Αριθμός 58 /2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από 13-10-2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/14-10-2015) έφεση του ηττηθέντος εναγομένου κατά της υπ’ αριθ. 3358/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία (όπως ίσχυε πριν την εισαγωγή του Ν. 4335/2015) και δέχθηκε την σε βάρος του από 20-11-2013 αυτοτελή αγωγή για απαγγελία προσωπικής κράτησης, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια του ενάγοντος, στον εναγόμενο την 24-9-2015 (βλ. την υπ’ αριθ. ….΄/24-9-2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ………), ενώ το εφετήριο κατατέθηκε την 14-10-2015 (βλ. την υπ’ αριθ. …./2015 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η ως άνω έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), ενώ έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, μέχρι την συζήτηση της έφεσης αυτής, που είναι το απώτατο, για το παραδεκτό της, χρονικό σημείο κατάθεσης (ΑΠ 341/2015 ΕΠολΔ 2015, σελ. 220 με σύμφωνες παρατηρήσεις Π. Γιαννόπουλου, ΕφΘεσ 779/2017 δημ. σε ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΘεσ 629/2017 ΕλλΔνη 2017, σελ. 859) το (ισχύον τότε) νόμιμο παράβολο των 200 ευρώ (βλ. τα με κωδικούς ……. και ………. δύο παράβολα, ποσού 100 ευρώ έκαστο), κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των νέων διατάξεων του Ν. 4335/23-7-2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1-1-2016 και εφεξής, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη ως άνω έφεση κατατέθηκε πριν την 1-1-2016.
ΙΙ. Με την από 20-11-2013 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/20-11-2013) αγωγή του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ο ενάγων ……… (ήδη εφεσίβλητος) ισχυρίσθηκε ότι ο εναγόμενος ……….. (ήδη εκκαλών) εξέδωσε στις 30-1-2011, 31-1-2011 και 30-4-2011 τις αναφερόμενες τρεις τραπεζικές επιταγές εκ ποσών 23.850 ευρώ, 21.000 ευρώ και 63.000 ευρώ αντιστοίχως, τις οποίες οπισθογράφησε σ’ αυτόν (ενάγοντα), ο οποίος έτσι κατέστη νόμιμος κομιστής τους, πλην όμως, όταν οι επιταγές αυτές εμφανίσθηκαν εμπροθέσμως από τον ίδιο προς πληρωμή, δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων στους αντίστοιχους τραπεζικούς λογαριασμούς του εναγομένου, όπως προκύπτει από την σχετική βεβαίωση των πληρωτριών τραπεζών επί τους σώματος των επιταγών. Ότι, στη συνέχεια και κατόπιν αίτησής του, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …../2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, µε την οποία, με βάση τους προσκομισθέντες τίτλους επιταγών και τις σχετικές διατάξεις του Ν. 5960/1933 περί επιταγής, ο εναγόμενος διατάχθηκε να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 100.115 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της εμφάνισης εκάστης επιταγής προς πληρωμή. Ότι, ακολούθως, ο εναγόμενος άσκησε την από 1-4-2011 ανακοπή του κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4777/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ η κατ’ αυτής έφεση του εναγομένου απορρίφθηκε με την (ήδη αμετάκλητη) υπ’ αριθ. 326/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Ότι ο εναγόμενος ενήργησε με δόλο κατά τον χρόνο έκδοσης και εμφάνισης των εν λόγω επιταγών, αφού γνώριζε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στους αντίστοιχους τραπεζικούς λογαριασμούς του για να πληρωθούν αυτές και έτσι ζημίωσε αυτόν (ενάγοντα) κατά τα ποσά των επιταγών με τις ανωτέρω παράνομες και υπαίτιες πράξεις του. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε να απαγγελθεί προσωπική κράτηση εναντίον του εναγομένου, διάρκειας μέχρις ενός (1) έτους, λόγω της προαναφερόμενης αδικοπραξίας που ο τελευταίος τέλεσε σε βάρος του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914 ΑΚ, 79 Ν. 5960/1933 και 1047 ΚΠολΔ, δέχθηκε αυτήν και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και απήγγειλε εναντίον του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας τεσσάρων (4) μηνών. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εναγόμενος, με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω σε βάρος του αγωγή.
III. Από τις διατάξεις των άρθρων 79 του Ν. 5960/1933 «περί επιταγής», 297, 298 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι ο εκδότης επιταγής σε διαταγή, η οποία δεν πληρώθηκε κατά την εμφάνιση της επειδή δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, στην περίπτωση που ενεργεί με πρόθεση, υπέχει ποινική ευθύνη και παράλληλα προκαλεί ζημία στον νόμιμο κομιστή της επιταγής, διαπράττοντας έτσι και αδικοπραξία, αφού η ζημία αυτή επέρχεται με παράνομη πράξη του εκδότη, γιατί παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933. Επομένως, ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον νόμιμο κομιστή της κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ, αφού η διάταξη του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 έχει θεσπισθεί για να προστατεύσει, παράλληλα προς το δημόσιο, και το ιδιωτικό συμφέρον του κομιστή της επιταγής (ΑΠ 1380/2013 ΔΕΕ 2014.256, ΑΠ 1565/2013 ΕΕμπΔ 2014.132, ΑΠ 495/2010 ΝοΒ 2011.302), η υποχρέωση δε αυτή του εκδότη δεν έχει ως προϋπόθεση την προηγούμενη καταδίκη του για το ποινικό αδίκημα (ΑΠ 1442/2003 ΕλλΔνη 2005.772) δικαιούχου. Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση (ισόποση με την αξία της επιταγής) εκ του άρθρου 914 ΑΚ συρρέει με την αξίωση από επιταγή εκ του άρθρου 40 του Ν. 5960/1933 και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει, πλην όμως η ικανοποίηση της μίας από αυτές επιφέρει την απόσβεση και της άλλης, εκτός εάν η άλλη έχει ευρύτερο περιεχόμενο οπότε σώζεται για τον επιπλέον. Έτσι, στην περίπτωση έκδοσης ακάλυπτης επιταγής η άσκηση της αξίωσης από την αδικοπραξία δεν αποκλείεται από την τυχόν ασκηθείσα από τον δικαιούχο αξίωση από την επιταγή, ενώ, εξάλλου, και από άποψη εννόμου συμφέροντος, εκείνος που δικαιούται αποζημίωση από την ανωτέρω αδικοπραξία νομιμοποιείται στην άσκηση της σχετικής αγωγής, ακόμη και στην περίπτωση που έχει εφοδιασθεί με εκτελεστό τίτλο, όπως διαταγή πληρωμής με βάση την αξίωση από επιταγή, εφόσον με αυτή (αγωγή από αδικοπραξία) ζητεί και μπορεί να επιτύχει και την προσωπική κράτηση του υπόχρεου κατ’ άρθρο 1047 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1664/2005 ΔΕΕ 2006.188, ΕφΑθ 7299/2013, ΕφΘεσ 881/2012, ΕφΠειρ 202/2016 και ΕφΠειρ 415/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σε περίπτωση υποβολής αυτοτελούς αίτησης για προσωπική κράτηση, πρέπει η χρηματική απαίτηση, για την οποία ζητείται η κράτηση, να στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο, δηλαδή σε ένα από τους τίτλους που αναφέρει και περιγράφει το άρθρο 904 παρ. 2 ΚΠολΔ και η αιτία μπορεί να είναι, μεταξύ άλλων χρηματικών απαιτήσεων, και η ικανοποίηση αδικοπρακτικής αξίωσης. Στην αυτοτελή δε αυτή δίκη της προσωπικής κράτησης από αδικοπραξία, το δικαστήριο περιορίζεται αποκλειστικά στη διάγνωση των προϋποθέσεων της προσωπικής κράτησης, μεταξύ των οποίων είναι η ύπαρξη του εκτελεστού τίτλου που καταδικάζει τον εναγόμενο σε αποζημίωση από αδικοπραξία και η φύση της απαίτησης που ενσωματώνει ο εν λόγω τίτλος, δηλαδή εάν αυτή προέρχεται από αδικοπραξία (ΕφΑθ 2934/2006 ΕλλΔνη 2007.552, βλ. Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσης, τόμ. Ε΄, έκδ. β΄, άρθρο 1047, παρ. 766α, σελ. 2486, Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. ΙΙ, άρθρο 1047, αρ. 20, σελ. 933, Χ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, έκδ. 2017, τόμ. 2ος, άρθρο 1047, αρ. 11, σελ. 3091-3092, Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ειδικό Μέρος, έκδ. 2001, παρ. 67, αρ. 105, σελ. 1094). Επίσης, όταν υπάρχει συρροή περισσοτέρων αξιώσεων, εφόσον αυτές (αξιώσεις) δεν ταυτίζονται, γιατί έχουν διάφορο αντικείμενο και διαφορετική ιστορική αιτία γενέσεως, όπως π.χ. στην περίπτωση έκδοσης και μη πληρωμής ακάλυπτης επιταγής, οπότε ο κομιστής αυτής έχει κατά του εκδότη της επιταγής μία αξίωση από επιταγή, στηριζόμενη στα άρθρα 40 και 45 του Ν. 5960/1933 «περί επιταγής» και μία αξίωση από αδικοπραξία, στηριζόμενη στο άρθρο 79 του ως άνω νόμου περί επιταγής σε συνδυασμό με το άρθρο 914 του ΑΚ, τότε, η απαγγελία προσωπικής κράτησης προϋποθέτει ύπαρξη ιδίου εκτελεστού τίτλου για κάθε αξίωση και δεν επιτρέπεται όπως ο τίτλος της μίας από αυτές (αξιώσεις) χρησιμοποιηθεί για την άλλη αξίωση που στερείται τίτλου. Συνεπώς, η διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε για απαίτηση από επιταγή, που στηρίζεται στις ως άνω διατάξεις των άρθρων 40 και 45 του νόμου περί επιταγής, αποτελεί εκτελεστό τίτλο που εξοπλίζει με εκτελεστότητα μόνο την αξίωση που βεβαιώνεται με αυτή, δηλαδή αυτή που πηγάζει από την ενοχική σχέση της επιταγής και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως εκτελεστός τίτλος για την απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος του εκδότη της επιταγής, βάσει των ως άνω διατάξεων του άρθρου 79 του Ν. περί επιταγής και 914 ΑΚ. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο δανειστής, ο οποίος έλαβε διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε με βάση την αξίωση από την επιταγή, δεν μπορεί να ζητήσει να διαταχθεί προσωπική κράτηση κατά του οφειλέτη με βάση τον εκτελεστό τίτλο αυτό (διαταγή πληρωμής) λόγω αποζημίωσης από αδικοπραξία, αφού δεν διαθέτει εκτελεστό τίτλο ως προς την αξίωση από αδικοπραξία, για την οποία ζητεί να διαταχθεί η προσωπική κράτηση (ΑΠ 1045/1978 ΝοΒ 27.774, ΕφΘεσ 353/2009 Αρμ 2010.1545, ΕφΘεσ 6/2003 ΕΕμπΔ 2003.339, ΕφΛαρ 447/2013 και ΕφΔωδ 343/2000 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 371/1999 ΕΕμπΔ ΝΑ.525, ΕφΠειρ 93/1995 ΕΕμπΔ ΜΣΤ.68, βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. ΣΤ΄, άρθρο 1047, αρ. 35, σελ. 657, του ιδίου, Συμπληρωματικός τόμος, έκδ. 2001, άρθρο 1047, αρ. 2, σελ. 991, Ι. Μάρκου, Δίκαιο Επιταγής, έκδ. 2007, σελ. 422).
ΙV. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524, 525, 526 και 536 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι, με την άσκηση νομότυπης και εμπρόθεσμης έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τα καθοριζόμενα με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους όρια (ΑΠ 224/2016 δημ. σε ΝΟΜΟΣ). Το Εφετείο επιλαμβανόμενο της διαφοράς εξετάζει, εάν, κατ` ορθή εφαρμογή του νόμου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάσισε προσηκόντως ή όχι, τηρώντας την ίδια διαδικασία. Συνεπώς, έχει ως προς την αγωγή (εισαγωγικό δικόγραφο), την αυτή, όπως και εκείνο, εξουσία, δυνάμενο και χωρίς υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει οίκοθεν το ορισμένο και το νομικά βάσιμο αυτής, με βάση τα εκτιθέμενα σ’ αυτήν πραγματικά περιστατικά, και να την απορρίψει αν ελλείπουν τα κατά νόμο απαιτούμενα για την πληρότητα και τη νομική θεμελίωσή της, αντίστοιχα, στοιχεία. Ειδικότερα, εάν αόριστη ή νομικά αβάσιμη αγωγή έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ` ουσία ολικώς ή εν μέρει, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς ειδικό παράπονο, να εξετάσει το ορισμένο και νομικά βάσιμο αυτής και να την απορρίψει για τις πλημμέλειες αυτές, αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω για άλλους λόγους (ΑΠ 248/2016, ΑΠ 221/2015, ΑΠ 258/2015 και ΑΠ 1829/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1635/2008 ΔΕΕ 2009.46, ΕφΑθ 1778/2011 ΝοΒ 2011.982, ΕφΑθ 78/2010 ΕφΑΔ 2012.503, βλ. Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Ι, άρθρο 522, αρ. 6, σελ. 914, Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας,έκδ. 2016, παρ. 113, σελ. 814, αρ. 18).
Στην προκειμένη περίπτωση η ανωτέρω αγωγή με το αναφερόμενο στην παράγραφο ΙΙ της παρούσας περιεχόμενό της, είναι μη νόμιμη. Και τούτο, γιατί, στην προκειμένη περίπτωση κατά τα εκτιθέμενα στην ως άνω αγωγή, υπάρχει συρροή αξιώσεων του ενάγοντος με διάφορο αντικείμενο και διαφορετική ιστορική αιτία γένεσης και ειδικότερα υπάρχει μία αξίωση από επιταγή, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 40 και 45 Ν. 5960/1933 «περί επιταγής» και μία αδικοπρακτική, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 79 Ν. 5960/1933, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 914 ΑΚ, χωρίς να υφίσταται ιδιαίτερος εκτελεστός τίτλος για την αδικοπρακτική αξίωση, για την ικανοποίηση της οποίας ζητείται η προσωπική κράτηση του εναγομένου και χωρίς, κατ` επέκταση, να χρησιμοποιείται νόμιμα ο εκτελεστός τίτλος που αφορά στην αξίωση από επιταγή, δηλαδή η ανωτέρω διαταγή πληρωμή, για την ικανοποίηση της αξίωσης από αδικοπραξία, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας, η διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε για απαίτηση από επιταγή (όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή), αποτελεί εκτελεστό τίτλο που εξοπλίζει με εκτελεστότητα μόνο την αξίωση που βεβαιώνεται με αυτή, δηλαδή αυτή που πηγάζει από την ενοχή εξ επιταγής και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως εκτελεστός τίτλος για την απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος του εκδότη της επιταγής, βάσει των διατάξεων του άρθρου 79 του Ν. περί επιταγής και 914 ΑΚ, όπως επιχειρείται από τον ενάγοντα με την ως άνω αγωγή του.
- V. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙV της παρούσας, πρέπει, κατόπιν αυτεπάγγελτης εξέτασης του νομικά βάσιμου της ως άνω αγωγής και εφόσον ο εκκαλών ζητεί την απόρριψη αυτής έστω για άλλους λόγους, να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση του εναγομένου ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, που δέχθηκε ως νομικά βάσιμη την εν λόγω αγωγή. Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 20-11-2013 αγωγή περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης, να απορριφθεί αυτή ως μη νόμιμη κατά τα προεκτεθέντα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της δίκης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, γιατί ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ). Επίσης, λόγω της νίκης των εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’ αυτόν του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατέθεσε με τα με κωδικούς . …. και …….. παράβολα του Υπουργείου Οικονομικών εκ ποσού 100 ευρώ έκαστο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 13-10-2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2015) έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ` αριθ. 3358/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτικής διαδικασίας).
Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 20-11-2013 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2013) αγωγής.
Απορρίπτει την ως άνω αγωγή.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος απ’ αυτόν παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 25 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ