Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 82/2018

Αριθμός   82/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Από τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 4 και 5 του β.δ. της 30/31-5- 1956 “περί κανονισμού του τρόπου καταβολής της αμοιβής των Μηχανικών”, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου μόνου του ν. 2726/1953 συνάγεται με σαφήνεια, ότι την αμοιβή του μηχανικού, συμφωνημένη ή νόμιμη (καθοριζόμενη κατά το β.δ. της 19.21-2-1938 ή το π.δ. 696/1974) για την εκπόνηση μελέτης, δύναται να επιδιώξει δικαστικά, εκτός από τον μηχανικό και το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, υποκαθιστάμενο εκ του νόμου στα δικαιώματα του μηχανικού. Στην περίπτωση αυτή το Επιμελητήριο, ενεργεί στη δίκη (νομιμοποιούμενο προς τούτο), ως μη δικαιούχος διάδικος, στο δικό του όνομα και όχι ως αντιπρόσωπος του δικαιούχου μηχανικού, ούτε υπάρχει μεταξύ τους σχέση αντιπροσώπευσης, αναφορικά με την είσπραξη της αμοιβής του μηχανικού, μέρος της οποίας, άλλωστε, περιέρχεται εκ του νόμου στο Επιμελητήριο. Συνέπεια αυτού είναι ότι όλα τα ζητήματα που συνάπτονται με την ιδιότητα του διαδίκου κρίνονται στο πρόσωπο του και όλες οι διαδικαστικές πράξεις, που ενεργούνται από και προς εκείνο, αφορούν άμεσα το ίδιο το Επιμελητήριο (ΑΠ 755/2012, ΑΠ 2317/2009, ΕφΝαυπλ 59/2012 δημοσ/ση στη ΝΟΜΟΣ). Έτσι, ως μη δικαιούχος διάδικος ενεργεί διαδικαστικές πράξεις, όπως, μεταξύ άλλων, κατάθεση και προσδιορισμό ενδίκου μέσου, προς το σκοπό άμεσης αντανάκλασης των συνεπειών τους στο πρόσωπο του και όχι σε εκείνο του υποκειμένου της έννομης σχέσης, ανεξάρτητα αν οι συνέπειες της απόφασης και το ουσιαστικό δεδικασμένο καταλαμβάνουν και τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, ενώ το δικαίωμα άσκησης έφεσης ανήκει σ’ αυτόν, καθώς ο αληθινός δικαιούχος, ο οποίος δεν είχε συμμετάσχει στην πρωτόδικη δίκη, δεν έχει δικαίωμα έφεσης, παρά μόνο να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του TEE. Αυτό διότι η ιδιότητα του διαδίκου, ως ενάγοντος ή εναγομένου, προκύπτει αποκλειστικά από την εκκαλουμένη απόφαση με την οποία και δικάσθηκαν αυτοί και, συνεπώς, διάδικοι στην κατ’ έφεση δίκη είναι τα υποκείμενα στην πρωτόδικη δίκη (άρθρα 516, 517 ΚΠολΔ) και, ειδικότερα, εκείνοι από τους οποίους ή κατά των οποίων ζητείται στο όνομα τους η παροχή έννομης προστασίας, με την οικεία διαδικαστική πράξη, ακόμη, εκείνος, που, από το νόμο, έχει τη ιδιότητα του διαδίκου σε ορισμένη δίκη (ΕΑ 3136/2007 δημοσ. στη ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ» άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την ιδιότητα του υποκατάστατου της μελετητικής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….», την με αριθμό κατάθεσης …./25-07-2001 από 25-07-2001 αγωγή κατά της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…..» αγωγή, με την οποία και ζήτησε να του καταβάλει η εναγόμενη τη νόμιμη αμοιβή της ως άνω μελετητικής εταιρίας, ύψους 19.549.350 δραχμών. Επί της αγωγής αυτής, η οποία, μετά από αναβολές και μία ματαίωση της συζήτησης της, συζητήθηκε, αντιμωλία των διαδίκων (Τ.Ε.Ε. και ……..), στις 17-11-2008, εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με αριθμό 1329/2009. Κατά της απόφασης αυτής, η εναγόμενη εταιρία κατέθεσε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την από 09-03-2012 έφεση, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2012 η οποία στρέφεται κατά του αντιδίκου της, στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το οποίο, μετά την ως άνω κατάθεση της έφεσης, κατέστη εφεσίβλητο. Στη συνέχεια, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εταιρίας «……..» εμφανίστηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και ζήτησε τον προσδιορισμό δικασίμου, σύμφωνα με την με ΕΑΚ ……/04-08-2015 και με αριθμ. καταθ. ……/04-08-2015 έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της άνω έφεσης στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς, ενώ, κάτω από την εν λόγω έκθεση συντάχθηκε η από 04-08-2015 Πράξη Ορισμού Συζήτησης. Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 498 ΚΠολΔ, ο προσδιορισμός δικασίμου για τη συζήτηση της έφεσης, γίνεται από διάδικο, αντανακλά, δε, η εν λόγω ρύθμιση, την εμπεριεχόμενη στο άρθρο 108 ΚΠολΔ, γενική αρχή. κατά την οποία οι διαδικαστικές πράξεις ενεργούνται με πρωτοβουλία των διαδίκων και όχι αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Ο γενικός ορισμός του άρθρου 498ΚΠολΔ, έχει ως συνέπεια, στην περίπτωση παράβασης του με την επιχείρηση διαδικαστικών πράξεων από μη διαδίκους, την ακύρωση των πράξεων αυτών, ανεξάρτητα από τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης(άρθρ.159 αρ.2, 559αρ.14 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον η προσδιορίσασα τη συζήτηση της έφεσης εταιρία δεν έχει καταστεί, σύμφωνα με την προηγηθείσα σκέψη, διάδικος στην πρωτόδικη δίκη, αφού δεν συμμετείχε σ’ αυτήν, ο από μέρους της προσδιορισμός της συζήτησης της κρινόμενης έφεσης, είναι άκυρος και κατά συνέπεια, για το λόγο αυτό. απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης. Άλλωστε, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 12, 522 και 525 παρ. 1 ΚΠολΔ, αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι, και στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτημα παροχής, για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, δικαστικής προστασίας, με απόφαση του δικαστηρίου, σύμφωνης προς το υποβληθέν αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο δίκης, αλλά αποτελεί, αναλόγως του εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε την δικαστική προστασία, μέσον τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικονομικής, ως άνω, αξίωσης, με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση.

Ο ισχυρισμός της ακύρως προσδιορισάσης τη συζήτηση εταιρίας ότι μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης την 13-03-2009, εκδόθηκε ο νόμος 3919/2011(ΦΕΚΑ72-3-2011), με το άρθρο 7 παρ.11 του οποίου ορίσθηκε ότι οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου μόνου του ν.δ.2726/1953 καταργούνται, ενώ με την παρ. 14 αυτού ορίσθηκε ότι το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παρ.4 του άρθρου 2 του β.δ.της30/31-5-1956 αντικαθίσταται ως εξής: “Αίτημα της αγωγής θα είναι αναγνώριση υποχρεώσεως καταβολής ή η καταβολή του οφειλόμενου ποσού στο μελετητή μηχανικό (και όχι στο TEE, όπως συνέβαινε μέχρι τότε)…” και, ότι, ως εκ τούτου, μετά την ισχύ του νέου νόμου, το TEE απώλεσε το δικαίωμα της καταβολής σ’αυτό του ποσού της οφειλόμενης στους Μηχανικούς αμοιβής και ότι, συνεπώς η ίδια είχε έννομο συμφέρον να προσδιορίσει τη συζήτηση της έφεσης, αλυσιτελώς και σε κάθε περίπτωση, όλως αβασίμως προβάλλεται, διότι η ρύθμιση που επικαλείται, δεν αίρει από το TEE την ιδιότητα του διαδίκου (ενάγοντος), που προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση, ούτε καταργεί και μάλιστα, αναδρομικά, τα άρθρα 495, 498 και 516 ΚΠολΔ, που ορίζουν ότι μόνο διάδικος ασκεί και προσδιορίζει την έφεση. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η συζήτηση της έφεσης να κηρυχθεί απαράδεκτη, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης, που ασκήθηκε κατά της με αριθμ. 1329/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 1η Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  της πληρεξουσίας δικηγόρου της εκκαλούσας.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ