Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 259/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:     259  /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 [ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011: “Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως” (ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 476/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1572/2013 Δημ. Νόμος). Με το ανωτέρω περιεχόμενο, επαναφέρθηκε η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το ν. 2915/2001, προσαρμοσμένη στο καθεστώς της μιας και μοναδικής συζήτησης και έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας ανακοπής ερημοδικίας. Η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης του δικασθέντος ερήμην πρωτοδίκως, ανεξάρτητα από τη διαδικασία με την οποία δίκασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δηλαδή είτε κατά την τακτική διαδικασία, είτε κατά την ειδική διαδικασία και ανεξάρτητα από το αν η απουσία του εκκαλούντος διαδίκου συνεπάγεται τεκμήριο ομολογίας ή παραιτήσεώς του, ή αν ο διάδικος δικάσθηκε σαν να ήταν παρών, επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αλλά αρκεί η “τυπική” παραδοχή της, κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης αναιτιολόγητης ανακοπής (ΑΠ 579/2018 ό.π., ΑΠ 546/2014, ΑΠ 1572/2013 ό.π., ΑΠ 1906/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 27/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 123/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 22/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 67/2002 ΤΝΠΔΣΑθ, EΘ 1531/1999 Αρμ. 1999 σ. 1517, ΕΑ 6074-6082/1998 ΕλλΔικ 1998 σ. 1383. Στ. Ματθία, ΕλλΔικ 36 σ. 11), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο που μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 579/2018 ό.π., ΑΠ 495/2017). Η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης γίνεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης. Και με τη διάταξη αυτή εφαρμόζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 106 ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, την οποία αρχή ρυθμίζει ειδικά η διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ. Έτσι, στην περίπτωση που ο διάδικος ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διατυπώνει με την έφεσή του παράπονα για την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, το εφετείο, εφόσον η έφεση είναι τυπικά παραδεκτή, εξαφανίζει την απόφαση χωρίς να είναι ανάγκη να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, κάποιος λόγος της έφεσης. Όμως, η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος, ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών, που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 579/2018 ό.π., πρβλ ΑΠ 6/2017, ΑΠ 343/2013). Η επανάληψη της ρύθμισης αυτής στο άρθρο 528 ΚΠολΔ, θα ήταν άσκοπη και νομοτεχνικά περιττή, αν πράγματι ο νομοθέτης ήθελε να ρυθμίσει κατά τον ίδιο τρόπο την έφεση κατά των ερήμην και κατά των αντιμωλία εκδιδομένων αποφάσεων. Επειδή, όμως, τούτο δεν συμβαίνει, δηλαδή ο νομοθέτης δεν θέλησε να δώσει στο άρθρο 528 λειτουργία διαφορετική από εκείνη που είχε υπό την ισχύ του ν. 2207/1994, η διατύπωσή του παρέμεινε χωρίς καμία ως προς αυτό μεταβολή, υποδεικνύοντας ότι η έφεση, όταν λειτουργεί ως αναιτιολόγητη ανακοπή, δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως στο σύνολό της, αλλά στην έκταση που προσδιορίζουν τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ως προς τα μη θιγόμενα με το ένδικο μέσο της έφεσης κεφάλαια, δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η υπόθεση και δεν εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση και παρά την τυχόν γενικότητα της διατυπώσεως του διατακτικού της εφετειακής απόφασης (ΑΠ 579/2018 ό.π., ΑΠ 192/1998) και μόνο κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” μπορεί το Εφετείο να εκδώσει, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης και χωρίς η απόφασή του να προσκρούει στην αρχή του άρθρου 536 του ΚΠολΔ της “μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος”. “Κεφάλαιο” θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης. Ως εκ τούτου, οι τόκοι, που αποτελούν “παρεπόμενη” σε σχέση με την κύρια απαίτηση αξίωση και δεν είναι επιτρεπτή η επιδίκασή τους, χωρίς σχετική αίτηση, αποτελούν χωριστό “κεφάλαιο” και είναι ζήτημα εκτίμησης του δικογράφου της έφεσης, που υπόκειται, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αν με αυτή προσβάλλεται και το κεφάλαιο των τόκων. Και ναι μεν το κεφάλαιο των τόκων συνέχεται αναγκαστικά με το κεφάλαιο για την κύρια απαίτηση, η έννοια όμως του “αναγκαστικά συνεχόμενου κεφαλαίου” (που προβλέπεται μόνο επί πρόσθετων λόγων έφεσης – άρθρ. 520 παρ. 2 – και αντέφεσης – άρθρ. 523) δεν αφορά, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, και το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης (ΑΠ 579/2018 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, άσκησε, εναντίον του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, την από 12/07/2016 αγωγή της, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../25-07-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./25-07-2016, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας, στις 26-09-2016, ερήμην του εναγομένου, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – αμοιβών, με τη με αριθμό 2168/03-11-2016 οριστική απόφασή του, αφού όρισε παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση που ο εναγόμενος ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της αποφάσεως, ποσού διακοσίων (200) ευρώ, έκανε δεκτή την αγωγή, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα χρηματικό ποσό είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ, νομιμοτόκως από 27/07/2016 και έως την εξόφληση, κήρυξε δε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ. Εναντίον της ως άνω αποφάσεως ο εναγόμενος, ως ηττηθείς διάδικος, άσκησε νόμιμα και εμπρόθεσμα την υπό κρίση από 20/12/2016 έφεσή του, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια της ενάγουσας, στον εναγόμενο, στις 28-11-2016 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …./28-11-2016 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών …….), ενώ η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στις 28-12-2016 (βλ. σχετ. με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 έκθεση κατάθεσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς), δηλαδή, εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Παραδεκτώς δε εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Περαιτέρω, με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και πριν την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016 -βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-) (ΑΠ 319/2017 Δημ. Νόμος), προβλέπεται η καταβολή παραβόλου από εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης (και επί περισσοτέρων ομοδίκων ενός παραβόλου), το οποίο ανερχόταν, κατά το χρόνο κατάθεσης της υπό κρίση εφέσεως (28-12-2016), στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ, για την περίπτωση της έφεσης κατά αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο Γραμματέας, με κύρωση, σε περίπτωση μη καταβολής αυτού, την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου από το Δικαστήριο. Σύμφωνα, όμως, με το τελευταίο εδάφιο της διάταξης αυτής, όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάθεσης της υπό κρίση εφέσεως, η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 614 αριθμ. 3 και 5 (εργατικές διαφορές και διαφορές από αμοιβές αντίστοιχα) και 592 αριθμ. 1 (γαμικές διαφορές) και αριθμ. 3 (διαφορές που αφορούν διατροφή, επιμέλεια, επικοινωνία τέκνων, χρήση οικογενειακής στέγης, κατανομή κινητών μεταξύ συζύγων και κάθε άλλη περιουσιακού δικαίου διαφορά που απορρέει από τη σχέση των συζύγων ή των γονέων και τέκνων). Συνεπώς, λόγω της φύσεως της επίδικης διαφοράς, ως αφορώσας διαφορά από αμοιβή δικηγόρου (άρθρο 614 παρ. 1 και 5 περ. α΄ ΚΠολΔ), δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο για το παραδεκτό της (βλ. άρθρο 495 § 3 τελ. εδ. Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015- και πριν την τροποποίηση του α΄ εδ. της παρ. 3 με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄, 240/22.12.2016 –έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του Ν. 4446/2016). Στη προκειμένη περίπτωση, όμως, κατά την κατάθεση, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της ένδικης υπό κρίση από 20/12/2016 με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2016 έφεσης του ηττηθέντος εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, ο τελευταίος προέβη στην επισύναψη παραβόλου ύψους διακοσίων (200) ευρώ για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, όπως προκύπτει από την έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ, η ως άνω διαφορά, κατά τ’ ανωτέρω, ως αφορώσα διαφορά από αμοιβή δικηγόρου, απαλλάσσεται της καταβολής παραβόλου για το παραδεκτό της έφεσης και κατά συνέπεια το καταβληθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στον εκκαλούντα, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης επί της ως άνω έφεσής του (βλ. σχετ. ΑΕΔ 3/3014 Δημ. Νόμος, ΑΕΔ 4/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 319/2017  Δημ. Νόμος). Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον ο εκκαλών αρνείται τους αγωγικούς ισχυρισμούς και προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυ­πικά και ουσιαστικά δεκτή και η εκκαλούμενη απόφαση να εξαφανισθεί, μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της. Περαιτέρω, πρέπει να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (και ειδικότερα των διαφορών από αμοιβή, καθώς στις διαφορές αυτές, χάριν της αρχής της ισότητας, υπάγεται και η εκ των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση του εντολέα προς επιστροφή των, δια μη οφειλομένη αμοιβή ή αποζημίωση, (αχρεωστήτως) καταβληθέντων στο Δικηγόρο ποσών (άρθρα 614 παρ. 1 και 5 περ. α΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015-, καθώς η υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 25/07/2016 -βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές-, σε συνδυασμό με το άρθρο 86 Ν. 4194/2013) (βλ. σχετ. ΑΠ 281/2006 ΕλλΔΙκ 2007.437, ΑΠ 1239/2003 ΕλλΔικ 2005.890, ΑΠ 196/1980 ΝοΒ 1980.1481, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμ.ΚΠολΔ, άρθρο 677 σημ. 1, Μιχ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 677 ΚΠολΔ, σημ. 2 και 5, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 677, σελ. 991, Χ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 677 ΚΠολΔ, σημ. 2), να ερευνηθεί δε η ένδικη αγωγή ως προς το νόμω και ου­σία βάσιμο αυτής (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57 και 36 – 37 του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013), που εφαρμόζονται εν προκειμένω λόγω του χρόνου γενέσεως της επίδικης αξιώσεως (άρθρο 166 Ν. 4194/2013) (πρβλ. ΑΠ 1800/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 396/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 730/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 1994/2017 Δημ. Νόμος), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 648 επόμ. και 713 επόμ. του Α.Κ., προκύπτει ότι ο δικηγόρος, ενεργώντας ελεύθερα έναντι του εντολέα του και μη διατελώντας σε σχέση εξαρτήσεως, είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, ενώ η μεταξύ τους σχέση προς διεξαγωγή με αμοιβή υποθέσεων του τελευταίου έχει το χαρακτήρα της αμειβομένης (έμμισθης) εντολής και ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του αμοιβή για κάθε δικαστική ή εξώδικη εργασία, που αποδεικνύεται κατά τις κοινές δικονομικές διατάξεις (Κ.Πολ.Δ.), εφόσον έδωσε την εντολή, επ’ ονόματι και για λογαριασμό του, ανεξάρτητα από το εάν είναι διάδικος (ΑΠ 1800/2017 ό.π., ΑΠ 170/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1153/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 939/2013, ΑΠ 1309/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 810/2003 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ διέπεται η αξίωση του εντολέως κατά του πληρεξούσιου δικηγόρου του για επιστροφή χρηματικού ποσού, που ο τελευταίος έλαβε καθ’ υπέρβαση της νόμιμης ή της συμφωνημένης αμοιβής του ή για αιτία που δεν επακολούθησε (ΑΠ 164/1996 ΕΕργΔ 1997,808). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 904 παρ. 1 Α.Κ., όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή για αιτία παράνομη ή ανήθικη (ΟλΑΠ 5/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 170/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 68/2016 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο 904 εδ, α’ Α.Κ., οι προϋποθέσεις της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: η πραγματοποίηση πλουτισμού του λήπτη, η επέλευση αυτού από την περιουσία ή σε βάρος άλλου, το αδικαιολόγητο του πλουτισμού, δηλαδή έλλειψη νόμιμης αιτίας του (όπως στην περίπτωση παροχής αχρεώστητης) και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πλουτισμού και της επιβάρυνσης του δικαιούχου (ΑΠ 581/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 170/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 68/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 164/1996 Δημ. Νόμος). Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από την αιτία (ΑΠ 170/2016 ό.π.). Εξάλλου, ο ως άνω πλουτισμός ή ωφέλεια του υπόχρεου μπορεί να συνίσταται στην επαύξηση του ενεργητικού της περιουσίας του ή μείωση του παθητικού της περιουσίας του, είτε αντιστρόφως ως αποφυγή αύξησης του παθητικού της ή μείωσης του ενεργητικού της, η οποία διαφορετικά δεν θα συνέβαινε (ΑΠ 836/2017, ΑΠ 68/2016 ό.π., ΑΠ 1315/2015, ΑΠ 577/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ (μεταβ Κω) 245/2018 Δημ. Νόμος). Ακόμη, κατά την έννοια της άνω διατάξεως, βασική προϋπόθεση της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι η ύπαρξη άμεσης περιουσιακής μετακίνησης μεταξύ του πλουτισμού του λήπτη και της ζημίας άλλου, δηλαδή, για να στηριχθεί αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό, πρέπει να υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής ή της ζημίας του ενάγοντος και του πλουτισμού του εναγομένου (ΑΠ 68/2016 ό.π., ΑΠ 432/2013). Περαιτέρω, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, από άποψη ουσιαστικού δικαίου είναι επιβοηθητική, ασκούμενη όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν δύναται να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας (ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, εκθέτει, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι το μήνα Οκτώβριο του έτους 2013, ήλθε σε επαφή με τον εναγόμενο, ο οποίος ήταν Δικηγόρος Πειραιώς, προκειμένου να αναθέσει σε αυτόν την υποστήριξη, ήδη ασκηθείσης από αυτήν και εκκρεμούσης, ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, εφέσεως, με αντικείμενο αξίωση συμμετοχής της στα αποκτήματα του συζύγου της και ότι για το λόγο αυτό κατέβαλε σε αυτόν, την 1η-11-2013, το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ, ποσό, το οποίο ζήτησε από αυτήν ο εναγόμενος «ως πρώτη αμοιβή του για τα πρώτα έξοδα που θα πραγματοποιούσε». Ότι ο εναγόμενος, όμως, παρά την είσπραξη του ανωτέρω ποσού, ουδέποτε ασχολήθηκε με την υπόθεσή της και ουδέποτε προέβη σε οιαδήποτε νομική ενέργεια, μολονότι δε κλήθηκε να επιστρέψει το ως άνω ποσό, δεν έχει πράξει ακόμη τούτο. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κατά το οποίο κατέστη πλουσιότερος εις βάρος της περιουσίας της χωρίς νόμιμη αιτία, ήτοι για αιτία που δεν επακολούθησε, ο παράνομος δε αυτός πλουτισμός του σώζεται ακόμη εις χείρας του και τέλος να καταδικασθεί αυτός στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας, όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη, καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις νόμιμες προσαυξήσεις (με αριθμ. …… τύπου Β από 26-9-2016 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ’ Πειραιώς), είναι αρκούντως ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα αναγκαία κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία για τη θεμελίωσή της και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 346, 361, 648 επ., 713 επ., 904 ΑΚ, 176, 183 ΚΠολΔ και 1, 2, 3, 5, 36, 37 παρ. 3 εδ. α’, 41, 58 Ν. 4194/2013 «Κώδικα Περί Δικηγόρων», καθώς, κατά τα ιστορούμενα στο δικόγραφο της αγωγής, η ένδικη σύμβαση εντολής καταρτίστηκε μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Κώδικα Δικηγόρων, με τη δημοσίευσή του, στις 27-9-2013 (ΦΕΚ Α` 208), στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (βλ. και άρθρο 166 παρ. 3 Ν. 4194/2013). Επομένως, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος, που εξετάσθηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης (ο εναγόμενος δεν εξέτασε μάρτυρα), η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, εκτιμώμενη δε και σταθμιζόμενη ανάλογα με το λόγο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας της, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, σε συνδυασμό με όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 , 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 30-8-2012 με αριθμό καταθέσεως ………/4-9-2012 αγωγή της, εναντίον του πρώην συζύγου της, …….., με αντικείμενο την αξίωση συμμετοχής της στα αποκτήματα του τελευταίου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμ. 3.703/19-7-2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω αγωγή της ενάγουσας. Εν συνεχεία, ο ……., Δικηγόρος και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, άσκησε, ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, εναντίον της ως άνω αποφάσεως, την από 23-10-2013 και με αρ. καταθ. ……/2013 έφεση. Η ενάγουσα, λόγω της απόρριψης της ως άνω αγωγής της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αποφάσισε την ανάθεση και σε δεύτερο Δικηγόρο της εντολής προς υποστήριξη, από κοινού με τον προαναφερθέντα δικηγόρο, της ως άνω έφεσής της και εν γένει οποιασδήποτε ενέργειας θα έκρινε σκόπιμη για την ευνοϊκή έκβαση της υποθέσεώς της. Για το λόγο αυτό, περί τα τέλη Οκτωβρίου του έτους 2013, αποφάσισε να απευθυνθεί στον εναγόμενο, ο οποίος ετύγχανε Δικηγόρος και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς (με Α.Μ. ΔΣΠ …..) (βλ. σχετ. από 15/09/2016 και 10/01/2018 επιστολές του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς προς την ενάγουσα) και τον οποίο η ενάγουσα γνώριζε από τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις, είχε λάβει δε θετικές συστάσεις γι αυτόν από γνωστό της, κάτοικο Ναυπλίου. ΄Ηλθε δε, κατά τον ως άνω χρόνο, σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον εναγόμενο, καλώντας τον στο δικηγορικό του γραφείο, προκειμένου να του αναθέσει την υπόθεσή της. Ο εναγόμενος αποδέχθηκε την εντολή της ενάγουσας να προσφέρει σε αυτήν τις νομικές του υπηρεσίες και ζήτησε από αυτήν, ως αμοιβή για τα πρώτα έξοδα που θα πραγματοποιούσε, το ποσό των 25.000 ευρώ. Η ενάγουσα συμφώνησε να καταβάλει στον εναγόμενο το ως άνω ποσό και στις 1.11.2013, σ’ επίσκεψη του εναγομένου στο Ναύπλιο, ο αδελφός της ενάγουσας, ……, στον οποίο η ενάγουσα είχε δώσει το ανωτέρω χρηματικό ποσό, κατέβαλε, κατ’ εντολήν της, το ποσό αυτό στον εναγόμενο και ο τελευταίος (εναγόμενος) εξέδωσε ιδιόχειρη απόδειξη, ποσού 25.000 ευρώ, με ημερομηνία 1 Νοεμβρίου 2013, με την οποία βεβαίωνε ότι έλαβε από τον …….. το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ, ως αμοιβή, για χειρισμό ποινικής και αστικής υποθέσεως. Κατά την ανωτέρω συνάντηση του εναγομένου με τον αδελφό της ενάγουσας, ο τελευταίος τον ενημέρωσε για την υπόθεση της ενάγουσας, παραδίδοντάς του σχετικά έγγραφα, τα οποία είχε στην κατοχή του, ο εναγόμενος υποσχέθηκε δε στον ανωτέρω ότι θα αναζητούσε τα υπόλοιπα έγγραφα από τον παραστάντα στον πρώτο βαθμό συνάδελφό του Δικηγόρο, ο οποίος είχε ασκήσει και την έφεση και εν γένει είχε χειρισθεί την υπόθεση, ότι περαιτέρω θα κατέθετε και ο ίδιος δικόγραφο προσθέτων λόγων εφέσεως και ότι θα υπέβαλε και σχετική μήνυση κατά των μαρτύρων, οι οποίοι είχαν εξεταστεί μ’ επιμέλεια του πρώην συζύγου της ενάγουσας, για ψευδορκία ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Εντούτοις, ο εναγόμενος, παρά την ανάληψη της υπόθεσης, δια της καταρτίσεως συμβάσεως εντολής με την ενάγουσα και δη, παρά την είσπραξη του ως άνω ποσού των 25.000 ευρώ, δεν προέβη σε καμία νομική ενέργεια για τη διεκπεραίωση της ως άνω εντολής, δεν έλαβε αντίγραφα της δικογραφίας, δεν μελέτησε αυτήν, δεν άσκησε πρόσθετους λόγους εφέσεως, δεν κατέθεσε την ως άνω μήνυση, δεν συνέταξε Προτάσεις προς συζήτηση της ως άνω εφέσεως, ούτε παρέστη κατά τη συζήτηση αυτής. ΄Οπως προκύπτει και από το κείμενο της υπ’ αριθμ. 3937/31-08-2015 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί της ως άνω εφέσεως, μετά από συζήτηση που έγινε αντιμωλία των διαδίκων, στις 13/11/2014, ο εναγόμενος ούτε προσθέτους λόγους άσκησε, ούτε παρέστη κατά τη συζήτηση της εφέσεως, ούτε συνέταξε έγγραφες προτάσεις και η υπόθεση της ενάγουσας, κατά το στάδιο ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, έτυχε αποκλειστικού χειρισμού από τον ήδη διορισθέντα από τον πρώτο βαθμό πληρεξούσιο Δικηγόρο της, …….., ο οποίος άσκησε την ως άνω έφεση. Περαιτέρω, μολονότι η ενάγουσα όχλησε επανειλημμένως τον εναγόμενο να της επιστρέψει το ως άνω ποσό και δια του πληρεξουσίου αυτής στην παρούσα δίκη Δικηγόρου, ………., ο οποίος απέστειλε σχετική επιστολή στον εναγόμενο στις 29-3-2016, ο τελευταίος δεν απέδωσε στην ενάγουσα το ως άνω ληφθέν από αυτόν ποσό. Κατόπιν δε της υπ’ αριθ. πρωτ. …./28-11-2016 έγγραφης Αίτησης – Αναφοράς της ενάγουσας προς το αρμόδιο πειθαρχικό τμήμα του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, το Πειθαρχικό Συμβούλιο του ως άνω Συλλόγου (Τμήμα Ε΄), το οποίο συνεδρίασε στις 24/10/2017, κατόπιν αναβολής της από 21/9/2017 συνεδρίασης αυτού, παρισταμένης της ενάγουσας αυτοπροσώπως μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, με τη με αριθμ. …./24-10-2017 απόφασή του, έκρινε ομόφωνα ένοχο τον εγκαλούμενο δικηγόρο -εναγόμενο- (Α.Μ. ΔΣΠ ….), διότι κρίθηκε ότι «…παραβίασε τις επιβαλλόμενες υποχρεώσεις για αξιοπρεπή συμπεριφορά και επιμελή εκτέλεση των καθηκόντων του, σύμφωνα με τα άρθρα 37 παρ. 3 εδ. α’, 140 παρ. 1 εδ. α’, β’, γ’ και ε’ και παρ. 2 εδ. γ’ του Ν. 4194/2013 Κώδικα Δικηγόρων, καθώς επίσης και τα άρθρα 5, 7 εδ. γ’ και δ’, 16 και 37 περ. α’ και δ’ του Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος…». Λαμβάνοντας δε υπόψη τη βαρύτητα της πράξης, το γεγονός ότι προσέφερε το χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000,00) ευρώ στην εγκαλούσα και το πειθαρχικό του μητρώο, το ως άνω Πειθαρχικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς επέβαλε στον εναγόμενο ομόφωνα την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης του ενός (1) έτους από το δικηγορικό λειτούργημα, σύμφωνα με το άρθρο 142 § 1 δ του Ν. 4194/2013 Κώδικα Δικηγόρων και ομόφωνα αποφασίστηκε, όπως σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 157 του Κώδικα Δικηγόρων, η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η πιθανή άσκησή της να έχει αναστέλλουσα δύναμη. Υπέβαλε δε η ενάγουσα και την από 03/03/2017 μήνυσή της σε βάρος του εναγομένου, ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, για το αδίκημα της απάτης. Με βάση τα παραπάνω, αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος δεν εκτέλεσε την εντολή της ενάγουσας προς διεξαγωγή της υποθέσεώς της, με ευσυνειδησία και επιμέλεια (άρθρο 37 παρ. 3 εδ. α’ του Ν. 4194/2013, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει), δηλαδή σύμφωνα με τις υποχρεώσεις των δικηγόρων που προβλέπονται και στο άρθρο 7 του Κ.Δ.Δ.Λ. και οι οποίες απορρέουν τόσο από τη φύση της δικηγορίας ως δημόσιου λειτουργήματος, όσο και από τη σχέση του δικηγόρου με τον εντολέα του, στην οποία προέχει το στοιχείο της εμπιστοσύνης του τελευταίου προς αυτόν, την οποία (εντολή) η τελευταία είχε δώσει σε αυτόν επ’ ονόματι και για λογαριασμό της, αφού καμία υπηρεσία δεν παρείχε σε αυτήν, ούτε προέβη, για λογαριασμό της, σε οιαδήποτε δικαστική ή εξωδικαστική ενέργεια, αλλά ούτε και επέστρεψε σε αυτήν το ποσό των 25.000 ευρώ, το οποίο είχε λάβει προς εκτέλεση της εντολής και εξακολουθεί να οφείλει σε αυτήν, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της και κατά το οποίο κατέστη πλουσιότερος εις βάρος της περιουσίας της χωρίς νόμιμη αιτία, ήτοι για αιτία που δεν επακολούθησε, ο παράνομος δε αυτός πλουτισμός του σώζεται ακόμη εις χείρας του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, Ολ ΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 20/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 414/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 581/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 1994/2017 Δημ. Νόμος). Γίνεται, δηλαδή, σε τελική ανάλυση στάθμιση των αντίθετων συμφερόντων των μερών και προκρίνονται εκείνα τα συμφέροντα που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την κοινωνική τάξη και ευρυθμία (ΑΠ 414/2018 ό.π., ΑΠ 1321/2011, 1507/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εναγόμενος, με την υπό κρίση έφεσή του, ισχυρίστηκε ότι, ενεργώντας ως καλόπιστος και υπεύθυνος Δικηγόρος, κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να ρυθμίσει τη μεταξύ τους σχέση εντολής, ότι επικοινώνησε με την ενάγουσα, λίγες ημέρες πριν την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής της, με σκοπό να βρεθεί μια μέση λύση και ότι έτσι είχε την εύλογη πεποίθηση πως δε θα προχωρούσε σε καμία ενέργεια εναντίον του, ότι η συμπεριφορά της ενάγουσας είναι άκρως καταχρηστική, καθώς, παρά τις τηλεφωνικές τους επαφές, προχώρησε στην κατάθεση της αναληθούς αγωγής της και ενώ της είχε αναφέρει ότι ή μόνος του θα αναλάμβανε την υπόθεσή της στο Εφετείο ή καθόλου και ότι προκύπτει, εκ των ανωτέρω, ότι εάν το δικάσαν Δικαστήριο είχε λάβει γνώση των προσπαθειών, τις οποίες κατέβαλε επισταμένως, προκειμένου να βρεθεί μια λύση στη μεταξύ τους διαφορά, την προκλητική και εριστική συμπεριφορά της εφεσίβλητης, αλλά και της προσφυγής της όλως καταχρηστικώς σε αναφορές και αγωγές, θα είχε απορρίψει την αγωγή της, ως καταχρηστικώς ασκηθείσα, καθ’ υπέρβαση, δηλαδή, των ορίων που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη, η καλή πίστη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος και μάλιστα κατά τρόπο προφανή. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ο οποίος προβάλλεται με την υπό κρίση έφεσή του, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται, η άσκηση του επιδιωκόμενου με την αγωγή δικαιώματος της ενάγουσας, δεν υπερβαίνει πράγματι προφανώς τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. όρια, που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος επιβάλλουν, αφού οι προαναφερόμενες περιστάσεις και αληθείς υποτιθέμενες δεν ήταν αρκετές για να δημιουργηθεί στον εναγόμενο η πεποίθηση ότι η ενάγουσα δεν θα ασκούσε το δικαίωμα αυτό. Μόνον δε η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν εξαρκεί για να καταστήσει τη μεταγενέστερη άσκησή του καταχρηστική, αλλά απαιτείται να συντρέχουν πρόσθετες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθήσασα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις άνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρόν, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Σε κάθε περίπτωση δε η εν λόγω ένσταση τυγχάνει απορριπτέα και ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον δεν αποδείχθηκε τέτοια συμπεριφορά της ενάγουσας – δικαιούχου, που να καθιστά μη ανεκτή την άσκηση του δικαιώματός της για τη διεκδίκηση της επίδικης αξιώσεως, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί βασίμως ότι η άσκηση αυτή αποβαίνει καταχρηστική, κατά την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ενώ ουδόλως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εκδήλωσε την πρόθεση της να παραιτηθεί από τη διεκδίκηση των οφειλομένων αξιώσεων της. Εξάλλου, η απόσβεση της ενοχής επέρχεται, κατά το άρθρο 416 Α.Κ., με καταβολή, η οποία συνιστά υλική πράξη, δηλαδή απλό πραγματικό γεγονός και όχι σύμβαση ή μονομερή δικαιοπραξία, για να έχει, όμως, η καταβολή ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής πρέπει να είναι η προσήκουσα, δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής αυτό που πραγματικά δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση, ενώ δεν αρκεί η τμηματική καταβολή. Απόσβεση της ενοχής επέρχεται και με τη δημόσια κατάθεση της οφειλόμενης χρηματικής παροχής, η οποία, όπως προκύπτει από τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 427, 431 και 434 Α.Κ., ισοδυναμεί με καταβολή και είναι επιτρεπτή, ώστε να έχει το αποτέλεσμα αυτό, όταν συντρέχει μια από τις αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, δηλαδή όταν ο δανειστής έγινε υπερήμερος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 349 επ. Α.Κ., ή όταν ο οφειλέτης αδυνατεί να εκπληρώσει με ασφάλεια την παροχή του για λόγο που αφορά το πρόσωπο του δανειστή ή εξαιτίας εύλογης αβεβαιότητας ως προς το πρόσωπό του (ΑΠ 506/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 326/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 20/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 684/2013 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 680/2016 Δημ. Νόμος). Σε κάθε άλλη περίπτωση η δημόσια κατάθεση δεν συνεπάγεται κανένα αποτέλεσμα ως έννομη συνέπεια (ΑΠ 326/2018 ό.π., ΑΠ 20/2018 ό.π., ΜονΕφΘεσ 680/2016 ό.π.). Αόριστη νομική έννοια είναι και αυτή της εύλογης αβεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του δανειστή, που καθιστά αντικειμενικά επισφαλή την εκπλήρωση της υποχρέωσης του οφειλέτη και δικαιολογεί κατά το άρθρ. 434 του ΑΚ τη δημόσια κατάθεση της παροχής του, δηλαδή θα πρέπει οι συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης να είχαν δημιουργήσει, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας κατ` αντικειμενική κρίση και με μέτρο τις δυνατότητες του μέσου συνετού συναλλασσόμενου, εύλογη αμφιβολία στον οφειλέτη ως προς το πρόσωπο του δανειστή κατά το χρόνο που έγινε η δημόσια κατάθεση της παροχής του, ώστε εξ αιτίας αυτής να υπήρχε ακολούθως στον οφειλέτη αντικειμενική αδυναμία εκπλήρωσης της παροχής του με ασφάλεια, δηλαδή με την εύλογη βεβαιότητα ότι η εκπλήρωση της παροχής του με καταβολή θα οδηγούσε σε απόσβεση της ενοχής του και δεν θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει για δεύτερη φορά (ΑΠ 684/2013 ό.π.). Οι λόγοι που αφορούν το πρόσωπο του δανειστή μπορεί να είναι, είτε νομικοί, είτε πραγματικοί (ΜονΕφΘεσ 680/2016 ό.π.). Καθίσταται δε υπερήμερος ο δανειστής, κατά το άρθρο 349 του ΑΚ, αν δεν αποδέχεται την παροχή, που του προσφέρεται. Η προσφορά πρέπει να είναι πραγματική και η προσήκουσα (ΑΠ 105/2009 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 715/2015 Δημ. Νόμος), δηλαδή να είναι κατά ποσότητα η οφειλόμενη και να προσφερθεί στον κατάλληλο χρόνο και τόπο. `Ετσι, προσφορά παροχής διαφορετικής ή μικρότερης από εκείνη, που πραγματικά οφείλεται, δεν είναι ικανή να προκαλέσει υπερημερία του δανειστή, αφού ο τελευταίος σύμφωνα με το άρθρο 316 του ΑΚ δεν υποχρεούται να δεχθεί μερική εκπλήρωση και η άρνηση του δεν οδηγεί σε υπερημερία, εκτός αν η απόκλιση από την πραγματικά οφειλόμενη παροχή είναι επουσιώδης, οπότε η άρνηση στη συγκεκριμένη περίπτωση αντίκειται στην καλή πίστη ή παρίσταται ως κατάχρηση δικαιώματος (Γ. Μπαλής, Ενοχ. Δικ., έκδ. 3η  παρ.37 αριθ. 8, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό, κάτω από το άρθρο 349 ΑΚ, σελίδα 256, ΜονΕφΠειρ 715/2015 Δημ. Νόμος). Αν, συνεπώς, ο δανειστής δεν βρίσκεται σε υπερημερία, ο οφειλέτης δεν δικαιούται σε δημόσια κατάθεση του οφειλομένου, σε περίπτωση δε που γίνει τέτοια κατάθεση, δεν έχει το αποτέλεσμα που προβλέπεται στο άρθρο 431 ΑΚ, δηλαδή την απόσβεση της ενοχής (ΑΠ 1133/1995 ΕλΔ 37.1586, ΜονΕφΠειρ 715/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 9130/2001 ΕλΔ 2004, 1086, ΕφΑθ 12968/1987 Δ/νη/1990, 565, ΕΔΠ 1988, 225). Ο οφειλέτης, που επικαλείται ως αποσβεστικό λόγο της οφειλής του τη δημόσια κατάθεση, βαρύνεται με την επίκληση και την απόδειξη της συνδρομής των προϋποθέσεων της δημόσιας κατάθεσης (ΑΠ 907/05 Δνη 2005. 1115, ΑΠ 538 – 9/02 Δνη 43. 1632, ΑΠ 363/93 Δνη 35. 411, ΜονΕφΘεσ 680/2016 ό.π., ΕφΑΘ 5912/04 Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 και 442 ΑΚ προκύπτει ότι ο συμψηφισμός, ο οποίος επιφέρει την, δια συνυπολογισμού, απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων υφισταμένων αμοιβαίων, ομοειδών κατ’ αντικείμενο, και ληξιπροθέσμων απαιτήσεων, συντελείται με δήλωση μονομερή απευθυντέα προς τον άλλον, η οποία δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο και δεν υπόκειται σε ανάκληση. Το αποσβεστικό αποτέλεσμα του συμψηφισμού επέρχεται είτε η σχετική δήλωση προβληθεί στο δικαστήριο είτε εξωδίκως, είναι δε δυνατό να προβληθεί και κατά την εκτέλεση, αν η σχετική ανταπαίτηση αποδεικνύεται παραχρήμα, δηλαδή με έγγραφο ή δικαστική ομολογία. Κατά το χρόνο επικλήσεως του συμψηφισμού πρέπει να υφίσταται κατά νόμο η απαίτηση, ήτοι να είναι έγκυρη και να μην υπόκειται σε κάποια ουσιαστική ένσταση, αναβλητική ή ανατρεπτική, χωρίς να εξετάζεται ο μετέπειτα διαρρέων χρόνος από την άποψη του αποτελέσματος που ήδη επήλθε (ΑΠ 132/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 633/2015, ΑΠ 840/2012 ΕπΕμπΔ 2013.47, ΑΠ 1914/2011 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΔωδ (μεταβ Κω) 245/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 661/2015 Δημ. Νόμος). Βασικό δηλαδή στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζομένων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαιτήσεως. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον του δικαστηρίου με την μορφή ενστάσεως, με την οποία και μόνο ενεργεί (άρθρο 442 ΑΚ). Όταν ο εναγόμενος επικαλείται, κατά τη διάρκεια της δίκης, συμψηφισμό που έχει λάβει χώρα εξώδικα, πριν από την έναρξη της δίκης, δεν υπάρχει ουσιαστικά ένσταση συμψηφισμού, αλλά απλή ένσταση “εξοφλήσεως” διά του συμψηφισμού, η οποία υπάγεται στη ρύθμιση των κοινών ενστάσεων κατά το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 132/2017 ό.π., ΑΠ 486/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 450/2013). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 527 αριθ. 3 και 529 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 442 ΑΚ, συνάγεται ότι στη δευτεροβάθμια δίκη επιτρέπεται κατ` εξαίρεση η προβολή για πρώτη φορά πραγματικών περιστατικών που αποτελούν ενστάσεις ή αντενστάσεις, εφόσον μπορούν να προταθούν παραδεκτά σε κάθε στάση της δίκης, όπως είναι η ένσταση του συμψηφισμού, αν η ανταπαίτηση αποδεικνύεται άμεσα (άρθρο 442 ΑΚ). Η προβολή της ένστασης αυτής μπορεί να γίνει από τον εκκαλούντα – εναγόμενο με τη μορφή κύριου ή πρόσθετου λόγου έφεσης (πρβλ. ΑΠ 1281/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1205/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 941/2010 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 324/2016 Δημ. Νόμος). Από δε τη διάταξη του άρθρου 441 ΑΚ, προκύπτει ότι η περί συμψηφισμού δήλωση δεν υποβάλλεται σε κάποιον συστατικό τύπο, πρέπει όμως να περιλαμβάνει την σαφή και οριστική του δηλούντος θέληση για συμψηφισμό των αμοιβαίων απαιτήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 440 ΑΚ. Κατά την περί συμψηφισμού δήλωση δεν απαιτείται να γίνεται οπωσδήποτε χρήση της λέξης “συμψηφισμός”, αλλά αρκεί η σχετική πρόταση να συνάγεται έστω και έμμεσα από το περιεχόμενο της δήλωσης του οφειλέτη (ΑΠ 1281/2014 ό.π.). Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 262 § 1 και 222 § 2 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να γίνεται αναφορά με τρόπο σαφή και ορισμένο των περιστατικών που θεμελιώνουν κατά νόμο την προβλεπόμενη σε συμψηφισμό ληξιπρόθεσμη και ομοειδή ανταπαίτησή του κατά του δανειστή, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα αναπλήρωσης και κατ’ ακολουθία θεραπείας της για το λόγο αυτόν αοριστίας της ένστασης με αναφορά σε άλλα έγγραφα, που αναφέρονται τα περιστατικά αυτά, με ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή των όσων ισχύουν για το ορισμένο της αγωγής (βλ. ΑΠ 438/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 7/76 ΝοΒ 24.537, ΕφΘεσ 3396/1987 Αρμ 43.36, ΑΠ 438/2012 Δημ. Νόμος, Β. Βαθρακοκοίλης Αναλυτική Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα, Τόμος 1ος σελ. 613). Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η ένσταση συμψηφισμού, πρέπει να διαλαμβάνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, ήτοι πρέπει να αναφέρεται: α) η περιγραφή, ο χρόνος γέννησης και το ποσό των αμοιβαίων απαιτήσεων, που προτείνονται σε συμβιβασμό (ΑΠ 1519/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 793/2005 ΕλλΔνη 49.205), β) ότι οι απαιτήσεις είναι ομοειδείς (ΑΠ 386/1978 ΝοΒ 27.174), γ) ότι οι απαιτήσεις είναι υποστατές και έγκυρες (ΑΠ 181/1995 ΕλλΔνη 1996/1344) και δ) ότι οι αξιώσεις είναι ληξιπρόθεσμες και αγώγιμες (Κατράς Αγωγές και ενστάσεις ΑΚ 2008 § 159 σελ. 1170). Ειδάλλως, ήτοι εφόσον δεν εξειδικεύονται τα παραγωγικά της ανταπαιτήσεως πραγματικά περιστατικά ή δεν καθορίζονται επακριβώς τα επιμέρους χρηματικά κονδύλια που απαρτίζουν τη ανταπαίτησή κατά του δανειστή ώστε να καταστεί εφικτό στον ενάγοντα να απαντήσει σ` αυτή, στο δε Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αόριστος (βλ. και ΑΠ 7/76 ΝοΒ 24.537, ΑΠ 789/75 ΝοΒ 24.755). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 περ. ζ’ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, πρόσθετοι λόγοι έφεσης ασκούνται με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της έφεσης. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 111 παρ.1 και 2 του ίδιου Κώδικα και 20 παρ.1 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η άσκηση των προσθέτων λόγων στις ειδικές διαδικασίες ολοκληρώνεται με την κατάθεση αυτών στη γραμματεία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου τουλάχιστον οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης και την επίδοσή τους στον εφεσίβλητο εντός της ίδιας προθεσμίας. Η παράλειψη της κατάθεσης του δικογράφου των προσθέτων λόγων, αλλά και της επίδοσής του πριν από την ανωτέρω προθεσμία, επάγεται το απαράδεκτο αυτών λόγω έλλειψης προδικασίας, με άμεση συνέπεια την απόρριψή τους. Εξάλλου, το άρθρο ένατο του άρθρου 1 του πιο πάνω νόμου, με τον παράτιτλο “μεταβατικές διατάξεις”, ορίζει στη μεν παρ. 2 ότι οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 έως 645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές, στη δε παρ. 4 ότι κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1-1-2016. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, μετά την 1-1-2016, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης στις ειδικές διαδικασίες ασκούνται μόνο με ίδιο δικόγραφο, που κατατίθεται και επιδίδεται οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης και όχι με τις προτάσεις, όπως επιτρεπόταν ειδικά επί εργατικών διαφορών κατά την καταργηθείσα από 1-1-2016 διάταξη του άρθρου 674 παρ.1 ΚΠολΔ, η οποία, κατά το καταργηθέν, επίσης, άρθρο 681 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ, εφαρμοζόταν και στη διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (ΑΠ 1252/2018, ΑΠ 1156/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 2870/2018 Δημ.  Νόμος, ΜονΕφΠειρ 588/2018 Δημ ιστοσελ ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 635/2018 Δημ ιστοσελ ΕφΠειρ, ΜονΕφΔωδ (μεταβ Κω) 225/2018 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος ισχυρίζεται το πρώτον με τις έγγραφες προτάσεις του, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ότι πρέπει ν’ αφαιρεθεί από το συνολικό επίδικο ποσό το ποσό των 8.000 ευρώ, που αποδεδειγμένα έχει καταβάλει, αλλά και το ποσό της, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, επιβεβλημένης αμοιβής του, διότι πρόσφερε, δια της συνεργάτιδός του, ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Π., στην ενάγουσα το ποσό των πέντε (5.000) ευρώ, πλην, όμως, η τελευταία αρνήθηκε την παραλαβή του και για το λόγο αυτό την επομένη της δικασίμου κατέθεσε το ποσό αυτό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, όπως προκύπτει από το με αριθμ. …. Γραμμάτιο Συστάσεως Παρακαταθήκης, το οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα στην έδρα του δικηγορικού του γραφείου, διότι η ενάγουσα δεν δέχεται να το παραλάβει και αρνείται, ενώπιον του Δικαστικού Επιμελητή, την παραλαβή της εξώδικης δήλωσης, την 24/10/2017 δε, όπως προκύπτει από το με αριθμ. … γραμμάτιο, κατέβαλε επιπλέον στην ενάγουσα το ποσό των 3.000 ευρώ και ότι το πρωτότυπο διατηρεί ομοίως στην έδρα του δικηγορικού του γραφείου, προχώρησε δε σ’ ενέργειες, απασχόλησε προσωπικό, δαπάνησε χρήματα για τις μετακινήσεις του και αφιέρωσε χρόνο για τη μελέτη του φακέλου. Ο ισχυρισμός αυτός, πέραν της αοριστίας του, απαραδέκτως προτείνεται, κατά τ’ ανωτέρω, το πρώτον με τις έγγραφες προτάσεις του εκκαλούντος – εναγομένου, οι οποίες κατατέθηκαν επί έδρας, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, λόγω της μη τηρήσεως της αναγκαίας εγγράφου προδικασίας (άρθρο 111 ΚΠολΔ), διότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η προβολή των ισχυρισμών, που αποτελούν ενστάσεις ή αντενστάσεις γίνεται μόνο με το εφετήριο ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων εφέσεως και όχι με τις προτάσεις, αφού πλέον, στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 περ. ζ΄ ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 -έναρξη ισχύος από 1.1.2016, άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015-), οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης ασκούνται με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης. Σε κάθε δε περίπτωση ο ως άνω ισχυρισμός, καθ’ ο μέρος αφορά στην καταβολή του ποσού των 8.000 ευρώ, προς μερική εξόφληση της ένδικης απαίτησης, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, εφόσον κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, η ενάγουσα απέκρουσε ως μη προσήκουσα και μη σύννομη την κατά τα ανωτέρω προσφορά του ποσού 8.000 ευρώ, προς εξόφληση της ένδικης απαίτησής της, ύψους 25.000 ευρώ, με τμηματική καταβολή, λόγω της μη προσήκουσας καταβολής των οφειλομένων εκ μέρους του εναγομένου – οφειλέτη, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στις σχετικές νομικές σκέψεις, η ενάγουσα δεν κατέστη υπερήμερη ως προς την αποδοχή της παροχής (349 ΑΚ), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος, ο οποίος αντιθέτως, είχε περιέλθει σε υπερημερία. Συνακόλουθα, δεν συνιστά προσήκουσα καταβολή η κατά τα εκτιθέμενα στις προτάσεις του εναγομένου παρακατάθεση του ποσού των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, η οποία δεν επέφερε απόσβεση της ενοχής, αφού δεν υφίστατο νόμιμος λόγος, που να δικαιολογεί αυτήν, ούτε είχε αυτή ως αντικείμενο ακριβώς την οφειλομένη παροχή, τη δε προσφερθείσα παροχή η ενάγουσα νόμιμα την απέκρουσε (ως μη συνιστώσα προσήκουσα καταβολή), όπως είχε δικαίωμα, χωρίς να καταστεί υπερήμερη ως προς την αποδοχή της παροχής (349 ΑΚ), ενώ ο εναγόμενος εξακολουθούσε να ευρίσκεται σε υπερημερία, λόγω των επιπλέον οφειλομένων ποσών μέχρι την άρση της υπερημερίας του (βλ. σχετ. ΑΠ 326/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 20/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 715/2015 Δημ. Νόμος). Ούτε, άλλωστε, ο εναγόμενος επικαλείται εύλογη αμφιβολία για το πρόσωπο του δικαιούχου του ποσού της κατάθεσης ή ότι προέβη στην δημόσια κατάθεση του ως άνω ποσού, διότι αδυνατούσε να εκπληρώσει με ασφάλεια την παροχή της, για λόγο που αφορούσε το πρόσωπο του δανειστή (βλ. σχετ. ΑΠ 684/2013 ό.π.). Περαιτέρω, ο εναγόμενος, με τις έγγραφες προτάσεις του, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προτείνει προς μερικό συμψηφισμό, έναντι της ένδικης απαίτησης της ενάγουσας, το ποσό της επιβεβλημένης, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αμοιβής του για τις ενέργειες και δαπάνες στις οποίες προέβη. Ο ισχυρισμός αυτός, πέραν της αοριστίας του, απαραδέκτως προτείνεται, κατά τ’ ανωτέρω, το πρώτον με τις έγγραφες προτάσεις του εκκαλούντος – εναγομένου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Σε κάθε δε περίπτωση ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος προέβη στις αναγκαίες για τη διεκπεραίωση της ανατεθείσας υποθέσεως δικαστικές και εξώδικες πράξεις, καθώς και σε δαπάνες, για την εκτέλεση της εντολής αυτής. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (25.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, ήτοι από 27/07/2016 (βλ. σχετ. με αριθμ. ……../26-7-2016 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……) και έως την εξόφληση. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εναγομένου το σύνολο των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 2168/03-11-2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αμοιβών).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (25.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 27/07/2016 και έως την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου το σύνολο των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων πενήντα (1.750) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 09/05/2019, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ