Αριθμός 84/2018
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔ η έφεση απευθύνεται κατ’ εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Διάδικοι είναι όσοι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι δικάσθηκαν από αυτήν ως αντίδικοι του εκκαλούντος (ΟλΑΠ 11/1992, Δνη 1992/759, ΕΑ 3136/2007, ΕφΑΔ 2008/694). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εάν οι αντίδικοι του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη ήταν περισσότεροι, η έφεση δεν είναι απαραίτητο να στρέφεται εναντίον όλων, αλλά μόνον εναντίον εκείνων ως προς τους οποίους ο εκκαλών εκτιμά ότι έχει συμφέρον να επιτύχει την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης (ΕφΛαρ. 146/2004, Δικογραφία 2004/466, ΕφΘεσ. 386/1999, Αρμ. 2000/1218, ΕΑ 2921/1998, ΕΣυγκΔ 2003/272), εκτός αν πρόκειται περί αναγκαστικής ομοδικίας (ΕΑ 1595/2007, ΑρχΝ 2007/294).
Από τις διατάξεις του άρθρου 524 παρ. 1 και 3 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 271 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος κατά τη συζήτηση της κατ’ έφεση δίκης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση. Περαιτέρω, αν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή αν αυτός, ενόσω κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση ή εμφανισθείς δεν συμμετείχε σ’ αυτήν προσηκόντως, η έφεσή του απορρίπτεται κατ΄ουσίαν, χωρίς έρευνα του παραδεκτού της, καθώς τεκμαίρεται παραίτηση από το ένδικο μέσο (ΟλΑΠ 16/1990 ΕλλΔνη1990.804 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).
Η κατά τα ανωτέρω απόρριψη της έφεσης λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ΄ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο γιατί αν και στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής της (Ολ ΑΠ 16/1990 οπ., ΑΠ 1127/2013 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, η έφεση, εκδ. 2009, σελ. 415 επ.) .
Περαιτέρω, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλητεύσεώς του. Στις υποθέσεις που δικάζονται κατά τη διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, αν κατά την συζήτηση της εφέσεως ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σ΄αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 271 και 524 παρ.4 εδ. α` του ΚΠολΔ, (ΕφΑθ 3212/2004 ΕλλΔνη 2005.558, βλ.επ. Σαμ. Σαμουήλ, η έφεση κατά τον ΚΠολΔ έκδ. 2003 παρ.1078 έως 1080 σελ.406,4070), το δε Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διαδίκου, τα πρακτικά και τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διάδικου, τα πρακτικά και τις εκθέσεις εξέτασης των μαρτύρων τα οποία οφείλει με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως να προσκομίσει ο εκκαλών, ο οποίος παρίσταται. (ΕφΑΘ 4804/2006, ΕλλΔνη 2007.06, ΕφΑΘ 242/2001, ΕλλΔνη 2002.815). Αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση.
Επομένως, αν στον εφεσίβλητο αυτόν δεν έχει επιδοθεί αντίγραφο του εφετηρίου με κλήση προς συζήτηση και ο ίδιος δεν εμφανιστεί, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς αυτόν και μόνον, αφού ως προς αυτόν μόνον διαπιστώνεται έλλειψη προδικασίας (άρθρα 110 § 2, 111 § 2 ΚΠολΔ) και, κατά συνέπεια, ως προς αυτόν υφίσταται απαράδεκτο, ανεξαρτήτως μάλιστα αν ο εκκαλών έχει υποβάλει προτάσεις και εναντίον του (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2003, αρ. 336, σελ. 149, Β. Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, αρ. 668, σελ. 182). Στην προκειμένη περίπτωση το ενάγον ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΙΚΑ- ΕΤΑΜ» ήδη «Ε.Φ.Κ.Α» στρεφόμενο κατά των εναγομένων ……. και ….. άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 4-3-2010 (αριθμ. καταθ. ……/2010) αγωγή του με την οποία εξέθεσε ότι την 28-3-2005 δυνάμει του υπ΄αριθμ. …../ 2005 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβ/φου Αθηνών ……., νομίμως μεταγεγραμμένου, η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε στη δεύτερη εναγομένη ένα ακίνητο, όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά σ΄αυτήν (αγωγή) κατά θέση, όρια και έκταση η αξίας 90.000,00 ευρώ. Ότι κατά το χρόνο σύναψης του ως άνω συμβολαίου η πρώτη εναγομένη όφειλε σ΄αυτό (ενάγον) υπό την ιδιότητά της ως ομόρρυθμο μέλος της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων της, όπως αυτές έχουν βεβαιωθεί στο Ταμείο Εισπράξεων Εσόδων ΙΚΑ- ΕΤΑΜ Πειραιά, συνολικού ποσού 39.527,89 ευρώ.Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα του προαναφερομένου αγοραπωλητηρίου συμβολαίου για τους αναφερόμενους στην αγωγή λόγους.Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 5397/2011 προσβαλλόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την τακτική διαδικασία ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και αναγνωρίστηκε ως άκυρο (λόγω εικονικότητας) το υπ αριθμ. ……./ 28-3-2005 ως άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο.Κατά της εκκαλουμένης η δεύτερη των εναγομένων ……… άσκησε την από 21-11-2012 (αριθμ. καταθ……/2012) υπό κρίση έφεσή της, την οποία έστρεψε εναντίον του ενάγοντος ΝΠΔΔ και της απλής ομοδίκου αυτής ………. Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εκκαλούσα δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στην πιο πάνω δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, μολονότι αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης κατά της ως ανω υπ’ αριθμ. 5397/2011 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας ,επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εκκαλούσα από το πρώτο των εφεσιβλήτων ΝΠΔΔ το οποίο επισπεύδει τη συζήτηση, όπως προκύπτει από την υπ΄αριθμ. ……. ΄/2-2-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……., την οποία το εφεσίβλητο ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΦΚΑ» ως οιονεί καθολικός διάδοχος του ΝΠΔΔ με την επωνυμία « ΙΚΑ- ΕΤΑΜ», επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει. Επίσης, η δεύτερη εφεσίβλητη δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου κατά την προσδιορισθείσα στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο. Το πρώτο εφεσίβλητο, που επισπεύδει τη συζήτηση της εφέσεως, δεν επικαλείται ότι κλήτευσε την ως άνω δεύτερη εφεσίβλητη στη συζήτηση της προκειμένης υποθέσεως, αλλά και δεν αποδεικνύεται καμία τέτοια κλήτευση με την προσκομιδή σχετικής εκθέσεως επιδόσεως. Ως εκ τούτου η συζήτηση της εφέσεως είναι απαράδεκτη ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη.Επομένως, πρέπει, σύμφωνα και με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε στην αρχή της παρούσας, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης για τη δεύτερη εφεσίβλητη και να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων αυτής, να ορισθεί το παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (αρθρ. 501, 502 παρ.1 505 παρ.2 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του πρώτου των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας (αρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ) όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 21-11-2012 (αριθμ. καταθ. …./2012) υπό κρίση έφεσης κατά της υπ’ αριθμ. 5397/2011 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη.
Δικάζει ερήμην της εκκαλούσας.
Ορίζει το παράβολο άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα ( 250,00) ευρώ.
Απορρίπτει την έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του πρώτου των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας ,τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ( 600,00) ευρώ. ΚΑΙ
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με αριθμό ……/ 2012 παραβόλου άσκησης έφεσης που κατέθεσε η εκκαλούσα, ποσού διακοσίων (200,00 ) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 1η Φεβρουαρίου 2018 και δημοσιεύθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και της πληρεξουσίας δικηγόρου του πρώτου εκ των εφεσιβλήτων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ