ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αριθμός 281/2019
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.) η κρινόμενη από 25-2-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./27-3-2017 έφεση των ηττηθέντων εναγομένων κατά της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθ. 1822/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 25-7-2013 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …./26-7-2013 αγωγής της εφεσίβλητης εναντίον τους και δέχθηκε αυτή (αγωγή). Η ανωτέρω έφεση ασκήθηκε κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 498, 500, 511, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εναγόμενους – εκκαλούντες, με επιμέλεια της ενάγουσας – εφεσίβλητης, στις 28-2-2017, όπως προκύπτει από τη με ίδια ημερομηνία σημείωση επί επικυρωμένου αντιγράφου της του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……., που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εναγόμενοι, ενώ η έφεσή τους κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 27-3-2017, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. ……/27-3-2017 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του γραμματέα του ως άνω Δικαστηρίου (άρθρο 500 Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), αφού καταβλήθηκε και το νόμιμο παράβολο άσκησης έφεσης, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3γ’ του Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015.
Κατά τη διάταξη του άρθρ. 939 Α.Κ, βασική προϋπόθεση, για την ύπαρξη αξίωσης του δανειστή προς διάρρηξη, ως καταδολιευτικής, της γενόμενης από τον οφειλέτη προς τρίτο απαλλοτρίωσης στοιχείου της περιουσίας του, αποτελεί η δημιουργούμενη εξ αιτίας αυτής για τον οφειλέτη αφερεγγυότητα, δηλαδή η ανεπάρκεια της υπολειπόμενης περιουσίας του προς ικανοποίηση του δανειστή, πρέπει δε η αφερεγγυότητα να υπάρχει και κατά το χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής, οπότε κρίνεται το στοιχείο της βλάβης του δανειστή (Ολ.Α.Π. 12/2012, Α.Π. 28/2017, Α.Π. 928/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενώ αδιάφορο είναι αν η απαίτηση του δανειστή τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία ή αν αυτή έχει δικαστικά βεβαιωθεί και εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο, αρκεί αυτή να έχει γεννηθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και να είναι ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της σχετικής αγωγής (Α.Π. 708/2017, Α.Π. 765/2014, Α.Π. 1284/2011, Α.Π. 602/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, κατ’ άρθρο ερμηνεία, υπ’ άρθρο 939, σ. 858, αριθ. 3-5). Η επάρκεια ή η ανεπάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη και, επομένως, η ύπαρξη αφερεγγυότητάς του κατά τα κρίσιμα χρονικά σημεία κρίνεται με βάση τα εμφανή περιουσιακά του στοιχεία (Ολ.Α.Π. 15/2012, Α.Π. 727/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και τέτοια είναι κατ’ αρχήν όσα είναι γενικώς γνωστά και μπορούν να επιχειρήσουν σ’ αυτά εκτέλεση οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όπως προπάντων είναι τα ακίνητα, ως προς τα οποία ισχύει σύστημα δημοσιότητας, ενώ δεν υπολογίζονται τα αφανή περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή όσα δεν είναι γενικώς γνωστά στους δανειστές και, επομένως, εξομοιώνονται με ανύπαρκτα γι’ αυτούς περιουσιακά στοιχεία, αφού με διαφορετική εκδοχή τίθεται σε κίνδυνο ο επιδιωκόμενος με τη διάρρηξη σκοπός της προστασίας των δανειστών από καταδολιευτικές απαλλοτριώσεις (Α.Π. 928/2014, Α.Π. 941/2007, Εφ.Πειρ. 635/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ορίζοντας το άρθρο 941 Α.Κ. ότι η απαλλοτρίωση υπόκειται σε διάρρηξη, αν ο τρίτος, υπέρ του οποίου έγινε, γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, απαιτεί ο τρίτος να γνωρίζει θετικά κατά την απαλλοτρίωση την καταδολιευτική πρόθεση του οφειλέτη και δεν αρκεί η υπαίτια άγνοιά του, έστω και οφειλόμενη σε βαριά αμέλειά του (Α.Π. 708/2017, A.Π. 621/2016, Α.Π. 928/2014, Α.Π. 278/2011, Α.Π. 1798/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η απαιτούμενη για τη διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας πρόθεση βλάβης του δανειστή εξακολουθεί να υφίσταται και όταν άλλος οφειλέτης εις ολόκληρον διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση του δανειστή, καθόσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτρίωσης κρίνεται από στοιχεία που συντρέχουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του απαλλοτριώσαντος (Α.Π. 28/2017, Α.Π. 1902/2013, Α.Π. 1567/2008, Εφ.Λαρ. 206/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, εάν ο τρίτος, προς τον οποίο η απαλλοτρίωση, είναι σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο, τεκμαίρεται ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς αυτόν προς βλάβη των δανειστών του (Α.Π. 708/2017, Α.Π. 339/2016, Α.Π. 661/2015, Α.Π. 846/2011, Α.Π. 1910/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το τεκμήριο, όμως, αυτό είναι μαχητό, μπορεί δηλαδή να ανατραπεί, αν ο ως άνω συγγενής ισχυριστεί και αποδείξει ότι δεν γνώριζε ότι ο απαλλοτριώσας προέβη στην απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών του, και δεν ισχύει, αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της αγωγής (Α.Π. 708/2017, Α.Π. 480/2013, Α.Π. 846/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ό.α, υπ’ άρθρα 941-942, σ. 863, αριθ. 4 και 5). Κατά το άρθρο 942 Α.Κ, η απαιτούμενη για τη διάρρηξη γνώση του τρίτου, υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, ότι δηλαδή ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, δεν απαιτείται σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία (Α.Π. 755/2018, Α.Π. 28/2017, Α.Π. 339/2016, Α.Π. 1567/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέτοια είναι και η κατά το άρθρο 1509 Α.Κ. παροχή περιουσίας σε τέκνο από γονέα (γονική παροχή), αφού ναι μεν χαρακτηρίζεται στο άρθρο αυτό ως δωρεά κατά το ποσό που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, όμως, με το χαρακτηρισμό αυτό αποσκοπείται απλώς να αποκλεισθεί η δυνατότητα ανάκλησής της κατά το μέρος που αυτή δεν αποτελεί δωρεά και όχι εξ αντιδιαστολής να χαρακτηρισθεί κατά το μέρος αυτό ως επαχθής δικαιοπραξία (Α.Π. 28/2017, Α.Π. 339/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το γεγονός δε ότι, επί γονικής παροχής η απαλλοτρίωση (διάθεση) γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης του γονέα προς το τέκνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νομικών (Α.Π. 28/2017, Α.Π. 163/2014, Α.Π. 805/2013, Εφ.Πατρ. 32/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία, με την από 25-7-2013 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …../26-7-2013 αγωγή της εκθέτει ότι, δυνάμει της με αριθμό ……./18-9-2018 σύμβασης πίστωσης που καταρτίστηκε μεταξύ της ιδίας και του πρώτου εναγομένου και ήδη πρώτου εκκαλούντος, χορηγήθηκε σε αυτόν πίστωση, για την οποία τηρήθηκε ο με αριθμό ………. λογαριασμός κίνησης αυτής, ο οποίος έκλεισε την 17-1-2013, λόγω καθυστέρησης πληρωμής των συμφωνηθέντων ελάχιστων μηνιαίων καταβολών, με χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 64.456,04 ευρώ. Ότι στη συνέχεια και μετά από σχετική αίτησή της, εκδόθηκε σε βάρος του πρώτου εναγομένου η με αριθμό …./8-5-2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ποσού 64.456,04 ευρώ. Ότι ήδη από 6-6-2011 ο άνω πιστούχος είχε μεταβιβάσει, με το με αριθμό …/6-6-2011 συμβόλαιο γονικής παροχής που συνέταξε η συμβολαιογράφος Κέρκυρας ………., προς το δεύτερο εναγόμενο υιό του, το ακίνητο που περιγράφεται στην αγωγή, ενεργώντας με σκοπό βλάβης της ιδίας, ήτοι για να ματαιώσει την ικανοποίηση της απαίτησής της, αφού η εναπομείνασα εμφανής περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της αξίωσής της. Ζητεί δε η ενάγουσα τη διάρρηξη της άνω δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής και την καταδίκη των εναγομένων στα δικαστικά της έξοδα. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμό 1822/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία έκανε αυτή (αγωγή) δεκτή, διέταξε τη διάρρηξη του με αριθμό …/6-6-2011 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Κέρκυρας ………, που έχει μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Όρους Κέρκυρας στον τόμο ….. και με α.α. …. την 17-6-2011 και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων. Κατά της απόφασης αυτής οι εναγόμενοι άσκησαν την υπό κρίση έφεση για τους επικαλούμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την απόρριψη της αγωγής. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118, 216 Κ.Πολ.Δ. και 939-942 Α.Κ. συνάγεται ότι, το δικόγραφο της αγωγής, με την οποία ζητείται η εκ μέρους του δανειστή διάρρηξη, ως καταδολιευτικής, κάθε απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας του οφειλέτη του, πρέπει, για την πληρότητά του, να διαλαμβάνει: α) περιγραφή αφενός της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεγενημένης κατά το χρόνο της απαλλοτριώσεως και ληξιπρόθεσμης κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής και αφετέρου του απαλλοτριωθέντος περιουσιακού στοιχείου του τελευταίου, με τον προσδιορισμό της αξίας αυτού κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (Ολ. Α.Π. 15/2012), β) επίκληση προθέσεως βλάβης του δανειστή και θετικής γνώσεως της εν λόγω προθέσεως από τον τρίτο κατά το χρόνο της απαλλοτριώσεως και γ) επίκληση βλάβης του δανειστή, συνισταμένης στην αδυναμία αυτού να ικανοποιήσει την απαίτησή του, εξαιτίας του ότι η υπολειπομένη εμφανής, μετά την απαλλοτρίωση, περιουσία του οφειλέτη, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, δεν επαρκεί γι’ αυτό (Ολ.Α.Π. 6/2003, Α.Π. 661/2015, Α.Π. 1910/2009, Α.Π. 1937/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με τα δεδομένα αυτά η αγωγή είναι ορισμένη, εφόσον περιέχει όλα τα αναγκαία για το ορισμένο του δικογράφου της στοιχεία, ήτοι: α) περιγραφή αφενός της απαίτησης της δανείστριας τράπεζας κατά του πρώτου εναγομένου, γεγενημένης κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και ληξιπρόθεσμης κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής και αφετέρου του απαλλοτριωθέντος μοναδικού εμφανούς περιουσιακού στοιχείου του τελευταίου, με τον προσδιορισμό της αξίας αυτού κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής β) επίκληση πρόθεσης βλάβης της δανείστριας τράπεζας κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης (θετική γνώση της πρόθεσης αυτής από τον τρίτο (δεύτερο εναγόμενο) δεν απαιτείται, σύμφωνα με νομική σκέψη που προεκτέθηκε, εφόσον πρόκειται για χαριστική απαλλοτρίωση) και γ) επίκληση βλάβης της δανείστριας τράπεζας, συνισταμένης στην αδυναμία αυτής να ικανοποιήσει την απαίτησή της, εξαιτίας του ότι η υπολειπομένη εμφανής, μετά την απαλλοτρίωση, περιουσία του πρώτου εναγομένου, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, δεν επαρκεί γι’ αυτό. Συνεπώς, ο ισχυρισμός των εναγομένων, τον οποίο προβάλλουν με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής, για το λόγο ότι δεν ιστορείται σ’ αυτό το ποσό, κατά το οποίο η άνω γονική παροχή υπερβαίνει το λογικό μέτρο και το ηθικό καθήκον του πρώτου εναγόμενου προς το δεύτερο των εναγομένων, πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος. Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης του πρώτου εναγομένου ……. και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος της ενάγουσας ………., που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν ,για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/18-9-2008 έγγραφης σύμβασης πίστωσης, που καταρτίστηκε στον Κορυδαλλό στις 18-9-2008 μεταξύ της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………» (ήδη μετονομασθείσας σε «………..») και του πρώτου εναγομένου και ήδη πρώτου εκκαλούντος ……., ηλικίας τότε 55 ετών και διατηρούντος επιχείρηση εμπορίας υποδημάτων – ενδυμάτων και ειδών βρεφανάπτυξης στο Κερατσίνι Αττικής και επί της οδού …………, χορηγήθηκε στον τελευταίο πίστωση για κεφάλαιο κίνησης, με πιστωτικό όριο το ποσό των 60.000,00 ευρώ και επιτόκιο κυμαινόμενο [ίσο με το Βασικό Επιτόκιο Κεφαλαίου Κίνησης Επαγγελματιών (Β.Ε.Κ.Κ.Ε.), το οποίο κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης ανέρχονταν σε 9,15%, πλέον περιθωρίου ίσου με 1,00%, πλέον εισφοράς Ν. 128/1975, η οποία ανέρχονταν σε ποσοστό 0,60%], υπό τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες, που περιέχονταν στην άνω σύμβαση. Για την αποπληρωμη του δανείου, που εκταμιεύτηκε από τον πρώτο εναγόμενο τμηματικά έως τις 27-10-2008, ο τελευταίος προέβαινε αρχικά σε χρηματικές καταβολές προς τη δανείστρια ενάγουσα, με αυτόματη χρέωση του υπ’ αριθ. ……… λογαριασμού του, που ανοίχθηκε για την κίνηση της πίστωσης. Πλην όμως, από τις αρχές του έτους 2010 ο πρώτος εναγόμενος έπαυσε να είναι συνεπής στις καταβολές των δόσεων του άνω δανείου, όπως προκύπτει από το απόσπασμα χρεοπιστώσεων του λογαριασμού αυτού, που προσκομίζεται με επίκληση από την ενάγουσα, το οποίο έχει εξαχθεί από τα τηρούμενα νόμιμα, με μηχανογραφικό σύστημα στη μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστη, εμπορικά βιβλία της και αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ των διαδίκων μερών, κατά τη δικονομική συμφωνία τους (όρος 6.04 της σύμβασης πίστωσης). Για το λόγο αυτό η ενάγουσα του επέδωσε στις 27-7-2011 την από 22-7-2011 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση, με την οποία του γνωστοποίησε ότι το λογιστικό υπόλοιπο της πίστωσης ανέρχονταν σε 62.160,04 ευρώ, με ληξιπρόθεσμη οφειλή 2.213,69 ευρώ και τον κάλεσε να εξοφλήσει εντός πέντε εργάσιμων ημερών την άνω οφειλή του, προειδοποιώντας τον ότι σε διαφορετική περίπτωση θα κινούσε νομικές διαδικασίες σε βάρος του για τη διασφάλιση της απαίτησής της (βλ. το αντίγραφο της άνω εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης και την υπ’ αριθ. ………/27-7-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….. που η ενάγουσα προσκομίζει και επικαλείται). Παρά ταύτα ο πρώτος εναγόμενος δεν προέβη εμπρόθεσμα σε εξόφληση της άνω ληξιπρόθεσμης οφειλής του, ενώ από τα τέλη Οκτωβρίου 2011 σταμάτησε εντελώς να καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό για τις δόσεις του δανείου, για το οποίο προέβη στην τελευταία καταβολή στις 25-10-2011, ενώ ήδη βρισκόταν σε πολύμηνη καθυστέρηση. Έτσι η ενάγουσα τράπεζα, αφού, στα πλαίσια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, παρείχε σ’ αυτόν χρονικό περιθώριο δεκατεσσάρων ακόμη μηνών, προκειμένου να εξοφλήσει τη ληξιπρόθεσμη οφειλή του, κατήγγειλε στις 17-1-2013 την άνω σύμβαση και προχώρησε στο οριστικό κλείσιμο της πίστωσης λόγω καθυστέρησης πληρωμής των συμφωνηθέντων ελάχιστων μηνιαίων καταβολών, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του δανείου, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα (όρος 7.01 της σύμβασης πίστωσης). Στο μεταξύ, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./21-11-2011 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο …, με αριθμό …, η ενάγουσα μεταβίβασε αιτία πωλήσεως και εκχώρησε (εκτός άλλων) και την απαίτησή της από την άνω σύμβαση πίστωσης στην εδρεύουσα στο Λονδίνο Αγγλίας εταιρία ειδικού σκοπού «…….», η οποία στη συνέχεια αναμεταβίβασε αιτία πωλήσεως και εκχώρησε (εκτός άλλων) την ίδια απαίτηση στην ενάγουσα, δυνάμει της μεταξύ τους υπ’ αριθ. …./15-5-2012 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο …, με αριθμό …… Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά την άνω καταγγελία της σύμβασης πίστωσης στις 17-1-2013, ημερομηνία κατά την οποία προσδιορίζεται η απαίτηση στο δικόγραφο της αγωγής, ο άνω λογαριασμός κίνησης εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο 64.456,04 ευρώ (βλ. τα αντίγραφα του αποσπάσματος της κίνησης αυτού, τα οποία φέρουν βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσής τους από τους υπαλλήλους της ενάγουσας που την ενήργησαν). Το χρεωστικό αυτό υπόλοιπο μετέφερε η ενάγουσα στο με αριθμό …… λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης και ο πρώτος εναγόμενος έγινε, χωρίς προηγούμενη όχλησή του, υπερήμερος (όρος 7.01 της σύμβασης). Ακολούθως, η ενάγουσα επέδωσε στον πρώτο εναγόμενο την από 17-1-2013 εξώδικη καταγγελία – πρόσκληση και δήλωση, με την οποία του γνωστοποίησε ότι καταγγέλλει την πίστωση και προβαίνει στο οριστικό κλείσιμο αυτής (όρος 7.01 της σύμβασης) και ότι το κατάλοιπό της ανέρχεται σε 64.456,04 ευρώ και παράλληλα τον κάλεσε να εξοφλήσει άμεσα την άνω ληξιπρόθεσμη οφειλή του, προειδοποιώντας τον ότι σε διαφορετική περίπτωση θα κινήσει νομικές διαδικασίες σε βάρος του (βλ. το αντίγραφο της άνω εξώδικης καταγγελίας – πρόσκλησης και δήλωσης και την υπ’ αριθ. …../26-3-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …… που η ενάγουσα προσκομίζει και επικαλείται). Ωστόσο, ο πρώτος εναγόμενος δεν εξόφλησε την άνω οφειλή του, με αποτέλεσμα να εκδοθεί γι’ αυτήν στη συνέχεια η με αριθμό …./8-5-2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία διατάχθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 64.456,04 ευρώ, με το συμβατικό επιτόκιο από την 31-1-2012 μέχρι 16-1-2013 και το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης και του λογαριασμού, ήτοι από την 17-1-2013, με κεφαλαιοποίηση και εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξοφλήσεως, καθώς και το ποσό των 1.400,00 ευρώ για δικαστική δαπάνη, ενώ αντίγραφο εξ’ απογράφου εκτελεστού της άνω διαταγής πληρωμής, μετά της από 17-5-2013 επιταγής προς πληρωμή, του επιδόθηκε στις 24-5-2013, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/24-5-2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά ……, που η ενάγουσα προσκομίζει και επικαλείται. Με βάση τα ανωτέρω αποδεικνύεται η ύπαρξη της επικαλούμενης απαίτησης της ενάγουσας κατά του πρώτου εναγομένου, ποσού 64.456,04 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, η οποία ήταν ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της αγωγής. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι δυνάμει του υπ’ αριθ. ……./6-6-2011 συμβολαίου γονικής παροχής ακινήτου της συμβολαιογράφου Κέρκυρας ………, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Όρους Κέρκυρας, στον τόμο …., με αριθμό καταχώρησης …., ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, στον υιό του δεύτερο εναγόμενο, ηλικίας τότε 32 ετών, ένα οικόπεδο μετά των εντός αυτού τεσσάρων ελαιόδεντρων και μίας διώροφης μετά δικαιώματος αέρος και υψούν οικοδομής – κατοικίας, που βρίσκεται στη θέση «… ή ….», εντός του οικισμού … της κτηματικής περιφέρειας της Τοπικής Κοινότητας … της Δημοτικής Ενότητας …., του Δήμου ΚΕΡΚΥΡΑΣ, της Περιφερειακής Ενότητας ΚΕΡΚΥΡΑΣ, της Περιφέρειας ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ, αρμοδιότητας Υποθηκοφυλακείου Όρους Κέρκυρας, το οποίο έχει εμβαδόν 310 τ.μ. και συνορεύει με τον επαρχιακό δρόμο ΣΠΑΡΤΙΛΑ – ΚΕΡΚΥΡΑΣ από τρεις πλευρές και με ιδιοκτησία …… Το οικόπεδο αυτό φαίνεται με ακρίβεια, σημειωμένο γύρω – γύρω με τα γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Ι-Α, στο προσαρτώμενο στο υπ’ αριθμόν ……./8-5-1986 συμβόλαιο των πράξεων του συμβολαιογράφου Κέρκυρας …. από Αυγούστου 1985 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………. Εντός του οικοπέδου υπάρχει, ως προαναφέρεται, μία οικοδομή (κατοικία), αποτελούμενη από ισόγειο, έναν πάνω από το ισόγειο όροφο, έχει συνολικό εμβαδόν ορόφων 127,28 τ.μ. και άρχισε να ανεγείρεται δυνάμει της υπ’ αριθμόν …./1986 οικοδομικής άδειας του Τμήματος Πολεοδομίας και ΠΕ της Νομαρχίας Κέρκυρας, της οποίας η ισχύς παρατάθηκε επ’ αόριστον με αριθμό πρωτοκόλλου …./2008 και η οποία βρίσκεται στο στάδιο αποπεράτωσης των επιχρισμάτων. Η αξία του μεταβιβασθέντος ακινήτου, κατά το χρόνο σύνταξης του άνω συμβολαίου και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ανέρχονταν σε 75.651,00 ευρώ, ως δεν αμφισβητείται. Από το γεγονός δε ότι ο πρώτος εναγόμενος προέβη στη χαριστική μεταβίβαση στο δεύτερο εναγόμενο του άνω ακινήτου του, που ήταν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του (ελλείψει απόδειξης άλλης εμφανούς περιουσίας του), αν και γνώριζε από τη συνολική εκταμίευση του δανείου στις 27-10-2008 τη γέννηση της απαίτησης της ενάγουσας εναντίον του – η οποία (απαίτηση), σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά το ποσό των 64.456,04 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στις 5-6-2015 – συνάγεται ότι η ένδικη απαλλοτρίωση έγινε με σκοπό την καταδολίευση της ενάγουσας τράπεζας με τη ματαίωση της ικανοποίησης της άνω αξίωσής της, αφού με αυτήν καθίστατο πλέον αδύνατη η ικανοποίηση της άνω απαίτησης της ενάγουσας από τη σύμβαση πίστωσης, η οποία μόνο με το συγκεκριμένο ακίνητο μπορούσε εν τοις πράγμασι να ικανοποιηθεί, σκοπός που πραγματοποιήθηκε, αφού μετά την απαλλοτρίωση η ενάγουσα στερήθηκε τη δυνατότητα να επιχειρήσει εκτέλεση σε βάρος του μοναδικού ακινήτου του πρώτου εναγομένου. Την άποψη αυτή του Δικαστηρίου ενισχύει το ότι, κατά το χρόνο της άνω χαριστικής μεταβίβασης του άνω ακινήτου του, ο πρώτος εναγόμενος ήταν σε μεγάλη οικονομική δυσχέρεια και στα πρόθυρα της παύσης λειτουργίας της επιχείρησής του (την οποία έκλεισε το επόμενο έτος λόγω οικονομικών προβλημάτων), γνωρίζοντας ότι έχει και άλλες σημαντικές ληξιπρόθεσμες και απαιτητές οφειλές, οι οποίες απέρρεαν από 11 ακάλυπτες επιταγές συνολικού ποσού 93.800,00 ευρώ και 14 απλήρωτες συναλλαγματικές, συνολικού ποσού 28.537,00 ευρώ [για τα δυσμενή αυτά στοιχεία σε βάρος του βλ. τα από 24-9-2014 και 2-10-2013 αντίγραφα των απαντητικών στοιχείων «ΤΕΙΡΕΣΙΑ», τα οποία η ενάγουσα προσάγει και επικαλείται]. Η μη αμφισβήτηση από τον ίδιο της οικονομικής του αφερεγγυότητας και των άνω ληξιπρόθεσμων οφειλών του προς τρίτους κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, καθώς και του ότι το απαλλοτριωθέν ακίνητο ήταν το μόνο ακίνητο περιουσιακό του στοιχείο (δεν γίνεται άλλωστε καμία αντίθετη μνεία στις προτάσεις του), ενισχύουν έτι περαιτέρω την άποψη του Δικαστηρίου τούτου περί καταδολιευτικής του πρόθεσης, ενώ δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής ότι η απαλλοτρίωση πραγματοποιήθηκε ένα μήνα πριν την κοινοποίηση σ’ αυτόν της προαναφερθείσας από 22-7-2011 εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης της ενάγουσας, για να προβεί στην αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων δόσεων της οφειλής του. Την άνω άποψη του Δικαστηρίου περί καταδολιευτικής του πρόθεσης δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι η άνω απαλλοτρίωση έλαβε χώρα σε χρόνο προγενέστερο της καταγγελίας της δανειακής του σύμβασης και του οριστικού κλεισίματος του εξυπηρετούντος αυτή λογαριασμού, αφού τα παραγωγικά της απαίτησης της ενάγουσας περιστατικά υπήρχαν ήδη από το χρόνο σύναψης της δανειακής σύμβασης, η δε απαίτηση της ενάγουσας απλώς κατέστη μεταγενέστερα ληξιπρόθεσμη και απαιτητή στο σύνολό της, με την καταγγελία της σύμβασης, η οποία έλαβε χώρα πριν τη συζήτηση της αγωγής. Ο περαιτέρω ισχυρισμός του ότι μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής το άνω ακίνητό του στο δεύτερο εναγόμενο υιό του από ηθική υποχρέωση προς ενίσχυση της οικονομικής του αυτοτέλειας και λόγω του φόβου του ότι θα αυξανόταν η φορολογία για τις γονικές παροχές κρίνεται εντελώς προσχηματικός, αφού η άνω απαλλοτρίωση δεν έγινε σε ανύποπτο χρόνο ομαλής λειτουργίας της σύμβασης πίστωσης, αλλά ενώ ο ίδιος βρισκόταν σε καθυστέρηση πληρωμής ληξιπρόθεσμων δόσεών της και εκκρεμούσαν οι προαναφερθείσες ληξιπρόθεσμες οφειλές του, συνολικού ποσού 122.337,00 ευρώ, από ακάλυπτες επιταγές και απλήρωτες συναλλαγματικές, για τις οποίες απειλούνταν νομικά μέτρα σε βάρος του. Άλλωστε, η απαλλοτρίωση του άνω ακινήτου, που βρίσκεται στην Κέρκυρα, δεν εξυπηρετούσε με οποιονδήποτε τρόπο την οικονομική και κοινωνική αυτοτέλεια του δευτέρου εναγομένου, που δηλώνει κοινή διεύθυνση κατοικίας στο Κερατσίνι με τον πατέρα του πρώτο εναγόμενο. Σε κάθε περίπτωση, η οφειλή του πρώτου εναγομένου προς την ενάγουσα, ως νομική υποχρέωση, προηγείται των τυχόν ηθικών του υποχρεώσεων προς το δεύτερο εναγόμενο, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν σε παραπάνω νομική σκέψη. Επομένως, δεν αναιρείται ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της άνω χαριστικής μεταβίβασης ακινήτου, ακόμα και εάν αυτή βρίσκονταν μέσα στα επιβαλλόμενα πλαίσια, δηλαδή ακόμα και εάν, όπως ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίζεται, έγινε σε εκτέλεση ηθικού καθήκοντος, έστω και εάν αυτό δεν υπερέβαινε το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ, η άσκηση τον δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός τον δικαιώματος. Η από τη διάταξη αυτή ένσταση του εναγομένου προϋποθέτει την ύπαρξη του αγωγικού δικαιώματος και επομένως, ισχυρισμοί αρνητικοί ή καταλυτικοί ολικώς ή εν μέρει του δικαιώματος αυτού δεν συνιστούν νόμιμη ένσταση καταχρηστικής άσκησης τον δικαιώματος. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά τον δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε ουσιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (Ολ.Α.Π. 7/2002, Ο.λ.Α.Π. 8/2001, Α.Π. 291/2018, Α.Π. 642/2012, Α.Π. 1913/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους, ενώ οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν κατά το Σύνταγμα στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι πρόβαλαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρουν με την έφεσή τους τον ισχυρισμό ότι το δικαίωμα της απλής εγχειρόγραφης δανείστριας του πρώτου εξ αυτών ενάγουσας για διάρρηξη της μεταξύ τους συναφθείσας απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας ασκείται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., διότι: α) κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής η εφεσίβλητη γνώριζε ότι η επίδικη απαίτησή της δεν επρόκειτο να ικανοποιηθεί σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς στο παραπάνω ακίνητο είχε εγγραφεί προσημείωση υποθήκης ποσού 280.000,00 ευρώ υπέρ της τράπεζας Πειραιώς λόγω στεγαστικού δανείου, που είχε χορηγήσει στον πρώτο εξ αυτών (εναγομένων-εκκαλούντων) στις 7-4-2008, με προθεσμία εξόφλησης 300 μηνών, με συνέπεια η αιτούμενη διάρρηξη να μην έχει πρακτικά κάποιο όφελος για την ενάγουσα και εκ του λόγου αυτού να παραβιάζει και την κατοχυρωμένη εκ του άρθρου 25 παρ. 1 Σ. αρχή της αναλογικότητας (δεύτερος λόγος έφεσης), β) η ενάγουσα αδράνησε να ασκήσει τα δικαιώματά της, από τις 25-10-2011, οπότε ο πρώτος εξ αυτών προέβη στην τελευταία καταβολή χρημάτων προς αυτή, μέχρι τον Ιανουάριο 2013, που η ίδια κατήγγειλε τη δανειακή του σύμβαση, με συνέπεια να του δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα επιδιώξει την απαλλοτρίωση των περιουσιακών του στοιχείων (τρίτος λόγος έφεσης) και γ) η απαίτηση της ενάγουσας εναντίον του πρώτου εξ αυτών από τη σύμβαση πίστωσης δεν είναι δικαστικά βεβαιωμένη και εκκαθαρισμένη, ενόψει του ότι οι χρεώσεις της είναι παράνομες και καταχρηστικές και η διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε σε βάρος του, πάσχει ακυρότητα για τους αναφερόμενους λόγους. Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα περιστατικά ο ισχυρισμός των εναγομένων και αληθής υποτιθέμενος, δεν αρκεί για να θεμελιώσει καταλυτική της αγωγής ένσταση εκ των άρθρων 281 Α.Κ. και 25 παρ. 1 Σ, ενόψει του ότι α) για τη θεμελίωση της ένστασης αυτής απαιτείται άσκηση δικαιώματος, του οποίου τα δικαιοπαραγωγικά περιστατικά έχουν συντελεστεί και δεν αμφισβητούνται, ενώ εν προκειμένω οι εναγόμενοι αρνούνται τη συνδρομή των προϋποθέσεων, που απαιτούνται, κατά τα άρθρα 939 έως 942 του Α.Κ, για τη γέννηση του επιδίκου δικαιώματος της ενάγουσας προς διάρρηξη της άνω δικαιοπραξίας, ως καταδολιευτικής και ειδικότερα το γεγενημένο της απαίτησής της κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και την εκ μέρους του πρώτου εξ αυτών πρόθεση βλάβης της, που αποτελούν στοιχεία της βάσης της αγωγής της, β) οι ίδιοι δεν αμφισβητούν ότι κατά το χρόνο της γονικής παροχής και της άσκησης της αγωγής ο πρώτος εξ αυτών δεν διέθετε άλλη, πλην του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, ικανή περιουσία για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας και γ) μόνη η ύπαρξη εγγραφής προσημείωσης υποθήκης στο ακίνητο του πρώτου εναγομένου δεν αποκλείει την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας απ’ αυτό, ούτε το δόλο του της καταδολίευσης, αφού η προσημείωση παρέχει απλά και μόνο δικαίωμα προσδοκίας στο δανειστή για την εγγραφή υποθήκης, υπό την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος έχει τίτλο εκτελεστό για την αξίωση, υπέρ της οποίας εγγράφηκε η προσημείωση (Α.Π. 1462/2013, Α.Π. 1767/2009, Α.Π. 1543/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και εν προκειμένω οι εναγόμενοι δεν επικαλούνται ότι η επίμαχη προσημείωση τράπηκε τελικά σε υποθήκη. Σημειώνεται ότι η επί του παρόντος τυχόν αδυναμία ικανοποίησης της προαναφερθείσας απαίτησης της ενάγουσας μέσω της υποβολής του απαλλοτριωθέντος ακινήτου στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (εκπλειστηρίασης), λόγω της υπεροχής της εξασφαλισμένης με εμπράγματη ασφάλεια άνω απαίτησης από στεγαστικό δάνειο τρίτης δανείστριας (τράπεζας Πειραιώς), η οποία καλύπτει την εμπορική αξία του άνω ακινήτου, δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της ένδικης αγωγής διάρρηξης, αφού αυτή (αγωγή διαρρήξεως) προηγείται οποιουδήποτε σταδίου αναγκαστικής εκτέλεσης και εξασφαλίζει, με την υποβολή του ακινήτου στην αναγκαστική εκτέλεση, την υπέρ της ενάγουσας δυνατότητα ικανοποίησης της άνω απαίτησής της, η οποία επιδίωξη ικανοποίησης δεν είναι αναγκαίο να γίνει κατά τον παρόντα χρόνο αλλά δύναται να επιδιωχθεί και σε μελλοντικό χρόνο, κατά τον οποίο, λόγω της αναμενομένης σταδιακής αποπληρωμής του διά εμπραγμάτου ασφαλείας εξασφαλιζομένου χρέους από το στεγαστικό δάνειο της μη διαδίκου τράπεζας, να καθίσταται δυνατή η παράλληλη εν όλω ή εν μέρει ικανοποίηση της επίδικης απαίτησής της, δίχως να ενδιαφέρει το ότι, κατά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, η ίδια δεν έλαβε εμπράγματη ασφάλεια επί του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Ούτε ακόμη μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστικό το γεγονός ότι η ενάγουσα τράπεζα, η οποία στερείτο εμπράγματης ασφάλειας για το ένδικο δάνειο, επί 14 περίπου μήνες παρέλειψε να καταγγείλει τη σύμβαση πίστωσης και να καταστήσει ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του δανείου, διότι μόνο η επίκληση τούτου, χωρίς πρόσθετα ειδικά πραγματικά περιστατικά, που να δηλώνουν προδήλως καταχρηστική συμπεριφορά της, δεν αρκεί, για να χαρακτηρίσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματός της αυτού αλλά αποτελεί επιλογή της για τον τρόπο ικανοποίησης της αξίωσής της. Σημειώνεται ακόμα ότι δεν απαιτείται ο αποδέκτης της μεταβίβασης του ακινήτου δεύτερος εναγόμενος να τελούσε σε γνώση της πρόθεσης του πρώτου εναγομένου να το απαλλοτριώσει προς βλάβη της ενάγουσας, αφού η σχετική απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (γονική παροχή) και συνεπώς, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 942 Α.Κ. Ακόμα, δεν απαιτείται δικαστική βεβαίωση της απαίτησης της δανείστριας – ενάγουσας ή εξοπλισμός της με εκτελεστό τίτλο ή ατελέσφορη δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη – πρώτου εναγομένου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν σε παραπάνω νομικές σκέψεις, αρκεί που η απαίτηση της ενάγουσας είχε γεννηθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και ήταν ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της σχετικής αγωγής. Κατόπιν όλων αυτών, δεν έσφαλε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχτηκε την αγωγή ως βάσιμη κατ΄ ουσία και απάγγειλε τη διάρρηξη της προαναφερθείσας δικαιοπραξίας, που καταρτίστηκε δυνάμει της με αριθ. …./6-6-2001 πράξης γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Κέρκυρας ……, ως προς το άνω ακίνητο, αξίας 75.651,00 ευρώ, μέχρι το ποσό των 66.008,56 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η απαίτηση της ενάγουσας, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, έστω και με πιο συνοπτικές αιτιολογίες, οι οποίες συμπληρώνονται με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), καθώς ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Έτσι, όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τους εκκαλούντες με τους άνω λόγους της έφεσής τους κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες υπ’ αριθ. ….. e – παραβόλου άσκησης έφεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ (άρθρο 495 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση κατά της με αριθ. 1822/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου των εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 9 Μαΐου 2019 και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 16 Μαΐου 2009, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ