Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 33/2018

Αριθμός  33/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 29.3.2017 και με αριθμό ……../30.3.2017 ανακοπή ερημοδικίας της εκκαλούσας και ήδη ανακόπτουσας εταιρίας με έδρα το …. και γραφεία στον Πειραιά κατά της εφεσίβλητης ομορρύθμου εταιρίας που εδρεύει στο Πέραμα ήδη καθής η ανακοπή και της 59/2017 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου που δίκασε την υπόθεση επί της με αριθμό …./2015 εφέσεως κατά της με αριθμό 4683/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. ερήμην της εκκαλούσας και απέρριψε την έφεση της, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον η ανακοπτόμενη απόφαση επιδόθηκε στις 16.3.2017 και η ανακοπή κατατέθηκε στις 30.3.2017, ήτοι εντός της προθεσμίας των 15 ημερών από την επίδοση της αποφάσεως (άρθρο 503 αρθμ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή, αφού έχει προκαταβληθεί και το παράβολο των 290 ευρώ που όρισε η ανωτέρω ερήμην απόφαση (άρθρο 505 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της.

Κατά το άρθρο 501 ΚΠολΔ ανακοπή κατά αποφάσεως που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Κατά δε το άρθρο 509 του ίδιου Κώδικα αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα και το δικαστήριο πιθανολογεί ότι είναι βάσιμοι οι λόγοι που προτάθηκαν, εξαφανίζει την απόφαση που ανακόπηκε και τις πράξεις που ενεργήθηκαν μετά την απόφαση αυτή και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς. Αλλιώς απορρίπτει την ανακοπή και διατάσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο. Η έννοια της ανώτερης βίας, ως λόγου ανακοπής ερημοδικίας, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 152 ΚΠολΔ και περιλαμβάνεται σ’ αυτή οποιοδήποτε ανυπαίτιο γεγονός εντελώς εξαιρετικής φύσης, το οποίο δεν αναμενόταν, ούτε είναι δυνατόν να προληφθεί ή να αποτραπεί από το διάδικο, ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, ανεξάρτητα αν το γεγονός είναι εσωτερικό ή όχι (ΑΠ 533/1998, ΝοΒ 47,1285, Α.Π. 304/1983, ΝοΒ 31, 1505, Ε.Α. 4547/1999, Ελλ.Δικ/νη 40,1108, ΕΠειρ. 477/1997, Ελλ.Δικ/νη 40,356, Ε.Α. 10.895/1995, Ελλ.Δικ/νη 37, 1105). Εξάλλου, κατά το άρθρο 241 ΚΠολΔ, ύστερα από αίτηση του διαδίκου, το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση της υπόθεσης μόνο για μία φορά σε μεταγενέστερη δικάσιμο, που ορίζεται αμέσως με απλή σημείωση στο πινάκιο και αναφορά της ημέρας της δικασίμου που ορίστηκε. Το εδάφιο γ ορίζει ότι, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος, αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης, να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε, το δε εδάφιο δ ότι κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δε χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει με σαφήνεια ότι, αν η συζήτηση της αγωγής αναβλήθηκε από το δικαστήριο με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους σε μεταγενέστερη δικάσιμο με σημείωση στο πινάκιο, ο διάδικος που δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο κατά την οποία χορηγήθηκε η αναβολή δεν καλείται και πάλι για εμφάνιση κατά τη νέα, μετά την αναβολή, δικάσιμο, οπότε η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο για τη νέα δικάσιμο επέχει θέση κλητεύσεώς του (ΑΠ 251/1991, Ελλ.Δικ/νη 33, 1588, ΑΠ 453/1975, ΑρΧ.Ν. 27.26, Ε.Α. 9192/1991, Ελλ.Δικ/νη 33,900).

Η ανακόπτουσα εκθέτει στην ανακοπή της ότι στη δικάσιμο της 20.10.2016, κατά την οποία συζητήθηκε η έφεση της κατά της με αριθμό 4683/2014 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και εκδόθηκε η ανακοπτόμενη απόφαση, ο νόμιμος εκπρόσωπος της δεν παραστάθηκε στο παρόν Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου συνηγόρου της, καθόσον υφίστατο απόφαση των δικηγορικών συλλόγων για αποχή των Δικηγόρων την προηγούμενη δικάσιμο της 18.2.2016, η δε αντίδικος που παρέστη τότε και ζήτησε αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης λόγω της αποχής για τις 20.10.2016, γεγονός που αυτή αγνοούσε διότι  αφενός πίστευε ότι η υπόθεση είχε ματαιωθεί, αφετέρου ούτε ο νόμιμος εκπρόσωπός της, ούτε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, ειδοποιήθηκαν από την αντίδικη πλευρά για την αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης, που έλαβε χώραν κατά τη διάρκεια της αποχής των δικηγόρων, και έτσι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, με  αποτέλεσμα κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο να δικαστεί αυτή ερήμην και να  απορριφθεί η έφεσή της. Με το περιεχόμενο αυτό, ο προβληθείς από την ανακόπτουσα  λόγος  δεν έχει νομικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, αφού  δε συνιστά λόγο ανώτερης βίας υπό την προαναφερόμενη έννοια, δηλαδή ότι η μη εμφάνισή της κατά τη δικάσιμο της  20.10.2016 οφείλεται σε γεγονός εξαιρετικής φύσης, το οποίο δεν μπορούσε να  αποφευχθεί με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Και τούτο διότι, ανεξάρτητα του ότι  ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ανακόπτουσας θα μπορούσε να εμφανιστεί στο  ακροατήριο του δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 18.2.2016, για την οποία  κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, οπότε και εκφωνήθηκε η εν λόγω υπόθεση και να ζητήσει και επιτύχει, κατά την γνωστή πρακτική, την αναβολή της συζήτησής της όπως έπραξε η αντίδικη πλευρά, αφού, άλλωστε, δεν επικαλείται ότι  ζήτησε σχετική άδεια από το Δικηγορικό Σύλλογο και δεν του δόθηκε, η χωρήσασα, κατά τη διάρκεια της αποχής των δικηγόρων, αναβολή της υποθέσεως από τη δικάσιμο  της 18.2.2016 για αυτή της 20.10.2016, ήταν δυνατόν να γίνει γνωστή (και μετά το  πέρας της αποχής) στην ανακόπτουσα-εκκαλούσα από το οικείο πινάκιο, όπου εμφαίνεται, από τη σημείωση του γραμματέως σ΄ αυτό, η γενόμενη αναβολή και η ημερομηνία της, μετά  την αναβολή, νέας δικασίμου της υποθέσεως, στην οποία ο γραμματέας μεταφέρει  την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη νέα δικάσιμο  που ορίστηκε  και που επέχει, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 226 παρ 4 ΚΠολΔ, θέση κλήτευσης και των απολιπομένων διαδίκων. Επομένως η μη εμφάνιση της  ανακόπτουσας εκκαλούσας κατά τη δικάσιμο της 20.10.2016 οπότε είχε λήξει η αποχή  των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους, κατά την οποία ερημοδικάστηκε, δεν μπορεί να  αποδοθεί  σε ανυπαίτιο μη αναμενόμενο γεγονός εξαιρετικής σημασίας που δεν  μπορούσε να προληφθεί  ή αποτραπεί από το εναγόμενο με μέτρα άκρας επιμέλειας και  σύνεσης και συνεπώς ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής δεν συνιστά λόγο ανώτερης βίας.

Επομένως,  και η στηριζόμενη σ΄ αυτόν ένδικη ανακοπή  είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Ακολούθως πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα της καθής η ανακοπή (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τη με αριθμό …../2017 ανακοπή ερημοδικίας κατά της με αριθμό 59/2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου που εκδόθηκε επί της με αριθμό …./2015 εφέσεως ερήμην της εκκαλούσας.

Δέχεται τυπικά την ανακοπή ερημοδικίας και απορρίπτει αυτή κατ’ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του με αριθμό …../2017 παραβόλου των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ, που ορίσθηκε με την 59/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει την ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα της καθής η ανακοπή, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 7η Δεκεμβρίου 2017   και δημοσιεύθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

 Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ