Αριθμός 38/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τo Δικαστή Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 περ.α ‘, 287, 289, 290, 291 και 292 Κ.Πολ.Δ., η δίκη διακόπτεται και με το θάνατο κάποιου από τους διαδίκους, επέρχεται δε η διακοπή από τη γνωστοποίηση του λόγου αυτής προς τον αντίδικο, που μπορεί να γίνει από πρόσωπο που δικαιούται να επαναλάβει τη δίκη ή από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου στο πρόσωπο του οποίου επήλθε η διακοπή. Η δίκη που διακόπηκε μπορεί να επαναληφθεί, είτε εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, είτε αναγκαστικά με πρόσκληση του αντιδίκου του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ο οποίος μπορεί, και χωρίς να έχει προηγηθεί η γνωστοποίηση σ’αυτόν του λόγου της διακοπής, μη επικαλούμενος την έλλειψη της γνωστοποιήσεως και θεωρώντας τη δίκη διακοπείσα, να επισπεύσει την επανάληψη της δίκης, τηρώντας τη διαδικασία που διαγράφεται στο άρθρο 291 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή κοινοποιώντας δικόγραφο για επανάληψη της δίκης στο διάδικο υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ο οποίος, στην περίπτωση διακοπής συνεπεία θανάτου του διαδίκου, είναι μόνον ο καθολικός διάδοχος του αποβιώσαντος διαδίκου (κληρονόμος του), (ΑΠ 1563/2007 ΕφΑΔ 2009.243). Ειδικότερα δε, από τις διατάξεις των άρθρων 286, 287 και 290 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, εκτός άλλων, ότι στην περίπτωση διακοπής της δίκης λόγω θανάτου διαδίκου, διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή είναι ο καθολικός διάδοχός του (κληρονόμος), ο οποίος υπεισέρχεται αυτοδικαίως στην έννομη σχέση της δίκης, εφόσον θα δεσμεύεται από το δεδικασμένο και στην εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί και δικαιούται να επαναλάβει τη διακοπείσα διαδικασία (βλ. ΑΠ 687/1984 Δίκη 16,655, ΑΠ 372/1989 Ελλ.Δ/νη 1990, ΕΑ 7798/1984 Ελλ.Δνη 1985.483, εθεσ 1292/1983 Δίκη 15.509, Μπέη, Πολιτική Δικονομία, άρθρο 290, ΙΙ, σελ. 1226). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62, 73, 101, 118 αρ. 3, 159 αρ. 2, 160 παρ.1, 268 στοιχ. α’, 287 παρ. 1, 517 εδ. α’, 520, 522 Κ.Πολ.Δ. και 34, 35 Α.Κ. προκύπτει, ότι εάν η έφεση απευθύνεται κατά προσώπου που έχει πεθάνει πριν την άσκησή της, το δικόγραφο αυτής, ως απευθυνόμενο κατά προσώπου ανυπάρκτου, είναι άκυρο, εκτός αν ο εκκαλέσας διάδικος δεν είχε λάβει γνώση, με οποιοδήποτε τρόπο, μέχρι την άσκηση της έφεσής του, το θάνατο του αντιδίκου του οπότε, όντας παραδεκτής – στην τελευταία αυτή περίπτωση – της άσκησης της έφεσης, αναβιώνει η εκκρεμοδικία και συνεχίζεται η δίκη, επέρχεται δε διακοπή της – της δίκης -, εφόσον γνωστοποιηθεί ο λόγος της διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης από πρόσωπο που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι της στιγμής επέλευσης του θανάτου ήταν πληρεξούσιός τους, η πληρεξουσιότητα του οποίου εξακολουθεί και παύει μόνο όταν διακοπεί ως άνω η δίκη, όχι δε και από τον αντίδικο του διαδίκου που πέθανε, τυχόν δε τέτοια δήλωσή του δεν επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης, ο δε σχετικός ισχυρισμός του απορρίπτεται ως αλυσιτελής, γιατί προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον (ΑΠ 1174/2012).
Η από 6-3-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2015) έφεση του εκκαλούντος κατά της με αριθμό 5286/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε την από 20-12-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2013) αγωγή του εφεσιβλήτου όπως ο τελευταίος κληρονομήθηκε από τους παριστάμενους εφεσιβλήτους, καθολικούς διαδόχους του, κατά την τακτική διαδικασία έχει ασκηθεί στις 9-3-2015 νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 6-2-2015 (βλ υπ. αριθμ. ……/6-2-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………) και επιπλέον δεν παρήλθε τριετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511 , 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επίσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 12-5-2015 ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του Ν 3994/25-7-2011 (άρθρα 19 ως αντικ. από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν 3994/25-7-2011 και σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθρου 72 του ίδιου νόμου υπάγονται οι εφέσεις που ασκούνται μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού), 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄ εδ. α, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1, 520 παρ. 2 (ως η παρ. 2 ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 4 του Ν 3994/25-7-2011). Τέλος, σημειώνεται ότι, ο ενάγων της ανωτέρω αγωγής απεβίωσε στις 21-8-2015, ήτοι μετά τη άσκηση της έφεσης και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από του παριστάμενους κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου καθολικούς διαδόχους του, οι οποίοι, ανακοίνωσαν τον επισυμβάντα θάνατό του και δηλώνουν ότι συνεχίζουν τη δίκη ως καθολικοί διάδοχοι (κληρονόμοι) του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, οι οποίοι υπεισέρχονται αυτοδικαίως στη δικονομική θέση του αποβιώσαντος κατά τη διάρκεια της επιδικίας. Η ιδιότητα δε των ανωτέρω εκκαλούντων-εφεσίβλητων ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικώς πρώτου εναγομένου, δεν αμφισβητείται από το εκκαλούν και επομένως υπό την ανωτέρω ιδιότητά τους νομιμοποιούνται στην παρούσα δίκη. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, η έφεση είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.) .
Κατ’ άρθρ. 4 ν.3127/2003 (“τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2664/1998 για την κτηματογράφηση και το εθνικό κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις”) αναγνωρίζεται κυριότητα υπό ορισμένες προϋποθέσεις (νομή για 10 έτη με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, νομή για τριάντα χρόνια, εκτός αν ο νομεύς κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη) έναντι του Ελληνικού Δημοσίου για ακίνητα που βρίσκονται μέσα σε σχέδιο πόλεως, ή μέσα σε προϋφιστάμενο του έτους 1923 οικισμό, ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί). Το κείμενο των παρ. 1 και 2 της εν λόγω διατάξεως έχει ως ακολούθως: “1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως, ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923, ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 28-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α’ και β’ προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α.Κ. (αστικού κώδικος). 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ., οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31-12-2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή”. Το κείμενο δε των προεκτεθεισών παραγράφων της εν θέματι διατάξεως καταδεικνύει ότι το άρθρο αυτό αφορά σε ακίνητα, τα οποία ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του κράτους. Σε αυτήν περιλαμβάνονται τα λοιπά δημόσια κτήματα πέραν των κοινοχρήστων και εξυπηρετούντων κρατικούς και λοιπούς σκοπούς των εκτός συναλλαγής (κατ’ άρθρ. 966 επ. Α.Κ.) πραγμάτων. Η γραμματική ερμηνεία των προμνησθεισών παραγράφων της ανωτέρω διατάξεως καταλήγει υπό την εξής μορφοποίηση: 1) Να πρόκειται περί ακινήτου που ευρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως, ή εντός προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού, ή εντός οριοθετηθέντος οικισμού, ο πληθυσμός του οποίου συμφώνως με την τελευταίαν (προ της ενάρξεως εφαρμογής του ν.3127/2003) απογραφήν δεν υπερβαίνει τους 2000 κατοίκους. 2) Να πρόκειται δι’ ακίνητον εμβαδού α) μέχρι 2.000 τετραγωνικών μέτρων, ή β) μείζονος των 2.000 τετραγωνικών μέτρων, εφ’ όσον εις το ακίνητον αυτό υπήρχε στις 31-12-2002 κτίσμα καλύπτον ποσοστόν τουλάχιστον 30% του ισχύοντος εις την περιοχήν συντελεστού δομήσεως. 3) Να έχη καταστή το ακίνητον αντικείμενον αδιαταράκτου νομής μέχρις ενάρξεως ισχύος του νόμου 3127/2003 α) επί δέκα έτη με νόμιμον τίτλον εξ επαχθούς αιτίας υπέρ του ιδίου του νεμομένου, ή νεμηθέντος, ή υπέρ του δικαιοπαρόχου του, εφ’ όσον ο νόμιμος αυτός τίτλος έχει καταρτισθή και μεταγραφή μετά την 28-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήσιν της νομής ο επικαλούμενος κυριότητα (νεμόμενος, ή νεμηθείς), ή οιοσδήποτε εκ των δικαιοπαρόχων του ήτο, ή ήσαν (αντιστοίχως) κακής πίστεως, ή β) επί τριάκοντα έτη, εκτός εάν κατά την κτήσιν της νομής ο επιληφθείς της νομής του ακινήτου ήτο κακής πίστεως, ήτοι εφ’ όσον δεν συνέτρεχον κατά τον χρόνον κτήσεως της νομής οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 α.κ. Στον χρόνο νομής των περιπτώσεων α’ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Ο τρόπος κτήσεως των ανηκόντων εις την ιδιωτικήν περιουσίαν του κράτους ακινήτων δεν δύναται να ασκήσει επίδρασιν εις το ζήτημα της υπαγωγής των εις την υπό κρίσιν διάταξιν, αφού η διάταξις δεν διακρίνει. Εξ άλλου από το γράμμα της ερμηνευομένης ενταύθα διατάξεως αβιάστως συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται συμπλήρωσις του χρόνου χρησικτησίας εις βάρος του ελληνικού δημοσίου μετά την έναρξιν ισχύος του νόμου 3127/2003 (19-3-2003). Περαιτέρω όσον αφορά εις την κακήν πίστιν, περί της οποίας γίνεται ειδική μνεία εις το ερώτημα, λεκτέα τα εξής: Κατ’ άρθρον 1042 α.κ. ο χρησιδεσπόζων ευρίσκεται εν καλή πίστει “όταν ουχί εκ βαρείας αμελείας διατελή εν τη πεποιθήσει ότι εκτήσατο την κυριότητα”. Αρά καλή πίστις επί χρησικτησίας είναι η κατά την κτήσιν της νομής πεποίθησις του νομέως ότι απέκτησε την κυριότητα. Εάν ο νομεύς κατά την κτήσιν της νομής α) γνωρίζη, ή β) εκ βαρείας αμελείας αγνοή την ύπαρξιν κυριότητος άλλου προσώπου επί του πράγματος καλή πίστις δεν υπάρχει και χρησικτησία δεν χωρεί. Και ενώ κατά τον αστικόν κώδικα ο επικαλούμενος την χρησικτησίαν νομεύς βαρύνεται με την απόδειξιν της καλής πίστεώς του, αντιθέτως κατά το άρθρον 4 ν.3127/2003 την κακήν πίστιν του νομέως, ή του δικαιοπαρόχου του κατά τον χρόνον κτήσεως της νομής υπό εκατέρου τούτων φέρει το ελληνικόν δημόσιον, αφού δια της φράσεως “εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη”, η οποία ευρίσκεται εις το τέλος των περιπτώσεων α και β της παραγράφου 1 του άρθρου 4 ν. 3127/2003 καθίσταται σαφές ότι το βάρος αποδείξεως της καλής πίστεώς του δεν το έχει ο (επικαλούμενος κυριότητα) νομεύς, ή ο δικαιοπάροχός του, αλλ’ αντιθέτως το ελληνικόν δημόσιον βαρύνεται με την απόδειξιν της κακής πίστεως του (επικαλουμένου κυριότητα) νομέως, ή του δικαιοπαρόχου του. Εξ άλλου ανεπίδεκτα τακτικής, ή εκτάκτου χρησικτησίας ακίνητα του ελληνικού δημοσίου κατά τας συνδ. διατάξεις των άρθρων 966-968 και 1054 α.κ. είναι τα εκτός συναλλαγής, εις τα οποία συγκαταλέγονται τα κοινής χρήσεως και τα προωρισμένα εις εξυπηρέτησιν δημοσίων σκοπών. Τα ακίνητα αυτά δεν καταλαμβάνονται από το άρθρον 4 ν.3127/2003. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα ακίνητα που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του ελληνικού δημοσίου κατά πλήρη κυριότητα και τα οποία διαχειρίζεται (επ’ ονόματι του ελληνικού δημοσίου) το υπουργείον οικονομίας και οικονομικών υπάγονται εις την ρύθμισιν του άρθρου 4 ν.3127/2003, αφού ο νόμος δεν διακρίνει. Επομένως περιττεύει μνεία των κατ’ ιδίαν κατηγοριών ανηκόντων εις την ιδιωτικήν κτήσιν του ελληνικού δημοσίου ακινήτων, τα οποία διαχειρίζεται επ’ ονόματι του ελληνικού δημοσίου το υπουργείο οικονομίας και οικονομικών και τα οποία καταλαμβάνει το άρθρον 4 ν.3127/2003. Περαιτέρω, κατ’ άρθρ. 1 παρ. 1 ν. 2971/2001 “αιγιαλός είναι η ζώνη της ξηράς, που βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της” επίσης, στην παρ. 2 της εν λόγω διατάξεως ορίζεται, ότι: “Παραλία είναι η ζώνη ξηράς που προστίθεται στον αιγιαλό, καθορίζεται δε σε πλάτος μέχρι και πενήντα (50) μέτρα από την οριογραμμή του αιγιαλού, προς εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με τη θάλασσα” ωσαύτως, στην παρ. 3 προβλέπεται, ότι: “παλαιός αιγιαλός είναι η ζώνη της ξηράς, που προέκυψε από τη μετακίνηση της οριογραμμής προς τη θάλασσα, οφείλεται σε φυσικές προσχώσεις ή τεχνικά έργα και προσδιορίζεται από τη νέα γραμμή αιγιαλού και το όριο του παλαιότερου υφισταμένου αιγιαλού”. ‘ Ετι περαιτέρω, κατ’ άρθρ. 2 παρ. 1 ιδίου νόμου “ο αιγιαλός, η παραλία, η όχθη και η παρόχθια ζώνη είναι πράγματα κοινόχρηστα και ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, το οποίο τα προστατεύει και τα διαχειρίζεται”, ενώ κατά την παρ. 5 του ιδίου άρθρου “ο παλαιός αιγιαλός και η παλαιά όχθη ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και καταγράφονται ως δημόσια κτήματα” (ΑΠ 165/2017 ΕλΔνη 2017.835) .
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 20-12-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2013 ) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δίκασε κατά τη τακτική διαδικασία, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι δυνάμει του αναφερομένου στην αγωγή του συμβολαίου αγοράς που μεταγράφηκε νόμιμα απέκτησε το έτος 1992 την κυριότητα νομή και κατοχή ενός ακινήτου που βρίσκεται στη θέση ΄΄……….΄΄ Παλουκίων Σαλαμίνας όπως το παραπάνω ακίνητο περιγράφεται κατ΄ακριβή θέση, έκταση και όρια στο δικόγραφο της αγωγής, ασκώντας έκτοτε (από το έτος 1992) τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής. Ότι τμήμα του παραπάνω ακινήτου έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ ……….. πλην όμως ενεγράφει στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας ως ιδιοκτησία του εναγομένου. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή του, επικαλούμενος τον παραπάνω παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας και επικουρικά τον πρωτότυπο κτήσης κυριότητας του άρθρου 4 ν. 3127/2003, να αναγνωριστεί η κυριότητά του επί του ακινήτου που αφορά το παραπάνω ΚΑΕΚ ………, να καταχωρηθεί ο ενάγων ως αποκλειστικός κύριος του παραπάνω ακινήτου καθώς και να δημιουργηθεί νέο κτηματολογικό φύλλο στο οποίο να περιλαμβάνεται αφενός το επίδικο και αφετέρου και το υπόλοιπο τμήμα της όμορης ιδιοκτησίας του καθώς και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 369. 513, 974, 999, 1000, 1033, 1192, 1045, 1051 του ΑΚ, 70, 176 του Κ.Πολ.Δ., 4 ν. 3127/2003 και 6 παρ. 1, 2 και 7 ν. 2664/1998, στην συνέχεια την έκανε δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη τόσο ως προς τη κύρια όσο και ως προς την επικουρική της βάση, αναγνώρισε την κυριότητα του ενάγοντος επί του επιδίκου ακινήτου και διέταξε τις αιτούμενες διορθώσεις των ανακριβών πρώτων εγγραφών στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας και επιπλέον επέβαλε σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος τα οποία όρισε στο ποσό των 350 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινομένη έφεσή του το εναγόμενο-εκκαλούν για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει του με αριθμό …../1992 συμβολαίου αγοράς ακινήτου της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και με αριθμό … ο ενάγων απέκτησε την κυριότητα, νομή και κατοχή ενός ακινήτου συνολικού εμβαδού 194,28 τμ. εντός του οποίου βρίσκεται μία ισόγεια κατοικία εμβαδού 113,11 τμ, που βρίσκεται στη θέση ΄΄………..΄΄ της περιφέρειας Παλουκίων Σαλαμίνας εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της Πόλεως της Σαλαμίνας, και επί της οδού …….. με αριθμό …… . Στην κυριότητα των δικαιοπαρόχων του ενάγοντα είχε περιέλθει δυνάμει του με αριθμό …../1960 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. που είχε μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αριθμό …. ενώ περαιτέρω αποδεικνύεται ότι οι απότεροι τίτλοι ιδιοκτησίας του παραπάνω ακινήτου ανάγονται στο έτος 1922. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι τμήμα του ανωτέρω ακινήτου του ενάγοντος που αφορούσε έκταση 133 τμ. έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ ……… και καταχωρήθηκε στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ως ιδιοκτησία του εναγομένου καθόσον δυνάμει της από 16-2-1976 έκθεση της επιτροπής που συστάθηκε για τον καθορισμό των ορίων του αιγιαλού και παραλίας στη Σαλαμίνα, το επίδικο περιελήφθει εντός των ορίων του παλαιού αιγιαλού που αποτελεί κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ιδιωτική περιουσία του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και καταγράφηκε το έτος 1999 ως δημόσιο κτήμα με αριθμό …….. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι ήδη από το έτος 1960 διέρχονταν έμπροσθεν του επιδίκου, δημόσιος δρόμος και το έτος 1961 εκδόθηκε οικοδομική άδεια για την ανέγερση κατοικίας επ΄αυτού (του επιδίκου). Από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το επίδικο ακίνητο βρίσκεται σε οικισμό που έχει ρυμοτομηθεί από το έτος 1926 ενώ ουδέποτε γνωστοποιήθηκε στον ενάγοντα ή στους δικαιοπαρόχους του η ιδιότητα του επιδίκου ως δημοσίου κτήματος ευρισκόμενου εντός του παλαιού αιγιαλού, αποδεικνύεται η καλόπιστη άσκηση της νομής τόσο του ενάγοντα επί δεκαετία πρίν την έναρξη ισχύος του νόμου 3127/2003 καθώς και η καλόπιστη άσκηση της νομής των δικαιοπαρόχων του επί τουλάχιστον μία τριακονταετία πρίν την ισχύ του παραπάνω νόμου ενώ το εναγόμενο το οποίο φέρει και το αντίστοιχο βάρος απόδειξης, δεν απέδειξε την κακή πίστη των παραπάνω προσώπων κατά την άσκηση της νομής επί του επιδίκου ακινήτου. Έτσι το επίδικο, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, είχε περιέλθει κατά την εγγραφή του στο αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο στην κυριότητα του ενάγοντος. Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκανε δεκτή την αγωγή, αναγνωρίζοντας την κυριότητα του ενάγοντος επί του επιδίκου και διατάσσοντας την διόρθωση των εγγραφών στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι έφεσης όπως και η έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα τέλος πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 6-3-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ../2015) έφεση του εκκαλούντος κατά της με αριθμό 5286/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση.
Συμψηφίζει στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 17 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εκκαλούντος και της πληρεξουσίας δικηγόρου των εφεσιβλήτων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ