Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 283/2019

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν .

Διεκδικητική αγωγή, καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    283/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 482/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίηση των διατάξεών της με το Ν.4335/23-7-2015, που  καταλαμβάνει τις  αγωγές που ασκήθηκαν μετά  την 1η-1-2016, όπως εν προκειμένω, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι όπως επικαλείται ο εκκαλών, η εκκαλουμένη του επιδόθηκε στις 21-3-2018 και η ένδικη έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 13-4-2018, όπως προκύπτει από την ως άνω αναφερόμενη έκθεση κατάθεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ), ενώ  έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο του δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Ο ενάγων – ήδη εκκαλών, εξέθετε στην από 2-5-2017 και με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ) ………/18-5-2017 αγωγή του, κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ότι είναι κύριος του ακινήτου που περιγράφεται λεπτομερώς σε αυτην, κατά θέση, όρια και αξία, ήτοι μιας υπόγειας αποθήκης εμβαδού 151,23 τ.μ ευρισκομένης σε οικόπεδο εμβαδού 253,71 τ.μ επί της παρόδου της οδού …………., στο Δήμο Αίγινας, την κυριότητα της οποίας απέκτησε με παράγωγο τρόπο δυνάμει των επίσης αναφερομένων στην αγωγή συμβολαίων. Ότι, τη χρήση της ως άνω αποθήκης παραχώρησε χωρίς αντάλλαγμα, με άτυπη σύµβαση χρησιδανείου που καταρτίσθηκε στις 16-3-2011, στην εναγόμενη – κόρη του. Ότι, ενώ µε την από 3-4-2013 εξώδικη γνωστοποίησή του, που επιδόθηκε στην τελευταία στις 5-4-2013, προέβη στην καταγγελία της ως άνω σύμβασης, καλώντας συγχρόνως την εναγόμενη να του αποδώσει την αποθήκη το αργότερο μέχρι τις 20-4-2013, εντούτοις αυτή δεν το έπραξε. Ότι ακολούθως, ο ενάγων άσκησε το έτος 2016 αίτηση λήψης ασφαλιστικών µέτρων νομής, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αίγινας, η οποία απορρίφθηκε λόγω παραγραφής, καθώς επίσης τον Ιούνιο του ίδιου έτους της απέστειλε σχετική εξώδικη πρόσκληση. Ότι, τον Αύγουστο του 2016, η εναγόμενη διέκοψε μεν τη χρήση της αποθήκης αυτής, χωρίς, όμως, να του έχει αποδώσει μέχρι σήμερα τη χρήση της, καθώς παρακρατεί το κλειδί της, αμφισβητώντας την κυριότητά του και αποβάλλοντάς τον με αυτόν τον τρόπο από τη νομή του επί του ως άνω ακινήτου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ζητούσε δε ακολούθως, ο ενάγων, να αναγνωρισθεί η κυριότητά του στην εν λόγω αποθήκη καθώς επίσης να υποχρεωθεί η εναγοµένη να του αποδώσει τη νομή αυτής.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του, (υπ΄αρ. 482/2018) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή, καθώς έχει εγγραφεί , κατ΄άρθρο 220 ΚΠολΔ στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Αίγινας (τομος … με α.α…..), ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, ήτοι ως προς το αίτημά της περί αναγνώρισης της κυριότητας του ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο, και την απέρριψε ως προς το αίτημά της περί απόδοσης αυτού στον ενάγοντα.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο ενάγων- ήδη εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για  τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η ως άνω αγωγή του.

Η έφεση είναι ορισμένη, αντίθετα με τα όσα αβάσιμα υποστηρίζει η εφεσίβλητη περί αοριστίας της, καθώς αναφέρονται συγκεκριμένα σε αυτήν τα σημεία της εκκαλουμένης κι οι λόγοι, για τους οποίους, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε και δεν εκτίμησε σωστά τις αποδείξεις, και δεν απαιτείται για το ορισμένο αυτής να κατονομάζονται ειδικά ποια αποδεικτικά μέσα δεν εκτιμήθηκαν ορθά.

Κατά το άρθρο 281 Α.Κ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολ.Α.Π. 17/1995, Ολ. Α.Π. 62/1990, Α.Π 1321/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (Ολ.Α.Π. 62/1990, ο.π, ΑΠ 1321/2014, οπ, Α.Π.321/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, (χωρίς να παραλειφθεί κανένα, ανεξαρτήτως αν γίνεται παρακάτω ειδική μνεία σε κάποια εξ αυτών), καθώς επίσης της υπ’ αρ. ………/30-5-2017 ένορκης βεβαίωσης του ………, που προσκομίζει ο ενάγων και λήφθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αίγινας ……….., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης, με το επιδοθέν σε αυτήν (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ……../24-5-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………), δικόγραφο της αγωγής, (στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, κατά την γνώμη που δέχεται ως ορθή το δικαστήριο τούτο, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν προκαλείται ακυρότητα από το γεγονός ότι στο ως άνω δικόγραφο, αναφέρεται ότι ο ενάγων προτίθεται να εξετάσει τον παραπάνω μάρτυρα στις 30-5-2017, 20-6-2017 και 19-9-2017 και ώρες 11:30 και 13:30 (ΑΠ 771/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 36/2006 ΕλλΔνη 2006,1012, Εφ.Πατρ. 71/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ),  και της υπ’ αρ. ……../25-9-2017 ένορκης βεβαίωσης του ………., που προσκομίζει η εναγόμενη και λήφθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά …….., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. …../19-9-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείο Αθηνών ………., καθώς επίσης και τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αναφέρονται κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο ενάγων είναι αποκλειστικός κύριος ενός οικοπέδου, που βρίσκεται στη θέση «…..» εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης της Αίγινας και επί της παρόδου της οδού ….., αρ. .., του Δήµου Αίγινας, το οποίο εµφαίνεται στο από Οκτωβρίου του έτους 2005 τοπογραφικό διάγραµµα του αρχιτέκτονα – µηχανικού ……….. Ειδικότερα, πρόκειται, µε βάση την δήλωση του συντάξαντος το παραπάνω τοπογραφικό διάγραµµα µηχανικού, κατά το Ν. 651/1977, για ακίνητο, περιγραφόµενο µε στοιχεία (Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ν, -, Ζ, Η, Κ, Λ, Μ, Α) εµβαδού 348,44 τ.μ, που βρίσκεται εντός του εγκεκριµένου ρυµοτοµικού σχεδίου πόλης της Αίγινας, στον Τοµέα ….’ και θα καταστεί άρτιο και οικοδοµήσιµο, κατά κανόνα, µετά την παραχώρηση των ρυµοτοµούµενων τµηµάτων Τµήµα 1 (Ε, Ν, Ξ, Ζ, Ε) = 42,35 µ2 και Τµήµα 2 (Α, Η, Κ, Λ, Μ, Α) = 52,38 µ2, αντίστοιχα, µε συµβολαιογραφική πράξη στο Δήµο Αίγινας σύµφωνα µε τις ισχύουσες πολεοδοµικές διατάξεις (ΦΕΚ 15Δ/77), µε συνολικό εµβαδό παραχώρησης σε κοινή χρήση = 95,73 µ2, τελική µορφή οικοπέδου (Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Α) και τελικό εµβαδό οικοπέδου = 253,71 µ2.  Το οικόπεδο αυτό, σύµφωνα µε το ίδιο ως άνω τοπογραφικό διάγραµµα, συνορεύει βόρεια σε πλευρά Α-Η, µήκους 15,13 µ. µε ρυµοτοµούµενο τµήµα 2, βορειοανατολικά σε πλευρά Η-Ζ µήκους 11,48µ. µε δρόµο, νοτιοανατολικά εν µέρει σε πλευρά Ζ-Ε µήκους 14,01 µ. µε ρυµοτοµούµενο τµήµα 1 και, πέραν αυτού, µε δρόµο και εν µέρει σε πλευρά Δ-Γ µήκους 3,05 µ. µε ιδιοκτησία ……., νοτιοδυτικά εν µέρει σε πλευρά Ε-Δ µήκους 10,21 µ. µε ιδιοκτησία …….. και, εν µέρει, σε πλευρά Γ-Β µήκους 11,81 µ. µε ιδιοκτησία κληρονόµων . ….. και βορειοδυτικά σε πλευρά Β-Α µήκους µέτρων 5,23 µ. µε ιδιοκτησία κληρονόµων …… Ο ενάγων απέκτησε το εν λόγω ακίνητο με παράγωγο τρόπο, δυνάµει των κάτωθι συµβολαιογραφικών τίτλων : α) του υπ’ αρ. …/12-12-1981 συµβολαίου της συµβολαιογράφου Αίγινας ………, µε το οποίο (ο ενάγων) απέκτησε, µε αγορά, από την ………, οικόπεδο εµβαδού 114,43 τ.μ, που µεταγράφηκε νόµιµα στα βιβλία µεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αίγινας, (τόµος …. και µε α.α. ….), β) του υπ’ αρ. …./22-4-1982 συµβολαίου της ίδιας συµβολαιογράφου, µε το οποίο απέκτησε, µε αγορά, από τον ………., οικόπεδο εµβαδού 70 τ.μ όµορο προς το ανωτέρω, που µεταγράφηκε νόµιµα στα ως άνω βιβλία µεταγραφών (τόµος … και µε α.α. …), γ) του υπ’ αρ. …/13-12-1982 συµβολαίου του συµβολαιογράφου Νίκαιας ……., µε το οποίο απέκτησε, µε αγορά, από τις ……… και …….., οικόπεδο εµβαδού 62,50 τ.μ, όµορο προς τα ανωτέρω, που µεταγράφηκε νόµιµα στα ίδια βιβλία µεταγραφών (τόµος …. και µε α.α ….) και δ) του υπ’ αρ. …./14-12-1982 συµβολαίου του παραπάνω συµβολαιογράφου Νίκαιας, µε το οποίο απέκτησε, µε αγορά, από τους ………., οικόπεδο εµβαδού 114 τ.µ, όµορο επίσης προς τα ανωτέρω, που µεταγράφηκε νόµιµα στα αυτά ως άνω βιβλία µεταγραφών, (τόµος … και µε α.α ….). Αργότερα δε ο ενάγων, δυνάµει της υπ’ αρ. …../20-3-2006 οικοδοµικής άδειας της Διεύθυνσης Πολεοδοµίας & Περιβάλλοντος της Νοµαρχίας Πειραιά, προέβη στην ανέγερση, εντός του παραπάνω οικοπέδου, µίας υπόγειας αποθήκης επιφάνειας 151,23 τ.μ.

Τη χρήση της αποθήκης αυτής (επίδικης) παραχώρησε ο ενάγων χωρίς αντάλλαγμα, στις 16-3-2011, όπως προκύπτει από την με την ίδια ημερομηνία υπεύθυνη δήλωσή του προς τον Ο.Α.Ε.Ε,  με βάση άτυπη σύμβαση χρησιδανείου αόριστης διάρκειας, στην εναγόμενη – θυγατέρα του. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο ενάγων, δύο χρόνια περίπου αργότερα, προέβη, µε την από 3-4-2013 εξώδικη γνωστοποίησή του, η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη, στις 5-4-2013, (βλ. υπ΄αρ. ……./5-4-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……..), στην καταγγελία της ως άνω σύµβασης χρησιδανείου, καλώντας, συγχρόνως την εναγόμενη να του αποδώσει την επίμαχη αποθήκη, καθώς επίσης και δύο µηχανήµατα τα οποία βρίσκονταν εντός αυτής, το αργότερο έως τις 20-4-2013, πράγμα όμως που δεν έγινε. Ο ενάγων άσκησε στις 26-2-2016 αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων σχετικά με την απόδοση σε αυτόν της νομής της ως άνω αποθήκης, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αίγινας, η οποία απορρίφθηκε με την υπ΄αρ. 18/23-5-2016 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, λόγω παραγραφής. Στη συνέχεια, απέστειλε τον Ιούνιο του 2016 στην εναγόμενη εξώδικη δήλωση, µε την οποία την ειδοποίησε ότι, µετά την παρέλευση δέκα ηµερών από την λήψη της, θα διέκοπτε την παροχή ηλεκτροδότησης της αποθήκης αυτής. Η εναγόμενη συνοµολογεί με τις προτάσεις της, την κυριότητα του ενάγοντα επί της επίδικης αποθήκης, ενώ, ο ενάγων, στην αγωγή του αναφέρει µεν ότι η εναγόμενη έχει πάψει, από το καλοκαίρι του 2016, να κάνει χρήση της, χωρίς, ωστόσο, όπως και η εναγόμενη επίσης παραδέχεται, να του έχει παραδώσει, τα κλειδιά και συνεπώς η τελευταία παρακρατεί τη νομή και σε κάθε περίπτωση την κατοχή αυτής, παρά τη λήξη της σύμβασης χρησιδανείου μεταξύ των διαδίκων. Οπότε, αντίθετα με τα όσα υποστηρίζει η εναγόμενη, αυτή νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της ένδικης διεκδικητικής αγωγής, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 1094 ΑΚ ‘’ Ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση του πράγματος’’. Ο δε ενάγων έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή της, εφόσον η εναγόμενη συνεχίζει να κατέχει το ακίνητο και αρνείται να του του αποδώσει, ανεξαρτήτως αν το χρησιμοποιεί, ή δεν αμφισβητεί την κυριότητα του ενάγοντος, δεδομένου ότι η διεκδικητική αγωγή περιλαμβάνει δύο αιτήματα, κατά τα προαναφερθέντα, ήτοι το αναγνωριστικό της κυριότητας και αυτό της απόδοσης του πράγματος.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη έχει, στο χώρο της επίδικης αυτής αποθήκης, δύο παλαιά (κατασκευής της δεκαετίας του 1980) µηχανήµατα διαλογής φιστικιών και ένα κόσκινο, τα δύο πρώτα εκ των οποίων είναι ογκώδη, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες και δεν μπορούν να μεταφερθούν τουλάχιστον αυτούσια, καθώς έμπροσθεν της ράμπας που υπάρχει  στην πίσω θύρα της αποθήκης, έχει ανεγερθεί τοίχος.  Η ύπαρξη, όμως, των ως άνω μηχανημάτων εντός της αποθήκης και η αδυναμία μετακίνησής τους, την οποία επικαλείται η εναγόμενη ως λόγο για τον οποίο δεν έχει αποδώσει την αποθήκη στον ενάγοντα, δεν μπορεί να αποτελέσει αιτία που να δικαιολογήσει την παρακράτηση εκ μέρους της της νομής του ακινήτου αυτού, καθώς θα μπορούσαν τα εν λόγω μηχανήματα να αποσυναρμολογηθούν και κατόπιν να μεταφερθούν, ή ακόμη, αφού αποδώσει  την αποθήκη στον ενάγοντα να ζητήσει την παράδοσή τους από αυτόν. ΄Αλλωστε, όταν παραχωρήθηκε η χρήση της αποθήκης στην εναγόμενη, δυνάμει της ως άνω σύμβασης χρησιδανείου, κι απέκτησε τα μηχανήματα που βρισκόταν εντός αυτής,  (τα οποία, σημειωτέον, της μεταβίβασε ο ενάγων – πατέρας της, στα πλαίσια της γενικότερης μεταβίβασης σε αυτήν της επιχείρησης επεξεργασίας και πώλησης φυστικιών που αυτός διατηρούσε), υφίστατο ήδη ο τοίχος στον οποίο αναφέρεται, ο οποίος είχε κατασκευαστεί ήδη από το έτος 2006, και συνεπώς η εναγόμενη γνώριζε τη δυσκολία μεταφοράς των μηχανημάτων. Ειδικότερα, βορειοδυτικά της επίδικης αποθήκης υπήρχε ράμπα που οδηγούσε σε μία επιπλέον είσοδο, την οποία έκλεισε ο ενάγων, πολλά χρόνια πριν συναφθεί το ως άνω χρησιδάνειο, διότι αφενός μεν εισέρχονταν τα όμβρια ύδατα δια αυτής εντός της αποθήκης, αφετέρου δε η πρόσβαση σε αυτήν γινόταν μόνο μέσω παρακείμενης ιδιοκτησίας, στην οποία μάλιστα ο ιδιοκτήτης της έχει φυτέψει, έκτοτε, δέντρα έτσι ώστε δεν είναι δυνατή πλέον η διέλευση γερανού (ακόμη δηλ. κι αν ο τοίχος κατεδαφιζόταν).

Δεν στοιχειοθετείται δε καταχρηστική άσκηση του ένδικου δικαιώματος εκ μέρους του ενάγοντος, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγόμενη – εφεσίβλητη, καθώς ο ενάγων, με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν αδράνησε επί μακρό χρονικό διάστημα να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε δημιούργησε με τη συμπεριφορά του, την εύλογη πεποίθηση στην εναγόμενη ότι δεν θα το ασκήσει. Το διάστημα των περίπου τεσσάρων ετών που παρήλθε, από την καταγγελία της σύμβασης χρησιδανείου, μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, δεν καθιστά άνευ άλλου την άσκηση του επίδικου δικαιώματος από τον ενάγοντα καταχρηστική, δεδομένου μάλιστα ότι ένα και πλέον έτος πριν την κατάθεσή της είχε προηγηθεί άσκηση εκ μέρους του αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και κατόπιν της απόρριψης αυτής, είχε προβεί στην αποστολή προς την εναγόμενη εξώδικης πρόσκλησης, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν.

Εξάλλου, όσον αφορά στα προαναφερθέντα μηχανήματα που υπάρχουν εντός της αποθήκης, τα οποία, όπως υποστηρίζει η εναγόμενη, δεν μπορούν να μεταφερθούν, διότι ο ενάγων, κατά παράβαση των πολεοδομικών διατάξεων, έχει τοποθετήσει τοίχο στη ράμπα που υπήρχε σε αυτήν, ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι αυτά δεν είναι δυνατόν να αποσυναρμολογηθούν, πράγμα που ουδόλως προέκυψε, ώστε να μεταφερθούν τμηματικά, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί εξ αυτού του λόγου καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος να ζητήσει την απόδοση της επίδικης αποθήκης, κατά τα αναφερθέντα και ανωτέρω, διότι κατά το χρόνο της σύναψης του χρησιδανείου, όπως συνομολογεί και η εναγόμενη, είχε ήδη κατασκευαστεί  ο ως άνω τοίχος, γεγονότος του οποίου αυτή είχε γνώση όταν παρέλαβε την αποθήκη. Ακόμη, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη θα υποστεί υπέρμετρη βλάβη αν αποδώσει την αποθήκη στον ενάγοντα – κύριο αυτής, δεδομένου ότι η ίδια παραδέχεται στην από 12-7-2016 εξώδικη δήλωσή της προς τον τελευταίο, (η οποία που  επιδόθηκε στις 15-7-2016, όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση στο σώμα αυτής της δικαστικής επιμελήτριας …….), σε απάντηση προηγηθείσας δικής του εξώδικης δήλωσης, ότι αφενός μεν δεν κάνει χρήση αυτής πλέον, όπως και ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του, αφετέρου δε ότι έχει ήδη αντικαταστήσει τα εν λόγω μηχανήματα με άλλον διαλογέα. Καλούσε δε τον ενάγοντα, (με τον οποίο έχουν χρόνια αντιδικία σχετικά με την προαναφερθείσα οικογενειακή εταιρία – επιχείρηση), στα πλαίσια μιας ουσιαστικής προσπάθειας επίλυσης όλων των διαφορών μαζί της, στη σύνταξη ενός συμφωνητικού, με το οποίο, αυτή θα αφήσει την αποθήκη αν το συμφωνήσουν. Πρέπει, συνεπώς, εφόσον προέκυψε από τα προεκτεθέντα ότι η εναγόμενη παρακρατεί, χωρίς δικαίωμα, το επίδικο ακίνητο κυριότητας του ενάγοντος, να υποχρεωθεί αυτή να του το αποδώσει.

Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, κι απέρριψε την αγωγή ως προς το αίτημά της περί απόδοσης του επίδικου ακινήτου στον ενάγοντα, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει λοιπόν, κατά το βάσιμο περί τούτου λόγο της έφεσης, να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ ουσία, και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, σύμφωνα τα προαναφερθέντα, κι ως ουσιαστικά βάσιμη, να αναγνωριστεί ο ενάγων κύριος του επίδικου ακινήτου  και να διαταχθεί η εναγόμενη να το αποδώσει στον ενάγοντα, κατά τα ειδικότερα  αναφερόμενα στο διατακτικό. Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα να συμψηφισθούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εξ αίματος (πρώτου βαθμού) συγγένειάς τους (άρθρα 179 εδ.α, 183 ΚΠολΔ), καθώς επίσης να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον, καταθέσασα αυτό, εκκαλούντα, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε του ΚΠολΔ.     

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 482/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών.

Κρατεί την αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Δέχεται την αγωγή.

Αναγνωρίζει τον ενάγοντα κύριο του επίδικου ακινήτου, ήτοι της υπόγειας αποθήκης εμβαδού 151,23 τ.μ, που βρίσκεται εντός οικοπέδου εμβαδού 253,71 τ.μ, στη θέση ‘……., εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης της Αίγινας, επί της παρόδου της οδού .. . του Δήμου Αίγινας, Τομέας …’, όπως περαιτέρω περιγράφεται στο σκεπτικό της απόφασης αυτής.

Διατάσσει την απόδοση του ως άνω ακινήτου στον ενάγοντα από την εναγόμενη.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας .

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα, του, κατατεθέντος από αυτόν, παραβόλου της έφεσης.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 20 Μαΐου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

   Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    H  ΓPAMMATEAΣ