ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός αποφάσεως 234/2019
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη – Εισηγητή, Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, και από την Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Α) Οι κρινόμενες (υπ’ αριθ. καταθ. …….. /30-9-2016, …….. /28-9-2016, ……… /5-9-2016 και ………… /4-10-2016) εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 1411/2016 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495§§1&2, 513§1εδ.α΄-περ.β΄, 518§2 και 520§1 ΚΠολΔ). Έχει δέ κατατεθεί δι’ εκάστην εξ αυτών το εκ του άρθρου 495§3Αγ ΚΠολΔ προβλεπόμενο παράβολο εφέσεως και δή: α) το υπ’ αριθ. ……. /30-9-2016 διπλότυπο εισπράξεως τύπου Β΄ της Δ.Ο.Υ. Πειραιώς εν σχέσει προς την πρώτη έφεση, β) τα υπ’ αριθ. …….. σειράς Α΄ παράβολα του Ελληνικού Δημοσίου και τα υπ’ αριθ. …….. παράβολα ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. εν σχέσει προς την δευτέρα έφεση, γ) τα υπ’ αριθ. ……. παράβολα του Ελληνικού Δημοσίου και τα υπ’ αριθ. …….. ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. εν σχέσει προς την τρίτη έφεση και δ) τα υπ’ αριθ. ..……… σειράς Α΄ παράβολα του Ελληνικού Δημοσίου και τα υπ’ αριθ. …. σειράς Α΄ παράβολα ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. εν σχέσει προς την τετάρτην έφεση. Κρίνονται επομένως τυπικώς δεκτές και πρέπει να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και το νόμω και ουσία βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων αυτών συνεκδικαζόμενες προς διευκόλυνσιν της διεξαγωγής της δίκης (άρθρα 246 και 524§1 ΚΠολΔ).
Β) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. … /28-6-2013 αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η ενάγουσα ισχυρίσθηκε τα ακόλουθα: α) ότι κατά τους διά του αγωγικού δικογράφου αναφερομένους τόπο και χρόνο κατά την διάρκεια προπονήσεως αυτής ως αθλητρίας του αθλητικού τμήματος «τραμπολίνο» του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου υπέστη την διά του ως άνω δικογράφου περιγραφομένη βαρεία σωματική βλάβη και β) ότι ο προαναφερόμενος τραυματισμός αυτής οφείλεται αφ’ ενός σε αμέλεια του πρώτου εναγομένου προπονητού αυτής, ο οποίος είχε προστηθεί εις την προπόνησή της υπό του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου και αφ’ ετέρου σε αμέλεια του τρίτου εναγομένου προέδρου (οργάνου) του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου, μετά των οποίων πρώτου και τρίτου εναγομένου ενέχεται εις ολόκληρον το δεύτερο εναγόμενο αθλητικό σωματείο (τόσον ως προστήσαν τον πρώτον εναγόμενο όσον και ως νομικό πρόσωπο έχον ως όργανό του τον τρίτο εναγόμενο), καθώς και σε παράλληλη αμέλεια της τετάρτης εναγομένης αθλητικής ομοσπονδίας. Εζήτησε δε, όπως το αγωγικό αίτημα παραδεκτώς περιωρίσθη διά προφορικής δηλώσεως καταχωρηθείσης στα πρακτικά της πρωτοβαθμίου συζητήσεως αλλά και διά των πρωτοβαθμίων προτάσεων (άρθρο 223 ΚΠολΔ), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, να καταβάλουν εις ολόκληρον προς αυτήν διά χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης αυτής χρηματικό ποσό 1.500.000 ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Επί της ως άνω αγωγής εξεδόθη η υπ’ αριθ. 1411 /2016 απόφαση τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας η αγωγή εγένετο (κατά πλειοψηφία) εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν. Κατά της ως άνω αποφάσεως άσκησαν: α΄) την υπ’ αριθ. καταθ. …….. /30-9-2016 έφεση ο πρώτος εναγόμενος προπονητής και το δεύτερο εναγόμενο αθλητικό σωματείο, β΄) την υπ’ αριθ. καταθ. ……… /28-9-2016 έφεση ο τρίτος εναγόμενος πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου, γ΄) την υπ’ αριθ. καταθ. ……. /5-9-2016 έφεση η τετάρτη εναγομένη αθλητική ομοσπονδία και δ΄) την υπ’ αριθ. καταθ. ……. /4-10-2016 έφεση η ενάγουσα. Διά των πρώτης, δευτέρας και τρίτης ως άνω εφέσεων τόσον ο πρώτος εναγόμενος και το δεύτερο εναγόμενο, όσον και ο τρίτος εναγόμενος, καθώς και η τετάρτη εναγομένη ζητούν αντιστοίχως την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το κεφάλαιο μερικής παραδοχής της εις βάρος αυτών ασκηθείσης αγωγής και την ολοκληρωτική απόρριψη αυτής, ενώ διά της τετάρτης εφέσεως η ενάγουσα ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το (εν μέρει) απορριπτικό της αγωγής κεφάλαιο και την ολική ουσιαστική παραδοχή της αγωγής.
Γ) Από τα άρθρα 297, 298, 300, 330, 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι διά την θεμελίωση ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία απαιτείται: α) παράνομη συμπεριφορά του ζημιώσαντος έναντι του ζημιωθέντος, β) δόλος ή αμέλεια του ζημιώσαντος και γ) η ύπαρξη αιτιώδους συναφείας μεταξύ της παρανόμου συμπεριφοράς ως αιτίου και της επελθούσης ζημίας ως αποτελέσματος. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, δύναται να συνίσταται ουχί μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφ’ όσον κατά την τελευταία περίπτωση ο παραλείψας ήτο υποχρεωμένος σε πράξη εκ του νόμου ή εκ της δικαιοπραξίας είτε εκ της καλής πίστεως κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δέ συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου, ήτο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και ηδύνατο αντικειμενικώς να επιφέρει, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (βλ. ΑΠ 123 /2019, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 1009 /2015, ΤΝΠΔΣΑ). Αμέλεια, η οποία εν προκειμένω ενδιαφέρει, συντρέχει, όταν δεν καταβάλλεται η κατά τις συναλλαγές απαιτουμένη επιμέλεια, ήτοι η κατά την συναλλακτική πίστη καταβλητέα υπό του δράστου εις τον κύκλο της αρμοδιότητός του είτε υπάρχει προς τούτο είτε δεν υπάρχει σαφές νομικό καθήκον, αρκεί ο δράστης να συμπεριεφέρθη κατά τρόπον αντίθετο προς τον εκ των περιστάσεων επιβαλλόμενον. Εφ’ όσον μάλιστα γίνεται επίκληση υπαιτίας συμπεριφοράς (δόλου ή -όπως εν προκειμένω ενδιαφέρει- αμελείας), δύναται το δικαστήριο να προβεί εις τον ειδικώτερο προσδιορισμό αυτής από την εκτίμηση των αποδείξεων, δίχως εντεύθεν να επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της αγωγικής βάσεως (βλ. ΑΠ 345 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 699276). Όμως, από τα άρθρα 262§1 ΚΠολΔ και 300 ΑΚ συνάγεται ότι διά το ορισμένον της ενστάσεως συνυπαιτιότητος (οικείου πταίσματος) δεν αρκεί η απλή παράθεση πραγματικών στοιχείων ικανών και προσφόρων προς θεμελίωση πταίσματος του παθόντος αλλά απαιτείται και σαφής μνεία της προτάσεως αυτών προς θεμελίωση της εν λόγω ενστάσεως, ούτως ώστε διά παραδοχής αυτής το δικαστήριο είτε να απαλλάξει τον ζημιώσαντα ή τον προστήσαντα είτε να μειώσει την υπό του υπαιτίου προς τον ζημιωθέντα οφειλομένη αποζημίωση (βλ. ΑΠ 1728 /2007, ΤΝΠΔΣΑ). Ο συγκεκριμένος λόγος μειώσεως ή άρσεως της υποχρεώσεως αποζημιώσεως, ο οποίος εφαρμόζεται διά ζημία ενδοσυμβατική, προσυμβατική ή εξωσυμβατική, δεν απαιτείται να συμπεριλαμβάνει διά της αντιστοίχου ενστάσεως και προσδιορισμό του ποσοστού συνυπαιτιότητος αλλά αρκεί η παράθεση των θεμελιούντων την συνδρομή του οικείου πταίσματος πραγματικών στοιχείων (βλ. ΑΠ 1729 /2013, ΤΝΠΔΣΑ). Το συντρέχον πταίσμα δύναται να αντιταχθεί και κατά της αξιώσεως του παθόντος διά επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, όπου λαμβάνεται υπ’ όψιν υπό του δικαστηρίου της ουσίας και συνεκτιμάται ομού μετά των υπολοίπων προσδιοριστικών του χρηματικού ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως πραγματικών στοιχείων (όπως των συνθηκών ατυχήματος, της εκτάσεως της σωματικής βλάβης και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των αντιδίκων πλευρών). Δύναται δέ ο ως άνω αυτοτελής ισχυρισμός να συγκροτείται υπό πλειόνων περιστατικών, έκαστον των οποίων είναι δυνατόν να θεμελιώσει αυτοτελώς συντρέχον πταίσμα του παθόντος, οπότε το δικαστήριον της ουσίας δεν δύναται να αγνοήσει κάποιο από τα προβαλλόμενα πλείονα πραγματικά στοιχεία θεμελιώσεως της εν λόγω ενστάσεως αλλά είναι υποχρεωμένο να εξετάσει άπαντα τα ως άνω στοιχεία επιστηρίξεώς της (βλ. ΑΠ 2255 /2009, ΤΝΠΔΣΑ). Εξ άλλου, κατά την έννοια του άρθρου 922 ΑΚ πρόστηση είναι η υπό τινος (προστήσαντος) ανάθεση σε τρίτον (προστηθέντα) ορισμένης υπηρεσίας, η οποία αποβλέπει εις την διεκπεραίωση κάποιας υποθέσεως και εν γένει εις την εξυπηρέτηση των συμφερόντων (επαγγελματικών, οικονομικών και άλλων) του προστήσαντος, ενώ προϋπόθεση της προστήσεως είναι η ύπαρξη (έστω και χαλαρής) σχέσεως εξαρτήσεως μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος, ούτως ώστε να δύναται ο πρώτος να παρέχει και να δίδει προς τον δεύτερον εντολές ή οδηγίες, καθώς και να ελέγχει και επιβλέπει αυτόν ως προς την εκτέλεση της υπηρεσίας. Διά την ύπαρξη προστήσεως τυγχάνει νομικώς αδιάφορη τόσον η νομική σχέση, διά της οποίας συνδέονται προστήσας και προστηθείς (αύτη δύναται να στηρίζεται και επί σχέσεως καθαρώς πραγματικής), όσον και η δυνατότης διαρκούς επιβλέψεως του προστηθέντος υπό του προστήσαντος. Εις την έννοιαν της υπηρεσίας περιλαμβάνονται και όσες πράξεις εκτελούνται επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας (βλ. ΑΠ 1262 /2017, ΤΝΠΔΣΑ). Ήτοι, διά την θεμελίωση προστήσεως δεν απαιτείται πλήρης εξάρτηση μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος, δεδομένου ότι ούτε εκ της εννοίας και του σκοπού της διατάξεως συνάγεται τέτοιος περιορισμός, αλλά αρκεί ο προστηθείς να υπόκειται εις τον έλεγχο ή τις γενικές οδηγίες και εντολές ή την επίβλεψη του προστήσαντος κατά την εκτέλεση της εις αυτόν ανατεθείσης εργασίας. Εφ’ όσον η δραστηριότης του ενδιαμέσου προσώπου εντάσσεται στον επιχειρησιακό, επαγγελματικό ή κοινωνικό κύκλο δράσεως του κυρίου της υποθέσεως, τότε δικαιολογείται να εμπίπτει και στο πεδίο κινδύνου, κατά την έννοια του άρθρου 922 ΑΚ, η μετάθεση της ευθύνης σε αυτόν. Η υπό του προστηθέντος ανάπτυξη ιδίας πρωτοβουλίας και σφαίρας δράσεως εντός του πλαισίου του πεδίου δράσεως του προστήσαντος δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού της ευθύνης του τελευταίου. Υπό τις ως άνω προϋποθέσεις θεμελιούται αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος διά τις ζημίες, τις οποίες παρανόμως και υπαιτίως προεκάλεσε ο προστηθείς, μετά του οποίου ευθύνεται εις ολόκληρον κατά τα άρθρα 481, 486 και 926 ΑΚ. Έκθεση των κατά νόμον απαραιτήτων στοιχείων, τα οποία πληρούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνος δικαίου, θεωρείται ότι υπάρχει, και όταν ιστορικώς αναφέρεται διά της αγωγής ορισμένη νομική έννοια υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενο αυτής είναι αναμφιβόλως γνωστό, αφού τα προκαθορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία τέτοιας εννοίας υπονοούνται διά της χρησιμοποιήσεως της λέξεως, διά της οποίας αυτή δηλούται, οπότε δεν απαιτείται λεπτομερής αναφορά και ανάλυση των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων αυτής. Ούτως, εφ’ όσον διά της αγωγής αναφέρεται ιστορικώς η αναμφιβόλως γνωστή έννοια της προστήσεως, θεωρείται ότι προβάλλονται δι’ αυτής τα προς εξειδίκευσιν και περιγραφήν της εννοίας αυτής γεγονότα, ενώ η συγκεκριμενοποίηση των διά της αγωγής αναφερομένων βασικών γνωρισμάτων της ως άνω νομικής εννοίας δύναται να γίνει και βάσει των εκ της αποδεικτικής διαδικασίας προκυπτόντων πραγματικών περιστατικών, ακόμη και εάν ο ενάγων δεν έχει επικαλεσθεί αυτά (βλ. ΑΠ 866 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 739382). Ως εκ τούτου, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι διά του άρθρου 31§6εδ.α&β Ν. 2725 /1999 (όπως η 6η παράγραφος αντικατεστάθη διά του άρθρου 75§2 Ν. 3057 /2002) ορίζεται ότι ο προπονητής υποχρεωτικώς συμβάλλεται εγγράφως μετά του αθλητικού φορέως, προς τον οποίον παρέχει τις υπηρεσίες του διά πλήρους, μερικής ή περιοδικής απασχολήσεως εξηρτημένης εργασίας ή παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και ότι διά το έγκυρον της συμβάσεως απαιτείται η κατάθεση αυτής εις την οικεία δημοσίαν οικονομικήν υπηρεσίαν και η θεώρηση ταύτης υπό της ως άνω φορολογικής αρχής, οπότε εν περιπτώσει μη τηρήσεως των ως άνω τηρητέων στοιχείων η σύμβαση παροχής αθλητικών υπηρεσιών υπό προπονητού προς αθλητικό φορέα τυγχάνει, κατά τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ, άκυρος και υφίσταται απλή σχέση εργασίας μεταξύ αυτών (βλ. ΑΠ 2186 /2014, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 570 /2009, ΤΝΠΔΣΑ), παρέπεται ότι ο προπονητής τελεί σε σχέση προστήσεως προς το απασχολούν αυτόν αθλητικό σωματείο, ακόμη και εάν η παροχή προπονητικών υπηρεσιών υπό του προπονητού προς το αθλητικό σωματείο συνιστά απλή πραγματική κατάσταση λόγω μη τηρήσεως του, κατά τα ως άνω, απαιτουμένου συστατικού τύπου διά την έγκυρη σύναψη συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 63§1 ΑΚ το νομικό πρόσωπο διοικείται υπό ενός ή περισσοτέρων προσώπων, ενώ, κατά το άρθρο 67 ΑΚ, όποιος έχει την διοίκηση νομικού προσώπου, φροντίζει τις υποθέσεις αυτού και αντιπροσωπεύει τούτο δικαστικώς και εξωδίκως, απαγορευομένης της υποκαταστάσεως, εφ’ όσον διά της συστατικής πράξεως ή του καταστατικού δεν ορίζεται διαφορετικώς. Κατά δέ το άρθρο 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται διά τις πράξεις ή παραλείψεις των αντιπροσωπευόντων αυτό οργάνων, εφ’ όσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των εις αυτούς ανατεθέντων καθηκόντων και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι καθιερούται ευθύνη εκ πράξεως ή παραλείψεως των καταστατικών οργάνων των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, η οποία πρέπει να είναι παράνομος και να ανάγεται σε πράξεις ή παραλείψεις των ανατεθέντων προς αυτούς καθηκόντων. Εάν υπάρχει και υπαιτιότης του οργάνου, παραλλήλως προς την ευθύνη του νομικού προσώπου συντρέχει και τοιαύτη του υπευθύνου οργάνου, υφισταμένης μεταξύ τούτων παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (βλ. ΑΠ 123 /2019, ο.π. και ΑΠ 88 /2018, ΤΕΤΡΑΒΙΒΛΟΣ – ΝΟΜΟΠΑΙΔΕΙΑ). Ήτοι: α) οι νόμιμες υποχρεώσεις των νομικών προσώπων διά πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν εις τα όργανα διοικήσεως και εκπροσωπήσεως των νομικών προσώπων, τουτέστιν εις τα φυσικά πρόσωπα, διά των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις των νομικών προσώπων και ενσαρκούται η βούληση αυτών, β) εν περιπτώσει αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου δεν απαιτείται εξειδίκευση των επί μέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσεως εκάστου μέλους της διοικήσεως διά την κατ’ αρχήν θεμελίωση της ιδίας αυτού υποχρεώσεως προς αποζημίωσιν του εκ του αδικήματος βλαβέντος προσώπου και γ) οιοδήποτε μέλος της διοικήσεως του νομικού προσώπου δύναται να επικαλεσθεί δι’ ενστάσεως και να αποδείξει ότι διά ειδικούς λόγους δεν είναι προσωπικώς υπεύθυνο διά την διάπραξη του αδικήματος και την εξ αυτού επελθούσα ζημία του παθόντος (βλ. ΑΠ 1716 /2012, ΤΕΤΡΑΒΙΒΛΟΣ – ΝΟΜΟΠΑΙΔΕΙΑ). Εξ άλλου, σκοπός του άρθρου 923 ΑΚ, διά του οποίου ορίζεται ότι όποιος έχει την εποπτεία ανηλίκου (ή ενηλίκου υπό δικαστική συμπαράσταση τελούντος), ευθύνεται διά την ζημία, την οποίαν αυτός προξενεί παρανόμως σε τρίτον, εκτός εάν αποδείξει ότι άσκησε την προσήκουσα εποπτεία ή ότι η ζημία δεν ηδύνατο να αποτραπεί, καθώς και ότι την αυτήν ευθύνη έχει και όποιος ασκεί την εποπτεία διά συμβάσεως, τυγχάνει η προστασία των τρίτων έναντι των ανηλίκων ή των υπό δικαστική συμπαράσταση τελούντων προσώπων και ουχί του ιδίου του εποπτευομένου διά ζημίαν, την οποίαν υπέστη από την παραμέληση της εποπτείας, αφού κατά την περίπτωση αυτή εφαρμοστέες τυγχάνουν οι διατάξεις των άρθρων 1510, 1531, 1532, 1632, 1680, 335επ. και 380επ. ΑΚ, εκ των οποίων απορρέει η υποχρέωση εποπτείας, είτε ενδεχομένως οι διατάξεις των άρθρων 330 και 914 ΑΚ περί αδικοπραξίας λόγω αμελούς συμπεριφοράς (βλ. ΑΠ 239 /2010, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 422 /2008, ΤΝΠΔΣΑ). Επειδή αντιστοίχως, διά του άρθρου 916 ΑΚ ορίζεται ότι, όποιος δεν έχει συμπληρώσει το δέκατον έτος της ηλικίας του, δεν ευθύνεται διά την υπ’ αυτού προξενηθείσα ζημία, και διά του άρθρου 917 ΑΚ ορίζεται ότι, όποιος συνεπλήρωσε το δέκατο αλλά ουχί και το δέκατο τέταρτον έτος της ηλικίας του, ευθύνεται διά την υπ’ αυτού προξενηθείσα ζημία, εκτός εάν ενήργησε άνευ διακρίσεως, εξ αυτών συνάγεται ότι εκ του νόμου καθιερούται, ως κανών, η εξ αδικοπραξίας ευθύνη του ηλικίας μεταξύ δέκα και δέκα τεσσάρων ετών ανηλίκου διά την υπ’ αυτού προξενηθείσα ζημία, διότι ούτος θεωρείται ότι ενεργεί μετά διακρίσεως, ενώ, τυχόν εναγόμενος ο ως άνω ανήλικος, δύναται να επικαλεσθεί και να προβάλει δι’ ενστάσεως ότι ενήργησε άνευ διακρίσεως και ότι ένεκα τούτου δεν ευθύνεται. Συνακολούθως, εφ’ όσον ο τοιαύτης ηλικίας ανήλικος δεν ευθύνεται διά την υπ’ αυτού προξενουμένη ζημία προς τρίτους, αντιστοίχως δεν δύναται να καταλογισθεί εις αυτόν διά προβολής της επί του άρθρου 300 ΑΚ ερειδομένης ενστάσεως (περί οικείου πταίσματος) ότι διά ιδίας αυτού ενεργείας ή παραλείψεως συνέβαλε εις την πρόκληση της εαυτού ζημίας, αφού ως ακαταλόγιστος δεν ευθύνεται διά την υπό του ιδίου προς τρίτους προκαλουμένη ζημία, οπότε διά τον αυτόν λόγον δεν ευθύνεται διά την υπ’ αυτού εις εαυτόν προκαλουμένη αντίστοιχη (βλ. ΑΠ 1513 /2017, ΤΕΤΡΑΒΙΒΛΟΣ – ΝΟΜΟΠΑΙΔΕΙΑ, ΑΠ 1410 /2006, ΤΝΠΔΣΑ, Κωνσταντίνου Καυκά, «Ενοχικόν Δίκαιον», τόμον Β΄, έκδοσιν 1975, σελ. 767 – 768, υποσ. 1 και Βασιλείου Βαθρακοκοίλη. Αναλυτική Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικος», τόμον Α΄, έκδοση 1989, άρθρα 916 και 917, σελ. 1235 – 1236). Γίνεται δεκτόν, όμως, ότι διά την επιδίκαση εύλογης, κατ’ άρθρον 932 ΑΚ, χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να λάβει υπ’ όψιν και να συνεκτιμήσει ως ένα εκ των προσδιοριστικών παραγόντων του ύψους αυτής το συντρέχον πταίσμα του παθόντος, ακόμη και εάν αυτός είναι ακαταλόγιστος (βλ. ΑΠ 1513 /2017, ο.π.). Επίσης διά την βλάβη (ζημία) του ιδίου του εποπτευομένου κάτω των δέκα ετών (ή μεταξύ δέκα και δέκα τεσσάρων ετών αλλά άνευ διακρίσεως) ανηλίκου υφίσταται, κατά τα άρθρα 926 και 927 ΑΚ, εις ολόκληρον ευθύνη μεταξύ του τρίτου και του εποπτεύοντος (βλ. ΑΠ 239 /2010, ο.π.), οπότε επί αγωγής (ουχί των γονέων και λοιπών οικείων επί θανατώσεως ανηλίκου διά χρηματική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης αλλά) του τραυματισθέντος ανηλίκου διά αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης δεν δύναται να προβληθεί υπό του ζημιώσαντος τρίτου η ένσταση οικείου πταίσματος των γονέων αυτού λόγω μη ασκήσεως επαρκούς εποπτείας, αφού και αυτοί ευθύνονται έναντι του ανηλίκου εις ολόκληρον μετά του ζημιώσαντος (βλ. ΕφΘεσσ 1966 /1987, ΤΝΠΔΣΑ και Βασιλείου Βαθρακοκοίλη, ως άνω, άρθρο 300, σελ. 463). Κατά την περίπτωση, όμως, θανατώσεως ανηλίκου κάτω των δέκα ετών (μη έχοντος λόγω της τοιαύτης ηλικίας ικανότητα καταλογισμού) ή ανηλίκου μεταξύ δέκα και δέκα τεσσάρων ετών αλλά ενεργήσαντος άνευ διακρίσεως (και αντιστοίχως μη έχοντος ικανότητα καταλογισμού), λαμβάνεται υπ’ όψιν το συντρέχον πταίσμα των μη ασκησάντων επαρκώς το καθήκον εποπτείας γονέων αυτού ως προς την αξίωση αυτών (γονέων) διά επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης (βλ. ΑΠ 731 /2008, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 1676 /2006, ΤΝΠΔΣΑ). Ειδικώς διά την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης εις τους γονείς του μη συμπληρώσαντος το δέκατον έτος της ηλικίας ανηλίκου λαμβάνεται υπ’ όψιν και το συντρέχον πταίσμα ουχί μόνον των γονέων ως προς την παράλειψιν της εποπτείας αλλά και του ιδίου του κάτω των δέκα ετών θύματος (βλ. ΑΠ 204 /2016, ΤΝΠΔΣΑ). Παρέπεται εκ των ανωτέρω ότι κατά του (διά των νομίμων εκπροσώπων) ενάγοντος υπερδεκατετραετούς ανηλίκου δύναται να αντιταχθεί υπό του ζημιώσαντος αντιδίκου το οικείον πταίσμα του ανηλίκου προς μείωσιν του ύψους της υπ’ αυτού εγειρομένης αξιώσεως αποζημιώσεως ένεκα αδικοπραξίας τελεσθείσης εις βάρος του. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 1 Ν. 2725 /1999 αθλητικό σωματείο είναι η κατά τις διατάξεις των άρθρων 78 και επομένων του Αστικού Κώδικος ένωση φυσικών προσώπων, η οποία έχει ως κύριο σκοπό την συστηματική καλλιέργεια και ανάπτυξη των δυνατοτήτων των αθλητών αυτής διά την συμμετοχή αυτών σε αθλητικούς αγώνες. Κατά το άρθρο 4§1 Ν. 2725 /1999 (όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεως αυτού διά του άρθρου 25 Ν. 4603 /2019) ορίζεται ότι το διοικητικό συμβούλιο του αθλητικού σωματείου αποτελείται από πέντε έως δέκα πέντε μέλη μετά θητείας από ενός έως τριών ετών. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου προέρχονται από μέλη του σωματείου. Κατά δέ το άρθρο 5 Ν. 2725 /1999 (όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεως αυτού διά του άρθρου 26 Ν. 4603 /2019) το καταστατικό του οικείου αθλητικού σωματείου υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου ρυθμίζει όλα τα θέματα, τα οποία αφορούν εις τις αρχαιρεσίες, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία συγκλήσεως και συμμετοχής των μελών στις συνελεύσεις, την λήψη αποφάσεων σε αυτές, τα όργανα του σωματείου, την συγκρότηση των οργάνων, την λειτουργία και την οργάνωση του σωματείου και πάν άλλο σχετικό θέμα. Κατά το άρθρο 6§1στοιχ.β΄&γ΄ Ν. 2725 /1999 το αθλητικό σωματείο τηρεί υποχρεωτικώς, μεταξύ άλλων, πρακτικά συνεδριάσεων γενικών συνελεύσεων και πρακτικά συνεδριάσεων διοικητικού συμβουλίου. Διά δέ του άρθρου 33§§1,3εδ.α΄&9 Ν. 2725 /1999 [όπως η 9η παράγραφος ίσχυε προ της συμπληρώσεως αυτής διά του άρθρου 18§1 Ν. 3708 /2008 (ΦΕΚ Α΄ 210 /8-10-2008)] ορίζεται ότι οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε αθλητές, οι οποίοι δεν αγωνίζονται σε τμήμα αμειβομένων αθλητών αθλητικού σωματείου ή σε αθλητική ανώνυμη εταιρεία (§1). Διά των ειδικών κανονισμών του άρθρου 27 του παρόντος νόμου καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις εγγραφών και μεταγραφών των αθλητών, ο χρόνος διενεργείας αυτών και η διαδικασία και τα αρμόδια προς έγκρισιν αυτών όργανα (§3εδ.α΄). Η πιστοποίηση της υγείας των αθλητών είναι υποχρεωτική και αποτελεί προϋπόθεση διά την συμμετοχή αυτών σε προπονήσεις και αγώνες. Η πιστοποίηση αυτή γίνεται επί δελτίου υγείας εκδιδομένου υπό της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας και θεωρουμένου υπό νομαρχιακού νοσοκομείου ή κέντρου υγείας ή αγροτικού ιατρείου ή υγειονομικής στρατιωτικής μονάδος ή οιουδήποτε ιατρού έχοντος οιανδήποτε σχέση μετά του δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Το δελτίον υγείας ισχύει επί έν έτος από της θεωρήσεως αυτού. Οι μη επιτρέπουσες την εις προπονήσεις και αγώνες συμμετοχή των αθλητών παθήσεις και βλάβες, οι απαιτούμενες ιατρικές εξετάσεις διά την θεώρηση του βιβλιαρίου υγείας, οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και τα αρμόδια όργανα διά την θεώρηση του δελτίου, καθώς και πάν άλλο συναφές θέμα καθοριζονται δι’ αποφάσεως του υπουργού υγείας και προνοίας εκδιδομένης κατόπιν εισηγήσεως του Ε.Κ.Α.Τ.Ε.Τ. (§9). Διά δέ του άρθρου 36§§1&4 Ν. 2725 /1999 ορίζεται ότι στην Γενική Γραμματεία Αθλητισμού δημιουργείται ειδικός λογαριασμός, ο οποίος τηρείται στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., διά την περίθαλψη και την ενίσχυση ανασφαλίστων ερασιτεχνών πρώην αθλητών και τεχνικών στελεχών εκάστου κλάδου αθλήσεως και διά την ενίσχυση των αναξιοπαθουσών οικογενειών αποβιωσάντων εν ενεργεία ανασφαλίστων αθλητών (§1). Στους ερασιτέχνες αθλητές εκάστου κλάδου αθλήσεως, οι οποίοι δεν είναι ασφαλισμένοι αμέσως ή εμμέσως σε κάποιον ασφαλιστικό φορέα ή το Δημόσιο, παρέχεται δωρεάν νοσοκομειακή περίθαλψη εις την «Γ΄» θέση των νοσηλευτικών ιδρυμάτων του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.). Η δαπάνη νοσηλείας των προαναφερομένων προσώπων βαρύνει τα ειδικά έσοδα της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού. Διά κοινής αποφάσεως του υπουργού υγείας και προνοίας και του αρμοδίου διά τον αθλητισμό υπουργού καθορίζονται οι ειδικώτεροι όροι και οι προϋποθέσεις, η διαδικασία, καθώς και πάσα λεπτομέρεια εφαρμογής των διατάξεων της παρούσης παραγράφου (§4). Κατά δέ το άρθρο 19 Ν. 2725 /1999 αθλητική ομοσπονδία (νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου) είναι η ανωτάτη οργάνωση αθλητικών σωματείων ή αθλητικών ενώσεων, τα οποία και οι οποίες καλλιεργούν το ίδιο άθλημα ή κλάδο αθλήσεως, έχει ως σκοπό την καλλιέργεια και την ανάπτυξή του σε όλη την χώρα και λειτουργεί συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 78 και επομένων του Αστικού Κώδικος (§1). Διά έκαστον άθλημα ή κλάδο αθλήσεως επιτρέπεται σύσταση μιάς μόνον ομοσπονδίας διά ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Η ομοσπονδία εκπροσωπεί το άθλημα διεθνώς, συμφώνως προς τους ισχύοντες κανονισμούς της οικείας διεθνούς αθλητικής ομοσπονδίας και της διεθνούς ολυμπιακής επιτροπής και η έδρα της ορίζεται διά του καταστατικού αυτής. Σε ειδικές περιπτώσεις επιτρέπεται μία ομοσπονδία να περιλαμβάνει και άλλα αθλήματα ή κλάδους αθλήσεως, εκτός από το βασικό άθλημα ή κλάδο αθλήσεως, εφ’ όσον τα αθλήματα και οι κλάδοι δεν είναι δυνατόν να υπαχθούν σε αυτοτελή ομοσπονδία (§2). Ήτοι, δεν δύνανται να υπάρξουν περισσότερες της μιάς ομοσπονδίες διά το ίδιο άθλημα (βλ. ΑΠ 537 /2005, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 372290). Κατά το άρθρο 26§2 Ν. 2725 /1997 ορίζεται ότι η ομοσπονδία υποχρεούται να τηρεί μητρώο αθλητών και μητρώο προπονητών. Κατά το άρθρο 27 Ν. 2725 /1999 (όπως αντικατεστάθη διά του άρθρου 74§3 Ν. 3057 /2002) ορίζεται ότι υπό την επιφύλαξη του άρθρου 104§2 διά γενικών ή ειδικών κανονισμών, οι οποίοι ψηφίζονται υπό της γενικής συνελεύσεως των μελών εκάστης αθλητικής ομοσπονδίας του οικείου αθλήματος ή του οικείου κλάδου αθλήσεως, τίθενται οι ισχύοντες κανόνες διά όλα τα θέματα, τα οποία αφορούν εις την οργάνωση και διεξαγωγή των εις αυτήν υπαγομένων αθλήματος ή αθλημάτων, καθώς και πάσα άλλη σχετική λεπτομέρεια. Δια την κατάρτιση των προαναφερομένων κανονισμών λαμβάνονται υπ’ όψιν οι διεθνείς κανονισμοί. Η τήρηση των κανόνων αυτών είναι υποχρεωτική διά τα αθλητικά σωματεία και τις αθλητικές ενώσεις, τα οποία και οι οποίες ανήκουν στην αρμοδιότητα της οικείας ομοσπονδίας. Οι κανονισμοί και οι τροποποιήσεις αυτών υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητος εκ μέρους του υπουργού πολιτισμού. Μετά την παρέλευση απράκτου ενός μηνός από της ημερομηνίας υποβολής αυτών οι κανονισμοί αυτοί θεωρούνται ότι έχουν νομίμως εκδοθεί. Εάν κατά τον έλεγχο νομιμότητος του κανονισμού διαπιστωθεί ότι οι ρυθμίσεις αυτού πρέπει να τροποποιηθούν, συμπληρωθούν ή εναρμονισθούν, ο κανονισμός αναπέμπεται στην οικεία ομοσπονδία, της οποίας το διοικητικό συμβούλιο οφείλει να συμμορφωθεί εντός δέκα ημερών από της αναπομπής. Εν περιπτώσει μη συμμορφώσεως ο υπουργός δύναται να αναστείλει την τακτική επιχορήγηση της ομοσπονδίας. Εξ άλλου, διά του άρθρου 128ΙΒ§3 Ν. 2725 /1999 (όπως προσετέθη διά του άρθρου 63 Ν. 3057 /2002) ορίζεται ότι οι αθλητικές ομοσπονδίες μεριμνούν διά την προστασία της υγείας των αθλητών, οι οποίοι ανήκουν στα αθλητικά σωματεία της δυνάμεως αυτών. Προς τον σκοπόν τούτον, εκτός των άλλων, λαμβάνουν πρώτιστα υπ’ όψιν την προστασία της υγείας των αθλητών όλων των ηλικιών και ιδίως των ανηλίκων και προβαίνουν στην λήψη μέτρων περιορισμού της εντατικοποιήσεως των αθλητικών προγραμμάτων αναλόγως της ιδιαιτερότητος εκάστου αθλήματος. Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι, αφού οι κανονισμοί οργανώσεως και διεξαγωγής εκάστου αντιστοίχου αθλήματος της αρμοδιότητος εκάστης αθλητικής ομοσπονδίας, οι οποίοι, όπως και η πράξη του υπουργού περί της νομιμότητος ή μη του κανονισμού ανήκουν εις την σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου (βλ. ΣτΕ 443 /2004, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 359293), πρέπει να αναφέρονται εις όλα τα θέματα, τα οποία αφορούν εις την οργάνωση και διεξαγωγή των εις αυτήν υπαγομένων αθλήματος ή αθλημάτων, καθώς και εις πάσα άλλη σχετική λεπτομέρεια, παρέπεται ότι, όταν δεν καθορίζονται διά των ως άνω κανονισμών τα απαιτούμενα προστατευτικά μέτρα διά την ασφαλή διεξαγωγή (ουχί μόνον των αγώνων αλλά και) της προπονήσεως εκάστου αθλήματος, πρέπει διά ιδιαιτέρων εγκυκλίων και εγγράφων οδηγιών και διευκρινίσεων να προσδιορίζονται και να κοινοποιούνται υπό εκάστης ομοσπονδίας προς τα αθλητικά σωματεία και τις αθλητικές ενώσεις της δικαιοδοσίας αυτών ειδικώς, ορισμένως και αυτοτελώς χάριν προστασίας της υγείας και της σωματικής ακεραιότητος των αθλητών και τα κατά το στάδιον των σωματειακών προπονήσεων απαιτούμενα προστατευτικά μέτρα εκάστου αντιστοίχου αθλήματος, αφού η προπόνηση, προετοιμάζουσα τους αθλητές διά τους αγώνες, ενέχει αυτονοήτως και κεχωρισμένα ιδιαίτερα εν συγκρίσει προς τους αγώνες χαρακτηριστικά (όπως τυγχάνουν η προπόνηση αρχαρίων ή η προσπάθεια εκμαθήσεως νέων και δή αγνώστων εν μέρει ή εν όλω μέχρι τότε ασκήσεων προς διεξαγωγήν και επίδειξιν αυτών εις τους επομένους αγώνες). Επί πλέον, διά του άρθρου 31[§§1,2 (προϋπ.α΄),3(εδ.α΄),4& 5(περ.δ΄)] Ν. 2725 /1999 ορίζεται ότι η άσκηση του επαγγέλματος του προπονητού επιτρέπεται μόνον στον κάτοχο αδείας, η οποία χορηγείται υπό της γενικής γραμματείας αθλητισμού. Η απόφαση χορηγήσεως της αδείας κοινοποιείται στην οικεία αθλητική ομοσπονδία, η οποία τηρεί μητρώο προπονητών διά έκαστον κλάδον αθλήσεως, καθώς και στον οικείο σύνδεσμο ή ομοσπονδία προπονητών (§1). Διά την χορήγηση της ειδικής αδείας ασκήσεως του επαγγέλματος του προπονητού (μεταξύ άλλων) απαιτείται πτυχίο τμήματος επιστήμης φυσικής αγωγής και αθλητισμού (ΤΕΦΑΑ) μετά κυρίας ή πρώτης ειδικότητος εις το συγκεκριμένο άθλημα ή πτυχίο ισοτίμου σχολής της αλλοδαπής ή δίπλωμα της σχολής προπονητών της 4ης παραγράφου του παρόντος άρθρου είτε πτυχίο ή δίπλωμα αναγνωρισμένων σχολών προπονητών του εξωτερικού (§2προϋπ.α΄). Διά όσους κατέχουν πτυχίο ή δίπλωμα αναγνωρισμένων σχολών προπονητών του εξωτερικού ή άλλων αναγνωρισμένων σχολών της ημεδαπής, απαιτείται διά την ισοτιμία και γνώμη της πενταμελούς επιτροπής, η οποία λειτουργεί στην έδρα του ελληνικού κέντρου αθλητικής ερεύνης και τεχνολογίας, ήτοι του Ε.Κ.Α.Τ.Ε.Τ. (§3εδ.α΄). Εντός του Ε.Κ.Α.Τ.Ε.Τ. ιδρύεται και λειτουργεί εθνική σχολή προπονητών διά όλες τις κατηγορίες προπονητών και διά όλους τους κλάδους αθλήσεως. Η λειτουργία της σχολής πραγματοποιείται κατόπιν γνώμης της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας και έχει διάρκεια τουλάχιστον οκτώ (8) μηνών διά την κατωτάτη κατηγορία. Διά κανονισμού του Ε.Κ.Α.Τ.Ε.Τ. ρυθμίζονται τα αφορώντα εις την λειτουργία και το πρόγραμμα της σχολής αυτής, τα προσόντα του εκπαιδευτικού προσωπικού, τα προσόντα των υποψηφίων προπονητών, το επίπεδο των σπουδών και την κατάταξη των αποφοίτων προπονητών σε κατηγορίες, καθώς και πάν άλλο συναφές θέμα (§4). Προπονητή, συμφώνως προς τα προαναφερόμενα, έχουν υποχρέωση (πλήν άλλων) να απασχολούν τα αθλητικά σωματεία, τα οποία καλλιεργούν ατομικό άθλημα και έχουν εντεταγμένους εις την δύναμη αυτών αθλητές ηλικίας κάτω των δέκα οκτώ (18) ετών (§5περ.δ΄). Διά δέ του άρθρου 12§4 ΥΑ 11671 /18-3-2005 του Υφυπουργού Πολιτισμού (ΦΕΚ Β΄ 407 /29-3-2005) ορίζεται, πλήν άλλων, ότι μέχρι την λειτουργία της εθνικής σχολής προπονητών του άρθρου 31§4 Ν. 2725 /1999 η γενική γραμματεία αθλητισμού δύναται διά αποφάσεως και δαπανών αυτής να ιδρύει περιοδικές σχολές προπονητών. Διά της ιδίας αποφάσεως ρυθμίζονται τα θέματα λειτουργίας των προαναφερομένων σχολών, τα προσόντα των υποψηφίων, καθώς και πάν άλλο συναφές θέμα. Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι, όπως η παράβαση των διατάξεων του Κώδικος Οδικής Κυκλοφορίας (μεταξύ τούτων και η οδήγηση άνευ αδείας ικανότητος) δεν θεμελιώνει αυτήν καθ’ εαυτήν (άνευ άλλου τινος) υπαιτιότητα εις την επέλευση της αδικοπραξίας του τροχαίου ατυχήματος αλλά αποτελεί στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριον της ουσίας κρίνεται εν σχέσει προς την ύπαρξη αιτιώδους συναφείας μεταξύ πράξεως και αποτελέσματος (βλ. ΑΠ 777 /2018, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 736842 και ΑΠ 270 /2018, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 731814), αντιστοίχως η άσκηση προπονητικών καθηκόντων σε αθλητικό σωματείο υπό προσώπου μη κατέχοντος άδεια προπονητού δεν θεμελιοί άνευ άλλου τινος υπαιτιότητα εις την επέλευση τραυματισμού του αθλητού κατά την διάρκεια της προπονήσεως αλλά δύναται να θεμελιώσει αδικοπρακτική ευθύνη του προπονητού και κατά συνέπειαν του προστήσαντος αυτόν αθλητικού σωματείου έναντι του τραυματισθέντος αθλητού, εφ’ όσον εκ της μη κατοχής τοιαύτης αδείας θεμελιούται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παρανόμου και υπαιτίου πράξεως ή παραλείψεως του προπονητού και του προκληθέντος τραυματισμού και της συνακολούθως επελθούσης ζημίας του αθλητού. Επί πλέον από το προαναφερθέν άρθρο 27 Ν. 2725 /1999 συνάγεται εν συνδυασμώ και προς τα άρθρα 300 και 914 ΑΚ ότι συνυπαιτιότης αθλητού (ενηλίκου ή ανηλίκου άνω των δέκα τεσσάρων ετών) ως προς την επέλευση του τραυματισμού του κατά την διάρκεια της προπονητικής ή αγωνιστικής αθλήσεως δύναται να θεμελιωθεί, οσάκις ούτος εκτελεί προπονητική άσκηση, δίχως να καταβάλει την εκ των περιστάσεων από ένα μέσο αθλητή των αυτών δυνατοτήτων απαιτουμένη επιμέλεια, προσοχή και προσήλωση κατά την εκτέλεσή της. Επίσης τέτοια συνυπαιτιότης δύναται να συντρέξει και οσάκις ούτος γνωρίζει ότι επιχειρεί προπονητική ή αγωνιστική άσκηση επικινδύνου ή ριψοκινδύνου αθλήματος [όπως τοιούτου εμπεριέχοντος αναπηδήσεις εις ικανό ύψος και περιστροφικές ασκήσεις επί του αέρος και συνακολούθως ενέχοντος κίνδυνον ισχυράς πτώσεως (λόγω εσφαλμένης και πλημμελούς εκτελέσεως της προσηκόντως διδαχθείσης και επαρκώς αφομοιωθείσης ασκήσεως ή ελλείψει επαρκούς καταρτίσεως εις την άσκηση ή ένεκα αναμενομένης, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αστοχίας κατά την διάρκεια εκμαθήσεώς της)] και εν τούτοις επιχειρεί ταύτην και τραυματίζεται κατά την διάρκεια εκτελέσεώς της παρά την προσήκουσα λήψη των εκ των κανονισμών της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας. Μάλιστα επί αθλητικής δραστηριότητος, η οποία τυγχάνει αντικειμενικώς περισσότερο επικίνδυνη ή ριψοκίνδυνη εν συγκρίσει προς άλλα αθλήματα, διότι εμπεριέχει ως εκ της φύσεως, του μέσου ή του τρόπου διεξαγωγής αυτής μείζονα συχνότητα ή μεγαλυτέρα πιθανότητα βιαίας πτώσεως ή πλήξεως και συνακολούθως σοβαροτέρου τραυματισμού (ακόμη και παρά την τήρηση των νομίμως θεσπισμένων προστατευτικών μέτρων), το ουχί σπάνιον (αλλά το ενδεχόμενον) της πτώσεως ή πλήξεως του διενεργούντος προπόνηση ή αγώνα επί τέτοιου αγωνίσματος δεν δύναται να ανάγει την πτώση ή την πλήξη εις την σφαίρα του τυχηρού και να αναιρέσει την ύπαρξη υπαιτιότητος του αθλουμένου κατά την διεξαγωγή της προπονητικής ασκήσεως, αφού διά της ιδίας αυτού αποφάσεως διά αθλητική συμμετοχή (προπονητική και αγωνιστική) εις τέτοιας ιδιομορφίας άθλημα ο αθλητής αποδέχεται και το ενδεχόμενο αυτό [επισημαινομένου ότι πέραν των ενδεικτικώς αναφερομένων ως εγκυμονούντων κίνδυνο σοβαροτέρου τραυματισμού αγωνισμάτων του μηχανοκινήτου αθλητισμού, της αθλητικής αναρριχήσεως και των διεθνώς ανεγνωρισμένων αθλημάτων πολεμικών τεχνών και κάποια άλλα αθλήματα (όπως, ενδεικτικώς, τα αντίστοιχα της ενοργάνου γυμναστικής (επί μονοζύγου, διζύγου και κρίκων), της διενεργείας αναπηδήσεων επί οργάνου ταλαντώσεων («τραμπολίνο»), της δεξιοτεχνίας και διενεργείας αλμάτων επί τροχιοσανίδος («σκέιτμποουρντ») αλλά και άλλα ενέχουν ως εκ της φύσεως και της διαδικασίας εκτελέσεως αυτών μείζονα επικινδυνότητα σοβαροτέρου τραυματισμού εν συγκρίσει προς τα αγωνίσματα του κλασσικού αθλητισμού]. Παρέπεται ότι τοιαύτη συνυπαιτιότης του αθλητού δύναται να καταγνωσθεί πολλώ μάλλον, όταν αυτός γνωρίζει ότι δεν έχουν ληφθεί τα εκ των οικείων αθλητικών κανονισμών προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας και παρά ταύτα επιχειρεί την άσκηση και τραυματίζεται κατά την διάρκεια εκτελέσεώς της.
Δ) Από τις ένορκες καταθέσεις των πρωτοδίκως εξετασθέντων μαρτύρων, οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, και από τις υπ’ αριθ. ……. /21-5-2015 και …… /21-5-2015 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκου Αθηνών μετά νόμιμη, κατ’ άρθρο 270§2εδ.γ΄ ΚΠολΔ, κλήτευση των εναγομένων διά της από 15-5-2015 κλήσεως της εναγούσης (βλ. υπ’ αριθ. ….. /18-5-2015, …… /18-5-2015, …… /18-5-2015 και ….. /18-5-2015 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού της περιφερείας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………), καθώς και από τις υπ’ αριθ. …. /18-9-2014, …. /18-9-2014 και …. /18-9-2014 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. μετά νομότυπον, κατά τα ως άνω, κλήτευση της εναγούσης διά της από 12-9-2014 κλήσεως των πρώτου και δευτέρου εναγομένων (βλ. υπ’ αριθ. …… /15-9-2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού της περιφερείας του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………..), αποδεικνύονται τα ακόλουθα: η ενάγουσα, η οποία έχει γεννηθεί την ………, ετύγχανε αθλήτρια του τμήματος «τραμπολίνο» (οργάνου μετά τετανυσμένου ελαστικού δικτυωτού τμήματος ταλαντώσεως προς διενέργειαν ασκήσεων περιστροφικών και μη αναπηδήσεων) του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου. Ο πρώτος εναγόμενος, γεννηθείς το έτος ….., υπήρξε αθλητής ενοργάνου γυμναστικής από του έτους ….. έως του έτους …… [και δή πρωταθλητής Αρμενίας από το έτος ….. έως το έτος ……, πρωταθλητής Ελλάδος κατά το έτος ….., βαλκανιονίκης (μετά πέντε χρυσών μεταλλίων) κατά το έτος ……, όγδοος κατά το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του έτους ….. και δέκατος πέμπτος στο ομαδικό της ενοργάνου γυμναστικής κατά το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του έτους …..]. Εν συνεχεία υπήρξε αθλητής του ατομικού αθλήματος «τραμπολίνο» από του έτους ….. έως του έτους …… [και δή πρωταθλητής Ελλάδος στο αγώνισμα του διπλού μικρού «τράμπ» και δεύτερος στο αγώνισμα του «τραμπολίνο» κατά τα έτη …. και ……, έκτος στο ομαδικό άθλημα «τραμπολίνο» κατά το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του έτους …… και πρωταθλητής Ελλάδος στο αγώνισμα του διπλού μικρού «τράμπ» και δεύτερος στο αγώνισμα του «τραμπολίνο» κατά το έτος ……]. Απέκτησε δέ πτυχίο προπονητού του αγωνίσματος «τραμπολίνο» από την Γενική Γραμματεία Αθλητισμού του Υπουργείου Πολιτισμού την ………… Από δέ του έτους ….. ετύγχανε εν τοις πράγμασιν προπονητής του τμήματος «τραμπολίνο» του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου, το οποίο ήτο υποχρεωμένο, κατά το άρθρο 31§5 Ν. 2725 /1999, να απασχολεί προπονητή στο τμήμα του ατομικού αθλήματος «τραμπολίνο», εφ’ όσον είχε αθλήτριες, όπως η ενάγουσα, κάτω των δέκα οκτώ ετών. Όμως, δεν προσεκομίσθη, κατά το άρθρο 31§1 Ν. 2725 /1999, υπό του πρώτου εναγομένου άδεια ασκήσεως επαγγέλματος προπονητού χορηγηθείσα υπό της γενικής γραμματείας αθλητισμού προ της 2ας Ιουλίου 2008 ή έγγραφη καταχώρηση τέτοιας αδείας στο μητρώο προπονητών της τετάρτης εναγομένης αθλητικής ομοσπονδίας συντελεσθείσα προ της ως άνω κρίσιμης ημερομηνοχρονολογίας. Ούτε έγινε εκ μέρους των πρώτου εναγομένου προπονητού και του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου επίκληση και προσκομιδή οιασδήποτε εγγράφου, κατά το άρθρο 31§6 Ν. 2725 /1999, συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας ή παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η οποία να έχει κατατεθεί υποχρεωτικώς εις την οικεία δημοσία οικονομική υπηρεσία και διά της οποίας να αποδεικνύεται έγκυρη σχέση εργασίας ή έγκυρη σχέση παροχής προπονητικών υπηρεσιών του πρώτου εναγομένου προς το δεύτερο εναγόμενο αθλητικό σωματείο τουλάχιστον μέχρι της …….. Ανεξαρτήτως, όμως, της μη προσκομιδής εγγράφου αδείας περί εξασκήσεως του επαγγέλματος του προπονητού και εγγράφου ιδιωτικού συμφωνητικού περί συνάψεως εγκύρου συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας προπονητού ή παροχής υπηρεσιών προπονητού, υπήρξε πραγματική σχέση προστήσεως μεταξύ των πρώτου και δευτέρου εναγομένων, εντός του πλαισίου της οποίας ο πρώτος εναγόμενος παρείχε υπηρεσίες προπονητού στο ως άνω ατομικό άθλημα προς το δεύτερο εναγόμενο, αφού ετέλει υπό τον έλεγχο, τις γενικές οδηγίες και εντολές, καθώς και την επίβλεψη του προστήσαντος αθλητικού σωματείου κατά την εκτέλεση της εις αυτόν ανατεθείσης προπονητικής εργασίας. Η σχέση προστήσεως δεν αναιρείται εκ του ισχυρισμού του τρίτου εναγομένου (τότε προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου) περί του ότι η αμοιβή του προπονητού κατεβάλλετο (μέσω μηνιαίας συνδρομής) από οικονομικούς πόρους των γονέων και εν γένει των οικογενειών των αθλητριών, αφού και υπό την τοιαύτην εκδοχήν ο πρώτος εναγόμενος προπονητής παρείχε προπονητικές υπηρεσίες διά λογαριασμό ουχί των τυχόν καταβαλλόντων την συνδρομή προς αμοιβήν αυτού γονέων των αθλητριών αλλά διά λογαριασμό του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου, εντεταγμένος στις οδηγίες του και υπαγόμενος στην εποπτεία και επιτήρησή του. Τούτο άλλωστε αποδεικνύεται τόσον κατά άμεσον τρόπον διά ομολογίας του τρίτου εναγομένου (τότε προέδρου του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου) εμπεριεχομένης εντός της 3ης σελίδος της υπ’ αυτού ασκηθείσης και ώδε συνεκδικαζομένης δευτέρας εφέσεως, όπου εξιστόρησε ότι προπονητικά καθήκοντα του τμήματος «τραμπολίνο» του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου εκτελούσε ο πρώτος εναγόμενος προπονητής («ο οποίος -κατά τον ίδιον ως άνω ισχυρισμό του εκκαλούντος της συνεκδικαζομένης δευτέρας εφέσεως- αμειβόταν αποκλειστικώς από τους γονείς των αθλητών δεδομένου του μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος του αθλητικού σωματείου») όσον και διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου από την τετάρτη σελίδα του δικογράφου της αυτής ως άνω εφέσεως αλλά και από τις δευτεροβάθμιες προτάσεις (τρίτη σελίδα) του τρίτου εναγομένου (τότε προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του δευτέρου εναγομένου), ο οποίος επιπροσθέτως εξιστόρησε, μεταξύ άλλων, ότι κατά την συνεδρίαση της 16ης Νοεμβρίου 2007 ο ίδιος, ως πρόεδρος, «διά λόγους παντελώς ανεξαρτήτους της επαγγελματικής πληρότητος του πρώτου εναγομένου και της τηρήσεως των κανόνων ασφαλείας» είχε εισηγηθεί στο διοικητικό συμβούλιο του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου την διακοπή της συνεργασίας του ως άνω αθλητικού σωματείου μετά του πρώτου εναγομένου προπονητού και την αναζήτηση νέου προπονητού μέσω της τετάρτης εναγομένης αθλητικής ομοσπονδίας (και ότι ένεκα αντιδράσεων των γονέων των αθλητριών και μεταξύ τούτων και του πατρός της εναγούσης, οι οποίοι εζήτουν επιτακτικώς την μη διακοπή της συνεργασίας μετά του συγκεκριμένου προπονητού, το διοικητικό συμβούλιο του δευτέρου εναγομένου δεν απεδέχθη την εισήγηση του ιδίου αλλά απεφάσισε την συνέχιση της συνεργασίας μέχρι ανευρέσεως αξιολόγου αντικαταστάτου), εξ ού επιβεβαιούται η σχέση προστήσεως μεταξύ πρώτου εναγομένου, ως προστηθέντος προπονητού, και δευτέρου εναγομένου, ως προστήσαντος αθλητικού σωματείου. Η προπόνηση των αθλητών και αθλητριών του ως άνω ατομικού αγωνίσματος εγίνετο επί αγωνιστικής συσκευής («τραμπολίνο») τύπου «Γκράντ Μάστερ Εξκλούσιβ (Grand Master Exclusive)», η οποία έχει κατασκευασθεί από τον υπό της Διεθνούς Γυμναστικής Ακαδημίας αναγνωρισμένο κατασκευαστικό οίκο γυμναστικών οργάνων «Γιούροτραμπ (Eurotramp)». Αποτελείται από ορθογώνιο (ανισόπλευρο) παραλληλόγραμμο σκελετό κατεσκευασμένο από μεταλλικούς σωλήνες (διαστάσεων 5,20 μέτρων Χ 3,05 μέτρων), επί του οποίου ευρίσκεται τεταμένο διά μεταλλικών ελατηρίων το ελαστικό δικτυωτό τμήμα ταλαντώσεων (διαστάσεων 4,26 μέτρων Χ 2,13 μέτρων), επί του οποίου εκτελούνται δι’ αναπηδήσεων οι ασκήσεις του αθλήματος. Τα μεταλλικά ελατήρια τανύσεως (τεντώσεως) του ως άνω ελαστικού δικτυωτού τμήματος από την μία άκρη αυτών είναι συναρμοσμένα διά των (εν είδει αγκίστρων) μεταλλικών απολήξεων αυτών επί μεταλλικών κρίκων συναρμοσμένων επί της περιμέτρου της ελαστικής μεμβράνης ταλαντώσεων του οργάνου αναπηδήσεων και από την άλλη άκρη αυτών είναι συναρμοσμένα διά αντιστοίχου σχήματος μεταλλικών απολήξεων επί ισοπλεύρου παραλληλογράμμου μεταλλικού σκελετού ευρισκομένου εις ύψος 1,15 μέτρου από του εδάφους και έχοντος μεταλλικά πόδια στηριζόμενα επί του εδάφους. Ο ορθογώνιος παραλληλόγραμμος μεταλλικός σκελετός και τα καθέτως προς αυτόν τεντωμένα πολυάριθμα μεταλλικά ελατήρια τανύσεως του τμήματος ταλαντώσεων καλύπτονται εργοστασιακώς υπό ομοιομόρφου πλαστικού προστατευτικού υλικού (τύπου στρώματος γυμναστικής) πλάτους τριάντα περίπου εκαστοστών και πάχους ουχί μείζονος των πέντε εκατοστών του μέτρου. Εκάστη των δύο μικροτέρων παραλλήλων πλευρών του παραλληλογράμμου μεταλλικού σκελετού πέραν της επ’ αυτών, κατά τα αμέσως ως άνω, συναρμοσμένης πλαστικής προστασίας καλύπτεται επιπροσθέτως υπό δύο κινητών προστατευτικών τεμαχίων (τύπου στρώματος γυμναστικής) πλάτους ενός περίπου μέτρου και πάχους περίπου τριάντα εκατοστών του μέτρου. Ο λειτουργικός σκοπός τόσον του ομοιομόρφου προστατευτικού πλαστικού υλικού καλύψεως του παραλληλογράμμου μεταλλικού σκελετού όσον και των εργοστασιακώς διατιθεμένων επιπροσθέτων αυτοτελών κινητών στρωμάτων επί των μικροτέρων πλευρών αυτού συνίσταται εις την απορρόφηση των κραδασμών από τυχόν εσφαλμένη πτώση του αθλητού επί του μεταλλικού σκελετού και των καθέτως προς αυτόν τεντωμένων μεταλλικών ελατηρίων όσον και εις την αποτροπή βιαίας εισχωρήσεως των ποδών των αθλητών εις τα πολλαπλά κενά μεταξύ των πολυαρίθμων ελατηρίων τανύσεως της δικτυωτής μεμβράνης ταλαντώσεων. Το συγκεκριμένο όργανο επλήρει τις τεχνικές προδιαγραφές και τους κανόνες ασφαλείας διά την (προπονητική και αγωνιστική) εκτέλεση ασκήσεων του εν λόγω αθλήματος, αφού, όπως προκύπτει διά του υπ’ αριθ. πρωτ. …. /26-2-2009 εγγράφου της τετάρτης εναγομένης αθλητικής ομοσπονδίας και δεν αμφισβητείται υφ’ οιασδήποτε αντιδίκου πλευράς, το συγκεκριμένο όργανο είχε χρησιμοποιηθεί σε πανελλήνια πρωταθλήματα αλλά και σε διεθνείς διοργανώσεις του αθλήματος διεξαχθείσες εντός του Δημοτικού Κλειστού Σταδίου Δραπετσώνας, όπου το αθλητικό τμήμα του ατομικού αγωνίσματος «τραμπολίνο» του πρώτου εναγομένου αθλητικού σωματείου εφιλοξενείτο διά τις προπονήσεις των αθλητών και αθλητριών αυτού. Επιπροσθέτως πέριξ της βάσεως του προπεριγραφέντος οργάνου ταλαντώσεων και αναπηδήσεων («τραμπολίνο») και δή επί του ξυλίνου πατώματος του κλειστού γυμναστηρίου υπήρχαν τοποθετημένα στρώματα γυμναστικής προς απορρόφησιν της δυνάμεως της βαρύτητος από εσφαλμένη πτώση του προπονουμένου ή του αγωνιζομένου αθλητού εκτός του οργάνου εκγυμνάσεως. Την 2α Ιουλίου 2008 [καθ’ ήν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου ήτο ο τρίτος εναγόμενος (ο οποίος είχε αναδειχθεί εις την ως άνω θέση προ ενός έτους δυνάμει της υπ’ αριθ. …. /2-7-2007 αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου του δευτέρου εναγομένου)], διεξήγετο προπόνηση των αθλητριών (μεταξύ αυτών και της εναγούσης) του τμήματος «τραμπολίνο» του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου εντός του ως άνω Δημοτικού Σταδίου Δραπετσώνας (από ώραν 19:00 έως ώραν 22:00). Προπονητής αυτών ήτο, όπως προανεφέρθη, ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος και κατά την συγκεκριμένη ως άνω ημέρα -παρά τα υπό του τρίτου εναγομένου (εκκαλούντος της δευτέρας εφέσεως) αντιθέτως υποστηριζόμενα- εξετέλει προπονητικά καθήκοντα ως προστηθείς του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου και ουχί ως προστηθείς των γονέων των αθλητριών του ως άνω τμήματος του αθλητικού σωματείου. Ειδικώτερον, διά των υπό στοιχεία «1.4» και «1.5» παραγράφων των τετάρτης και πέμπτης σελίδων του δικογράφου της εφέσεως του τρίτου εναγομένου, ο ως άνω διάδικος (τότε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου), αρνούμενος την σχέση προστήσεως μεταξύ πρώτου και δευτέρου εναγομένων κατά την κρίσιμη ημερομηνία της …….., ισχυρίζεται ότι την ……… σε πανηγυρική εκδήλωση διοργανωθείσα υπό του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου, κατά την οποίαν μάλιστα απενεμήθησαν μετάλλια στους αθλητές, διεκόπη επισήμως λόγω των θερινών διακοπών η λειτουργία όλων των τμημάτων αθλήσεως (και συνακολούθως και του τμήματος «τραμπολίνο») του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου, «όπως αποφασίσθηκε κατά την από 20-6-2008 συνεδρίαση του δευτέρου εναγομένου», και «διεκόπησαν οι αθλητικές προπονήσεις υπό την αιγίδα και επιμέλεια του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου» αλλά ότι «ωστόσο οι γονείς των αθλητών [συμπεριλαμβανομένων και των εγκαλούντων (γονέων της εναγούσης)] σε άμεση και απ’ ευθείας συνεννόηση με τον ως άνω προπονητή (πρώτον εναγόμενο), τον οποίον μάλιστα συμφώνησαν να πληρώνουν και πέραν της συνήθους αμοιβής, καθώς οι προπονήσεις δεν θα τελούσαν για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στα πλαίσια λειτουργίας του Δ.Α.Σ., κανόνισαν την συνέχιση των προπονήσεων των παιδιών τους». Προς τούτο επικαλείται και προσκομίζει την από 16-11-2009 ένορκη εξέταση του ……… ενώπιον της 7ης Πταισματοδίκου Πειραιώς, διά της οποίας ο ως άνω ενόρκως εξετασθείς κατέθεσεν ότι είναι συμβουλος του Δ.Α.Σ. (Δημοτικού Αθλητικού Συλλόγου) Δραπετσώνας και ότι τον Ιούνιο του έτους 2008 το δεύτερο εναγόμενο αθλητικό σωματείο είχε διακόψει τους αγώνες και τις προπονήσεις λόγω καλοκαιρινής περιόδου και ότι κατόπιν επιθυμίας των γονέων των αθλητριών και του πρώτου εναγομένου προπονητού του τμήματος «τραμπολίνο» οι προπονήσεις συνεχίσθησαν. Όμως, διά αυτής ταύτης της ως άνω ενόρκου εξετάσεως δεν προσδιορίζεται ανενδοιάστως υπό του ενόρκως εξετασθέντος ότι οι προπονήσεις των ως άνω αθλητριών μετά του πρώτου εναγομένου προπονητού έγιναν αυτοβούλως και εκτός της αιγίδος και εποπτείας του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου αλλά υπονοείται ότι υπήρξε τουλάχιστον άτυπη συγκατάθεση του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου εις την συνέχιση των προπονήσεων των ως άνω αθλητριών του συγκεκριμένου αθλητικού σωματείου εις τον εντός του Κλειστού Δημοτικού Γυμναστηρίου (υπό της οικείας δημοτικής αρχής) προς το δεύτερο εναγόμενο (και ουχί προς τους γονείς των αθλητριών) διατιθέμενο (χάριν προπονήσεως του αθλήματος «τραμπολίνο») χώρο. Κυρίως, όμως, δεν έγινε εκ μέρους του τρίτου εναγομένου (εκκαλούντος της δευτέρας ως άνω εφέσεως) επίκληση και προσκομιδή οποιουδήποτε αντιστοίχου αποσπάσματος από τα βιβλία πρακτικών συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου ή της γενικής συνελεύσεως του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου, διά των οποίων να αποδεικνύεται επισήμως και αδιαμφισβητήτως η λήψη αποφάσεως του αρμοδίου οργάνου (διοικητικού συμβουλίου ή γενικής συνελεύσεως) του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου περί αναστολής της λειτουργίας όλων των αθλητικών τμημάτων αυτού (και συνακολούθως και του τμήματος «τραμπολίνο») κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών ούτε άλλωστε ο πρώτος εναγόμενος προπονητής και κυρίως το ίδιο το δεύτερο εναγόμενο αθλητικό σωματείο διά της υπ’ αυτών ασκηθείσης και συνεκδικασθείσης πρώτης εφέσεως αλλά και διά των προς υποστήριξιν αυτής κατατεθεισών δευτεροβαθμίων προτάσεων αυτών ισχυρίσθησαν τέτοιο αρνητικό της προστήσεως γεγονός κατά την ημέρα του κάτωθι περιγραφομένου επιδίκου τραυματισμού της εναγούσης. Από δέ το περιεχόμενο της εκ μέρους του τρίτου εναγομένου μετά νομίμου επικλήσεως προσκομιζομένης υπ’ αριθ. . /20-6-2008 αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου αποδεικνύεται ότι κατά την συγκεκριμένη συνεδρίαση έγινε αποδεκτή (διά λήψεως αντιστοίχου αποφάσεως του ως άνω διοικητικού συμβουλίου) η εισήγηση του τρίτου εναγομένου (προέδρου του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου) περί αμέσου διακοπής μόνον, όμως, του αγωνιστικού τμήματος του αθλητικού τμήματος του ατομικού αγωνίσματος «τραμπολίνο» (υπό την αιτιολογία της λίαν αυξημένης επικινδυνότητος διά την σωματική ακεραιότητα των αθλητών του αγωνιστικού τμήματος λόγω της απαιτήσεως διενεργείας αλμάτων ύψους οκτώ έως εννέα μέτρων). Το τμήμα, όμως, ακαδημίας του αθλητικού τμήματος του ατομικού αγωνίσματος «τραμπολίνο» του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου εξηκολούθησε να λειτουργεί μέχρι και την 4ην Ιουλίου 2008 (ήτοι μέχρι και δύο ημέρες μετά την κρίσιμη ημερομηνία του κάτωθι περιγραφομένου αθλητικού ατυχήματος της εναγούσης), όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της υπ’ αριθ. ….. /4-7-2008 αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου, διά της οποίας πλέον έγινε αποδεκτή η εισήγηση του τρίτου εναγομένου (τότε προέδρου του δευτέρου εναγομένου) περί προσωρινής αναστολής της λειτουργίας (ολοκλήρου) του τμήματος «τραμπολίνο» (αγωνιστικού και ακαδημίας) υπό την αιτιολογία της επελεύσεως του συμβάντος του επιδίκου ατυχήματος της εναγούσης, το οποίο διά της (υπό της αποφάσεως υιοθετηθείσης) αιτιολογίας της ως άνω εισηγήσεως περιεγράφη αυτολεξεί ως «νέο ατύχημα που συνέβη στην προπόνηση του τραμπολίνο στην αθλήτριά μας …………». Ήτοι, εκ της αντιπαραβολής των δύο ως άνω αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου του δευτέρου εναγομένου αφ’ ενός καταδεικνύεται ότι το αγωνιστικό τμήμα του αθλητικού τμήματος του ατομικού αγωνίσματος «τραμπολίνο» ανεστάλη δι’ αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου του δευτέρου εναγομένου την 20ή Ιουνίου 2008, ενώ η ακαδημία του εν λόγω αθλητικού τμήματος του συγκεκριμένου αθλήματος συνέχισε να λειτουργεί (και μετά την από 20-6-2008 αναστολή του αγωνιστικού τμήματος) και δή έως την διά μεταγενεστέρας αποφάσεως αναστολή και αυτής (ακαδημίας) την 4ην Ιουλίου 2008 και αφ’ ετέρου ότι διά του βάσει της τελευταίας ως άνω εισηγήσεως χαρακτηρισμού του επιδίκου τραυματισμού της εναγούσης ως ατυχήματος επισυμβάντος κατά την διάρκεια της προπονήσεως εν συνδυασμώ προς την χρήση της κτητικής αντωνυμίας διά χαρακτηρισμό της εναγούσης ως «αθλήτριάς “μας”» (ήτοι ως αθλητρίας του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου κατά τους ως άνω κρίσιμο τόπο και χρόνο επελεύσεως του επιδίκου τραυματισμού της) αποδεικνύεται διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου ότι ο κάτωθι περιγραφόμενος επίδικος τραυματισμός της εναγούσης ως αθλητρίας του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου έγινε κατά την διάρκεια της προπονήσεως αυτής εκ μέρους του πρώτου εναγομένου ενεργήσαντος ως προστηθέντος προπονητού του δευτέρου εναγομένου εντός του πλαισίου εξακολουθήσεως λειτουργίας της ακαδημίας του αθλητικού τμήματος «τραμπολίνο» του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου. Η εντός του πλαισίου λειτουργίας της ακαδημίας τυχόν διεξαγωγή προπονητικής και επί ασκήσεων αγωνιστικού επιπέδου από τον πρώτον εναγόμενο προπονητή στην ενάγουσα και τις συναθλήτριές της δεν αναιρεί την σχέση προστήσεως μεταξύ πρώτου εναγομένου προπονητού και δευτέρου εναγομένου προστηθέντος αθλητικού σωματείου ούτε αίρει την εκ της τοιαύτης προστήσεως συνευθύνη του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου ομού μετά του πρώτου εναγομένου προπονητού του. Περί ώραν 20:45 της ……….. εντός του πλαισίου διεξαγομένης προπονήσεως υπό την προπονητική καθοδήγηση του πρώτου εναγομένου και ενώ είχε ήδη διεξαχθεί το μεγαλύτερο μέρος της συγκεκριμένης προπονήσεως (όπως προκύπτει διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου αφ’ ενός διά της από 11-2-2009 προανακριτικής ενόρκου εξετάσεως της ………. ενώπιον της 7ης Πταισματοδίκου Πειραιώς και αφ’ ετέρου διά της εις την αρχή του παρόντος σκεπτικού αναφερομένης τρίτης κατά σειράν συμβολαιογραφικής ενόρκου βεβαιώσεως της ιδίας, η οποία διευκρίνισε ότι υπήρξε αυτόπτης, διότι είχε αφιχθεί στον χώρο εκγυμνάσεως των αθλητριών κατ’ ολίγον ενωρίτερον πρό του τέλους της προπονήσεως, διά να παραλάβει την αθλήτρια θυγατέρα της ………) η ενάγουσα επεχείρησε να εκτελέσει άσκηση του ως άνω αγωνίσματος, η οποία, όπως περιγράφεται διά του αγωγικού δικογράφου και δεν αμφισβητείται υπό των αντιδίκων της εναγούσης, περιελάμβανε αναπηδήσεις φοράς, απλό γύρισμα και διπλό γύρισμα (περιστροφές) στον αέρα. Όπως κατέθεσεν η μάρτυς αποδείξεως, η οποία δεν ήτο αυτόπτης μάρτυς, πλήν, όμως, τυγχάνει καθηγήτρια φυσικής αγωγής μετ’ εξειδικεύσεως εις το άθλημα των καταδύσεων, στο οποίο άθλημα ωσαύτως μέρος των αλμάτων καταδύσεως εκτελείται αρχικώς (χάριν εξομοιώσεως) σε όργανο «τραμπολίνο», η άσκηση, την οποίαν έπρεπε (και επεχείρησε) να εκτελέσει η ενάγουσα, δεν ήτο δυσκόλου διαβαθμίσεως, ήτοι δεν επρόκειτο περί ασκήσεως, εκ της οποίας ηδύνατο να επέλθει τραυματισμός μεγάλης εκτάσεως, αλλά περί συνηθισμένης ασκήσεως, η οποία συμπεριελάμβανε μία αναπήδηση μετά ημισείας περιστροφής εμπρός και απ’ ευθείας διπλή συσπειρωτική περιστροφή πίσω. Το αυτό εν σχέσει προς την συνηθισμένη (και ουχί μεγάλης δυσκολίας) διαβάθμιση της ως άνω ασκήσεως κατέθεσεν διά της λαμβανομένης υπ’ όψιν προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων από 11-2-2009 προανακριτικής ανωμοτί, κατ’ άρθρον 221περ.α΄ ΚΠΔ, εξετάσεως η συναθλήτρια της εναγούσης ………… Η μη αυτόπτης μάρτυς της εναγούσης κατέθεσεν επιπροσθέτως ότι είχε ενημερωθεί ότι παρά το μικρό (συνηθισμένο) επίπεδο δυσκολίας της ασκήσεως η ενάγουσα είχε πρόβλημα στην εκτέλεσή της και ότι «παρ’ όλο που την είχε κάνει κάποιες φορές, είχε πρόβλημα στο να εκτελέσει αυτή την άσκηση». Όμως, η ως άνω συναθλήτρια της εναγούσης ………., η οποία δεν ήτο αποσπασματικώς αυτόπτης μόνον κατά την στιγμή του κάτωθι περιγραφομένου ατυχήματος αλλά ως συναθλήτριά της εναγούσης είχε διαρκή παρουσία στις καθημερινές προπονήσεις της ως άνω διαδίκου, διευκρίνισε επιπροσθέτως διά της ως άνω προανακριτικής ανωμοτί εξετάσεώς της ότι η ενάγουσα είχε εκτελέσει την συγκεκριμένη άσκηση πολλές φορές και μάλιστα την είχε δείξει και κατά την διάρκεια (αγωνιστικών) επιδείξεων κατά το παρελθόν. Κατά την ως άνω κρίσιμη προπόνηση της εναγούσης η συναθλήτρια της εναγούσης . ….., η οποία μόλις είχε διεκπεραιώσει την υπ’ αυτής εκτελεσθείσα άσκηση, κατόπιν εντολής του πρώτου εναγομένου προπονητού ανέλαβε ευρισκομένη επί του εδάφους εν επαφή σχεδόν προς την μία μείζονα παράλληλη πλευρά του οργάνου να εκτελέσει καθήκοντα βοηθού ασφαλείας, δηλαδή να ευρίσκεται σε ετοιμότητα ρίψεως του φορητού βοηθητικού μικρού στρώματος, το οποίον έφερεν ανά χείρας, διά προστασίαν της εναγούσης από τυχόν απώλεια του ελέγχου της ασκήσεως και ανέλεγκτη πτώση κατά την διάρκεια εκτελέσεώς της. Όμως, δεν ήτο εκπαιδευμένη εις την έγκαιρη και επιτυχή ρίψη του υπ’ αυτής δραττομένου βοηθητικού στρώματος. Διά της ενδίκου αγωγής εξιστορείται περαιτέρω ότι κατά την διάρκεια εκτελέσεως της κρίσιμης ασκήσεως από την ενάγουσα ο πρώτος εναγόμενος προπονητής ευρίσκετο επάνω στο όργανο ταλαντώσεων («τραμπολίνο»), όπως το αυτό κατέθεσεν διά της από 11-2-2009 ανωμοτί εξετάσεώς της ενώπιον της 7ης Πταισματοδίκου Πειραιώς η τότε ανήλικη συναθλήτρια της εναγούσης ………, η οποία, όμως, εν συνεχεία διά της εις την αρχήν του παρόντος σκεπτικού αναφερομένης πρώτης κατά σειράν συμβολαιογραφικής ενόρκου βεβαιώσεως εβεβαίωσεν ότι αμέσως μετά την πτώση της εναγούσης ο πρώτος εναγόμενος προπονητής «πετάχθηκε» επάνω στο όργανο (υπονοούσα ότι μέχρι τότε ευρίσκετο επί του εδάφους), όπως το αυτό εβεβαίωσεν ενόρκως διά της εις την αρχήν της παρούσης αναφερομένης δευτέρας κατά σειράν συμβολαιογραφικής ενόρκου βεβαιώσεως η παρισταμένη συναθλήτρια της εναγούσης ……… και κατέθεσεν διά της από 11-2-2009 ενόρκου εξετάσεως αυτής ενώπιον της 7ης Πταισματοδίκου Πειραιώς και εβεβαίωσεν διά της εις την αρχήν του σκεπτικού της παρούσης αναφερομένης τρίτης κατά σειράν ενόρκου βεβαιώσεως και η προαναφερθείσα ………. (μήτηρ της ……), η οποία διευκρίνισεν ότι κατά την στιγμή της πτώσεως της εναγούσης ο προπονητής «ανέβηκε αυτόματα επάνω στο τραμπολίνο». Ανεξαρτήτως, όμως, της (μη εχούσης έννομη συνέπεια) διαφωνίας μεταξύ της εναγούσης και των πρώτου και δευτέρου εναγομένων περί του προσδιορισμού της επακριβούς θέσεως του πρώτου εναγομένου προπονητού (ως ήδη αναβεβηκότος επί του οργάνου ταλαντώσεων ή ευρισκομένου εγγύτατα προς αυτό επί του εδάφους κατά την διάρκεια εκτελέσεως της ασκήσεως από την ενάγουσα), ούτος εις πάσαν περίπτωσιν επώπτευε την άσκηση της εναγούσης εκ του σύνεγγυς, πλήν, όμως, ελλείψει δευτέρου βοηθού ασφαλείας δεν εκράτει επί των χειρών αυτού βοηθητικό στρώμα. Άλλωστε δεν απεδείχθη ότι και ο ίδιος είχε εκπαιδευθεί εις την επιτυχή ρίψη βοηθητικού στρώματος προς αποτροπήν των δυσμενών συνεπειών από τυχόν εσφαλμένη πτώση των αθλητριών του. Κατά δέ την εκτέλεση της προπεριγραφείσης ασκήσεως η ενάγουσα απώλεσε τον έλεγχο του σώματός της ευρισκομένη εις τον αέρα και άρχισε να πίπτει ανελέγκτως προς το όργανο. Συνειδητοποίησε μάλιστα τούτο αμέσως και κατά την διάρκεια της πτώσεως εζήτησε ενστικτωδώς και εν απογνώσει βοήθεια από την εκτελούσα χρέη βοηθού ασφαλείας συναθλήτριά της, φωνάζουσα προς αυτήν: «το στρώμα, το στρώμα», ήτοι εζήτησε από την συναθλήτριά της να ρίψει το διά των χειρών της δραττόμενο φορητό μικρό στρώμα ασφαλείας επί του σημείου της αναμενομένης πτώσεως της εναγούσης επί του οργάνου. Η συναθλήτριά της έρριψε το ως άνω στρωματάκι προς το σημείο πτώσεως της εναγούσης, πλην, όμως, η ρίψη δεν ήτο επιτυχής. Κατά δέ την πτώση της η ενάγουσα έπεσε διά του οπισθίου άνω τμήματος του σώματος αυτής επί μιάς εκ των καθέτων γωνιών του παραλληλογράμμου σκελετού του οργάνου και εκ της δυνάμεως της πτωτικής προσκρούσεως οι πόδες αυτής εστράφησαν ανεδιπλωμένες προς την κεφαλήν αυτής. Εκ δέ της τοιαύτης πτώσεως η ενάγουσα υπέστη τον κατωτέρω περιγραφόμενο βαρύτατο τραυματισμό. Εν σχέσει προς τις επικρατούσες λοιπές συνθήκες εντός του Κλειστού Δημοτικού Γυμναστηρίου Δραπετσώνας πράγματι παραλλήλως προς την διενέργεια των προπονήσεως του εν λόγω αθλήματος κατά κανόνα διεξήγοντο και προπονήσεις των αγωνισμάτων καλαθοσφαιρίσεως, πετοσφαιρίσεως και πυγμαχίας, πλήν, όμως, κατά την κρίσιμη ημέρα και ώρα συντελέσεως του προπεριγραφέντος αθλητικού ατυχήματος δεν προέκυψεν ότι διεξήγετο άλλο άθλημα εντός του ως άνω κλειστού γυμναστικού χώρου αλλά ότι εν γένει επεκράτει ησυχία. Περί τούτου κατέθεσεν διά της εις την αρχήν του παρόντος σκεπτικού αναφερομένης συμβολαιογραφικής ενόρκου βεβαιώσεως η συναθλήτρια της εναγούσης ………, η οποία διευκρίνισεν ότι κατά την ημέρα και ώρα του επιδίκου ατυχήματος δεν υπήρχε άλλη αθλητική δραστηριότης εντός του γυμναστηρίου και ότι ως εκ τούτου υπήρχε ησυχία. Τούτο προκύπτει και διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου εκ των από 11-2-2009 και 12-2-2009 ενόρκων βεβαιώσεων της ………. ενώπιον της 7ης Πταισματοδίκου Πειραιώς, διά των οποίων αύτη κατέθεσεν ότι, όταν εισήλθε εντός του Γυμναστηρίου, διά να παραλάβει την θυγατέρα αυτής ….. (αθλήτρια του «τραμπολίνο»), απεχώρουν του αθλητικού χώρου κάποια παιδιά της πυγμαχίας. Ούτως, ουδόλως προέκυψεν η ύπαρξη θορύβου ή άλλης εξωτερικής ενοχλήσεως, εκ της οποίας να απεσπάσθη η προσοχή και συγκέντρωση της εναγούσης κατά την υπ’ αυτής εκτέλεση της κρισίμου προπονητικής ασκήσεως. Μάλιστα κατά το σημείον τούτο πρέπει να επισημανθεί ότι, ενώ διά του κάτωθι αναφερομένου 1ου άρθρου του κανονισμού «τραμπολίνο» ορίζεται εν σχέσει προς την διενέργεια επισήμων αγώνων του εν λόγω αθλήματος ότι η αγωνιστική άσκηση δύναται να επαναληφθεί, μόνον εάν υπάρχει φανερή ενόχληση κατά την εκτέλεση ενός προγράμματος (ελαττωματικό όργανο ή ουσιαστική εξωτερική επίδραση) και ότι θόρυβος από τους φιλάθλους, χειροκροτήματα και συναφείς ενέργειες δεν λογίζονται ως παρενόχληση, εις την προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα ουδόλως απέδειξε συγκεκριμένως διά κάποιου αποδεικτικού μέσου ότι υπήρξε υσιαστική εξωτερική επίδραση, ένεκα της οποίας απεσπάσθη η προσοχή της κατά την εκτέλεση της προρρηθείσης ασκήσεως. Αμέσως μετά τον τραυματισμό της ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε αυτήν ανά χείρας από το ως άνω όργανο γυμναστικής και εναπέθεσεν αυτήν επί επιδαπεδίου στρώματος, κάμψας εν συνεχεία τους πόδες της εναγούσης κατά το ύψος των γονάτων και εν συνεχεία περιστρέψας μάλιστα αυτήν εις θέσιν πρηνή. Κατά το σημείον τούτο πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα εν σχέσει προς τους κανόνες ασφαλείας της διεξαγωγής των προπονήσεων και των αγώνων του εν λόγω αθλήματος, βάσει του εκ μέρους της εναγούσης μετά νομίμου επικλήσεως προσκομιζομένου κανονισμού του εν λόγω αθλήματος υπό τον τίτλον «ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΤΡΑΜΠΟΛΙΝΟ», ο οποίος δεν φέρει ημερομηνία ενάρξεως ισχύος αλλά δεν αμφισβητείται υπό των αντιδίκων της εναγούσης ότι εθεσμοθετήθη κατά το άρθρο 27 Ν. 2725 /1999 (όπως αντικατεστάθη διά του άρθρου 74§3 Ν. 3057 /2002) και ίσχυε κατά τον χρόνο εκτυλίξεως του ως άνω επιδίκου ατυχήματος. Διά του 1ου άρθρου ορίζεται αφ’ ενός ότι έκαστο πρόγραμμα «τραμπολίνο» απαρτίζεται από δέκα ασκήσεις και ότι δεν επιτρέπεται η επαναληπτική προσπάθεια ενός προγράμματος (1.1&2) και αφ’ ετέρου, όπως αμέσως ανωτέρω ανεφέρθη, ότι, εάν υπάρχει φανερή ενόχληση κατά την εκτέλεση ενός προγράμματος (ελαττωματικό όργανο ή ουσιαστική εξωτερική επίδραση) ο πρόεδρος της αγωνοδίκου επιτροπής δύναται να επιτρέψει νέα προσπάθεια και ότι θόρυβος από τους φιλάθλους, χειροκροτήματα και συναφείς ενέργειες δεν λογίζονται ως παρενόχληση. Διά του 2ου άρθρου καθορίζεται η ενδυμασία των αθλητών και αθλητριών όλων των ηλικιακών κατηγοριών, καθώς και η αντίστοιχη των προπονητών. Διά του 3ου άρθρου ορίζονται οι κάρτες (δελτία) αγώνων, εντός των οποίων πρέπει να αναγράφονται ο βαθμός δυσκολίας εκάστης ασκήσεως του ελευθέρου προγράμματος, οι χρόνος και τόπος παραδόσεως των δελτίων αγώνων και η υποχρεωτικότης συμμορφώσεως των εκτελουμένων αγωνιστικών ασκήσεων προς την περιγραφήν αυτών εντός εκάστου δελτίου (κάρτας) αγώνος. Διά του 4ου άρθρου περί ασφαλείας (υπό τον τίτλο «Ασφάλεια») ορίζονται αναλυτικώς τα ακόλουθα: κατά την διάρκεια της χρήσεως του οργάνου πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον είς βοηθός ασφαλείας επί εκάστης μεγάλης πλευράς του οργάνου (4.1). Οι αθλητές πρέπει να εκτελούν τα προγράμματα αυτών άνευ οιασδήποτε εξωτερικής βοηθείας (4.2). Το έδαφος πέριξ του οργάνου πρέπει να είναι καλυμμένο διά στρωμάτων (4.3). Τραπέζια ασφαλείας κεκαλυμμένα διά στρωμάτων πρέπει να ευρίσκονται κατά τις δύο μικρές πλευρές του οργάνου (4.4). Δύναται να χρησιμοποιηθεί βοηθητικό στρώμα από τον προσωπικό βοηθό ασφαλείας του αθλητού, ο οποίος πρέπει να ευρίσκεται απέναντι από την τράπεζα και τα έδρανα των κριτών (4.5). Διά των υπολοίπων 5ου έως και 17ου άρθρων του εν λόγω κανονισμού καθορίζονται τα περί προθερμάνσεως, ενάρξεως προγράμματος, απαιτήσεων θέσεως σώματος κατά την διάρκεια του προγράμματος, επαναλήψεως ασκήσεως, διακοπής προγράμματος, τερματισμού προγράμματος, βαθμολογίας, αγωνοδίκου επιτροπής, καθηκόντων προέδρου αγωνοδίκου επιτροπής, υποχρεώσεων κριτών εκτελέσεως, υποχρεώσεων κριτών δυσκολίας, υποχρεώσεων κριτών συγχρονισμού και υποχρεώσεων βοηθού προέδρου. Εκ της επισκοπήσεως των τίτλων και του περιεχομένου των επί μέρους άρθρων του εν λόγω κανονισμού καταδεικνύεται ότι ούτος εμπεριέχει κανόνες διέποντες αποκλειστικώς τους αγώνες, δίχως να γίνεται οιαδήποτε αναφορά εις τις προπονήσεις του αθλήματος. Παρέπεται, εκ τούτου, ότι κατ’ αρχήν και το 4ο άρθρο «περί ασφαλείας» αναφέρεται στα (βάσει του ως άνω κανονισμού) τηρητέα μέτρα κατά την διάρκεια των αρμοδίως θεσμοθετημένων και εγκεκριμένων αγώνων και ουχί εις τα ληπτέα αντίστοιχα των σωματειακών προπονήσεων κατά την διάρκεια προετοιμασίας των αθλητών εν όψει της συμμετοχής ή μη αυτών εις αγώνας. Μάλιστα διά του συγκεκριμένου άρθρου γίνεται αναφορά σε τουλάχιστον ένα βοηθό ασφαλείας κείμενο εις εκάστη μεγάλη πλευρά του οργάνου [κατά τις δύο μικρές πλευρές του οργάνου η απαιτουμένη ασφάλεια πληρούται βάσει του κανονισμού διά της τοποθετήσεως τραπεζίων ασφαλείας κεκαλυμμένων μετά στρωμάτων (υπό το αυτονόητο σκεπτικόν ότι η πτώση του αγωνιζομένου αθλητού είναι συνήθης προς τις μεγάλες παρά προς τις μικρές πλευρές του οργάνου)]. Ήτοι, διά του ως άνω κανονισμού οι βοηθοί ασφαλείας ορίζονται σε τουλάχιστον δύο συνολικώς εις αμφότερες τις μεγάλες πλευρές του οργάνου. Δεν καθορίζεται, όμως, ρητώς ο τρόπος ενεργείας αυτών και δή εάν ούτος συνίσταται σε ρίψη ή μη βοηθητικού στρώματος ή άλλου προστατευτικού αντικειμένου είτε σε κατ’ άλλον τρόπον προστατευτική παρέμβαση (πλήν, όμως, εξυπακούεται ως αυτονόητον ότι η βοήθεια αυτών συνίσταται εις την ρίψη βοηθητικού στρώματος). Επιπροσθέτως, διά του (την διεξαγωγήν αγώνων διέποντος) ως άνω κανονισμού γίνεται μνεία εις την ύπαρξη προσωπικού βοηθού ασφαλείας (διά προσδιορισμού μάλιστα της ακριβούς θέσεως αυτού απέναντι του τραπεζίου των κριτών κατά την διάρκεια των αγώνων) και εις την δυνατότητα (ουχί υποχρέωση) χρησιμοποιήσεως βοηθητικού στρώματος από τον προσωπικό βοηθό ασφαλείας του αγωνιζομένου αθλητού, ο οποίος προσωπικός βοηθός ασφαλείας, αν και δεν διευκρινίζεται αναμφιβόλως και ανενδοιάστως διά του ως άνω κανονισμού, εκτιμάται ότι τυγχάνει επιπρόσθετος των προαναφερθέντων δύο βοηθών ασφαλείας εις εκάστην μεγάλη πλευρά του οργάνου ταλαντώσεων. Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν έχει προσκομισθεί εκ μέρους οιασδήποτε των αντιδίκων πλευρών οιοσδήποτε αθλητικός κανονισμός ή άλλος αρμοδίως θεσμοθετημένος οδηγός ασφαλείας περί της διαδικασίας και του τρόπου πιστοποιήσεως του βοηθού ασφαλείας εις το συγκεκριμένο ατομικό αγώνισμα. Όμως, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι, κατά τα εν τη μείζονί σκέψει προεκτεθέντα, αμέλεια συντρέχει οσάκις δεν καταβάλλεται η κατά τις συναλλαγές απαιτουμένη επιμέλεια, ήτοι η κατά την συναλλακτική πίστη καταβλητέα υπό του δράστου εις τον κύκλον της αρμοδιότητός του είτε υπάρχει προς τούτο είτε δεν υπάρχει σαφές νομικό καθήκον, αρκεί ο δράστης να συμπεριεφέρθη κατά τρόπον αντίθετον προς τον εκ των περιστάσεων επιβαλλόμενον, εκ τούτου παρέπεται ότι και κατά την διάρκεια των προπονήσεων των αθλητών του συγκεκριμένου αγωνίσματος, το οποίο χαρακτηρίζεται επικίνδυνο λόγω του μεγάλου ύψους (έως και εννέα μέτρων) των επί του οργάνου ταλαντώσεως διενεργουμένων (περιστροφικών ή μη) αλμάτων και του ενδεχομένου συντελέσεως (λόγω κάποιου σφάλματος) ανελέγκτου πτώσεως εντός ή εκτός του οργάνου, επιβάλλεται η λήψη των προσηκόντων και απαιτουμένων από την ιδιομορφία και επικινδυνότητα του αθλήματος μέτρων ασφαλείας και κατά την διάρκεια των προπονήσεων. Τέτοια μέτρα είναι, κατ’ ανάλογον εφαρμογήν του προαναφερθέντος κανονισμού αγώνων, η τοποθέτηση ενός βοηθού ασφαλείας εις εκάστην μεγάλην πλευράν του παραλληλογράμμου μεταλλικού σκελετού του οργάνου και η τοποθέτηση στρωμάτων ασφαλείας επί εκάστης μικράς πλευράς του παραλληλογράμμου σκελετού του οργάνου, καθώς και η κάλυψη του πέριξ του οργάνου χώρου του δαπέδου διά στρωμάτων ασφαλείας. Εφ’ όσον μάλιστα εις την ερευνωμένη υπόθεση δεν εκτίθεται υπό τινος των αντιδίκων πλευρών ότι υπάρχει αρμοδίως θεσμοθετημένη διαδικασία πιστοποιήσεως των καθηκόντων και του έργου των βοηθών ασφαλείας, προκρίνεται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336§4 ΚΠολΔ), ότι ως τέτοιος βοηθός ασφαλείας παρέχων εχέγγυα επιτυχούς εκτελέσεως του συγκεκριμένου έργου δύναται να χαρακτηρισθεί, όποιος ακόμη και διά πρακτικών ασκήσεων περιοδικώς επαναλαμβανομένων εν είδει προπονήσεως εκπαιδεύεται εις περιστάσεις εξομοιώσεως αθλητικού ατυχήματος επιτυγχανόμενες διά της κατόπιν προπαρασκευαστικής ρίψεως του βοηθητικού στρώματος προς την επί της δικτυωτής οθόνης (μεμβράνης) και του σκελετού του αγωνίσματος ταλαντώσεων («τραμπολίνο») υπολογιζομένη πτώση συμπαγούς σφαίρας ωθουμένης προηγουμένως υπό άλλου προσώπου εις τον αέρα (και υποκαθιστούσης προσομοιοτικώς ούτω τον αναπηδώντα εις τον αέρα αθλητή), ούτως ώστε διά της τοιαύτης πρακτικής εκπαιδεύσεως να δημιουργηθεί και αποκτηθεί εγκεφαλικώς και χειροδυνάμως εις το πρόσωπο του βοηθού ασφαλείας ταχεία, αυτοματοποιημένη και δεξιοτεχνική ρίψη του βοηθητικού στρώματος μετά προσδοκωμένου μεγάλου ποσοστού επιτυχίας (εγκαίρου παρεμβολής του ριπτομένου βοηθητικού στρώματος εις το ακριβές σημείον πτώσεως μεταξύ πίπτοντος αθλητού και επιφανείας προσκρούσεως επί του οργάνου ταλαντώσεων). Εκ της διά του προρρηθέντος κανονισμού ρητής θεσμοθετήσεως των βοηθών ασφαλείας μόνον επί αγώνων και ουχί επί προπονήσεων δεν αναιρείται η υποχρέωση χρησιμοποιήσεως αυτών και κατά τις προπονήσεις των αθλητών εντός των χώρων προπονήσεων των αθλητικών σωματείων, διότι, αν και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, οι κατά την διάρκεια των αγώνων εις επίπεδο εθνικού ή διεθνούς πρωταθλητισμού εκτελούμενες ασκήσεις του συγκεκριμένου αγωνίσματος τυγχάνουν υπερτέρου βαθμού δυσκολίας και επικινδυνότητος των κατά την διάρκειαν των προπονήσεων εκτελουμένων αντιστοίχων, αφού κατά την διάρκεια των προπονήσεων αφ’ ενός γίνονται και ασκήσεις μη αγωνιστικού επιπέδου και αφ’ ετέρου η εξάσκηση εις την διεκπεραίωση ασκήσεων αγωνιστικού επιπέδου γίνεται σταδιακώς και αποσπασματικώς κατά τα επί μέρους στοιχεία εκάστης ασκήσεως μέχρι της επιτυχούς εκτελέσεως πλήρους και ολοκληρωμένης της αντιστοίχου ασκήσεως, εν τούτοις κατά την διάρκεια του αγώνος ο αθλητής έχει κατά τεκμήριον πλήρως ή τουλάχιστον λίαν επαρκώς εκμεμαθημένη εγκεφαλικώς και αφωμοιωμένη σωματικώς την υπ’ αυτού εκτελουμένη άσκηση, όπερ στοιχείο δεν ισχύει οπωσδήποτε κατά το στάδιον της προπονήσεως, κατά το οποίο αποσκοπείται η εξοικείωση του αθλητού προς την επιδιωκομένη (υπό εκμάθηση) άσκηση, η οποία, ακόμη διδασκομένη εις τον προπονούμενον και μη εισέτι αφομοιωθείσα υπ’ αυτού, ενέχει αυτονοήτως, ως ενδεχόμενον και εγκυμονούντα, τον ανεπαρκή ή εσφαλμένον τρόπον εκτελέσεως και συνακολούθως ως ουχί απίθανο τον κίνδυνο πτώσεως και τραυματισμού του προπονουμένου. Υπό της μάρτυρος αποδείξεως (πρώην αθλητρίας καταδύσεων και ήδη καθηγητρίας φυσικής αγωγής) επεσημάνθη επιπροσθέτως ότι το συγκεκριμένο όργανο ταλαντώσεως πρέπει να έχει ύπερθεν αυτού κατασκευή σχήματος «πί» μετά ιμάντων ασφαλείας προσαρμοσμένων εις το ύψος της μέσης των αθλουμένων παίδων, ούτως ώστε τα αθλούμενα παιδιά να διενεργούν ασφαλώς τις ασκήσεις αναπηδήσεων και περιστροφών, όταν δεν κατέχουν καλώς την ορθή εκτέλεση της ασκήσεως. Τοιαύτη υποχρέωση δεν ηδύνατο, ως τυγχάνει αυτονόητον, να θεσπισθεί υπό του ως άνω κανονισμού, αφού αυτός εμπεριέχει ρυθμίσεις και κανόνες αναφερομένους αποκλειστικώς εις τους επισήμους αγώνες, όπου ο αθλητής διαγωνίζεται διά την άνευ βοηθητικού εξαρτήματος επίδειξη και παρουσίαση αρτίας εκτελέσεως σημαντικού βαθμού δυσκολίας ασκήσεων. Ανεξαρτήτως, όμως, του ότι βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας των αρρυομένων εκ της φύσεως και της επικινδυνότητος του συγκεκριμένου αθλήματος, το εν λόγω μέτρο ασφαλείας δύναται να ληφθεί ως επιπρόσθετο κατά την προπόνηση τουλάχιστον των αρχαρίων αλλά και κατά την εκμάθηση ασκήσεων, τις οποίες ο εκγυμναζόμενος μη αρχάριος δεν έχει εισέτι αφομοιώσει πλήρως, εφ’ όσον υπάρξει εκτίμηση περί χρήσεως τέτοιου προστατευτικού μέτρου από τον προπονητή ή το ζητήσει ο προπονούμενος αθλητής, εν τούτοις τέτοιο μέτρο ασφαλείας δεν προεβλέφθη ρητώς υπό του ως άνω κανονισμού διά τις σωματειακές προπονήσεις εντός της ελληνικής επικρατείας. Ούτε άλλωστε διά του αγωγικού δικογράφου εξιστορείται ούτε διά των εκατέρωθεν προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων απεδείχθη ρητή θέσπιση τέτοιου προστατευτικού μέτρου διά τις προπονήσεις από κάποιο κανονισμό του συγκεκριμένου αθλήματος άλλου κράτους ή της αντίστοιχης διεθνούς ομοσπονδίας. Πρέπει, επιπροσθέτως, να επισημανθεί ότι ακόμη και η χρήση τέτοιου ιμάντος ασφαλείας περιορίζεται χρονικώς ως εκ της φύσεως και του σκοπού της προπονήσεως εις το αρχικό στάδιο προπονήσεως, αφού στόχος της προπονήσεως των αθλητών του συγκεκριμένου αθλήματος τυγχάνει η εκμάθηση της ασκήσεως προς διεξαγωγήν αυτής σε αγώνα αυτονόμως άνευ οιουδήποτε βοηθητικού προστατευτικού μέτρου τεχνητής συγκρατήσεως του αθλητού πέραν των βοηθών και στρωμάτων ασφαλείας. Η υπό της ως άνω μάρτυρος αποδείξεως επιπρόσθετη αναφορά σε αναγκαιότητα υπάρξεως σκάμματος πεπληρωμένου μετά αφρώδους υλικού και υλικού ξηρών σανιδίων πέριξ του οργάνου ταλαντώσεων ως επιπροσθέτου μέτρου ασφαλείας δεν ερευνάται εις την κρινομένην περίπτωσιν, διότι το συγκεκριμένο μέτρο ασφαλείας συνέχεται προς και προφυλάσσει από πτώσεις του αθλητού εκτός του οργάνου ταλαντώσεων και ουχί επί αυτού καθ’ εαυτού του οργάνου και δή επί του περιβάλλοντος την μεμβράνην ταλαντώσεως μεταλλικού σκελετού, όπως συνέβη εις την ερευνωμένη υπόθεση. Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι, εφ’ όσον διά του προαναφερθέντος κανονισμού του αθλήματος «τραμπολίνο» ουδεμία αυτοτελής ρητή μνεία γίνεται διά τα τηρητέα μέτρα ασφαλείας ειδικώς κατά το στάδιον των προπονήσεων, εις την προκειμένη περίπτωση υπήρξε παράλειψη της τετάρτης εναγομένης αθλητικής ομοσπονδίας να θεσπίσει ειδικώς και να κοινοποιήσει διά ιδιαιτέρων εγκυκλίων και εγγράφων οδηγιών προς τα εις την δικαιοδοσία της υπαγόμενα αθλητικά σωματεία και τα διά τις προπονήσεις του εν λόγω αθλήματος τηρητέα μέτρα ασφαλείας (ήτοι να διευκρινίσει ρητώς εάν αυτά τυγχάνουν τα διά τους αγώνες οριζόμενα ή εάν πρέπει λόγω της φύσεως της προπονήσεως να ληφθούν και επιπρόσθετα μέτρα ασφαλείας, να επιστήσει την μέριμνα των αθλητικών σωματείων εις την λήψη των εν λόγω μέτρων και να ορίσει ειδικώς τα απαιτούμενα ιδιαίτερα προσόντα και τον τρόπο και την διαδικασία πιστοποιήσεως των βοηθών ασφαλείας). Βάσει των προαναφερομένων πραγματικών περιστατικών συνυπαίτιοι της επελεύσεως του επιδίκου τραυματισμού της εναγούσης κατά ποσοστόν 80% τυγχάνουν: α) ο υπό του δευτέρου εναγομένου προστήσαντος αθλητικού σωματείου εις την προπόνηση της εναγούσης προστηθείς πρώτος εναγόμενος προπονητής, ο οποίος δεν επέδειξε, ως ώφειλε και ηδύνατο, την προσήκουσα επιμέλεια ενός μέσου συνετού προπονητού του ατομικού αθλήματος περιστροφικών και μη αναπηδήσεων και ασκήσεων επί οργάνου ταλαντώσεως («τραμπολίνο») αλλά προέβη εις την προπόνηση της εναγούσης επί του ως άνω οργάνου, ενώ εγνώριζε ότι δεν έχουν τηρηθεί τα εκ της φύσεως, της ιδιομορφίας και της επικινδυνότητος του ως άνω αθλήματος απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας, τα οποία, αν και δεν ωρίζοντο ρητώς και ειδικώς διά τις προπονήσεις βάσει του κανονισμού της τετάρτης εναγομένης ελληνικής γυμναστικής ομοσπονδίας [ο οποίος αναφέρεται αποκλειστικώς εις την ασφάλεια των αγώνων (και ουχί των προπονήσεων) του συγκεκριμένου αθλήματος], εν τούτοις διά την προσομοιότητα των περιστάσεων και συνθηκών εκγυμνάσεως ήτο γνωστόν εις αυτόν εκ της πολυχρόνου εμπειρίας του ως αθλητού αλλά και εκ της πρακτικής θητείας του ως προπονητού ότι επεβάλλετο εκ των περιστάσεων να εφαρμόζονται και κατά τις προπονήσεις των αθλουμένων εις το συγκεκριμένο άθλημα. Ειδικώτερον δέ, άν και εγνώριζε ότι δεν υπήρχαν εν τοις πράγμασιν εκπαιδευμένοι βοηθοί ασφαλείας επιτηρούντες την εκτέλεση των ασκήσεων κατά την διάρκεια της προπονήσεως, εν τούτοις προέκρινε την διενέργεια της προπονήσεως διά πλημμελούς τηρήσεως του εν λόγω προστατευτικού μέτρου, αφού ανέθεσε την εκτέλεση τέτοιων καθηκόντων από την μία μεγάλη πλευρά του σκελετού του οργάνου εκγυμνάσεως εις την συναθλήτρια της εναγούσης … …., η οποία, όμως, κατά τα προαναφερθέντα, ουδεμίαν εκπαίδευσιν είχε εις την ενάσκηση του εν λόγω καθήκοντος, ενώ επιπροσθέτως εγνώριζε ότι από την άλλη μεγάλη πλευρά του οργάνου δεν υπήρχε οιοσδήποτε βοηθός ασφαλείας και ούτως διά της τοιαύτης αμελούς συμπεριφοράς συνετέλεσεν αιτιωδώς εις τον επίδικον τραυματισμόν της εναγούσης. Πρέπει δέ να επισημανθεί ότι παρά την μακρόχρονη εμπειρία του ως (σημαντικών επιδόσεων) αθλητού ενοργάνου γυμναστικής και οργάνου ταλαντώσεων και αναπηδήσεων, εν τούτοις η κατ’ εκείνον τον κρίσιμο χρόνο μη κατοχή αδείας πιστοποιημένου προπονητού συνετέλεσε μέν εις την επακολουθήσασα του τραυματισμού αμελή ενέργεια της μη ενδεδειγμένης και ασφαλούς παροχής πρώτων βοηθειών [αφού διά αυτοβούλου αυτού ενεργείας προέβη σε -αντενδεικνυομένη και μη προσήκουσα (ελλείψει και του διπλώματος προπονητού) – μετακίνηση της εναγούσης από του οργάνου εις το έδαφος, σε κάμψη των γονάτων αυτής και σε περιστροφή του σώματος αυτής εις θέσιν πρηνή], πλήν, όμως, δεν απεδείχθη πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η μεταγενεστέρα τοιαύτη αμελής συμπεριφορά συνετέλεσεν εις την επιδείνωσιν του βαρυτάτου τραυματισμού της εναγούσης, ο οποίος αποδεικνύεται ότι επήλθεν άπαξ και αυτομάτως διά της βιαίας ανωμάλου προσγειώσεως και προσκρούσεώς της επί του μη επαρκούς προστατευτικού περιβλήματος του μεταλλικού σκελετού του οργάνου ταλαντώσεων, β) ο τρίτος εναγόμενος πρόεδρος του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου, διότι, εάν και ετύγχανε πρόεδρος του ως άνω αθλητικού συλλόγου και εγνώριζε την επικινδυνότητα του ως άνω αθλήματος (εισηγηθείς μάλιστα την αναστολή των δραστηριοτήτων μόνον του αγωνιστικού τμήματος του εν λόγω αθλήματος εις τον ως άνω σύλλογον δώδεκα ημέρες προ της συντελέσεως του επιδίκου τραυματισμού της εναγούσης), εν τούτοις κατά την διάρκεια συνεχίσεως λειτουργίας των ακαδημιών του συγκεκριμένου αθλήματος δεν κατέβαλε την προσήκουσα επιμέλεια ενός μέσου συνετού προέδρου και εν γένει οργάνου διοικήσεως αθλητικού συλλόγου και παρέλειψε (ως εκτελεστικό όργανο) να λάβει, ως ώφειλε και ηδύνατο, τα προσήκοντα μέτρα ασφαλείας, ήτοι (παρά την εισήγησή του και την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου περί συνεχίσεως των αθλητικών δραστηριοτήτων της ακαδημίας του εν λόγω αθλήματος) παρέλειψε να μεριμνήσει προσωπικώς (αλλά και διά υποβολής εισηγήσεως προς το διοικητικό συμβούλιο) διά την τοποθέτηση και παραμονή δύο πρακτικώς εκπαιδευμένων βοηθών ασφαλείας εις τις δύο μεγάλες πλευρές του παραλληλογράμμου σκελετού του οργάνου εκγυμνάσεως και ούτως διά της ως άνω παραλείψεώς του υπήρξε συναίτιος του επιδίκου τραυματισμού της εναγούσης, γ) το δεύτερο εναγόμενο αθλητικό σωματείο ως προστήσαν τον πρώτον εναγόμενον προπονητή εις την προπόνηση του ατομικού αγωνίσματος αναπηδήσεων επί οργάνου ταλαντώσεων αλλά και ως υπεύθυνο νομικό πρόσωπο διά την παράνομη και υπαίτια πράξη (παράλειψη) του έχοντος ειδικό καθήκον και ιδιαιτέρα νομική υποχρέωση προς μέριμνα της τηρήσεως των επιβαλλομένων από την φύση και την επικινδυνότητα του αθλήματος «τραμπολίνο» αναγκαίων προστατευτικών μέτρων ασφαλείας διοικητικού συμβουλίου και του τρίτου εναγομένου προέδρου του και δ) η τετάρτη εναγομένη αθλητική ομοσπονδία, διότι, ενώ βάσει των άρθρων 19§1 και 128ΙΒ§3 Ν. 2725 /1999 αλλά και των άρθρων 1 και 2 του καταστατικού αυτής αφ’ ενός έχει ως σκοπό την καλλιέργεια και την ανάπτυξή του εν λόγω αθλήματος ανά την ελληνική επικράτεια και επιτυγχάνει τους σκοπούς της, μεταξύ άλλων, και διά της εποπτείας και του ελέγχου των εις αυτήν υπαγομένων αθλητικών σωματείων και αφ’ ετέρου υποχρεούται να μεριμνά διά την προστασία της υγείας των αθλητών των αθλητικών σωματείων, τα οποία, όπως και το δεύτερο εναγόμενο, ανήκουν στην δύναμή της, και ενώ διά των οργάνων διοικήσεως αυτής εγνώριζε ότι ο, κατά το άρθρο 27 Ν. 2725 /1999, θεσπισθείς κανονισμός του αγωνίσματος «τραμπολίνο» αφεώρα αποκλειστικώς εις την διεξαγωγή των αγώνων και δεν περιείχε οιανδήποτε ειδική διάταξη διά τα τηρητέα μέτρα ασφαλείας ειδικώς κατά την διεξαγωγή των προπονήσεων των αντιστοίχων αθλητικών τμημάτων των αθλητικών σωματείων της δυνάμεώς της εις το εν λόγω άθλημα, εν τούτοις δεν κατέβαλε διά των ως άνω οργάνων της την προσήκουσα επιμέλεια και εποπτεία διά την ασφαλή καλλιέργεια και διάδοση του εν λόγω αθλήματος αλλά παρέλειψε να θεσπίσει ειδικώς και να κοινοποιήσει διά ιδιαιτέρων εγκυκλίων και εγγράφων οδηγιών προς τα εις την δικαιοδοσία της υπαγόμενα αθλητικά σωματεία (μεταξύ δε τούτων και στο δεύτερο εναγόμενο αθλητικό σωματείο) τα ειδικώς διά τις προπονήσεις του εν λόγω αθλήματος τηρητέα μέτρα ασφαλείας, συγκεκριμένως δέ να διευκρινίσει ρητώς εάν αυτά τυγχάνουν τα διά τους αγώνες οριζόμενα ή εάν πρέπει λόγω της φύσεως της προπονήσεως να ληφθούν και επιπρόσθετα μέτρα ασφαλείας, να επιστήσει την μέριμνα των αθλητικών σωματείων εις την λήψη και τήρηση των εν λόγω μέτρων και να ορίσει ειδικώς τα απαιτούμενα ιδιαίτερα προσόντα και τον τρόπο και την διαδικασία πιστοποιήσεως των βοηθών ασφαλείας. Η, κατ’ άρθρο 27 Ν. 2725 /1999 έγκριση του κανονισμού αγώνων «τραμπολίνο» υπό του αρμοδίου Υφυπουργού Αθλητισμού δεν αίρει την αυτοτελή υποχρέωσή της τετάρτης εναγομένης αθλητικής ομοσπονδίας, ως εκ του θεσμικού λειτουργικού σκοπού αυτής, να εκδώσει τις ως άνω εγκυκλίους διά ρητή και ειδική ρύθμιση του βάσει του ως άνω κανονισμού μη ευθέως ρυθμισθέντος θέματος (κενού) περί των ειδικωτέρων τηρητέων μέτρων ασφαλείας κατά την διεξαγωγή των προπονήσεων του εν λόγω αθλήματος. Συνυπαιτία, όμως, του επιδίκου τραυματισμού της κατά ποσοστόν 20% τυγχάνει η ιδία η ενάγουσα η οποία, αν και ανήλικη αθλήτρια του αγωνιστικού τμήματος «τραμπολίνο» του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου, εν τούτοις λόγω της υπερβάσεως του δεκάτου τετάρτου έτους της ηλικίας της αλλά και της υπερτριετούς καθημερινής σοβαράς (τριώρου) ενασχολήσεως μετά του εν λόγω αθλήματος είχε την διάκριση να αντιληφθεί αφ’ ενός τους εγκυμονούντες κινδύνους προκλήσεως σωματικής βλάβης (και δή σοβαράς) από ενδεχομένη πτώση κατά την διάρκεια των προπονήσεων του ως άνω αθλήματος και αφ’ ετέρου την μη τήρηση των απαιτουμένων μέτρων ασφαλείας εκ μέρους των πρώτου, δευτέρου και τρίτου εναγομένων κατά την διάρκεια της προπονητικής εκμαθήσεως και εκτελέσεως ασκήσεων του εν λόγω αθλήματος, αφού και κατά το παρελθόν είχαν εις γνώσιν αυτής επισυμβεί (μικροτέρας εκτάσεως) τραυματισμοί και ατυχήματα εις τις αθλήτριες του εν λόγω αγωνίσματος εντός του ως άνω αθλητικού συλλόγου, ένεκα των οποίων δώδεκα ημέρες προ της συντελέσεως του επιδίκου τραυματισμού της ιδίας ο τρίτος εναγόμενος ηναγκάσθη να εισηγηθεί και το διοικητικό συμβούλιο του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου να αποφασίσει την αναστολή λειτουργίας του αγωνιστικού τμήματος του ως άνω αθλήματος. Παρά ταύτα, και αυτή δεν κατέβαλε την προσήκουσα επιμέλεια, την οποίαν ώφειλε και ηδύνατο να καταβάλει υπό τις αυτές περιστάσεις μία μέση αθλήτρια της ηλικίας και των δεξιοτήτων της ιδίας, αλλά, ενώ επεχείρησε να εκτελέσει την εις ανωτέρω σημείο του παρόντος σκεπτικού περιγραφομένη άσκηση, η οποία ήτο συνήθους διαβαθμίσεως και την οποίαν η ιδία επανειλημμένως κατά το παρελθόν είχε εκτελέσει επαρκώς και προσηκόντως τόσο σε προπονήσεις όσο και σε γυμναστικές επιδείξεις, εν τούτοις κατά την κρίσιμη ως άνω χρονική στιγμή δεν είχε, ως έδει, συγκεντρωμένο τον νούν αυτής εις τον έλεγχο των σωματικών κινήσεών της ούτε επέδειξε την απαιτουμένη προσήλωση, ψυχραιμία και νηφαλιότητα κατά την εκτέλεση της ασκήσεως αλλά απώλεσε τον έλεγχο της σωματικής της κινήσεως κατά την διάρκεια εκτελέσεως της προπονητικής δοκιμασίας, ενώ ήδη ευρίσκετο κατόπιν αναπηδήσεως εις τον αέρα. Αποτέλεσμα τούτου ήτο να μην επιτύχει ελεγχομένη πτώση και προσγείωση εντός της ελαστικής μεμβράνης αναπηδήσεων του προπεριγραφέντος οργάνου αλλά να επιπέσει ανελέγκτως διά του άνω οπισθίου μέρους του σώματος αυτής επί του κεκαλυμμένου από προστατευτικό υλικό μεταλλικού σκελετού του οργάνου αναπηδήσεων. Επί πλέον ανέλαβε το εγχείρημα της εκτελέσεως προπονητικών ασκήσεων του αγωνίσματος «τραμπολίνο», ενώ ήτο γνωστόν εις αυτήν ότι τα μέχρι τότε ήδη τηρούμενα μέτρα ασφαλείας ήσαν, όπως προελέχθη, εμφανώς ελλειπή. Ούτως, διά των ως άνω παραλείψεων αύτη συνετέλεσεν εξ οικείου πταίσματος κατά το ως άνω ποσοστόν εις τον επίδικον τραυματισμόν αυτής, γινομένης δεκτής εν μέρει ως βασίμου κατ’ ουσίαν της εκ μέρους των αντιδίκων της εναγούσης προβληθείσης ενστάσεως περί οικείου πταίσματος της τραυματισθείσης. Η ενάγουσα υπέστη κάταγμα – εξάρθρημα «Θ7 – Θ8» της σπονδυλικής στήλης αυτής. Διεκομίσθη αρχικώς εις το Γενικό Νοσοκομείο Νικαίας «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ» και εν συνεχεία στο Γενικό Νοσοκομείο «ΚΑΤ», όπου και υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση διά οπισθίας σπονδυλοδεσίας «Θ5 – Θ11». Κατετάγη δέ, συμφώνως προς τις διεθνείς σταθερές, ως «ASIA – A» μετά πλήρους αισθητικοκινητικής παραπληγίας «Θ7» επιπέδου μετά νευρογενών ορθοκυστικών διαταραχών. Παρηκολούθησε, εν συνεχεία, νοσηλευομένη πρόγραμμα αποκαταστάσεως, το οποίον περιελάμβανε εκπαίδευση βαδίσεως μετά συστήματος μηροκνημοποδικού κηδεμόνος τύπου «walk about», εργοθεραπεία προς εκπαίδευσιν αυτής εις μεταφορές και δραστηριότητες καθημερινής ζωής και σε ψυχολογική ενίσχυσή της. Εξήλθε του ως άνω Νοσοκομείου την 21ην Ιανουαρίου 2009. Υπήρξε αναγκαία η επανεκπαίδευση βαδίσεως διά του παιδιατρικού συστήματος «LOCOMAT» και ηναγκάσθη ούτως η ενάγουσα να μεταβεί προς τούτο εις το Νοσοκομείο «Hadassah University Hospital Mt Scopus» του κράτους του Ισραήλ επί ένα και ήμισυ μήνα, δίχως, όμως, να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα. Έκτοτε αδυνατεί να βαδίσει και να μετακινηθεί αυτοδυνάμως και μεταφέρεται διά χρήσεως αναπηρικού αμαξιδίου, αφού είναι παράλυτη από το στήθος και κάτω, ενώ παραλλήλως έχει υποστεί σκωλίωση. Η διαχείριση της κύστεώς της γίνεται διά διαλειπόντων αυτοκαθετηριασμών. Βάσει δέ του υπ’ αριθ. πρωτ. ….. /11-4-2014 πιστοποιητικού της Επταμελούς Επιτροπής του Γενικού Νοσοκομείου Νικαίας – Πειραιώς «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ» διεγνώσθη αναπηρία τουλάχιστον ποσοστού 67%. Έχει έκτοτε ανάγκη παροχής υπηρεσιών διά την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών από τρίτο πρόσωπο (συνοδό), χρέη τα οποία εκτελούνται υπό των γονέων αυτής και κυρίως υπό της μητρός αυτής. Από του χρόνου τραυματισμού αυτής έχει περιπέσει σε βαρεία κατάθλιψη και μάλιστα απεπειράθη να θέσει τέρμα εις την ζωήν αυτής διά αυτοδηλητηριάσεως την 19ην Αυγούστου 2013. Η εν συνεχεία επιτυχία εισαγωγής και φοίτηση αυτής (κατόπιν μετεγγραφής) εις την Αρχιτεκτονική Σχολή του Μετσοβείου Πολυτεχνείου Αθηνών δεν δύναται να άρει ή να απαλύνει την βαρυτάτης μορφής μόνιμη μερική αναπηρία της και την εξ αυτής προκαλουμένη συνεχή θλίψη της. Ένεκα των προαναφερομένων η ενάγουσα έχει υποστεί ισχυροτάτην ηθική βλάβη, διά χρηματική ικανοποίηση της οποίας, λαμβανομένων υπ’ όψιν της φύσεως, της βαρύτητος και των δυσμενεστάτων μονίμων συνεπειών του τραυματισμού της, του βαθμού υπαιτιότητος των πρώτου και τρίτου εναγομένων, του οικείου πταίσματος της παθούσης και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των αντιδίκων φυσικών προσώπων (εναγούσης και πρώτου και τρίτου εναγομένων) και της οικονομικής καταστάσεως του δευτέρου εναγομένου πρωτοβαθμίου αθλητικού σωματείου και της τετάρτης εναγομένης αθλητικής ομοσπονδίας, κρίνεται εύλογη η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης, η οποία προσδιορίζεται στο εύλογο χρηματικό ποσόν των 50.000 ευρώ εις βάρος εκάστου των πρώτου και τρίτου εναγομένων, εις το εύλογο χρηματικό ποσό των 80.000 ευρώ εις βάρος του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου (ήτοι ευθυνομένων εις ολόκληρον των πρώτου και τρίτου εναγομένων μέχρι του ποσού των 50.000 ευρώ μετά του δευτέρου εναγομένου) και εις το εύλογο ποσό των 100.000 ευρώ εις βάρος της τετάρτης εναγομένης αθλητικής ομοσπονδίας (ήτοι ευθυνομένων εις ολόκληρον των πρώτου και τρίτου εναγομένων μέχρι του ποσού των 50.000 ευρώ και του δευτέρου εναγομένου μέχρι του ποσού των 80.000 ευρώ μετά της τετάρτης εναγομένης). Ο λόγος εφέσεως των εκκαλούντων της πρώτης εφέσεως περί συμψηφισμού χορηγηθέντος προς την ενάγουσα ποσού 75.000 ευρώ τυγχάνει απορριπτέος, διότι το συγκεκριμένο χρηματικό ποσόν απετέλεσε χορηγία τρίτου προσώπου και δή της ΟΠΑΠ Α.Ε. διά υποβολή σε θεραπεία επιχειρήσεως αποκαταστάσεως της σωματικής ακεραιότητος και κινητικότητος της εναγούσης και δεν συνυπολογίζεται (άρθρο 930§3 ΑΚ – βλ. ΑΠ 331 /2014, ΤΝΠΔΣΑ).
Ε) Έσφαλεν, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίον διά της εκκαλουμένης αποφάσεως εδέχθη την αγωγή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν έναντι απάντων των εναγομένων διά χρηματικά ποσά μείζονα των προαναφερομένων, και πρέπει, απορριπτομένης της συνεκδικαζομένης τετάρτης ως άνω εφέσεως (της εναγούσης), να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση [κατά παραδοχήν των συνεκδικαζομένων πρώτης, δευτέρας και τρίτης εφέσεων (των εναγομένων)], να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως της συνεκδικαζομένης τετάρτης εφέσεως (της εναγούσης) εις το Δημόσιο Ταμείο και η επιστροφή των παραβόλων εφέσεως των συνεκδικαζομένων πρώτης, δευτέρας και τρίτης ως άνω εφέσεων εις τον πρώτον εναγόμενο και το δεύτερο εναγόμενο (εκκαλούντα και εκκαλούν της συνεκδικαζομένης πρώτης εφέσεως), εις τον τρίτον εναγόμενον (εκκαλούντα της συνεκδικαζομένης δευτέρας εφέσεως) και εις την τετάρτην εναγομένην (εκκαλούσα της συνεκδικαζομένης τετάρτης εφέσεως) αντιστοίχως (άρθρο 495§3 ΚΠολΔ), να διακρατηθεί και δικασθεί κατ’ ουσίαν η κρινομένη διαφορά (άρθρο 535§1 ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή αυτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη έναντι των πρώτου, δευτέρου, τρίτου και τετάρτης εναγομένων, να υποχρεωθούν να καταβάλουν εις την ενάγουσα: οι πρώτος και τρίτος εναγόμενοι εις ολόκληρον χρηματικόν ποσόν 50.000 ευρώ, το δεύτερον εναγόμενον χρηματικό ποσό 80.000 ευρώ και το τέταρτον εναγόμενον χρηματικό ποσό 100.000 ευρώ (δημιουργουμένης εις ολόκληρον ευθύνης των πρώτου και τρίτου εναγομένων μετά των δευτέρου και τετάρτου εναγομένων μέχρι του ποσού των 50.000 ευρώ και του τρίτου εναγομένου μετά του τετάρτου εναγομένου μέχρι του ποσού των 80.000 ευρώ) νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, και να επιβληθεί μέρος της δικαστικής δαπάνης της εναγούσης, κατόπιν υποβολής αντιστοίχου αιτήματος αυτής, δι’ αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας εις βάρος των εν μέρει ηττηθέντων πρώτου, δευτέρου, τρίτου και τετάρτης εναγομένων (άρθρα 191§2, 183, 178§1 και 180§3 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα στο διατακτικό.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων τις υπ’ αριθ. καταθ. ….. /30-9-2016, ….. /28-9-2016, ….. /5-9-2016 και …. /4-10-2016) εφέσεις (αασκηθείσες ενώπιον του Γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς).
Απορρίπτει την υπ’ αριθ. καταθ. …… /4-10-2016 έφεση της εναγούσης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατά τα εις το σκεπτικό της παρούσης διά την ως άνω έφεση κατατεθέντος παραβόλου εφέσεως εις το Δημόσιον Ταμείον.
Δέχεται (τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν): α) την υπ’ αριθ. καταθ. ….. /30-9-2016 έφεση των πρώτου και δευτέρου εναγομένων, β) την υπ’ αριθ. καταθ. ……. /28-9-2016 έφεση του τρίτου εναγομένου και γ) την υπ’ αριθ. καταθ. …….. /5-9-2016 έφεση της τετάρτης εναγομένης.
Διατάσσει την επιστροφή εις τον εκκαλούντα και το εκκαλούν της πρώτης ως άνω εφέσεως, εις τον εκκαλούντα της δευτέρας ως άνω εφέσεως και εις την εκκαλούσα της τρίτης ως άνω εφέσεως των κατά τα εις το σκεπτικό της παρούσης διά εκάστην ως άνω έφεσιν κατατεθέντων παραβόλων εκ ποσού διακοσίων (200) ευρώ δι’ εκάστην εξ αυτών.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 1411 /2016 απόφαση τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διακρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν την κρινομένη διαφορά.
Δέχεται εν μέρει την ως άνω αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν έναντι των (πρώτου, δευτέρου, τρίτου και τετάρτης) εναγομένων.
Υποχρεώνει: α΄) τον πρώτο εναγόμενο (……..) και τον τρίτον εναγόμενο (……) να καταβάλουν εις ολόκληρον προς την ως άνω ενάγουσα (……) χρηματικό ποσό πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, β΄) τον δεύτερο εναγόμενο (……) να καταβάλει προς την ως άνω ενάγουσα χρηματικό ποσό ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ και γ΄) την τετάρτη εναγομένη (Ελληνική Γυμναστική Ομοσπονδία) να καταβάλει εις ολόκληρον προς την ενάγουσα χρηματικό ποσόν εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ [δημιουργουμένης εις ολόκληρον ευθύνης των πρώτου και τρίτου εναγομένων μετά των δευτέρου και τετάρτου εναγομένων μέχρι του ποσού των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και του δευτέρου εναγομένου μετά της τετάρτης εναγομένης μέχρι του ποσού των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ] νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής.
Επιβάλλει εις βάρος των πρώτου, δευτέρου, τρίτου και τετάρτης εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας της εναγούσης, την οποίαν ορίζει: α) σε χρηματικό ποσόν χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ εις βάρος των (εις ολόκληρον προς τούτο ενεχομένων) πρώτου και τρίτου εναγομένων, β) σε χρηματικό ποσόν χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ εις βάρος του δευτέρου εναγομένου αθλητικού σωματείου και γ) σε χρηματικό ποσό δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ εις βάρος της τετάρτης εναγομένης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 12η Φεβρουαρίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ
Και αντ΄αυτής,
Ευρισκομένης σε
Αναρρωτική άδεια,
Ο αρχαιότερος της
Συνθέσεως Εφέτης,
Παναγιώτης Χουζούρης
Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις 30 Απριλίου 2019, με άλλη σύνθεση, κωλυομένης της Προέδρου Εφετών, Αικατερίνης Νομικού, η οποία βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Παναγιώτη Χουζούρη, Προεδρεύοντα Εφέτη, Μαρία Ανδρεοπούλου και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτες, και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΦΕΤΗΣ