Αριθμός 282 /2019
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη (επειδή κωλύονται οι Πρόεδροι Εφετών), Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 22.3.2011 και με αριθμ. καταθ. …../2011 έφεση της καθ ης η αίτηση και ήδη εκκαλούσας κατά της με αρ. 6813/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των εδώ διαδίκων και ερήμην των μη διαδίκων στην παρούσα δίκη-καθ ων η αίτηση, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……» και της ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «………..» και απέρριψε την από 10.12.2006 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../15.12.2006 αίτηση διορθώσεως απόφασης του αιτούντος και ήδη εφεσιβλήτου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), σημειουμένου ότι, για το παραδεκτό της, ενόψει του χρόνου άσκησής της (31.3.2011) δεν απαιτείται η κατάθεση από την εκκαλούσα του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παραβόλου (η υποχρέωση προς κατάθεση του οποίου προβλέφτηκε και προστέθηκε για πρώτη φορά στον εν λόγω άρθρο με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/2012, έναρξη ισχύος από 2.4.2012). Αρμοδίως δε επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) με την από 20.3.2017 και με αριθμ.έκθ.καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2017 κλήση του εφεσιβλήτου-αιτούντος μετά την ματαίωση της συζήτησής της, κατά τη δικάσιμο της 7.12.2013, στην οποία, μετά από αναβολές, εισήχθη προς εκδίκαση.
Ι. Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 516, 534 και 536 ΚΠολΔ συνάγεται ότι έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Η συνδρομή του έννομου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου και υπάρχει όταν ο διάδικος που νίκησε, βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και ειδικότερα, αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει έτσι προσόντα διατακτικού. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 322 ΚΠολΔ, στο ουσιαστικό ζήτημα για την έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Έννομη σχέση, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά περιστατικά που γέννησαν ή απόσβεσαν τις έννομες συνέπειες. Έτσι, κριτήριο για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί η βλάβη, η οποία πρέπει να προκύπτει αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο. Οι εσφαλμένες αιτιολογίες της απόφασης, οι οποίες δεν απολήγουν σε βλάβη του διαδίκου με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που περιέχονται στο διατακτικό της απόφασης, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης για το λόγο ότι είναι ασύμφορες γι` αυτόν ή μη ορθές νομικώς, καθόσον το ουσιώδες της απόφασης είναι οι διατάξεις και όχι οι αιτιολογίες αυτής, το δικαστήριο δε που δικάζει την έφεση μπορεί να την απορρίψει και να προσθέσει άλλες αιτιολογίες (άρθρο 534 ΚΠολΔ), χωρίς η απόφασή του να θεωρείται επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα. Κατ` εξαίρεση, η βλάβη μπορεί να προέρχεται από τις δυσμενείς αιτιολογίες, όταν από αυτές δημιουργείται δεδικασμένο, οπότε και υπάρχει έννομο συμφέρον, κατά τα προαναφερόμενα, για την άσκηση έφεσης από τον διάδικο που νίκησε, προς αποτροπή αυτού .Τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει, αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, κατά τις διατάξεις των άρθρων 322, 324, 325, 330 και 331 ΚΠολΔ, για τη δημιουργία επιζήμιου δεδικασμένου σε βάρος του διαδίκου που νίκησε από τη μη ορθή αιτιολογία ή από αιτιολογίες που δεν ήταν αναγκαίες για την κρίση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 41/2012, ΑΠ 1531/2009, ΑΠ 1947/2009, ΕφΠειρ 105/2014, ΕφΠειρ 589/2013, ΕφΠειρ 589/2013, ΕφΠειρ 619/2013, ΕΑ 6060/2013, ΕφΛαρ 199/2012, δημοσιευμένες στη Νόμος, Γ. Σαμουήλ, Η έφεση, Ε` έκδ. σελ. 138 επ., Παν.Κολιοτούρος « Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα» σελ. 95 επ., Δεδικασμένο Κονδύλη(1983) παρ.19 αρ.4, σελ.235, 236). Για το παραδεκτό δε της έφεσης του νικήσαντος διαδίκου θα πρέπει αυτός να επικαλείται με το δικόγραφο της έφεσής του τη συνδρομή της προαναφερόμενης προϋπόθεσης, ήτοι την παραγωγή δεδικασμένου σε βάρος του υπό την προεκτεθείσα έννοια. Η παραπάνω προϋπόθεση, ήτοι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου (άρθρο 68, 73 και 532 ΚΠολΔ, βλ. και ΕφΠειρ 589/2013, ΕφΠειρ 619/2013 και ΕφΛαρ 199/2012, όπ.α)
ΙΙ. Με τη διάταξη του άρθρου 315 ΚΠολΔ θεσπίζεται, κατ απόκλιση της για το δικαστήριο δεσμευτικότητας και αδυναμίας αυτού προς ανάκληση της απόφασής του, η δυνατότητα διόρθωσης αυτής, εφόσον έχει νομική υπόσταση και ανεξάρτητα αν πρόκειται για μη οριστική, οριστική, τελεσίδικη ή αμετάκλητη απόφαση και τη διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε, αν από παραδρομή του Δικαστηρίου ή και των διαδίκων, αφού δε γίνεται διάκριση, εμφιλοχώρησαν, κατά τη σύνταξη του σχεδίου της απόφασης, λάθη, γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή η ανακριβώς, δηλαδή σφάλματα που οφείλονται σε ασυμφωνία μεταξύ αυτού που θέλησε το Δικαστήριο και εκείνου που διατυπώθηκε στην απόφασή του ή σε μαθηματικό εσφαλμένο υπολογισμό και όχι σφάλματα που αναφέρονται στην ερμηνεία ή εφαρμογή κάποιας διάταξης ή μεταβάλλουν ηθελημένα το περιεχόμενο της απόφασης ή ανακαλούν αυτό. Τέτοια παραδρομή αποτελεί και η διάσταση μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της απόφασης. Είναι αδιάφορη η αιτία της παραδρομής, δηλαδή δεν έχει σημασία αν αυτή οφείλεται σε αμέλεια ή όχι του Δικαστηρίου, των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους. Με τη διόρθωση δε, σε περίπτωση παραδοχής της αίτησης, δεν δημιουργείται νέα αυτοτελής απόφαση, αλλά διορθώνεται η υπάρχουσα, η οποία πλέον αποτελεί ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο με την απόφαση που διατάσσει τη διόρθωση (Β.Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, έκδ.1994, Αρθρο 315, σελ.429, Χ.Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία Κατ’ άρθρο, 4η έκδοση, Αρθρο 315, σελ.864 και 869). Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 318 του ΚΠολΔ, η συζήτηση της αίτησης διορθώσεως της αποφάσεως στο ακροατήριο γίνεται κατά τη διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η απόφαση που διορθώνεται και αφού κληθούν οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι που αναφέρονται στην απόφαση. Επίσης, κατά την παρ. 2 του άρθρου 318 του ΚΠολΔ, εάν οι απόντες κατά την εκφώνηση της υποθέσεως περί της αιτήσεως διορθώσεως αποφάσεως διάδικοι κλητεύθηκαν νόμιμα η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, εάν όμως οι απόντες διάδικοι δεν κλητεύθηκαν νόμιμα, η συζήτηση αναβάλλεται και το Δικαστήριο διατάζει την κλήτευσή τους. H διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί ειδική εφαρμογή της αρχής της «εκατέρωθεν ακροάσεως», πρόδηλο έχει σκοπό την προστασία των συμφερόντων των διαδίκων (εκτός του αιτούντος), οι οποίοι μετείχαν στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προς διόρθωση απόφαση και στους οποίους πρέπει να δίδεται η ευχέρεια, να διατυπώσουν προσηκόντως και νομοτύπως τις απόψεις τους περί του θέματος της διορθώσεως. Στην περίπτωση, όμως κατά την οποία οι μη κληθέντες και μη παραστάντες διάδικοι της αρχικής δίκης δεν έχουν άμεσο ή έμμεσο έννομο συμφέρον από τη διωκόμενη διόρθωση της αποφάσεως, δεν πρέπει να αναβάλλεται η συζήτηση για να κληθούν οι μη παραστάντες ομόδικοι του αιτούντος τη διόρθωση της αποφάσεως (βλ. ΑΠ 383/2016 ΕΠΟΛΔ 2016 609, ΑΠ 1856/1999 ΕλλΔνη 2000 1383) .
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτών και ήδη εφεσίβλητος με την από 10.12.2006 και με αριθμ.εκθ.καταθ. ……./2006 αίτησή του, κατ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε βάρος της καθ ης η αίτηση και ήδη εκκαλούσας και των μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……» και της ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «………», ζήτησε τη διόρθωση της με αριθμό 1193/1998 απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, με αφορμή την, με αριθμό καταθέσεως …../23.9.1997 ασκηθείσα σε βάρος του και των ως άνω μη διαδίκων στην παρούσα δίκη ανωνύμων εταιριών, αγωγή με την οποία η τότε ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα-καθ ης η αίτηση διορθώσεως, ζητούσε να αναγνωρισθεί, μεταξύ άλλων, κυρία και νομέας του περιγραφομένου στην ως άνω αγωγή της ξενοδοχειακού συγκροτήματος, για το λόγο ότι από παραδρομή υφίσταται διάσταση μεταξύ του αιτιολογικού και διατακτικού αυτής, ήτοι ότι η ως άνω απόφαση (1193/1998) από παραδρομή αναγνώρισε και ότι η ως άνω ενάγουσα-καθ ης η αίτηση διορθώσεως είναι κυρία και νομέας και του κινητού εξοπλισμού του ως άνω ξενοδοχειακού συγκροτήματος, αν και τούτο δεν είχε ζητηθεί από την ενάγουσα και δεν αναφερόταν στο αιτιολογικό της απόφασης, αφού δεν υφίσταται η κυριότητα και νομή αυτού στο πρόσωπο της ενάγουσας. Επί της ως άνω αίτησης, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των εδώ διαδίκων και ερήμην των λοιπών ως άνω καθ ων η αίτηση-ανωνύμων εταιριών, εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθμό 6813/2010 απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο, αφού έκρινε νόμιμη την ως άνω αίτηση του τότε αιτούντος και ήδη εφεσιβλήτου απέρριψε αυτήν κατ ουσίαν. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα, η νικήσασα καθ ης η αίτηση και ήδη εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της και για τους αναφερόμενους σ αυτήν λόγους, ισχυριζόμενη, κατ ορθή εκτίμηση αυτών, αφ ενός μεν ότι λανθασμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ασκηθείσα σε βάρος της αίτηση διορθώσεως ως ουσία αβάσιμη ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως μη νόμιμη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση (υπό στοιχ.1 και 2 λόγοι αυτής) αφ ετέρου δε ότι η αιτιολογία με την οποία απορρίφθηκε αυτή, ως επί λέξει την παραθέτει στο εφετήριο (υπό στοιχ.3 λόγος της έφεσης) και δη όπως επί λέξει αναφέρεται στην εκκαλουμένη «Πλην, όμως, οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί του αιτούντος δεν ευσταθούν και πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ.αριθμ 1193/1998 απόφαση και συγκεκριμένα από το διατακτικό αυτής, η φράση «και με όλα τα συστατικά και παραρτήματά του και το κινητό εξοπλισμό του» δεν αναφέρεται, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο αιτών, στα συστατικά, παραρτήματα και κινητά πράγματα του ξενοδοχειακού συγκροτήματος. Αντίθετα αναφέρεται, όπως προκύπτει και από τη θέση στην οποία αναγράφεται, ήτοι στον αριθμό 9, κατά την αριθμητική απαρίθμηση και εξειδίκευση των κτιρίων και εγκαταστάσεων από τα οποία αποτελείται το εν λόγω ξενοδοχειακό συγκρότημα, στα συστατικά και παραρτήματα και τον κινητό εξοπλισμό των εγκαταστάσεων του βιολογικού καθαρισμού και κλιματισμού, οι οποίες βρίσκονται εντός του ξενοδοχειακού συγκροτήματος», είναι εσφαλμένη, γιατί την θίγει και ως εκ τούτου έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενη εφέσεως.
Όπως λεπτομερώς όμως προαναφέρθηκε στην οικεία υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη το έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης από τον νικήσαντα διάδικο, ως εν προκειμένω, η ύπαρξη του οποίου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, κρίνεται όχι από το αιτιολογικό, αλλά από το διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ υπάρχει έννομο συμφέρον και όταν ο διάδικος, που νίκησε, βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και ειδικότερα, αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της αποφάσεως αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει έτσι προσόντα διατακτικού, προϋπόθεση, όμως, που ο νικήσας διάδικος πρέπει να επικαλείται.Στην κρινομένη υπόθεση, ενόψει των προαναφερομένων, η ως άνω αίτηση διορθώσεως με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε κατ ουσίαν, κρίθηκε, δηλαδή, με την εκκαλουμένη απόφαση ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος, κατ άρθρο 315 παρ.1 ΚΠολΔ που να δικαιολογεί τη διόρθωσή της, κατά την προηγηθείσα υπό στοιχ.ΙΙ νομική σκέψη και ως εκ τούτου ουδεμία ζημία υπέστη η νικήσασα εκκαλούσα, ενώ εξάλλου, όσα επικαλείται η εκκαλούσα με τον αντίστοιχο λόγο της κρινόμενης έφεσης (υπό στοιχ.3), δεν στοιχειοθετούν αιτιολογίες που βλάπτουν την εκκαλούσα, υπό την προεκτεθείσα έννοια, ήτοι δημιουργίας σε βάρος της δυσμενούς δεδικασμένου, την ύπαρξη, του οποίου, εξάλλου και δεν επικαλείται η εκκαλούσα, στο εφετήριο ούτε, σημειωτέον, μπορούσε να προκύψει εκ της δίκης αυτής, αφού αντικείμενό της (της δίκης επί της αιτήσεως διορθώσεως) ήταν η συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων του άρθρου 315 παρ.1 ΚΠολΔ που δικαιολογούσαν την διόρθωση ή μη της με αριθμό 1193/1998 απόφασης και ουδεμία έννομη σχέση ή δικαίωμα των ως άνω διαδίκων μπορούσε να κριθεί ή κρίθηκε με αυτή. Με τα δεδομένα αυτά, ελλείπει η αναγκαία ως άνω διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, αφού η εκκαλούσα, ενόψει όλων των ανωτέρω, δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση αυτής και συνακόλουθα η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη. Σημειωτέον ότι οι μη κληθείσες και μη παρασταθείσες διάδικοι της αρχικής δίκης (εταιρίες με τις επωνυμίες «…….» και «……….»), οι οποίες δεν είχαν παρασταθεί ούτε πρωτοδίκως, δεν έχουν άμεσο ή έμμεσο έννομο συμφέρον από τη διωκόμενη διόρθωση της αποφάσεως, κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), δεν πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της εν λόγω υποθέσεως για να κληθούν αυτές. Τέλος, η δικαστική δαπάνη, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 10 Μαΐου 2019 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 17 Μαΐου 2019 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ