Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 276/2019

Αριθμός  276/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 14.12.2017 (αριθ.κατ. ……/2017) έφεση κατά της υπ αριθ. 4622/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, στις 14.12.2017, εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 17.11.2017 (βλ. επισημείωση επιδόσεως επί του προσκομισθέντος αντιγράφου αυτής). Συνεπώς, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 524 παρ. 1, 2, 532, 533 ΚΠολΔ).

Η εκκαλουμένη εφαρμόζοντας το ελληνικό δίκαιο απέρριψε ως μη νόμιμη την από την πραγματοπαγή  ευθύνη της εναγομένης ως κυρίας του πλοίου και έως την αξία του πρώτη επικουρική βάση της από  23.9.2015 (ΓΑΚ …/15, ΑΚ …../15)  αγωγής και ως αόριστη την από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό της εναγομένης δεύτερη επικουρική βάση της και περαιτέρω ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη την κύρια βάση της αγωγής, με την οποία η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη να της καταβάλει το ισάξιο σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία που θα ισχύει κατά το χρόνο πληρωμής, ποσό των 334.607,06 δολλαρίων ΗΠΑ, ως οφειλόμενο τίμημα από την πώληση ναυτιλιακών καυσίμων στο αναφερόμενο πλοίο πλοιοκτησίας της, για την πληρωμή του οποίου, ισχυρίστηκε η ενάγουσα ότι υποχρεούται η εναγομένη, ευθυνόμενη ευθέως ως αντισυμβαλλομένη δια των αντιπροσώπων της και επιπροσθέτως ως κυρία του πλοίου και μέχρι της αξίας του, όπως όλα τα προηγούμενα εξειδικεύθηκαν στην αγωγή. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως παραπονείται τώρα η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της και την αποδοχή της αγωγής της.

Ειδικότερα, με την ανωτέρω αγωγή ισχυρίστηκε η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ότι είναι ελληνική ανώνυμη εταιρεία εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων με αντικείμενο μεταξύ άλλων την εμπορία ναυτιλιακών καυσίμων για ποντοπόρα πλοία και ότι η εναγομένη είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου  με το όνομα «MV KZ», νηολογίου Μονρόβιας, με ΙΜΟ ….. κ.ο.χ. 43949, κ.κ.χ. 27013 και ΔΔΣ …… Ότι στις 14-10-2014 απευθύνθηκαν σε αυτήν (ενάγουσα) εκπρόσωποι της εδρεύουσας στη Μάλτα εταιρίας με την επωνυμία  «……………», που έχει χαρακτήρα μεσίτη ναυτιλιακών καυσίμων και ενεργούσε, στην προκειμένη περίπτωση, ως αντιπρόσωπος της εναγομένης έχοντας προς τούτο τη σιωπηρή εξουσιοδότησή της, για να αγοράσουν, για λογαριασμό του ανωτέρω πλοίου τους αναφερόμενους μετρικούς τόνους ναυτιλιακών καυσίμων, παραδοτέων από την ενάγουσα στο προαναφερθέν πλοίο της εναγομένης, στις 17-10-2014, όσο αυτό θα βρισκόταν στον Πειραιά. Ότι η ενάγουσα αποδέχθηκε την από 14-10-2014 πρόταση της «……………» αυθημερόν επιβεβαιώνοντας την πώληση και τα αντισυμβαλλόμενα μέρη  συμφώνησαν μεταξύ άλλων ότι η πλήρης  εξόφληση θα γινόταν 21 ημέρες μετά την ημερομηνία παράδοσης, προσδιορίστηκε εγγράφως η ειδικότερη διαδικασία και προβλέφθηκε ότι η πώληση θα διέπεται από τους Γενικούς Όρους και τους Γενικούς Όρους και Προϋποθέσεις Πώλησης  θαλάσσιων δεξαμενόπλοιων  που είναι σε ισχύ.  Ότι προκειμένου η εναγομένη να συμμορφώνεται με τη σχετική απαγόρευση ότι καύσιμα transit εντός Ελλάδος παραδίδουν μόνο ελληνικές εταιρείες που διατηρούν τη σχετική φορολογική αποθήκη καυσίμων χρησιμοποίησε την μεν «……………» ως άμεση αντιπρόσωπό της για τη συγκεκριμένη πετρέλευση δεδομένου ότι η ……….. είναι διαμεσολαβητής και δεν έχει άδεια προμήθειας ναυτικών καυσίμων συνεπώς δεν μπορεί να παραλάβει και να παραδώσει transit καύσιμα σε πλοία στην Ελλάδα. ‘Οτι η εναγομένη δια της εταιρείας «……………», που είναι ναυτικός πράκτορας του πλοίου της –άμεσος αντιπρόσωπός της, έδωσε στην ενάγουσα τις αναγκαίες οδηγίες για τον εφοδιασμό του πλοίου της. Περαιτέρω, ότι σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων, η ενάγουσα, στις 17-10-2014, παρέδωσε τους αναφερόμενους μετρικούς τόνους ναυτιλιακών  καυσίμων στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης όσο αυτό βρισκόταν στη ράδα του Πειραιά δια του ναυλωμένου από την ενάγουσα δεξαμενόπλοιου  «M.». Ότι τα ως άνω καύσιμα η ενάγουσα που είναι φυσικός προμηθευτής του πλοίου της εναγομένης τα απέκτησε από την  ……., η οποία και εξέδωσε, με πελάτη την ενάγουσα, τα υπ’αριθμ …../17-10-2014 και …../17-10-2014 δελτία αποστολής, που ενσωματώνονται στην αγωγή, τα οποία έχουν υπογραφεί από τον πλοίαρχο της εναγομένης και έχουν σφραγιστεί με τη σφραγίδα του πλοίου. ΄Οτι η εναγομένη, στις 14-10-2014, δια του πράκτορός της «…….», επιβεβαίωσε τη δήλωση εφοδιασμού της ενάγουσας κι η τελευταία διαβίβασε τη δήλωση εφοδιασμού προς την ….. Ότι η κατά τα ανωτέρω πετρέλευση του πλοίου της εναγομένης, την οποία αποδέχθηκε ο καπετάνιος του, προέκυψε μετά από προηγούμενη παραγγελία της «……………» που αποτελεί διαμεσολαβητή στη συγκεκριμένη πώληση, η οποία επιβεβαίωσε τηλεφωνικά ότι συμφωνεί με την προσφορά πώλησης των καυσίμων και ειδικά με το τίμημα όπως αυτό αναφέρεται στο από 14-10-2014 έγγραφο της ιδίας (της ενάγουσας). Ότι με βάση το αναλυτικά αναφερόμενο στην αγωγή συμφωνηθέν τίμημα, η συνολική οφειλή ανήλθε στα 334.607,06  δολλάρια ΗΠΑ συνολικά, άλλως 262.457,49 ευρώ με βάση την ισοτιμία κατά την ημέρα έκδοσης του ενσωματωμένου στην αγωγή  υπ’αριθμ. ………./22-10-2014 Τιμολογίου, το οποίο εξέδωσε (η ενάγουσα) την ίδια ημέρα  και το οποίο ήταν πληρωτέο στις 17-11-2014, πλην όμως αυτό παραμένει ανεξόφλητο. Τέλος, ισχυρίστηκε η ενάγουσα ότι αναφέρεται ρητώς στο ανωτέρω τιμολόγιο ότι η εναγομένη είναι συνυπόχρεη για την πληρωμή των καυσίμων που παραδόθηκαν στο εν λόγω πλοίο, δεδομένου άλλωστε ότι ευθύνεται για τη δράση των αντιπροσώπων της, ήτοι της «……………» και της «……………» όσο και από τη σιωπηρή συμφωνία με την ενάγουσα δια των αντιπροσώπων της  (εναγομένης) και ότι επιπροσθέτως ευθύνεται  έναντι τρίτων δανειστών του πλοίου διότι α) έχει την κυριότητα και κατοχή του πλοίου  και β) ευθύνεται έναντι των τρίτων δανειστών του πλοίου για τις πράξεις των αντιπροσώπων της. ‘Οτι σε κάθε περίπτωση έχει καταστεί υπόχρεη ως εκ της παραλαβής των καυσίμων που έκανε ο πλοίαρχος του πλοίου με το να θέσει στο δελτίο αποστολής την υπογραφή του και τη σφραγίδα του πλοίου κι ότι γνώριζε  (η εναγομένη) τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών της ενάγουσας,  η οποία συμπεριέλαβε στο τιμολόγιο την ευθύνη της πλοιοκτήτριας ως αμέσως συνυπόχρεης εις ολόκληρον με την «……………» προς πληρωμή, το οποίο εκδόθηκε μεταξύ άλλων επ’ονόματι και των πλοιοκτητών του πλοίου και επικουρικότερα ότι ενέχεται η εναγομένη κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διότι κατέστη πλουσιότερη κατά το ποσό της αξίας των ανωτέρω καυσίμων. Τέλος εκθέτει η ενάγουσα ότι σύμφωνα με τον όρο 8.β των Γενικών Όρων Πώλησης αυτής, οι παραδόσεις ναυτιλιακών καυσίμων δεν γίνονται μόνο σε πίστη της αγοράστριας αλλά και σε πίστη και για λογαριασμό του πλοίου το οποίο χρησιμοποιεί τα ναυτιλιακά καύσιμα. Με βάση το ιστορικό αυτό κι επικαλούμενη ότι ενώ η ίδια εκπλήρωσε τις συμβατικές της υποχρεώσεις κι η εναγομένη δια του πλοιάρχου του πλοίου της παρέλαβε τα καύσιμα, για τα οποία είχαν εκδοθεί τα προαναφερόμενα δελτία αποστολής, η τελευταία παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας δεν έχει προβεί μέχρι σήμερα σε εξόφληση του οφειλομένου τιμήματος από την πώληση των καυσίμων,  για την πληρωμή του οποίου ενέχεται αυτοτελώς, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ως πλοιοκτήτρια,  επικουρικώς δε ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι η  εναγομένη ευθύνεται εξωσυμβατικώς ως κυρία του πλοίου και για τις πράξεις των αντιπροσώπων της κι επικουρικότερα κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ζήτησε δε  να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ισάξιο σε ευρώ με βάση την ισοτιμία που θα ισχύει κατά το χρόνο πληρωμής του ποσού των 334.607,06 δολλάριων ΗΠΑ πλέον του συμβατικά συμφωνηθέντος τόκου ανερχομένου σε 2 % μηνιαίως, που προβλέπει ο όρος 7 των Γενικών Όρων Πωλήσεως της, άλλως και όλως επικουρικώς πλέον του νομίμου τόκου υπερημερίας υπολογιζομένης της τοκοφορίας και στις δύο περιπτώσεις από την επομένη που κατέστη ληξιπρόθεσμο το υπ’αριθμ.  ………/22-10-2014 Τιμολόγιο, ήτοι από τις 18-11-2014 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς κρίθηκε  αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 και 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον για την εκδίκαση της αγωγής καθόσον αμφότερα τα διάδικα μέρη έδρα έχουν στην Ελλάδα αφού η διαχειρίστρια της εναγομένης είναι εταιρεία που, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, εδρεύει στον Πειραιά (άρθρο 33 ΚΠολΔ), γεγονός που η εναγομένη δεν αμφισβήτησε, η δε ένδικη σύμβαση καταρτίστηκε στον Πειραιά, όπου έλαβε χώρα και η εκπλήρωση της παροχής (πετρέλευση του αναφερόμενου πλοίου), συνακολούθως δε ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι είχε και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της φέρουσας στοιχεία αλλοδαπότητας ένδικης διαφοράς εφόσον η πλοιοκτήτρια του πλοίου είναι εταιρεία της Λιβερίας και το πλοίο φέρει σημαία Λιβερίας (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ). Με βάση δε τα εκτιθέμενα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, αυτή  είναι ερευνητέα στο σύνολό της κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη και ειδικότερα: Α) ΄Οσον αφορά στην αγωγική βάση από τη σύμβαση πωλήσεως, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3, 4 παρ. 1α και 19 παρ. 1 του Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 (“Ρώμη Ι”) που αντικατέστησε την από 19-6-1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, όπως εν προκειμένω, ως εκ της έδρας της πωλήτριας – ενάγουσας εταιρείας. Β) Ως προς το ζήτημα της αντιπροσωπεύσεως της εναγόμενης εταιρείας κατά την κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως πωλήσεως και της εξ αυτής δεσμεύσεώς της έναντι της ενάγουσας, καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, δεδομένου ότι το εν λόγω ζήτημα αποκλείεται ρητά από το πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω Κανονισμού 593/2008 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ζ΄).  Σύμφωνα δε με γενικώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, τα θέματα της δεσμεύσεως του αντιπροσωπευόμενου και της εκτάσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέκτησε αυτός από τη σχετική δικαιοπραξία που επιχείρησε ο εκούσιος πληρεξούσιος, ως αντιπρόσωπος αυτού, ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (ΑΠ 1187/2000 ΕλλΔνη 2001. 1317, 1350, ΑΠ 777/2015 – “Νόμος”). Επομένως, εφαρμοστέο εν προκειμένω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της πολιτείας στην οποία επιχείρησε ο κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή αντιπρόσωπος της εναγομένης την ένδικη δικαιοπραξία για την οποία του δόθηκε κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς η πληρεξουσιότητα. Γ) Ως προς τη στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της (αγωγής), σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3, 10 παρ. 1 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 (“Ρώμη ΙΙ”) για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές της 11.7.2007, ως το δίκαιο (ελληνικό) που διέπει κατά τα ανωτέρω την ένδικη συμβατική σχέση. Ενόψει δε του ότι κατά το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο η αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό (904επ ΑΚ) είναι επιβοηθητικής φύσεως και ασκείται μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, στην προκειμένη περίπτωση, η επικουρικώς σωρευομένη βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι απορριπτέα ως αόριστη, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη, γιατί δεν επικαλείται η ενάγουσα για την πληρότητα της εν λόγω βάσεως ακυρότητα της ένδικης συμβάσεως στην οποία στηρίζει την κύρια βάση της αγωγής (ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 390/2011, ΑΠ 766/2014, κ.α. – “Νόμος”), απορριπτομένου ως αβάσιμου του πέμπτου (τελευταίου) λόγου εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται τα αντίθετα. Δ) Ως προς την επικουρική βάση της αγωγής, με την οποία επιχειρεί η ενάγουσα να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της εναγομένης ως κυρίας του πλοίου και με υπεγγυότητα αυτού μέχρι την αξία του για οφειλές συνδεόμενες με την οικονομική εκμετάλλευσή του, δηλαδή εκ του εφοπλισμού, ενόψει του ότι η ευθύνη αυτή αποτελεί, στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εξωσυμβατική ενοχή της οποίας το στήριγμα αναζητείται ευθέως στο νόμο και ο πραγματοπαγής χαρακτήρας που της δίδεται, δηλαδή η ευθύνη του κυρίου του πλοίου με το συγκεκριμένο αυτό περιουσιακό στοιχείο, δεν αναιρεί τον ενοχικό χαρακτήρα της, το δε περιεχόμενό της προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της συμβατικής απαιτήσεως, εφαρμοστέο είναι επίσης το ελληνικό δίκαιο, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδαφ β` ΑΚ και του άρθρου 4 §4 του ανωτέρω 593/2008 Κανονισμού, ως το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέεται στενότερα η ενοχή, για τον ίδιο λόγο που αυτό συμβαίνει και στις ενοχές από σύμβαση, όταν αδρανήσει η βούληση των μερών (πρβλ. σχετ. Γ. Μαριδάκη Ιδ. Διεθνές Δίκαιο παρ. 35, σελ. 50, ΕΑ 10142/1981 ΝοΒ 30,679, ΕΑ 14059/1988 ΝοΒ 38,458, Εφ. Πειρ. 366/1998 ΕΝΔ 26,420). Τέτοιες δε ειδικές συνθήκες αποτελούν όχι μόνο η σημαία του πλοίου αλλά και η έδρα των εμπλεκόμενων μερών και ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών (τα οποία, στην προεκειμένη περίπτωση, είναι στην Ελλάδα) όπως επίσης και η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας (ΑΠ 384/2005 ΕΕμπΔ 2005.375, ΕφΠειρ 262/2012 – “Νόμος”). Σύμφωνα λοιπόν με το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, δηλαδή το άρθρο 106εδ. β΄ΚΙΝΔ,  η ανωτέρω επικουρική βάση της αγωγής παρίσταται μη νόμιμη  διότι στην ένδικη αγωγή η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η εναγομένη είναι πλοιοκτήτρια του πλοίου και όχι κυρία που έχει παραχωρήσει την οικονομική του εκμετάλλευση σε άλλον (εφοπλιστή), προκειμένου δε να θεμελιωθεί ευθύνη του κυρίου του πλοίου εκ του εφοπλισμού δια του πλοίου και εως την αξία του, κατ’ άρθρο 106 εδ. β΄ ΚΙΝΔ, πρέπει να υφίσταται εφοπλισμός, όμως, στην ένδικη αγωγή δεν αναφέρονται περιστατικά εφοπλισμού του πλοίου αλλ΄ η εναγομένη ενάγεται ως πλοιοκτήτρια αυτού (βλ. για τη διάκριση μεταξύ των ανωτέρω εννοιών ΑΠ 1988/2014 – “Νόμος”). Επομένως, ορθώς η εκκαλουμένη απέρριψε ως μη νόμιμη την ανωτέρω επικουρική βάση της αγωγής  εφαρμόζοντας το ελληνικό δίκαιο και ο τέταρτος λόγος εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Σημειώνεται ότι με τον ανωτέρω λόγο η εκκαλούσα δεν εκφράζει παράπονο για το εφαρμοστέο δίκαιο αλλά μόνο για το ότι δεν έγινε δεκτό από την εκκαλουμένη ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις από τον  εφοπλισμό βάσει του άρθρου 106 εδ. β΄ΚΙΝΔ.

Από τις διατάξεις των άρθρ. 65, 67, 68, 70, 211, 216, 229, 232 και 713 του ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να καταρτίστηκε είτε από το όργανο που το διοικεί και ενήργησε μέσα στα όρια της εξουσίας του, όπως αυτή προσδιορίζεται από τη συστατική πράξη ή το καταστατικό του νομικού προσώπου, είτε από άλλο ή άλλα πρόσωπα, στα οποία, κατά πρόβλεψη της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του νομικού προσώπου, παρασχέθηκε σχετική εξουσία από το όργανο που το διοικεί (ΑΠ 1172/2008). Κατά την έννοια αυτή η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου και η διαχείριση της περιουσίας του έχει μεν οργανικό χαρακτήρα, εφόσον ασκείται από τα καταστατικά όργανα διοίκησης αυτού ή από υποκατάστατα πρόσωπα, τα οποία εκφράζουν και αυτά πρωτογενώς τη βούληση του νομικού προσώπου, ως όργανα της διοίκησής του, αντλώντας την εξουσία τους από το νόμο και το καταστατικό του ή αναλόγως τη συστατική του πράξη, όμως δεν εμποδίζονται τα όργανα διοίκησης του νομικού προσώπου, καταστατικά ή υποκατάστατα, να αναθέσουν με απόφασή τους, που μπορεί να συνάγεται και ερμηνευτικώς, κατά τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, την εκτέλεση συγκεκριμένων πράξεων σε άλλα πρόσωπα, για να ενεργήσουν στο όνομα ή για λογαριασμό του νομικού προσώπου ως άμεσοι αντιπρόσωποί του ή ανάλογα ως εντολοδόχοι του (έμμεσοι αντιπρόσωποι). Μάλιστα τα πρόσωπα αυτά θεωρούνται ότι ενεργούν ως άμεσοι αντιπρόσωποι του νομικού προσώπου κατά την κατάρτιση δικαιοπραξίας, όταν η εξωτερίκευση της δράσης τους, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από το κοινό, παρέχει την εντύπωση, σύμφωνα με τα κριτήρια που διαμορφώνονται στις συναλλαγές ως προς το είδος της δραστηριότητας του νομικού προσώπου, ότι με απόφαση των διοικητικών οργάνων του ή των υποκατάστατων οργάνων της διοίκησής της ή έστω με την ανοχή τους ανατέθηκε στα ως άνω πρόσωπα ο κύκλος των ενεργειών, που περιλαμβάνει και τη δικαιοπραξία στην οποία συνέπραξαν (πρβλ. ΑΠ 1324/2014, ΑΠ 1363/2011, ΑΠ 470/2006). Η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του Δ.Σ. διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής που προβλέπονται στα άρθρα 216 επ. και 713 επ. Α.Κ., καθόσον τόσον ο πληρεξούσιος, όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρείας, αλλά ενεργούν, ως αντιπρόσωποι, πράξεις που αποφασίστηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο. Η οργανική εκπροσώπηση βέβαια της εταιρείας, κατά το άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 2190/1920 γενικά ή για την ενέργεια συγκεκριμένου είδους πράξεων, καθ` υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου αυτής, διαφέρει από την αντιπροσώπευση της, κατά το άρθρο 211 ΑΚ (κατόπιν πληρεξουσιότητας ή εντολής) για την ενέργεια συγκεκριμένης πράξεως ή είδους πράξεων, αφού κατά την οργανική εκπροσώπηση η βούληση της εταιρείας εκφράζεται πρωτογενώς (Α.Π. 1363/2011, Α.Π. 470/2006, 1659/2005, ΑΠ 148/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 221 και 224 του ΑΚ προκύπτει, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, μολονότι δεν υπάρχει πληρεξουσιότητα, εν τούτοις κρίνεται άξια προστασίας η εμπιστοσύνη του τρίτου στην ύπαρξή της. Με βάση τις διατάξεις αυτές και την αρχή της εμπιστοσύνης, διαπλάστηκε η έννοια της “φαινομένης πληρεξουσιότητας”. Πρόκειται για την περίπτωση που ο αντιπροσωπευόμενος δεν παρέσχε πληρεξουσιότητα ή την είχε παράσχει μεν κατά το παρελθόν, στην συνέχεια, όμως, την ανακάλεσε και ούτε ανέχθηκε, ούτε γνώριζε τη συμπεριφορά του φερομένου “αντιπροσώπου” του, αλλά θα μπορούσε να τη γνωρίζει και να την είχε εμποδίσει, αν επιδείκνυε την επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, ενώ, από την άλλη πλευρά, ο συναλλαχθείς τρίτος δικαιούται, με βάση την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, να πιστέψει ευλόγως ότι στον εμφανιζόμενο, ως αντιπρόσωπο, έχει παρασχεθεί πληρεξουσιότητα. Γι’ αυτό, όμως, απαιτείται διαρκής επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά του φερομένου “αντιπροσώπου” και καλή πίστη στο πρόσωπο του τρίτου που συναλλάχθηκε. Ο τελευταίος δεν προστατεύεται, αν γνώριζε την έλλειψη της πληρεξουσιότητας ή την αγνοούσε από αμέλειά του. Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, καταλογίζεται στον “αντιπροσωπευόμενο”, ότι με τη συμπεριφορά του δημιούργησε στους τρίτους την εύλογη πεποίθηση για την ύπαρξη πληρεξουσιότητας και αν πρόκειται για σύμβαση, αυτή θεωρείται καταρτισμένη, διά μέσου του “κατά φαινόμενο πληρεξουσίου”. Ο τρίτος που συναλλάχθηκε έχει στην περίπτωση αυτή κατά του αντιπροσωπευομένου τις αξιώσεις που πηγάζουν από τέτοια σύμβαση (ΑΠ 6833/2015, ΑΠ 274/2013, ΑΠ 1659/2005, ΑΠ 939/2004, ΑΠ 1187/2000 -”Νόμος”). Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η ένδικη αγωγή, ως προς την κύρια βάση της, ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 211, 216, 291 (σε συνδ. με το άρθρο 1 του ν. 740/1977, εφόσον πρόκειται για διεθνή συναλλαγή που αφορά την εκμετάλλευση πλοίου, έτσι ώστε να τυγχάνει νόμιμη η συνομολόγησή της σε αλλοδαπό νόμισμα), 292, 293, 294, 341 εδ. α΄, 345 εδ. α΄, 361 , 513 επ. ΑΚ και 84 εδ. α΄ Κ.Ι.Ν.Δ,  πλην του αιτήματος περί επιδικάσεως τόκων υπερημερίας με μηνιαίο επιτόκιο 2% (ήτοι 24% ετησίως), το οποίο είναι μη νόμιμο κατά το μέρος που  υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό του τόκου υπερημερίας, όπως αυτό ορίσθηκε με τις σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Κ.Τ. κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 2842/2000) και το οποίο ανερχόταν συγκεκριμένα από 10-9-2014 έως 15-3-2016 σε ποσοστό 7,3% ετησίως και από 16-3-2016 και εντεύθεν σε ποσοστό 7,25% ετησίως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 293, 294 του ΑΚ και 109 του ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον, η δε περί ανώτατου θεμιτού ορίου τόκου ως άνω διάταξη είναι δημοσίας τάξεως και κάθε αντικείμενη προς αυτή συμφωνία είναι άκυρη και δεν μπορεί να καλυφθεί με αναγνώριση του υπόχρεου ή έμπρακτη καταβολή (ΕφΑθ 6029/1999 ΕλλΔνη 1999. 1625, ΕφΘεσσαλ. 1762/2012 – “Νόμος” , ΣΕΑΚ Α. Γεωργιάδη, υπό το  αρθ 294 αρ. 1).

Από την εκτίμηση των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που με επίκληση προσκομίζονται σε νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο,  καθώς και όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η ενάγουσα είναι ελληνική εταιρεία που δραστηριοποιείται στην εμπορία ναυτιλιακών καυσίμων για ποντοπόρα πλοία και η εναγομένη είναι αλλοδαπή εταιρεία, η οποία εδρεύει στη Μονροβία της Λιβερίας και τη διαχείριση αυτής ασκεί η εταιρεία με την επωνυμία «…………», που πραγματική έδρα έχει στον Πειραιά, όπου ασκείται η διοίκησή της. Η εναγομένη είναι κυρία του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου  με το όνομα «MV K.Z.» νηολογίου Μονρόβιας με ΙΜΟ ….. κ.ο.χ.43949,  ΚΚΧ 27013 ΔΔΣ ….., το οποίο δυνάμει του από 2-4-2014 συμφώνου χρονοναυλώσεως, διαρκείας από 35 έως 37 μηνών, είχε χρονοναυλώσει στην εταιρία με την επωνυμία ………… με έδρα στο Ρόττερνταμ. Σύμφωνα με τους όρους αυτού, τον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου διόριζε και μισθοδοτούσε η ανωτέρω κυρία του πλοίου, η οποία ασκούσε και τη ναυτική διαχείρησή του, επομένως είχε την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας αυτού και όχι μόνο της κυρίας (ΑΠ 777/2015- “Νόμος”). Μεταξύ των μερών συμφωνήθηκε επίσης δυνάμει του ανωτέρω ναυλοσυμφώνου ότι κατά τη διάρκεια της χροναυλώσεως, υπόχρεος ανεφοδιασμού του πλοίου με καύσιμα και της πληρωμής αυτών, ήταν η χρονοναυλώτρια, ο όρος, όμως, αυτός πρόδηλον είναι ότι αφορά στις μεταξύ των συμβαλλομένων σχέσεις και όχι τις συναλλαγές τους με τρίτους. Στις 14-10-2014, μεταξύ αφενός της μη διαδίκου αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία  «………..», που ήταν έμπορος ναυτιλιακών καυσίμων στη διεθνή αγορά, και της ενάγουσας αφετέρου, συμφωνήθηκε η πρώτη να αγοράσει από τη δεύτερη 500 μετρικούς τόνους ναυτιλιακού καυσίμου (Fuel Oil) τύπου 380 CST HS 3,5% και 150 μετρικούς τόνους ναυτιλιακού καυσίμου τύπου 380  CST LS 0,1 %, για τον ανεφοδιασμό του προαναφερόμενου πλοίου K. Z., παραδοτέων από την ενάγουσα στο εν λόγω πλοίο, στις 17-10-2014, όσο αυτό θα βρισκόταν στον Πειραιά, με αντίστοιχο τίμημα και προμηθευτή την εταιρεία ….. Η ειδικότερη συμφωνία για την κατάρτιση της ανωτέρω πωλήσεως, το καταβλητέο τίμημα και οι λοιποί όροι αυτής αποτυπώθηκαν στις από 14-10-2014 επιστολές αφενός της  «……………», που φέρει τον τίτλο “Επιβεβαίωση Εντολής Αγοράς” (“PURCHASE ORDER CONFIRMATION”) αφετέρου της ενάγουσας που φέρει τον τίτλο “Επιβεβαίωση Πώλησης Καυσίμων” (“BUNKER SALE CONFIRMATION”). Οι ανωτέρω συμβαλλόμενοι συμφώνησαν μεταξύ άλλων ότι  η πληρωμή θα γινόταν εντός 21 ημερών από την ημερομηνία παράδοσης με πρωτότυπο τιμολόγιο, ότι η παράδοση των καυσίμων στο πλοίο θα γινόταν στις 17-10-2014 στον Πειραιά,  ότι η πώληση αυτή θα διεπόταν από τους ισχύοντες και ήδη γνωστούς στην αγοράστρια γενικούς όρους και προϋποθέσεις πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων που έχει θέσει η πωλήτρια-ενάγουσα, η οποία με την ίδια ως άνω επιστολή καλούσε την αντισυμβαλλομένη της να την ενημερώσει σε περίπτωση που αγνούσε τους ανωτέρω όρους κι ότι ο τοπικός πράκτορας του πλοίου ήταν η εταιρεία “………..”.  Ειδικότερα, το τίμημα της πώλησης συμφωνήθηκε σε 505 δολλάρια ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο καυσίμου τύπου 380 CST 3,5%  και σε 552 δολλάρια ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο ναυτιλιακού καυσίμου τύπου 380 CST LS 1,5%. Ο πράκτορας του πλοίου, ομόρρυθμη εταιρεία με τον διακριτικό τίτλο «……………», στις 14-10-2014, συμπλήρωσε την αντίστοιχη αίτηση πετρελεύσεως του πλοίου καθώς και την αντίστοιχη δήλωση εφοδιασμού αυτού, προκειμένου να τηρηθούν οι τελωνειακές διατυπώσεις, οι αιτήσεις δε αυτές υποβλήθηκαν από την ενάγουσα στην Τελωνειακή Αρχή και στην ………, η οποία ήταν, όπως προαναφέρθηκε, ο προμηθευτής των καυσίμων προς την ενάγουσα. Σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων, η ενάγουσα στις 17-10-2014 παρέδωσε 499,405 μετρικούς τόνους ναυτιλιακού καυσίμου τύπου 380 CST 3,5% και 149,289 μετρικούς τόνους ναυτιλιακού καυσίμου τύπου 380 CST LS 1,5% στο ανωτέρω πλοίο, όσο αυτό βρισκόταν στον Πειραιά, δια του ναυλωμένου από αυτή δεξαμενοπλοίου της «M.». Τόσο η ενάγουσα όσο και η … … είναι εγκεκριμένοι προμηθευτές ναυτικών καυσίμων και διαθέτουν σχετική άδεια εμπορίας από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές. Τα ως άνω καύσιμα η ενάγουσα αγόρασε, όπως προαναφέρεται, από την ……, η οποία εξέδωσε τα υπ’αριθμ …./17-10-2014 και …../17-10-2014 δελτία αποστολής, στο όνομα της ενάγουσας, τα οποία κατά την παραλαβή των πωληθέντων καυσίμων από το εν λόγω πλοίο υπέγραψε ο Α’ Μηχανικός αυτού θέτοντας την υπογραφή του υπό τη σφραγίδα του πλοίου.   Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι τα εν λόγω δελτία αποστολής υπεγράφησαν από τον A’ Μηχανικό του πλοίου κι όχι από τον Πλοίαρχο, στηρίζεται προεχόντως στην απλή αντιπαραβολή της υπογραφής αμφοτέρων στην από 19-9-2014 ατομική σύμβαση εργασίας που συνήψε ο Α’ Μηχανικός με την προαναφερόμενη διαχειρίστρια εταιρεία της πλοιοκτήτριας και την από 9-8-2014 ατομική σύμβαση εργασίας που συνήψε ο Πλοίαρχος με την ίδια, από την οποία (αντιπαραβολή), πρόδηλον καθίσταται ότι η υπογραφή στα ένδικα δελτία αποστολής είναι όμοια με αυτή του Α’ Μηχανικού και καμία ομοιότητα δεν φέρει με αυτή του Πλοιάρχου. Η κρίση αυτή ενισχύεται από τις περιεχόμενες στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέσεις αμφοτέρων των εξετασθέντων μαρτύρων γιατί ο μάρτυρας αποδείξεως δεν επιβεβαίωσε τον ανωτέρω αγωγικό ισχυρισμό (“… δεν ξέρω εν προκειμένω ποιος έχει υπογράψει”), ο δε μάρτυρας ανταποδείξεως κατέθεσε ότι κατά τη συνήθη πρακτική τα δελτία αποστολής καυσίμων στα πλοία υπογράφει ο Α’ Μηχανικός. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι για την πληρωμή των εν λόγω καυσίμων η ενάγουσα εξέδωσε το υπ’αριθμ. ………/22-10-2014 τιμολόγιο, με πελάτες την «….» καθώς και “τον Πλοίαρχο και/ή τους Πλοιοκτήτες και/ή τους ναυλωτές και/ή τους διαχειριστές του πλοίου KZ.”. Η οφειλή ανήλθε στα 334.607,06  δολλάρια ΗΠΑ συνολικά (= 252.199,53 δολλάρια ΗΠΑ για τους 499,405 μετρικούς τόνους ναυτιλιακού καυσίμου τύπου 380 CST 3,5%  και 82.407,53 δολλάρια ΗΠΑ για τους 149,289 μετρικούς τόνους ναυτιλιακού καυσίμου τύπου 380 CST LS 1,5%) άλλως 262.457,49 ευρώ με βάση την ισοτιμία κατά την ημέρα έκδοσης του τιμολογίου. Το εν λόγω τιμολόγιο ήταν πληρωτέο στις 17-11-2014, αλλά η κατονομαζόμενη σε αυτό οφειλέτρια και αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας στην ένδικη σύμβαση πωλήσεως-αγοράστρια «…………..» δεν το πλήρωσε.   Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι το παρόν Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπαγγέλτως, κατ΄άρθρο 336 παρ. 2 ΚΠολΔ, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία γνωρίζει από προηγούμενες δικαστικές ενέργειές του: Η προαναφερόμενη εταιρεία  “……..” ήταν μέλος του ομίλου εταιριών της δανέζικης εταιρείας “……………”, η οποία υπήρξε ο μεγαλύτερος διεθνής έμπορος ναυτιλιακών καυσίμων  μέχρι την πτώχευσή της, το Νοέμβριο του 2014. Στον όμιλο αυτό ανήκε πλήθος εταιριών, που έδρα είχαν σε διάφορες χώρες και ανελάμβαναν την υποχρέωση να εφοδιάζουν, σε εκτέλεση συμβάσεων πωλήσεως, πλοία με καύσιμα, τα οποία είχαν προηγουμένως αγοράσει από άλλους, κατά τόπους προμηθευτές ναυτιλιακών καυσίμων, που είχαν θέση βοηθού εκπληρώσεως. Η εμπορική αυτή συνεργασία συνίστατο κάθε φορά στην αγορά εκ μέρους μίας από τις εταιρείες του εν λόγω ομίλου από τους κατά τόπους προμηθευτές-πωλητές (όπως εν προκειμένω από την ενάγουσα) ορισμένης ποσότητας καυσίμων, αντί συμφωνημένου τιμήματος, καταβλητέου εντός συγκεκριμένης προθεσμίας από την παράδοσή τους. Τα καύσιμα, στα οποία εκάστη σύμβαση αφορούσε, ήταν  πάντοτε παραδοτέα από την εκάστοτε πωλήτρια (τοπική προμηθεύτρια) σε συγκεκριμένη ημερομηνία, σε συγκεκριμένο λιμένα, και σε συγκεκριμένο πλοίο, και στο μεσοδιάστημα μεταπωλούντο από την εκάστοτε αντισυμβαλλομένη της εταιρία του ανωτέρω ομίλου – αγοράστρια αυτών στον πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, ναυλωτή, ή στον καθ’οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενο το εν λόγω πλοίο, για τον ανεφοδιασμό του οποίου προορίζονταν τα αγορασθέντα καύσιμα. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι στην προκειμένη περίπτωση, η εδρεύουσα στο Ρόττερνταμ της Ολλανδίας εταιρεία με την επωνυμία «………..», χρονοναυλώτρια του ανωτέρω πλοίου κατά το χρόνο της ένδικης πωλήσεως, συμφώνησε, την ίδια ημέρα,  δηλαδή στις 14-10-2014, με την εταιρεία “………..”, που ανήκει στον ίδιο ως άνω διεθνή όμιλο εταιρειών, να αγοράσει από αυτή για τις ανάγκες ανεφοδιασμού του ίδιου ως άνω πλοίου 600 μετρικούς τόνους FUELOIL 380 -CST 3,5% αντί 498 δολλαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο και 200 μετρικoύς τόνους καυσίμου 380 CST 1% αντί 548 δολλαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, με προμηθευτή  την …….. (βλ. την από 14-10-2014 επιβεβαίωση της υπ’ αριθ. 24-29069  εντολής πωλήσεως μεταξύ των ανωτέρω μη διαδίκων εταιρειών – “Sales Order Confirmation, Sales Order No ..-….). Μεταξύ άλλων συμφωνήθηκε τα καύσιμα να παραδοθούν από την ……..  στο προαναφερθέν πλοίο (KZ), στον Πειραιά, στις 17-10-2014 και η καταβολή του τιμήματος  να γίνει εντός 30 ημερών από την παράδοση με την προσκόμιση του σχετικού τιμολογίου και γνωστοποιήθηκε από τη χρονοναυλώτρια στην πωλήτρια ότι πράκτορας του πλοίου ήταν η προαναφερόμενη εταιρεία …… Στην ως άνω παραγγελία (“εντολή πωλήσεως”- “sales order”) κατονομάζεται μόνο η ως άνω χρονοναυλώτρια, όπως επίσης και στο υπ’αριθμ. 24-30893 από 17-10-2014 τιμολόγιο, που εξέδωσε για την ανωτέρω πώληση η πωλήτρια ……….., αξίας 331.514,06 δολλ.ΗΠΑ. Στο τιμολόγιο αυτό φαίνεται ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω 24-30893/14-10-2014 παραγγελίας (“εντολής πωλήσεως”- “sales order”) πωλήθηκαν τελικά και παραδόθηκαν, στις 17-10-2014,  στο πλοίο KZ, 499,405 μετρικοί τόνοι καυσίμου (FUELOIL) 380 -CST 3,5% και 149,289 μετρικοί τόνοι καυσίμου τύπου  380 CST 1%, συνολικού τιμήματος 331.514,06 δολλαρίων ΗΠΑ, καταβλητέου στις 16.11.2014.  Δηλαδή οι πωληθείσες ποσότητες καυσίμων της ανωτέρω πωλήσεως συμπίπτουν με τις ένδικες, όπως συμπίπτουν και τα λοιπά επιμέρους στοιχεία της πωλήσεως, όπως το πλοίο που εφοδιάσθηκε με τα ανωτέρω καύσιμα, η ημερομηνία εφοδιασμού και ο προμηθευτής (……..). Το γεγονός αυτό οδηγεί κατά λογική ακολουθία στο συμπέρασμα ότι προκειμένου να ανεφοδιασθεί το ανωτέρω πλοίο με καύσιμα, κατά την παραμονή του, τις 17-10-2014, στον Πειραιά, η χρονοναυλώτρια αυτού, που, όπως προαναφέρεται, ήταν υπόχρεη για την αγορά και πληρωμή των καυσίμων, απευθύνθηκε  στην ……. Αυτή, προκειμένου να εκτελεστεί η παραγγελία, απευθύνθηκε στην εταιρεία του ίδιου με αυτή ομίλου ……., που με τη σειρά της απευθύνθηκε στην ενάγουσα ….. , η οποία αγόρασε τα καύσιμα από την ……, που εξέδωσε και τα αντίστοιχα δελτία αποστολής που προαναφέρονται. Στη συνέχεια, η ….. πώλησε τα καύσιμα στην ………. αυτή τα μεταβίβασε στην …….., η οποία με τη σειρά της τα πώλησε στη χρονοναυλώτρια του ένδικου πλοίου. Η διαφορά του τιμήματος μεταξύ των δύο πωλήσεων (331.514,06 δολλ. ΗΠΑ – 334.607,06  δολλάρια ΗΠΑ), προφανώς αποτελούσε το κίνητρο για να προτιμούν οι διαχειριστές ή ναυλωτές των πλοίων να “αγοράζουν” τα καύσιμα από τον διάμεσο έμπορο (….) και όχι απευθείας από τον τοπικό προμηθευτή. Επαναλαμβάνεται στο σημείο αυτό ότι  στον όρο 2 του ως άνω ναυλοσυμφώνου αναφέρεται ρητώς ότι κατά τη διάρκεια της ναυλώσεως οι ναυλωτές θα παρέχουν και θα πληρώνουν για όλα τα καύσιμα εκτός αν συμφωνηθεί διαφορετικά και στον όρο 62 ότι η αναπλήρωση καυσίμων θα ρυθμίζεται και θα πληρώνεται από τους ναυλωτές. Για το λόγο αυτό η ναυλώτρια του πλοίου της εναγομένης ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για την πετρέλευση του πλοίου, αυτή διόρισε την «…….» (…………… ως πράκτορα του πλοίου στον Πειραιά, όπως προκύπτει από το από 14-10-2014 ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στη διαχειρίστρια του πλοίου, δηλαδή την εταιρεία με την επωνυμία «……..» και ήταν υπόχρεη να καταβάλει  το συμφωνηθέν τίμημα στην ……..  Κατ’ακολουθίαν επομένως όλων των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα στο πλαίσιο ξεχωριστής συμβάσεως που συνήψε με την ………… πώλησε τα καύσιμα στην τελευταία κι αυτή δυνάμει αυτοτελούς συμβάσεως τα μεταπώλησε. Ειδικότερα συνήφθησαν τρεις (3) αυτοτελείς μεταξύ τους συμβάσεις πωλήσεως καυσίμων για το ένδικο πλοίο , που όμως αφορούσαν την ίδια ποσότητα καυσίμων, και ειδικότερα, την ίδια ημέρα, δηλαδή στις 14-10-2014, συνήφθησαν δύο συμβάσεις , η μια μεταξύ της …… ως πωλήτριας και της ναυλώτριας του πλοίου «……..» ως αγοράστριας και η άλλη μεταξύ της ενάγουσας ως πωλήτριας και της ………, ως αγοράστριας, και η τρίτη συνήφθη στις 17-10-2014, μεταξύ της ενάγουσας ως αγοράστριας  και της .. ….. ως πωλήτριας. Σημειωτέον ότι η σύναψη αυτή των διαδοχικών συμβάσεων είναι καθόλα επιτρεπτή σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 6 ν. 3054/2002, στο οποίο ορίζεται ότι «Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάρτιση συμβάσεων πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων είτε απευθείας με τον διαχειριζόμενο το πλοίο είτε με άλλο πρόσωπο που συνδέεται συμβατικά με αυτόν υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των προϊόντων αυτών θα γίνεται στο πλοίο με ευθύνη και παραστατικά παράδοσης αποκλειστικά των κατόχων άδειας εμπορίας, οι οποίοι θα εκδίδουν τα παραστατικά πώλησης προς τον διαχειριζόμενο το πλοίο ή τον συνδεόμενο συμβατικά με αυτόν». Κατά τη διεθνώς ακολουθούμενη πρακτική οι πλοιοκτήτριες ή οι διαχειρίστριες των πλοίων για να εφοδιάσουν τα πλοία των πρώτων με καύσιμα συνάπτουν συμβάσεις αγοραπωλησίας με εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών, οι οποίες ονομάζονται bunker traders  και είναι μεταπωλητές  ενώ μόνο αυτή που βρίσκεται στην κορυφή της αλυσίδας συνδέεται συμβατικά με σχέση πώλησης  με την πλοιοκτήτρια  και σε κάποιες περιπτώσεις κάποιος μεταπωλητής παραδίδει τα καύσιμα ως βοηθός εκπλήρωσης  (physical supplier) και για λογαριασμό  της εταιρείας που συμβάλλεται με την πλοιοκτήτρια ως τελική μεταπωλήτρια. Αποδεικνύεται επομένως ότι δεν υπάρχει συμβατικός δεσμός  της ενάγουσας με την εναγομένη από την ένδικη σύμβαση πωλήσεως καθώς και ότι η εναγομένη ουδέποτε αντιπροσωπεύτηκε ή αποδέχθηκε ή ενέκρινε τη σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων που συνήφθη κατά τα ανωτέρω μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας με την επωνυμία «…………». Ειδικότερα, δεν υπάρχει καμία απόδειξη περί του ότι η τελευταία, κατά την κατάρτιση της ένδικης πωλήσεως, ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης πλοιοκήτριας, μόνη δε η έκδοση του προαναφερθέντος  τιμολογίου πωλήσεως της ενάγουσας με αναφορά σε αυτό ως υπόχρεων και των κυρίων ή πλοιοκτητών του πλοίου (“owners”), χωρίς να κατονομάζονται αυτοί, μονομερώς και χωρίς γνώση της εναγομένης, δεν αποτελεί απόδειξη περί του αντιθέτου και δεν δεσμεύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την τελευταία. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η εδρεύουσα στον Πειραιά εταιρεία με τον διακριτικό τίτλο «………», ναυτική πράκτορας του ένδικου πλοίου, υπέβαλε τη σχετική με τον ως άνω εφοδιασμό του πλοίου  αίτηση πετρέλευσης ,  καθόσον η προεκτιθέμενη ενέργεια του ναυτικού πράκτορα έλαβε χώρα στα πλαίσια των αναγκαίων διατυπώσεων σχετικά με την προσέγγιση του εν λόγω πλοίου στον Πειραιά και τον εφοδιασμό του με καύσιμα και προκειμένου να τηρηθούν οι τελωνειακές διατυπώσεις όχι προς το σκοπό κατάρτισης δικαιοπραξίας στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι τα ένδικα ως άνω δελτία αποστολής, τα οποία όπως προαναφέρθηκε τα εξέδωσε η …….. κι όχι η ενάγουσα,  τα υπέγραψε ο πλοίαρχος του πλοίου κι όχι ο πρώτος μηχανικός, επιχειρώντας να θεμελιώσει  με τον ισχυρισμό αυτό αντιπροσώπευση της εναγομένης πλοιοκτήτριας από τον πλοίαρχο στην κατάρτιση συμβάσεως για την υποχρέωση καταβολής του τιμήματος των πωληθέντων καυσίμων από την πλοιοκτήτρια. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, γιατί, όπως προαναφέρεται, τα δελτία αποστολής υπεγράφησαν από τον Α’ μηχανικό και όχι από τον Πλοίαρχο, ο δε  Α’ μηχανικός έχει αρμοδιότητα να υπογράφει τα δελτία αποστολής μόνο όσον αφορά στην υλική πράξη της παραλαβής των καυσίμων και την διαπίστωση της συμφωνηθείσας ποσότητας και ποιότητας αυτών που παραλαμβάνονται, χωρίς να έχει την εξουσιοδότηση να αναλαμβάνει για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας την ανάληψη συμβατικής υποχρεώσεως. Η υπογραφή των εν λόγω δελτίων αποστολής από τον Α’ Μηχανικό δεν έχει ως έννομη συνέπεια την ανάληψη από την εναγομένη  πλοιοκτήτρια αυτοτελούς συμβατικής υποχρεώσεως έναντι της ενάγουσας για την πληρωμή του τιμήματος των πωληθέντων και παραδοθέντων ναυτιλιακών καυσίμων.  Σε κάθε περίπτωση, δεν αποδεικνύεται ότι ο Α΄μηχανικός ενήργησε κατά την ανωτέρω υπογραφή ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας ούτε ως εξουσιοδοτημένο από αυτή πρόσωπο για την ανάληψη υποχρεώσεως καταβολής του ένδικου τιμήματος αλλά ενήργησε μόνο στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του για την παραλαβή των καυσίμων. Περαιτέρω, δεν αποδεικνύεται βάσιμος ο αγωγικός ισχυρισμός ότι κατά το χρόνο που έγινε η παραγγελία του καυσίμου και πριν αυτό παραδοθεί η ενάγουσα είχε καταστήσει γνωστούς στην εναγομένη τους γενικούς όρους των πωλήσεών της μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ρητή μνεία ότι η εναγομένη είναι συνυπόχρεη για την καταβολή του οφειλομένου τιμήματος. Ο ισχυρισμός αυτός της ενάγουσας δεν αποδεικνύεται ούτε από την κατάθεση του δικού της μάρτυρα, ο οποίος κατέθεσε σχετικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου  ότι  «δεν αναφέρονται οι γενικοί όροι μας στο δελτίο αποστολής  αλλά δώσαμε εντολή στην …. να ενημερώσει για αυτούς». Σε κάθε περίπτωση η σύμβαση που συνήψε η ενάγουσα με την «………» δεν αφορά και κυρίως δεν δεσμεύει την  εναγομένη χωρίς δική της διαπραγμάτευση ως προς τους όρους της διακριτής αυτής σύμβασης, στην οποία η εναγομένη δεν υπήρξε αντισυμβαλλόμενη. Επίσης δεν αποδεικνύεται ότι οι διάδικοι μεταξύ τους ή  η αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας «………..» με την εναγομένη είχαν προβεί μεταξύ τους σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, συνεννόηση ή συμφωνία ή εκπροσώπηση της μιας από την άλλη, ώστε η εναγομένη να γνωρίζει τους όρους πωλήσεως και εν γένει συναλλαγών της ενάγουσας, ούτε είχε οιονδήποτε λόγο να τους γνωρίζει ούτε και ετέθησαν σε γνώση της  πριν την παραλαβή των καυσίμων. Ακολούθως, δεν αποδείχθηκε ότι η αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας στην ένδικη σύμβαση πωλήσεως, δηλαδή η  «……..», κατά την κατάρτιση αυτής ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, ώστε να επέρχονται τα αποτελέσματα της συμβάσεως αμέσως υπέρ και κατά αυτής (εναγομένης).  Τέτοια σχέση δεν αποδεικνύεται από κανένα στοιχείο, μόνη δε η έκδοση του τιμολογίου πωλήσεως της ενάγουσας με την γενική και αόριστη αναφορά μεταξύ των υποχρέων, των πλοιοκτητών (χωρίς αυτοί να κατονομάζονται), μονομερώς και χωρίς γνώση της εναγομένης, δεν αρκεί και δεν την δεσμεύει. Ειδικότερα, ουδόλως δημιουργεί συμβατικό δεσμό και εξ αυτού συμβατική ευθύνη της εναγομένης μόνη η έκδοση και αποστολή του τιμολογίου πωλήσεως της ενάγουσας χωρίς να απευθύνεται σε αυτήν (την εναγομένη) και χωρίς γνώση αυτής απορριπτομένων των αντιθέτων ισχυρισμών της ενάγουσας, ως αβασίμων.  Τέλος, ουδόλως απεδείχθη ότι η ………..» ( ……………  ενήργησαν ως αντιπρόσωποι της πλοιοκτήτριας ούτε ότι η ……….. ενήργησε ως μεσίτης ναυτιλιακών καυσίμων κι όχι ως πωλήτρια, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο εφέσεως επικαλούμενη για να στηρίξει τον ισχυρισμό της αυτόν ότι η …….. δεν είχε άδεια εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων. Ο ισχυρισμός αυτός όσον αφορά την ……… τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος και αντίθετος στα άρθρα 6 παρ. 9 και 4 παρ 1, 16 και 17  Ν. 3054/2002 καθώς απεδείχθη ότι η ως άνω εταιρεία νόμιμα πώλησε καύσιμα με βοηθό εκπληρώσεως την ενάγουσα που είναι εφοδιασμένη με τη σχετική άδεια, ενώ σε κάθε περίπτωση ακόμη κι αν η ……… είχε πωλήσει καύσιμα στην αγοράστρια κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας  τυχόν ακυρότητα της συμβάσεως πωλήσεως μεταξύ αυτής και της  πλοιοκτήτριας δεν θα καθιστούσε την ενάγουσα αντισυμβαλλόμενη της πλοιοκτήτριας εναγομένης. Όσον αφορά δε στην  πράκτορα εταιρεία αυτή καμία συμμετοχή δεν είχε στην κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως, παρά μόνο διεκπεραίωσε τις διατυπώσεις που απαιτούντο για να καταστεί δυνατή η  παραλαβή των καυσίμων και δήλωσε ρητά στην αίτηση πετρέλευσης ότι ενεργεί για λογαριασμό της ναυλώτριας, η αίτηση δε αυτή αφορούσε αποκλειστικά στις διατυπώσεις  της πετρέλευσης και δεν είχε πληρεξουσιότητα ή εντολή ο πράκτορας να συνάψει για λογαριασμό της εναγομένης οποιαδήποτε σύμβαση μεταξύ αυτής και της ενάγουσας. Επομένως, στο μέτρο που η αγωγή εδράζεται στις διατάξεις περί αντιπροσωπεύσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη. Ακόμη όμως κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ….. ήταν μεσίτης καυσίμων, στην προκειμένη περίπτωση δεν ενήργησε ως μεσίτης αφού οι ενέργειες της δεν περιορίστηκαν στο να υποδείξει στην ενάγουσα ή στην εναγομένη ευκαιρία για σύναψη συμβάσεως  (εν προκειμένω αγοραπωλησίας καυσίμων) , όπως συμβαίνει στη σύμβαση μεσιτείας (703 ΑΚ) αλλ’ αγόρασε η ίδια από την ενάγουσα τα ένδικα καύσιμα προς το σκοπό μεταπωλήσεως. Σε καμία δε περίπτωση ο μεσίτης δεν ενεργεί ως αντιπρόσωπος του ενδιαφέρομενου να καταρτίσει σύμβαση ούτε συμβάλλεται για λογαριασμό του παρά μόνο εάν έχει ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα, οπότε εφαρμοστέες είναι οι περί πληρεξουσιότητας και αντιπροσωπεύσεως διατάξεις και όχι αυτές τις μεσιτείας. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα,  απορριπτέοι ως αβάσιμοι κρίνονται και οι λοιποί λόγοι (πρώτος, δεύτερος και τρίτος) εφέσεως, με τους οποίους η εκκαλούσα  ισχυρίζεται ότι η ….. ενήργησε στην ένδικη πώληση ως  αντιπρόσωπος της εναγομένης και ότι τα ένδικα δελτία αποστολής υπεγράφησαν από τον Πλοίαρχο που έχει εξουσία εκπροσωπήσεως της πλοιοκτήτριας-εναγομένης ως αγοράστριας αλλ’ ότι ακόμα κι αν είχαν υπογραφεί από τον Α’ Μηχανικό δεσμεύουν την πλοιοκτήτρια γιατί αυτός ενήργησε ως εκπρόσωπός της για την ανάληψη της σχετικής υποχρεώσεως από την ένδικη σύμβαση πωλήσεως.

Κατ’ ακολουθία όλων των προαναφερομένων, ορθώς κατ΄αποτέλεσμα η εκκαλουμένη απέρριψε την αγωγή εν μέρει ως μη νόμιμη και κατά τα λοιπά ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, με εν μέρει εσφαλμένη, όμως,  αιτιολογία, ως προς τη νομική υπαγωγή της στις διατάξεις περί αφηρημένης αναγνώρισης χρέους (873 ΑΚ), η οποία (αιτιολογία) αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας (534 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να απορριφθεί η έφεση ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας γιατί οι  κανόνες δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν δυσερμήνευτοι (άρθρα 179,183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται τυπικά την έφεση.

-Απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν.

-Διατάζει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

-Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 9η Μαΐου 2019   και δημοσιεύθηκε στις 15 Μαΐου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ