Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 16/2018

Αριθμός     16/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση με την από 7-12-2015 κλήση η από 12-1-2014 έφεση κατά της με αριθμό 4334/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά τη ματαίωση της συζήτησης της κατά την δικάσιμο στις 17-9-2015.

ΙΙ.Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 4334/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική  διαδικασία  των μισθωτικών διαφορών, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 9-2-2015, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης  απόφασης στις 3-2-2015 (βλ. τη με αριθμό ……./3-2-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………) (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο,   συνολικού ποσού 200 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. τα υπ’αριθμ.   ……. σειράς Α παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και  ………… σειράς Α παράβολα Δημοσίου). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).  ΙΙΙ. Με την από 20-3-2014 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …./2014 ανακοπή (γεν. αρ.καταθ. …../2014) η ανακόπτουσα ζητούσε την ακύρωση της με αριθμό …./2014 διαταγής απόδοσης μίσθιου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενη ως λόγους ότι: α)  δεν υφίσταται δυστροπία ως προς την καταβολή του υπομισθώματος στην καθ’ής η ανακοπή, γιατί αυτό είχε συμφωνηθεί μεταξύ των μερών να συμψηφίζεται με τις χρηματικές απαιτήσεις, που είχε η ίδια (υπομισθώτρια) έναντι της τελευταίας (υπεκμισθώτριας) από την πώληση των καυσίμων, που αυτήν την προμήθευε, και εκ του λόγου τούτου δεν υφίσταται χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος της (ανακόπτουσας) και β) η καθής κατά κατάχρηση δικαιώματος ζήτησε την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής απόδοσης του μίσθιου, προκειμένου να καρπωθεί οικονομικά οφέλη δίχως να υφίσταται πραγματική απαίτηση σε βάρος της. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής ως αόριστο  και τον δεύτερο λόγο ως μη νόμιμο.   Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ανακόπτουσα  με την υπό κρίση έφεση της για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή  η ανακοπή της.

ΙV.  Με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο  λόγο της έφεσης η  εκκαλούσα επικαλείται κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ειδικότερα με τον πρώτο λόγο  παραπονείται για ελλιπή αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης ως προς την διαπιστωθείσα από αυτό καθυστέρηση καταβολής του συμφωνηθέντος υπομισθώματος λόγω δυστροπίας, με τον δεύτερο λόγο ότι παραβιάστηκε κατ’ ουσίαν η διάταξη του άρθρου 66 ΕισΝΚΠολΔ, επειδή δεν υφίσταται η επικαλούμενη από τη καθής δυστροπία και με τον τρίτο λόγο ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε  τα αποδεικτικά μέσα και δη τις καταθέσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο. Οι ανωτέρω λόγοι αλυσιτελώς προβάλλονται εν προκειμένω, δεδομένου ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απέρριψε τους λόγους της ανακοπής ως ουσιαστικά αβάσιμους, αλλά τον μεν  πρώτο ως αόριστο και τον δεύτερο ως μη νόμιμο. Τέλος,  κατ’εκτίμηση του δικογράφου της έφεσης, η εκκαλούσα διατείνεται ότι οι λόγοι της ανακοπής της, έπρεπε να κριθούν στο σύνολο τους ως ορισμένοι και νόμιμοι. Και ο λόγος, όμως, αυτός της εφέσεως είναι απορριπτέος και δη ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, αναφορικά με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, ότι δεν υφίσταται δυστροπία ως προς την καταβολή του υπομισθώματος στην καθ’ής η ανακοπή, γιατί αυτό είχε ρητώς συμφωνηθεί μεταξύ των μερών να συμψηφίζεται στο τέλος εκάστου έτους με τις χρηματικές απαιτήσεις, που η ίδια (υπομισθώτρια) είχε έναντι της τελευταίας (υπεκμισθώτριας) από  το συμφωνημένο bonus (προμήθεια)  από τις πωλήσεις καυσίμων, και ότι εκ του λόγου τούτου δεν προέκυψε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος της (ανακόπτουσας), αυτός τυγχάνει αόριστος και απορριπτέος επειδή δεν αναφέρονται τα επιμέρους χρηματικά ποσά, δηλαδή χρεωστικά υπομισθώματα και πιστωτικές προμήθειες από την πώληση των καυσίμων, για το επίδικο χρονικό διάστημα, ώστε να προκύπτει η ύπαρξη ή όχι χρεωστικού υπολοίπου σε βάρος της ανακόπτουσας ,(βλ. σχετική νομολογία ως προς το ορισμένο  ένστασης εξόφλησης χρηματικής απαίτησης με καταβολή ή συμψηφισμό  (ΑΠ 1522/2011, ΑΠ 1163/2011, ΑΠ 960/2011, ΑΠ 178/2010 ΑΠ 1977/2009, ΑΠ 1927/2008, ΕφΑθ 721/2011 δημ. σε ΤρΝομΠλ Νόμος, ΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΘεσ1011/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 391/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο  δεύτερος λόγος, με τον οποίο  η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η καθής κατά κατάχρηση δικαιώματος ζήτησε την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής απόδοσης του μίσθιου, προκειμένου να καρπωθεί οικονομικά οφέλη δίχως να υφίσταται πραγματική απαίτηση σε βάρος της, τυγχάνει απορριπτέος ως  μη νόμιμος, διότι η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος προϋποθέτει την ύπαρξη δικαιώματος, που  ασκείται καθ’υπέρβαση των ορίων του νόμου και όχι ανυπαρξία δικαιώματος -απαίτησης, όπως διατείνεται  εν προκειμένω η εκκαλούσα-ανακόπτουσα. Επομένως, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  που έκρινε το ίδιο, ορθώς  απέρριψε τους λόγους της ανακοπής. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν  τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) σύμφωνα με το διατακτικό, ενώ ως προς το παράβολο, ποσού 200,00 ευρώ, που αυτή προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδ. α του ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους .

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  αυτή κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων με αριθμούς   …….. σειράς Α  ΤΑΧΔΙΚ και  ……….. σειράς Α  Δημοσίου, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ  τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας  σε βάρος της εκκαλούσας , και τα ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 8 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ