Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 275/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Αριθμός Απόφασης:    275/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ. Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 2 του α.ν. 263/1968 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί δημοσίων κτημάτων» «1. Κατά του αυτογνωμόνως επιλαμβανομένου οιουδήποτε δημοσίου κτήματος συντάσσεται παρά του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου Πρωτόκολλον διοικητικής αποβολής, κοινοποιούμενον προς τον καθ’ ου απευθύνεται [Με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 στοιχ. β΄ του π.δ. 551/1988 η ανωτέρω αρμοδιότητα περιήλθε στις Κτηματικές Υπηρεσίες των Νομαρχιών. Όμως με το π.δ. 111/29-8-2014 (Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών) καταργήθηκε το π.δ. 551/1988 και η αρμοδιότητα αυτή (σύνταξη πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής) περιήλθε στους Προϊσταμένους των κατά τόπων Περιφερειακών Διευθύνσεων Δημόσιας Περιουσίας  (βλ. άρθρα 100-101 του πδ 111/29-8-2014). Το παραπάνω π.δ. καταργήθηκε  με το άρθρο 99 του π.δ. 142/2017 (ΦΕΚ Α΄ 181/23-11-2017)]. 2. . . 3. Κατά του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής επιτρέπεται άσκησις ανακοπής ενώπιον   του αρμοδίου Ειρηνοδίκου, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάκοντα (30) ημερών από της κοινοποιήσεως, μη παρατεινομένης . . . Κατά της αποφάσεως του Ειρηνοδίκου επιτρέπεται έφεσις ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών δικάζοντος κατά την ειδικήν διαδικασίαν της Πολιτικής Δικονομίας (634 Π.Δ.) μη επιτρεπομένης της παραπομπής εις το     Δικαστήριον. Η έφεσις ασκείται, κατά τας κοινάς διατάξεις, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάκοντα (30) ημερών, εφαρμοζομένων αναλόγως  και των διατάξεων των εδαφίων β΄ και δ΄ της παρούσης παραγράφου. Κατά  της αποφάσεως του Προέδρου Πρωτοδικών ουδέν ένδικον μέσον χωρεί», κατά, το άρθρο 115 του από 11/12.11.1929 διατάγματος «περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων» (Α` 399) «Εις βάρος των οπωσδήποτε άνευ συμβατικής σχέσεως καρπουμένων ή ποιουμένων χρήσιν δημοσίων κτημάτων ή τοιούτων ών την νομήν ή την χρήσιν έχει διά συμβάσεως οιασδήποτε το Δημόσιον ή η Δ.Δ.Κ. βεβαιούται αποζημίωσις δι` ό χρονικόν διάστημα εποιήσοντος χρήσιν» και κατά την παρ. 1 του άρθρου 61 του ν.δ. 86/1969 «Δασικός Κώδικας» «Κατά του επιχειρούντος εκχέρσωσιν, υλοτομίαν, σποράν ή οιανδήποτε ετέραν διακατοχικήν πράξιν επί δημοσίων, δημοτικών, κοινοτικών, μοναστηριακών ή ανηκόντων εις ιδρύματα εν γένει δασών, αναδασωτέων εκτάσεων, χορτολιβαδικών εδαφών και μερικώς δασοσκεπων εκτάσεων ή μερικώς δασοσκεπών λιβαδίων και χορτολιβαδικών εδαφών και ασχέτως του χρόνου καθ` ον αι πράξεις αύται ασχέτως του χρόνου καθ` όν αι πράξεις αύται επεχειρήθησαν, συντάσσεται και κοινοποιείται παρά του αρμοδίου διευθυντού δασών ή νομοδασάρχου ή δασάρχου πρωτόκολλον διοικητικής αποβολής». Περαιτέρω κατά το άρθρο 326 του ν. 4072/2012 «2. Οι παράγραφοι 2, 4 και 6 του άρθρου 61 του ν.δ. 86/1969 (Α` 7) αντικαθίστανται ως εξής: «2. Η ανακοπή κατά του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής ασκείται κατά του Δημοσίου ή κατά των νομικών προσώπων της παρ. 1, στα οποία ανήκει η έκταση επί της οποίας επιχειρείται η παράνομη ενέργεια και απευθύνεται στο μονομελές πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου. 4. Κατά της αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου δεν χωρεί ένδικο μέσο. Σε περίπτωση κατά την οποία, η απόφαση που εκδίδεται ακυρώνει το πρωτόκολλο, για λόγους που αφορούν την κυριότητα ή τη νομή του κτήματος, ο ανακόπτων οφείλει να ασκήσει τακτική αγωγή εντός ενενήντα ημερών από την επίδοση της αποφάσεως, άλλως το πρωτόκολλο παραμένει σε ισχύ και εκτελείται. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 8 του α.ν. 1539/1938, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 περ. 18 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. 6. Η ανακοπή δεν αναστέλλει την εκτέλεση του πρωτοκόλλου αποβολής, δύναται όμως το μονομελές πρωτοδικείο να αναστείλει την εκτέλεση, κατόπιν αιτήσεως του ανακόπτοντος μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί της ανακοπής.» 3. Τα δέκατο και ενδέκατο εδάφια του άρθρου 115 του από 11/12.11.1929 διατάγματος «περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων» (Α` 399), τα οποία είχαν προστεθεί με την παρ. 1 του άρθρου 20 του α.ν. 1540/1938 (Α` 488) και αντικατασταθεί με την παρ. 1 του άρθρου 6 του α.ν. 1331/1949 (Α` 330), αντικαθίστανται ως εξής: «Αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση της ανακοπής είναι το μονομελές πρωτοδικείο της τοποθεσίας του κτήματος. Κατά των αποφάσεων που εκδίδονται δεν χωρεί ένδικο μέσο. Αν η απόφαση που εκδίδεται ακυρώνει το πρωτόκολλο για λόγους που αφορούν την κυριότητα ή τη νομή του κτήματος, ο ανακόπτων οφείλει να ασκήσει τακτική αγωγή εντός ενενήντα ημερών από την επίδοση της αποφάσεως, άλλως το πρωτόκολλο παραμένει σε ισχύ και εκτελείται. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 8 του α.ν. 1539/1938, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 περ. 18 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. Όπου στις διατάξεις του παρόντος άρθρου αναφέρεται «Πρόεδρος Πρωτοδικών» ή «Πρόεδρος» ή «Ειρηνοδίκης» νοείται το «Μονομελές Πρωτοδικείο». Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων συνάγεται ότι με το άρθρο 326 του ν. 4072/2012 καταργήθηκε η άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου, επομένως και της έφεσης, κατά της απόφασης του αρμόδιου πλέον καθ’ ύλην Μονομελούς Πρωτοδικείου που εκδόθηκε κατόπιν ανακοπής είτε κατά πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής από δασική έκταση είτε κατά πρωτοκόλλου καθορισμού αποζημίωσης χρήσης και όχι και κατά πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής από δημόσιο κτήμα, αρμόδιο Δικαστήριο για την ανακοπή κατά του οποίου εξακολουθεί να είναι το Ειρηνοδικείο. Κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου επιτρέπεται η άσκηση έφεσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, καθόσον το άρθρο 2 του ν. 263/1968 δεν έχει καταργηθεί με τη νεότερη διάταξη του άρθρου 326 ούτε σιωπηρά. Τούτο διότι το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων, μπορεί να προβλέπεται ή όχι, να αποκλείεται ή και να περιορίζεται από τον κοινό νομοθέτη, με σκοπό την ταχύτερη διεξαγωγή των δικών και την αποτελεσματικότερη λειτουργία της δικαιοσύνης, σε ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων, των οποίων το αντικείμενο είναι ήσσονος σημασίας. Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4072/2012 σαφώς ορίζονται ως ήσσονος σημασίας υποθέσεις, στις οποίες δεν κρίνεται αναγκαία η άσκηση ένδικου μέσου, οι ανακοπές κατά των πρωτοκόλλων που εκδίδονται με βάση το άρθρο 61 του ν.δ. 86/1969 και το άρθρο 115 του από 11/12.11.1929 διατάγματος, στις οποίες ο νομοθέτης προκρίνει την ταχύτερη οριστική επίλυσή τους, παρά την εκ νέου κρίση τους από ανώτερο Δικαστήριο. Συνεπώς η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 470/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων επί της από 31/12/2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2013 ανακοπής των εφεσίβλητων κατά του υπ’ αριθμ. ……/8.11.2012 πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής του Προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 του α.ν. 263/1968, είναι παραδεκτή, διότι η εκκαλούμενη απόφαση μπορεί να προσβληθεί με έφεση, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός 30 ημερών από την επίδοσή της, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο των ανακοπτόντων – εφεσιβλήτων την 4/8/2016 (υπ’ αριθμ. ……./2016 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας στο πρωτοδικείο Αθηνών ……..), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 5/9/2016 (άρθρα 144, 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ, 2 παρ. 3 του ν. 263/1968) και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) χωρίς να απαιτείται η καταβολή παράβολου, λόγω της φύσης της διαφοράς κατ’ άρθρο 19 παρ. 1 του κ.δ. 26.6/10.7.1944 («Περί κώδικος των νόμων, περί δικών του Δημοσίου»). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ), απορριπομένου του ισχυρισμού των εφεσίβλητων περί απαράδεκτου της άσκησής της με το αιτιολογικό ότι κατά της προσβαλλόμενης απόφασης δεν επιτρέπεται η άσκηση έφεσης, κατά άρθρο 326 του ν. 4072/2012.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του α.ν. 263/1968 «Τροπ. νομοθεσίας περί προστασίας δημοσίων κτημάτων»: «1. Κατά του αυτογνωμόνως  επιλαμβανομένου οιουδήποτε δημοσίου κτήματος συντάσσεται παρά του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου Πρωτόκολλον διοικητικής αποβολής, κοινοποιούμενον πρός τον καθ’ ου απευθύνεται. 2. Το πρωτόκολλον  διοικητικής αποβολής θεωρείται ότι απεδέχθη ο καθ’ ου απευθύνεται, ομολογών την επί του επιληφθέντος κτήματος κυριότητα του Δημοσίου, εάν δεν ασκήση εμπροθέσμως ανακοπήν. 3. Κατά του πρωτοκόλλου διοικητικής  αποβολής επιτρέπεται άσκησις ανακοπής ενώπιον του αρμοδίου Ειρηνοδίκου, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάκοντα (30) ημερών από της   κοινοποιήσεως, μη παρατεινομένης». Αντικείμενο της δίκης, που ανοίγεται με την άσκηση της ανακοπής, δεν είναι η αναγνώριση της κυριότητας ή η προσωρινή ρύθμιση της νομής στην επίδικη έκταση, αλλά η κρίση για τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων για την έκδοση του πρωτοκόλλου, το οποίο ανακόπτεται ως παράνομη Διοικητική πράξη (ΟλΑΠ 34/1996 ΕλΔνη 38, 35). Επί πλέον, για το κύρος του πρωτοκόλλου απαραίτητες προϋποθέσεις, που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά είναι: α) η κυριότητα του Δημοσίου επί του κτήματος, β) η αναμφισβήτητη κατοχή του από το Δημόσιο και γ) η αυτογνωμόνως κατάληψη του ακινήτου από τον καθ’ ου το πρωτόκολλο, με σκοπό απόκτησης δικαιωμάτων. Αν λείπει έστω και μια από τις παραπάνω προϋποθέσεις, το πρωτόκολλο ακυρώνεται σε περίπτωση άσκησης ανακοπής του, από τον καθ’ ου (ΑΠ 1541/2004 ΧρΙΔ 2005, 443, ΑΠ 1265/2004 ΧρΙΔ 2005, 224, ΑΠ 1502/2003 ΧρΙΔ 2004, 723, ΕφΠειρ 3/2003 ΝοΒ 2003, 479). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 967 του ΑΚ, μεταξύ των κοινής χρήσεως πραγμάτων είναι και ο αιγιαλός. Κατά το άρθρο 1 του α.ν. 2344/1940 «περί αιγιαλού και παραλίας», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και εξακολουθεί, κατά το άρθρο 34 παρ. 2 του ν. 2971/2001, να ρυθμίζει τις εκκρεμείς υποθέσεις, δηλαδή, αυτές για τις οποίες η έκθεση επιτροπής καθορισμού του αιγιαλού και της παραλίας με το διάγραμμα της χάραξης τους συντάχθηκαν και εγκρίθηκαν πριν από τη δημοσίευση του νέου νόμου στο ΦΕΚ 285Α/19.12.2001, ο αιγιαλός είναι κοινόχρηστο κτήμα, ανήκει στο Δημόσιο, προστατεύεται και διαχειρίζεται από αυτό (άρθρο 968 του ΑΚ). Είναι δε αιγιαλός η χερσαία ζώνη που περιστοιχίζει τη θάλασσα με ανώτατο όριο προς την ξηρά το σημείο εκείνο, μέχρι το οποίο φτάνουν, κατά τις συνηθισμένες και όχι έκτακτες αναβάσεις τους, τα κύματα της θάλασσας. Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι ο αιγιαλός είναι τμήμα της γης που περιβάλλει τη θάλασσα με όριο προς την ξηρά το σημείο εκείνο, μέχρι το οποίο φθάνουν τα συνήθως μεγαλύτερα κύματα, όχι όμως και από τις έκτακτες πλημμύρες. Αν ο αιγιαλός μετατοπιστεί είτε από φυσικά αίτια (προσχώσεις) είτε από τεχνικά (επιχωματώσεις) και παύσει να περιβρέχεται από τις μεγαλύτερες αναβάσεις του χειμέριου κύματος, η ζώνη της ξηράς που προέκυψε από τη μετακίνηση της οριογραμμής προς τη θάλασσα και προσδιορίζεται από τη νέα γραμμή αιγιαλού και το όριο του παλιότερα υφιστάμενου αιγιαλού, ονομάζεται παλαιός αιγιαλός. Μόνος δε ο καθορισμός του ορίου του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού με απόφαση της διοικητικής επιτροπής, που προβλέπεται στα άρθρα 2 και 3 του α.ν. 2344/1940 και με τη σύνταξη του εκεί αναγραφόμενου τοπογραφικού και υψομετρικού διαγράμματος, που συνοδεύεται από σχετική έκθεση, δεν είναι ικανός να προσδώσει την ιδιότητα του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού σε τμήμα γης, το οποίο δεν έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά, δηλαδή δεν είναι έδαφος βρεχόμενο από τις μεγαλύτερες αναβάσεις των θαλάσσιων κυμάτων. Έτσι η ιδιότητα του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού προκύπτει από φυσικά και μόνο φαινόμενα και δεν δημιουργείται με πράξη της Πολιτείας και, σε κάθε τοπική περίπτωση, ο καθορισμός της έκτασης ως αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού, όταν δημιουργείται νέος αιγιαλός με πρόσχωση, ανήκει στην εκτίμηση όχι της διοίκησης αλλά του τακτικού δικαστηρίου, το οποίο δεν δεσμεύεται από την έκθεση και το διάγραμμα της επιτροπής καθορισμού του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού, τα οποία και εκτιμά ως δικαστικά τεκμήρια. Διαφορετικά ο κύριος του εδάφους, που κατά πλάνη περιλήφθηκε στα όρια του αιγιαλού θα έχανε την ιδιοκτησία του με απλή πράξη της διοίκησης, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 17 του Συντάγματος, που προστατεύει την ιδιοκτησία, ενόψει ακριβώς της οποίας προστασίας θεσπίσθηκαν όσα διαλαμβάνονται στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 3, του ίδιου α.ν., σύμφωνα με τις οποίες τμήματα ιδιωτικών κτημάτων, τα οποία χαρακτηρίσθηκαν από την επιτροπή ως ανήκοντα στον αιγιαλό, λογίζονται ότι κηρύχθηκαν αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα υπέρ του Δημοσίου συγχρόνως με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της έκθεσης και του διαγράμματος, της ίδιας επιτροπής, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά ως προς τον καθορισμό της τιμής μονάδος αποζημιώσεως των σχετικών διατάξεων του α.ν. 1731/1939 μετέπειτα του νδ/τος 797/1971 και ήδη του ν. 2882/2001 (ΑΠ 116/2018, ΑΠ 1190/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 104/2013 ΝΟΜΟΣ). Οι παραπάνω διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 3 του α.ν. 2344/1940 δεν αντίκεινται στο άρθρο 17 του Συντάγματος, που προστατεύει την ιδιοκτησία ούτε στο άρθρο 20 αυτού, καθόσον με αυτές θεσπίζεται ευθέως η κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για λόγους δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή για τη δημιουργία του αιγιαλού, η οποία συντελείται με την τήρηση των λοιπών προϋποθέσεων που θέτουν το Σύνταγμα και οι σχετικοί νόμοι για την στέρηση της ιδιοκτησίας, ο δε καθορισμός του αιγιαλού, από τη διοίκηση γίνεται με κριτήρια αντικειμενικά, χωρίς να συνδέεται με υποκειμενική συμπεριφορά των θιγομένων από τη σχετική πράξη, ώστε να συντρέχει υποχρέωση της διοίκησης για προηγούμενη ακρόαση τούτων (ΑΠ 1334/2010 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 και 4 του ιδίου α.ν. ορίζεται αντίστοιχα ότι «εις τους κυρίους των κτημάτων τούτων (δηλαδή των ιδιωτικών που χαρακτηρίσθηκαν ως ανήκοντα στον αιγιαλό) και στους αξιούντες οιαδήποτε δίκαια επ’ αυτών παρέχεται εξάμηνος προθεσμία από της κατά την παράγραφο 3 του προηγούμενου άρθρου δημοσιεύσεως της εκθέσεως, εντός της οποίας, οφείλουσι να αναγγείλωσι εις τον Υπουργόν των οικονομικών τας αξιώσεις των, υποβάλλοντες και τους τίτλους εφών στηρίζουσι τα αξιούμενα δικαιώματά των» και ότι «παρερχομένης απράκτου της κατά την παράγραφο 2 εξαμήνου προθεσμίας τυχόν εμπράγματα δικαιώματα οιουδήποτε ή αξιώσεις περί αποζημιώσεως μη αναγγελθείσαι εις το Υπουργείο των Οικονομικών αποσβένυνται». Οι διατάξεις αυτές κατά το μέρος που προβλέπουν την απόσβεση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων των κυρίων ιδιωτικών κτημάτων, που χαρακτηρίστηκαν από την αρμόδια επιτροπή ως ανήκοντα στον αιγιαλό, λόγω της μη εμπρόθεσμης αναγγελίας από τους δικαιούχους των αξιώσεών τους προς τον Υπουργό των Οικονομικών, αντίκεινται στην προστατευτική της ιδιοκτησίας διάταξη του άρθρου 17 του Συντάγματος. Η απώλεια της κυριότητας μόνον επειδή δεν έγινε αναγγελία στη διοικητική αρχή και δεν προσήχθησαν σε αυτήν τίτλοι ιδιοκτησίας δεν είναι σύμφωνη με την παραπάνω συνταγματική διάταξη, που προστατεύει την ιδιοκτησία. Η απώλεια αυτή μπορεί να επέλθει μετά την τήρηση της διαδικασίας που θέτει το Σύνταγμα και οι σχετικοί νόμοι για τη στέρηση της ιδιοκτησίας. Συνεπώς οι διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 και 4 του α.ν. 2344/1940 παραβιάζουν το άρθρο 17 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό είναι ανίσχυρες και δεν παράγουν έννομες συνέπειες. Εξάλλου με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, ορίζεται ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της περιουσίας του. Κανένας δεν επιτρέπεται να στερηθεί της περιουσίας του, παρά μόνο για λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους όρους που προβλέπονται από το νόμο και από τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου. Οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα που έχουν τα κράτη να θεσπίζουν και εφαρμόζουν τις διατάξεις που θεωρούν αναγκαίες για τον έλεγχο και τη ρύθμιση της χρήσης της ιδιοκτησίας (αγαθών) σύμφωνα με το γενικό συμφέρον ή για να εξασφαλίσουν την πληρωμή των φόρων ή άλλων εισφορών ή κυρώσεων ή προστίμων. Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα περιουσιακής φύσεως (ΟλΑΠ 40/1998 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 301/2013 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω οι ανακόπτοντες, ήδη εφεσίβλητοι, στην από 31/12/2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2013 ανακοπή τους κατά του καθ’ ου η ανακοπή, ήδη εκκαλούντος, Ελληνικού Δημοσίου, ζήτησαν την ακύρωση του υπ’ αριθμ. ……/8.11.2012 Πρωτοκόλλου Διοικητικής Αποβολής του Προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, με το οποίο διατάχθηκε η αποβολή τους από την περιγραφόμενη έκταση συνολικού εμβαδού 130 τ.μ., διότι κατέχουν νόμιμα την έκταση αυτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 470/2014 οριστική απόφασή του δέχθηκε την ανακοπή. Ήδη το εκκαλούν με την υπό κρίση έφεσή του παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η ανακοπή.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθμ. …./17.3.1988 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σπετσών στον τόμο .. με αύξοντα αριθμό εγγραφής … οι ανακόποντες, ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών, …….., που απεβίωσε την 24/5/1987, απέκτησαν την κυριότητα μεταξύ άλλων και του ευρισκόμενου στις Σπέτσες, εντός του εγκεκριμένου οικοδομικού σχεδίου της κτηματικής περιφέρειας Δήμου Σπετσών και στη θέση «….» (περιοχή «…..») οικοπέδου, εμβαδού 590 τ.μ. Κατά το χρόνο αυτό στο οικόπεδο είχε αναγερθεί οικοδομή αποτελούμενη από ισόγειο όροφο και πρώτο όροφο. Το οικόπεδο αυτό ο δικαιοπάροχος των ανακοπτόντων είχε αποκτήσει λόγω δωρεάς από τη μητέρα του, ……, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/31.12.1970 δωρητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σπετσών …. . που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σπετσών. Όταν ο δικαιοπάροχος των ανακοπτόντων απέκτησε την κυριότητα του εν λόγω οικοπέδου υπήρχε σε αυτό πεπαλαιωμένη κατοικία, η οποία είχε αναγερθεί προ του έτους 1931, επάνω στα παλαιά θεμέλια του κτίσματος τριών σιταποθηκών ιδιοκτησίας ……., τα μέλη της οικογένειας του οποίου συμμετείχαν στον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1821. Η εν λόγω ιδιοκτησία αποτυπώνεται στο ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής «…..» του έτους 1867, βορειοδυτικά της οποίας εμφαίνεται προβλήτα για την εξυπηρέτηση των εμπορικών σκαφών. Για την αποπεράτωση της παλαιάς κατοικίας χορηγήθηκε στον απώτερο δικαιοπάροχο των ανακοπτόντων, . ….., από το Υπουργείο Συγκοινωνιών/Γραφείο Μηχανικών Ερμιονίδος η υπ’ αριθμ. …./21.3.1931 άδεια να προβεί στην αποπεράτωση του δεύτερου ορόφου και την περιτοίχιση του οικοπέδου, ενώ κατόπιν της από 10/6/1978 αίτησης του δικαιοπάροχου των ανακοπτόντων του χορηγήθηκε η υπ’ αριθμ. …/1978 οικοδομική άδεια της Υπηρεσίας Πολεοδομίας της Νομαρχίας Πειραιά, για την ανέγερση ορόφου, η οποία αναθεωρήθηκε με την υπ’ αριθμ. …./80 άδεια της Πολεοδομίας Πειραιά περί συνέχισης των εργασιών και την υπ’ αριθμ. …./30.3.1990 άδεια της ίδιας Υπηρεσίας για την κατασκευή πέργκολας. Μάλιστα κατά τη διάρκεια των οικοδομικών εργασιών η εν λόγω Υπηρεσία όπως και το Λιμεναρχείο Σπετσών δέχθηκαν καταγγελίες περίοικων για επιχωμάτωση του θαλάσσιου χώρου, πλην όμως οι εργασίες συνεχίστηκαν τόσο με βάση το υπ’ αριθμ. πρωτ. …../29.1.1979 έγγραφο της Πολεοδομίας Πειραιά προς το ΑΤ Σπετσών, σύμφωνα με το οποίο «οι οικοδομικές εργασίες είναι σύννομες και πραγματοποιούνται σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …./1978 οικοδομική άδεια και δεν απαιτείται έλεγχος αποστάσεως από τη θάλασσα καθ’ ότι τούτα εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου Σπετσών», όσο και με βάση το υπ’ αριθμ. …../2.1979 σήμα του Λιμεναρχείου Σπετσών με το οποίο επιβεβαιώνεται ότι οι εν λόγω εργασίες ήταν εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης Σπετσών τελούσαν υπό την εποπτεία του ΑΤ Σπετσών και δεν έχει σημειωθεί ουδεμία παράβαση. Και ενώ έτσι είχαν τα πράγματα και ήδη με το π.δ. της 24/10/1980 (ΦΕΚ Δ΄ 1/8.1.1981) η ιδιοκτησία των ανακοπόντων αποτέλεσε Οικοδομικό Τετράγωνο με αριθμό …., το έτος 1986 καθορίσθηκαν στην περιοχή πρώτη φορά αιγιαλός και παραλία, τα όρια των οποίων καθορίστηκαν με την υπ’ αριθμ. 700717/9.6.1986 απόφαση του Νομάρχη του Διαμερίσματος Πειραιά (ΦΕΚ Δ΄ 561/30.6.1986), σύμφωνα με την οποία η οριογραμμή του αιγιαλού έτεμνε το κτίριο των ανακοπτόντων διότι τμήμα του ενέπιπτε εντός του αιγιαλού. Η πιο πάνω απόφαση του Νομάρχη Πειραιά ανακλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 702233/23.12.1986 απόφαση του ίδιου Νομάρχη (ΦΕΚ Δ΄ 74/17.2.1987) με το αιτιολογικό ότι «στα καθορισμένα με την ανακλητέα απόφαση όρια αιγιαλού και παραλίας υπάρχουν κτίρια που έχουν κηρυχθεί διατηρητέα ή αλλά παραδοσιακού χαρακτήρα, των οποίων η διατήρηση θεωρείται απαραίτητη για την προστασία της εθνικής μας κληρονομίας», ενώ με την υπ’ αριθμ. 96410/6389/1.11.1991 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο των Σπετσών, σύμφωνα με την οποία ολόκληρη η ιδιοκτησία των ανακοπτόντων βρίσκεται εντός του ΟΤ …. του ρυμοτομικού σχεδίου Σπετσών, στο δε τοπογραφικό διάγραμμα που συνοδεύει την απόφαση αυτή αποτυπώνεται η ιδιοκτησία των ανακοπτόντων να βρίσκεται σε απόσταση 6,80 μ. από τη θάλασσα. Εντούτοις με την υπ’ αριθμ. 3900/19.11.1996 απόφαση του Προϊσταμένου της Περιφερειακής Διεύθυνσης Πειραιά ανακλήθηκε η ανάκληση του καθορισμού αιγιαλού και παραλίας και επανήλθαν σε ισχύ οι από 9/6/1986 καθορισμένες ζώνες αιγιαλού και παραλίας, με το αιτιολογικό ότι ανάκληση ήδη καθορισμένου αιγιαλού επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση τεχνικού σφάλματος ή όταν υπάρχει πλάνη για τα πραγματικά περιστατικά στον αρχικό καθορισμό. Τέλος με την υπ’ αριθμ. 46472/43299/22.12.2011 απόφαση του Γ.Γ. Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής επανακαθορίστηκε μόνο η οριογραμμή της παραλίας, η δε οριογραμμή του αιγιαλού τοποθετήθηκε με ερυθρή συνεχή πολυγωνική γραμμή με στοιχεία Α55 – Α54 στην ίδια θέση που είχε καθοριστεί το έτος 1986. Σημειωτέον ότι στην παρ. 19 της εν λόγω απόφασης αναφέρεται ρητά ότι «. . . το κτίριο που βρίσκεται στην περιοχή όπου γίνεται ο επανακαθορισμός της παραλίας, είναι ιδιοκτησία της …… και είναι νομίμως υφιστάμενο, ενώ για την προβλήτα που βρίσκεται έμπροσθέν αυτού δεν προκύπτει νομιμότητα», ενώ σύμφωνα στην από 23/12/2010 έκθεση της αρμόδιας επιτροπής καθορισμού των ορίων του αιγιαλού και παραλίας αναφέρεται ότι «η περιοχή επηρεάζεται από βόρειους – βορειανατολικούς ανέμους, αλλά λόγω του ότι βρίσκεται μέσα σε απάνεμο κόλπο δεν προσβάλλεται σημαντικά από αυτούς» ότι «η μορφολογία του πυθμένα χαρακτηρίζεται από ήπιες κλίσεις με μικρά βάθη κοντά στην ακτή με αποτέλεσμα η θραύση του κύματος και η εκτόνωση της ενέργειάς του να γίνεται σε μεγάλη απόσταση από την ακτογραμμή. Η επίδραση του κύματος στην ακτή είναι μικρή» και ότι «η ισοβαθής των 20 μέτρων αναπτύσσεται σε απόσταση 600 μέτρων από την οριογραμμή» και τέλος ότι δεν υφίσταται παλαιός αιγιαλός. Με βάση τον καθορισμό αυτό ο Προϊστάμενος της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά εξέδωσε το υπ’ αριθμ. ……/8.11.2012 πρωτόκολλο διοικητής αποβολής που συνοδεύεται από την από 2/11/2012 έκθεση ελέγχου – αυτοψία της υπαλλήλου της ίδιας Υπηρεσίας ……, το από 27/3/2012 απόσπασμα τοπογραφικού διαγράμματος και την από 27/3/2012 τεχνική έκθεση των αρμόδιων υπαλλήλων της Υπηρεσίας, με το οποίο οι ανακόπτοντες αποβλήθηκαν από τμήμα της ιδιοκτησίας τους συνολικού εμβαδού 130 τ.μ. (τμήμα 56 τ.μ. του ισογείου κτίσματος και τμήμα 74 τ.μ. του πρώτου ορόφου), ως εμπίπτον εντός του αιγιαλού. Όπως όμως πιθανολογείται, ο συγκεκριμένος χώρος ουδέποτε αποτέλεσε αιγιαλό πριν από την οριοθέτησή του το έτος 1986, διότι ουδέποτε βρεχόταν από το σύνηθες μέγιστο χειμέριο θαλάσσιο κύμα, από το έτος 1867 ήταν τμήμα του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης των Σπετσών, ήδη, δε, από τότε υπήρχε έμπροσθεν της ιδιοκτησίας των ανακοπτόντων προβλήτα πλάτους τουλάχιστον 6,80 μ. Το συγκεκριμένο οικόπεδο ανήκε πάντα σε ιδιώτες και ουδέποτε στο Ελληνικό Δημόσιο, οι δε ανακόπτοντες και οι δικαιοπάροχοι τους, με διαδοχικά νομίμως μεταγεγραμμένα συμβόλαια από το έτος 1931 είχαν αποκτήσει την κυριότητά του και ουδέποτε έπαψαν να το εκμεταλλεύονται και να το βελτιώνουν. Αλλά και πριν από την οικογένεια των ανακοπτόντων στο ίδιο οικόπεδο και στην ίδια θέση είχαν ανεγερθεί σιταποθήκες ιδιοκτησίας του …….., γεγονός που καταδεικνύει ότι αν το μέγιστο σύνηθες θαλάσσιο κύμα έφτανε έως εκεί, δεν θα ήταν δυνατή η εκμετάλλευση του οικοπέδου και δεν θα περιλαμβανόταν στο ρυμοτομικό σχέδιο Σπετσών. Σε κάθε περίπτωση η είσοδος του συνήθους μέγιστου κύματος στο ακίνητο των ανακοπτόντων ήταν αδύνατη και πάντως όχι η συνήθης, διότι η ένταση του θαλάσσιου κύματος εκτονώνεται σε μεγάλη απόσταση από την ακτή, λόγω του απάνεμου του κόλπου, των ομαλών κλήσεων του πυθμένα και της απόστασης των 600 μέτρων της ισοβαθούς των 20 μέτρων από την οριογραμμή. Πιθανολογείται επομένως με βάση τα ανωτέρω, ότι τα επίδικα εδαφικά τμήματα, για τα οποία εκδόθηκε το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο, συμπεριλήφθηκαν στα όρια του αιγιαλού χωρίς να είναι πράγματι αιγιαλός, δεν τελούσαν υπό την αναμφισβήτητη κατοχή του Δημοσίου και δεν είχαν καταληφθεί αυτογνωμόνως από τους ανακόπτοντες ή τους δικαιοπαρόχους τους και συνεπώς το πρωτόκολλο πάσχει ακυρότητας και για την προϋφιστάμενη του καθορισμού του αιγιαλού υφιστάμενη ιδιοκτησία των ανακοπτόντων θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του α.ν. 2344/1940, καθόσον μόνο με τον διοικητικό καθορισμό του αιγιαλού δεν είναι συνταγματικά ανεκτό να απωλεσθούν τα νόμιμα υφιστάμενα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των ανακοπτόντων επί των επίδικων τμημάτων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε και ακύρωσε το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από το καθ’ ου η ανακοπή – εκκαλούν με τους λόγους της έφεσής του πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα, όπως και η έφεσή του στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για αυτό το βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρο 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την υπ` αριθμ. 134423/8-12-1992 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β` 11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 470/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων γι’ αυτό το βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 15 Μαΐου 2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ