Αριθμός 24/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
- Η από 01-03-2017 (γεν. αριθμ. καταθ. ……./27-03-2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …./27-03-2017) έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης και της υπ΄ αριθμ. 95/10-01-2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα), που έκρινε κατ΄ αντιμωλίαν των ανωτέρω διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 664 – 676 ΚΠολΔ την από 24-12-2015 (γεν. αριθμ. καταθ. …/24-12-2015, αριθμ. καταθ. …./24-12-2015) αγωγή και απέρριψε αυτή, ασκήθηκε συμφώνως με τους νομίμους τύπους και εμπροθέσμως, εφόσον από τα σχετικά της δικογραφίας έγγραφα δεν προκύπτει ότι χώρησε επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Ασκήθηκε, δηλαδή, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1,2,3 εδάφ. τελευτ., 496, 499, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517 εδάφ. α΄, 518§2, 520§2 591§1 ΚΠολΔ και 9§2 ν. 4335/2015. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρα 532, 591§1 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 591§1, 614§3 και 621-622 ΚΠολΔ, για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 533§1, 591§1 ΚΠολΔ).
- Ο ενάγων (………) στην από 24-12-2015 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι, έχοντας την ιδιότητα του Έλληνα νόμιμα απογεγραμμένου ναυτικού και την ειδικότητα του ναύτη, σε εκτέλεση της από 21-07-2013 προκαταρκτικής συμβάσεως ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε στην Σαλαμίνα Ν. Αττικής, υπηρέτησε με την προαναφερομένη ειδικότητά του στο με Ελληνική σημαία Φ/Γ πλοίο, με το όνομα «Μ», πλοιοκτησίας της εναγομένης ναυτικής εταιρείας, με την επωνυμία «……….». Ότι συμφωνήθηκε να λαμβάνει μηνιαίο κλειστό μισθό ποσού 1.500,00€ πλέον τροφής αυτουσίως παρεχομένης και αποτιμωμένης στο ποσό των 386,70€ μηνιαίως ενώ, κατά τα λοιπά, αναφορικά με τους όρους αμοιβής και εργασίας του να ισχύουν οι προβλέψεις της σ.σ.ν.ε. πληρωμάτων φορτηγών ακτοπλοϊκών πλοίων M/S μέχρι 500 κ.ο.χ. του έτους 2010. Ότι υπηρέτησε στο πλοίο κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, εργαζόμενος καθημερινά επί δεκαπέντε ώρες κατά μέσο όρο. Ότι, ως αντιπαροχή για την παροχή της εργασίας του κατά τα ανωτέρω, έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των 71.011,17€ έναντι του οποίου έλαβε μέρος του, ύψους 22.950,00€. Ότι η εναγομένη εταιρεία αρνείται να του καταβάλει το προκύπτον υπόλοιπο των 48.061,17€ και, για τον λόγο αυτό, πρέπει να υποχρεωθεί με την έκδοση δικαστικής αποφάσεως. Ζήτησε δε να γίνει δεκτή η αγωγή του και, μετά παραδεκτά γενόμενο μερικό περιορισμό του αρχικού, όλου καταψηφιστικού ποσού, σε εν μέρει αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί η εναγομένη εταιρεία να του καταβάλει ποσό 20.000,00€ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, να αναγνωρισθεί ότι η αυτή εναγομένη οφείλει να καταβάλει σ΄ αυτόν (ενάγοντα) ποσό 28.061,17€ νομιμοτόκως ως άνω τέλος δε να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αντιδίκου του.
- Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς-Ναυτικό Τμήμα)με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του (υπ΄ αριθμ. 95/10-01-2017) έκρινε ότι έχει αρμοδιότητα για να εκδικάσει την ως άνω έχουσα αγωγή απέρριψε δε αυτή λόγω αρχικής αλλά και επιγενομένης αοριστίας και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα στο σύνολό τους.
- Κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που έκρινε όπως ανωτέρω αναφέρεται παραπονείται με την ένδικη έφεσή του ο ενάγων. Συγκεκριμένα με τους δύο λόγους της εφέσεώς του, οι οποίοι συμπλέκονται, ισχυρίζεται ότι ούτε αρχικώς η αγωγή του ήταν αόριστη ούτε κατέστη τέτοια επιγενομένως η δε περί του αντιθέτου κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου οφείλεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ζητεί δε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της αγωγής, την παραδοχή αυτής στο σύνολό της και την επιβολή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος της αντιδίκου του.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 338§1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Από την διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 416 και 422 εδάφ. α΄ ΑΚ, από τις οποίες η πρώτη ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με την καταβολή και η δεύτερη ότι, αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς τον δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει κατά την καταβολή το χρέος που θέλει να εξοφληθεί, προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους, φέρει το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως της καταβολής που επάγεται την απόσβεση της οφειλής του, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, καθόσον αυτό εξυπακούεται, αφού γι’ αυτό μόνον είναι η διαφορά. Κατά συνέπεια δεν απαιτείται να αναφέρονται στην αγωγή για το ορισμένο αυτής και τα ποσά που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα μισθωτό από τον εναγόμενο εργοδότη του και μάλιστα χωριστά για κάθε επί μέρους αγωγικό κονδύλιο (αποδοχές, επιδόματα, προσαυξήσεις για παροχή υπερωριακής εργασίας κτλ), διότι οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν κατά το άρθρο 416 ΑΚ ένσταση εξοφλήσεως εκ μέρους του εναγομένου εργοδότη. Αν, παρά ταύτα, στο δικόγραφο της αγωγής διαλαμβάνεται συνολικά και το ποσό που για τις αιτίες αυτές καταβλήθηκε στον ενάγοντα, η ως άνω αναφορά ενέχει καθ’ υποφοράν άρνηση του ισχυρισμού (ενστάσεως) του εναγομένου εργοδότη περί περαιτέρω καταβολών και δεν καθιστά αόριστη και, ως εκ τούτου, απαράδεκτη την αγωγή, κατά τα ως άνω κεφάλαια, αφού οι καταβολές αυτές αποτελούν μέρος του συνόλου των αξιώσεων του μισθωτού από διάφορες αιτίες που θεμελιώνουν και την ιστορική βάση της αγωγής, από το άθροισμα δε όλων των επιδίκων απαιτήσεων του ενάγοντος που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς, θα αφαιρεθεί το συνολικό ποσό που στην αγωγή αναγράφεται ως καταβληθέν. Κατά συνέπεια η παράλειψη της μνείας του ύψους των εν λόγω καταβολών χωριστά για κάθε κονδύλιο, δεν επάγεται αδυναμία άμυνας του εναγομένου εργοδότη, αφού οι καταβολές αυτές στηρίζουν ισχυρισμό αυτού περί ολικής ή μερικής εξοφλήσεως (άρθρα 416 και 422 εδάφ. α΄ ΑΚ) και όχι ισχυρισμό του ενάγοντος, ούτε καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο του είδους και ποσού της διαφοράς που κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου σε τυχόν νέα δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων που προφανώς αφορά τις αυτές κατ’ είδος αξιώσεις της ιδίας χρονικής περιόδου, αφού το δεδικασμένο καλύπτει και την ύπαρξη του σχετικού δικαιώματος που καταλύθηκε με την καταβολή, οπότε η σχετική σύγκριση θα γίνει με βάση το είδος και το ύψος των επί μέρους απαιτήσεων, πριν την πιο πάνω αφαίρεση. Η ως άνω αναφορά όμως στο συνολικώς καταβληθέν ποσό καθιστά αόριστο το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολής τόκων από τότε που κάθε επιμέρους οφειλή κατέστη απαιτητή κατ’ άρθρο 341ΑΚ, αφού μετά την αφαίρεση του συνολικά καταβληθέντος ποσού από το άθροισμα των επιμέρους διαφορετικών αξιώσεων του μισθωτού, δεν είναι πλέον εφικτός ο προσδιορισμός του ύψους της κάθε επιμέρους οφειλής κατά κεφάλαιο, αναλόγως της αιτίας αυτής, επί της οποίας γεννώνται τόκοι από τότε που αυτή κατέστη απαιτητή, χωρίς βεβαίως τούτο να αποκλείει την σε κάθε περίπτωση εμπεριεχομένη στο ως άνω παρεπόμενο αίτημα επιδίκαση τόκων από την επίδοση της αγωγής (άρθρο 346 ΑΚ) ή από την τυχόν προηγηθείσα αυτής όχληση για την καταβολή των διαφορών (άρθρο 340 ΑΚ) ή από το τέλος κάποιου χρονικού σημείου (π.χ. από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκαν οι διαφορές αποδοχών), εφόσον τούτο καθίσταται εφικτό στην συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1004/2017 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Με τους δύο λόγους της ένδικης εφέσεώς του ο ενάγων, όπως ήδη σημειώθηκε, παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή του λόγω αρχικής αοριστίας εγκειμένης στο ότι, μετά τον προσδιορισμό των οφειλομένων χρηματικών ποσών εκ μέρους της εναγομένης εταιρείας προς αυτόν (ενάγοντα), προέβη στην αφαίρεση εν συνόλω του χρηματικού ποσού το οποίο είχε λάβει ως αντιπαροχή για την εργασία του στο πλοίο και αναζήτησε το υπόλοιπο χρηματικό ποσό. Περαιτέρω, παραπονείται διότι το αυτό Δικαστήριο έκρινε με την εκκαλουμένη απόφασή του ότι η αγωγή κατέστη επιγενομένως αόριστη διότι, περιορίζοντας το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου στα πρακτικά της συζητήσεως και μη επιμερίζοντας το ποσό του περιορισμού σε συγκεκριμένα κονδύλια, ο ενάγων προκάλεσε αοριστία αναφορικά με το ποια χρηματικά ποσά ζητούνται στο πλαίσιο του καταψηφιστικού αιτήματος και ποια στο πλαίσιο του αναγνωριστικού αιτήματος. Οι αιτιάσεις αυτές του ενάγοντος κρίνονται βάσιμες σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη και, επομένως, πρέπει οι παραδεκτώς προβληθέντες λόγοι εφέσεως να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι.
- Από το άρθρο 416 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία του αιτιολογικού της αποφάσεως, που δέχεται τον ισχυρισμό αυτόν, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Όταν δε με την αγωγή ασκούνται πλείονες αξιώσεις, πηγάζουσες από διαφορετικές αιτίες, όπως στην περίπτωση των εργατικών αξιώσεων, δεν αρκεί να αναφέρεται στην απόφαση που δέχεται πληρότητα του σχετικού περί εξοφλήσεως ισχυρισμού, αλλά και σχετικό περί εξοφλήσεως ισχυρισμό του εναγόμενου, ότι όλες γενικώς οι αξιώσεις του ενάγοντος εξοφλήθηκαν, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται το δικαιούμενο καθώς και το καταβληθέν για κάθε αξίωση ποσό. Για τον λόγο αυτό, εξάλλου, με το άρθρο 18§1 ν. 1082/1980, επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, έγγραφη ανάλυση της μισθοδοσίας, στην οποία θα απεικονίζονται αναλυτικά οι κάθε φύσεως αποδοχές του προσωπικού καθώς και οι επ΄ αυτών κρατήσεις. Διαφορετικά καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, αφού ενδέχεται το καταβληθέν συνολικό ποσό να αφορά και σε άλλες αξιώσεις μη ασκούμενες με την αγωγή, ή ακόμη να υπερκαλύπτει ορισμένες και άλλες να μην τις καλύπτει ή να τις καλύπτει εν μέρει (ΑΠ 381/2014 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος = ΧρΙΔ 2014.498). Εξάλλου από τον συνδυασμό των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920 και 8§4 ν. 4020/1959 συνάγεται η αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία κάθε παραίτηση του εργαζομένου από την λήψη των νομίμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή της αφέσεως χρέους κατ΄ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη (ΑΠ 495/2006 ΔΕΕ 2006.948, ΕΠ 506/2011 ΕΝΔ 2011.387). Ειδικότερα, η τυχόν ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον εργαζόμενο ναυτικό των μισθοδοτικών του καταστάσεων και η δήλωσή του σ΄ αυτές ότι έλαβε όλες τις αποδοχές του, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών και επιπλέον («έξτρα») αμοιβών και ουδεμία απαίτηση έχει κατά του πλοιάρχου και της εταιρείας, αν εκτιμηθεί ότι ενέχει παραίτηση από τις ασκούμενες αξιώσεις από την προσφορά της εργασίας του είναι χωρίς έννομη επιρροή (ΑΠ 927/1997 ΔΕΝ 55.854, 1397/1991 ΕλλΔνη 1992.1480, ΕΠ 722/2011 ΕΝΔ2012.103, 180/2008 ΕΝΔ 2008.308). Τέλος, αντικείμενο της αξιώσεως, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι, κατά νόμο, κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, όπως είναι το Ι.Κ.Α., το Ν.Α.Τ. (άρθρα 26§5 α.ν. 1846/1951, 84§§1, 8 π.δ. 913/1978), ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών κτλ, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού. Τα ποσά αυτά δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες στο σύνολό τους ή κατά ένα μέρος τους δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους (ΑΠ 1171/2007 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, Μον ΕΠ 425/2015 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Επομένως, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αντίστοιχα αποδοχών και δεν καθίσταται αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, αν δεν καθορίζεται σε αυτό ότι οι καταβολές αυτές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά (ΑΠ 2126/2007, 2018/2007 δημοσιευμένες στην τ.ν.π. Νόμος). Πρέπει να σημειωθεί, ειδικότερα, ότι τα ποσά, τα οποία έχει παρακρατήσει ο πλοιοκτήτης από τον μισθό του ναυτικού, προκειμένου να αποδώσει προς το Ν.Α.Τ., σύμφωνα με το άρθρο 84§§1, 8 π.δ. 913/1978 «Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των περί Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου κειμένων διατάξεων, εξαιρέσει εκείνων του προσωπικού του, αίτινες κωδικοποιηθήσονται κατ΄ άρθρον 18 Ν. 458/1976 εις ειδικόν κείμενον», το οποίο ορίζει τα εξής: «1. Οι ναυτικοί, μέλη συγκεκροτημένων πληρωμάτων Ελληνικών πλοίων και αντιστοίχως οι πλοιοκτήται τούτων, καταβάλλουν τακτικάς μηνιαίας εισφοράς ως ακολούθως: α) Των πλοίων τα οποία έχουν ολική χωρητικότητα μέχρι και 26 κόρους οι μεν ναυτικοί 6% επί του μηνιαίου μισθού τους, οι δε πλοιοκτήτες 9% επί του ως άνω μισθού. β) Των πλοίων τα οποία έχουν ολική χωρητικότητα ανώτερη των 25 κόρων μέχρι 1.500 οι μεν ναυτικοί 9% επί του μηνιαίου μισθού τους, οι δε πλοιοκτήτες 13% επί του ως άνω μισθού. γ) Όλων των πλοίων τα οποία έχουν ολική χωρητικότητα ανώτερη των 1.500 κόρων οι μεν ναυτικοί 9% επί του μηνιαίου μισθού τους οι δε πλοιοκτήτες 14% επί του ως άνω μισθού. … 8. Οι πλοιοκτήται, εφοπλισταί, διαχειρισταί και πλοίαρχοι υποχρεούνται να εισπράττουν παρά των πληρωμάτων των πλοίων την τακτικήν εισφοράν, δικαιούμενοι να παρακρατώσι ταύτην εκ του μισθού των, ούσης ακύρου πάσης περί του εναντίου συμφωνίας», αποτελούν μέρος των αποδοχών του τελευταίου και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, κατά το άρθρο 416 ΑΚ, αποσβεστική, κατά το οικείο ποσό, των αξιώσεων του ναυτικού προς καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών (ΑΠ 332/2008, ΑΠ 1678/2007, ΑΠ 1171/2007 δημοσιευμένες στην τ.ν.π. Νόμος, ΜονΕΠ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, 185/2012 ΕΝΔ 2012.397).
- Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ………. και ………. που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και των οποίων οι καταθέσεις περιέχονται στα πρακτικά της συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιόν του, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ……., ……. και …….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Κω ……. και του συμβολαιογράφου Βόλου ………, αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία (βλ. την με στοιχεία …../11-10-2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……. που προσκομίζεται με νόμιμη επίκληση), συνταγεισών των υπ΄ αριθμ. …./17-10-2016, …./17-10-2016 και …../17-10-2016 ενόρκων βεβαιώσεων αυτών, και από το σύνολο, όλων ανεξαιρέτως, των εγγράφων που προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση και στα οποία περιλαμβάνονται φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων (……..), Έλληνας υπήκοος, νομίμως απογεγραμμένος ναυτικός, με αριθμό μητρώου ……. της … ναυτικής περιφερείας, ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη στο με Ελληνική σημαία Φ/Γ πλοίο γενικού φορτίου, με το όνομα «Μ..», νηολογίου Πειραιώς με α.α. …., κ.ο.χ. 497, κ.κ.χ. 284,24, Δ.Δ.Σ. …., πλοιοκτησίας της εναγομένης ναυτικής εταιρείας («………»), στο λιμάνι της Καβάλας, στις 27-09-2012, για να παρέχει τις υπηρεσίες του στο πλοίο με τους όρους εργασίας και αμοιβών που καθορίζονταν στην από 28-02-2011 συλλογική σύμβαση εργασίας των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών φορτηγών πλοίων M/S – Π/Κ – Ι/Φ μέχρι 500 κ.ο.χ., έτους 2010, που κυρώθηκε με την υπ΄ αριθμ. 3525.1.7/01/10-05-2011 του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄1187/09-06-2011). Απολύθηκε από το πλοίο στα Ίσθμια Ν. Κορινθίας στις 15-03-2013, λόγω αντικαταστάσεως του ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, επαναυτολογήθηκε αυθημερόν (15-03-2013) και απολύθηκε στην Σαλαμίνα Ν. Αττικής, στις 27-04-2013, μετά από συμφωνία με το πλοίαρχο του πλοίου. Επαναυτολογήθηκε στο πλοίο, στις 18-05-2013, στο λιμάνι της Καβάλας και απολύθηκε μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο του πλοίου στο λιμάνι της Αμαλιαπόλεως Ν. Μαγνησίας, την 01-07-2013. Επαναυτολογήθηκε στο αυτό λιμάνι, στις 22-07-2013, απολύθηκε στα Ίσθμια Ν. Κορινθίας, στις 16-09-2013, λόγω αντικαταστάσεως ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, επαναυτολογήθηκε αυθημερόν (16-09-2013) στο αυτό λιμάνι και υπηρέτησε στο πλοίο έως και τις 25-01-2014, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Στυλίδας Ν. Φθιώτιδας μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο του πλοίου. Ακολούθως, επαναυτολογήθηκε στο πλοίο, στις 13-02-2014, στο λιμάνι της Κεραμωτής Θάσου Ν. Καβάλας και απολύθηκε στο λιμάνι του Ηρακλείου Ν. Ηρακλείου, στις 17-03-2014, λόγω αντικαταστάσεως ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, επαναυτολογήθηκε αυθημερόν (17-03-2014) και απολύθηκε στο λιμάνι της Αμαλιαπόλεως Ν. Μαγνησίας, στις 14-07-2014, μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο του πλοίου. Στο αυτό λιμάνι, στις 23-08-2014, επαναυτολογήθηκε στο πλοίο και απολύθηκε στο λιμάνι της Καβάλας Ν. Καβάλας, στις 16-09-2014, λόγω αντικαταστάσεως του ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, επαναυτολογηθείς αυθημερόν (16-09-2014) για να απολυθεί στο λιμάνι της Λέρου Ν. Δωδεκανήσου, στις 16-03-2015, λόγω αντικαταστάσεως του ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, να επαναυτολογηθεί αυθημερόν (16-03-2015) στο αυτό λιμάνι και να απολυθεί στο λιμάνι της Αμαλιαπόλεως Ν. Μαγνησίας, στις 02-07-2015, μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο του πλοίου. Επαναυτολογήθηκε στο πλοίο, στις 15-07-2015, στο λιμάνι της Κεραμωτής Θάσου Ν. Καβάλας και απολύθηκε στο λιμάνι του Βόλου Ν. Μαγνησίας, στις 12-08-2015, μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο του πλοίου. Στο αυτό λιμάνι, στις 31-08-2015, επαναυτολογήθηκε στο πλοίο και απολύθηκε από αυτό, στις 15-09-2015, στο λιμάνι του Ηρακλείου Ν. Ηρακλείου, λόγω αντικαταστάσεως του ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, για να επαναυτολογηθεί αυθημερόν (15-09-2015) και να αποναυτολογηθεί στο λιμάνι του Βόλου, στις 04-12-2015, μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο του πλοίου. Κατά την ενδιαφέρουσα αγωγική περίοδο (από την 01-01-2014 έως και τις 04-12-2015) στο πλοίο υπηρετούσαν τρεις ναύτες, όσοι δηλαδή προβλέπονταν από την οργανική σύνθεση αυτού, και αυτό (πλοίο) πραγματοποιούσε πλόες στα Ελληνικά νησιά μεταφέροντας κυρίως χύδην ομοιογενές φορτίο, αλλά και συσκευασμένο σε σάκους και τοποθετημένο σε παλέτες τέτοιο (φορτίο). Το φορτίο φορτωνόταν στο πλοίο με μηχανικά μέσα και εκφορτωνόταν στα λιμάνια προορισμού με όμοια μέσα και την παρέμβαση επαγγελματιών φορτοεκφορτωτών. Έτσι, οι ναύτες του πλοίου είχαν ως κύρια απασχόληση την εκτέλεση υπηρεσίας στην γέφυρα του πλοίου, την εκτέλεση εργασιών καθαριότητας, την εκτέλεση των απαραιτήτων εργασιών κατά τον απόπλου και κατάπλου του πλοίου, την παροχή βοηθητικών υπηρεσιών κατά την φόρτωση και εκφόρτωση του πλοίου, την πραγματοποίηση επειγουσών απλών εργασιών συντηρήσεως αυτού, την παρασκευή του φαγητού τους, εφόσον το πλοίο δεν διέθετε ναυτομάγειρα, και εν γένει την εκτέλεση καθηκόντων συναφών προς τον βαθμό τους. Για την εκτέλεση των ανωτέρω αναφερομένων καθηκόντων και στην έκταση που του αναλογούσαν ο ενάγων άλλοτε παρείχε την εργασία του επί οκτάωρο και άλλοτε επί περισσότερες των οκτώ ωρών ιδιαιτέρως κατά τις ημέρες που το πλοίο ταξίδευε σύμφωνα με τον ναυτικό προορισμό του. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας μεν υπόψη τις αλληλοσυγκρουόμενες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων μερών αλλά και το ότι αποτελεί πασίδηλο γεγονός πως η ναυτική εργασία δεν υπόκειται στους χρονικούς περιορισμούς στους οποίους υπάγεται η χερσαία εργασία με συνέπεια να απαιτείται, χωρίς περιοδικότητα αλλά με βεβαιότητα, υπέρβαση του προβλεπομένου ωραρίου απασχολήσεως των ναυτικών, κρίνει ότι αποδεικνύεται η απασχόληση του ενάγοντος επί έντεκα ώρες ημερησίως καθόλο το αγωγικό χρονικό διάστημα. Προσέτι, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων συμμετείχε στον καθαρισμό του κύτους του πλοίου (σημειώνεται ότι το πλοίο διαθέτει μόνο ένα κύτος) τέσσερις φορές κάθε μήνα. Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν να λάβει ως αντιπαροχή για τις προσφερθείσες στο πλοίο υπηρεσίες του: 1. Για μισθούς ενεργείας και επιδόματα 27.996,84€ [μισθός ενεργείας 851,76€ + επίδομα Κυριακών 187,39€ + ειδικό επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 16,54€ + αποζημίωση μη χορηγηθείσης αυτουσίως αδείας (μισθός ενεργείας 851,76€ + επίδομα Κυριακών = 1.039,15€ : 22 = 47,23€ χ 8 ημέρες μηνιαίως =) 377,84€ = 1.433,53€ μηνιαίως χ 19,53 μήνες υπηρεσίας = 27.996,84€]. 2. Για τον καθαρισμό του κύτους του πλοίου 2.255,32€ (4 καθαρισμοί μηνιαίως χ 19,53 μήνες υπηρεσίας χ 28,87€ αμοιβή για κάθε καθαρισμό = 2.255,32€). Και 3. Για παροχή υπερωριακής εργασίας 17.724,10€ (84 Σάββατα + 26 αργίες χ 11 ώρες ημερησίως παροχή υπερωριακής εργασίας χ 7,39€ ωρομίσθιο + 476 καθημερινές και Κυριακές χ 3 ώρες ημερησίως παροχή υπερωριακής εργασίας χ 6,15€ ωρομίσθιο = 8.941,90€ + 8.782,20€ = 17.724,10€). Συνεπώς, το δικαιούμενο από τον ενάγοντα χρηματικό ποσό ανέρχεται σε 47.976,26€ (27.996,84€ + 2.255,32€ + 17.724,10€ = 47.976,26€) έναντι του οποίου η εναγομένη εταιρεία κατέβαλε σ΄ αυτόν συνολικά ποσό 35.607,69€ (14.503,81€ το έτος 2014 και 14.526,42€ το έτος 2015) με αποτέλεσμα να παραμένει ακόμη οφειλόμενο ποσό 12.368,57€ (47.976,26€ – 35.607,69€ = 12.368,57). Μετά από αυτά πρέπει η γενομένη τυπικά δεκτή έφεση να γίνει δεκτή ως βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη υπ΄ αριθμ. 95/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα), να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η από 24-12-2015 αγωγή, να γίνει αυτή (αγωγή) εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθεί η εναγομένη εταιρεία να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό δώδεκα χιλιάδων τριακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και πενήντα επτά λεπτών του ευρώ (12.368,57€) νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση. Το αίτημα της εφεσίβλητης να διαταχθεί η ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εμφάνιση του ενάγοντος – εκκαλούντος και του υπέρ αυτού καταθέσαντος πρωτοδίκως ενόρκως μάρτυρα ………… ώστε ο μεν πρώτος τούτων να εξετασθεί ως διάδικος ο δε δεύτερος να επανεξετασθεί ώστε να προκύψει η ουσιαστική αβασιμότητα των αγωγικών πραγματικών περιστατικών πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου να απορριφθεί ως αβάσιμο διότι αφενός μεν το Δικαστήριο δύναται αλλά δεν υποχρεούται να ανταποκριθεί στο αίτημα αυτό της εφεσίβλητης αφετέρου δε αυτή (εφεσίβλητη) προσκόμισε και επικαλέστηκε ικανό αριθμό αποδεικτικών μέσων για την ανταπόδειξη και, τέλος, η κρίση του Δικαστηρίου στηρίχθηκε εν μέρει (αναφορικά με την πάγια ανάγκη παροχής υπερωριακής εργασίας στο πλαίσιο της ναυτικής εργασίας) σε δικαστικώς πασίδηλα πραγματικά περιστατικά.
- Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας τα αναλογούντα στην έκταση της νίκης του ενάγοντος – εκκαλούντος πρέπει, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν εις βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, συμφώνως με τις προβλέψεις των άρθρων άρθρων 183, 179, 176, 189§1, 191§2, 591§1 ΚΠολΔ, 58§§1, 3, 4α΄, 63§1 iα, 68§1, 69§1 εδάφ. α΄και 166 παρ. Ι ν. 4194/2013, κατά τα στο διατακτικό ειδικότερα διαλαμβανόμενα.
Γ Ι Α Τ Ο Υ Σ Λ Ο Γ Ο Υ Σ Α Υ Τ Ο Υ Σ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 95/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα).
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Διακρατεί την υπόθεση.
Αναδικάζει την από 24-12-2015 αγωγή.
Απορρίπτει ό,τι ως απορριπτέο κρίθηκε.
Δέχεται αυτήν εν μέρει.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό δώδεκα χιλιάδων τριακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και πενήντα επτά λεπτών του ευρώ (12.368,57€) νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση. Και
Καταδικάζει την εναγομένη – εφεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος προσδιορίζει δε το ποσό αυτών σε χίλια δέκα ευρώ (1.010,00€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ