Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 274/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως       274 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

            Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

            Εισάγονται προς συζήτηση οι από 4.7.2018 (ΓΑΚ …./2018, ΕΑΚ…./2018) και  από 25.7.2018 (ΓΑΚ …/2018, ΕΑΚ …/2018) εφέσεις του ενάγοντος και της εναγομένης αντιστοίχως,  κατά της υπ΄αριθ. 2630/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (αρθ.591, 614, 621-622 ΚΠολΔ), την ενώπιόν του ασκηθείσα από 28.12.2016  (ΓΑΚ…../2016 ΕΑΚ …./2016) αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων. Οι εφέσεις, που πρέπει να συνεκδικασθούν (246 ΚΠολΔ)  διότι πλήττουν την ίδια απόφαση, έχουν ασκηθεί νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη δικαστηρίου και εμπροθέσμως. Πρέπει, επομένως,  να γίνουν τυπικώς δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 524 παρ. 1, 2, 532, 533 ΚΠολΔ).

H εκκαλουμένη δέχθηκε εν μέρει ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη την  προαναφερόμενη αγωγή, με την οποία ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, εργαζόμενος ως Ναύτης στο αναφερόμενο πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης, ζητούσε, μετά παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματος 1) να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει συνολικό ποσό 20.018,02 ευρώ για διαφορές αμοιβής υπερωριακής εργασίας του και 2) να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει διαφορές α) επιδόματος άγονης γραμμής (689,41 ευρώ), β) δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων (6.250,52 ευρώ) και γ) επιδόματος δρομολογίων εξπρές (3.518,98),  του χρονικού διαστήματος  από 01.01.2015 έως 01.06.2016 , οπότε η σύμβαση εργασίας του λύθηκε “αμοιβαία συναινέσει”.  Ειδικότερα, η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν 14 ώρες ημερησίως κατά τους μήνες της τουριστικής περιόδου (Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος) και 10 ώρες ημερησίως κατά τους λοιπούς μήνες και δεχόμενη ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη την ένσταση συμψηφισμού που πρότεινε η εναγομένη απέρριψε την αντίστοιχη αξίωση της αγωγής ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη. Ακολούθως, δέχθηκε εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμες τις λοιπές αξιώσεις του ενάγοντος και του επιδίκασε συνολικό ποσό 4.877,60 ευρώ, νομιμοτόκως από 2-6-2016, με προσωρινά εκτελεστή διάταξή της και καταδίκασε την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ποσού 100 ευρώ.

Κατά της αποφάσεως αυτής,  παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά τον μεν ενάγοντα-εκκαλούντα να γίνει ολικά δεκτή η αγωγή του κατά δε την εναγομένη-εκκαλούσα να απορριφθεί αυτή καθ’ ολοκληρία.

Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει : α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008, 1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006,907). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, που πρέπει ο ενάγων να αποδείξει, είναι η κατά το άρθρο 53 ΚΙΝΔ σύμβαση ναυτολογήσεως, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον εργοδότη (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει (ΑΠ 365/2005 Ελ.Δ.47, 1663, ΑΠ 225/2002 Ελ.Δ. 44, 160, Εφ.Πειρ. 567/2005 ΕΝΔ33.345, ΕφΠειρ 168/2014 – “Νόμος”). Για την κατ` άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφοράς αποδοχών για παρασχεθείσα κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες εργασία συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός αυτών, αλλ` αρκεί να αναφέρεται ο αριθμός ωρών εργασίας που παρέσχε ο εργαζόμενος κατά το διάστημα τούτο (ΑΠ 1600/2006 Ελ. Δ. 48, 808, ΑΠ 725/1999 Ελ.Δ. 41, 343, ΕφΠειρ. 168/2014 ο.π.). Δεν αποτελεί, εξάλλου, αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται σ` αυτήν ο χρόνος, από τον οποίο αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (Εφ. Πειρ. 892/2002 ΕΝΔ 30.43. ΕφΠειρ 168/2014 ο.π). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση εφέσεώς της, η εκκαλούσα – εναγομένη ισχυρίζεται ότι το αγωγικό κονδύλιο περί καταβολής αμοιβής υπερωριακής εργασίας είναι αόριστο, διότι δεν αναφέρονται ειδικότερα ποιές ακριβώς ανάγκες του πλοίου καθιστούσαν απαραίτητη την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος και σε τι εργασίες απασχολούνταν αυτός ειδικότερα κατά τη διάρκεια του οκταώρου και της υπερωριακής του εργασίας ούτε πόσο χρόνο διαρκούσε κάθε επιμέρους εργασία και πώς γινόταν η κατανομή των επιμέρους εργασιών εντός του εικοσιτετραώρου. Ωστόσο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα ανωτέρω, η αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας εκτίθενται, η κατάρτιση της συμβάσεως ναυτολογήσεως, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στην εργοδότρια εναγομένη, ο νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, καθώς και ο αριθμός των ωρών εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι παρείχε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα υπερωριακή εργασία, είναι επαρκώς ορισμένη, αφού περιέχονται σ΄ αυτήν όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 ΚΠολΔ, στοιχεία. Επομένως, η εκκαλουμένη που δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως αβάσιμου του πρώτου λόγου εφέσεως της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Από την εκτίμηση α) της ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρα ανταποδείξεως  ………, που περιέχεται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ο ενάγων δεν εξέτασε μάρτυρα στο ακροατήριο), που με επίκληση προσκομίζονται σε νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο β) της ενώπιον της Συμβολαιογράφου ΄Αργους ……. υπ΄αριθ. …./2017 ενόρκου βεβαιώσεως του ………, που με επίκληση επαναπροσκομίζει ο ενάγων-εκκαλών-εφεσίβλητος και της οποίας προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση της εναγομένης-εκκαλούσας (βλ. …../29-5-2017 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς .. ….)  γ) της ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ξάνθης …… υπ’ αριθ. …./17.9.2018 ενόρκου βεβαιώσεως του  …., που με επίκληση προσκομίζει ο ενάγων-εκκαλών-εφεσίβλητος, νομίμως για πρώτη φορά στο Εφετείο (529 ΚΠολΔ) και της οποίας προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης (βλ. υπ’ αριθ……/12.9.2018 έκθεση επιδόσεως του προαναφερόμενου δικαστικού επιμελητή), καθώς και δ) όλων των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων από αμφότερα τα διάδικα μέρη εγγράφων, σε μερικά από τα οποία, ενδεικτικώς μόνο, γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύοντα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθησαν στον Πειραιά μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων, απογεγραμμένος ‘Ελληνας ναυτικός με αριθμό μητρώου 18946, προσελήφθη από την εναγομένη για να εργασθεί με την ειδικότητα  του Ναύτη, στο πλοίο πλοιοκτησίας της δεύτερης με την ονομασία “Δ.”, νηολογίου Πειραιώς με αριθμό …, κοχ 9834, με συμφωνημένες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την οικεία ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων. Ο ενάγων εργάσθηκε στο εν λόγω πλοίο με την ανωτέρω ειδικότητα από  16.12.2014 έως 05.05.2015 οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Επαναπροσλήφθηκε στις 16.06.2015 και εργάσθηκε έως τις 28.11.2015 οπότε απολύθηκε λόγω αδείας που διήρκησε έως τις 28.12.2015. Ακολούθως επαναπροσλήφθηκε στις  29.12.2015 και εργάσθηκε έως την 01.06.2016 οπότε απολύθηκε “αμοιβαία συναινέσει” προκειμένου να ναυτολογηθεί σε άλλο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία KI. Kατά το ένδικο χρονικό διάστημα, δηλαδή από 01.01.2015 έως 01.06.2016,  το πλοίο  “Δ.” εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια : Α. Από 01.01.2015 έως και 05.05.2015, από 25.06.2015 έως και 03.07.2015 και από 08.09.2015 έως και 28.11.2015 αυτό εκτελούσε τρία κυκλικά δρομολόγια στο Αιγαίο κάθε εβδομάδα, διαρκείας μεγαλύτερης των δώδεκα ωρών το καθένα, με λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά και τελικού προορισμού τη Ρόδο. Ειδικότερα, το πρώτο αναχωρούσε κάθε Τρίτη απόγευμα, ώρα 15.00, από Πειραιά προς Ρόδο, όπου έφτανε ώρα 09.40 πρωινή της Τετάρτης με ενδιάμεσα λιμάνια  Πάτμο, Λειψούς, Λέρο, Κάλυμνο, Κω, Σύμη και αναχωρούσε από Ρόδο ώρα 15.00 της ίδιας ημέρας (Τετάρτης) για Πειραιά, όπου έφτανε ώρα 09.40 της Πέμπτης προσεγγίζοντας ενδιαμέσως τα ίδια ως άνω λιμάνια αντιστρόφως. Το δεύτερο δρομολόγιο ξεκινούσε κάθε Πέμπτη, ώρα 15.00, από  τον Πειραιά προς Ρόδο, όπου έφτανε ώρα 09.10 το πρωί της Παρασκευής, με ενδιάμεσα λιμάνια την Κάλυμνο, Κω, Νίσυρο, Τήλο, Σύμη και αναχωρούσε από Ρόδο, ώρα 10.00 της ίδιας ημέρας (Παρασκευής) για Καστελόριζο, όπου έφτανε ώρα 13.40 της ίδιας ημέρας και αναχωρούσε ώρα 14.00 για Ρόδο, όπου εφτανε 17.40 και απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 19.00 για Πειραιά, όπου έφτανε ώρα 13.10 του Σαββάτου, προσεγγίζοντας ενδιαμέσως τα ίδια ως άνω λιμάνια αντιστρόφως (Σύμη-Τήλο-Νίσυρο-Κω-Κάλυμνο). Το τρίτο δρομολόγιο ξεκινούσε από τον Πειραιά προς Ρόδο, κάθε Σάββατο ώρα 17.00 με ενδιάμεσα λιμάνια Αστυπάλαια, Κάλυμνο, Κω , Νίσυρο, Τήλο και έφτανε στη Ρόδο ώρα 11.15 της Κυριακής. Από Ρόδο αναχωρούσε για Καστελόριζο ώρα 07.00 το πρωί της Δευτέρας όπου έφτανε ώρα 10.40 και αναχωρούσε για Ρόδο ώρα 11.00, όπου έφτανε ώρα 14.40 . Από εκεί αναχωρούσε ώρα 16.00 για Πειραιά με ενδιάμεσα λιμάνια Τήλο, Νίσυρο, Κω, Κάλυμνο Αστυπάλαια και έφτανε στον Πειραιά ώρα 10.20 το πρωί της Τρίτης.  Β.  Κατά το χρονικό διάστημα από 04.07.2015 έως και 19.07.2015 και από 10.08.2015 έως και 07.09.2015 το πλοίο εκτελούσε τρία κυκλικά δρομολόγια στο Αιγαίο κάθε εβδομάδα, διαρκείας μεγαλύτερης των δώδεκα ωρών το καθένα με λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά. Ειδικότερα το πρώτο αναχωρούσε κάθε Τρίτη, απόγευμα ώρα 15.00, από Πειραιά προς Ρόδο, όπου έφτανε ώρα 09.40 πρωινή της Τετάρτης, με ενδιάμεσα λιμάνια Πάτμο, Λειψούς, Λέρο, Κάλυμνο, Κω, Σύμη και αναχωρούσε από Ρόδο ώρα 15.00 της ίδιας ημέρας (Τετάρτης) για Πειραιά, όπου έφτανε ώρα 09.40 της Πέμπτης με ενδιάμεσα τα ίδια ως άνω λιμάνια αντιστρόφως.  Το δεύτερο δρομολόγιο ξεκινούσε κάθε Πέμπτη ώρα 15.00 από  τον Πειραιά προς Ρόδο, όπου έφτανε ώρα 09.10 το πρωί της Παρασκευής με ενδιάμεσα λιμάνια την Κάλυμνο, Κω, Νίσυρο, Τήλο, Σύμη και αναχώρηση από Ρόδο, ώρα 10.00 της ίδιας ημέρας (Παρασκευής) για Καστελόριζο, όπου έφτανε ώρα 13.40 της ίδιας ημέρας και αναχωρούσε ώρα 14.00 για Ρόδο, όπου εφτανε 17.40 και απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 19.00 για Πειραιά, όπου έφτανε ώρα 13.10 του Σαββάτου, με ενδιάμεσα τα ίδια ως άνω λιμάνια αντιστρόφως (Σύμη-Τήλο-Νίσυρο-Κω-Κάλυμνο). Το τρίτο δρομολόγιο ξεκινούσε από τον Πειραιά προς Ρόδο, κάθε Κυριακή, ώρα 08.00 το πρωί, με ενδιάμεσα λιμάνια Αστυπάλαια, Κάλυμνο, Κω, Νίσυρο, Τήλο και έφτανε στη Ρόδο ώρα 02.10 της Δευτέρας, απ΄όπου αναχωρούσε ώρα 07.00 το πρωί της Δευτέρας για Καστελόριζο, όπου έφτανε ώρα 10.40 και απ’ όπου αναχωρούσε για Ρόδο ώρα 11.00, όπου έφτανε ώρα 14.40 και αναχωρούσε ώρα 16.00 για Πειραιά με ενδιάμεσα λιμάνια Τήλο, Νίσυρο, Κω, Κάλυμνο και έφτανε στον Πειραιά ώρα 10.20 το πρωί της Τρίτης. Στις 12.8.2015, ημέρα Τετάρτη, το πλοίο εκτέλεσε τροποποιημένο δρομολόγιο και προσέγγισε εκτάκτως τη Νίσυρο πλέον των προαναφερομένων λιμένων. Τροποποιημένο δρομολόγιο εκτέλεσε επίσης και στις 21.8.2015 και τις  28.8.2015, Παρασκευές, καθώς μετά την αναχώρησή του από Ρόδο ώρα 19.00 πρσέγγισε εκτάκτως πέραν των προαναφερομένων λιμένων του συνηθισμένου δρομολογίου της Παρασκευής και τους λιμένες των νήσων Πάρου και Νάξου. Γ .  Κατά το χρονικό διάστημα από 20.07.2015 έως και 09.08.2015 το πλοίο εκτελούσε τα προαναφερόμενα υπό στοιχείο Β δρομολόγια με τη διαφορά ότι κάθε Κυριακή πρωί αναχωρούσε ώρα 08.00 από Πειραιά με προορισμό Πάρο, Νάξο, Αστυπάλαια, Κάλυμνο, Κω, Νίσυρο, Τήλο, Ρόδο, όπου έφτανε ώρα 04.50 της Δευτέρας κι από εκεί αναχωρούσε ώρα 16.00 της ίδια ημέρας για Πειραιά με ενδιάμεση προσέγγιση στους προαναφερόμενους υπό στοιχείο Β λιμένες. Δηλαδή και πάλι εκτελούσε τρία κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα διαρκείας μεγαλύτερης των δώδεκα ωρών το καθένα. Δ. Κατά το χρονικό διάστημα από 29.122015 έως και 1.4.2016 και από 23.4.2016 έως 24.5.2016, το πλοίο εκτελούσε και πάλι τρία κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα διαρκείας μεγαλύτερης των δώδεκα ωρών το καθένα και ειδικότερα  τα προαναφερόμενα υπό στοιχείο Β δρομολόγια με τη διαφορά ότι κάθε Σάββατο απόγευμα αναχωρούσε ώρα 17.00 από Πειραιά για Αστυπάλαια, Κάλυμνο, Κω, Νίσυρο, Τήλο, Ρόδο όπου έφτανε ώρα 11.15 της Κυριακής πρωί και παρέμενε έως το πρωί της Δευτέρας που αναχωρούσε ώρα 07.00 για Πειραιά με ενδιάμεση προσέγγιση στους προαναφερόμενους υπό στοιχείο Β λιμένες. Στο εν λόγω πλοίο κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα υπηρετούσαν ως προσωπικό σκάφους (πλήρωμα καταστρώματος), πέραν των αξιωματικών και δοκίμων,  ένας (1) ναύκληρος (“λοστρόμος”),  δύο (2) υποναύκληροι,  δώδεκα (12) ναύτες, μεταξύ των οποίων ο ενάγων, και ένας (1) ναυτόπαις (“τζόβενο”), όπως κατέθεσε ο μάρτυρας αποδείξεως ενώ η κατάσταση με την οργανική σύνθεση πληρώματος που προσκομίζει και επικαλείται η εφεσίβλητη-εκκαλούσα με αριθμό σχετικού 24 αφορά το έτος 2008, όπως προκύπτει από την επ΄αυτής από 08.01.2008 θεώρηση της λιμενικής αρχής.  Ο ενάγων εργαζόταν σε δύο τετράωρες βάρδιες ημερησίως, οι οποίες κατά κανόνα και ιδίως τους θερινούς μήνες, επεκτείνονταν κατά δύο ώρες “μπρος -πίσω” και επομένως η διάρκεια της καθημερινής εργασίας του, καθ’ όλο το ένδικο χρονικό διάστημα άγγιζε κατά μέσο όρο τις δώδεκα ώρες (12) και όχι τις 14 τους θερινούς μήνες και τις 10 τους λοιπούς που έκρινε η εκκαλουμένη ούτε τις 15 που ζητά ο ενάγων. Ειδικότερα, λόγω του μεγάλου αριθμού των λιμένων τους οποίους προσέγγιζε το εν λόγω πλοίο σε κάθε ταξίδι του, του ότι ακόμα και τους χειμερινούς μήνες, κατά τους οποίους η τουριστική κίνηση είναι μικρή, το εν λόγω πλοίο μετέφερε φορτηγά με προμήθειες για όλα τα προαναφερθέντα λιμάνια και ήταν το μοναδικό πλοίο που προσέγγιζε αυτά καθώς πολλά (πχ. Λειψοί, Τήλος, Σύμη, Καστελόριζο) ανήκουν στην “άγονη γραμμή”, ο ενάγων ήταν υποχρεωμένος λόγω των αυξημένων αναγκών και παρά την πλήρη οργανική σύνθεση του πληρώματος, να εργάζεται πέραν του νομίμου οκταώρου. Οι έξι από τους δώδεκα προαναφερόμενους ναύτες εναλλάσσονταν σε ζεύγη στις φυλακές γέφυρας του πλοίου, σε δύο τετράωρες βάρδιες ημερησίως, και οι υπόλοιποι έξι εργάζονταν ως ημερεργάτες (dayman/“ντεϊμάνηδες”) εκτελώντας εργασίες απαραίτητες για τον κατάπλου και απόπλου του πλοίου, όπως η πρόσδεση του πλοίου, η πόντιση της άγκυρας, η φορτοεκφόρτωση των οχημάτων στο γκαράζ, η ασφαλής πρόσδεση αυτών και αντίστοιχα η αποδέσμευσή τους πριν την προσέγγιση στο λιμένα προορισμού τους, συμμετείχαν σε εργασίες καθαρισμού του καταστρώματος και του γκαράζ,  στην αποκομιδή απορριμμάτων και σε μικροσυντηρήσεις εν πλω. Οι εργασίες αυτές επεκτείνονταν κατά δύο ώρες “μπρος-πίσω”, δηλαδή ξεκινούσαν νωρίτερα και τελείωναν αργότερα από τη συνηθισμένη τετραωρία. Ο ενάγων εργάσθηκε κατά διαστήματα άλλοτε στις βάρδιες και άλλοτε στα καθήκοντα του ντεϊμάνη.  Επομένως, καθόλο το ένδικο χρονικό διάστημα, ο ενάγων εργαζόταν κατά μέσο όρο 12 ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών και όχι 15 που αξιώνει με την αγωγή του ούτε 10 που ισχυρίζεται η εναγομένη -εκκαλούσα – εφεσίβλητη- ούτε 14 κατά τους θερινούς μήνες και δέκα κατά τους λοιπούς που δέχθηκε η εκκαλουμένη. Tο γεγονός ότι το ως άνω πλοίο τα ένδικα χρονικά διαστήματα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιηθείσα καθημερινά υπερωριακή εργασία αφού αυτή είναι απότοκος αφενός της αυξημένης επιβατικής κινήσεως  στα ανωτέρω νησιά των Δωδεκανήσων αφετέρου των δρομολογίων άγονης γραμμής και εξπρές, που όπως θα εκτεθεί κατωτέρω εκτελούσε το πλοίο, δεδομένου μάλιστα ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87,88 και 89 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ΝΔ 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν συνεπάγεται αυτονοήτως την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία. Η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, χωρίς άλλο, παραίτηση αυτού από τα νόμιμα δικαιώματά του. Ακόμη όμως κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η υπογραφή αυτή ήταν παραίτηση (άφεση χρέους), είναι χωρίς έννομη επιρροή γιατί κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ,  8 Ν 2112/1920 , 5 παρ. 1 α.ν. 539/1945, 8παρ.4 του νδ 4020/1920 και 8 παρ. 4 του νδ 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο ελάχιστα όρια των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξεως, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως αν η οικεία αξίωση έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 1569/2017 – “Νόμος”). Επομένως, απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα είναι όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εναγομένη εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο εφέσεως. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι τα δρομολόγια του πλοίου παρέμειναν ανεκτέλεστα λόγω καιρικών συνθηκών (“απαγορευτικού”) κατά τις ακόλουθες ημερομηνίες : 01.01.2015 (αργία), 02.01.2015 , 12.1.15, 13.1.15, 30.1.15, 31.1.15 (Σάββατο), 2.2.15, 6.2.15, 7.2.15 (Σάββατο), 10.2.15, 11.2.15,  18.2.2015, 19.2.2015,  26.3.15, 27.3.15, 09.04.14, 10.4.2015 (Μ. Παρασκευή). Ανεκτέλεστα επίσης,  παρέμειναν, λόγω απεργίας της ΠΝΟ τα δρομολόγια από 03.11.2015 έως 6.11.2015, 14.11.2015 (Σάββατο), 24.12.2015, 25.12.2015 (αργία), 26.12.2015 (Σάββατο), 31.12.2015, 1.1.2016 (αργία), 20.1.2016, 21.1.2016, 23.1.2016 (Σάββατο), 27.1.16, 28.1.2016, 29.1.2016, 30.1.2016 (Σάββατο), 4.2.2016, 5.2.2016, 6.2.2016 (Σάββατο-λόγω απαγορευτικού), 29.4.2016 (Μ. Παρασκευή), 30.4.16 (Σάββατο), 7.5.2016 (Σάββατο) και 9.5.2016. Επίσης το πλοίο ήταν σε ακινησία από 11.6.2015 έως 24.06.2015 και από 02.04.2016 έως 22.04.2016. Κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες και ενόψει του ότι δεν εκτελούνταν δρομολόγια δεν υπήρχε ανάγκη πραγματοποιήσεως υπερωριακής εργασίας εκ μέρους του ενάγοντος και αντίθετη κρίση δεν μπορεί να διαμορφωθεί με βάση κάποιο από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, απορριπτομένων όσων αντίθετων υποστηρίζει ο ενάγων-εκκαλών με τον πρώτο λόγο εφέσεως. Σύμφωνα με τις εφαρμοστέες εν προκειμένω, ως εκ της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων μερών σε συνδυασμό με τους χρόνους των ένδικων ναυτολογήσεων, ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων των ετών 2014 (ΦΕΚ Β’ 1664/24-6-2014) και 2016 (ΦΕΚ Β’ 2796/5-9-2016), που είναι πανομοιότυπες κατά περιεχόμενο, ο ενάγων για τις τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές και Κυριακές πρέπει να πληρωθεί με απλή υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του βασικού μισθού του προσαυξημένο κατά 25% για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, για τα δε Σάββατα και αργίες πρέπει να πληρωθεί όλες τις ώρες με υπερωριακή αμοιβή ίση  με το 1/173 του βασικού μισθού του προσαυξημένο κατά 50% για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης. Κατά το έτος 2015 ο ενάγων εργάσθηκε 36 Σάββατα και 9 αργίες  (6.2-Φώτα, 23.2-Κ.Δευτέρα, 25η Μαρτίου, 13.4 – Δευτέρα Πάσχα, 23.4 – Αγίου Γεωργίου Πρωτομαγιά, Δεκαπενταύγουστος, 14.9 -Σταυρού, 28η Οκτωβρίου). Κατά το έτος 2016 εργάσθηκε 13 Σάββατα και 5  αργίες ( 6.1, 14.3-Κ.Δευτέρα, 25η Μαρτίου, Πρωτομαγιά και Δευτέρα του Πάσχα). Συνολικά δηλαδή ο ενάγων δικαιούται για την υπερωριακή εργασία του Σαββάτων και αργιών του ενδίκου χρονικού διαστήματος αμοιβή ποσού 7.597,80 ευρώ. (63 ημέρες Χ 12 ώρες Χ 10,05 ευρώ η ώρα ). Για την υπερωριακή εργασία του καθημερινών και Κυριακών του ένδικου χρονικού διαστήματος δικαιούται αμοιβής ποσού 11. 195,68 ευρώ. (219 καθημερινές και Κυριακές του έτους 2015 και  115 καθημερινές και Κυριακές του έτους 2016 , σύνολο 334 ημέρες Χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας καθημερινώς Χ 8,38 ευρώ η ώρα). Από το ανωτέρω συνολικό ποσό των (7.597,80 + 11.195,68) 18.793,48 ευρώ που δικαιούται ο ενάγων για αμοιβή υπερωριακής εργασίας έλαβε από την εργοδότρια εναγομένη συνολικό ποσό 11.986,04 ευρώ και απομένει υπόλοιπο ποσού 6.807,04 ευρώ.  Από το ποσό αυτό πρέπει να αφαιρεθεί ποσό 1.489,12 ευρώ που έλαβε ο ενάγων ως “έκτακτες αμοιβές” για ολόκληρο το ένδικο χρονικό διάστημα, οπώς ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη δεχόμενη την παραδεκτώς προταθείσα από την εναγομένη ένσταση συμψηφισμού και απορριπτομένων ως αβάσιμων όσων αντίθετων υποστηρίζει ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο εφέσεως. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από συλλογική σύμβαση, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη συλλογική σύμβαση όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όροι, όμως, ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε συλλογική σύμβαση εργασίας είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός.  Τούτο ισχύει και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία οι οποίες στηρίζονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ` αποκοπή, το ποσό της αμοιβής για πρόσθετη εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ΝΔ 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στην χερσαία εργασία δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ` αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Σ.Σ.Ν.Ε για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του ναύτη, η οποία μάλιστα, φέρει τον χαρακτήρα όχι αποζημιώσεως, αλλά πρόσθετης αμοιβής (βλ. ΑΠ 943/1988 ΕΝΔ 1990.99 ΕΠειρ 465/2009, 276, Ι. Κοροτζή Ναυτικό Δίκαιο τόμ. Α` σελ. 326 επ., ιδίου Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο σελ. 153 επ.). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση (βλ. ΑΠ 1077/1986 ΕΝΔ 15 260, ΕΠειρ 179/1986 ΕΝΔ 15.168). Το ως άνω «επιμίσθιο» μπορεί, όμως, να συμψηφισθεί προς μεταγενέστερες αυξήσεις των προβλεπομένων από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών, μόνο τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση περί του καταλογισμού των μελλοντικών αυξήσεων στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. (βλ. ΑΠ 1089/1987 ΕΝΔ 16.114, ΕφΠειρ 526/2012- “Νόμος”). Στην προκειμένη περίπτωση, αποδεικνύεται ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε στις ένδικες συμβάσεις (βλ. ενδεικτικώς την από 16.12.2014 έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας μεταξύ των διαδίκων – υπ’ αριθ. 1 συμπληρωματικό όρο αυτής) ότι οι υπέρτερες αποδοχές, οι οποίες θα καταβάλλονταν στον ενάγοντα μπορούσαν να συμψηφίζονται με την οφειλομένη, από την εναγομένη αμοιβή για υπερωριακή εργασία, ενώ περαιτέρω από το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής, που ερμηνεύεται, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπ` όψιν των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα ως άνω χορηγούμενα ποσά με την πρόσθετη αμοιβή από υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, διότι διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος να τεθεί στις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας τέτοιος όρος, αφού, όπως αποδείχθηκε, δεν υπήρχε άλλο ποσό που καταβαλλόταν στον ενάγοντα πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του, ώστε να συμψηφίζεται με τις υπερωρίες που αυτός πραγματοποιούσε. Συνέτρεξαν, επομένως, οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, βάσει των οποίων θεμελιώνεται επιτρεπτώς, συμβατικός συμψηφισμός και εφ` όσον αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος ότι αυτός έχει λάβει ως “έκτακτες αμοιβές” συνολικό ποσό 1.489,12  ευρώ,  ορθώς έγινε δεκτή η ένσταση περί συμψηφισμού του προαναφερθέντος χρηματικού ποσού, το οποίο κατέβαλε στον ενάγοντα η εναγομένη, πέραν των νομίμων αποδοχών του, και με ειδική συμφωνία, κατά τα προαναφερθέντα, για καταλογισμό αυτών στις αξιώσεις του από αμοιβή υπερωριακής εργασίας και πρέπει αυτό να αφαιρεθεί αυτό από τα ως  άνω χρηματικά ποσά, που αυτός δικαιούται για την εν λόγω αιτία. Επομένως είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος εφέσεως του ενάγοντος κατά το μέρος του που περιέχει παράπονα κατά της ανωτέρω κρίσεως της εκκαλουμένης. Για τον ίδιο λόγο πρέπει να αφαιρεθεί από την οφειλόμενη αμοιβή υπερωριακής εργασίας το  ποσό των 1.656,70 ευρώ που καθ’ όλο το ένδικο χρονικό διάστημα κατέβαλε τμηματικά κατά μήνα η εναγομένη στον ενάγοντα πέραν των επιδομάτων που προβλέπονται από τις ανωτέρω ΣΣΝΕ ως  αμοιβή για “ρολόγια ναυτών”,  ένσταση συμψηφισμού  που προτάθηκε πρωτοδίκως από την εναγομένη αλλά δεν εξετάστηκε από την εκκαλουμένη και νομίμως επαναφέρεται από την εφεσίβλητη – εναγομένη με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από 17-9-2019 προτάσεις της προς απόκρουση της εφέσεως του ενάγοντος και για την περίπτωση που κατ΄αποδοχή της εφέσεως του ενάγοντος εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και εξετασθεί εκ νέου η αγωγή. Επομένως, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα ως υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής του ποσό (6.807,04-1489,12-1656,70=) 3.661,22 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της απολύσεώς του.

Με τον τρίτο λόγο της εφέσεώς της η εναγομένη-εκκαλούσα παραπονείται για το ποσό των 681,32 ευρώ που επιδίκασε η εκκαλουμένη στον ενάγοντα ως επίδομα άγονης γραμμής ισχυριζόμενη ότι για την αιτία αυτή δικαιούται ο ενάγων συνολικό ποσό  402,58 ευρώ το οποίο έχει λάβει και ουδέν του οφείλεται. Στις διατάξεις του άρθρου 7 των προαναφερόμενων ΣΣΝΕ ορίζεται ότι « 1. Σε ολόκληρο το πλήρωμα, περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού, που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων) χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7% (επτά τοις εκατό) επί του μισθού ενεργείας της § 1 του άρθρου 1 για απασχόληση στις γραμμές αυτές επί 30 ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερων των 30 ημερών καταβάλλεται αναλογία. 2. Η ειδική αυτή ρύθμιση γίνεται αποδεκτή από τους Πλοιοκτήτες πέραν της γενικής διατάξεως του άρθρου 137 παρ. 2 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας Ε/Γ Πλοίων, λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στα πλοία των γραμμών Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων)». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι εφόσον ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, έχει αναλάβει με σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας την εξυπηρέτηση άγονης γραμμής και λαμβάνει προς τούτο επιδότηση των δρομολογίων του, υποχρεούται να καταβάλει στο σύνολο του πληρώματος σχετικό επίδομα, το οποίο δεν χορηγείται ως αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ούτε συμψηφίζεται με την υπερωριακή εργασία αλλά καταβάλλεται προσθέτως, δηλαδή πέραν του μισθού ενέργειας και των λοιπών επιδομάτων της ναυτικής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 138/2014,  ΜονΕφΠειρ. 23/2014 – “Νόμος”). Το επίδομα καθορίζεται καθ’ ύψος ως ποσοστό του μισθού ενέργειας, δηλαδή ανά ειδικότητα των δικαιουμένων και οφείλεται πλήρες, αν το πλοίο (και όχι ο ναυτικός που το δικαιούται) απασχολείται στην άγονη γραμμή ολόκληρο το μήνα, ασχέτως δηλαδή του ανά εβδομάδα αριθμού των επιδοτούμενων δρομολογίων που αναφέρεται στη σύμβαση με την οποία του ανατέθηκαν οι πλόες, αφού το καθένα τους είναι δυνατόν να εκτείνεται σε περισσότερες της μιας ημέρες και μειωμένο, αν τα επιδοτούμενα δρομολόγια διενεργούνται ορισμένες μόνον ημέρες μηνιαίως. Στην πρώτη περίπτωση, το επίδομα οφείλεται ανεξαρτήτως α) αν ο δικαιούχος παρέμεινε ναυτολογημένος καθ’ όλη τη διάρκεια του μήνα διενέργειας των επιδοτούμενων πλόων, αφού αν τούτο δεν συνέβη θα λάβει κλάσμα του ανάλογο προς το χρόνο της ναυτολογήσεώς του και β) αν πραγματοποιήθηκαν ή όχι όλα τα δρομολόγια του πλοίου, αφού τέτοια προϋπόθεση στην παραπάνω κανονιστική ρύθμιση δεν τίθεται, ενώ, αντιθέτως, βάση υπολογισμού του επιδόματος αποτελεί η καθημερινή δραστηριοποίηση του πλοίου στην άγονη γραμμή και όχι ο αριθμός των δρομολογίων που αυτό εκτέλεσε στην ίδια γραμμή εντός εκάστου μηνός. Στην προκειμένη περίπτωση,  το πλοίο Δ. της εναγομένης, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεως σε αυτό του ενάγοντος, ήταν δρομολογημένο σε γραμμές για τμήματα των οποίων είχαν συναφθεί αντίστοιχες συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας και εκτελούσε επιδοτούμενους πλόες καθημερινώς επί τριάντα [30] ημέρες ανά μήνα, πλην του χρονικού διαστήματος της ακινησίας του.  Επομένως, ο ενάγων δικαιούται να λάβει το εν λόγω επίδομα στο σύνολό του για κάθε μήνα πλήρους απασχολήσεώς του. Έτσι, με δεδομένο ότι για την ειδικότητα του ενάγοντος το εν λόγω επίδομα ανέρχεται μηνιαίως σε ογδόντα ένα ευρώ και έξι λεπτά (1.157,99 ευρώ ο μισθός ενέργειας του ναύτη € Χ 7% = 81,0593 €), δικαιούται αυτός για τους 13,6 μήνες πλήρους απασχόλησής του, χρηματικό ποσό (81,05 Χ 13,6 μήνες=) 1.102,41 ευρώ έναντι των οποίων του έχουν, όπως συνομολογεί, καταβληθεί ήδη τετρακόσια δεκατρία (413) ευρώ , με αποτέλεσμα να απομένει υπόλοιπο οφειλόμενο ποσού (1.102,41-413=) 689,41 ευρώ, απορριπτομένου ως αβάσιμου του τρίτου λόγου εφέσεως της εναγομένης – εκκαλούσας. Η εκκαλουμένη επιδίκασε για την αιτία αυτή μικρότερο ποσό στον ενάγοντα και δη 681,31 ευρώ, κεφάλαιο κατά του οποίου δεν υπάρχει λόγος εφέσεως εκ μέρους του ενάγοντος-εκκαλούντος, επομένως το ανωτέρω ποσό θα επιδικασθεί και από την παρούσα απόφαση.

Από τη διάταξη του άρθρου 14 των ανωτέρω  Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Ως τέτοιες προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές παροχές. Η υπερωριακή αμοιβή, η οποία εφόσον δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο, (ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387). Υπολογίζονται επίσης, το επίδομα αδείας, απορριπτομένων όσων περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εκκαλούσα-εναγομένη, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, το αντίτιμο τροφής, ακόμα κι αν η τροφή παρέχεται παρασκευασμένη, (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ31.345, Εφ Πειρ 521/2009 ΕΝΔ 37.273, ΕφΠειρ 700/2011- “Νόμος”), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές (ΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011,262, ΕφΠειρ 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009,102, ΕφΠειρ 770/2008, ΕΝαυτΔ 2008,275, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.), όχι όμως το επίδομα ιματισμού και οι έκτακτες αμοιβές (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59.1300, ΑΠ 226/2003 ΔΕΝ 59.1138, ΕφΠειρ 434/2013 – “Νόμος”), απορριπτομένων όσων περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο εκκαλών-ενάγων με την έφεσή του, ούτε η πρόσθετη αμοιβή για την πραγματοποίηση των εξπρές δρομολογίων του πλοίου (ΕφΠειρ 46/2011 – “Νόμος”,  Εφ Πειρ 1/2003 ΕΝΔ 2003.123 & πρβλ. ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝΔ 2008.290 ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων-εκκαλών, με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς του και η εναγομένη-εκκαλούσα με τον τέταρτο λόγο της εφέσεώς της, παραπονούνται για εσφαλμένο υπολογισμό από την εκκαλουμένη των ανωτέρω “δώρων”. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ναυτικού επί των οποίων θα υπολογισθούν τα “δώρα” Πάσχα και Χριστουγέννων διαμορφώνονται ως εξής: Για το έτος 2015 και σύμφωνα με τις ανωτέρω σσνε: (αρθ.1) μισθός ενέργειας 1.157,99 +  επίδομα Κυριακών 254,76 + (αρθ. 3) μηνίαιο αντίτιμο τροφής 19,21 Χ 30= 576,30 + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ +επίδομα αδείας 417,13 ευρώ + 1.320,81 ευρώ κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή για υπερωριακή εργασία (12.767,88 ευρώ συνολικά η αμοιβή για υπερωρίες έτους 2015 : 290 ημέρες εργασίας Χ 30=) 1.320,81 + 81,06 ευρώ μέσος μηνιαίος όρος επιδόματος άγονης γραμμής, + 293 ευρώ μέσος όρος αμοιβής για την έχμαση οχημάτων, δηλαδή στο συνολικό ποσό των  4.136,27 ευρώ, χωρίς να συνυπολογίζονται κατά τα προαναφερθέντα οι έκτακτες αμοιβές, οι αμοιβές για “ρολόγια” και το επίδομα εξπρές. Για το έτος 2016 και σύμφωνα με τις ανωτέρω σσνε: (αρθ.1) μισθός ενέργειας 1.157,99 +  επίδομα Κυριακών 254,76 + (αρθ. 3) μηνίαιο αντίτιμο τροφής 19,21 Χ 30= 576,30 + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ +επίδομα αδείας 417,13 ευρώ + 1.205,12 ευρώ κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή για υπερωριακή εργασία +211,16 μέσος όρος επιδόματος έχμασης +81,06 ευρώ μέσος μηνιαίος όρος επιδόματος άγονης γραμμής, σύνολο 3.938,74 ευρώ. Επομένως, για το έτος 2015, κατά το οποίο η σχέση εργασίας του διήρκεσε όλο το χρονικό διάστημα από 1.1 έως 30.4 ο ενάγων δικαιούται για δώρο Πάσχα το  1/2 των προαναφερόμενων τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή ποσό (4.136,27 :2) 2.068,13 ευρώ από το οποίο έλαβε ποσό 1.200,08 ευρώ και του οφείλεται η διαφορά ποσού 868,05 ευρώ. Για δώρο Χριστουγέννων έτους 2015  κατά το οποίο η εργασία του διήρκεσε από 1.5 έως 5.5 , από 16.6.έως 28.11 και 29.12 έως 31.12 δικαιούται ο ενάγων ποσό ίσο με τα 2/25 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του για κάθε 19 ημέρες εργασίας, δηλαδή (4.136,27 Χ 2/25 Χ 9,16 δεκαεννιαήμερα) 3.031,05 ευρώ από το οποίο έλαβε ποσό 1.700,93 ευρώ και απομένει υπόλοιπο ποσού 1.330,12 ευρώ. Για δώρο Πάσχα έτους 2016 κατά το οποίο ο ενάγων υπηρέτησε όλο το διάστημα από 1.1 έως 30.4 δικαιούται το 1/2 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή ποσό (3.938,74 :2) 1.969,37 ευρώ από το οποίο έλαβε ποσό 1.159,24 ευρώ και απομένει υπόλοιπο οφειλόμενο ποσού 810,13 ευρώ. Για δώρο Χριστουγέννων έτους 2016, κατά το οποίο ο ενάγων υπηρέτησε από 1.5.2016 έως 1.6.2016, δικαιούται ποσό (3.938,74 Χ 1,7 δεκαεννιαήμερα Χ 2/25) 535,66 ευρώ από το οποίο έλαβε 280 ευρώ και δικαιούται το υπόλοιπο ποσού 255,66 ευρώ.

Με τον τρίτο λόγο εφέσεως ο εκκαλών-ενάγων και με τον πέμπτο λόγο εφέσεώς της η εκκαλούσα-εναγομένη πλήττουν την εκκαλουμένη ως προς το επιδικασθέν ποσό για δρομολόγια εξπρές συνολικού ύψους 1.280,10 ευρώ, ισχυριζόμενος ο μεν ενάγων ότι το πλοίο εκτέλεσε  26,75 εξπρές δρομολόγια και όχι 24,311 που δέχθηκε η εκκαλουμένη κι ότι στις αποδοχές επί των οποίων αυτό υπολογίσθηκε έπρεπε να περιληφθούν  το επίδομα ιματισμού  και ο μέσος όρος των αμοιβών για έχμαση, κούρδισμα ρολογιών και έκτακτων αμοιβών καθώς και η μηνιαία αναλογία δώρων εορτών, η δε εναγομένη  ότι  η εκκαλουμένη υπολόγισε το εν λόγω επίδομα με βάση τακτικές αποδοχές υπέρτερες από τις πράγματι καταβλητέες. Από τις διατάξεις του άρθρου 33 των ανωτέρω  ΣΣΝΕ συνάγεται ότι προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου (παρ.3), ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από του αφετηρίου λιμένος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00 – 07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγιά του κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ως άνω συλλογικής συμβάσεως, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ` εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ` εβδομάδα (παρ. 5), αντιστοίχως, επί το 1/30ό ή 1/60ο ή 1/120ό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7), εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ώρες αντιστοίχως. (ΕφΠειρ 377/2011 – “Νόμος”). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι κατά τη διάρκεια των ως άνω ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το ένδικο πλοίο πραγματοποιούσε λιγότερα από πέντε κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, τα οποία διαρκούσαν πάνω από δώδεκα ώρες το καθένα, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας που ήταν ο Πειραιάς, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι ωρών σε αυτό. Ειδικότερα, από τους προσκομιζόμενους πίνακες δρομολογίων αποδεικνύεται ότι το πλοίο καθόλο το διάστημα των ένδικων ναυτολογήσεων πραγματοποίησε συνολικά 194,49 ώρες πρόωρης αναχώρησης και όχι 214,04 που ισχυρίζεται ο ενάγων-εκκαλών, καθόσον σε πολλές περιπτώσεις, όπως ανωτέρω αναλυτικά εκτίθεται, το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια είτε λόγω απαγορεύσεως απόπλου είτε λόγω απεργίας ΠΝΟ. Δηλαδή το πλοίο πραγματοποίησε (149,49 ώρες : του συντελεστή 8) 24,31 δρομολόγια εξπρές,  όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη. Επομένως, δικαιούται ποσό 3.351,75 ευρώ  (4.136,27 Χ 1/30  Χ 24,31) από το οποίο έλαβε ποσό 1.846 ευρώ και απομένει υπόλοιπο ποσού 1.505,75 ευρώ.

Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της εφέσεώς της η εκκαλούσα-εναγομένη επαναφέρει την πρωτοδίκως προταθείσα και σιωπηρώς απορριφθείσα ένστασή της περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής, ισχυριζόμενη ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος, μέχρι την άσκησή της,  δεν την όχλησε ποτέ για την εξόφληση των ένδικων απαιτήσεων, ότι έχει υπογράψει χωρίς επιφύλαξη τις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών του και ότι έχει παραλάβει χωρίς επιφύλαξη τις μηνιαίες αποδείξεις καταβολής των πάσης φύσεως δεδουλευμένων του και έτσι, με τη συμπεριφορά του της δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει τις ένδικες αξιώσεις.  Η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των αποδείξεων πληρωμής μισθοδοσίας του καθώς και των καταστάσεων με τις υπερωρίες που πραγματοποίησε δεν ενέχει, χωρίς άλλο, παραίτηση αυτού από τα νόμιμα δικαιώματα του ώστε να δημιουργήσει στην εναγομένη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει τις ένδικες αξιώσεις. Μάλιστα, σε κάθε περίπτωση, τέτοια παραίτηση είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξεως, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές (βλ. ΑΠ 1554/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1089/2006  ΔΕΕ 2006 1178, ΑΠ 75/2003 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΠειρ 180/2008 ΠειρΝομ 2009 197, Ι. Ληξουριώτη ο.π. σελ. 66). Κατά συνέπεια, δεν  έσφαλε η εκκαλουμένη που  έστω και σιωπηρώς απέρριψε την ένσταση, η οποία είναι μη νόμιμη, καθόσον τα ως άνω περιστατικά που επικαλείται η εναγομένη-εκκαλούσα δεν δύνανται να θεμελιώσουν την από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση. Επομένως, απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται ο εξεταζόμενος λόγος εφέσεως.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η εκκαλουμένη έσφαλε που  απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την αξίωση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος για αμοιβή υπερωριακής εργασίας του και επιδίκασε σε αυτόν για τις λοιπές αξιώσεις του ποσό  4.877,60 ευρώ. Ενόψει δε  του ότι δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη η έφεση της εναγομένης-εκκαλούσας, καταδικαζομένης στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (176, 183, 191 παρ 2 ΚΠολΔ) και να γίνει δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη η έφεση του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατά μερική αποδοχή όλων των λόγων της. Ακολούθως πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κι αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ’ ουσίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη η από 28.12.2016  (ΓΑΚ……./2016 ΕΑΚ …../2016) αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, σύμφωνα με το καταψηφιστικό του αίτημα, συνολικό ποσό 3.661,22 ευρώ, ως υπόλοιπο της αμοιβής του για υπερωριακή εργασία, νομιμοτόκως από την επομένη της απολύσεώς του (2.6.2016). Να αναγνωρισθεί δε ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 5.451,02 ευρώ, νομιμοτόκως, σύμφωνα με το αγωγικό του αίτημα, από την επομένη της απολύσεώς του (2.6.2016). Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του αιτήματος της εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των  4.877,60 ευρώ ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης επιδίκασης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, κατά ένα μέρος ανάλογο της ήττας της (176, 178 παρ. 1, 183, 191, παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων την από 4.7.2018 (ΓΑΚ …./2018, ΕΑΚ…../2018) έφεση και την  από 25.7.2018 (ΓΑΚ …/2018, ΕΑΚ …./2018) έφεση.

-Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

-Απορρίπτει την από 25.7.2018 (ΓΑΚ …/2018, ΕΑΚ …/2018) έφεση κατ΄ουσίαν.

-Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 600 ευρώ.

-Δέχεται την από 4.7.2018 (ΓΑΚ …/2018, ΕΑΚ…./2018) έφεση κατ΄ουσίαν.

-Εξαφανίζει την υπ’ αριθ.2630/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρατεί και δικάζει την από 28.12.2016  (ΓΑΚ…./2016 ΕΑΚ ……/2016) αγωγή.

-Δέχεται αυτή εν μέρει.

-Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 3.661,22 ευρώ , νομιμοτόκως από την επομένη της απολύσεώς του (2.6.2016).

-Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 5.451,02 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της απολύσεώς του (2.6.2016).

-Καταδικάζει την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 15  Μαΐου 2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ