Αριθμός 18/2018
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Χρήστο Τζανερρίκο, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη και Γεώργιο Βερούση, Εφέτη-Εισηγητή, και από τη Γραμματέα Δ.Π.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 περ.α ‘, 287, 289, 290, 291 και 292 Κ.Πολ.Δ., η δίκη διακόπτεται και με το θάνατο κάποιου από τους διαδίκους, επέρχεται δε η διακοπή από τη γνωστοποίηση του λόγου αυτής προς τον αντίδικο, που μπορεί να γίνει από πρόσωπο που δικαιούται να επαναλάβει τη δίκη ή από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου στο πρόσωπο του οποίου επήλθε η διακοπή. Η δίκη που διακόπηκε μπορεί να επαναληφθεί, είτε εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, είτε αναγκαστικά με πρόσκληση του αντιδίκου του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ο οποίος μπορεί, και χωρίς να έχει προηγηθεί η γνωστοποίηση σ’αυτόν του λόγου της διακοπής, μη επικαλούμενος την έλλειψη της γνωστοποιήσεως και θεωρώντας τη δίκη διακοπείσα, να επισπεύσει την επανάληψη της δίκης, τηρώντας τη διαδικασία που διαγράφεται στο άρθρο 291 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή κοινοποιώντας δικόγραφο για επανάληψη της δίκης στο διάδικο υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ο οποίος, στην περίπτωση διακοπής συνεπεία θανάτου του διαδίκου, είναι μόνον ο καθολικός διάδοχος του αποβιώσαντος διαδίκου (κληρονόμος του), (ΑΠ 1563/2007 ΕφΑΔ 2009.243). Ειδικότερα δε, από τις διατάξεις των άρθρων 286, 287 και 290 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, εκτός άλλων, ότι στην περίπτωση διακοπής της δίκης λόγω θανάτου διαδίκου, διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή είναι ο καθολικός διάδοχός του (κληρονόμος), ο οποίος υπεισέρχεται αυτοδικαίως στην έννομη σχέση της δίκης, εφόσον θα δεσμεύεται από το δεδικασμένο και στην εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί και δικαιούται να επαναλάβει τη διακοπείσα διαδικασία (βλ. ΑΠ 687/1984 Δίκη 16,655, ΑΠ 372/1989 Ελλ.Δ/νη 1990, ΕΑ 7798/1984 Ελλ.Δνη 1985.483, εθεσ 1292/1983 Δίκη 15.509, Μπέη, Πολιτική Δικονομία, άρθρο 290, ΙΙ, σελ. 1226). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62 , 73, 101 , 118 αρ. 3, 159 αρ. 2, 160 παρ.1, 268 στοιχ. α’ , 287 παρ. 1, 517 εδ. α’ , 520, 522 Κ.Πολ.Δ. και 34, 35 Α.Κ. προκύπτει, ότι εάν η έφεση απευθύνεται κατά προσώπου που έχει πεθάνει πριν την άσκησή της, το δικόγραφο αυτής, ως απευθυνόμενο κατά προσώπου ανυπάρκτου, είναι άκυρο, εκτός αν ο εκκαλέσας διάδικος δεν είχε λάβει γνώση, με οποιοδήποτε τρόπο, μέχρι την άσκηση της έφεσής του, το θάνατο του αντιδίκου του οπότε, όντας παραδεκτής – στην τελευταία αυτή περίπτωση – της άσκησης της έφεσης, αναβιώνει η εκκρεμοδικία και συνεχίζεται η δίκη, επέρχεται δε διακοπή της – της δίκης -, εφόσον γνωστοποιηθεί ο λόγος της διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης από πρόσωπο που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι της στιγμής επέλευσης του θανάτου ήταν πληρεξούσιός τους, η πληρεξουσιότητα του οποίου εξακολουθεί και παύει μόνο όταν διακοπεί ως άνω η δίκη, όχι δε και από τον αντίδικο του διαδίκου που πέθανε, τυχόν δε τέτοια δήλωσή του δεν επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης, ο δε σχετικός ισχυρισμός του απορρίπτεται ως αλυσιτελής, γιατί προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον (ΑΠ 1174/2012) .
Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 16-3-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2015) κλήση του εκκαλούντος της από 2-2-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2015) έφεσης, νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η παραπάνω έφεση μετά τη ματαίωση της συζήτησής της κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 2-4-2015. Περαιτέρω οι κρινόμενες εφέσεις, ήτοι α) από 9-1-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2015) έφεση του ενάγοντος της από 15-6-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2010) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά των εναγομένων της παραπάνω αγωγής, όπως ο πρώτος εναγόμενος κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους πέντε πρώτους των εφεσιβλήτων, β) από 10-7-2014 (αριθ. εκθ. καταθ……/2014) έφεση των εξ αδιαθέτου κληρονόμων του πρώτου εναγομένου της ως άνω αγωγής, ο οποίος απεβίωσε στις 17-1-2012, ήτοι μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, γ) από 2-2-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2015 ) έφεση του δευτέρου εναγομένου της παραπάνω αγωγής και δ) από 10-7-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2014) έφεση του τρίτου των εναγομένων της παραπάνω αγωγής, κατά της με αριθμό 1424/14-3-2012 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Ειδικότερα, όσον αφορά τις υπό στοιχεία α και γ ως άνω εφέσεις, κατατέθηκαν στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 9-1-2015 και στις 13-2-1015 αντίστοιχα, νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε με επιμέλεια του εκκαλούντος της υπό στοιχείο α έφεσης στον εκκαλούντα της υπό στοιχείο γ΄ έφεσης στις 16-1-2015 (βλ. επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….. επί της εκκαλουμένης απόφασης για την επίδοσή της στον ανωτέρω εκκαλούντα) και όσον αφορά τις λοιπές εφέσεις, από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης στους εκκαλούντες και από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση των εφέσεων δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 ως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν 4335/2015 ως εκ του χρόνου κατάθεσης των ενδίκων εφέσεων και της συμπλήρωσης της προθεσμίας για την άσκηση αυτών προ της έναρξης ισχύος του νόμου αυτού και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο για κάθε μία έφεση (σύμφωνα με σχετική επισημείωση του Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί των εφετηρίων αντίστοιχα) που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ. (ως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν 4055/2012 και έναρξη ισχύος 2-4-2012 σύμφωνα με το άρθρο 113 του Ν 4055/2012). Επίσης, ο εκκαλών της από 10-7-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2014) έφεσης άσκησε παραδεκτά (άρθρα 520 παρ. 2, 524 Κ.Πολ.Δ.) με ίδιο δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 24-7-2015, τους από 22-7-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …../24-7-2015) πρόσθετους λόγους έφεσης, που επιδόθηκε εμπρόθεσμα στους εφεσίβλητους στις 28-9-2015 (βλ. σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …….. επί του δικογράφου των πρόσθετων λόγων) και αφορά τα εκκληθέντα με το εφετήριο κεφάλαια. Τέλος, σημειώνεται ότι, ο πρώτος εναγόμενος της ανωτέρω αγωγής απεβίωσε στις 17-1-2012, ήτοι μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και πριν την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους εκκαλούντες της δεύτερης έφεσης και ήδη πέντε πρώτους των εφεσιβλήτωντων λοιπών εφέσεων, οι οποίοι, ανακοίνωσαν τον επισυμβάντα θάνατό του και δηλώνουν ότι συνεχίζουν τη δίκη ως καθολικοί διάδοχοι (κληρονόμοι) του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, οι οποίοι υπεισέρχονται αυτοδικαίως στη δικονομική θέση του αποβιώσαντος κατά τη διάρκεια της επιδικίας. Η ιδιότητα δε των ανωτέρω εκκαλούντων-εφεσίβλητων ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικώς πρώτου εναγομένου, δεν αμφισβητείται από τους λοιπούς διαδίκους και επομένως υπό την ανωτέρω ιδιότητά τους νομιμοποιούνται στην παρούσα δίκη. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, οι κρινόμενες εφέσεις και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης που άσκησε ο τρίτος εναγόμενος ήδη εκκαλών της υπό στοιχεία δ ως άνω έφεσης, αρμοδίως εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), είναι παραδεκτές και αφού συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης συνάφειας μεταξύ τους (άρθρα 246, 520 παρ. 2, και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους και των πρόσθετων λόγων της ανωτέρω έφεσης, κατά την ίδια τακτική διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).
Σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 57 Α.Κ., όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, αξίωση δε αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται. Εξάλλου, κατά το άρθρο 59 του ίδιου Κώδικα, στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί, η ικανοποίηση δε, συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι, επί προσβολής της προσωπικότητας που προστατεύεται και με το άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος, και εφόσον αυτή είναι παράνομη, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνον ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 Α.Κ., όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά το άρθρο 920 Α.Κ., όποιος, γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου , έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει, ενώ κατά το άρθρο 932 του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία , το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αυτό δε ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 920 Α.Κ., προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι : α) Υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο. Υποστήριξη είναι ο ισχυρισμός των ειδήσεων μπροστά σε τρίτους με επιχειρήματα υπέρ της αληθείας τους , ενώ διάδοση είναι η απλή ανακοίνωση (κοινολόγηση) των ειδήσεων που άλλος έχει υποστηρίξει. Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες εκθέτουν σε κίνδυνο, κατά το χρόνο της υποστήριξης ή διάδοσης, ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στην πιο πάνω διάταξη αγαθά, ήτοι την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγομένου. Οι υποστηριζόμενες δε ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριμένες, να αναφέρονται δηλαδή σε ορισμένα γεγονότα , διότι αόριστες υπόνοιες, χωρίς αναφορά σε ορισμένα γεγονότα, δεν αποτελούν “ειδήσεις”. Επιπλέον οι ειδήσεις αυτές πρέπει να είναι και αναληθείς, δηλαδή ή να μην αληθεύει εξολοκλήρου το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται παραποιημένο. Αν το γεγονός αυτό αληθεύει, δεν γεννάται ευθύνη από την προαναφερόμενη διάταξη, αλλά ενδεχομένως από εκείνη του άρθρου 919 Α.Κ., εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. β) Γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναληθείας των υποστηριζόμενων ή διαδιδόμενων ειδήσεων. Πρέπει δηλαδή, αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις να γνωρίζει ή υπαιτίως (δηλαδή από αμέλεια) να αγνοεί την αναλήθεια αυτών. Διαφορετικά, ευθύνη από την παραπάνω διάταξη δεν τον βαρύνει. γ) Οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες αναληθείς ειδήσεις να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο ένα από τα προαναφερόμενα αγαθά του θιγομένου, χωρίς να αρκεί η διαπίστωση ότι αυτές είναι αφηρημένα ικανές να εκθέσουν τα αγαθά αυτά σε κίνδυνο. Και δ) ύπαρξη ζημίας (περιουσιακής), αιτιωδώς προκαλούμενης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθά. Επιπλέον ο παθών, εκτός από την αποζημίωση, με βάση την αδικοπραξία των άρθρων 914 και 920 ΑΚ, δικαιούται και χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις αναληθείς ειδήσεις (ΑΠ 408/2007). Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του Α.Κ. θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ.. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση με την έννοια που προαναφέρθηκε και για το άρθρο 920 του Α.Κ. από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, το οποίο στη συκοφαντική δυσφήμηση πρέπει να είναι και ψευδές, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερομένη στο παρελθόν ή παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια και προσβάλλει την τιμή και υπόληψη του προσώπου στα στοιχεία της προσωπικότητάς του (ΑΠ 2209/2013 αδημ) .
Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 15-6-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2010) αγωγή, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι ο πρώτος των εναγομένων με την από 25-11-2005 μήνυσή του ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, ο δεύτερος των εναγομένων με τις από 22-1-2006 και από 8-2-2007 ένορκες καταθέσεις του ενώπιον των προανακριτικών αρχών και ο τρίτος εναγόμενος με την από 15-2-2006 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον των ίδιων ως άνω προανακριτικών αρχών, κατέθεσαν εν γνώσει τους τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή γεγονότα, τα οποία ήταν ψευδή, γνωρίζοντας την αναλήθεια των παραπάνω γεγονότων με σκοπό να πλήξουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντα. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το συνολικό ποσό των 599.955 ευρώ, από το οποίο έχει αφαιρεθεί ήδη το ποσό των 45 ευρώ για το οποίο επιφυλάσσεται (ο ενάγων) για να παρασταθεί ως πολιτική αγωγή σε σχετική ποινική δίκη, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προαναφερόμενη άδικη συμπεριφορά των εναγομένων, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 1424/14-3-2012 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού κρίθηκε η αγωγή παραδεκτή και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 Συντ. , 57, 59, 914, 920, 932 , 299, 346 του Α.Κ., 229, 362, 363 του Π.Κ., 68, 70 και 176 του Κ.Πολ.Δ., μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, αναγνωρίζοντας ότι οι εναγόμενοι όφειλαν να καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 10.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και επιβλήθηκαν σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία καθορίστηκαν στο ποσό των 500 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις για τους αναφερόμενους σε αυτές λόγους, καθώς και στους πρόσθετους λόγους έφεσης του τρίτου των εναγομένων της παραπάνω αγωγής-ήδη εκκαλούντος της τέταρτης έφεσης, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, τόσο ο ενάγων-εκκαλών, ο οποίος με την (υπό στοιχεία α) έφεσή του ζητεί να εξαφανιστεί άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή, καθώς και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης, όσο και οι εναγόμενοι – εκκαλούντες οι οποίοι με τις (υπό στοιχεία β, γ και δ) εφέσεις τους και τους πρόσθετους λόγους που άσκησε ο τρίτος εναγόμενος και ήδη εκκαλών της υπό στοιχεία δ ως άνω έφεσης, ζητούν αντίστοιχα να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να απορριφθεί η αγωγή, καθώς και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης .
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και τη με αριθμό …/2011 ένορκη βεβαίωση που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κυθήρων ……. και των με αριθμούς …./2011 και …/2011 ενόρκων βεβαιώσεων που δόθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που επαναπροσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα και λήφθηκαν κατόπιν προηγούμενης νόμιμης κλήτευσης των εναγομένων, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν νόμιμα είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός από τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν ενόψει της κρινόμενης εφέσεως και προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πλην όμως υπερβαίνουν τον επιτρεπόμενο αριθμό των ενόρκων βεβαιώσεων που μπορούν να ληφθούν υπ’ όψη, το οποίο ισχύει αθροιστικά και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και για το σύνολο των αντικειμένων της δίκης που κάθε διάδικο μέρος αποσκοπεί να υποστηρίξει ή να αντικρούσει και επομένως εφόσον ο ενάγων προσκόμισε τρεις βεβαιώσεις πρωτοβαθμίως δεν επιτρέπονται άλλες ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Εφετείου (άρθρο 270 παρ. 2γ και δ του Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζεται κατά το άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α Κ.Πολ.Δ. και στην κατ’έφεση δίκη, βλ. ΑΠ 1456/2013 δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1103/2011 ΝοΒ 2012.343) και ως εκ τούτου οι προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα βεβαιώσεις το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πέραν των τριών βεβαιώσεων που πρωτοβαθμίως προσκόμισε και παραδεκτά επαναπροσκομίζει, είναι απαράδεκτες και δεν λαμβάνονται υπόψη, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με την από 25-11-2005 μήνυσή του ενώπιον του Εισαγγελέα Πειραιά, ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι o ενάγων και ο πεθερός του ……….., κατά το χρονικό διάστημα των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου του έτους 2005, εισήλθαν σε ακίνητο ιδιοκτησίας του (του εναγομένου) με προφανή σκοπό να το καταπατήσουν και στη συνέχεια προέβησαν σε άροση αυτού (του ακινήτου) με αποτέλεσμα, λόγω και του καύσωνα που επικρατούσε, να καταστραφεί η σοδειά του. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο ενάγων και ο .. …, ανέθεσαν στο τοπογράφο ……. την τοπογράφηση του ανωτέρου ακινήτου, ενώ κατά το μήνα Οκτώβριο του ίδιου ως άνω έτους ο ενάγων και ο πεθερός του εισήλθαν στο προαναφερόμενο ακίνητο θραύοντας την κλειδαριά που είχε τοποθετηθεί από τον εναγόμενο και ταυτόχρονα τοποθέτησαν νέα (κλειδαριά) ώστε ο εναγόμενος να μην μπορεί να εισέλθει στο ακίνητό του. Κατόπιν της παραπάνω μηνύσεως ασκήθηκε σε βάρος του ενάγοντος και του ……… ποινική δίωξη για το αδίκημα της αυτοδικίας από κοινού και δυνάμει της με αριθμό ….. παραγγελίας του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά διατάχθηκε η διενέργεια προανάκρισης. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι o δεύτερος των αρχικών εναγομένων με την από 22-1-2006 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον των προανακριτικών αρχών ισχυρίστηκε τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονταν στη μήνυση και στη συνέχεια στις 8-2-2007 με νέα ένορκη κατάθεση ενώπιον των ίδιων ως άνω προανακριτικών αρχών συμπλήρωσε ότι οι γνώσεις του που περιέχονταν στην πρώτη του ένορκη κατάθεση σε σχέση με τα γεγονότα που αναφέρονταν στον ενάγοντα, προέρχονταν από πληροφορίες συγχωριανών του, τους οποίους δεν κατονόμαζε, και από διηγήσεις του ιδίου του μηνυτή. Ακόμη, ο τρίτος των εναγομένων με την από 15-2-2006 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον των ως άνω προανακριτικών αρχών κατέθεσε ότι το μήνα Αύγουστο του έτους 2005 είδε ο ίδιος τον ……….. να οργώνει το ακίνητο του πρώτου εναγομένου, ενώ για την θραύση της κλειδαριάς και την αντικατάστασή της κατέθεσε ότι οι γνώσεις του ότι οι παραπάνω πράξεις έγιναν από τον ενάγοντα και τον ………, προέρχονταν από πληροφορίες των συγχωριανών του τους οποίους επίσης δεν κατονόμαζε. Κατόπιν των παραπάνω ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιώς λαμβάνοντας υπόψη τις καταθέσεις των προαναφερόμενων μαρτύρων που είχαν προταθεί από τον μηνυτή σε συνδυασμό και με τις καταθέσεις δύο ακόμη μαρτύρων, απέρριψε με τη με αριθμό …../2008 διάταξή του την έγκληση του πρώτου των εναγομένων κατά του ενάγοντος, ενώ η υπόθεση, όσον αφορά τον ……… παραπέμφθηκε για εκδίκαση στο αρμόδιο Μονομελές Πλημμελειοδικείο. Επίσης αποδεικνύεται ότι ο ενάγων κατά το χρόνο της υποβολής της εγκλήσεως ήταν ανώτερος αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας και η ιδιότητά του αυτή ήταν γνωστή τόσο στους εναγόμενους όσο και στην και στην κοινωνία των Κυθήρων όπου βρισκόταν το ακίνητο. Από τα παραπάνω εκτιθέμενα αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι αγνοώντας υπαίτια τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αναγράφονταν τόσο στην έγκληση του πρώτου των εναγομένων όσο και στις καταθέσεις των λοιπών εναγομένων, οι οποίοι αρκέστηκαν σε «πληροφορίες συγχωριανών τους» και στη συγγενική σχέση του ενάγοντος με τον ……….., υποστήριξαν ενώπιον των προανακριτικών αρχών αναληθείς ειδήσεις που εξέθεταν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα και το μέλλον του ενάγοντος, καταλογίζοντάς του αξιόποινη πράξη, η οποία σε σχέση με τη θέση και το βαθμό του στην Ελληνική Αστυνομία ήταν ατιμωτική (η αξιόποινη πράξη της αυτοδικίας). Ειδικότερα, από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι μόνο η συγγένεια του ενάγοντος με τον …… ήταν αρκετή για τους εναγόμενους για να προσδώσουν στον ίδιο (τον ενάγοντα) την αξιόποινη πράξη που φέρεται ότι τέλεσε από κοινού με τον τελευταίο (………..) και να υποστηρίξουν τις πληροφορίες τρίτων, μη κατονομαζόμενων, ενώπιον των προανακριτικών αρχών. Τα παραπάνω, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ήταν ικανά να θέσουν σε κίνδυνο την προσωπικότητα του ενάγοντα λόγω και της προαναφερόμενης ιδιότητάς του. Ο τελευταίος δε αποστρατεύθηκε από την Ελληνική Αστυνομία με τον βαθμό του Ταξιάρχου ως «ευδοκίμως τερματίσαντος την θητεία του» στις 1-6-2010, ήτοι δύο και πλέον έτη μετά την απόρριψη της σε βάρος του εγκλήσεως, χωρίς να αποδεικνύεται ότι η τελευταία επηρέασε την υπηρεσιακή εξέλιξή του. Συνεπώς σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, δικαιούται και χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις αναληθείς ειδήσεις. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό πταίσματος των εναγομένων, την ένταση της πράξης τους κατά του ενάγοντος, τον κίνδυνο στον οποίο εκτέθηκε η πίστη, το επάγγελμα και το μέλλον του ενάγοντος, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών (932 Α.Κ.), κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη το οποίο είναι εύλογο. Επιπλέον, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων προκάλεσε με οποιοδήποτε τρόπο στους εναγομένους την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το ένδικο δικαίωμά του και πρέπει ο σχετικός ισχυρισμός τους περί καταχρηστικής άσκησης του ενδίκου δικαιώματος να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμος. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, δεχόμενο εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη κατ΄ουσίαν, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 10.000 ευρώ στον ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τις κρινόμενες εφέσεις και με τον πρόσθετο λόγο έφεσης ο τρίτος των εναγομένων, είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, ως κατ΄ουσίαν αβάσιμες και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες κάθε έφεσης, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων αντίστοιχα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183,176 του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της ήττας καθενός των εκκαλούντων και της απόρριψης της έφεσής τους αντίστοιχα, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεση της έφεσής τους αντίστοιχα παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από α) από 9-1-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2015), β) 10-7-2014 (αριθ. εκθ. καταθ……/2014), γ) 2-2-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2015) , δ) από 10-7-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2014) εφέσεις και τους από 22-7-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2015) πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος της από 10-7-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2014) έφεσης κατά της με αριθμό 1424/14-3-2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) .
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν τις εφέσεις και τον πρόσθετο λόγο έφεσης .
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων κάθε έφεσης αντίστοιχα , τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων κάθε έφεσης αντίστοιχα, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για τους εφεσίβλητους κάθε έφεσης, αντίστοιχα .
Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεση της έφεσής τους , αντίστοιχα για κάθε έφεση, παραβόλων , υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου .
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις …… ………………….. ……..
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αντ΄ αυτού,
λόγω προαγωγής
και αναχωρήσεώς του,
και λόγω προαγωγής και
αναχωρήσεως της αρχαιο-
τέρας της συνθέσεως
Εφέτου, Βασιλικής
Χάσκαρη, η αρχαιότερη του
Τμήματος Εφέτης, Γεωργία
Λάμπρου
Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις 8 Ιανουαρίου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως του Προέδρου Εφετών Χρήστου Τζανερρίκου και λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Βασιλικής Χάσκαρη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Γεωργία Λάμπρου, Προεδρεύουσα Εφέτη, Αικατερίνη Κοκόλη και Γεώργιο Βερούση, Εφέτες, και με Γραμματέα την Δήμητρα Πάλλα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ