008 ό.π.). Κατά το χρόνο αυτόν, δηλαδή από την υποβολή της αίτησης προς παροχήν άδειας για αποποίηση κληρονομίας, που γίνεται για λογαριασμό ανηλίκου και μέχρι δημοσιεύσεως της σχετικής απόφασης αναστέλλεται κατ`άρθρο 255 εδαφ. α` ΑΚ η προθεσμία προς αποποίηση λόγω ανωτέρας βίας, αφού η αποποίηση της κληρονομίας, που θα γίνει από τον νόμιμο εκπρόσωπο του ανηλίκου, εξαρτάται από γεγονός μη δυνάμενο να αποτραπεί ακόμη, και με την λήψη μέτρων άκρας επιμελείας και συνέσεως εκ μέρους του εκπροσώπου του ανηλίκου και δη από την παροχή αδείας εκ μέρους του Δικαστηρίου, της οποίας μη υπαρχούσης δεν χωρεί νομοτύπως για τον ανήλικο αποποίηση κληρονομίας (ΑΠ 1087/2011 ό.π., ΑΠ 338/2004 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 2120/2015 ό.π.). Στην περίπτωση δηλ. που ο κληρονόμος είναι ανίκανο πρόσωπο, η γνώση της επαγωγής και του λόγου της κρίνεται στο πρόσωπο του νομίμου αντιπροσώπου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 214 του Α.Κ., αφού αυτός έχει το δικαίωμα ν’ αποποιηθεί την κληρονομία που έχει επαχθεί στον ανήλικο, τηρουμένων των διατυπώσεων που επιτάσσει ο νόμος (ΑΠ 1211/2008 ό.π., Απ. Γεωργιάδης, Σύντ. Ερμην. Α.Κ., άρθρο 1847 σημ. 13, Στ. Κουμάνης, Αρμ.2015 σελ. 1449-1451). Εάν έχει χωρήσει πλασματική αποδοχή της κληρονομίας, λόγω της προαναφερθείσας πλάνης, η έναρξη της προθεσμίας αποποιήσεως προϋποθέτει την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής τελεσιδίκως, ώστε η εν συνεχεία αποποίηση να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της. Αποποίηση που γίνεται ενώ έχει επέλθει πλασματική αποδοχή λόγω πλάνης, δεν επιφέρει τις έννομες συνέπειές της, μη ανατρέπουσα από μόνη της τις συνέπειες της πλασματικής αποδοχής, η ακύρωση της οποίας μόνο με αγωγή ή αντίστοιχη ένσταση της ΑΚ 1857 παρ. 2 μπορεί να γίνει (ΑΠ 572/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 173/2014 ό.π.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 157 και 1857 παρ. 2 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας που οφείλονται σε εξακολουθητική πλάνη, παραγράφεται μετά από ένα εξάμηνο, το οποίο αρχίζει αφότου παρήλθε η κατάσταση αυτή, από την άρση δηλαδή της πλάνης, διακόπτεται δε η παραγραφή αυτή με την άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του άρθρου 261 εδ. α` του ΑΚ.. Η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας και η αντίστοιχη ένσταση στρέφεται, σύμφωνα με τη διασταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 155 ΑΚ, και κατά του αμέσως έλκοντος έννομο κληρονομικό συμφέρον από την έκπτωση αυτού που ακυρωσίμως – δηλαδή συνεπεία πλάνης – αποδέχθηκε και που στη συνέχεια θα αποποιηθεί, δηλαδή κατ’ εκείνου, στον οποίο θα επαχθεί η κληρονομία μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση του ενάγοντος στην περί ακυρώσεως δίκη, καθώς επίσης και κατά του δανειστή της κληρονομίας (ΑΠ 572/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 173/2014 ό.π., ΑΠ 1211/2008 ό.π., ΕφΑθ 442/2017 ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1904 του ΑΚ, “Ο κληρονόμος με απογραφή ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας έως το ενεργητικό της. Καμμιά σύγχυση δεν επέρχεται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του έναντι της κληρονομίας”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1904, 1902, 1903, 1905, 1912, 1527 και 1625 του Α.Κ. συνάγεται ότι προκειμένου για πρόσωπα ανίκανα ή περιορισμένης ικανότητας προς δικαιοπραξία (όπως ανήλικοι), για τα οποία η αποδοχή της κληρονομίας από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους γίνεται πάντοτε επ`ωφελεία απογραφής, το ευεργέτημα αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ευθύνης του κληρονόμου μέχρι το ενεργητικό της κληρονομικής περιουσίας, η οποία αποχωρίζεται αυτοδικαίως από την περιουσία του κληρονόμου και αποτελεί χωριστή ομάδα, με την έννοια όχι ότι ευθύνεται ο κληρονόμος και με τη δική του περιουσία μέχρι της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της κληρονομίας, αλλά ότι ευθύνεται με τα ίδια τα στοιχεία του ενεργητικού της και μόνον μέχρις αυτών (cum viribus hereditatis), σε τρόπο ώστε τυχαία απώλεια ή καταστροφή ή χειροτέρευσή τους να τον απαλλάσσει από αντίστοιχη ευθύνη. Εξάλλου, δεν δύνανται οι κληρονομικοί δανειστές να επιληφθούν της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου (ΑΠ 750/2011 Δημ. Νόμος, Γ.Μπαλή Κληρ.Δίκ. παρ.194, 2, σελ.302, Α.Τούση Κληρ.Δίκ.παρ.210 σελ.538, Απ. Γεωργιάδη, ό.π. άρθρο 1912 σημ. 24), εκτός αν επήλθε έκπτωση από το ευεργέτημα της απογραφής λόγω παρόδου άπρακτης της ενιαύσιας προθεσμίας από τότε που απέκτησε ο κληρονόμος πλήρη ικανότητα προς δικαιοπραξία και δεν συνέταξε απογραφή (ΑΠ 750/2011 ό.π.). Ούτε, επίσης, απαλλάσσεται από την ευθύνη έναντι των δανειστών της κληρονομίας ο εξ απογραφής κληρονόμος, ώστε από τη σχετική δήλωσή του να μη νομιμοποιούνται εκείνοι να στρέφονται εναντίον του προς ικανοποίησή τους, λόγω ανεπάρκειας του ενεργητικού της κληρονομίας ή να ματαιώνει τη δικαστική ενάσκηση των δικαιωμάτων τους ο κληρονόμος με την προσφορά της σε χρήμα αξίας των κληρονομιαίων κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομίας, επωφελούμενος την τυχόν επί πλέον διαφορά από τη μεγαλύτερη μεταγενέστερη αξία τούτων σε βάρος των δανειστών της κληρονομίας (ΑΠ 750/2011 ό.π.). Ενδεχόμενη ανεπάρκεια της κληρονομικής περιουσίας προς ικανοποίηση των απαιτήσεων των κληρονομικών δανειστών απλώς έχει ως συνέπεια ότι για την ικανοποίηση των εν λόγω απαιτήσεων δεν επιτρέπεται να γίνει αναγκαστική εκτέλεση επί της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου, αλλά μόνο επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομιάς (ΑΠ 630/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 631/2009 Δημ. Νόμος). Η κύρια επίπτωση για τον κληρονόμο από τη μη τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 1903 Α.Κ. είναι η έκπτωσή του από το ευεργέτημα (1911 αρ. 1 ΑΚ), με συνέπεια να ευθύνεται ως απλός κληρονόμος αναδρομικά από την επαγωγή της κληρονομίας και να αίρεται ο χωρισμός των περιουσιών, που επέρχεται με την αποδοχή αυτή (βλ. σχετ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ό.π. άρθρο 1903 σημ. 3, άρθρα 1904-1905, 1911-1912). Τέλος, κατά το άρθρο 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, αντιρρήσεις του καθ’ ου η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 262 παρ. 2 και 933 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την άσκηση ανακοπής κατά της επιταγής προς εκτέλεση απαιτείται να έχει ο ανακόπτων έννομο συμφέρον, που υπάρχει όταν με την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται, επηρεάζεται η θέση και γενικότερα συγκεκριμένο έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος, που είναι άξιο προστασίας από το νόμο. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας και η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου περί υπάρξεως ή μη αυτού ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 792/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 339/2010). Κατά το άρθρο δε 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Κατά το άρθρο δε 522 Κ.Πολ.Δ. με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της εφέσεως και οι λόγοι αυτής που το στηρίζουν οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Το εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της εφέσεως ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών τους οποίους ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών προβάλλει σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους εφέσεως και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ενστάσεως, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνο για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 1481/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1778/2011 Δημ. Νόμος, Α.Π.1625/2011, ΑΠ 496/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4924/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 496/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 37/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6311/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 58/2002 Δημ. Νόμος). Συνεπώς και οι λόγοι ανακοπής, που επέχουν γενικώς θέση ιστορικής βάσης της αγωγής, εφόσον απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, επαναφέρονται στο Εφετείο από τον εκκαλούντα ανακόπτοντα μόνο με λόγο της έφεσής του κατά της πρωτόδικης απόφασης, ως παράπονο κατ` αυτής, και όχι με τις κατ’ έφεση προτάσεις του (ΑΠ 1349/2013 ό.π., ΑΠ 13/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 408/2000 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 599/2011 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΔωδ 66/2008 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα, με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής, ο οποίος βάλλει κατά των προαναφερόμενων πράξεων εκτέλεσης και ασκήθηκε εμπρόθεσμα (άρθρο 934 παρ. 1 περ. α΄ του Κ.Πολ.Δ.), αφού οι ανακοπτόμενες από 26-9-2016 και 1-12-2016 επιταγές προς πληρωμή και το από 5-2-2017 κατασχετήριο επιδόθηκαν στην ανακόπτουσα στις 27-9-2016, 14-12-2016 και 13-2-2017 αντίστοιχα (βλ. τις υπ’ αριθ. …./27-9-2016 και …./14-12-2016 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . … και το αντίγραφο του παραπάνω κατασχετηρίου, με την επισημείωση σε αυτό επί επίδοσής του στις 13-2-2017 του ίδιου Δικαστικού Επιμελητή) και το δικόγραφο της ανακοπής επιδόθηκε στις 14-3-2017, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. . …/14-3- 2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….), απορρίφθηκε δε ως μη νόμιμος με την εκκαλουμένη και παραδεκτά επαναφέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την υπό κρίση έφεση, κατ’ ορθή εκτίμηση, ισχυρίστηκε ότι επιδόθηκαν σε αυτήν i) οι από 26-9-2016 και 1-12-2016 επιταγές προς πληρωμή, κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της υπ’ αριθ. 4811/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν η εταιρεία με την επωνυμία «……….», που εδρεύει τυπικά στις νήσους Μάρσαλ και πραγματικά στην Ελλάδα (επί της οδού …….. στον Πειραιά) και εκπροσωπείται νόμιμα, και ο ……… να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην πρώτη εξ αυτών το ποσό των 207.176,02 ευρώ και στη δεύτερη εξ αυτών το ποσό των 150.000 ευρώ, για το θάνατο του ναυτικού ……., συζύγου της πρώτης εξ αυτών και πατέρα της δεύτερης εξ αυτών, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, οι δε ανωτέρω επιταγές προς πληρωμή κοινοποιήθηκαν σε αυτή (ανακόπτουσα) ως μοναδική κληρονόμο του πατέρα της ……., ο οποίος απεβίωσε στις 26-4-2014, στις Η.Π.Α. και ii) το από 5-2-2017 κατασχετήριο εις χείρας των αναγραφόμενων σε αυτό ανώνυμων τραπεζικών εταιρειών ως τρίτων για το ποσό των 765.646 ευρώ και ειδικότερα 1) σε σχέση με την πρώτη εξ αυτών για: α) το ποσό των 207.176 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, β) το ποσό των 230.635 ευρώ για νόμιμους τόκους και γ) το ποσό των 6.235 ευρώ για δικαστική δαπάνη, 2) σε σχέση με τη δεύτερη εξ αυτών για α) το ποσό των 150.000 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, β) το ποσό των 166.985 ευρώ για νόμιμους τόκους και γ) το ποσό των 4.515 ευρώ για δικαστική δαπάνη και 3) για το ποσό των 100 ευρώ για απόγραφο, σύνταξη επιταγής και κοινοποίηση αυτής, ότι αυτή (ανακόπτουσα) γεννήθηκε στις 10-02-1998, ότι, όταν απεβίωσε ο πατέρας της, στις 26.04.2014, στις Η.Π.Α., αυτή ήταν ανήλικη, ότι στις 06-06-2016 προέβη σε δήλωση αποποίησης της κληρονομιάς του αποβιώσαντος πατρός της, συνταχθείσας της υπ’ αριθ. …./6-6-2016 «΄Εκθεσης καταχώρησης δήλωσης αποποίησης κληρονομιάς» του Ειρηνοδικείου Αθηνών και ότι, συνεπώς, δε νομιμοποιείται παθητικά στην επισπευθείσα διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, διότι, εφόσον ενηλικιώθηκε στις 10-02-2016 και στις 06-06-2016 προέβη νόμιμα και εμπρόθεσμα σε αποποίηση της κληρονομίας του πατρός της, ουδέποτε απέκτησε την ιδιότητα του κληρονόμου αυτού, καθώς, όπως ισχυρίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1527, 1902, 1903, 1912 Α.Κ., σε περίπτωση μη σύνταξης απογραφής από τους έχοντες τη γονική μέριμνα ανηλίκου κληρονόμου, το σχετικό δικαίωμα περιέρχεται στον ενηλικιούμενο κληρονόμο, ο οποίος οφείλει, με την απειλή έκπτωσης από το ευεργέτημα, να συντάξει την απογραφή εντός έτους από την ενηλικίωσή του, οπότε, εφόσον ο ενηλικιούμενος κληρονόμος στην περίπτωση αυτή δεν εκπίπτει από το ευεργέτημα της απογραφής, δικαιούται, πολλώ μάλλον, εντός της αυτής προθεσμίας, να αποποιηθεί την κληρονομιά. Με βάση το ιστορικό αυτό η ανακόπτουσα ζητούσε ν’ ακυρωθούν i) οι από 26-9-2016 και 1-12-2016 επιταγές προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της υπ’ αριθ. 4811/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ii) το από 5-2-2017 κατασχετήριο εις χείρας των αναγραφόμενων σε αυτό ανώνυμων τραπεζικών εταιρειών ως τρίτων. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος αυτός ανακοπής είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση ανακοπή, ο πατέρας της ανακόπτουσας απεβίωσε, στις 26-4-2014, στις Η.Π.Α., όταν η ίδια ήταν ανήλικη και προέβη η ίδια, στις 06/06/2016, ήτοι μετά την ενηλικίωσή της, σε δήλωση αποποίησης της επαχθείσας σε αυτήν κληρονομίας. Συνεπώς, η δήλωση αποποίησης της εν λόγω κληρονομιάς από την ανακόπτουσα, στις 6-6-2016, είναι άκυρη, σύμφωνα με το άρθρο 1850 εδ. α΄ του Α.Κ., καθώς έλαβε χώρα από την ανακόπτουσα μετά την πάροδο της ετήσιας αποσβεστικής προθεσμίας για την αποποίηση αυτής, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, από τη θετική γνώση της επαγωγής και του λόγου της, στις 26/04/2014, από την ασκούσα τη γονική μέριμνα αυτής, λόγω της ανηλικότητάς της, ήτοι τη μητέρα της, λαμβανομένου υπόψη ότι ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό, καθώς δεν επικαλείται ούτε ότι η μητέρα της έλαβε γνώση μεταγενέστερα της επαγωγής και του λόγου αυτής και στο πρόσωπο της οποίας κρίνεται το στοιχείο της γνώσεως της επαγωγής της κληρονομιάς στην ανήλικη θυγατέρα της και του λόγου αυτής, ούτε επικαλείται ότι επήλθε άλλος λόγος αναστολής της ως άνω αποσβεστικής προθεσμίας, κατ’ άρθρο 1847 παρ. 3 Α.Κ., με κατάθεση από τη μητέρα της, υπό την ως άνω ιδιότητά της, αιτήσεως, εντός ενός (1) έτους από το θάνατο του πατέρα της, κατά τ’ άρθρα 1510, 1526, 1625 ΑΚ και 797 ΚΠολΔ, για τη χορήγηση άδειας από το Δικαστήριο για την αποποίηση της κληρονομίας αυτής, ώστε στη συνέχεια να προβεί η μητέρα της σε δήλωση αποποίησης αυτής, αλλά ούτε και ότι η τελευταία αγνοούσε την επαγωγή και το λόγο αυτής προ της ενηλικιώσεως της ανακόπτουσας. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ανακόπτουσα δεν επικαλείται, με την υπό κρίση ανακοπή της, ότι η μητέρα της, κατά τη διάρκεια της ανηλικότητάς της, καθ’ όλο το χρόνο που έπρεπε να αποποιηθεί την κληρονομία, επειδή αγνοούσε την ύπαρξη προθεσμίας αποποίησης του άρθρου 1847 ΑΚ πριν την ενηλικίωση της ανακόπτουσας και κατ’ επέκταση τις απορρέουσες από την άπρακτη παρέλευσή της έννομες συνέπειες, κατά το άρθρο 1850 ΑΚ, δεν προέβη στις απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου να αποποιηθεί την κληρονομία για λογαριασμό του τέκνου της. Ούτε, επίσης, επικαλείται ότι και η ίδια, μετά την ενηλικίωσή της, αγνοούσε τ’ ανωτέρω και ότι η πλάνη αυτή της μητέρας της, η οποία διατηρήθηκε μέχρι την ενηλικίωση της ανακόπτουσας, στις 10/02/2016, μεταφέρθηκε εύλογα στην τελευταία και ότι η πλάνη αυτή είναι ουσιώδης, προκειμένου να θεμελιώσει (κατ’ ένσταση) δικαίωμα ακύρωσης της πλασματικής -κατά το νόμο- αποδοχής της ανωτέρω κληρονομίας (ΑΠ 572/2016 ό.π., ΑΠ 173/2014 ό.π., ΕΑ 442/2017 ό.π.). Τα γεγονότα δε αυτά, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, όταν πρόκειται για κληρονομία που επάγεται σε ανήλικο, κρίνονται από το πρόσωπο που τον εκπροσωπεί και το οποίο έπρεπε να προβεί στην εμπρόθεσμη αποποίηση της κληρονομίας για λογαριασμό του ανηλίκου, τηρώντας τις διατυπώσεις του άρθρου 1625 του ΑΚ, ενόψει του ότι, του νόμου μη διακρίνοντος (άρθρα 1847, 1850 ΑΚ), η προθεσμία της αποποίησης τρέχει και κατά προσώπων που είναι ανίκανα προς δικαιοπραξία (ΑΠ 173/2014 ό.π.). Ούτε, άλλωστε η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι έχει ασκήσει σχετική αγωγή, στρεφόμενη κατά των καθ’ ων η ανακοπή, ως δανειστών της κληρονομίας, με αίτημα την ακύρωση, λόγω ουσιώδους πλάνης, της πλασματικής αποδοχής της, ένεκα της άπρακτης παρέλευσης της ετήσιας  προθεσμίας προς αποποίηση  από την επαγωγή σε αυτήν της κληρονομίας του πατρός της (βλ. σχετ. ΕΑ 442/2017 ό.π.). Το γεγονός δε ότι, σε περίπτωση ανίκανων για δικαιοπραξία, για τα οποία η αποδοχή της κληρονομίας γίνεται κατά νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής, ορίζεται, κατ’ άρθρο 1912 Α.Κ., ότι έκπτωση από το ευεργέτημα, επειδή δεν συντάχθηκε απογραφή, επέρχεται αν μέσα σε ένα χρόνο, αφότου τα πρόσωπα αυτά έγιναν απεριορίστως ικανά, δεν έκαναν απογραφή, δεν σημαίνει ότι παρατείνεται η προθεσμία προς αποποίηση για το ανήλικο κατά το χρονικό αυτό διάστημα και ότι συνεπώς δε νομιμοποιείται παθητικά για την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης η ανακόπτουσα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται. ΄Αλλωστε, η ανακόπτουσα δεν επικαλείται ότι επισπεύδεται η ένδικη αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ατομικής της περιουσίας, καθώς η εκ μέρους της ανακόπτουσας γενόμενη πλασματική αποδοχή της άνω κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής, αποκλείει την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως επί της ατομικής περιουσίας της. Ο ισχυρισμός δε του κληρονόμου περί αποδοχής της κληρονομιάς του οφειλέτη με το ευεργέτημα της απογραφής μπορεί να προταθεί (μόνον) ως λόγος ανακοπής κατά της – τυχόν επί της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου – επισπευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως (βλ. σχετ. ΑΠ 630/2009 ό.π.). Επομένως, εφόσον, λόγω της παρέλευσης άπρακτης της ετήσιας προθεσμίας προς αποποίηση από τη γνώση του λόγου επαγωγής και της αιτίας της από τη μητέρα της ανακόπτουσας, αποσβέστηκε το διαπλαστικό δικαίωμα της ανακόπτουσας προς αποποίηση και επήλθε πλασματική αποδοχή της κληρονομίας, κατ’ άρθρο 1850 εδ. β΄ Α.Κ., από το χρόνο θανάτου του αποβιώσαντος, με το ευεργέτημα της απογραφής, λόγω της ανηλικότητάς της (άρθρα 1847, 1850, 1856 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1527 Α.Κ.) (βλ. σχετ. ΑΠ 173/2014 ό.π., ΕφΑθ 442/2017 ό.π., Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ό.π. άρθρα 1849-1851 σημ. 5, 11), η ανακόπτουσα νομιμοποιείται παθητικά στην ανακοπτόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και την επίδοση σε αυτήν των ως άνω ανακοπτομένων πράξεων εκτέλεσης, στις 27-9-2016, 14-12-2016 και 13-2-2017 αντίστοιχα. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και απέρριψε ως μη νόμιμο τον ως άνω πρώτο λόγο της ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα, για την απόρριψη του λόγου αυτού και τη συνεπεία αυτής απόρριψη της ανακοπής, έστω και με συνοπτική αιτιολογία. Περαιτέρω, καθ’ ο μέρος αποδίδεται με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και απέρριψε ως ουσία αβάσιμο τον πρώτο λόγο της ανακοπής, κατά το σκέλος του αυτό, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως προδήλως απαράδεκτος, διότι ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, εαν το δικαστήριο δεν εισήλθε στην αποδεικτική διαδικασία (διατυπώνοντας και συναφές πόρισμα), αλλά απέρριψε τον λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο, όπως στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του. Το αυτό ισχύει, ο λόγος δηλ. αυτός είναι απαράδεκτος, όπως προαναφέρθηκε, και εάν ήθελε θεωρηθεί ως λόγος για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, αφού και ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο ερεύνησε την ουσία της υπόθεσης και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα και όχι όταν απέρριψε το λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Για τους λόγους δε αυτούς, μετά τη συ­μπλήρωση και την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος έφεσης, καθ’ όλα του τα σκέλη, με τα οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα από την εκκαλούσα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, Ολ ΑΠ 7/2002 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 25/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 581/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 326/2018 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΟλΑΠ 8/2018 ό.π., ΑΠ 326/2018 ό.π.). Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εξ αυτού ακυρότητα της εκτελέσεως (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., Ολ.ΑΠ 12/2009, ΑΠ 261/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 724/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 49/2005). Περαιτέρω κατά το άρθρο 482 του ΑΚ. “σε περίπτωση οφειλής, εις ολόκληρον ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή κατά την προτίμησή του από οποιονδήποτε συνοφειλέτη είτε ολικά είτε μερικά. Έως την καταβολή ολόκληρης της παροχής παραμένουν υπόχρεοι όλοι οι οφειλέτες” (ΑΠ 1694/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 871/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 159/2011 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 481, 483, 487, 488 και 926 του ΑΚ συνάγεται ότι, επί παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, η οποία προϋποθέτει ενότητα της υποχρέωσης προς παροχή όχι όμως και ταυτότητα του παραγωγικού λόγου των κατ` ιδίαν, ενοχών, καθιερώνεται δικαίωμα του δανειστή, κατά τη νομικώς ανέλεγκτη και απολύτως ελεύθερη (κατ` αρέσκειαν) κρίση του, να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε από τους εις ολόκληρον οφειλέτες για μέρος ή το σύνολο της οφειλής, συγχρόνως ή διαδοχικώς, χωρίς να μπορεί να αποκρουσθεί με την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος λόγω διαφοροποιήσεων στην περιουσιακή κατάσταση των συνοφειλετών ή διαφορετικού βαθμού ευθύνης τούτων ως προς την άσκηση του δικαιώματος αναγωγής, αφού ο νόμος απέβλεψε στην ταχεία ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή, εκτός αν συντρέχουν εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις υπέρβασης των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος του δανειστή (ΑΠ 871/2010 ό.π., ΕφΛαμ 159/2011 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα ισχυρίζεται, με το δεύτερο λόγο ανακοπής, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι κατά το χρόνο επίδοσης των από 26-9-2016 και 1-12-2016 επιταγών προς πληρωμή, κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της υπ’ αριθ. 4811/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και του από 5-2-2017 κατασχετηρίου εις χείρας των αναγραφόμενων σε αυτό ανώνυμων τραπεζικών εταιρειών ως τρίτων, αυτή είχε ήδη αποποιηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα την κληρονομιά του πατέρα της και ότι οι καθ’ ων η ανακοπή, αντί να βεβαιώσουν την ιδιότητά της ως κληρονόμου, προτού επισπεύσουν διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της, και αντί να επιδιώξουν την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους από την εταιρεία με την επωνυμία «…………» ή την ασφαλιστική εταιρεία, που κάλυπτε αντίστοιχους κινδύνους, ασκώντας καταχρηστικά το δικαίωμά τους, αδιαφορώντας για την έλλειψη παθητικής της νομιμοποίησης, κοινοποίησαν σε αυτή τις ανωτέρω επιταγές προς πληρωμή, καθώς και το παραπάνω κατασχετήριο, ότι δεν έχει κάποια περιουσία και δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στα προς το ζην, γεγονός που προκύπτει και από το ότι με την κατάσχεση σε βάρος της δεσμεύθηκε μόνο το ποσό των 50 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό η ανακόπτουσα ζητεί να ακυρωθούν 1) οι από 26-9-2016 και 1-12-2016 επιταγές προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της υπ’ αριθ. 4811/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και 2) το από 5-2-2017 κατασχετήριο εις χείρας των αναγραφόμενων σε αυτό ανώνυμων τραπεζικών εταιρειών ως τρίτων. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος αυτός ανακοπής, ο οποίος ασκήθηκε εμπρόθεσμα και παραδεκτά επαναφέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την υπό κρίση έφεση, είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, διότι, και αληθή υποτιθέμενα τα επικα­λούμενα για τη θεμελίωσή του πραγματικά περιστατικά, αυτά δεν καθιστούν την επισπευδόμενη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλε­σης προφανώς αντίθετη στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ούτε μπορεί βάσιμα να θεωρηθεί ως καταχρηστική η άσκηση από τις καθ’ ων η ανακοπή νομίμων δικαιωμάτων που τις παρέχει ο νόμος, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περι­στατικών και δεν προκαλείται έντονη η εντύπωση της αδικίας προς την ανακόπτουσα, εφόσον, κατά τ’ ανωτέρω, η τελευταία νομιμοποιείται παθητικά, ως κληρονόμος του πατέρα της, εις ολόκληρον συνοφειλέτη, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ανακοπής, στην ανακοπτόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τους χρόνους επίδοσης σε αυτήν των ως άνω ανακοπτομένων πράξεων εκτέλεσης, στις 27-9-2016, 14-12-2016 και 13-2-2017 αντίστοιχα. ΄Αλλωστε, η ανακόπτουσα δεν αποδέχεται το δικαίωμα των καθ’ ων για επί­σπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της και, επομέ­νως, δεν νοείται προσβολή αυτού του δικαιώματος της με ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία προϋποθέτει υπαρ­κτό δικαίωμα (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 36.1531, ΑΠ 1405/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 151/2009 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 473/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 744/2017 Δημ. Νόμος). Με την επικαλούμενη δε παράλειψη των καθ’ ων η ανακοπή να στραφούν προηγουμένως κατά των λοιπών εις ολόκληρον συνοφειλετών με την ανακόπτουσα ή κατά της επικαλούμενης ασφαλιστικής εταιρίας, μη διαδίκων, εν προκειμένω, δεν παρίσταται η, δυνάμει εκ του νόμου (άρθρο 482 ΑΚ) ευχέρειας, επιλογή των καθ’ ων η ανακοπή να ασκήσουν πρώτα την αξίωσή τους κατά της ανακόπτουσας, ως υπερβαίνουσα προδήλως τα όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, καθώς, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, από τη διάταξη του άρθρου 482 Α.Κ., σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 481, 483, 487, 488 και 926 του ΑΚ συνάγεται ότι, επί παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, η οποία προϋποθέτει ενότητα της υποχρέωσης προς παροχή, όχι όμως και ταυτότητα του παραγωγικού λόγου των κατ` ιδίαν, ενοχών, καθιερώνεται δικαίωμα του δανειστή, κατά τη νομικώς ανέλεγκτη και απολύτως ελεύθερη (κατ` αρέσκειαν) κρίση του, να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε από τους εις ολόκληρον οφειλέτες για μέρος ή το σύνολο της οφειλής, συγχρόνως ή διαδοχικώς, χωρίς να μπορεί να αποκρουσθεί με την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, λόγω διαφοροποιήσεων στην περιουσιακή κατάσταση των συνοφειλετών ή διαφορετικού βαθμού ευθύνης τούτων ως προς την άσκηση του δικαιώματος αναγωγής, χωρίς την ταυτόχρονη επίκληση συνδρομής εντελώς εξαιρετικών περιστάσεων υπέρβασης των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος των δανειστών (καθ’ ων η ανακοπή), αφού ο νόμος απέβλεψε στην ταχεία ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και απέρριψε ως μη νόμιμο τον ως άνω δεύτερο λόγο της ανακοπής, ο οποίος παραδεκτά επαναφέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την υπό κρίση έφεση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα, για την απόρριψη του λόγου αυτού και τη συνεπεία αυτής απόρριψη της ανακοπής, έστω και με ελ­λιπή αιτιολογία. Περαιτέρω, καθ’ ο μέρος αποδίδεται με τον τελευταίο λόγο έφεσης, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και απέρριψε ως ουσία αβάσιμο το δεύτερο λόγο της ανακοπής, κατά το σκέλος του αυτό, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως προδήλως απαράδεκτος, διότι ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, εαν το δικαστήριο δεν εισήλθε στην αποδεικτική διαδικασία (διατυπώνοντας και συναφές πόρισμα), αλλά απέρριψε τον λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο, όπως στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του. Το αυτό ισχύει, ο λόγος δηλ. αυτός είναι απαράδεκτος, και εάν ήθελε θεωρηθεί ως λόγος για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, αφού και ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο ερεύνησε την ουσία της υπόθεσης και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα και όχι όταν απέρριψε το λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο (για τα παραπάνω βλ. σε συνδ. ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 618/2017 ό.π., ΑΠ 53/2015, ΑΠ 950/2014, ΑΠ 940/2014, ΑΠ 262/2014), όπως στην προκειμένη περίπτωση. Για τους λόγους δε αυτούς, μετά τη συ­μπλήρωση και την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος και ο τελευταίος λόγος έφεσης, καθ’ όλα του τα σκέλη, με τα οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα από την εκκαλούσα. Μη υπάρχοντος δε άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης (εφόσον οι λόγοι ανακοπής, που επέχουν γενικώς θέση ιστορικής βάσης της αγωγής και απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, δύνανται να επαναφερθούν στο Εφετείο από την εκκαλούσα – ανακόπτουσα με λόγους έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, ως παράπονα κατ’ αυτής), ορθώς απορρίφθηκε στο σύνολό της η υπό κρίση ανακοπή ως αβάσιμη και πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμό 3448/17-07-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ, καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 09/05/2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ