Αριθμός 295 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 3397/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 19-3-2018, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης στις 14-7-2017, καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται αλλά και δεν προκύπτει επίδοση αντιγράφου αυτής. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). ΙΙ. Με την από 21-6-2016 (αρ. κατάθ. ………./2016) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, οι ανακόπτοντες ζητούσαν να ακυρωθεί: α] η με αριθμό ……../21-08-2015 ατομική ειδοποίηση της Δ.Ο.Υ. Νίκαιας, β] η σε αυτήν αναφερόμενη ταμειακή βεβαίωση, με αριθμό ………./17-08-2015, της ίδιας Δ.Ο.Υ., και, γ] ο με αριθμό …../2015 χρηματικός κατάλογος της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., δυνάμει των οποίων επισπεύδεται σε βάρος τους, της πρώτης ως μισθώτριας ενός ισογείου καταστήματος και του δεύτερου ως ομόρρυθμου εταίρου της, διοικητική εκτέλεση από την ΔΟΥ Νίκαιας για χρέος τους προς το καθ ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο, ποσού 11.000 ευρώ, που προήλθε από την εκχώρηση των απαιτήσεων της εκμισθώτριας, …………., από μισθώματα σε βάρος της πρώτης ανακόπτουσας, μισθώτριας του ανωτέρω καταστήματος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα για ακύρωση της ατομικής ειδοποίησης, ακολούθως απέρριψε την ανακοπή ως προς τον δεύτερο ανακόπτοντα, επειδή δεν του είχε κοινοποιηθεί ατομική ειδοποίηση για να καταβάλει τις επίδικες οφειλές στο Δημόσιο, και την έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τη πρώτη ανακόπτουσα, ετερρόρυθμη εταιρία, δεχόμενο τα προβαλλόμενα με λόγο της ανακοπής, ότι στο νόμιμο τίτλο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος και περιγράφεται ατελώς η ένδικη απαίτηση, με συνέπεια αυτή να υφίσταται δικονομική βλάβη μη δυνάμενη να επανορθωθεί με άλλον τρόπο, συνιστάμενη στην αδυναμία της να ελέγξει το ακριβές ύψος της οφειλής της και την αποκρούσει, και ακύρωσε την προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση και τον χρηματικό κατάλογο. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται το καθ’ού η ανακοπή, Ελληνικό Δημόσιο με την υπό κρίση έφεση του, επικαλούμενο εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν. ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 455, 460, 461 και 477 Α.Κ. σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 και 2 ΝΔ 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.) και 4 παρ. 7 του ν. 2238/1994 «Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος» προκύπτει ότι εισοδήματα από την εκμίσθωση ακινήτων, που θεωρούνται ότι έχουν αποκτηθεί κατά τη διάταξη του άρθρου 20 του ν. 2238/1994 και τα οποία αποδεδειγμένα δεν έχουν εισπραχθεί από το δικαιούχο, επιτρέπεται να μη συνυπολογίζονται στο συνολικό καθαρό εισόδημα του, εφόσον εκχωρηθούν στο Δημόσιο, χωρίς αντάλλαγμα. Η εκχώρηση γίνεται με απλή έγγραφη δήλωση του υπόχρεου σε φόρο, η οποία υποβάλλεται στον, αρμόδιο για τη φορολογία του, προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., μέσα στο οικονομικό έτος, στο οποίο τα εισοδήματα αυτά υπόκεινται σε φόρο, παραδίδοντας, συγχρόνως, σε αυτόν τα αποδεικτικά, της εκχωρούμενης απαίτησης, έγγραφα. Από της δηλώσεως αυτής του εκχωρητή, με τη βεβαίωση αυτού ότι δεν κατέχει άλλα αποδεικτικά, της εκχωρούμενης απαίτησης, έγγραφα, το Δημόσιο, ως εκδοχέας της εκχωρούμενης απαίτησης, υποκαθίσταται ως προς την εκχωρούμενη απαίτηση στα δικαιώματα του εκχωρητή, ως ειδικός διάδοχος αυτού, μη απαιτούμενης, κατά την, ειδικώς ρυθμίζουσα την εκχώρηση αυτή, διάταξη του ως άνω άρθρου 4 παρ. 7 του ν. 2238/1994, αναγγελίας της εκχωρήσεως προς τον οφειλέτη, η, δε, εκχωρούμενη απαίτηση αποτελεί δημόσιο έσοδο, που εισπράττεται από τον οφειλέτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. Στον οφειλέτη, εναντίον του οποίου επισπεύδεται διοικητική εκτέλεση προς είσπραξη της κατά τα παραπάνω, ιδιωτικής φύσεως, εκχωρηθείσας απαίτησης, παρέχεται το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά τα άρθρα 73 επ. του Κ.Ε.Δ.Ε., η οποία δικάζεται από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 583 – 585 Κ.Πολ.Δ. Με την ανακοπή αυτή επιτρέπεται η προβολή κάθε αντίρρησης, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κατά του νόμιμου τίτλου της εκχωρημένης απαίτησης, στην απόδειξη της οποίας υποχρεούται το καθ’ ου η ανακοπή, Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 1245/2010, ΜονΕΠειρ 191/2016, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ειδικότερα, στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή αυτή του άρθρου 73 παρ. 1 ν.δ. 356/1974, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 583-585 Κ.Πολ.Δ., η οποία μπορεί να ασκείται (και) κατά του «νόμιμου τίτλου», ο μεν ανακόπτων επέχει, καταρχήν, θέση εναγόμενου, ενώ, το καθ’ ου Δημόσιο θέση ενάγοντος και, έτσι, το τελευταίο βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, της οποίας το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμα του με αγωγή. Κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε., νόμιμο τίτλο αποτελεί η πράξη σε δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, από αυτόν δε (τον τίτλο), με τη συνδρομή των δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση. Σε κάθε περίπτωση πρέπει από τον τίτλο, δηλαδή από το σύνολο των εγγράφων που τον συγκροτούν, να προκύπτει βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση το είδος αυτής και η ακριβής αιτία της αντίστοιχης οφειλής, δηλαδή ανάλυση της κίνησης του λογαριασμού της, ώστε, αν αμφισβητηθεί, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, αφού με βάση το νόμιμο τίτλο είναι δυνατόν να επισπευστεί αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφή την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο (η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο, όπως είναι ο αρχικός δανειστής, στη θέση του οποίου αυτό υποκαταστάθηκε, κατόπιν εκχωρήσεως της απαιτήσεως (ΑΠ 273/2016, ΑΠ 175/2015, ΑΠ 2284/2009, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αν δεν υπάρχει ο, από το άρθρο 2 του Κ.Ε.Δ.Ε., προβλεπόμενος νόμιμος τίτλος ή αυτός είναι άκυρος, τότε δεν επιτρέπεται και είναι άκυρη η διοικητική εκτέλεση. Η απόδειξη της ύπαρξης του νόμιμου τίτλου βαρύνει εκείνον που επισπεύδει τη διοικητική εκτέλεση, ο οποίος οφείλει να αποδείξει τη νόμιμη συγκρότηση των εγγράφων, που θεμελιώνουν τον τίτλο (νομιμότητα της διαδικασίας διοικητικής και ταμειακής βεβαίωσης της οφειλής), καθώς και ότι από τα έγγραφα αυτά αποδεικνύεται η βέβαιη, εκκαθαρισμένη και ληξιπρόθεσμη απαίτηση, δηλαδή τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την κίνηση της διοικητικής εκτέλεσης (άρθρα 1, 2, 5 και 7 Κ.Ε.Δ.Ε.). Οι από το άρθρο 73 Κ.Ε.Δ.Ε. λόγοι ανακοπής είναι απεριόριστοι υπό την έννοια ότι οποιοδήποτε ελάττωμα της απαίτησης (δημοσίου εσόδου), της βεβαιωτικής διαδικασίας και γενικά του φερόμενου ως νόμιμου τίτλου δύναται να αποτελέσει λόγο της ανακοπής του άρθρου 73 Κ.Ε.Δ.Ε. (ΑΠ 1549/1998, ΔΕΕ 1999, 534, ΜονΕΠειρ 191/2016, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ο νόμιμος τίτλος δεν συμπίπτει με την ταμειακή βεβαίωση, πλην μεταξύ τους υφίσταται στενή αιτιακή σχέση, ώστε σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, όπως σε τίτλο στον οποίο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, να είναι αυτή ακυρωτέα (ΑΠ 340/2017, 1898/2014, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, ανακοπή κατά πράξης διοικητικής εκτέλεσης μπορεί να ασκήσει, καταρχήν, ο κατονομαζόμενος στην πράξη οφειλέτης, σε περίπτωση, όμως, που τρίτος ευθύνεται προσωπικά και αλληλεγγύως με εταιρεία για χρέη αυτής και του έχει κοινοποιηθεί ατομική ειδοποίηση, με την οποία κλήθηκε να καταβάλει τις οφειλές αυτές στο Δημόσιο, μπορεί και αυτός να προσβάλει την πράξη της ταμειακής βεβαίωσης του χρέους, έστω και αν η εν λόγω πράξη εκδόθηκε σε βάρος της εταιρείας (ΣτΕ 237/2008, 2999/2006, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ ). IV. Απο τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της από 01-05-2006 σύμβασης μίσθωσης, ο δεύτερος ανακόπτων (και μη διάδικος στη κατ’έφεση δίκη) συμφώνησε με την ……….. να μισθώσει ένα ισόγειο κατάστημα, ιδιοκτησίας της, ευρισκόμενο στον ….. Αττικής, επί των οδών …………., προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας με αντικείμενο εργασιών πώληση ειδών κιγκαλερίας. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε εξαετής και το μηνιαίο μίσθωμα καθορίστηκε στο ποσό των 1.500 ευρώ για τα δύο πρώτα μισθωτικά έτη, αναπροσαρμοζόμενο, κατόπιν, ετησίως σε ποσοστό 5%. Επίσης, δια πρόσθετου όρου υπό στοιχείο 12, συμφωνήθηκε πως ο δεύτερος ανακόπτων – μισθωτής είχε το δικαίωμα να συστήσει προσωπική εμπορική εταιρεία, για την εκμετάλλευση της, στο μίσθιο στεγαζόμενης, επιχείρησης, η οποία θα υπεισερχόταν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της σύμβασης μίσθωσης. Με το από 27-11-2008 συμφωνητικό, δημοσιευθέν στα βιβλία του Πρωτοδικείο Πειραιά με αριθμό μητρώου …../02-12-2008 και αριθμό κατάθεσης …./2008, συστάθηκε η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «. . ………», η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μίσθωσης. Έτσι, στις 15-01-2012, η εκμισθώτρια, …… και η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……………», ως μισθώτρια, κατάρτισαν το με την ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό, δια του οποίου τροποποιήθηκε το άρθρο 3 της από 01-05-2006 σύμβασης μίσθωσης και συμφωνήθηκε το μηνιαίο μίσθωμα να οριστεί στο ποσό των 1.100 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 01-12-2011 μέχρι 31-05-2013. Στη συνέχεια, η προαναφερόμενη ομόρρυθμη εταιρεία, με το από 14-02-2012 συμφωνητικό, δημοσιευμένο στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) με ΚΑΚ ……../14-02-2012, μετασχηματίστηκε σε ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………», καθόσον το ομόρρυθμο μέλος, …….., έγινε ετερόρρυθμη εταίρος, ενώ ο ………. παρέμεινε ομόρρυθμος εταίρος, με ποσοστό 51 % στο εταιρικό κεφάλαιο. Κατόπιν, η εκμισθώτρια, ………, υπέβαλε σε βάρος της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «……..» και του δεύτερου ανακόπτοντος την από 03-10-2014 αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και εκδόθηκε η με αριθμό ……/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δια της οποίας οι καθ’ ων διατάχθηκαν να της καταβάλουν, η ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρεία ως μισθώτρια και ο δεύτερος ανακόπτων ως ομόρρυθμος εταίρος της, καθένας εις ολόκληρο, το ποσό των 23.377,05 ευρώ, για οφειλόμενα μισθώματα από τον μήνα Ιούνιο του έτους 2013 μέχρι τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2014. Την 15-10-2014 η εκμισθώτρια επέδωσε αντίγραφο πρώτου απογράφου εκτελεστού της πιο πάνω διαταγής πληρωμής και ο δεύτερος ανακόπτων άσκησε την από 03-11-2014 (ΓΑΚ ……/2014 και ΑΚ ……/2014) ανακοπή του άρθρου 632 Κ.Πολ.Δ. και την από 03-11-2014 (ΑΚ …../2014) αίτηση αναστολής, που έγινε δεκτή με την με αριθμό 452/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δημοσιευθείσα στις 10-03-2015, καθόσον πιθανολογήθηκε η ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, συνεπεία παραδοχής της ανακοπής. Ακολούθως, η εκμισθώτρια, ……….., εκχώρησε στη Δ.Ο.Υ. Νίκαιας, με την με αριθμό πρωτοκόλλου ……./11-08-2015 δήλωση εκχώρησης, ανείσπρακτα, κατά τους ισχυρισμούς της, μισθώματα για την χρονική περίοδο από 01-01-2014 μέχρι 31-10-2014, μηνιαίου ποσού 1.100 ευρώ και συνολικού ποσού (10 Χ 1.100 =) 11.000 ευρώ. Μαζί με τη δήλωση εκχώρησης συνυπέβαλε, μεταξύ άλλων, την από 11-08-2015 υπεύθυνη δήλωση της, τα από 01-05-2006 και 15-01-2012 ιδιωτικά συμφωνητικά και την με αριθμό ……./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Κατόπιν τούτου, η Δ.Ο.Υ. Νίκαιας προχώρησε στην έκδοση της με αριθμό ……./17-08-2015 ταμειακής βεβαίωσης της οφειλής σε βάρος της πρώτης ανακόπτουσας και τη σύνταξη του χρηματικού καταλόγου (……/2015) και ενημέρωσε σχετικά τη τελευταία με την με αριθμό …../21-08-2015 ατομική ειδοποίηση, που της κοινοποίησε νόμιμα. Η πρώτη ανακόπτουσα ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της, ότι στο νόμιμο τίτλο σε συνδυασμό και με τα λοιπά έγγραφα που τον συνοδεύουν, περιγράφεται ατελώς η ένδικη απαίτηση, με συνέπεια αυτή να υφίσταται δικονομική βλάβη μη δυνάμενη να επανορθωθεί με άλλον τρόπο, που συνίσταται ειδικότερα στην αδυναμία της να ελέγξει το ακριβές ύψος της οφειλής της και την αποκρούσει. Και τούτο διότι, αν και στη με αριθμό …../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε μετά από σχετική αίτηση της εκχωρήτριας-εκμισθώτριας, αναφέρεται, ότι το μηνιαίο μίσθωμα, κατά την χρονική περίοδο από 01-01-2014 μέχρι 31-10-2014, ανερχόταν στο ποσό των 1.798,65 ευρώ, το δε συνολικά οφειλόμενο ποσό σε 16.286,50 ευρώ, εν τούτοις, η τελευταία φέρεται να δηλώνει στη Δ.Ο.Υ. Νίκαιας, με την με αριθμό πρωτοκόλλου ……/11-08-2015 δήλωση εκχώρησης, ότι το μίσθωμα του ακινήτου της ανέρχεται στο ποσό των 1.100 ευρώ μηνιαίως, και συνολικά για την χρονική περίοδο από 1-1-2014 έως 31-10-2014, στο ποσό των (10 Χ 1.100 =) 11.000 ευρώ. Ωστόσο, η αντιφατικότητα αυτή, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας, δεν καθιστά δίχως άλλο τη περιγραφή της εκχωρηθείσας απαίτησης ατελή, ασαφή και αόριστη, και δη σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προκαλείται στην ανακόπτουσα εταιρία δικονομική βλάβη, καθόσον δεν της στερεί τη δυνατότητα να αμυνθεί κατ’αυτής και να προβάλει ευχερώς τις αντιρρήσεις της και τις σχετικές ενστάσεις της περί εξοφλήσεως (όπως εξάλλου πράττει με το δεύτερο λόγο της ανακοπής της, υπολογίζοντας μάλιστα το οφειλόμενο μίσθωμα για το επίδικο χρονικό διάστημα, στο ποσό των 1798 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι από τον νόμιμο τίτλο και τα έγγραφα που τον συνοδεύουν δεν αποδεικνύεται βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση, και δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, περαιτέρω δε από την ατελή περιγραφή της ένδικης απαίτησης οι ανακόπτοντες υφίστανται δικονομική βλάβη, συνιστάμενη στην αδυναμία τους να ελέγξουν το ακριβές ύψος της οφειλής τους και να αποκρούσουν αυτή, μη δυνάμενη να επανορθωθεί άλλως παρά μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας της ταμειακής βεβαίωσης, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης πρέπει να γίνουν δεκτοί, όπως και η έφεση στο σύνολο της, και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολούθως δε το Δικαστήριο τούτο πρέπει να κρατήσει και να ερευνήσει περαιτέρω την ανακοπή και ως προς τους λοιπούς λόγους της. V. Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής η πρώτη ανακόπτουσα προβάλλει την ένσταση εξόφλησης της εκχωρηθείσας στο Ελληνικό Δημόσιο απαίτησης από οφειλόμενα μισθώματα, έτους 2014, επικαλούμενη καταβολή συνολικού ποσού 11.100 ευρώ, και δη πριν την εκχώρηση τους στο καθ’ού η ανακοπή, Ελληνικό Δημόσιο, καθώς και απόσβεση των μισθωμάτων Αυγούστου και Σεπτεμβρίου έτους 2014, με συμψηφισμό της αξίωσης απόδοσης της καταβληθείσας εγγυήσεως, ποσού 3000 ευρώ. Όπως προκύπτει δε, ο δεύτερος ανακόπτων, ομόρρυθμος εταίρος της πρώτης ανακόπτουσας, που ευθύνεται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον με αυτήν για την καταβολή των μισθωμάτων άσκησε κατά της εκχωρήτριας εκμισθώτριας, ………. την από 3-1-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../…./2014 ανακοπή κατά της εκδοθείσας σε βάρος αμφότερων των ανακοπτόντων υπ’αρίθμ. …./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενος ομοίως εξόφληση με καταβολή και συμψηφισμό των επίδικων μισθωμάτων, που ακολούθως εκχωρήθηκαν κατά τα ανωτέρω στο Ελληνικό Δημόσιο. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 4096/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που την έκανε μερικώς δεκτή δεχόμενη κατά ένα μέρος την προβαλλόμενη ένσταση εξόφλησης και ακύρωσε τη προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής για το ποσό των 21.319,75 ευρώ ενώ επικύρωσε αυτή κατά το υπόλοιπο ποσό των 2.057,30 ευρώ. Συνεπώς, συντρέχει περίπτωση αναβολής της εκδίκασης της υπόθεσης, μέχρι τελεσιδίκου περατώσεως της δίκης επί της ανωτέρω ανακοπής, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός του συνοφειλέτη της πρώτης ανακόπτουσας, ομόρρυθμου εταίρου της, ευθυνόμενου εις ολόκληρον με αυτή για τα επίδικα χρέη της ενεργεί αντικειμενικά και επιφέρει αντίστοιχη απόσβεση της ενοχής (άρθρα 416, 483 ΑΚ). Τέλος, δικαστικά έξοδα δεν ορίζονται, διότι η απόφαση δεν είναι οριστική (άρθρο 191 § 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση με παρόντες τους διαδίκους.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 3397/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 21-6-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2016 ανακοπή.
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση της ανακοπής μέχρι την τελεσίδικη περάτωση της δίκης επί της με αριθμό κατάθεσης ………/2014 ανακοπής, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Μαΐου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
H ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ