Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 4/2018

Αριθμός   4/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αν ο  εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή  δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλητεύσεώς του. Στις υποθέσεις που δικάζονται κατά τη διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, αν κατά την συζήτηση της εφέσεως ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σ΄αυτή,  σύμφωνα με τα άρθρα  271 και 524 παρ.4 εδ. α` του ΚΠολΔ, (ΕφΑθ 3212/2004 ΕλλΔνη 2005.558, βλ. επ. Σαμ. Σαμουήλ, η έφεση κατά τον ΚΠολΔ έκδ. 2003 παρ.1078 έως 1080 σελ. 406, 4070), το δε Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διαδίκου, τα πρακτικά και τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διάδικου, τα πρακτικά και τις εκθέσεις εξέτασης των μαρτύρων τα οποία οφείλει με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως να προσκομίσει ο εκκαλών, ο οποίος παρίσταται. (ΕφΑΘ 4804/2006, ΕλλΔνη 2007.06, ΕφΑΘ 242/2001, ΕλλΔνη 2002.815). Αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση.

Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ΄αριθμ…./13-09-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά, ……… που προσκομίζει  και επικαλείται ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 16-11-2016 με γενικό αριθμό κατάθεσης …../2016 υπό κρίση έφεσης κατά της με αριθμό 341/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε ερήμην της καθής η ανακοπή κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρ. 647 παρ.1, 662 Θ΄εδ.β΄σε συνδ. με αρθρ. 662 ΣΤ΄εδ.β΄ ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την έναρξη ισχύος την 1-1-2016 του ν. 4335/23-7-2015), με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Η  τελευταία όμως δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Ωστόσο η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (524 παρ.4 ΚΠολΔ). Η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 4 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ.533 παρ.1 ΚΠολΔ).Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 6-11-2014 (αριθμ.καταθ. ……/2014) ανακοπή κατά της καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την οποία για τους αναφερόμενους σ΄αυτήν (ανακοπή) λόγους, ζήτησε να ακυρωθεί η με αριθμό …./2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ΄αριθμ. …./2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου) με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει ως εγγυητής στην εκμισθώτρια – καθής η ανακοπή εταιρεία, ευθυνόμενος εις ολόκληρον με τον (μη διάδικο) μισθωτή ………., το ποσό των 55.254 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, που αφορούσε απαίτησή της από καθυστερούμενα μισθώματα, καθώς και να καταδικασθεί η καθής η ανακοπή στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο ως ανω Δικαστήριο ερήμην της καθής η ανακοπή, η εκκαλούμενη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη η ανακοπή και επικυρώθηκε η υπ΄αριθμ. …/2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  (όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ αριθμ. …./2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου).Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο ανακόπτων με την έφεσή του και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, οι οποίοι συνίστανται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθεί η υπ΄αριθμ. …/2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ΄αριθμ. …../2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του ίδιου ως ανω Δικαστηρίου).Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575 και 576 ΑΚ προκύπτει ότι με τη σύμβαση της μίσθωσης ο εκμισθωτής υποχρεούται να παραχωρήσει στο μισθωτή το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνηθείσα χρήση και να το διατηρεί κατάλληλο για τη χρήση αυτή καθόλη τη διάρκεια της σύμβασης, ο δε μισθωτής υποχρεούται σε αντάλλαγμα για την παρεχόμενη δυνατότητα χρήσης του μισθίου να καταβάλει στον εκμισθωτή το μίσθωμα που συμφωνήθηκε. Αν όμως, κατά το χρόνο παράδοσης του μισθίου αυτό έχει ή κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίσει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση, ο μισθωτής έχει δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος. Επομένως, η παραπάνω υποχρέωση του εκμισθωτή γεννά αντίστοιχο δικαίωμα του μισθωτή να μην καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα, αν η χρήση του μισθίου παρακωλύθηκε ολικά ή μερικά εξαιτίας του ελαττώματος και για όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αυτή ή να ζητήσει ανάλογη μείωση του μισθώματος, εκτός αν ο μισθωτής, παρά την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος έκανε χρήση του μισθίου, οπότε έχει υποχρέωση να καταβάλει το μίσθωμα που οφείλεται σε αντάλλαγμα της χρήσης που έγινε. Τόσο δε στην περίπτωση ολικής, όσο και μερικής παρακώλυσης, ο μισθωτής έχει δικαίωμα να μην καταβάλει ή να καταβάλει μειωμένο μίσθωμα, προβάλλοντας το δικαίωμα του και κατ΄ένσταση (ΑΠ 74/2008 δημ. Νόμος). Τέτοιο πραγματικό ελάττωμα, εξάλλου, αποτελεί και η αδυναμία χρήσης του μισθίου όπως συμφωνήθηκε, λόγω απαγόρευσης της χρήσης από δημόσια αρχή ή λόγω αδυναμίας χορήγησης της απαιτουμένης αδείας δημοσίας αρχής (ΟλΑΠ 50/2005). Οι διατάξεις αυτές (αρθρ. 576 επομ. ΑΚ) με τις οποίες ρυθμίζεται η ευθύνη του εκμισθωτή για κάθε είδους ελαττώματα του μισθίου, είναι ενδοτικού δικαίου, με την έννοια ότι επιτρέπεται με τους όρους πάντοτε των γενικών διατάξεων των άρθρων 332 επ. ΑΚ να συμφωνηθεί ο αποκλεισμός ή ο περιορισμός της ειδικής αυτής ευθύνης του εκμισθωτή (ΑΠ 1/2007 σε Νόμος ΑΠ 1473/2001).Για τη σύσταση δε ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία, εφ` όσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, απαιτείται σύμβαση (άρθρο 361 ΑΚ). Έτσι, καθιερώνεται στο ενοχικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βουλήσεως, η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, κατά την οποία οι συμβαλλόμενοι έχουν πλήρη ελευθερία προς κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας, με οποιαδήποτε μορφή και οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί να μην απαγορεύεται από το νόμο και να μην αντιβαίνει στα συναλλακτικά χρηστά ήθη (ΑΠ ολ. 26/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ ολ. 1/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ ολ. 26/ 2006, ΕφΑθ 782/ 2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις, του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε, υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, δεν συγχωρείται να γίνει προς απόκρουση του δικαιώματος, επίκληση πράξεων άσχετων με τη συμπεριφορά αυτή. Για την εφαρμογή της διατάξεως δεν αρκεί μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ’ ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω (Ολ.ΑΠ 5/2011 ΑΠ 16/ 2017 ΤΝΠ Νόμος ).Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ανακόπτοντος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά συνεδριάσεώς του καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και νόμιμα προσκομιζόμενα από τον ανακόπτοντα έγγραφα αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά:  Κατόπιν της από 13-03-2009 αίτησης της καθής η ανακοπή ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία « Πάρκο Αιγαίου Ανώνυμη Κτηματική, Κατασκευαστική και Αναπτυξιακή Εταιρία» εκδόθηκε η ανακοπτόμενη υπ΄αριθμ. ……/2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (όπως αυτή διορθώθηκε με την υπάριθμ. …../2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του ίδιου Δικαστηρίου) με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν σ΄αυτήν το συνολικό ποσό των 55.254,00 ευρώ για οφειλόμενα μισθώματα (όπως αναλυτικά κάθε οφειλόμενο μέρος αναφέρεται στην ως άνω διαταγή πληρωμής), για το χρονικό διάστημα από 22-07-2008 μέχρι 22-10-2008, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, αφενός ο (μη διάδικος) μισθωτής ………, αφετέρου ο ανακόπτων …….. ως εγγυητής. Συγκεκριμένα, με το από 5 Μαρτίου 2008 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης και το από 22-4-2008 τροποποιητικό αυτού, η καθής η ανακοπή ανώνυμη εταιρία εκμίσθωσε δια του νομίμου εκπροσώπου της, στον …. του ….., μία οικοπεδική έκταση που βρίσκεται στο …… Αττικής και επί των οδών …….. (στα Ο.Τ…. και …) προκειμένου να εγκατασταθεί προσωρινά και να λειτουργήσει περιοδεύον τσίρκο.  Η μίσθωση συμφωνήθηκε να έχει εποχιακό χαρακτήρα και χρονική διάρκεια έξι (6) μηνών, ήτοι από την 22-4-2008 έως την 22-10-2008, αντί μηνιαίου μισθώματος ποσού 20.000 ευρώ, πλέον του τέλους χαρτοσήμου 3,6% επι του μισθώματος, προκαταβαλλομένου την πρώτη ημέρα εκάστου ημερολογιακού μήνα σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε η εκμισθώτρια στην Τράπεζα ………  Σύμφωνα με τον 12ο όρο του από 5-3-2008 μισθωτηρίου, ο ανωτέρω μισθωτής ανέλαβε αποκλειστικά με δική του φροντίδα, ευθύνη και δαπάνες την έκδοση οιασδήποτε τυχόν άδειας απαιτείται (από Αστυνομική, Δημοτική ή άλλη Αρχή) για τη λειτουργία του τσίρκου που θα εγκαθιστούσε στο μίσθιο. Στον ίδιο δε όρο συμφωνήθηκε ρητά ότι «η εκμισθώτρια ουδεμία δέσμευση, υποχρέωση ή ευθύνη αναλαμβάνει αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα που αφορά την έκδοση, αναθεώρηση ή διατήρηση σε ισχύ των απαιτούμενων αδειών από το μισθωτή ή αναφορικά με οποιαδήποτε απαγόρευση ή περιορισμό της εκμετάλλευσης του μισθίου που τυχόν θα επιβληθεί με τις ανωτέρω άδειες στον μισθωτή για οποιονδήποτε λόγο, ότι η αδυναμία έκδοσης, αναθεώρησης, επέκτασης ή διατήρησης σε ισχύ από τον μισθωτή των απαιτούμενων από το νόμο αδειών για τη συμφωνημένη λειτουργία του μισθίου δεν συνιστά νομικό ή πραγματικό ελάττωμα αυτού η έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας, ή αδυναμία ή πλημμελή εκτέλεση παροχής εκ μέρους της εκμισθώτριας, ούτε αποτελεί λόγο μείωσης ή μη καταβολής των συμφωνημένων μισθωμάτων ή λόγο καταγγελίας της μίσθωσης από τον μισθωτή». Στη συνέχεια δε, αποδείχθηκε ότι ο ανακόπτων ήδη εκκαλών . ….. αφου έλαβε γνώση όλων των όρων της μίσθωσης, εγγυήθηκε εγγράφως υπέρ του μισθωτή ευθυνόμενος έναντι της εκμισθώτριας ως αυτοφειλέτης, ατομικά και εις ολόκληρον για κάθε υποχρέωση του μισθωτή που απέρρεε από την ως άνω σύμβαση μίσθωσης. Συνεπώς, ανεξάρτητα από το αν από την 6-6-2008 και έπειτα η αρμόδια υπηρεσία του Δήμου Πειραιά αρνήθηκε να ανανεώσει την απαιτούμενη άδεια λειτουργίας του τσίρκου που ο μισθωτής είχε εγκαταστήσει στο μίσθιο ακίνητο (λόγω των κινητοποιήσεων και καταγγελιών στις οποίες προέβησαν φιλοζωϊκές οργανώσεις και κάτοικοι της περιοχής), ενόψει των ανωτέρω που συμφωνήθηκαν ρητώς στον 12ο όρο της μίσθωσης, αφενός το γεγονός της μη παράτασης της άδειας λειτουργίας του τσίρκου δεν συνιστούσε πραγματικό ελάττωμα, αφετέρου δε ο μισθωτής δεν είχε δικαίωμα μη καταβολής ή μείωσης των μισθωμάτων για το χρονικό αυτό διάστημα. Επομένως, δεδομένου ότι εις ολόκληρον με τον μισθωτή για την καταβολή των καθυστερούμενων ως άνω μισθωμάτων, ευθυνόταν και ο ανακόπτων – εγγυητής, οι σχετικοί λόγοι ανακοπής που αποτελούν τον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης απορριπτέοι τυγχάνουν ως αβάσιμοι. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη δέχθηκε τα ίδια δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις.Στη συνέχεια, με τον τρίτο και τελευταίο λόγο έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε σε βάρος του κατά προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του αξιούμενου δικαιώματος, ακόμη και αν η καθής η ανακοπή είχε το σχετικό δικαίωμα, αφού αυτή τελούσε σε γνώση ότι ο μισθωτής στερήθηκε της χρήσης του ακινήτου από την 6-6-2008 και εφεξής λόγω της μη χορήγησης παράτασης άδειας λειτουργίας του τσίρκου.Ο λόγος αυτός απορριπτέος τυγχάνει ως μη νόμιμος αφού ο εκκαλών – ανακόπτων δεν επικαλείται περιστατικά τέτοια από τα οποία να προκύπτει προφανής υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος και ότι η άσκηση αυτού (από την καθής η ανακοπή) συνεπάγεται αφόρητες γι΄αυτόν επιπτώσεις (και όχι μόνο οικονομικές) σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας. Σε κάθε δε περίπτωση, απορριπτέος τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμος καθόσον σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν και δη από τον σαφή 12ο όρο της προαναφερόμενης σύμβασης μίσθωσης, η μη ανανέωση της άδειας λειτουργίας του τσίρκου δεν συνιστούσε πραγματικό ελάττωμα και ως εκ τούτου δεν απάλλασσε το μισθωτή και τον ανακόπτοντα- εγγυητή από την καταβολή των μισθωμάτων και η καθής η ανακοπή – εκμισθώτρια είχε δικαίωμα να προβεί στην έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς το δικαίωμά της αυτό να ασκείται καταχρηστικά.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απέρριψε τον σχετικό ως άνω λόγο ανακοπής δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις.Τούτων δοθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την ανακοπή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, δεν έσφαλε, αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις.  Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, ενώ λόγω της ερημοδικίας της εφεσίβλητης δεν θα επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος δικαστικά έξοδα.Επίσης πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας σε περίπτωση ασκήσεως από την εφεσίβλητη ανακοπής ερημοδικίας (άρθρ.501, 502, 505 ΚΠολΔ ).Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που ο εκκαλών κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσία την έφεση κατά της υπ αριθμ. 341/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία μισθωτικών διαφορών).

ΚΑΙ

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των αριθ. ………./ 2016 παραβόλων άσκησης έφεσης που κατέθεσε ο εκκαλών, ποσού διακοσίων (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 8 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ