Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 41/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Απόφασης 41 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση του εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ. 3549/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τότε ισχύουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. του ΚΠολΔ, και με την οποία απορρίφθηκε στο σύνολό της ως κατ’ουσίαν αβάσιμη η ασκηθείσα σε βάρος των εφεσιβλήτων από  7.1.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./8.1.2015) αγωγή του περί, αφενός μεν απόδοσης σ’αυτόν της χρήσης του μισθίου ακινήτου του, αφετέρου δε επιδίκασης οφειλομένων μισθωμάτων κατόπιν της λύσης της μισθωτικής σύμβασης διά της περιεχομένης στο αγωγικό δικόγραφο καταγγελίας του, άλλως επικουρικώς κατά τη διάταξη του άρθρου 66 του ΕισΝΚΠολΔ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 και 674 του ΚΠολΔ),  με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 1η.8.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../1.8.2016), προ πάσης επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα, που ασκούνται μετά από την 1.1.2016, και, επομένως, εφαρμόζεται και εν προκειμένω, καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε την 1.8.2016, παρά το ότι η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί, πριν από την 1η.1.2016, και συγκεκριμένα στις 23.9.2015, βλ.σχετ. ΑΠ 1176/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 23.9.2015, κατά τα προεκτεθέντα, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  7.1.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./8.1.2015) αγωγή του, με την οποία επικαλούμενος 1) ακυρότητα, λόγω εικονικότητας, της επιδοθείσας σ’αυτόν στις 28.9.2012, και, συνεπώς, μη επιφέρουσας έννομες συνέπειες, έγγραφης καταγγελίας από τους εναγομένους, κατ’άρθρο 43 του π.δ. 34/1995, της καταρτισθείσης με ιδιωτικό συμφωνητικό σύμβασης επαγγελματικής μίσθωσης ακινήτου του (ισογείου καταστήματος πολυώροφης οικοδομής, κειμένης στο …. Αττικής), της πρώτης εξ αυτών ετερόρρυθμης εταιρίας – μισθώτριας του ακινήτου, πλήρως υπεισελθούσας μετά τη σύστασή της στη θέση του αρχικού μισθωτή δευτέρου εναγομένου και ομορρύθμου εταίρου της, και του τελευταίου εγγυητή πλέον στην ανωτέρω σύμβαση, μετά τη μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης στην πρώτη, ευθυνομένου, όμως, ως αυτοφειλέτη για την εκπλήρωση όλων των εκ της σύμβασης απορρεουσών υποχρεώσεων της μισθώτριας αντίστοιχα δυνάμει ρητού όρου του μισθωτηρίου, 2) επίσης μη επιφέρουσα λύση της μίσθωσης αποχώρηση της μισθώτριας από το μίσθιο ακίνητο, όπου λειτουργούσε επιχείρηση κρεοπωλείου, το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2013, και εγκατάλειψη ουσιαστικά αυτού έκτοτε, χωρίς, δηλαδή, να προηγηθεί συμφωνία μεταξύ τους περί πρόωρης λύσης της σύμβασης αυτής, είτε ρητής, είτε σιωπηρής διά της απόδοσης του ακινήτου στον ίδιο με την εκούσια παράδοση των κλειδιών του, και της αναντίρρητης παραλαβής του  εκ μέρους του, καθώς και 3) λύση τελικά της μίσθωσης, προκληθείσης εκ της περιεχομένης στην αγωγή καταγγελίας του λόγω υπερημερίας των εναγομένων περί την αποπληρωμή μηνιαίων μισθωμάτων του χρονικού διαστήματος Μάιος του έτους 2012 έως και Ιανουάριος του 2015, συνολικού ποσού  67.004 ευρώ, ζήτησε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να του αποδώσει τη χρήση του ανωτέρω ακινήτου, καθώς και κάθε τρίτος έλκει εξ αυτής δικαιώματα ή το κατέχει στο όνομά της, κυρίως μεν λόγω της λύσης της μίσθωσης συνεπεία της καταγγελίας του, άλλως επικουρικώς κατά τη διάταξη του άρθρου 66 του ΕισΝΚΠολΔ λόγω της δυστροπίας των εναγομένων, καθώς και να υποχρεωθούν οι τελευταίοι να του καταβάλουν, έκαστος εξ αυτών εις ολόκληρον, το προαναφερθέν χρηματικό ποσό, που κατά το ποσό των 700 ευρώ αφορά σε οφειλόμενο υπόλοιπο μισθώματος του μηνός Μαΐου του έτους 2012 και κατά το υπόλοιπο ποσό σε μισθώματα των μηνών Ιούνιος του έτους 2012 έως και Ιανουάριος του έτους 2015, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα, με το νόμιμο τόκο για το ποσό εκάστου μηνιαίου μισθώματος από τότε, που κατά τους όρους της μισθωτικής σύμβασης κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ήτοι από την τέταρτη ημέρα του αντίστοιχου μηνός, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Επί της απόφασης αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τότε ισχύουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. του ΚΠολΔ, η υπ’αριθμ. 3549/2015 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε αυτή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, καθώς έγινε δεκτό ότι η επίμαχη σύμβαση μίσθωσης λύθηκε στις 28.9.2012, μετά την παρέλευση τριών μηνών από την επίδοση στον ενάγοντα στις 28.6.2012 της έγκυρης (και όχι άκυρης ως εικονικής, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς) από 13.6.2012 έγγραφης καταγγελίας της από την πρώτη εναγόμενη – μισθώτρια, κατά τη διάταξη του άρθρου 43 του π.δ.34/1995, ότι η μισθώτρια παράνομα παρακρατούσε το μίσθιο μέχρι και το μήνα Νοέμβριο του έτους 2012, ότι τα οφειλόμενα  μέχρι τη λύση της μίσθωσης μισθώματα των μηνών Μαΐου έως και Σεπτεμβρίου του έτους 2012 έχουν πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί διά καταβολών των εναγομένων, ενώ τα οφειλόμενα ως αποζημίωση χρήσης ποσά, που αφορούν στην άνευ δικαιώματος παρακράτηση του μισθίου από τη μισθώτρια, κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο του έτους 2012 μετά τη λύση της μίσθωσης, και ισούνται με δύο μηνιαία μισθώματα, δε ζητούνται με την αγωγή για την αιτία αυτή, αλλά ως μισθώματα, και καταδίκασε τον ενάγοντα στη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, το ύψος της οποίας προσδιόρισε στο ποσό των 2.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, έχοντας προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, ζητώντας, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφο του ενδίκου μέσου λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης, καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ως προς το ύψος της επιδικασθείσας σε βάρος του δικαστικής δαπάνης, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν η αγωγή του ως ουσιαστικά βάσιμη.

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 43 του π.δ/τος 34/1995, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του ν. 3853/2010, στις συμβάσεις που ρυθμίζονται από αυτό “Ο μισθωτής μπορεί μετά την πάροδο ενός (1) έτους από την έναρξη της σύμβασης να καταγγείλει τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως τα δε τα αποτελέσματά της επέρχονται μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από τη γνωστοποίησή της. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση ποσό ίσο με ένα (1) μηνιαίο μίσθωμα, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο καταγγελίας της μίσθωσης. 2. Το δικαίωμα καταγγελίας της εμπορικής μίσθωσης σύμφωνα με το άρθρο 43 του π.δ. 34/1995 (ΦΕΚ 30 Α) έχει ο μισθωτής ακόμη κι αν έχει παραιτηθεί από αυτό σύμφωνα με το άρθρο 45 του π.δ. 34/1995. Καταγγελία που έχει ήδη ασκηθεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ενώ ο μισθωτής είχε παραιτηθεί νόμιμα από αυτό το δικαίωμα, θεωρείται έγκυρη, τα δε αποτελέσματά της επέρχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, όχι όμως πριν τη δημοσίευση του νόμου. Ο μισθωτής υποχρεούται στην περίπτωση αυτή σε καταβολή αποζημίωσης ίση με το ποσόν ενός μισθώματος όπως αυτό ανερχόταν τρεις μήνες πριν την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας … 4. Οι παράγραφοι 2 και 3 ισχύουν για καταγγελίες που θα γίνουν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012 και αφορούν μισθώσεις ακινήτων που έχουν συναφθεί πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου”. Ήδη η προθεσμία της παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 3853/10 (Α΄90) παρατάθηκε μέχρι τη 31.12.2013 με το άρθρο 6 της από 18.12.2012 Π.Ν.Π.,ΦΕΚ Α΄ 246/12.12.2012. Ήτοι, λόγω της διαφαινόμενης ήδη οικονομικής κρίσης, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο αλλά και παγκοσμίως, ο νομοθέτης προχώρησε σε τροποποιήσεις των διατάξεων μεταξύ άλλων και της εμπορικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 17 § 1 του ν. 3853/2010 (ΦΕΚ Α΄ 90/17.6.2010) τροποποιήθηκε το άρθρο 43 του π.δ. 34/1995, που ρύθμιζε το δικαίωμα καταγγελίας της εμπορικής μίσθωσης εκ μέρους του μισθωτή λόγω μεταμέλειας. Με την τροποποίηση αυτή επήλθε σύντμηση τόσο του χρόνου που πρέπει να έχει μεσολαβήσει από την έναρξη της μισθωτικής σχέσης προκειμένου να γεννηθεί το δικαίωμα καταγγελίας (ένα έτος αντί για δύο) όσο και του χρόνου που πρέπει να μεσολαβήσει για την επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της (τρεις μήνες αντί για έξι). Επίσης, η οφειλόμενη στον εκμισθωτή αποζημίωση λόγω της καταγγελίας εκ μέρους του μισθωτή περιορίσθηκε στο ισόποσο ενός μηνιαίου μισθώματος αντί του μέχρι τότε ισχύοντος των τεσσάρων. Ταυτόχρονα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου προβλέφθηκε ότι το κατά τα ανωτέρω δικαίωμα καταγγελίας αναγνωρίζεται υπέρ του μισθωτή ακόμη και αν έχει παραιτηθεί από αυτό σύμφωνα με το άρθρο 45 του π.δ. 34/1995, δηλαδή με δήλωση ή συμφωνία μεταγενέστερη της κατάρτισης της μίσθωσης (αφού παραίτηση ταυτόχρονη με την κατάρτιση της μίσθωσης είναι αυτοδικαίως άκυρη, της σχετικής διάταξης αναγνωριζόμενης ως αναγκαστικού δικαίου). Τέλος, με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου 17 προβλέφθηκε ότι τα οριζόμενα στην παράγραφο 2, ήτοι η καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης εκ μέρους του μισθωτή, ισχύει για όσες καταγγελίες γίνουν μέχρι την 31.12.2012 (και ήδη πλέον μέχρι 31.12.2013) και αφορούν μισθώσεις που έχουν συναφθεί πριν από τη δημοσίευση του ν.3853/2010. Η επέμβαση αυτή του νομοθέτη σε γεγεννημένες έννομες σχέσεις αιτιολογήθηκε με την ανάγκη διευκόλυνσης της επαναδιαπραγμάτευσης των μισθώσεων στο πλαίσιο της νέας οικονομικής συγκυρίας που έχει διαμορφωθεί (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 3853/2010, βλ. σχετ. ΑΠ 1013/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Για το κύρος δε της ενλόγω καταγγελίας, για την οποία δεν απαιτείται η επίκληση κάποιου λόγου, πρέπει να υπάρχει δήλωση του μισθωτή ότι λύει τη μίσθωση και δεν επιθυμεί πλέον τη συνέχισή της (ΑΠ 285/1999 ΕλλΔνη 40.1353). Τα αποτελέσματα της καταγγελίας αυτής επέρχονται μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριών (3) μηνών, με συνέπεια, κατά το χρονικό αυτό διάστημα να υπέχει ο μισθωτής υποχρέωση καταβολής των αντίστοιχων μισθωμάτων (ΑΠ 1414/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, αν η μισθωτική σύμβαση έχει ήδη με κάποιο νόμιμο τρόπο λυθεί (με έγκυρη καταγγελία κλπ) παύει η υποχρέωση πληρωμής μισθώματος, ο δε μισθωτής, που μετά τη λήξη της μίσθωσης παρακρατεί το μίσθιο, οφείλει αποζημίωση χρήσης, η οποία είναι διαφορετική από την αξίωση πληρωμής μισθωμάτων (ΕφΠειρ 318/2008 ΠειρΝομ 2009.310, ΕφΑθ 7483/2000 ΕλλΔνη 42.225,ΕφΑθ 1396/1996 ΕΕΝ 33.588). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 601 του ΑΚ ο μισθωτής, για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης, οφείλει λόγω αποζημίωσης το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς να αποκλείεται στον εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι γεννιέται ιδιότυπη, αντικειμενική ευθύνη του μισθωτή για την περίπτωση που παρακρατεί το μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης και ότι η αποζημίωση αυτή ισούται από το νόμο με το ύψος του συμφωνημένου μισθώματος κατ’αποκοπή (ΑΠ 1221/2001 ΕλλΔνη 2002.145, ΑΠ 212/0000 ΕλλΔνη 2000.758, ΕφΘεσ 104/2007 Αρμ 2007.1176, ΕφΑθ1353/2006 ΕλλΔνη 2007.920). Προϋποθέσεις για την απαίτηση του συμφωνημένου μισθώματος, ως αποζημίωσης χρήσης, είναι η λήξη της μίσθωσης και η μετά από αυτήν παράνομη παρακράτηση του μισθίου από τον μισθωτή, χωρίς να ερευνάται, αν ο εκμισθωτής υπέστη ζημία από την καθυστέρηση της απόδοσης του μισθίου. Αποτελεί δε παράνομη παρακράτηση, υπό την έννοια της ως άνω διάταξης, η γενόμενη χωρίς δικαίωμα από το νόμο, τη σύμβαση ή δικαστική απόφαση (ΑΠ 199/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η αξίωση αυτή είναι διαφορετική από την αξίωση πληρωμής μισθωμάτων, αφού ο γενεσιουργός λόγος της είναι η παράβαση της υποχρέωσης του μισθωτή να αποδώσει το μίσθιο κατά τη λήξη της μίσθωσης και η από την παράβαση αυτή προκύπτουσα υποχρέωση αποζημίωσης κατά τα άρθρα 599, 601, 297, 298 του ΑΚ, ενώ γενεσιουργός λόγος της οφειλής των μισθωμάτων είναι η σύμβαση μίσθωσης σύμφωνα με το άρθρο 574 του ΑΚ.  Η ως άνω αποζημίωση χρήσης δεν έχει χαρακτήρα μισθώματος. Για το λόγο αυτό για την καταβολή της δεν υφίσταται εκ του νόμου δήλη ημέρα, ώστε με την παρέλευσή της να καθίσταται ο οφειλέτης μισθωτής, που παρακρατεί το μίσθιο, υπερήμερος κατά το άρθρο 341 εδαφ. α΄του ΑΚ και να υποχρεούται έκτοτε στην καταβολή τόκων υπερημερίας (ΑΠ 565/1996 ΕλλΔνη 1997.107, ΜονΕφΠατρ 133/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος,  ΕφΛαρ.225/2011 Δικ 2011.490, ΕφΑθ 2736/2003 ΕΔικΠολ 2004.185, ΕφΑθ 4118/2003 ΕΔικΠολ 2004.227, ΕφΑθ 7483/2000 ΕλλΔνη 2001.225).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων ……… του ενάγοντος και …… των εναγομένων, που δόθηκαν κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει σύμβασης επαγγελματικής μίσθωσης, που καταρτίσθηκε εγγράφως με το από 24.5.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να παραχωρήσει κατά χρήση στο δεύτερο εναγόμενο ένα ισόγειο κατάστημα, κυριότητάς του, πολυώροφης οικοδομής, κειμένης στο … Αττικής, στη συμβολή των οδών …… και ……, προκειμένου να λειτουργήσει εκεί επιχείρηση κρεοπωλείου και πώλησης συναφών ειδών διατροφής του μισθωτή, μετά των υπαρχόντων εντός αυτού εξοπλισμού και εγκαταστάσεων, για χρονικό διάστημα 12 ετών, από την 1η.1.2007 έως την 30η.8.2019, αντί μηνιαίου μισθώματος, το οποίο ορίσθηκε στο ποσό των 2.000 ευρώ για τα δύο πρώτα έτη της μίσθωσης, και συμφωνήθηκε ότι θα αναπροσαρμόζεται στη συνέχεια ετησίως σε ποσοστό 5% επί του εκάστοτε καταβαλλομένου μηνιαίου μισθώματος του αμέσως προηγουμένου μισθωτικού έτους. Αποδείχθηκε επίσης ότι στη συνέχεια ο μισθωτής – δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος από τη σύναψη της μίσθωσης κατείχε το μίσθιο, αξιοποιώντας τη δυνατότητα, που του παρείχε ο υπ’αριθμ.5 όρος της ανωτέρω σύμβασης, προέβη νομίμως, μετά της …….., στη σύσταση της πρώτης εναγομένης ετερόρρυθμης εταιρίας, με το από 17.11.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο καταχωρήθηκε στις 19.11.2009 στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς (με αριθμό κατάθεσης …/2009 και μητρώου ….), στην οποία και ο ίδιος συμμετείχε ως ομόρρυθμος εταίρος και η οποία, κατά τα μεταξύ των αρχικά συμβαλλομένων μερών συμφωνηθέντα, υπεισήλθε αυτοδικαίως στη μεταβιβασθείσα προς αυτήν μισθωτική σχέση ως μισθώτρια, υποκαθιστώντας πλήρως τον προαναφερθέντα μισθωτή, ως ειδική διάδοχός του, στο σύνολο των εκ της μίσθωσης δικαιωμάτων και  υποχρεώσεών του, ενώ αυτός, όπως επίσης προβλέφθηκε στο μισθωτήριο, εγγυήθηκε, ως αυτοφειλέτης, την εκπλήρωση εκ μέρους της πρωτοφειλέτριας – μισθώτριας όλων των εκ της μίσθωσης απορρεουσών υποχρεώσεών της. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής πράγματι παραδόθηκε το μίσθιο ακίνητο στον αρχικό μισθωτή – δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος το κατείχε και το χρησιμοποιούσε έκτοτε  ακώλυτα για την άσκηση της συμφωνηθείσας επαγγελματικής του δραστηριότητας, ήτοι για τη λειτουργία εντός αυτού επιχείρησης κρεοπωλείου, όπως, άλλωστε έπραξε στη συνέχεια και η πρώτη εναγόμενη, ετερόρρυθμη εταιρία, μετά τη μεταβίβαση προς αυτήν του συνόλου της μισθωτικής σχέσης, ως ειδική διάδοχος του συνεναγομένου της, κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η Ε΄Δ.Ο.Υ. Πειραιά με το από 23.6.2010 έγγραφό της, που επιδόθηκε στο δεύτερο εναγόμενο στις 23.9.2010, για την ικανοποίηση ληξιπρόθεσμης και βεβαιωμένης απαίτησής της σε βάρος του ενάγοντος, συνολικού ποσού 22.237,42 ευρώ, προέβη σε κατάσχεση στα χέρια του πρώτου εναγομένου, ως τρίτου, της οφειλής του τελευταίου προς τον δικό της οφειλέτη από την επίμαχη σύμβαση μίσθωσης  για μελλοντικά μισθώματα του ισογείου καταστήματός του,  μέχρι του προαναφερθέντος ποσού, και ενώ το μηνιαίο μίσθωμα του ακινήτου είχε κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κατόπιν αναπροσαρμογών, διαμορφωθεί στο ποσό των 2.170 ευρώ. Ακολούθως ο δεύτερος εναγόμενος με το υπ’αριθμ. …./2010 έγγραφό του προς τη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς προέβη σε καταφατική δήλωση περί της κατασχεθείσας στα χέρια του ως τρίτου απαίτησης του ενάγοντος επί των μελλοντικών μισθωμάτων του εν λόγω ακινήτου μέχρι της συμπλήρωσης του ανωτέρω ποσού, και αφού, κατόπιν αίτησης του ενάγοντος, περιορίσθηκε από την προαναφερθείσα Δ.Ο.Υ. το ποσό του κατασχεθέντος μηνιαίου μισθώματος σε 1.000 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ.4 του Κ.Ε.Δ.Ε.  Αποδείχθηκε επίσης ότι μέχρι και το μήνα Ιούλιο του έτους 2011 οι εναγόμενοι κατέβαλαν στον εκμισθωτή το σύνολο του μηνιαίου μισθώματος του ακινήτου, που είχε ήδη από την 1.1.2011 μειωθεί, δυνάμει προφορικής συμφωνίας τους, στο ποσό των 2.000 ευρώ, ενώ από τον επόμενο μήνα και στο εξής καταβαλλόταν σ’αυτόν μόνον το ποσό των 1.000 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 1.000 ευρώ (καταβαλλόταν) για λογαριασμό του απευθείας στην ανωτέρω Δ.Ο.Υ., για την αποπληρωμή της δικής του οφειλής, κατόπιν της καταφατικής δήλωσης του δευτέρου εναγομένου επί της επιβληθείσας εις χείρας του ως τρίτου κατάσχεσης της απαίτησης του ενάγοντος από τα μελλοντικά μισθώματα του ακινήτου του κατά τα προεκτεθέντα, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες αποδείξεις είσπραξης ενοικίου του ανωτέρω, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε απ’αυτόν. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 28.6.2012, και ενώ είχε καταβληθεί στον ενάγοντα το ποσό των 1.000 ευρώ για το μίσθωμα του ιδίου μηνός, όπως προκύπτει από την (επίσης μη αμφισβητούμενη) απόδειξη είσπραξης ενοικίου του ιδίου, επιδόθηκε στον ανωτέρω η από 13.6.2012 εξώδικη δήλωση των εναγομένων, με την οποία οι τελευταίοι προέβησαν σε καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 του π.δ/τος 34/1995, γνωστοποιώντας παράλληλα σ’αυτόν ότι μετά τη λύση της σύμβασης, που κατά νόμο θα επέλθει κατόπιν της παρέλευσης τριών μηνών από την επίδοση του συγκεκριμένου εγγράφου, προτίθενται να του αποδώσουν το μίσθιο ακίνητο και να καταβάλουν την προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη αποζημίωση, ποσού ίσου με ένα μηνιαίο μίσθωμα. Η ανωτέρω καταγγελία είναι έγκυρη και ισχυρή και επέφερε τις προβλεπόμενες έννομες συνέπειες, καθώς η περί αυτής δήλωση βούλησης των εναγομένων, που διατυπώθηκε στο ανωτέρω έγγραφο, ήταν αληθής, σπουδαία και σοβαρή, διότι οι εναγόμενοι όντως ήθελαν στην πραγματικότητα να λυθεί η μίσθωση μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών από την επίδοση στον ενάγοντα του εν λόγω εγγράφου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προαναφερθείσα διάταξη, και δεν έγινε κατά το φαινόμενον και μόνο, ώστε απλώς να δημιουργείται στους τρίτους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης του μισθίου και παραγωγής των εννόμων αποτελεσμάτων της καταγγελίας της μίσθωσης,με σκοπό αποφυγής εκπλήρωσης από πλευράς τους των εκ της σύμβασης αυτής απορρεουσών υποχρεώσεών τους, ενώ θα εξακολουθούσαν να το κατέχουν, πλην όμως ανέξοδα και αδάπανα, όπως εξαρχής επροτίθεντο να πράξουν διά της επίδοσης της συγκεκριμένης δήλωσής τους, του στηριζομένου στα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά αγωγικού ισχυρισμού του ενάγοντος περί ακυρότητας αυτής λόγω εικονικότητας, προς επίρρωση του οποίου ουδέν αποδεικτικό στοιχείο προσκομίζεται από τον ίδιο, ως έχοντα το βάρος απόδειξής του, ώστε να σχηματισθεί στο παρόν Δικαστήριο πλήρης περί τούτου δικανική πεποίηθηση, απορριπτομένου ως αβασίμου. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το ότι, σε κάθε περίπτωση, διά της εικονικής καταγγελίας της μίσθωσης, και αληθούς αυτής υποτιθέμενης, ουδόλως θα προέκυπτε κάποιο οικονομικό όφελος για τους εναγομένους, όπως αβάσιμα διατείνεται ο ενάγων προς θεμελίωση του περί ακυρότητας λόγω εικονικότητας της καταγγελίας αυτής ισχυρισμού του, καθώς, ακόμη και εάν μετά την – κατά το φαινόμενο και μόνο – λύση της σύμβασης, συνεπεία της εν λόγω καταγγελίας, δεν απέδιδαν στον ενάγοντα, όπως υποχρεούντο, τη χρήση του μισθίου ακινήτου, αφού δεν θα εδικαιούντο πλέον να το κατέχουν, αλλά το παρακρατούσαν άνευ δικαιώματος, δεν θα εξοικονομούσαν δαπάνη, διά της ανέξοδης εκμετάλλευσης αλλότριου περιουσιακού στοιχείου, διότι θα όφειλαν να καταβάλουν, όχι βέβαια μίσθωμα, αλλά σε κάθε περίπτωση αποζημίωση χρήσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 601 του ΑΚ, ούτε όμως θα απαλλάσσοντο της υποχρέωσης καταβολής μηνιαίως προς την ανωτέρω Δ.Ο.Υ. του ποσού των 1.000 ευρώ, στο οποίο περιορίσθηκε το κατασχεθέν απ’αυτήν εις χείρας του δευτέρου εναγομένου ως τρίτου μηνιαίο μίσθωμα του καταστήματος, και τούτο διότι ο ανωτέρω, όπως έχει ήδη αναφερθεί, προέβη σε καταφατική δήλωση κατ’άρθρο 988 του ΚΠολΔ περί της σε βάρος του απαίτησης του ενάγοντος από μελλοντικά μισθώματα του ακινήτου μέχρι τη συμπλήρωση του ποσού των 22.237,42 ευρώ, και, επομένως, ως προς το ποσό αυτό, κατά νόμο κατέστη οφειλέτης του Ελληνικού Δημοσίου, στο οποίο αυτοδίκαια εκχωρήθηκε η κατ’αυτού κατασχεθείσα απαίτηση του οφειλέτη της – ενάγοντος, ενώ η καταφατική του δήλωση (του δευτέρου εναγομένου) αποτελεί τίτλο εκτελεστό, με βάση τον οποίο μπορεί να επισπευθεί αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας του για την ικανοποίηση της εν λόγω απαίτησης του Ελληνικού Δημοσίου, που θεωρείται ότι έχει εκχωρηθεί σ’αυτό από τον οφειλέτη του, σε περίπτωση μη αποπληρωμής της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 989 του ιδίου Κώδικα, διά τούτο, άλλωστε οι εναγόμενοι, ακόμη και μετά τη λύση της μίσθωσης, εξακολούθησαν να πραγματοποιούν καταβολές έναντι της οφειλής αυτής, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’αριθμ.πρωτ……/13.10.2014 έγγραφο της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. Επομένως, συνεπεία της ανωτέρω έγκυρης καταγγελίας της μισθώτριας επήλθε η λύση της επίδικης σύμβασης μίσθωσης στις 28.9.2012, ήτοι μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών από την επίδοση της καταγγελίας αυτής στον ενάγοντα, όπως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 43 του π.δ/τος 34/1995, οπότε έκτοτε έπαυσε η υποχρέωση των εναγομένων, ως μισθώτριας και εγγυητή στην εν λόγω σύμβαση αντίστοιχα, πληρωμής μισθώματος για το συγκεκριμένο ακίνητο, τη χρήση του οποίου, όμως, η πρώτη εξ αυτών υποχρεούτο να αποδώσει στον ενάγοντα, εφόσον δεν είχε πλέον δικαίωμα να το κατέχει. Αποδείχθηκε, όμως, ότι η πρώτη εναγόμενη, παρά τη λύση της μίσθωσης, εξακολούθησε να παρακρατεί το μίσθιο άνευ δικαιώματος, μέχρι και το μέσον του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2012, όταν και ολοκληρώθηκαν, όχι εν κρυπτώ, αλλά υπό τα όμματα του ενάγοντος, ο οποίος κατοικεί άνωθεν του μισθίου, έχοντας, επομένως, άμεση αντίληψη των τεκταινομένων στο κατάστημά του, οι εργασίες μετεγκατάστασης της επιχείρησης κρεοπωλείου, που στεγαζόταν σ’αυτό, σε έτερο – επίσης μίσθιο – ακίνητο (το οποίο και αυτό βρίσκεται στο …. Αττικής και στο οποίο ήδη τότε λειτουργούσε υποκατάστημα της επιχείρησης και πλέον το μοναδικό κατάστημα αυτής), διά της αποξήλωσης του εξοπλισμού της, οπότε και το απέδωσε στον ενάγοντα με την παράδοση των κλειδιών του, όπως προκύπτει από την σαφή και πειστική κατάθεση του μάρτυρος των εναγομένων, υπαλλήλου της πρώτης εξ αυτών και εργαζομένου στο μίσθιο κατάστημα, ο οποίος επίσης συμμετείχε στις εργασίες αποξήλωσης και μεταφοράς του εξοπλισμού της επιχείρησης στο έτερο κατάστημα, σε συνδυασμό με την παράδοση της μνήμης της φρορολογικής ταμειακής μηχανής της συγκεκριμένης επιχείρησης στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. , που έλαβε χώρα την ίδια χρονική περίοδο, και δεν αναιρείται από τη γενικόλογη κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος, ο οποίος ομιλεί περί εγκατάλειψης του μισθίου από τη μισθώτρια, άνευ παράδοσης των κλειδιών του, περί τα τέλη του έτους 2012, ή του έτους 2013, χωρίς να θυμάται επακριβώς, παρά το ότι, ο ίδιος ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του, επικαλούμενος ακυρότητα της καταγγελίας των εναγομένων λόγω εικονικότητας, ισχυρίζεται, επιπροσθέτως, ότι η επίσης μη επιφέρουσα λύση της μίσθωσης εγκατάλειψη του ακινήτου του από τη μισθώτρια έλαβε χώρα κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2013, ζητώντας για το λόγο αυτό την επιδίκαση μηνιαίων μισθωμάτων μέχρι και την άσκηση της αγωγής του, με την οποία προβαίνει σε καταγγελία της σύμβασης λόγω υπερημερίας τους περί την αποπληρωμή των μισθωμάτων αυτών. Κατόπιν δε της παραδοχής από το παρόν Δικαστήριο ότι η επίδικη μίσθωση λύθηκε μετά την παρέλευση τριών μηνών από την επίδοση στον ενάγοντα της έγκυρης καταγγελίας της μισθώτριας στις 28.9.2012, κατά τα προεκτεθέντα, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν μηνιαίο μίσθωμα μέχρι και την άσκηση της αγωγής του, καθώς μόνον διά της επίδοσής της στους αντιδίκους του επήλθε η λύση της μίσθωσης, λόγω της περιεχομένης στο δικόγραφό της καταγγελίας απ’αυτόν της σύμβασης, συνεπεία της υπερημερίας τους, επικαλούμενος περαιτέρω ότι η μονομερής αποχώρηση της μισθώτριας από το μίσθιο, άνευ παράδοσης στον ίδιο των κλειδιών του και παραλαβής τους εκ μέρους του, την οποία ανάγει χρονικά στο μήνα Φεβρουάριο του έτους 2013, δεν αποτελεί παράδοση αυτού και δεν επιφέρει ως έννομη συνέπεια τη λύση της σύμβασης, αφού ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε η μισθώτρια, αφού η μίσθωση είναι σε ισχύ, να επανέλθει και να το επανακαταλάβει, πρέπει ν’απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ενόψει των ανωτέρω, απορριπτέο τυγχάνει το αγωγικό αίτημα περί απόδοσης στον ενάγοντα της χρήσης του μισθίου, αφού αυτό έχει ήδη αποδοθεί και παραληφθεί από τον ανωτέρω ήδη από το μήνα Νοέμβριο του έτους 2012. Περαιτέρω, εφόσον, όπως έγινε δεκτό, στις 28.9.2012 λύθηκε η μίσθωση κατόπιν της καταγγελίας της μισθώτριας, για την άνευ δικαιώματος παρακράτηση απ’αυτήν του μισθίου ακινήτου κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο του ιδίου έτους, δεν οφείλεται πλέον μηνιαίο μίσθωμα από τους εναγομένους, όπως ο ενάγων και για τους μήνες αυτούς ζητά,  αλλά αποζημίωση χρήσης, ισόποση με δύο μηνιαία μισθώματα, πλην, όμως, το ποσό αυτό δε μπορεί να επιδικασθεί σε βάρος των εναγομένων, καθώς δε ζητείται με την αγωγή ως αποζημίωση χρήσης, αλλά ως μηνιαία μισθώματα, ήτοι δεν υφίσταται ως προς αυτό σχετικό αγωγικό αίτημα, επί του οποίου ν’ αποφανθεί το παρόν Δικαστήριο, ενόψει του ότι πρόκειται περί διαφορετικών αξιώσεων, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης (βλ.επίσης σχετικά ΕφΑθ 1217/2004 ΕΔΙΚΠΟΛ 2007.375).  Επομένως, η αγωγή, όσον αφορά στα οφειλόμενα για τους μήνες αυτούς (Οκτώβριο και Νοέμβριο του έτους 2012) χρηματικά ποσά πρέπει ν’απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, όπως άλλωστε και για το χρηματικό ποσό, που ζητείται από τον ενάγοντα να του καταβληθεί ως μηνιαία μισθώματα του ακινήτου για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα (Δεκέμβριος του έτους 2012 έως Ιανουάριος του έτους 2015), το οποίο δεν οφείλεται, διότι η μίσθωση λύθηκε στις 28.9.2012, και το μίσθιο αποδόθηκε στον ενάγοντα κατά το μήνα Νοέμβριο του ιδίου έτους, όπως ήδη αναφέρθηκε, ενώ σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν ευσταθούσε ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η μισθώτρια ουδέποτε απέδωσε το μίσθιο και εξακολουθεί να το κατέχει ακόμη και μέχρι την άσκηση της αγωγής, το αναγόμενο στο διάστημα αυτό (Δεκέμβριος του έτους 2012 έως Ιανουάριος του έτους 2015) χρηματικό ποσό και πάλι δε θα μπορούσε να επιδικασθεί, αφού θα επρόκειτο για αποζημίωση χρήσης, καθώς έχει προηγηθεί η λύση της μίσθωσης, ενώ τέτοιο αίτημα δεν έχει υποβληθεί, διότι ζητείται από τον ενάγοντα ως μηνιαία μισθώματα. Περαιτέρω, όσον αφορά στα μισθώματα του χρονικού διαστήματος Μάϊος του έτους 2012 έως και Σεπτέμβριος του ιδίου έτους, αποδείχθηκε ότι αυτά έχουν πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί από τους εναγομένους, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις είσπραξης ενοικίου, οι οποίες φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος ως εισπράξαντος, και των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε απ’αυτόν, σε συνδυασμό με το προαναφερθέν υπ’αριθμ.πρωτ……/13.10.2014 έγγραφο της Ε΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς, αναφορικά με τις καταβολές, συνολικού ποσού 19.300 ευρώ, που πραγματοποιήθηκαν σ’αυτή από τους εναγομένους, και επίσης δεν αμφισβητούνται από τον ενάγοντα, αντίθετα συνομολογούνται και παρατίθενται και στο αγωγικό δικόγραφο, κατόπιν της επιβληθείσας εις χείρας του δευτέρου εξ αυτών ως τρίτου κατάσχεσης.  Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι μέχρι και το μήνα Ιούλιο του έτους 2011 οι εναγόμενοι κατέβαλαν στον ενάγοντα το ποσό των 2.000 ευρώ ως μηνιαίο μίσθωμα του καταστήματός του, ενώ από τον μήνα Αύγουστο του ιδίου έτους και στο εξής στον ανωτέρω κατέβαλαν για την αιτία αυτή μόνο το ποσό των 1.000 ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα 1.000 ευρώ κατέβαλαν στην προαναφερθείσα Δ.Ο.Υ. λόγω της κατάσχεσης. Συνεπώς, για το χρονικό διάστημα των μηνών Αύγουστος του 2011 έως και Σεπτέμβριος του 2012 (14 μηνών), όταν και λύθηκε η μίσθωση, οι εναγόμενοι όφειλαν να καταβάλουν στον ενάγοντα ως μηνιαία μισθώματα το συνολικό ποσό των 28.000 ευρώ (14 μήνες Χ 2.000 ευρώ, στο οποίο είχε διαμορφωθεί, κατόπιν συμφωνίας τους, το μηνιαίο μίσθωμα).  Όπως δε προκύπτει από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις είσπραξης ενοικίου οι εναγόμενοι κατέβαλαν στον ενάγοντα από το μήνα Αύγουστο του έτους 2011 έως και το μήνα Ιούνιο του έτους 2012, ήτοι επί 11 μήνες, το ποσό των 11.000 ευρώ (1.000 ευρώ ανά μήνα), ενώ κατά το ίδιο χρονικό διάστημα καταβλήθηκε στην Ε΄Δ.Ο.Υ. Πειραιά το συνολικό ποσό των 19.300 ευρώ, ήτοι συνολικά έχει καταβληθεί για την εκπλήρωση της απορρέουσας εκ της επίδικης μισθωτικής σύμβασης υποχρέωσής τους το ποσό των 30.300 ευρώ. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, δεν υφίσταται οφειλή των εναγομένων για μηνιαία μισθώματα των μηνών Μαΐου έως και Σεπτεμβρίου του έτους 2012, εφόσον αυτή έχει πλήρως και ολοσχερώς αποσβεσθεί διά καταβολών τους, κατά παραδοχήν ως κατ’ουσίαν βάσιμης της παραδεκτά προβληθείσας ένστασής τους περί εξόφλησης της αγωγικής απαίτησης, καθ’ό μέρος αφορά στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, ορθά κατ’αποτέλεσμα απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, των περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων αιτιάσεων του ενάγοντος, που προβάλλονται με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της ένδικης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων.

Τέλος, το πρωτοβάθιο Δικαστήριο, το οποίο, αφού απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, καταδίκασε τον ενάγοντα, λόγω της ήττας του, στη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, και προσδιόρισε το ύψος αυτής στο ποσό των 2.000 ευρώ, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς το ποσό των δικαστικών εξόδων  των αντιδίκων του θα έπρεπε να καθορισθεί σε ποσοστό 2% επί του αντικειμένου της δίκης, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63 παρ.1 α΄ και 68 παρ.1 του ν.4194/2013) και συγκεκριμένα στο ποσό των  1.340,08 ευρώ (67.004 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται το αγωγικό αίτημα Χ 2%), όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του, η οποία και κατά το λόγο αυτό πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση μόνο κατά την περί δικαστικής δαπάνης διάταξή της. Ενόψει των ανωτέρω, λόγω της μερικής παραδοχής της έφεσής του, θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό ενάγοντα (άρθρο 495 παρ. 4 εδαφ. ε΄του ΚΠολΔ), και να καταδικασθεί ο ανωτέρω, που ηττήθηκε ολικά στην ουσία της υπόθεσης, στη δικαστική δαπάνη των αντιδίκων του αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την  επιδίκαση της οποίας επιβλήθηκε από τους τελευταίους με τις προτάσεις, που εμπρόθεσμα και νομότυπα κατέθεσαν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, σχετικό αίτημα (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 29.7.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/1.8.2016 και ………./1.8.2016) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 3549/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς μόνο ως προς την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της εκκαλουμένης, και απορρίπτει αυτήν ως προς τις λοιπές διατάξεις της ανωτέρω απόφασης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό ενάγοντα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ανωτέρω απόφαση μόνον ως προς την περί δικαστικής δαπάνης διάταξή της.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτό.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 17-1-2018

 

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ