Αριθμός 289/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς κρίση η από 26-6-2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/26-6-2018 αίτηση αναψηλαφήσεως κατά της με αριθμό 360/2017 οριστικής αποφάσεως αυτού (Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς) που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με τη διαδικασία των εργατικών διαφορών. Με την εν λόγω αίτησή της η αιτούσα εταιρία με την επωνυμία «…..», εκθέτει ότι, επί της από 16-4-2013 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./17-4-2013) αγωγής που άσκησε εναντίον της ο καθ’ ου αυτή, εκδόθηκε η 2427/2014 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που διέταξε ιατρική πραγματογνωμοσύνη και, στη συνέχεια, μετά την ολοκλήρωσή της, (εκδόθηκε) η 3330/2015 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ότι κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε ο καθ’ου η αίτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεση, η οποία έγινε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, με συνέπεια να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση και να γίνει δεκτή η εις βάρος της ασκηθείσα αγωγή. Ότι το Δικαστήριο για να δεχθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση ως ουσιαστικά βάσιμη την ανωτέρω έφεση, στηρίχθηκε στην με αριθμό 8559/2014 καταδικαστική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η οποία, ωστόσο, μετά την δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως (360/2017), την 27-6-2017, ανατράπηκε αμετάκλητα με την με αριθμό 799/11-5-2018 απόφαση του Ε΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, χωρίς να μνημονεύει στο δικόγραφο της αιτήσεώς της το χρόνο κατά τον οποίο έλαβε γνώση αυτής (της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Αρείου Πάγου). Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, η αιτούσα εταιρία ζητά, με το μοναδικό λόγο που περιέχεται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναψηλαφήσεως, την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και την εκ νέου έρευνα της ουσίας της υποθέσεως, με σκοπό να απορριφθεί η προαναφερόμενη έφεση του καθ’ου η αίτηση.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αίτηση αναψηλαφήσεως αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδικάστηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση και είναι παραδεκτή, αφού ασκείται α) κατά οριστικής αποφάσεως που δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση (άρθρο 538 και 539 ΚΠολΔ, β) από την εφεσίβλητη κατά της οποίας έγινε δεκτή η έφεση του αντιδίκου της (άρθρο 542 ΚΠολΔ), έχει δε έννομο συμφέρον στην άσκηση της αιτήσεως, διότι με αυτήν, ασκεί νόμιμο δικαίωμά της και επιδιώκει την κατ’ ουσίαν απόρριψη της εφέσεως με την οποία εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, που είχε απορρίψει την σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή του αντιδίκου της, γ) για λόγο από τους περιοριστικά αναφερομένους στο άρθρο 544 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα στο εδάφιο 8) σύμφωνα με το οποίο επιτρέπεται αναψηλάφηση αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε απόφαση ποινικού δικαστηρίου, η οποία ανατράπηκε αμετάκλητα ύστερα από την τελευταία συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται και, τέλος, δ) ασκείται την 26-6-2018, ήτοι εντός εξήντα (60) ημερών από τότε που η αιτούσα έλαβε γνώση της αμετάκλητης ανατροπής της ως άνω ποινικής αποφάσεως, εκτιμώντας το Δικαστήριο ότι ο μη αναφερόμενος χρόνος της εν λόγω γνώσεως, συμπίπτει με την δημοσίευση της 799/11-5-2018 αποφάσεως του Αρείου Πάγου καθώς, σε κάθε περίπτωση, η αίτηση ασκήθηκε σε μικρότερο των εξήντα ημερών χρονικό διάστημα από την 11-5-2018. Επομένως, εφόσον η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή και έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, ενώ δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου για την άσκησή της (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου αυτής.
Σύμφωνα με το άρθρο 544 αρ. 8) ΚΠολΔ αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε απόφαση πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου, η οποία ανατράπηκε αμετάκλητα ύστερα από την τελευταία συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο παραπάνω λόγος αναψηλαφήσεως προϋποθέτει, για να είναι βάσιμος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θεωρείται ότι στηρίχθηκε κυρίως στην ανατραπείσα, όχι μόνον όταν δεσμεύθηκε από το δεδικασμένο της, αλλά και όταν η τελευταία παρήγαγε στο δικονομικό πεδίο, δυνατότητες και βάρη δεσμευτικά για τους διαδίκους, ή όταν επέδρασε ουσιαστικά στην κρίση του δικαστή και όχι όταν αποτελεί πρόκριμα στη συνεκτίμηση όλων των αποδείξεων, που τίθενται υπόψη του δικαστή, όπως είναι και η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, η οποία μνημονεύεται στην απόφαση και συνεκτιμάται ελεύθερα μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και η οποία, βεβαίως, μπορεί να ανατραπεί μεταγενέστερα, με απόφαση άλλου ανώτερου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 424/1983 ΝοΒ 31.1593, ΕφΔωδ 200/2014, ΕφΠειρ 94/2014, ΕΑ 910/2008, ΕφΠατρ 502/2003, δημοσ στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσσ 112/2003 Αρμ. 2003.398).
Στην προκείμενη περίπτωση ο λόγος αναψηλαφήσεως που επικαλείται η αιτούσα, με βάση το άρθρο 544 αρ. 8), είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (360/2017), δεν αποδεικνύεται ότι αυτή στηρίχθηκε κυρίως στην ανατραπείσα με αριθμό 8559/2014 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που ως ποινική απόφαση συνεκτιμάται, όπως προελέχθη, ελεύθερα μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και την οποία, και, η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση, συνεκτίμησε ελεύθερα. Μάλιστα η τελευταία, δεν κάνει καμία ειδική ή ξεχωριστή μνεία της εν λόγω ποινικής αποφάσεως, τόσο στο σημείο του σκεπτικού της όπου μνημονεύει τα αποδεικτικά μέσα επί των οποίων στήριξε την κρίση της, όσο και στο περιεχόμενο αυτού όπου με εκτεταμένη και αναλυτική αιτιολογία παρατίθεται η κρίση του Δικαστηρίου με την οποία κατέληξε αυτό σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης και αποδοχή της αγωγής του αντιδίκου της (εδώ) αιτούσας, μνημονεύοντας τα αποδεικτικά μέσα επί των οποίων, κυρίως, στήριξε την εν λόγω κρίση του. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι η ανατραπείσα απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς δεν ήταν το μόνο αποδεικτικό στοιχείο που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφασή του, αλλά ότι συνεκτιμήθηκε από αυτό, μαζί με όλα τα επικληθέντα και προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα, μαρτυρικές καταθέσεις και ένορκες βεβαιώσεις, προκειμένου να ενισχύσει (το Δικαστήριο) την κρίση του για την υπαιτιότητα των προστηθέντων της αιτούσας στην πρόκληση του ναυτικού ατυχήματος συνεπεία του οποίου ο ενάγων υπέστη βαρύτατη σωματική βλάβη. Συνεκτιμήθηκε χωρίς να έχει αποφασιστική επίδραση στο σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος του Δικαστηρίου η οποία δεν θα ήταν διαφορετική και χωρίς αυτήν. Αντίθετη κρίση δε δεν μπορεί να στηριχθεί στο ότι υφίστανται ομοιότητες στο σκεπτικό των δυο αποφάσεων, της προσβαλλομένης και της καταδικαστικής της αιτούσας ποινικής αποφάσεως, δεδομένου ότι έκριναν τα ίδια πραγματικά περιστατικά προς το σκοπό εξαγωγής του ίδιου συμπεράσματος που αφορούσε την ύπαρξη ή μη υπαιτιότητας των προαναφερόμενων προσώπων.
Κατά συνέπεια των παραπάνω, εφόσον ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναψηλαφήσεως είναι ουσιαστικά αβάσιμος, πρέπει να απορριφθεί η τελευταία ως αβάσιμη και να καταδικαστεί η αιτούσα στα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η αίτηση (άρθρ. 183, 176 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
Τέλος επί του αιτήματος του καθ’ ου η αίτηση προς επιβολή ποινής σε βάρος της αιτούσας σύμφωνα με το άρθρο 205 ΚΠολΔ λεκτέα τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του εν λόγω άρθρου (205 ΚΠολΔ), όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, «το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στον διάδικο ή στον νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000,00) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500,00) ευρώ, που περιέρχεται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει από τη δίκη, που έγινε, ότι, αν και το γνώριζαν: 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας. Αντίγραφο της απόφασης αυτής γνωστοποιείται αμέσως στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της Γραμματείας». Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται, αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξεως, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της αποφάσεως, η υποχρέωση του Δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Η διάταξη αναφέρεται στην άσκηση προφανώς αβάσιμης αγωγής, ανταγωγής, παρεμβάσεως ή ενδίκου μέσου. Η απαρίθμηση, όμως, αυτή είναι ενδεικτική και πρέπει να γίνει δεκτό ότι, από το όλο πνεύμα και το σκοπό της διατάξεως, καταλαμβάνει κάθε μορφής αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Ως προφανώς αβάσιμο, κατά την έννοια της διατάξεως, νοείται το μέσο προστασίας, που ασκήθηκε, ενώ ήταν απαράδεκτο ή νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμο. Για την επιβολή της ποινής απαιτείται εν γνώσει επιχείρηση των απαγορευμένων πράξεων και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος και ακόμη περισσότερο η βαριά αμέλεια ενώ, η απόρριψη της αγωγής ή του ενδίκου μέσου ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμου, δεν υποδηλώνει, από μόνη της και παράβαση της παραπάνω διατάξεως (ΑΠ 1443/ 2014, ΑΠ 738/2012, ΜΕφΑθ 4944/2015, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ «Νόμος»). Στην προκειμένη περίπτωση, η απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως ως ουσιαστικά αβάσιμης η οποία προβλέπεται και ρυθμίζεται στις οικείες διατάξεις του ΚΠολΔ δεν υποδηλώνει και πρόθεση της αιτούσας, που προέβη σε άσκηση νόμιμου δικαιώματός της ενόψει του εννόμου συμφέροντος της να αντιμετωπίσει το δυσμενές σε βάρος της δεδικασμένο από την 360/2017 απόφαση, να επιτύχει με τον τρόπο αυτόν την καθυστέρηση στην εκτέλεσή της, έτσι ώστε να δικαιολογείται επιβολή χρηματικής ποινής σε βάρος της, για αυτό και το σχετικό αίτημα του καθ’ ου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την αίτηση αναψηλαφήσεως .
Καταδικάζει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η αίτηση, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 21 Μαΐου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ