Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 19/2018

Αριθμός    19/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Χρήστο Τζανερρίκο, Πρόεδρο Εφετών,  Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη και Γεώργιο Βερούση, Εφέτη-Εισηγητή, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες εφέσεις, ήτοι α)η από 10-7-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. ……../2014) έφεση των εναγόντων της από 17-5-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. ……./2011) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά του εναγομένου της ως άνω αγωγής και ήδη εφεσιβλήτου και β)η από 15-7-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2014) έφεση του εναγομένου της παραπάνω αγωγής κατά του πρώτου των εναγόντων της ίδιας ως άνω αγωγής, που ασκήθηκαν κατά της με αριθμό 1706/3-4-2014 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί στις 16-7-2014 και στις 15-7-2014 αντίστοιχα, νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 17-7-2014 (βλ. τη με αριθμ. …./17-7-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….) και επίσης δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της απόφασης μέχρι την άσκηση των εφέσεων (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1,  517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον, οι κρινόμενες εφέσεις κατατέθηκαν στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 16-7-2014 και στις 19-3-2015 αντίστοιχα και αρμοδίως εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ. ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4  του Ν 3994/25-7-2011 ως εκ του χρόνου άσκησης των ενδίκων εφέσεων σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 13 του Ν 3994/25-7-2011) και επίσης, έχει κατατεθεί για κάθε έφεση το απαιτούμενο παράβολο (σύμφωνα με σχετική επισημείωση του Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί των εφετηρίων) που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ.. Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, οι κρινόμενες εφέσεις είναι παραδεκτές και, αφού συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης συνάφειας μεταξύ τους (άρθρα 246 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) .

Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298 και 147 Α.Κ. προκύπτουν τα εξής: Για τη στοιχειοθέτηση αδικοπραξίας, η οποία γεννά ευθύνη προς αποζημίωση, απαιτείται: α) παράνομη πράξη ή παράλειψη, β) υπαιτιότητα (πταίσμα) του δράστη με τη μορφή του δόλου ή της αμέλειας και γ) ζημία άλλου που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την παράνομη πράξη ή παράλειψη, με την έννοια ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής η συμπεριφορά του υπαιτίου είναι ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, επέφερε δε αυτό πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η πράξη είναι παράνομη, όταν με αυτήν προσβάλλεται δικαίωμα του παθόντος, η δε παράλειψη όταν ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη να μη παραλείψει. Αδικοπραξία, (που τελείται με δόλο) αποτελεί και η κατά το άρθρο 147 Α.Κ. απάτη, η οποία παρέχει σε εκείνον που εξαπατήθηκε το δικαίωμα να ζητήσει, κατ’ επιλογήν, είτε την ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω ελαττώματος της δηλώσεως βουλήσεως, και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας, είτε να αποδεχτεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας (θετικής και διαφυγόντος κέρδους), σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, δηλαδή την ανόρθωση της ζημίας που υπέστη και τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την αδικοπρακτική, εξαιτίας της απάτης, συμπεριφορά εκείνου που ζημίωσε. Απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 Α.Κ., αποτελεί κάθε από πρόθεση συμπεριφορά, που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, με σκοπό να προκαλέσει την απόφαση του άλλου. Η απατηλή συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση αληθινών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η παραπλάνηση είναι δόλια, όταν ο παραπλανών είχε την πρόθεση να παραπλανήσει τον άλλο, γνωρίζοντας ο ίδιος το ψευδές των γεγονότων που παρουσίασε ως αληθινά, μπορεί δε η δόλια ψευδής παράσταση του απατήσαντος να συνίσταται και σε υπόσχεση για την τήρηση στο μέλλον ορισμένης στάσεως έναντι του απατηθέντος (ΑΠ 1010/2013 αδημ.) .

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 17-5-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2011) αγωγή, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι ήταν συγκύριοι της οριζόντιας ιδιοκτησίας που περιγράφεται κατ’ ακριβή θέση, έκταση και όρια στο δικόγραφο της αγωγής, την οποία δυνάμει του αναφερομένου στην αγωγή συμβολαίου που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασαν στον εναγόμενο κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι η παραπάνω οριζόντια ιδιοκτησία εμφαινόταν στη συστατική πράξη ως ενιαία, πλην όμως  αποτελείτο από δύο διακριτές ιδιοκτησίες, των οποίων ήταν δυνατός ο διαχωρισμός τους. Ότι κατά το χρόνο κατάρτισης του συμβολαίου πώλησης της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας, αν και η τελευταία φερόταν στο αντίστοιχο συμβολαιογραφικό έγγραφο ότι μεταβιβαζόταν στο σύνολό της, ο αγοραστής συμφώνησε και αποδέχθηκε, ότι μεταβιβαζόταν σ΄αυτόν μόνο το τμήμα της (της οριζόντιας ιδιοκτησίας) που αφορούσε το ισόγειο κατάστημα, ενώ για το τμήμα που αφορούσε το πατάρι του καταστήματος ο τελευταίος (αγοραστής) αναλάμβανε την υποχρέωση αφενός μεν της σύστασης ξεχωριστής οριζόντιας ιδιοκτησίας, αφετέρου δε την επαναμεταβίβασή του στον πρώτο ενάγοντα ή σε πρόσωπο που αυτός (ο πρώτος ενάγων) θα του υποδείκνυε. Ότι ο εναγόμενος τους παρέστησε ψευδώς ότι θα τηρούσε την παραπάνω συμφωνία για την οποία συντάχθηκε και ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο συμβαλλόμενοι ήταν ο πρώτος ενάγων και ο εναγόμενος, στη συνέχεια δεν τήρησε την παραπάνω συμφωνία ζημιώνοντας τους ενάγοντες κατά την αξία της οριζόντιας ιδιοκτησίας για την οποία είχε συμφωνηθεί η εικονικότητα της μεταβίβασης. Ζητούσαν δε με την παραπάνω αγωγή, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος όφειλε να καταβάλει στους ενάγοντες κατά τα ποσοστά της συνιδιοκτησίας τους, το συνολικό ποσό των 118.290 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστησαν πλέον των ποσών των 150.000 ευρώ στον πρώτο ενάγοντα, των 90.000 ευρώ στη δεύτερη ενάγουσα και το ποσό των 70.000 ευρώ στην τρίτη ενάγουσα, που αφορούσαν τη χρηματική τους ικανοποίηση από την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, με το νόμιμο τόκο από το χρόνο κατάρτισης του συμβολαίου πώλησης, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστική τους δαπάνης. Επικουρικά δε ζητούσαν να τους καταβληθεί το ποσό που αντιστοιχούσε στη θετική τους ζημία κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη κατά την επικουρική της βάση και ως προς το αίτημα της τοκοδοσίας σε χρόνο προγενέστερο της επίδοσης της αγωγής, έκρινε την αγωγή νόμιμη κατά την κύρια βάση της στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 345, 346, 914, 932 του Α.Κ., 386 του Π.Κ., 70, 176 και 19παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και στη συνέχεια μετά από την εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε την αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη ως προς τους δεύτερη και τρίτη των εναγόντων επιβάλλοντας τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου σε βάρος των παραπάνω εναγόντων, τα οποία όρισε στο ποσό των 700 ευρώ συνολικά και έκανε εν μέρει δεκτή  την αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη ως προς τον πρώτο των εναγόντων αναγνωρίζοντας ότι ο εναγόμενος όφειλε να του καταβάλει (στον πρώτο ενάγοντα) το συνολικό ποσό των 31.500 ευρώ για τη θετική ζημία και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των 700 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις για τους αναφερόμενους σε αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, τόσο οι ενάγοντες-εκκαλούντες και ως κληρονόμοι της δεύτερης ενάγουσας η οποία απεβίωσε μετά την άσκηση της έφεσης και η δίκη συνεχίζεται από τους παριστάμενους εκκαλούντες (βλ. τα με αριθμ. 22/2015 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου) οι οποίοι ζητούν με την έφεσή τους να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τις απορριπτικές της διατάξεις ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της, καθώς και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης, όσο και ο εναγόμενος – εκκαλών ο οποίος ζητεί με την έφεσή του να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή, καθώς και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, τις με αριθμούς …./2012, …/2012, …/2013 και …./2013 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς που λήφθηκαν νόμιμα μετά από προηγούμενη κλήτευση των αντιδίκων και επαναπροσκομίζονται μετ’επικλήσεως, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν νόμιμα είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη  συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο πρώτος ενάγων και η μητέρα του ήταν συγκύριοι κατά ποσοστό 6/8 και 2/8 εξ αδιαιρέτου μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας και συγκεκριμένα ενός καταστήματος με πατάρι εμβαδού 39,71 τ.μ. και 39, 43 τ.μ. αντίστοιχα και δυνάμει του με αριθμό …/2004 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………, που μεταγράφηκε νόμιμα, η μητέρα του παραπάνω ενάγοντος μεταβίβασε στην τρίτη ενάγουσα την ψιλή κυριότητα του ποσοστού της (2/8 εξ αδιαιρέτου) και ταυτόχρονα μεταβίβασε λόγω δωρεάς αιτία θανάτου την επικαρπία του ακινήτου στον πρώτο και δεύτερη των εναγόντων. O πρώτος των εναγόντων κατά το έτος 2006 αντιμετώπισε οικονομικές δυσχέρειες λόγω των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων και συμφώνησε με τον εναγόμενο αδελφό του να του μεταβιβάσει τμήμα της παραπάνω οριζόντιας ιδιοκτησίας και συγκεκριμένα τον ισόγειο χώρο του καταστήματος έναντι τιμήματος του ποσού των 215.000 ευρώ. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι ο ισόγειος χώρος του καταστήματος και το πατάρι, ήταν διακριτοί χώροι με δυνατότητα ξεχωριστής εκμετάλλευσής τους, αφού το τελευταίο (πατάρι) διέθετε πρόσβαση στο κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο και κατά τα τελευταία έτη είχε διαμορφωθεί κατά τρόπο που να φιλοξενεί τη μητέρα του ενάγοντος. Για την παραπάνω αιτία, ο πρώτος των εναγόντων και ο εναγόμενος συμφώνησαν ότι θα μεταβιβαζόταν στον τελευταίο μόνο το ισόγειο κατάστημα, το οποίο όμως εμφαινόταν ως ενιαία οριζόντια ιδιοκτησία με το πατάρι στη σχετική πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και επιπλέον ο εναγόμενος αναλάμβανε την υποχρέωση να προβεί μετά τη μεταβίβαση σ΄αυτόν του παραπάνω ακινήτου, να προβεί σε τροποποίηση της συστατικής πράξης της οριζόντιας ιδιοκτησίας, ώστε πλέον να εμφαίνονται στην παραπάνω πράξη δύο ξεχωριστές οριζόντιες ιδιοκτησίες (το ισόγειο κατάστημα και το πατάρι). Επιπλέον κατά το χρόνο σύνταξης του με αριθμό …../2006 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., δυνάμει του οποίου ο πρώτος ενάγων, η μητέρα του ….. και η τρίτη ενάγουσα μεταβίβασαν το επίδικο ακίνητο στον εναγόμενο, συντάχθηκε ταυτόχρονα και το από 30-5-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, του οποίου η γνησιότητα δεν αμφισβητείται αλλά αντίθετα συνομολογείται από τον εναγόμενο, δυνάμει του οποίου  ο πρώτος ενάγων και ο εναγόμενος ως μόνοι συμβαλλόμενοι (δεν συμβλήθηκαν στο παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό οι λοιποί συνιδιοκτήτες του ακινήτου, ήτοι η μητέρα του ενάγοντα και η τρίτη ενάγουσα) αποδέχθηκαν ότι το τίμημα της αγοραπωλησίας ήταν το ποσό των 215.000 ευρώ και αφορούσε μόνο το ισόγειο κατάστημα, ενώ για το πατάρι συμφώνησαν ότι εξαιρείται της αγοραπωλησίας και ο εναγόμενος θα αναλάμβανε την υποχρέωση αφενός της σύστασης ξεχωριστής ιδιοκτησίας για το πατάρι και αφετέρου τη μελλοντική μεταβίβαση του τελευταίου στον πρώτο ενάγοντα ή σε πρόσωπο που αυτός (ο ενάγων) θα υποδείκνυε στον εναγόμενο. Ακόμη συμφωνήθηκε ότι ο εναγόμενος θα χορηγούσε ειδικό πληρεξούσιο στον πρώτο ενάγοντα δυνάμει του οποίου ο τελευταίος θα μπορούσε να επιχειρήσει τις παραπάνω πράξεις, ήτοι της τροποποίησης της πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και της επαναμεταβίβασης του ακινήτου (παταριού) στον ενάγοντα. Κατόπιν των παραπάνω και μετά το θάνατο της ……. το έτος 2007, η οποία ήταν μητέρα του πρώτου ενάγοντος και του εναγομένου και διέμενε κατά το χρόνο του θανάτου της στο πατάρι της ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας, ο πρώτος ενάγων, επέδωσε στις 17-11-2009 (βλ. τη με αριθμ. ………/17-11-2009 έκθεση επίδοσης) εξώδικη διαμαρτυρία προς τον εναγόμενο, με την οποία τον καλούσε εντός προθεσμίας δέκα ημερών να συμμορφωθεί προς τους όρους του από 30-5-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού, πλην όμως ο εναγόμενος δεν προέβη σε καμία ενέργεια. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος, γνωρίζοντας και εκμεταλλευόμενος την οικονομική αδυναμία του ενάγοντος, ο οποίος λόγω των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων είχε άμεση ανάγκη χρηματικών ποσών για την εξόφληση των χρεών του προς την Δ.Ο.Υ. και προς τρίτους, έπεισε τον τελευταίο να προβεί στη μεταβίβαση  της παραπάνω περιγραφόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας καταβάλλοντας σ΄αυτόν (τον πρώτο ενάγοντα) μόνο την αξία του ισογείου καταστήματος και με τη μελλοντική υπόσχεση, δεδομένης και της συγγενικής τους σχέσης, της επαναμεταβίβασηςτου τμήματος της οριζόντιας ιδιοκτησίας που αφορούσε το πατάρι, στο οποίο διέμενε η μητέρα τους. Επιπλέον ο εναγόμενος συμβλήθηκε και στο από 30-5-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό που αφορούσε την παραπάνω μελλοντική στάση του εναγομένου προκειμένου να ενισχύσει την πεποίθηση του πρώτου ενάγοντος σχετικά με τη μελλοντική του στάση, την οποία στη συνέχεια δεν τήρησε. Συνεπώς, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ο εναγόμενος γνωρίζοντας ο ίδιος το ψευδές των γεγονότων που παρουσίασε ως αληθινά, δεδομένου ότι δεν τήρησε τις συμβατικές του υποχρεώσεις που απέρρεαν από το προαναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό, προέβη σε υπόσχεση για την τήρηση στο μέλλον ορισμένης στάσεως έναντι του πρώτου ενάγοντος προξενώντας στο τελευταίο ζημία ίση με την αξία του ακινήτου που όφειλε να επαναμεταβιβάσει στον τελευταίο (πρώτο ενάγοντα). Επιπλέον, δεδομένου ότι το παραπάνω ακίνητο θα μεταβιβαζόταν στον πρώτο ενάγοντα και μόνο και όχι στους λοιπούς συνιδιοκτήτες ή στους κληρονόμους του, η απατηλή συμπεριφορά του δεν επηρέασε τους λοιπούς ενάγοντες μη συμβαλλόμενους στο προαναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό και συνεπώς η αγωγή είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, ως προς τους δεύτερη και τρίτη των εναγόντων. Επίσης, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται η αδυναμία σύστασης ξεχωριστής οριζόντιας ιδιοκτησίας που να αφορά μόνο το πατάρι, το οποίο σε κάθε περίπτωση και σε σχέση με την υπόλοιπη ιδιοκτησία (ισόγειο κατάστημα) αποδεικνύεται ότι είχε αυτοτελή οικονομική αξία και κατά το χρόνο της μεταβίβασης της παραπάνω οριζόντιας ιδιοκτησίας η αξία του παταριού ανερχόταν λόγω της θέσης του και της σχέσης του με την υπόλοιπη ιδιοκτησία, στο ποσό των 30.000 ευρώ. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από την τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού ……… που προσκομίζει ο εναγόμενος, δεδομένου ότι η τελευταία λαμβάνει υπόψη της την πραγματική κατάσταση του ακινήτου, ήτοι τις φθορές που έχει υποστεί κατά το έτος 2013, ενώ κατά το χρόνο μεταβίβασης το παραπάνω ακίνητο ήταν κατοικήσιμο χωρίς τις επικαλούμενες φθορές, ενώ στην εκτίμηση ακινήτου της μεσίτριας ………, που προσκομίζεται από τους ενάγοντες, αναφέρεται γενικότερα η αξία των ακινήτων στην περιοχή όπου βρίσκεται το επίδικο, χωρίς να διευκρινίζεται η θέση του (ισόγειο κ.τ.λ.) και η σχέση του με το σύνολο της οριζόντιας ιδιοκτησίας. Έτσι, σύμφωνα με τα παραπάνω, η συνολική θετική  ζημία του πρώτου ενάγοντα ανέρχεται στο ποσό των 30.000 ευρώ. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου, κατά τα προαναφερόμενα αποδειχθέντα, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη και είναι δικαιούχος χρηματικής ικανοποίησης. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό πταίσματος του εναγομένου, την ένταση της πράξης του κατά του ενάγοντος αδελφού του και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών (932 Α.Κ.) κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα το ποσό των 1.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, το οποίο είναι εύλογο. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, δεχόμενο εν μέρει την αγωγή κατά την κύρια βάση της ως βάσιμη κατ΄ουσίαν ως προς τον πρώτο ενάγοντα και απορρίπτοντας αυτή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη για τους λοιπούς ενάγοντες αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα, το συνολικό ποσό των 31.500 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τις κρινόμενες εφέσεις είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς, πρέπει, να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως κατ΄ουσίαν αβάσιμες και να καταδικαστούν οι  εκκαλούντες κάθε έφεσης, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων αντίστοιχα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183,176  του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της ήττας των εκκαλούντων και της απόρριψης των εφέσεών τους, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεση της έφεσής τους αντίστοιχα, παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από α)10-7-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2014 ) έφεση και β)15-7-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2014) εφέσεις κατά της με αριθμό 1706/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) .

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν τις εφέσεις .

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων κάθε έφεσης τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων κάθε έφεσης αντίστοιχα, του παρόντος βαθμού  δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για τους εφεσίβλητους κάθε έφεσης .

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεση της έφεσής τους αντίστοιχα, παραβόλων , υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις …… …………………..  ……..

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτού,

λόγω προαγωγής

και αναχωρήσεώς του,

και λόγω προαγωγής και

αναχωρήσεως της αρχαιο-

τέρας της συνθέσεως

Εφέτου, Βασιλικής

Χάσκαρη, η αρχαιότερη του

Τμήματος Εφέτης, Γεωργία

Λάμπρου

 

 

 

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις  8   Ιανουαρίου  2018, με άλλη σύνθεση, λόγω  προαγωγής και αναχωρήσεως του Προέδρου Εφετών Χρήστου Τζανερρίκου και λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Βασιλικής Χάσκαρη, αποτελουμένη από τους Δικαστές,   Γεωργία Λάμπρου, Προεδρεύουσα Εφέτη, Αικατερίνη Κοκόλη και  Γεώργιο Βερούση,  Εφέτες, και με Γραμματέα την  Δήμητρα Πάλλα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

           Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ