Αριθμός 71/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 22-9-2015 (…………/2015) κλήση του εκκαλούντος -ανακόπτοντος, νομίμως φέρεται προς συζήτηση, η υπό κρίση, από 19-9-2012 (…../2012), έφεση του, κατά της υπ’ αριθμόν 4709/2011 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 7-7-2010 (…./2010) ανακοπής του, κατά της …./2010 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με βάση την αναφερομένη σε αυτή σύμβαση δανείου, που έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον δεν γίνεται επίκληση επίδοσης της εκκαλουμένης (495παρ1 και 2, 511, 513παρ1περ β’, 516παρ1, 517περ α’, 518παρ2, 520παρ1ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, κατά την ίδια ανωτέρω διαδικασία, ερήμην της εφεσίβλητης – καθής η ανακοπή, η οποία δικάζεται σαν να ήταν παρούσα (524 παρ 4 εδ α΄ ΚΠολΔ-βλ. την …../9-10-2015 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….., για την αρχική δικάσιμο 12-5-2016, οπότε η υπόθεση αναβλήθηκε για την παραπάνω δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο – 226παρ4 εδ. δ’ ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενη με την από 2-3-2016 (…./2016) αυτοτελή πρόσθετη υπέρ της εφεσίβλητης παρέμβαση, της ειδικής διαδόχου της τελευταίας, η οποία είναι παραδεκτή και νόμιμη (80, 83 ΚΠολΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 147 ΑΚ προκύπτει ότι «όποιος παρασύρθηκε σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία. Αν η δήλωση απευθύνεται σε άλλον και η απάτη έγινε από τρίτον, η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί μόνο εφόσον εκείνος προς τον οποίον απευθύνεται η δήλωση ή τρίτος που απέκτησε αμέσως δικαίωμα από αυτήν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την απάτη». Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 142 ΑΚ προκύπτει ότι «η πλάνη που αναφέρεται σε ιδιότητες του προσώπου ή του πράγματος θεωρείται ουσιώδης, αν κατά τη συμφωνία των μερών ή με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, οι ιδιότητες αυτές είναι τόσο σπουδαίες για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δε θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία» ενώ, από τη διάταξη του άρθρου 143 ΑΚ προκύπτει ότι «Εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά πλάνη που αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης δεν είναι ουσιώδης». Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 154 ΑΚ «Η ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω πλάνης ή απάτης ή απειλής επέρχεται με δικαστική απόφαση. Την ακύρωση έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν μόνο αυτός που πλανήθηκε ή απατήθηκε ή απειλήθηκε και οι κληρονόμοι τους».
Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών, με την από 7-7-2010 (……/2010) ανακοπή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, ζήτησε, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, την ακύρωση της ……/2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία υποχρεωνόταν να καταβάλει στην καθ’ης η ανακοπή το ποσό των 39.102,38€, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, από σύμβαση καταναλωτικού δανείου, για την αγορά ενός οχήματος. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την ανακοπή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο ανακόπτων με την κρινόμενη έφεση του, παράπονου μένος για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή του και να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη ……/2010 διαταγή πληρωμής.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέσεως του εξετασθέντος μάρτυρος αποδείξεως που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου εκείνου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως μετ’επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι για να ληφθούν υπόψη ως τέτοια και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Δυνάμει της από 6-5-2008 σύμβασης καταναλωτικού δανείου, που καταρτίσθηκε στον Κορυδαλλό, μεταξύ του ανακόπτοντος ως πιστούχου -πελάτη, της καθής η ανακοπή ως δανείστριας, του …… (μη διαδίκου) ως προμηθευτή και του . …., ως εγγυητή, ο πρώτος συμφώνησε να λάβει από τη δεύτερη το ποσό των 40.000€ ως δάνειο για την αγορά ενός οχήματος και συγκεκριμένα ενός BMW, παλαιότητας 3-5 ετών, το οποίο θα προμηθευόταν από τον πωλητή / προμηθευτή …… Ωστόσο, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δηλαδή πωλητής και αγοραστής είχαν καταλήξει σε συγκεκριμένο όχημα, γιατί σε αυτήν την περίπτωση θα αναγραφόταν στη σύμβαση ο αριθμός πλαισίου και κινητήρα και όχι μόνο τα παραπάνω γενικά χαρακτηριστικά. Επίσης, στην ανωτέρω σύμβαση περιεχόταν ανέκκλητη εντολή του πρώτου περί απευθείας εκταμιεύσεως του ποσού των 40.000€ και αποδόσεως του στον πωλητή /προμηθευτή του οχήματος είτε με πίστωση του λογαριασμού του είτε με την έκδοση δίγραμμης επιταγής εις διαταγήν του (3.1), ενώ αναφερόταν ότι παραδόθηκε το αγαθό (ενν. αυτοκίνητο) στον αγοραστή /ανακόπτοντα (2.1), γεγονός που δεν συνέβη. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι λίγες μέρες αργότερα, ο προμηθευτής /πωλητής του οχήματος, για να πετύχει την εκταμίευση του ποσού των 40.000€, προσκόμισε στους αρμοδίους υπαλλήλους της καθής η ανακοπή τα έγγραφα του με αριθμό κυκλοφορίας …….. εργοστασίου κατασκευής Mercedes οχήματος, οι οποίοι, ασκώντας πλημμελή έλεγχο σε αυτά, αφού η χορήγηση του δανείου είχε γίνει για άλλο τύπο οχήματος, όπως αυτό είχε αποτυπωθεί στην ανωτέρω δανειακή σύμβαση, προχώρησαν στην εκταμίευση του ποσού, χρεώνοντας τον ανακόπτοντα με το αντίστοιχο ποσό. Εντούτοις, ο προμηθευτής ουδέποτε παρέδωσε το όχημα στον ανακόπτοντα, αφού τα έγγραφα που επέδειξε στην καθής η ανακοπή /τράπεζα αφορούσαν όχημα ήδη ιδιοκτησίας του ανακόπτοντος, από προηγούμενη συναλλαγή με τον προαναφερόμενο προμηθευτή, με χορήγηση δανείου από άλλη τράπεζα. Το γεγονός δε ότι έκανε χρήση των εγγράφων αυτού του οχήματος, προκύπτει από την εξώδικη πρόσκληση της καθής η ανακοπή προς τον ανακόπτοντα με την οποία προέβαινε σε καταγγελία του δανείου, λόγω μη εξόφλησης των δόσεων και σε πρόσκληση να της παραδώσει το «χρηματοδοτούμενο αγαθό με αριθμό κυκλοφορίας .-…. εργοστασίου κατασκευής Mercedes», που όμως ήταν το δικό του αυτοκίνητο. Ωστόσο, από τα παραπάνω αποδειχθέντα προκύπτει ότι η απατηλή συμπεριφορά του προμηθευτή έλαβε χώρα όχι κατά το στάδιο της υπογραφής της σύμβασης του δανείου, όπου έγιναν οι εκατέρωθεν δηλώσεις βουλήσεως των διαδίκων, αλλά μεταγενεστέρως, κατά το στάδιο της εκταμίευσης του χρηματικού ποσού, αποδέκτης δε της απατηλής συμπεριφοράς δεν ήταν ο ανακόπτων, αλλά η αντισυμβαλλομένη του καθής η ανακοπή (τα όργανα της οποίας προέβησαν στον έλεγχο των εγγράφων του προς πώληση οχήματος). Επομένως, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η επικαλούμενη διάταξη του άρθρου 147 ΑΚ ούτε εκείνη του άρθρου 143 ΑΚ, αφού εξαπατηθείς ή πλανηθείς από τη συμπεριφορά του τρίτου, που θα μπορούσε να ζητήσει την κατ’άρθρον 154 ΑΚ ακύρωση της δικαιοπραξίας για το λόγο αυτό, σύμφωνα με τη νομική σκέψη, είναι η αντισυμβαλλόμενη του ανακόπτοντος, στην οποία επεδείχθησαν τα «ψευδή» έγγραφα και όχι ο τελευταίος. Διαφορετική δε είναι η έννοια της απάτης κατά τη διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ, με βάση την οποία ο ανωτέρω προμηθευτής καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης ενός έτους, δυνάμει της 4107/2014 αποφάσεως του Β’ Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιώς. Διαφορετικό επίσης, είναι το θέμα της τυχόν ευθύνης των στελεχών της τράπεζας, που διενήργησαν τον έλεγχο των εγγράφων, πριν από την εκταμίευση του δανείου, σε σχέση με τα αναφερόμενα στη σύμβαση του καταναλωτικού δανείου, για τις προϋποθέσεις χορήγησης του. Επομένως, οι δύο λόγοι της ανακοπής – κατ’εκτίμηση του δικογράφου της, οι οποίοι πλήττουν την εγκυρότητα της συμβάσεως του δανείου, επικαλούμενοι ακυρότητας της αφενός λόγω απάτης που μετήλθε τρίτος και αφετέρου λόγω πλάνης περί τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως, που όμως τα μέρη κατέστησαν ως ουσιώδες μέρος της σύμβασης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς μεν κατ’αποτέλεσμα αλλά με εσφαλμένη αιτιολογία που όμως αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), έκρινε ομοίως και απέρριψε την ανακοπή. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη έφεση και ο μοναδικός της λόγος, περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων, ως αβάσιμα στο σύνολο τους, παρελκομένης της εξέτασης της πρόσθετης παρέμβασης. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, ενόψει της ερημοδικίας της εφεσίβλητης. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο (495 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και συνεκδικάζει την από 19-9-2012 (…../2012), έφεση, με την από 2-3-2016 (…../2016) αυτοτελή πρόσθετη, υπέρ της εφεσίβλητης, παρέμβαση.
Ορίζει παράβολο ερημοδικίας από 290€.
Δέχεται τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 30 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ